Το μυστικό της Ζηνοβίας (Ενοποιημένο κείμενο)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 25/03/2023

Back to Blog

(Κεφάλαιο 1)

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.

Μελβούρνη – Αυστραλία, Ιούνιος 2019

Η Ζήνα, είχε μόλις θάψει τον πατέρα της, τον Δημήτριο Βασιλόπουλο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πρώτη φορά είχε νοιώσει τόση θλίψη στη ζωή της. Νόμιζε πως ξεριζώθηκε η καρδιά της.

Καθόταν στο διαμέρισμά της στη κεντρική Μελβούρνη και κοίταζε την πανοραμική θέα του ποταμού Γιάρρα. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια αυτής, που ποτέ δεν θυμόταν να έχει κλάψει στη ζωή της. Τουλάχιστον δεν την βλέπει κανένας, σκέφτηκε ειρωνικά.

Ο πατέρας της είχε έρθει στην Μελβούρνη το 1952 – 1953, όταν η εθνική επανάσταση στην Αίγυπτο, εθνικοποίησε το εργοστάσιο επεξεργασίας βαμβακιού που είχε στην Αλεξάνδρεια. Το είχε κληρονομήσει από το πατέρα του και αυτός από το δικό του πατέρα. Ήταν η δική του μοίρα  να το χάσει.

Στην Μελβούρνη δούλεψε σκληρά, σε ότι δουλειά εύρισκε, όμως οι δικές του γνώσεις περιορίζονταν στη επεξεργασία βαμβακιού. Παρόλα αυτά, με τη μόρφωση που είχε και την εμπειρία του στις επιχειρήσεις, σύντομα δραστηριοποιήθηκε στο τομέα των κατασκευών, με μεγάλη επιτυχία.

Η έντονη προσπάθεια για να δημιουργηθεί από το μηδέν επαγγελματικά, δεν του άφηναν χρόνο για να σκεφτεί το γάμο. Στα 46 του χρόνια , τον Ιούνιο του 1978 γνώρισε τη μητέρα της. Λεγόταν  Jane, ήταν Αυστραλή και πολύ νεότερή του. Συζούσαν για κάποιο χρονικό διάστημα και η Jane έμεινε έγκυος. Εκείνη δεν ήθελε να κρατήσει το παιδί αλλά ο Δημήτριος ήταν ανένδοτος. Έτσι  τον Ιανουάριο του 1979 έρχεται στο κόσμο η ίδια. Η μητέρα της, η Jane, εξαφανίστηκε λίγο καιρό μετά τη γέννησή της και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.  Ο Δημήτριος την ονόμασε Ζηνοβία, όπως έλεγαν την γιαγιά του, μια δυναμική  γυναίκα, που είχε αφήσει πίσω της πολλά ερωτηματικά, όπως έλεγε ο δικός του πατέρας.

Έτσι ο Δημήτριος ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ανατροφή της. Ήταν ένας στοργικός, τρυφερός πατέρας. Η Ζήνα μεγάλωσε πλουσιοπάροχα μαζί του, έστω και χωρίς μαμά.

Θυμήθηκε, χαμογελώντας πικρά, πόσο τον βασάνιζε όταν προσπαθούσε να της θέσει κάποια όρια ή να της επιβάλει μια τιμωρία. Όχι μόνο του ξέφευγε, στο τέλος έκανε το δικό της. Εκείνος όμως πάντοτε τη συγχωρούσε.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμά όταν προσπαθούσε για χρόνια να την στείλει στο ελληνικό σχολείο για να μάθει ελληνικά. Όχι μόνο δεν ήθελε να πάει, όχι μόνο δεν μελετούσε, αρνιόταν και να του απαντήσει στα ελληνικά, όταν εκείνος προσπαθούσε να της μιλήσει στη γλώσσα αυτή.

-Καημένε, γλυκέ πατέρα, σκέφτηκε. Σου έλαχε μια κόρη τόσο ατίθαση και ασυμβίβαστη! Ίσως εδώ να έμοιασα στη μητέρα μου!

Παρόλα αυτά όμως, ο πατέρας της ήταν ο άντρας της ζωής της. Είχε πατήσει τα 40 και δεν είχε ούτε μια σοβαρή σχέση. Δεν κατάλαβε ποτέ αν αυτό ήταν γιατί ήταν προσκολλημένη στο πατέρα της ή γιατί έβρισκε όλους τους άνδρες που γνώριζε ανόητους και ασήμαντους. Ίσως να ήταν και τα δύο.

Η ίδια, επαγγελματικά, θα χαρακτήριζε τον εαυτό της, ελεύθερη δημοσιογράφο. Έγραφε άρθρα πολιτικά, αλλά κυρίως περιβαλλοντικά και τα πουλούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά στην Αυστραλία, αλλά και στην Αμερική. Ένα σύντομο χρονικό διάστημα είχε δουλέψει και για το National Geography, όμως ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της δεν την άφηνε να δεσμευτεί μόνιμα κάπου. Είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου, κυρίως στην Αυστραλία, την Αμερική, αλλά και την Ασία. Από τη δουλειά της είχε ένα σημαντικό εισόδημα που της διασφάλιζε μία άνετη ζωή, όσο καιρό έμενε στη Μελβούρνη. Τον περισσότερο καιρό όμως, ήταν στο δρόμο, ψάχνοντας για καινούργια θέματα και υποστηρίζοντας με πάθος τα δικαιώματα του ίδιου του πλανήτη.

Τώρα καθόταν στον καναπέ του σαλονιού της, με μια κούτα γεμάτη γράμματα, στα πόδια της. Πάνω – πάνω ήταν μια μαυρόασπρη φωτογραφία μιας πολύ νεαρής γυναίκας – δεν θα ήταν πάνω από τα 18 και ενός ηλικιωμένου κυρίου. Θα νόμιζε κανείς ότι ήταν η κόρη του, αλλά ο μπαμπάς της, της είχε πει ότι ήταν η προγιαγιά της, η Ζηνοβία, και ο προπάππος της ο Δημήτριος Βασιλόπουλος, μεγαλέμπορας βαμβακιού από την Αλεξάνδρεια.

-Το καημένο το κοριτσάκι, σκέφτηκε η Ζήνα, θα ήταν φτωχούλα και θα την πάντρεψαν με το γέρο!

Κοίταξε πιο προσεκτικά την φωτογραφία, ψάχνοντας στο ανέκφραστο πρόσωπο της Ζηνοβίας να βρει ένα σημάδι των αισθημάτων της, ένα μήνυμα από το παρελθόν. Σε μια στιγμή παγιδεύτηκε από τα μάτια της, μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, με πυκνές βλεφαρίδες. Με έκπληξή της κατάλαβε πως είχαν τα ίδια μάτια, αν και δεν έμοιαζαν σε κάτι άλλο.

Η Ζήνα, ήταν ψηλή, καστανόξανθη με μαύρα μάτια. Αυτό έκανε εντύπωση σε όσους την έβλεπαν. Τα μάτια, το βλέμμα της γενικά, ήταν ασυνήθιστα έντονα και διαπεραστικά. Θα περίμενε κανείς ότι με τόσο ανοικτόχρωμα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα  τα μάτια της θα ήταν πράσινα ή γαλάζια, έστω καστανά. Αντίθετα, τα μαύρα μάτια και τα έντονα φρύδια της, καθήλωναν όσους την έβλεπαν.

-Ποιος ξέρει, ποιος περίεργος συνδυασμός γονιδίων μου χάρισε αυτά τα μάτια, σκέφτηκε. Σίγουρα η προγιαγιά Ζηνοβία έπαιξε το ρόλο της!

Θυμήθηκε τις τελευταίες ημέρες του πατέρα της στο Royal Melbourne Hospital, όταν πάλευε με τον καρκίνο. Προσπαθούσε να είναι συνεχώς μαζί του. Πρώτη φορά είχαν μιλήσει τόσο πολύ. Εκείνος σε μια κατάσταση μεταξύ αυτής της ζωής και της αιωνιότητας, πάσχιζε να ανασύρει από τη μνήμη του και να μεταλαμπαδεύσει, στην πάντοτε στο παρελθόν αδιάφορη κόρη του, την ιστορία της οικογένειας. Της μίλησε για την Αλεξάνδρεια, την αρχαιότατη αυτή πόλη στις ακτές της Μεσογείου, με την λαμπρή ιστορία, για τον πατέρα του, τον Ευάγγελο Βασιλόπουλο, την μητέρα του την Αντιγόνη και για τη προγιαγιά της, την Ζηνοβία. Οι γονείς του είχαν πεθάνει σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα στην Αλεξάνδρεια τον Ιούλιο του 1950 και από τότε βασικά ήταν μόνος του. Είχε αφοσιωθεί στις επιχειρήσεις του μέχρι την εθνική επανάσταση του 1952 στην Αίγυπτο, που είχε σαν αποτέλεσμα  το εργοστάσιό του να εθνικοποιηθεί από το Κράτος. Τότε αποφάσισε να φύγει για την Αυστραλία και να κάνει μια καινούργια αρχή. Τίποτε πια δεν τον κρατούσε στην Αλεξάνδρεια.

Πρώτη φορά έμαθε η Ζήνα, ότι η προγιαγιά της ήταν από την Κύπρο. Ένα πανέμορφο νησί κοντά στην Αλεξάνδρεια που είχε μια περίεργη ιστορία, με κατακτητές που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Οι τελευταίοι εισβολείς στο νησί ήταν οι Τούρκοι. Αυτό είχε γίνει το 1974 και ακόμα δεν είχε βρεθεί λύση. Το Κυπριακό πρόβλημα παιζόταν για 45 χρόνια στα τραπέζια του διεθνούς πόκερ ανεπιτυχώς, γιατί φαίνεται τα ειδικά συμφέροντα των μεγάλων δεν ευνοούσαν στην επίλυση ή καλύτερα ευνοούσαν στην διατήρηση.

-Θα με ενδιέφερε να το διερευνήσω από δημοσιογραφικής άποψης, σκέφτηκε. Στο κάτω – κάτω η προγιαγιά μου καταγόταν από εκεί.

Το πιο σημαντικό όμως – και το πιο δύσκολο για τη Ζήνα – ήταν όταν ο πατέρας της είπε για το κουτί με τα γράμματα, τους τίτλους ιδιοκτησίας, τις φωτογραφίες και τα κειμήλια της οικογένειας. Της ζήτησε να διαβάσει προσεχτικά όλα τα γράμματα και να κάνει ότι μπορεί για να βρει τις ρίζες της στη Κύπρο.

Η Ζήνα έμεινε έκπληκτη.

-Φαντάζομαι ότι όλα θα είναι γραμμένα στα ελληνικά. Εγώ, όπως ξέρεις πολύ καλά, δεν ξέρω ελληνικά. Γιατί δεν το έκανες εσύ, μπαμπά;

-Εγώ δεν είχα ποτέ καιρό. Δούλευα σχεδόν 18 ώρες την ημέρα και έπρεπε να αφιερώνω χρόνο και σε σένα. Εσύ έχεις την οικονομική ευχέρεια να μην εργαστείς για κάποιους μήνες και να ψάξεις τα ίχνη της Ζηνοβίας. Και για να σε προλάβω, τα γράμματα δεν θα τα δώσεις σε κάποιο να τα μεταφράσει. Θα μάθεις ελληνικά για να τα διαβάσεις εσύ. Είναι οικογενειακά θέματα και πρέπει να τα διαχειριστεί η οικογένεια. Δηλαδή εσύ, είπε με πικρία. Δεν έχει μείνει κανείς άλλος.

Η φωνή του πατέρα της, τόσο αδύναμη και σπασμένη, ήταν αυστηρή και επιβλητική. Δεν αντέδρασε. Ένοιωσε για πρώτη φορά ενοχές για την αδιαφορία της.

Η Ζήνα, γεννημένη σε μια χώρα πολυπολιτισμική, δεν ένοιωσε ποτέ την ανάγκη να ψάξει για το παρελθόν της οικογένειάς της. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας έρχονταν από παντού στο κόσμο και το μόνο που τους χώριζε ήταν το παρελθόν τους. Μαζί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια νέα κουλτούρα και να την εμπνεύσουν στον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί έπρεπε να μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν; Γιατί θα έπρεπε να γνωρίζουν μια ιστορία ή μια γλώσσα που θα τους χώριζε; Αυτή ήταν η δική της φιλοσοφία.

Έπειτα, το γεγονός ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη μητέρα της, και όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αυτό ήταν ένα μεγάλο κενό στη ζωή της, που περιόριζε κάθε ενδιαφέρον της αποκλειστικά στο παρόν. Δεν ήθελε να ξέρει για το παρελθόν.

Όμως τώρα είχε μπλέξει σε αυτή τη κατάσταση και δεν ήξερε πώς να ξεμπλέξει. Παρά την υπόσχεση που είχε δώσει στο πατέρα της, δεν είχε εγκαταλείψει τη σκέψη της να δώσει τις επιστολές σε κάποιο να τις μεταφράσει. Θα έψαχνε κάποιο έμπιστο, στο κάτω – κάτω.

Από την άλλη ήταν υποχρεωμένη, ούτως ή άλλως, να αποσυρθεί από τη δουλειά για μερικούς μήνες. Με το θάνατο του πατέρα της θα έπρεπε να διαχειριστεί τα οικονομικά και κληρονομικά της δικαιώματα. Ο πατέρας της, την είχε διαβεβαιώσει ότι η επιχείρησή του ήταν κερδοφόρα και ότι η ίδια θα αποκόμιζε ένα σημαντικό κεφάλαιο, αν την πωλούσε. Ήξερε πως το Κράτος θα έπαιρνε ένα σεβαστό ποσό, αλλά θα έμεναν και στην ίδια αρκετά κέρδη. Οι καταστάσεις αυτές ήταν περίπλοκες, απαιτούσαν χρόνο και υπομονή και σίγουρα θα ήταν καλύτερα να ήταν στη Μελβούρνη, αντί να ταξιδεύει.

-Ίσως, σκέφτηκε, να είναι μια ευκαιρία να αναθεωρήσω κάποια πράγματα στη ζωή μου. Είμαι τώρα πια 40 χρονών και θα μπορούσα να σταματήσω να τρέχω. Μπορεί να επικεντρωθώ περισσότερο στο πολιτικό ρεπορτάζ. Θα διαβάσω και για τη Κύπρο, γιατί φαίνεται ότι η περίπτωση αυτή έχει ενδιαφέρον.

Δάκρυα άρχισαν και πάλι να τρέχουν από τα μάτια της. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της. Έφυγε ο πατέρας της! Στη πραγματικότητα έφυγε ο μόνος άνθρωπος που είχε στη ζωή της. Στενούς φίλους δεν είχε. Οι περισσότεροι ήταν επαγγελματικοί της συνεργάτες. Δεν είχε και  πολλά μαζί τους. Από την άλλη οι σχέσεις της με άνδρες ήταν σύντομες και επιφανειακές. Δεν είχε μοιραστεί την καρδιά της ποτέ, με κανένα. Ήταν ανεξάρτητη και ένοιωθε αυτάρκης. Ήταν έτσι όμως; Υπήρχε πάντοτε ο πατέρας της. Ο βράχος στη ζωή της, η άγκυρα του καραβιού της. Τώρα πια, αυτός είχε φύγει…

Σηκώθηκε να ετοιμάσει ένα τσάι. Πίνοντας το τσάι της άρχισε να κοιτάζει τις φωτογραφίες που ήταν μέσα στο κουτί. Εκτός από φωτογραφίες της Ζηνοβίας, υπήρχαν φωτογραφίες του παππού της Ευάγγελου και της γυναίκας του της Αντιγόνης. Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Ευάγγελος ήταν πολύ ωραίος άνδρας. Ψηλός, ξανθός, δεν έμοιαζε και πολύ με τους Έλληνες που ήξερε. Ίσως η ίδια να έμοιαζε περισσότερο σε αυτόν. Ο πατέρας της έμοιαζε στη μητέρα του, την Αντιγόνη. Μελαχρινός, με ελληνική κατανομή. Η προσοχή της όμως έμενε στη Ζηνοβία. Την κοίταζε και την ξανακοίταζε. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, με αρμονικά χαρακτηριστικά και έντονα μάτια. Πώς παντρεύτηκε αυτό τον ηλικιωμένο άνδρα; Περίεργο.

Αντιλήφθηκε ότι μέσα στο κουτί, υπήρχαν εκτός από τις φωτογραφίες, επιστολές γραμμένες στα ελληνικά, με δυο διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες και κάποια επίσημα έγγραφα, που θα ήταν τίτλοι ιδιοκτησίας. Αυτοί ήταν γραμμένοι στα αγγλικά. Αναφέρονταν σε κάποια τεμάχια στη επαρχία Πάφο στη Κύπρο. Υπήρχαν και κάποια άλλα έγγραφα στα αραβικά. Αυτά θα είναι από την Αλεξάνδρεια, υπόθεσε. Προσπάθησε να τα ξεχωρίσει και να βάλει τις επιστολές σε χρονολογική σειρά. Ήταν γραμμένες την περίοδο 1922 μέχρι 1930.

-Η Ζηνοβία, φαίνεται, θα αλληλογραφούσε με το γιο της, σκέφτηκε.

Όπως κοίταζε τις φωτογραφίες και σκεφτόταν κοιμήθηκε στο καναπέ. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Έβλεπε την Ζηνοβία να βγαίνει από την φωτογραφία  και να την τραβά να την πάρει μαζί της. Αυτή αντιστεκόταν, ενώ παράλληλα ο Ευάγγελος γελούσε και της έλεγε να μην ανησυχεί. Ξύπνησε ιδρωμένη και ξαφνικά αναφώνησε:

-Ξέρω τι θα κάνω. Θυμάμαι ότι στο γυμναστήριο που πηγαίνω έχει κάποιο Έλληνα που τον φωνάζουν δάσκαλο. Δεν του έδωσα ποτέ σημασία, αλλά νομίζω είναι δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας. Θα μιλήσω αρχικά με αυτό και θα δω πώς θα προχωρήσω. Αν μου φανεί αξιόπιστος θα του ζητήσω να μεταφράσει τις επιστολές. Εγώ δεν θα καταφέρω ποτέ να μάθω ελληνικά. Συγνώμη πατέρα!

Με αυτή τη σκέψη χαλάρωσε και πήγε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Κοιμήθηκε σχετικά ήσυχα, αλλά το πρωί ξύπνησε με πονοκέφαλο. Πήρε δύο παυσίπονα και ξεκίνησε για το γυμναστήριο Θυμόταν ότι έβλεπε το δάσκαλο, συνήθως τα πρωινά εκεί. Φαίνεται θα εργαζόταν τα απογεύματα και τα βράδια.

Άρχισε να γυμνάζεται και να κοιτάζει δεξιά και αριστερά, μήπως τον εντοπίσει. Στην αρχή δεν τον έβλεπε πουθενά, αλλά εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει, αυτός εμφανίστηκε. Ανέβηκε σε ένα δρόμο και άρχισε να τρέχει. Παρόλο που η ίδια ήταν εξουθενωμένη από τη γυμναστική που είχε ήδη κάνει, ανέβηκε στο δρόμο δίπλα του και τον χαιρέτησε.

-Καλημέρα. Είμαι η Ζήνα Βασιλοπούλου, του είπε. Είστε δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας;

Αυτός την κοίταξε έκπληκτος. Ποτέ πριν δεν του είχε ρίξει μια ματιά αυτή η εντυπωσιακή γυναίκα. Τι άλλαξε, άραγε, τώρα;

-Καλημέρα, της είπε. Εγώ είμαι ο Αλέξης Ιωάννου. Δεν ήξερα ότι είχατε ελληνική καταγωγή. Το κατάλαβα από το επίθετό σας, εξήγησε.

-Ναι, έχω ελληνική καταγωγή από τη μεριά του πατέρα μου και για αυτό θα ήθελα να σας μιλήσω, αν έχετε χρόνο μετά που θα τελειώσετε. Είστε όντως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας;

-Ναι, είμαι, απάντησε γελώντας. Μπορώ να σας δω σε μια ώρα στη καφετέρια του γυμναστηρίου. Αν μπορείτε να περιμένετε, φυσικά.

-Θα περιμένω, απάντησε η Ζήνα και τον χαιρέτησε.

Για να περάσει η ώρα, μπήκε στη σάουνα. Εκεί χαλάρωσε και προσπάθησε να βάλει τα θέματα που την απασχολούσαν στη σειρά.

-Ωραίος άνδρας, ήταν η πρώτη σκέψη που της ήρθε στο μυαλό. Δεν τον πρόσεξα ποτέ! Και γοητευτικός! Έχει μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά, αρμονικά χαρακτηριστικά, γυμνασμένο σώμα. Είναι τέλειος!

Θύμωσε με τον εαυτό και τις σκέψεις της. Άλλος είναι ο σκοπός μου τώρα, κατέληξε. Και προετοίμασε τα λόγια που θα ήθελε να του πει για τα θέματα που την απασχολούσαν.

Σε μια ώρα συναντήθηκαν στη καφετέρια του γυμναστηρίου. Εκείνη έλαμπε μετά από τη σάουνα και εκείνος ήταν δροσερός, μετά από το ντους που είχε κάνει. Έλαμπαν και οι δύο από ομορφιά.

Παράγγειλαν από ένα φρεσκοστυμμένο χυμό και καθίσαν σε ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο.

-Σας ακούω, της είπε ο Αλέξης.

Η Ζήνα του είπε για το πρόβλημα που την απασχολούσε και κατέληξε:

-Με λίγα λόγια θα ήθελα να μου μεταφράσετε τις επιστολές της προγιαγιάς μου και του γιού της – έτσι νομίζω τουλάχιστον, γιατί εγώ όπως καταλαβαίνετε δεν μπορώ να μάθω ελληνικά τώρα πια. Θα σας πληρώσω όσα νομίζετε.

Η απάντησή του ήταν λακωνική και κάθετη:

-Διαφωνώ. Αυτή είναι η διεύθυνση του ινστιτούτου που εργάζομαι. Παραδίδω μαθήματα ελληνικής γλώσσας κάθε Τρίτη και Παρασκευή σε ενήλικες, η ώρα 8.00 το βράδυ. Παρακαλώ περάστε να δοκιμάσετε. Το χρωστάτε στον πατέρα σας.

Και αφήνοντας τη Ζήνα άναυδη, έφυγε. Ένας θυμός εγέρθηκε μέσα της για το θράσος του.

-Ποιος νομίζει στο κάτω – κάτω πως είναι; Δεν ζήτησα και τη γνώμη του. Μια δουλειά του πρότεινα να κάνει.

Προς μεγάλη της έκπληξη όμως, είχε αποφασίσει να πάει στην επόμενη μέρα στη διεύθυνση που της είχε δώσει. Ήταν φανερό. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της.

 

 

(Κεφάλαιο 2)

Αλεξάνδρεια 1900

Η Ζηνοβία κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και για ακόμα μια φορά ξαφνιάστηκε με την εικόνα της. Αυτή, η Ζηνοβία, που γεννήθηκε στο Στατό της Πάφου, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, με μια μητέρα που την ανάγκαζε να φορεί μόνο μαύρα ρούχα για να μοιάζει με γριά, μήπως και την ερωτευτούν οι άνδρες και την «χαλάσουν», όπως έλεγε, έστεκε εδώ, πανέμορφη, με τα ωραιότερα ρούχα που υπήρχαν.

-Παιχνίδια που μας παίζει η ζωή, σκέφτηκε.

Θυμήθηκε τη ζωή της στο χωριό. Γεννήθηκε το 1874 στο Στατό της Πάφου. Την μητέρα της την έλεγαν Ελένη και το πατέρα της Κωστή. Πέρασε τα πρώτα της χρόνια, απ’ όσο θυμόταν,  στα βουνά της Πάφου να βόσκει κατσίκες με τις άλλες συνομήλικές της. Ήταν ευτυχισμένα εκείνα τα χρόνια. Το 1885, στα έντεκά της, ο πατέρας της πέθανε. Η μαυρίλα του πένθους που σκέπασε τη μάνα της και την ίδια, δεν περιγράφεται. Η μητέρα της μοιρολογούσε συνεχώς και δεν είχε άδικο. Από τη μια η φτώχια, από την άλλη η έλλειψη ενός προστάτη να τις φροντίζει, φάνταζε στα μάτια της σαν ένα μέλλον χωρίς ελπίδα.

Ο μόνος στενός συγγενής που είχαν ήταν ο αδελφός του πατέρα της ο Ονούφριος που έμενε στο Κτήμα, τη μεγαλύτερη πόλη της Πάφου. Αυτός ασχολείτο με το εμπόριο και όποτε μπορούσε, και αυτό δεν γινόταν συχνά, ερχόταν στο χωριό για να δει αν χρειάζονταν κάτι για να τις βοηθήσει. Η μητέρα της εναπόθετε όλες τις ελπίδες της σε αυτό για να μπορέσει να παντρέψει τη μοναχοκόρη της, έτσι όπως ήταν: χωρίς προίκα.

Μεγαλώνοντας η  Ζηνοβία γινόταν πανέμορφη. Η μητέρα της, αντί να χαίρεται, τρόμαζε. Ένα αίσθημα ανασφάλειας την διακατείχε ότι κάποιος θα τη «χαλάσει» πριν το γάμο. Την ανάγκαζε να φορεί μαύρα ρούχα και μια μαντήλα στο κεφάλι για να μην φαίνεται το πρόσωπό της. Από την άλλη πίεζε τον Ονούφριο να της βρει γαμπρό, μόλις η Ζηνοβία έκλεισε τα δεκαπέντε.

Έτσι ο Ονούφριος την πήρε στο Κτήμα για να ζήσει λίγες μέρες με αυτό και τη γυναίκα του. Οι ίδιοι δεν είχαν παιδιά και ήταν χαρά τους να έχουν τη Ζηνοβία. Η θεία της, η Ελπινίκη, φρόντισε να της ράψουν ένα ωραίο φόρεμα, για να μην παρουσιάζεται με τα άθλια ρούχα που την ανάγκαζε η μητέρα της να φορεί. Εκεί, την είδε και ο Δημήτριος Βασιλόπουλος, έμπορος από την Αλεξάνδρεια, που είχε δοσοληψίες με το θείο της. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και ζήτησε από το θείο της να την παντρευτεί.

Ο Δημήτριος Βασιλόπουλος ήταν πάνω από πενήντα, ενώ η Ζηνοβία μόλις δεκαπέντε. Παρά την ηλικία του ήταν καλοστεκούμενος και αρκετά ευπαρουσίαστος. Ήταν ψηλός, με κανονικό σώμα, γκρίζα μαλλιά, γκρίζο μουστάκι και καστανά μάτια. Όσο και αν προσπαθούσε ο Ονούφριος να πείσει τη Ζηνοβία και τη μητέρα της, ότι εκτός του ότι ήταν πάμπλουτος, ήταν και ένας εξαιρετικά καλός άνθρωπος, και οι δυο αρνήθηκαν.

Η μητέρα της πήρε την Ζηνοβία πίσω στο χωριό και της φόρεσε ξανά τα μαύρα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν όμως και η άθλια φτώχια τους, ανάγκασε την Ζηνοβία να δεχτεί, και το 1890 παντρευτήκαν  και έφυγαν για την Αλεξάνδρεια. Αυτός ο γάμος έμοιαζε για τη μάνα και τη κόρη με κηδεία.

Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, η Ζηνοβία έκλαιγε. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε ποτέ να ξαναδεί τη μάνα και το τόπο της. Ο Δημήτριος ήταν καλός και τρυφερός μαζί της και τη διαβεβαίωνε ότι θα έρχονταν να επισκέπτονται τη μητέρα της και η ίδια θα μπορούσε να έρθει να μείνει μαζί τους, αν το επιθυμούσε.

Όταν έφτασαν στην Αλεξάνδρεια και η Ζηνοβία είδε το σπίτι τους, έμεινε άναυδη. Δεν είχε δει ποτέ της τίποτε πιο ωραίο και πιο μεγάλο. Ήταν ένα διώροφο, πετρόκτιστο σπίτι, με κήπο, τέσσερα υπνοδωμάτια, δύο σαλόνια, βιβλιοθήκη, τραπεζαρία, κουζίνα, χώρους υγιεινής, αποθήκες, στάβλους για τα άλογα και δωμάτια για τους υπηρέτες

-Είναι παλάτι, σκέφτηκε.

Μα εκείνο που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η αγάπη και η καλοσύνη του άντρα της.  Κοντά του είχε αρχίσει να αισθάνεται μια ασφάλεια, που σιγά – σιγά μετατράπηκε σε ευγνωμοσύνη, ευτυχία και στη συνέχεια σε βαθιά, σταθερή αγάπη.

Με τη γέννηση του γιου τους αρχές το 1891, η ευτυχία της συμπληρώθηκε. Τον ονόμασαν Ευάγγελο, μετά από επιθυμία της Ζηνοβίας. Τότε ήταν που η ίδια αντιλήφθηκε ότι ήταν πολύ αμόρφωτη και άτσαλη σε σχέση με την αριστοκρατική κοινωνία της Αλεξάνδρειας, με την οποία συναναστρέφονταν. Ζήτησε λοιπόν από τον άνδρα της να τη βοηθήσει να μορφωθεί, να μάθει να ντύνεται και να συμπεριφέρεται.

Την εποχή εκείνη, άκμαζε στην Αλεξάνδρεια η ελληνική κοινότητα που αριθμούσε περισσότερο από  60.000 κατοίκους. Ήταν μια οργανωμένη κοινότητα, που κρατούσε την οικονομία της πόλης στα χέρια της. Είχε ιδρύσει τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία, θέατρα, έλεγχε τη βιομηχανία και το εμπόριο. Οι κοινωνικές συγκεντρώσεις της Αλεξάνδρειας δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από αυτές των πιο σημαντικών πόλεων της Ευρώπης.  Ένα απαίδευτο κορίτσι από τα βουνά της Πάφου, δεν ταίριαζε στο περιβάλλον αυτό.

Ο Δημήτριος δεν δίστασε ούτε λεπτό. Έφερε στο σπίτι τους καλύτερους δάσκαλους. Σύντομα η Ζηνοβία έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ενώ παράλληλα εντρύφησε στο κόσμο της μόδας και του savoir vivre της εποχής.

Η άξεστη χωριατοπούλα που έβοσκε κατσίκες στα βουνά της Πάφου, έγινε μια κομψή Αλεξανδρινή, αντάξια της θέσης του συζύγου της στη κοινωνία. Εκείνο όμως που ευχαριστούσε την Ζηνοβία περισσότερο από όλα, ήταν όταν τα βράδια καθόντουσαν και οι δύο στο σαλόνι και ο Δημήτριος της μιλούσε για την ημέρα του και τα προβλήματα που αντιμετώπισε. Μέσα από τη συζήτηση προσπαθούσε πάντοτε να τον βοηθήσει να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Αυτές οι ώρες, που τους έφερναν πιο κοντά, ήταν και για τους δυο η πραγματική ευτυχία.

Μια τέτοια βραδιά, ο Δημήτριος της μίλησε για τη ζωή του. Δεν ήταν πάντοτε ο πλούσιος αλεξανδρινός επιχειρηματίας. Κατ’ ακρίβεια δεν ήταν καν αλεξανδρινός. Είχε γεννηθεί στη Λεμεσό της Κύπρου, μέσα του 1830. Ο ίδιος δεν ήξερε ακριβώς πότε. Οι γονείς του είχαν πεθάνει όταν αυτός ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, από ελονοσία, κατά πάσα πιθανότητα. Η κακομεταχείριση που δεχόταν από τους συγγενείς του και η μόνιμη σχεδόν πείνα του, τον ανάγκασαν σε ηλικία περίπου δέκα χρόνων να μπει κρυφά σε ένα καράβι που ήταν στο λιμάνι. Το καράβι αυτό τον έφερε στην Αλεξάνδρεια. Δεν ήξερε που βρισκόταν, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν απλά μακριά από τη μίζερη ζωή που ζούσε.

Κατάφερε αρχικά να πιάσει δουλειά σε ένα Έλληνα έμπορο, σαν το παιδί για τα θελήματα. Κοιμόταν στο πάτωμα του μαγαζιού και έτρωγε μόνο ότι περίσσευε του αφεντικού του. Αυτή ήταν η αμοιβή του. Σιγά – σιγά, όπως γύριζε να εκτελεί τις παραγγελίες του έμπορα, γνώρισε διάφορους Έλληνες επιχειρηματίες και δέχθηκε καλύτερες προτάσεις. Όλοι τον συμπαθούσαν γιατί ήταν ευγενικός και δουλευτής. Έμαθε μόνος του να γράφει και να διαβάζει, ώστε να μην μειονεκτεί απέναντι στα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Αφού πέρασε από διάφορα αφεντικά κατέληξε στα 16 του χρόνια να ζητήσει δουλειά από το μεγαλέμπορα του βαμβακιού, Αιμίλιο Βασιλόπουλο.

Η πρώτη ερώτηση που του έκανε ο Βασιλόπουλος, ήταν:

-Ποιο είναι το όνομα και το επώνυμό σου;

-Το όνομά μου είναι Δημήτριος, επώνυμο δεν έχω, του απάντησε.

-Ένα παιδί χωρίς επώνυμο, ανώνυμο μέσα στο πλήθος, σχολίασε φιλοσοφικά ο Βασιλόπουλος. Η ζωή σου δεν έχει καμιά αξία σε αυτή τη κάλπικη κοινωνία παιδί μου.

-Έχει αξία για το Θεό, που με έφερε στο κόσμο, απάντησε με θάρρος ο Δημήτριος.

Αυτή η φράση εντυπωσίασε τον Βασιλόπουλο, που όχι μόνο προσέλαβε τον Δημήτριο, άρχισε να τον εμπιστεύεται για τις προσωπικές του δουλειές. Έτσι σιγά – σιγά καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Δημήτριος έμπαινε πιο βαθιά στην επιχείρηση του βαμβακιού και στο τέλος ο Βασιλόπουλος, που δεν είχε παιδιά, τον ονόμασε κληρονόμο του, με μόνο όρο να διατηρήσει το όνομά του. Έτσι το παιδί από τη Λεμεσό, χωρίς ταυτότητα, κληρονόμησε την αίγλη, το όνομα και την περιουσία ενός μεγαλέμπορου από την Αλεξάνδρεια, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη.

Στην αρχή όταν ανέλαβε μόνος του την επιχείρηση, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά.

-Δούλεψα σκληρά για να την φέρω στο σημείο που είναι σήμερα, συμπλήρωσε ο Δημήτριος. Και χαίρομαι τόσο πολύ που ότι έχω το μοιράζομαι μαζί σου και το γιο μας. Επειδή δεν παντρεύτηκα όσο ήμουν νέος, φοβήθηκα κάποια στιγμή ότι η περιουσία του Βασιλόπουλου θα σβήσει. Όμως τώρα, έχω και παιδί και ένα εξαίρετο συνεργάτη στο πλευρό μου!

Την κοίταξε με λατρεία και πήρε το χέρι της στο δικό του. Η Ζηνοβία, ένοιωσε ένα σκίρτημα στη καρδιά της. Πόσο πολύ αγαπούσε αυτό τον άνθρωπο!

Στο σπίτι, η Ζηνοβία είχε υπηρετικό προσωπικό και πολύ λίγα χρειαζόταν να κάνει η ίδια, πέραν από του να διευθύνει το νοικοκυριό. Αυτό της έδινε χρόνο να διαβάζει, να ασχολείται πολύ με το γιο της και τη μόρφωσή του και όποτε μπορούσε πήγαινε και στην επιχείρηση του άνδρα της. Ο Δημήτριος το εκτιμούσε πολύ αυτό, αν και δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην εποχή τους. Την ενημέρωνε για τις συνδιαλλαγές του, της γνώριζε τους συνεργάτες του και σύντομα η Ζηνοβία αποδείχθηκε μια πολύ έξυπνη επιχειρηματίας. Η γνώμη της είχε βαρύτητα και ο Δημήτριος την εμπιστευόταν. Ο ίδιος, έστω και έμπειρος επιχειρηματίας, σαν άνθρωπος ιδιαίτερα καλός, μερικές φορές δεν μπορούσε να υποψιαστεί τον κίνδυνο. Η Ζηνοβία όμως, δασκαλεμένη από την μητέρα της, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει επικίνδυνοι, ήταν πιο προσεχτική και προστάτευε τον σύζυγό της  από κακοτοπιές.

Η ίδια εύρισκε ενδιαφέρουσα την ασχολία με τις επιχειρήσεις. Ήταν για αυτή μια πρόκληση που της έδινε την ευκαιρία να αναπτύξει ικανότητες που ποτέ δεν ήξερε ότι είχε. Από την άλλη,  τη βοηθούσε να κρατά τη σκέψη της μακριά από την πατρίδα και τη μητέρα της. Όσο καλά και να περνούσε στην Αλεξάνδρεια, η νοσταλγία ήταν μια πληγή στη καρδιά της.

Ο Δημήτριος, γνωρίζοντας αυτή της την στέρηση, φρόντισε νωρίς να αγοράσει μια έκταση,  λίγο έξω από το Κτήμα, με θέα τη θάλασσα και να κτίσει εκεί ένα σπίτι. Δεν ήταν φυσικά τόσο πολυτελές σαν το σπίτι τους στην Αλεξάνδρεια, αλλά εκεί μπορούσαν να περνούν τα καλοκαίρια τους και η Ζηνοβία να βλέπει τη μητέρα της. Η Ζηνοβία αγαπούσε πολύ αυτό το σπίτι. Η πανέμορφη θέα που είχε και το μέγεθός του, που ήταν στα μέτρα που αυτή γνώριζε, την έκαναν να το νοιώθει πιο δικό της από το μέγαρο στην Αλεξάνδρεια.

Έτσι η Ζηνοβία με τον Ευάγγελο περνούσαν όλα τα καλοκαίρια τους στη Πάφο. Όταν του το επέτρεπαν οι δουλειές του, ερχόταν και ο Δημήτριος μαζί τους.

Τους κρύους μήνες του χειμώνα, που στα βουνά της Πάφου χιόνιζε, η μητέρα της ερχόταν και έμενε στο σπίτι στο Κτήμα, που ο καιρός ήταν ήπιος και γλυκός. Είχε φέρει και μαζί της μερικές κατσίκες και κότες και ο Ευάγγελος χαιρόταν αγροτική ζωή, όταν ερχόταν στη Κύπρο. Παράλληλα η μητέρα της καλλιεργούσε διάφορα εποχιακά κηπευτικά και είχε φυτέψει οπωροφόρα δένδρα, όπως μηλιές και συκιές. Έτσι το σπίτι στο Κτήμα είχε μετατραπεί σε ένα κανονικό αγρόκτημα με όλα τα καλά για τη Ζηνοβία και το γιο της και παράλληλα ήταν ο παράδεισος, της άλλοτε τόσο άπορης μητέρας της.

Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που η Ζηνοβία είχε παντρευτεί τον Δημήτριο και έφυγε για την Αλεξάνδρεια. Η ζωή της είχε αλλάξει δραστικά. Ουδέποτε είχε ονειρευτεί τέτοια τύχη για την ίδια και τη μητέρα της. Ήταν μόλις 26 χρονών και πανέμορφη. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και τα μάτια της μεγάλα και μαύρα. Η επιδερμίδα της, τώρα που ζούσε στην Αλεξάνδρεια, μακριά από την καθημερινή έκθεση στον ήλιο, έλαμπε αλαβάστρινη, με ροδαλά μάγουλα και κόκκινα χείλη. Η ίδια είχε επίγνωση της ομορφιάς της. Την έβλεπε στον καθρέφτη της, μα πάνω απ’ όλα την έβλεπε στα μάτια των ανδρών που την κοίταζαν ξελιγωμένα. Μερικοί μάλιστα είχαν τον θράσος να την φλερτάρουν, θεωρώντας ότι έχοντας ένα ηλικιωμένο σύζυγο θα ήταν έτοιμη για περιπέτειες. Αυτούς τους κατακεραύνωνε. Η μόρφωση που είχε λάβει και η συνάφειά της με το κόσμο και τη κοινωνία, της είχαν ανοίξει άλλους ορίζοντες που δεν γνώριζε καν ότι υπήρχαν. Ήταν ευτυχισμένη η Ζηνοβία. Και ήταν πλήρης.

Η ανάμιξή της με τις επιχειρήσεις του άντρα της ήταν ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή της, που έβαζε αλατοπίπερο και έκανε τη καθημερινότητά της πικάντικη. Εύρισκε τις γυναικείες συνάξεις και τα κουτσομπολιά ανούσια και σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν για τις γυναίκες να μην εργάζονται, όταν είχαν αυτή την ευχέρεια. Ω ναι, η Ζηνοβία δεν ήθελε κάτι άλλο από τη ζωή της.

Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα αγκάθι που την απασχολούσε και κάποιες στιγμές αμαύρωνε αυτή τη πληρότητα που βίωνε. Ο σύζυγός της έδειχνε μεγάλη αδυναμία στο γιο τους σε βαθμό που δεν ήταν σε θέση να του επιβάλει κάποια πειθαρχία. Εκείνος το γνώριζε και ήξερε ότι όταν θα ήθελε κάτι υπερβολικό, ο μπαμπάς ήταν το κατάλληλο άτομο να το ζητήσει. Ο Δημήτριος λάτρευε τον Ευάγγελο και προσπαθούσε να του προσφέρει όλα εκείνα, που ποτέ δεν είχε στα παιδικά του χρόνια ο ίδιος. Αυτό ανησυχούσε την Ζηνοβία που μεγάλωσε με μία μητέρα παράλογα αυστηρή.

-Μην ανησυχείς της έλεγε ο Δημήτριος. Η αγάπη δεν έβλαψε ποτέ κανένα.

Η αλήθεια ήταν πως ο Ευάγγελος τους ήταν ένα πολύ όμορφο, έξυπνο και ικανό παιδί. Στα μαθήματά του ήταν πολύ καλός και αν δεν είχε τόσες απαιτήσεις και αν δεν ζητούσε τόσα χατίρια από τον πατέρα του, η Ζηνοβία δεν θα είχε κανένα παράπονο. Όμως μεγάλωνε γνωρίζοντας ότι μπορεί να έχει ότι ζητήσει και αυτό ήταν που ανησυχούσε τη Ζηνοβία. Η πλήρης άγνοια της πιθανότητας μη ικανοποίησης όλων των επιθυμιών του, απλά τον έβαζε σε μια πολύ εύθραυστη θέση. Τι θα γινόταν αν κάποια στιγμή δεν είχε τα μέσα, αλλά ούτε και τις ευνοϊκές συνθήκες για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του;

Η Ζηνοβία, μη μπορώντας να αναχαιτίσει την ασταμάτητη προσφορά του  συζύγου της προς τον γιο τους, προσπαθούσε τουλάχιστον να τον νουθετήσει, μιλώντας του για την έλλειψη αγαθών και τη φτώχια στο κόσμο.

-Το ξέρω, μαμά, της απάντησε μια μέρα. Πολλές φορές δίνω τα δωράκια που μου κάνει ο μπαμπάς στα παιδάκια στο δρόμο, που δεν έχουν τίποτε. Έχω κάνει πολλούς φίλους έτσι. Τι να τα κάνω εγώ τόσα δώρα;

Η Ζηνοβία είχε μείνει άναυδη. Ίσως ο Δημήτριος να έχει δίκαιο, σκέφτηκε. Ίσως η πολλή αγάπη να μην βλάπτει κανένα. Όμως εξακολουθούσε να είναι προσεκτική και να μιλά με το γιο της. Η ζωή δεν είναι μόνο φρου – φρου και αρώματα. Είναι γεμάτη ανατροπές. Η ίδια το ήξερε πολύ καλά αυτό. Και ήθελε ο γιος της να είναι προετοιμασμένος για όλα τα ενδεχόμενα στη ζωή. Μια ζωή, που κανείς δεν ήξερε την εξέλιξή της.

 

Βιβλιογραφία

 

(Κεφάλαιο 3)

Μελβούρνη – Αυστραλία, Ιούνιος 2019

Την άλλη μέρα, η Ζήνα, στις 7.45 το βράδυ ήταν έξω από το Ινστιτούτο που εργαζόταν ο Αλέξης Ιωάννου. Παρά το γεγονός ότι προβληματιζόταν που δεν ήξερε καθόλου ελληνικά και  πώς θα μπορούσε να κατανοήσει το μάθημα σε μια τάξη που είχε αρχίσει εδώ και καιρό, αποφάσισε να προχωρήσει.

Μπήκε μέσα στην αίθουσα πριν έρθει ο Αλέξης και άρχισε να παρατηρεί τους άλλους μαθητές. Ήταν συνολικά δέκα εκείνη την ώρα και μιλούσαν μεταξύ τους. Οι τέσσερεις φαινόντουσαν Έλληνες, άλλοι τρεις ευρωπαϊκής καταγωγής και προς μεγάλη της έκπληξη ήταν και τρεις ασιατικής καταγωγής. Αυτό της έκαμε μεγάλη εντύπωση. Ήταν όλοι ενήλικες, μεταξύ είκοσι πέντε και σαράντα ετών, περίπου.

-Τι θέλουν οι Ασιάτες σε μια τάξη ελληνικών, σκέφτηκε.

Σε λίγο μπήκε ο Αλέξης μαζί με δυο – τρεις άλλους, μάλλον ελληνικής καταγωγής. Μόλις την είδε έσκασε ένα φωτεινό χαμόγελο και πήγε κοντά της να την χαιρετήσει. Της πήρε το χέρι και της είπε:

-Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες! Σήμερα θα μελετήσουμε ένα ποίημα του Ελύτη, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα. Έχει βραβευθεί και με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Μην ανησυχείς αν δεν καταλαβαίνεις. Δεν έχει σημασία. Μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα, μετά το μάθημα και να δούμε με ποιο τρόπο μπορώ να σε βοηθήσω να φθάσεις το επίπεδο της τάξης αυτής. Είμαι σίγουρος ότι θα θυμηθείς έστω και αυτά τα λίγα ελληνικά που έμαθες από το πατέρα σου. Είναι σαν κάποιος που δεν γνωρίζει κολύμπι και τον ρίχνουν στα βαθιά. Θα αναγκαστεί να κολυμπήσει.

Ύστερα την σύστησε στους άλλους μαθητές. Με έκπληξή της αντιλήφθηκε ότι ο ένας Ασιάτης ήταν καθηγητής της κινέζικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και οι υπόλοιποι αρκετά μορφωμένοι άνθρωποι.

-Τι γυρεύω εγώ εδώ; Σκέφτηκε.

Όμως αποφάσισε να μείνει για το πρώτο μάθημα.

Ο Αλέξης πήρε ένα βιβλίο, το άνοιξε σε μια σελίδα και της το έδωσε.

-Προσπάθησε να παρακολουθήσεις το κείμενο, έστω και αν δεν καταλαβαίνεις της είπε. Θα σου εξηγήσω μετά.

Ο ίδιος κάθισε ανάμεσα στους μαθητές του και  άρχισε να διαβάζει:

 Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

Εκεί σπάροι και πέρκες

ανεμόδαρτα ρήματα

ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια

όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε

σφουγγάρια, μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων

όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι

το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·

και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας

λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα

με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!

Εκεί δάφνες και βάγια

θυμιατό και λιβάνισμα

τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.

Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα

κνίσες, τσουγκρίσματα

και Χριστός Ανέστη

με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.

Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

Φυσικά δεν καταλάβαινε λέξη. Μόνο η φράση «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», είχε κάποιο νόημα για αυτή. Ένοιωσε μεγάλη δυσφορία. Ήθελε να φύγει. Όμως για πρώτη φορά στη ζωή της ντράπηκε να το κάνει. Οι συμμαθητές της σχολίαζαν στα ελληνικά, όσο μπορούσαν, το ποίημα και τότε κατάλαβε ότι ούτε αυτοί ήξεραν πολύ καλά ελληνικά.

Σαν πέρασε η ώρα και τελείωσε το μάθημα, η Ζήνα κοντοστάθηκε για να μιλήσει με τον Αλέξη. Εκείνος συνομιλούσε με κάποιους άλλους μαθητές, έτσι προχώρησε προς τον Κινέζο καθηγητή και τον ρώτησε πώς και παρακολουθεί μαθήματα της ελληνικής γλώσσας. Για ποιο λόγο;

-Μα η ελληνική μαζί με την κινέζικη και μερικές άλλες γλώσσες στο κόσμο, αποτελούν τις πρώτες γλώσσες και τα αρχαιότερα κύτταρα πολιτισμού, της απάντησε. Μην ξεχνάς ότι οι πατέρες των φιλοσοφιών μας, ο Κομφούκιος και ο Σωκράτης έζησαν περίπου την ίδια εποχή και δίδαξαν παρόμοια πράγματα με διαφορετικό τρόπο.

Η Ζήνα τον ευχαρίστησε προβληματισμένη.

-Άραγε υπάρχει κάποιος άλλος πολιτισμός από εκείνο που γνώριζα μέχρι τώρα; Σκέφτηκε. Άραγε η εμμονή μου να ασχολούμαι μόνο με το παρόν με έχει απομακρύνει από άλλα ενδιαφέροντα θέματα;

-Ε, τι σκέφτεσαι και είσαι τόσο προβληματισμένη, την πείραξε ο Αλέξης. Έλα να πάμε να πιούμε ένα καφέ και να μιλήσουμε για το μάθημα.

Σε λίγο καθισμένοι και οι δύο σε μια καφετέρια και πίνοντας ζεστή σοκολάτα, μια που στο νότιο ημισφαίριο ήταν χειμώνας, ο Αλέξης την ρώτησε πώς αισθάνθηκε σήμερα στο μάθημα.

-Πώς ήθελες να αισθανθώ; Διερωτήθηκε η Ζήνα. Δεν καταλάβαινα λέξη. Η μόνη φράση που κατάλαβα, ήταν: την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. The Language Given to me was Greek… Αν δεν ντρεπόμουν θα έφευγα.

-Αυτό μόνο θα ήθελα να καταλάβεις. Είναι μια φράση που είπε ένας πολύ μεγάλος ποιητής, θέλοντας να δηλώσει το μεγαλείο της γλώσσας του. Στη συνέχεια με απλές λέξεις, περιγράφει τη φτωχική χώρα της Ελλάδας, την αρχαιότητά της μέσα από την αναφορά στον Όμηρο, τον έρωτα, χωρίς καν να τον αναφέρει, απλά με την ήχηση των λέξεων, το ελληνικό τοπίο, τους αγώνες για την ελευθερία και την θρησκεία των Ελλήνων, τον Χριστιανισμό. Δεν χρειάζεται να καταλάβεις περισσότερα τώρα. Εκείνο που θα ήθελα από σένα είναι απλά να μελετήσεις τους στίχους: τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μπορείς να βρεις τη μετάφραση στο διαδίκτυο για όλο το ποίημα, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να κατανοήσεις τους δύο αυτούς στίχους και να διαβάσεις και για τον Όμηρο. Θα μελετήσουμε και στο επόμενο μάθημα το ποίημα.

-Μου φαίνεται περίεργο που κάθομαι εδώ μαζί σου και κάνω αυτή τη συζήτηση. Η δική μου φιλοσοφία μέχρι τώρα είναι ότι όλα αυτά που έχουν να κάνουν με γλώσσες, ιστορία και θρησκείες κλπ., χωρίζουν τους ανθρώπους και προκαλούν την εχθρότητα και τους πολέμους. Τώρα, στον 21ο αιώνα που ζούμε, η έγνοια μας πρέπει να είναι ο πλανήτης μας για να έχουμε κάτι να κληροδοτήσουμε στην επόμενη γενεά. Έτσι που πάμε θα καταστρέψουμε τη γη που μας γέννησε.

-Δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου. Όμως η μελέτη των γλωσσών, ιδιαίτερα των αρχαίων γλωσσών, μας φέρνει σε επαφή με τα δομικά συστατικά του πολιτισμού μας. Μας βοηθά να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε και έχοντας αυτή τη γνώση να μπορέσουμε να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος. Δεν είναι η ιστορία και οι θρησκείες που προκαλούν τους πολέμους. Είναι η εκμετάλλευσή τους από τους επιτήδειους μεγαλομανείς όλων των εποχών, που παρασύρουν τα πλήθη με μεγάλα λόγια και στομφώδεις εκφράσεις, όπως πολεμούμε για την πατρίδα ή τη θρησκεία μας και γινόμαστε ήρωες – πολύ δημοφιλές επιχείρημα για να πείθουν τους ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται, ενώ αυτοί μένουν στο απυρόβλητο. Αλλά, ας τα αφήσουμε αυτά. Είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν μπορούμε να λύσουμε. Εκείνο που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να μορφωνόμαστε. Η μόρφωση διευρύνει τους ορίζοντες του ανθρώπου, τον βοηθά να βλέπει πίσω από τα πομπώδη λόγια και του δίνει ευθυκρισία. Και για να αποφορτίσω κάπως την ατμόσφαιρα, σε ρωτώ: ξέρεις τι σημαίνει το όνομά σου: Ζηνοβία;

-Με βρίσκεις εντελώς απροετοίμαστη. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Είναι απλά ένα όνομα. Φαντάζομαι θα υπήρξε κάποια σπουδαία με αυτό το όνομα και το συνέχισαν οι άνθρωποι για να την τιμήσουν.

-Σε αυτό έχεις δίκαιο. Η Ζηνοβία ήταν η βασίλισσα της Παλμύρας, μιας αρχαίας πόλης στη Συρία. Υπήρξε και μια αγία με το όνομα αυτό, όμως η προέλευσή του ονόματος δεν ξεκίνησε από αυτές . Προϋπήρχε. Το όνομά σου είναι αρχαίο ελληνικό και είναι σύνθεση λέξη. Το πρώτο συνθετικό, προέρχεται από το «Ζευς», που είναι το όνομα του Πατέρα των θεών και των ανθρώπων, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία. Είναι αρχαιότατο ινδοευρωπαϊκό όνομα, και σχετική ρίζα υπάρχει σε πολλές αρχαίες γλώσσες. Αρχικά είχε σχέση με τον ουρανό και το φως. Κλινόμενο αυτό το όνομα, αλλάζει εντελώς και γίνεται στη γενική πτώση: του Διός. Αυτό, το συσχετίζει ίσως με το λατινικό “dies” , που σημαίνει ημέρα. Το δεύτερο συνθετικό είναι η λέξη «βίος», δηλαδή ζωή. Με λίγα λόγια το όνομά σου σημαίνει η ζωή αυτού που κυριαρχεί στον ουρανό και στο φως. Και βλέποντας πόση φωτιά έχεις μέσα σου, σου ταιριάζει απόλυτα!

Η Ζήνα δεν ήξερε τι να πει. Αυτός ήταν ένας καινούργιος κόσμος για κείνη.

-Τα κατάφερες να με εντυπωσιάσεις! Το ομολογώ. Και το δικό σου όνομα; Αλέξης. Σημαίνει κάτι;

-Βεβαίως. Αρχικά, είναι υποκοριστικό για το όνομα Αλέξανδρος. Και αυτό είναι σύνθετο όνομα. Αποτελείται από το λεξικό πρόθεμα «αλεξι», που σημαίνει αποκρούω και προστατεύω και το «ανήρ» που σημαίνει άνδρας. Με λίγα λόγια είναι αυτός που προστατεύει τους άνδρες. Πρόκειται για αρχαιότατο ελληνικό όνομα με μυκηναϊκή προέλευση. Και φυσικά είναι το όνομα του μεγάλου στρατηλάτη Αλέξανδρου. Γνωρίζεις για τον Μέγα Αλέξανδρο;

Η Ζήνα γέλασε.

-Και σένα σου ταιριάζει το όνομά σου! Έχεις τη δύναμη της προστασίας μέσα σου. Μέχρι και εμένα με κάνεις να νοιώθω ασφάλεια. Γνωρίζω, κατά ακρίβεια έχω ακούσει, για αυτό το μεγάλο στρατηγό, αλλά όπως σου είπα δεν με ενδιαφέρουν οι πόλεμοι. Ούτε αυτοί που κερδίζονται, ούτε αυτοί που χάνονται.

Κοιτάζοντας το ρολόι της πρόσθεσε:

-Είναι αργά. Πρέπει να φύγω. Χάρηκα πάρα πολύ τη κουβέντα μας! Αλλά ακόμα κάτι: Το όνομα Δημήτριος, σημαίνει κάτι;

-Το αρχικό όνομα ήταν Δήμητρα, δηλαδή το θηλυκό του Δημήτριος. Η Δήμητρα ήταν η θεά της γεωργίας και στο πρόσωπό της έβλεπαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι τους κύκλους των εποχών. Είναι επίσης σύνθετο όνομα και έχει ως δεύτερο συνθετικό τη λέξης μήτηρ (μητέρα) και ως πρώτο συνθετικό τη λέξη Δα (Γη). Με λίγα λόγια το όνομα Δήμητρα σημαίνει μητέρα γη.

-Έχω μείνει άφωνη. Δημήτριος ήταν το όνομα του πατέρα μου και με μεγάλωσε με τόση στοργή και φροντίδα! Για μένα ήταν η μάνα γη. Πόσο ταιριάζουν όλα! Πρέπει όμως να φύγω. Καλό βράδυ Αλέξη.

-Καλό βράδυ. Θα έρθεις για το επόμενο μάθημα;

-Βεβαίως θα έρθω. Θέλω να εξερευνήσω το κόσμο της ελληνικής γλώσσας! Έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Φτάνοντας στο διαμέρισμά της η Ζηνοβία, ένιωθε ανάλαφρη και ζωντανή. Ένας καινούργιος ορίζοντας είχε ανοίξει μπροστά της.

-Αχ πατέρα, ακόμα και μετά θάνατο με καθοδηγείς! Είπε μεγαλόφωνα. Και τι άνδρας αυτός ο Αλέξης! Πάρα πολύ ενδιαφέρον τύπος. Για να δούμε πού θα με πάρει αυτό το ταξίδι.

Κάθισε στον υπολογιστή της και άρχισε να διαβάζει τα μηνύματά της. Εκείνο που τράβηξε τη προσοχή της ήταν ένα από το δικηγόρο του πατέρα της. Την συμβούλευε να ξεκινήσει τη διαδικασία για την πώληση της επιχείρησης “Dem. Vas. Construction Co” και της πρότεινε διάφορους τρόπους για να το πράξει ώστε να έχει το μεγαλύτερο όφελος.

Δεν δίστασε καθόλου. Στο μυαλό της ήταν καθαρό τι θα έπρεπε να γίνει. Έγραψε λοιπόν:

Αγαπητέ Τζον

Σε ευχαριστώ για τις συμβουλές σου και είμαι βέβαιη ότι το μόνο που έχεις υπόψη σου είναι το καλώς νοούμενο συμφέρον μου. Ο πατέρας μου πάντοτε μου έλεγε να σε εμπιστεύομαι γιατί είσαι ένας έντιμος δικηγόρος και ένας καλός άνθρωπος.

Οι οδηγίες μου προς εσένα είναι οι πιο κάτω. Ξέρω ότι πιθανόν να μην συμφωνείς μαζί μου, αλλά αυτή ήταν η επιθυμία του πατέρα μου και η δική μου:

Θα αρχίσεις να διαπραγματεύεσαι με τους συνεργάτες του πατέρα μου και βασικά στελέχη της εταιρείας του, τους κυρίους Nick Georgiou και Jacob Papadopoulos. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν δουλέψει σκληρά για την εταιρεία για χρόνια πολλά και στήριξαν τον πατέρα μου όταν αυτός είχε αρρωστήσει και δεν μπορούσε να αποδώσει. Αξίζει να είναι  αυτοί που θα διαχειριστούν την εταιρεία στο μέλλον.

Θα τους προσεγγίσεις λοιπόν και θα δεις αν ενδιαφέρονται, αυτοί ή τα παιδιά τους. Θα είμαστε ελαστικοί με την τιμή και τους τρόπους αποπληρωμής. Σίγουρα δεν έχουν μεγάλα κεφάλαια να διαθέσουν. Εσύ, είμαι σίγουρη, ότι γνωρίζεις πώς θα κάμεις τη διαπραγμάτευση. Ο μόνος όρος που θέτω είναι να διατηρηθεί η εταιρεία με το όνομα που της έδωσε το πατέρας μου, μέχρι τη διάλυσή της.

Εγώ θα είμαι πάντοτε εδώ και θα συζητώ μαζί σου ότι προκύψει. Για κάποιο χρονικό διάστημα δεν θα ταξιδεύω, θα παραμείνω στη Μελβούρνη, για να διευθετήσω διάφορα οικογενειακά θέματα.

Η απόφασή μου είναι οριστική και έτσι δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να με μεταπείσεις.

Σε ευχαριστώ που ήσουν πάντοτε ένας καλός φίλος για τον πατέρα μου και για μένα.

Χαιρετισμούς

Ζήνα

Κοίταξε το μήνυμα για μερικά δευτερόλεπτα, βεβαιώθηκε ότι έγραφε αυτό που ήθελε να πει και πάτησε το SEND.

Σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Αφού έκανε ένα ζεστό ντους ετοίμασε ένα τσάι και κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα, κοιτάζοντας τον ποταμό Γιάρρα. Έβλεπε τα φώτα των αυτοκινήτων που κινούνταν και τους πολύχρωμους φωτισμούς από τα κτήρια που καθρεφτίζονταν στον ποταμό. Σίγουρα αγαπούσε αυτή τη πόλη! Αυτός ήταν ο τόπος της, αυτή ήταν η πατρίδα της. Γιατί να προσθέσει στη ζωή της ονόματα όπως Αλεξάνδρεια και Κύπρος;

-Είναι αργά πια, σκέφτηκε. Εκείνο το κουτί με τα γράμματα και τις φωτογραφίες, η επιθυμία του πατέρα της, μα πάνω απ’ όλα τα μάτια της Ζηνοβίας την είχαν βάλει στο δρόμο. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει.

Όταν ξάπλωσε για να κοιμηθεί ηχούσαν στο νου της δύο φράσεις που είχε ακούσει σήμερα:

…μα η ελληνική μαζί με την κινέζικη και μερικές άλλες γλώσσες στο κόσμο, αποτελούν τις πρώτες γλώσσες και τα αρχαιότερα κύτταρα πολιτισμού,

… η μελέτη των γλωσσών, ιδιαίτερα των αρχαίων γλωσσών, μας φέρνει σε επαφή με τα δομικά συστατικά του πολιτισμού μας.

-«Αρχαιότερα κύτταρα πολιτισμού», «δομικά συστατικά πολιτισμού», ψιθύρισε. Ένας νέος κόσμος για μένα. Θα τον εξερευνήσω.

Και κοιμήθηκε καθώς αυτές οι φράσεις  ηχούσαν στο μυαλό της.

 

Βιβλιογραφία

Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας

 

(Κεφάλαιο 4)

Αλεξάνδρεια 1905

Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια που η Ζηνοβία ζούσε στην Αλεξάνδρεια. Είχε πια ενταχθεί για τα καλά στην κοινωνία και είχε γνωρίσει όλους τους σημαντικούς Έλληνες μεγαλέμπορους που συνεργάζονταν με το σύζυγό της. Μια οικογένεια με την οποία είχαν συχνές επαφές ήταν και η οικογένεια Μπενάκη. Άνθρωποι πολύ πλούσιοι με αριστοκρατική καταγωγή και αυστηρές αρχές. Η Ζηνοβία, παρά το τεράστιο άλμα προόδου που είχε κάνει σχετικά με την μόρφωση και καλλιέργειά της, ήξερε ότι σε τίποτε δεν μπορούσε να φτάσει τα μέλη της οικογένειας Μπενάκη. Πρόκειτο για ιδιαίτερα εκλεπτυσμένα άτομα, που γνώριζαν μουσική, ποίηση, λογοτεχνία, μπορούσαν να μιλήσουν για κάθε θέμα και η άποψή τους να έχει βαρύτητα. Έτσι ήταν προσεκτική στις κουβέντες της μαζί τους, ώστε να μην φαίνεται αδαής ή λανθασμένα πληροφορημένη.

Το 1905 επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια η μεσαία κόρη της οικογένειας η Πηνελόπη. Αυτή είχε παντρευτεί στην Αθήνα το 1895 τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί είχαν αποκτήσει τρεις κόρες την Σοφία, την Βιργινία και την Αλεξάνδρα. Ήταν το τέλειο ζευγάρι, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής.

Η Ζηνοβία και η Πηνελόπη ήταν συνομήλικες. Είχαν γεννηθεί και οι δύο το 1874. Η πρώτη σε ένα ορεινό χωρίο της Πάφου και η δεύτερη σε ένα από τα πλουσιόσπιτα της Αλεξάνδρειας. Η πρώτη δεν έλαβε καμιά μόρφωση στη παιδική της ηλικία και η δεύτερη είχε λάβει κατ’ οίκον τη καλύτερη μόρφωση που υπήρχε στην εποχή της. Μεγάλωσαν και οι δύο με αυστηρές αρχές, στα πρότυπα των κοινωνιών που είχαν ζήσει.

Η πρώτη τους συνάντηση έγινε στο σπίτι των Μπενάκηδων σε μία συγκέντρωση που οργανώθηκε για την υποδοχή της Πηνελόπης και της οικογένειάς της στην Αλεξάνδρεια. Μέσα σε ένα περιβάλλον που όλοι μιλούσαν και κανείς δεν άκουγε τι έλεγε ο άλλος, έγιναν οι συστάσεις και μια αυθόρμητη συμπάθεια γεννήθηκε ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Η Ζηνοβία την κάλεσε στο σπίτι της και η Πηνελόπη δεν αρνήθηκε.

Έτσι ξεκίνησε μεταξύ τους μια φιλία από εκείνες που σπάνια δημιουργούνται. Η Ζηνοβία έβλεπε σε αυτή μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη γυναίκα, γεμάτη ευαισθησία και πλούτο ψυχής ενώ η Πηνελόπη έβλεπε στη Ζηνοβία ένα αυθεντικό, ανεπιτήδευτο και δυναμικό άνθρωπο.

Όμως η επιστροφή της Πηνελόπης πήρε μια απρόσμενη τροπή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοινωνία της Αλεξάνδρειας άρχισε να βουίζει από τα  κουτσομπολιά. Η Πηνελόπη είχε ερωτευτεί τον υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, Ίωνα Δραγούμη! Η κόρη του Μπενάκη, μια παντρεμένη γυναίκα με τρεις κόρες, ερωτευμένη με ένα ερωτύλο νεαρό. Αίσχος! Ντροπή!

Ο Ίων Δραγούμης ήταν γιος του πολιτικού και πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη. Ήταν ένα άτομο βαθιά πολιτικοποιημένο και μαζί με τον πατέρα του και τον γαμπρό του Παύλο Μελά οργάνωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες εναντίον των Βουλγάρων, συμβάλλοντας στο Μακεδονικό Αγώνα. Ήταν παράλληλα λογοτέχνης και συγγραφέας.

Η συνάντηση υπήρξε μοιραία και για τους δυο. Εκείνη τον ερωτεύτηκε παράφορα και εκείνος υπέκυψε στη γοητεία αυτής, της τόσο όμορφης και καλλιεργημένης γυναίκας. Η Πηνελόπη ήταν απελπισμένα διχασμένη. Ο έρωτας της έδινε φτερά και ενέργεια και η θέση της στη κοινωνία την κρατούσε δεμένη στη γη. Εξ αιτίας του έντιμου χαρακτήρα της και των αρχών με τις οποίες μεγάλωσε,  ομολόγησε τον έρωτά της για τον Ίωνα  στο σύζυγό της με την ελπίδα ότι αυτός θα την απελευθερώσει από το γάμο τους. Αυτό όμως δεν συνέβηκε και η ίδια έμεινε εγκλωβισμένη σε ένα ανεπίλυτο δίλημμα.

Η Ζηνοβία παρακολουθούσε με αγωνία τα κουτσομπολιά για τη φίλη της, χωρίς ποτέ να λαμβάνει μέρος. Μια μέρα που βρέθηκαν μόνες τους της μίλησε:

-Ξέρεις πολύ καλά ότι η κοινωνία της Αλεξάνδρειας βουίζει για τη σχέση σου με τον Ίωνα Δραγούμη. Εμένα όλα αυτά δεν με νοιάζουν και δεν με αφορούν. Αν θέλεις όμως να μου μιλήσεις και να ανοίξεις την καρδιά σου, εγώ θα είμαι πάντοτε εδώ για να σε ακούσω, χωρίς να σε κρίνω.

-Καλή μου φίλη, δεν είναι εύκολο να μιλήσω. Ξέρω όμως την αγνότητα της καρδιάς σου και την εχεμύθειά σου. Και το έχω ανάγκη να μιλήσω. Είχα πάντοτε ένα συμβατικό γάμο με ένα άνθρωπο που ενέκρινε η οικογένειά μου και πληρούσε τις προϋποθέσεις της κοινωνίας για τη τάξη και την καταγωγή μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν τον αγαπούσα ή δεν τον αγαπώ, όμως αυτό που μου συνέβηκε όταν συνάντησα τον Ίωνα ήταν κάτι που δεν ήξερα ότι μπορεί να νοιώσει ο άνθρωπος.

-Νόμιζα ότι ο έρωτας είναι η σχέση που έχει ένα παντρεμένο ζευγάρι μεταξύ τους. Δεν είχα ερωτευτεί ποτές μου. Η μαγνητική δύναμη που με τράβηξε κοντά στον Ίωνα, ξεκίνησε από βαθιά μέσα μου και επεκτάθηκε σε κάθε πόρο του κορμιού, σε κάθε τρίχα της κεφαλής μου. Αυτός ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει για μένα την τροφή που διαποτίζει τα κύτταρα του σώματός μου και το ύδωρ της ψυχής μου. Ήθελα και θέλω να είμαι συνεχώς μαζί του, να του μιλώ, να ακούω τη φωνή του, να μαθαίνω τις σκέψεις του και να μοιράζομαι μαζί του τις δικές μου.

-Όμως είμαι δεμένη με αλυσίδες που λέγονται γάμος, λέγονται παιδιά, λέγονται καταγωγή, λέγονται οικογένεια Μπενάκη. Ο πατέρας μου έχει γίνει έξαλλος, με τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν. Δεν προσπάθησα να τον παραπλανήσω αλλά ούτε και έχω τη δύναμη να εγκαταλείψω τον Ίωνα. Η ζωή μου είναι ένας φαύλος κύκλος. Είναι το πιο δυνατό και το πιο μαγικό πράγμα που μου συνέβηκε ποτέ.

-Παρά τον πόθο της ψυχής μου έχω μέχρι τώρα σεβαστεί το γάμο μου. Η σχέση μας είναι πλατωνική, αλλά δεν ξέρω μέχρι πόσο μπορεί να κρατήσει αυτό. Φοβάμαι πως αυτό το δίλλημα, αυτό το σαράκι θα γκρεμίσει την ύπαρξή μου. Όμως είμαι ευτυχισμένη που μου συνέβηκε. Θα περνούσα τη ζωή μου, χωρίς να γνωρίσω τον έρωτα. Και ο έρωτας είναι ίσως το υπέρτατο αίσθημα που μπορεί να νοιώσει ο άνθρωπος.

Η Ζηνοβία έμεινε για λίγο σιωπηλή. Δεν ήξερε αν υπήρχαν λόγια που θα μπορούσαν να αναπαύσουν τη φίλη της.

-Δεν έχω πρόθεση να σε κρίνω, ούτε να σε νουθετήσω. Αναγνωρίζω τη φωτιά που καίει τη ψυχή σου και βλέπω το πρόσωπό σου να φωτίζεται από τις φλόγες της. Αγαπημένη μου φίλη, με όλα τα προνόμια που η ζωή σου έδωσε, ομορφιά, πλούτη , εξυπνάδα, μόρφωση, μια εξαιρετική οικογένεια, εσύ επέλεξες το πυρ του έρωτα, που μπορεί να σε καταστρέψει. Η δική μου ζωή είναι ακριβώς το αντίθετο. Ζω την ευτυχία μέσα σε ένα γάμο, που ξεκίνησε χωρίς έρωτα, οικοδομήθηκε όμως πάνω στην αγάπη, τη προσφορά και την κατανόηση. Ίσως αυτό να είναι μια πιο ασφαλής συνταγή για την ευτυχία. Σίγουρα όμως, δεν σε εκτοξεύει στα ουράνια. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να έχεις δίκαιο. Σε αυτή τη σύντομη ζωή που ζούμε, αξίζει κάποτε να εμπειραθούμε το υπέρτατο, έστω και αν κινδυνεύουμε να αυτοπυρποληθούμε. Πιθανόν εγώ να μην το επέλεγα. Δεν απορρίπτω όμως τις επιλογές σου. Και προπάντων δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι είναι η μοίρα του ανθρώπου να πέφτει στις παγίδες που στήνουν οι θεοί στη πορεία της ζωής του.

-Κάποτε δεν επιλέγεις. Ακολουθείς, συνέχισε σκεφτική.

Εκείνη την ημέρα η Πηνελόπη, μπορεί να μην έφυγε δικαιωμένη, αλλά ίσως ανακουφισμένη. Μίλησε σε κάποιο που δεν την έκρινε, σε κάποιο που μπορεί να μην συμφωνούσε, όμως κατανοούσε. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για κείνη.

Η Ζηνοβία σκεφτόταν συνεχώς τη φίλη της και το δίλημμά της. Δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο ήταν το σωστό. Και ίσως να μη υπήρχε σωστό ή λάθος. Η πορεία της ζωής θα διαμόρφωνε το μέλλον. Και αυτό το ήξερε πολύ καλά και η ίδια. Κατά βάθος γνώριζε ότι το μέλλον παγιώνει και μορφοποιεί το παρόν. Ότι σήμερα είναι ακατανόητο, αύριο θα έχει νόημα στη τάξη που διέπει το σύμπαν.

Όμως αυτή δεν ήταν η μόνη της έγνοια. Τώρα πια η Ζηνοβία ήταν 31 ετών και ο σύζυγός της γύρω στα 70. Η υγεία του δεν ήταν πια και τόσο καλή και εύκολα κουραζόταν. Είχαν επισκεφθεί τους καλύτερους γιατρούς που διέθετε τότε η Αλεξάνδρεια και η καθολική επιταγή ήταν: ξεκούραση και υγιεινή διατροφή. Η Ζηνοβία έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει. Πήγαινε καθημερινά μαζί του στη δουλειά, φρόντιζε να τρέφεται υγιεινά και να ξεκουράζεται όσο μπορούσε.

Ο Δημήτριος ήταν κατασυγκινημένος με την φροντίδα της νεαρής συζύγου του. Συχνά δάκρυζε όταν σκεφτόταν πόσα της χρωστούσε.

-Είναι εγώ που χρωστώ σε σένα του έλεγε. Έδωσες νόημα στη ζωή μου και γέμισες το απόλυτο κενό με ενδιαφέρουσα δράση.

Μια μέρα ο Δημήτριος της ζήτησε να μιλήσουν σοβαρά.

-Σε παρακαλώ, της είπε όταν άρχισε να μιλά, μη με διακόψεις μέχρι να τελειώσω. Θέλω να ακούσεις με προσοχή αυτά που θα σου πω. Όταν αποφάσισα να σε παντρευτώ όλοι μου έλεγαν ότι ήταν ανοησία να πάρω ένα κορίτσι για σύζυγο, στη δική μου ηλικία. Κατά βάθος καταλάβαινα ότι είχαν δίκιο αλλά εγώ σε είχα ήδη ερωτευτεί και όταν εσύ τελικά δέχθηκες, τίποτε δεν μπορούσε να με εμποδίσει να σε πάρω για γυναίκα. Με μια τόσο νεαρή σύζυγο περίμενα πολλές χαρές στη ζωή μου, αλλά ουδέποτε φαντάστηκα ότι αυτό το κορίτσι θα μπορούσε να μου σταθεί σαν μάνα.

-Όταν σου μίλησα για τα παιδικά μου χρόνια, δεν ανάλυσα και πολύ το θέμα της στέρησης που κουβαλώ πάντοτε, για το ότι δεν είχα μια μάνα να με φροντίσει. Η έλλειψη αυτή είναι ίσως το μεγαλύτερό μου παράπονο στη ζωή μου. Και εσύ, μια τόσο νεαρή γυναίκα μου δίνεις αυτό που στερήθηκα, τόσο απλόχερα, που ούτε η ίδια η μάνα μου δεν θα μπορούσε να μου δώσει. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την συγκίνηση και την ευγνωμοσύνη μου για αυτό.

Η Ζηνοβία κάτι πήγε να πει εδώ, αλλά ο Δημήτριος την σταμάτησε.

-Σε παρακαλώ μην με διακόπτεις. Άκουσε μέχρι τέλος αυτό που προσπαθώ να σου πω. Παρόλο που κανείς δεν ξέρει τις βουλές του Θεού, το πιθανότερο είναι ότι σε μερικά χρόνια εγώ θα πεθάνω. Όταν συμβεί αυτό θέλω να ξέρεις ότι είναι επιθυμία μου να παντρευτείς ένα νεότερο σύζυγο για να μπορέσεις να ζήσεις τη ζωή σου όπως σου αξίζει. Εγώ θα σου μεταβιβάσω όλα τα περιουσιακά μου στοιχεία, ώστε να είσαι πλούσια και ανεξάρτητη και να μπορείς να κάνεις τις επιλογές σου, χωρίς περιορισμούς. Ήδη γνωρίζεις πάρα πολύ καλά πώς να διοικείς την επιχείρησή μας. Πιστεύω πως θα είσαι η καλύτερη κηδεμόνας για το γιο μας και θα τον κατευθύνεις σωστά, όπως κάνεις μέχρι τώρα.

Η Ζηνοβία αναστατώθηκε από αυτή τη συζήτηση. Δεν ήθελα καν να ακούσει αυτά που έλεγε ο Δημήτριος. Τον αγαπούσε πραγματικά και η προοπτική ότι θα τον χάσει την τρομοκρατούσε. Συγκρότησε πάντως τον εαυτό της και του απάντησε:

-Μιλάς για το επικείμενο θάνατό σου σαν να βρίσκεται στην επόμενη στροφή του δρόμου. Δεν το δέχομαι αυτό! Θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου για να ζήσεις πολλά χρόνια ακόμα. Μια που το θέτεις όμως θα ήθελα να σου διευκρινίσω ορισμένα πράγματα. Αν για σένα είμαι μάνα, για μένα υπήρξες πατέρας, ο καλύτερος, ο πιο τρυφερός, γεμάτος αγάπη πατέρας που υπήρξε ποτέ. Δεν μου χρωστάς τίποτε. Εγώ σου χρωστώ τα πάντα.

-Παρά το γεγονός ότι δεν θα ήθελα να συζητήσω το μακάβριο θέμα ενός πιθανού θανάτου σου, εντούτοις έχει σημασία να σου διευκρινίσω το εξής: αν φύγεις από τη ζωή Δημήτριε, θα φύγω και εγώ από την Αλεξάνδρεια. Η ζωή μου είναι στη Κύπρο. Τα μέγαρα και τα εργοστάσια να τα γράψεις στο γιο μας. Εγώ θα πάω να ζήσω στο σπίτι στο Κτήμα. Αυτό το σπίτι είναι ότι ωραιότερο μου έχεις χαρίσει μέχρι τώρα. Είμαι πιο ευτυχισμένη να αρμέγω τις κατσίκες από το να ζω μέσα στη πολυτέλεια και να λαμβάνω μέρος σε λαμπερά δείπνα. Δίπλα σου όλα αυτά έχουν νόημα. Χωρίς εσένα κανένα. Έτσι βγάλε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό σου. Η περιουσία σου ανήκει στο γιο μας.

Η όλη συζήτηση έφερε δάκρυα στα μάτια και των δυο τους. Κατά βάθος όμως ήξεραν ότι όλα αυτά ήταν μια επικείμενη πιθανότητα. Η Ζηνοβία σηκώθηκε αναστατωμένη, αλλά ο Δημήτριος άρχισε να σκέφτεται. Πήρε πολύ σοβαρά τα λόγια της συζύγου του. Έπρεπε να βρει τρόπο να την διασφαλίσει οικονομικά, όπου και αν ήθελε να ζήσει. Τίποτε δεν θα άφηνε στη τύχη. Η επιθυμία της να περάσει την υπόλοιπη ζωή της στη Κύπρο περιέπλεκε κάπως τα πράγματα, αλλά θα έβρισκε μια λύση.

Την άλλη μέρα το πρωί επισκέφθηκε τον φίλο του τραπεζίτη Αντώνιο Παπαδόπουλο. Του ζήτησε να μάθει αν υπήρχαν τράπεζες στη Κύπρο και αν υπήρχε τρόπος να καταθέσει ένα ποσό στο όνομα της γυναίκας του. Ο φίλος του του υποσχέθηκε ότι θα ερευνήσει το θέμα και θα τον ενημερώσει. Ο Δημήτριος έφυγε ανακουφισμένος.

Η Ζηνοβία μετά από εκείνη τη μέρα φρόντιζε περισσότερο το Δημήτριο. Η σκέψη να το χάσει την τρομοκρατούσε. Ποτέ δεν θα περίμενε ότι από ένα γάμο, που αναγκάστηκε να κάνει, θα γεννιόταν μια σχέση τόσο σημαντική για την ίδια. Παρόλο που ο Ευάγγελος δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαπέντε, τον έπαιρνε μαζί της στο εργοστάσιο, όποτε δεν είχε σχολείο. Έπρεπε να αρχίσει να εκπαιδεύεται και αυτός στα μυστικά της δουλειάς.

Η ανάμειξή με τις επιχειρήσεις δεν ενθουσίαζε ιδιαίτερα τον Ευάγγελο. Ήταν ένα πολύ ωραίος έφηβος, ψηλός, ξανθός, που προτιμούσε να βγαίνει με τους φίλους του, αντί να μαθαίνει για το εμπόριο βαμβακιού. Όμως εδώ η Ζηνοβία ήταν ανένδοτη. Κανείς δεν μπορούσε να τη μαλακώσει. Ούτε ο Δημήτριος, ούτε ο Ευάγγελος. Το παιδί πρέπει να μάθει τα βασικά της δουλειάς, τώρα. Και έτσι ο Ευάγγελος, παρά τις διαμαρτυρίες του, είχε αρχίσει να δέχεται τα πρώτα μαθήματα στο περίπλοκο κόσμο του εμπορίου.

Όσο και αν απασχολούσε τη Ζηνοβία η οργάνωση της δικής της ζωής, δεν ξεχνούσε τη φίλη της και το δράμα που βίωνε. Τα βράδια, όταν ξάπλωνε να κοιμηθεί προσπαθούσε να φανταστεί τη Πηνελόπη και τα αισθήματα της. Δεν ήξερε πώς, αλλά κάπου εύρισκε ότι η ζωή της φίλης της είχε να μοιάσει με μια αρχαία τραγωδία που είδε κάποτε. Είχαν πάει με το Δημήτριο, σε ένα από τα θέατρα να δουν μια παράσταση που παρουσίαζε ένας θίασος που ήρθε από την Ελλάδα.

Οιδίπους Τύραννος λεγότανε. Ήταν ότι πιο συγκλονιστικό είχε δει ή ακούσει στη ζωή της.  Ο γιος που σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, μην γνωρίζοντας ποιοι ήταν. Γιατί έτσι το θέλαν οι θεοί. Οδήγησαν τα βήματά  του και δημιούργησαν τις συγκυρίες της ζωής ώστε να πράξει εν αγνοία του, αυτά τα εγκλήματα. Η φίλη της, η τόσο ηθική και έντιμη Πηνελόπη, πιάστηκε σε αυτό το δίκτυ και δεν είχε τη δύναμη να πάρει μια απόφαση. Και η όποια απόφαση ήταν κατά βάθος καταδικαστική.

– Άραγε επιλέγουμε στη ζωή μας, διερωτήθηκε.

Σκέφτηκε τη δική της ζωή. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι θα έπαιρνε τέτοιους δρόμους όταν μικρή έβοσκε τις κατσίκες στα βουνά της Πάφου; Και ποιος ξέρει ακόμα πού θα οδηγηθεί;

Ανατρίχιασε. Είναι τόσο ανεύθυνο να κρινόμαστε αναμεταξύ μας όταν κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι το επόμενο σταυροδρόμι που θα συναντήσει και με ποιο τρόπο η μοίρα θα τον περιμένει εκεί.

Έστειλε όλη την αγάπη της στη Πηνελόπη και αποκοιμήθηκε. Αύριο θα ξημέρωνε μια καινούργια μέρα. Και έπρεπε να είναι δυνατή.

 

Βιβλιογραφία

Πηνελόπη Δέλτα

Ίων Δραγούμης

 

(Κεφάλαιο 5)

Μελβούρνη – Αυστραλία – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2019

Πέρασαν πέντε μήνες από το θάνατο του πατέρα της Ζήνας. Η ζωή της είχε αλλάξει δραστικά από τότε. Η γνωριμία της με τον Αλέξη και τα μαθήματα των ελληνικών είχαν προσθέσει μια άλλη διάσταση στο κόσμο της. Αυτό είχε φέρει πλούτο στη καθημερινότητά της και την είχε κάνει να αντιληφθεί ότι υπάρχουν ανεξερεύνητοι κόσμοι που περιμένουν να ανακαλυφθούν.

Μιας και είχε σταματήσει τα ταξίδια στο εξωτερικό, είχε χρόνο να μελετήσει την ελληνική γλώσσα. Αρχίζοντας με αυτό τον όχι και τόσο ορθόδοξο τρόπο, την μελέτη ενός δύσκολου ποιήματος δηλαδή, είχε μια πρόκληση που ταίριαζε στο ταπεραμέντο της. Ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να προσεγγίσει τη γλώσσα έτσι, σε σύγκριση με τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν στο ελληνικό σχολείο, όταν πήγαινε μικρή.

Διάβαζε τις λέξεις φωνακτά και προσπαθούσε αφενός να τις προφέρει σωστά και ύστερα να απολαύσει την ηχητική τους. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, σιγά – σιγά όμως άρχισε να το ευχαριστιέται. Ύστερα μετάφραζε κάθε λέξη για να καταλάβει το νόημα – σε αυτό τη βοηθούσε και ο Αλέξης- και στο τέλος ένοιωθε ότι κατείχε τη μήνυμα που ήθελε να εκφράσει το ποίημα ή το κείμενο. Το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν να δοκιμάσει η ίδια να μιλήσει στα ελληνικά. Αυτό δεν το τολμούσε.

Η μέθοδος που ακολουθούσε, και η έρευνα που έκανε για κάθε λέξη, την εισήγαγαν πέραν από τη κατανόηση της γλώσσας, στο κόσμο της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Η όλη διαδικασία ήταν μια επιπρόσθετη πρόκληση, που δεν την άφηνε αδιάφορη. Μελετούσε με ενδιαφέρον και πάθος, αυτό για το οποίο πριν μερικούς μήνες είχε πλήρη άρνηση.

Ο Αλέξης είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην όλη προσπάθεια. Συχνά έβγαιναν μαζί μετά το μάθημα και πήγαιναν για φαγητό ή ακόμα και σε συγκεντρώσεις Ελλήνων της Μελβούρνης, όπου άκουγε ελληνική μουσική, ποίηση, ακόμα και διαλέξεις. Σε μια πόλη που ζουν περισσότερες από 110.000 ελληνόφωνοι, που κατά μερικούς είναι μετά τη Θεσσαλονίκη η πόλη με το μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων κατοίκων, ήρθε η Ζήνα σε επαφή με τους συμπατριώτες του πατέρα της. Βρήκε ενδιαφέρουσα αυτή τη συνάντηση και με την ενθάρρυνση του Αλέξη άρχισε να κάνει φίλους.

Συχνά έπαιρνε τα γράμματα που ήταν στο κουτί που της άφησε ο πατέρας της και προσπαθούσε να τα διαβάσει. Ακόμα το εύρισκε δύσκολο. Δεν ήθελε να τα δώσει του Αλέξη. Ήθελε να τα καταφέρει μόνη της. Πέραν από την αρχική της εντύπωση ότι τα γράμματα ήταν μόνο μεταξύ του παππού της Ευάγγελου και της προγιαγιάς της Ζηνοβίας, είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε και ένα γράμμα προς την ίδια, που το είχε γράψει ο πατέρας της. Αυτό σίγουρα θα το διάβαζε πρώτο,  μόλις θα ήταν σε θέση να το κάνει.

Τους μήνες που πέρασαν ασχολείτο αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, τις εξόδους της με τον Αλέξη και κάποιες επαφές με το δικηγόρο της σχετικά με το θέμα της πώλησης της εταιρείας του πατέρα της. Πρώτη φορά έμεινε τόσο πολύ καιρό μακριά από τη δουλειά της. Αισθανόταν όμως ότι από αυτή την αλλαγή θα έβγαινε πιο δυνατή και με ευρύτερους ορίζοντες.

Εκείνο που την προβλημάτιζε ήταν η στάση του Αλέξη απέναντί της. Ήταν φιλικός και διακριτικός. Παρά το γεγονός ότι έβλεπε σε κάποιες στιγμές κάτι ερωτικό στο βλέμμα του, ουδέποτε προχώρησε σε μια κίνηση περισσότερο τολμηρή. Η ίδια, που ήταν συνηθισμένη στις εφήμερες σχέσεις, που ξεκινούσαν εύκολα και τελείωναν ανώδυνα, ένοιωθε αμηχανία για αυτή την στάση.

Μια φορά, που τον ρώτησε για την ερωτική του ζωή, για τις σχέσεις του, εκείνος απάντησε γενικά και αόριστα, διασαφηνίζοντας πάντως ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι εφήμεροι δεσμοί. Όσο και αν της φαινόταν αυτό παράξενο, κάπου μέσα της ένοιωθε σεβασμό για αυτό τον άνδρα, που νοιαζόταν περισσότερο για το πνεύμα της, αντί για το σώμα της. Ήταν μια αισθητή αλλαγή στη ζωή της.

Όμως τίποτε δεν μένει στάσιμο. Οι άνεμοι, που αρχίζουν να φυσούν από άλλες διαστάσεις, παρεισφρέοντας στον υλικό κόσμο και παρασύροντας στο διάβα τους την τάξη και την αρμονία που νομίζουμε ότι έχουμε κτίσει γύρω μας, αναποδογύρισαν τη ζωή στην  Αυστραλία και τάραξαν την ευχάριστη διαβίωση της Ζήνας.

Οι εποχιακές φωτιές που κάθε χρόνο κατέκαιγαν την Αυστραλία, αυτή τη χρονιά πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις και προχωρούσαν καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους. Οι δυνάμεις της πυροσβεστικής δεν μπορούσαν να τις αναχαιτίσουν και η οικολογική καταστροφή ήταν τεράστια. Δάση, κατοικίες, πανίδα και χλωρίδα χάνονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ ο ουρανός γέμιζε με τοξικά αέρια.

Μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός η Ζήνα δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη. Άφησε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας και τη χαλαρή καθημερινότητά της και έφυγε για τα σημεία που γίνονταν οι μάχες με τις φωτιές. Αρχικά συνενώθηκε με τους εθελοντές που αγωνίζονταν να σώσουν τα ζώα, ιδιαίτερα τα κοάλα και πάλεψε μαζί τους. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι ο δικός της ρόλος θα μπορούσε να ήταν πιο ουσιαστικός και παρεμβατικός.

Άρχισε να γράφει άρθρα και να τα στέλνει σε διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και ιστότοπους στην Αυστραλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Μεγάλη Βρετανία, στον Καναδά και οπουδήποτε το αναγνωστικό κοινό ήταν αγγλόφωνο. Μέσα από μια εξαιρετικά ζωντανή γραφή, παρουσίαζε στον αναγνώστη τις μάχες που γίνονταν με τις φλόγες, την αγωνιώδη προσπάθεια των εθελοντών για διάσωση της άγριας ζωής, μα πάνω απ’ όλα την αυτοθυσία τους.

Έδινε στη λέξη «ηρωισμός» μια άλλη διάσταση και διαχώρισε το ρόλο των εθελοντών, από τον όρο όπως χρησιμοποιείται συνήθως: «ήρωες, έγραφε, δεν είναι αυτοί που εντέλλονται να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για μια αμφισβητούμενη ιδέα. Ήρωες είναι αυτοί που εθελοντικά εγκαταλείπουν την καθημερινότητά τους και παλεύουν να σώσουν τη ζωή και τη φύση, ανώνυμοι, χωρίς κανένα όφελος, για ένα οικουμενικό σκοπό. Αυτό θα πει ηρωισμός».

Τα άρθρα της ξυπνούσαν στους αναγνώστες αισθήματα αλληλεγγύης και έφερναν στην επιφάνεια τα κοιμισμένα ένστικτα γενναιοδωρίας που ο κάθε άνθρωπος διαθέτει. Πολλές δωρεές κατέφθαναν στην Αυστραλία από όλο το κόσμο, χάρη στα κείμενα της Ζήνας. Σε μερικές περιπτώσεις κάποιοι έρχονταν και ως εθελοντές.

Η Ζήνα είχε παρασυρθεί από το πυρετό αυτής της ανάγκης και αυτού του σκοπού και είχε σχεδόν ξεχάσει τον Αλέξη. Αντάλλασσαν μόνο κάποια σκόρπια μηνύματα. Όμως η ίδια ήταν ταυτισμένη με το έργο που επιτελούσε. Μεγαλώνοντας σε μια χώρα πολυπολιτισμική, τα ιδανικά της ήταν οικουμενικά και η αγάπη για τον πλανήτη μας και τη φύση, ήταν η κινητήριος δύναμη για τις ενέργειες της.

Παρόλα αυτά μέσα του Δεκέμβρη αναγκάστηκε να γυρίσει στη Μελβούρνη, γιατί ο δικηγόρος της είχε καταλήξει σε συμφωνία πώλησης της εταιρείας του πατέρα της στους συνεργάτες του Nick Georgiou και Jacob Papadopoulos. Η συμφωνία δεν ήταν ακριβώς αυτή που θα επιθυμούσε ο δικηγόρος της, αλλά η Ζήνα ήταν απόλυτα ικανοποιημένη. Η εταιρεία θα έμενε σε ανθρώπους που την νοιάζονταν και αυτό ήταν που είχε σημασία για αυτή. Ήταν βέβαιη ότι ο πατέρας της θα ήταν ευχαριστημένος.

Στις 19 Δεκέμβριου 2019, στις 11 π.μ., συναντήθηκαν όλοι στο γραφείο του δικηγόρου της στην κεντρική Μελβούρνη. Οι κύριοι Nick Georgiou και Jacob Papadopoulos, ντυμένοι με τα κουστούμια τους και με το πρόσωπό τους να μοιάζει ολόκληρο με ένα χαμόγελο, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους για την συμφωνία. Αγκάλιασαν και οι δύο την Ζήνα με θέρμη και δεν ήξεραν πώς να την ευχαριστήσουν. Γνώριζαν πολύ καλά ότι η εταιρεία θα μπορούσε να πωληθεί πολύ ακριβότερα στην ελεύθερη αγορά και αναγνώριζαν την γενναιοδωρία της κόρης του τέως αφεντικού τους.

-Μην νομίσετε ότι δεν αναγνωρίζω τη δύναμη που έχουν τα χρήματα, τους είπε η Ζήνα. Μπορεί να μην φέρνουν την ευτυχία, αλλά έχουν τη ικανότητα να σηκώσουν κάποια από τα βάρη της δυστυχίας. Ωστόσο ο πατέρας μου και εγώ πάντοτε πιστεύαμε στην επιτυχία που μπορεί να επιφέρει η δημιουργική δύναμη των ανθρώπων που νοιάζονται μια επιχείρηση. Η εταιρεία αυτή περικλείει όλο το έργο του πατέρα μου, από τότε που έφτασε σε αυτή τη χώρα. Και εσείς οι δύο τον βοηθήσατε σε αυτό. Αξίζει η εταιρεία να γίνει δική σας. Ελπίζω να συνεχίσετε να την αγαπάτε και να συνεργαστείτε και στο μέλλον για το καλό της εταιρείας και για ένα πλούσιο μέλλον για τα παιδιά σας.

Εκ μέρους των δύο μίλησε ο Nick Georgiou:

-Πραγματικά σε ευχαριστούμε για αυτή την αντιμετώπιση και σε διαβεβαιώνουμε ότι θα συνεχίσουμε με την εταιρεία όπως εργαζόμασταν όταν ζούσε ο πατέρας σου και με περισσότερο ενθουσιασμό ακόμα, μια και θα είναι δική μας! Όπως πιθανόν να γνωρίζεις, οι γονείς μας ήρθαν στην Αυστραλία, πρόσφυγες από την Κύπρο μετά την Τουρκική εισβολή του 1974. Άρχισαν να δουλεύουν στην επιχείρηση του πατέρα σου σαν απλοί κτίστες και σιγά – σιγά έβαλαν και εμάς, τα παιδιά τους. Έτσι εμείς την πονούμε αυτή τη δουλειά γιατί αυτή στήριξε τους γονείς μας σε μια ξένη χώρα και συνέβαλε στη δική μας μόρφωση. Να είσαι βέβαιη ότι το όνομα του πατέρα σου θα διατηρηθεί όσο καιρό η επιχείρηση αυτή θα είναι στα χέρια μας.

-Με αυτή τη πεποίθηση σας παραδίδω το έργο του πατέρα μου και δεν έχω αμφιβολία ότι εσείς θα μπορέσετε να προχωρήσετε την εταιρεία ακόμη μακρύτερα. Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε. Απλά ανταποκρίνομαι στην επιθυμία του πατέρα μου, αλλά και στη δική μου θεώρηση της ζωής.

Ο Jacob Papadopoulos την κοίταξε χαμογελαστός, πήρε το χέρι της στα δυο του χέρια και χωρίς άλλη κουβέντα την προσκάλεσε:

-Αγαπητή μας Ζήνα θα ήταν μεγάλη χαρά και για τους δυο μας, αλλά και για τις οικογένειές μας, αν τα Χριστούγεννα έρθεις στο σπίτι μας για να γιορτάσουμε μαζί. Θα συναντηθούμε όλοι στο δικό μου σπίτι και θα έχουμε ένα κυπριακό γλέντι.

Η πρώτη αντίδραση της Ζήνας ήταν να βρει μια δικαιολογία για να αρνηθεί. Ουδέποτε στο παρελθόν είχε δεχθεί να παρευρεθεί σε τέτοιου τύπου συνάξεις, αλλά κάτι της έλεγε ότι η άρνηση θα ήταν μεγάλη αγένεια. Έτσι απάντησε:

-Ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Θα προσπαθήσω να είμαι εκεί. Θα μπορούσα να φέρω και κάποιο φίλο μαζί μου;

-Να φέρεις όσους φίλους θέλεις. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Θα σου στείλω τη διεύθυνση με μήνυμα.

Φεύγοντας η Ζήνα ένοιωθε ανάλαφρη και χαρούμενη. Πολύ πιο χαρούμενη από ότι θα ανέμενε η ίδια. Δεν ήταν απλά μια δουλειά που τελείωσε. Ήταν μια δουλειά που τελείωσε καλά. Τόσο καλά που θα έκανε τον πατέρα της ευτυχισμένο.

Παραξενεύτηκε με αυτή τη μεταφυσική διάθεση που απέκτησε, μετά το θάνατο του πατέρα της. Του μιλούσε, τον ένοιωθε σαν να ήταν ζωντανός και προσπαθούσε να τον ευχαριστήσει.

-Δεν είναι για μένα αυτά, ψιθύρισε στον εαυτό της. Τι έχω πάθει τελευταία, δεν καταλαβαίνω!

Ύστερα θυμήθηκε  το χριστουγεννιάτικο πάρτι. Δεν έπρεπε να δεχθεί, όμως πώς θα τους το έλεγε; Ευτυχώς που σκέφτηκε να ζητήσει να έχει συνοδό. Θα μιλούσε στον Αλέξη.

-Και ελπίζω ο Αλέξης να μην έχει άλλα σχέδια, είπε φωνακτά.

Το βράδυ που πήρε τον Αλέξη τηλέφωνο, εκείνος ήταν πολύ χαρούμενος που την άκουγε μετά από τόσο καιρό. Μίλησαν για τη δουλεία που είχε κάνει για τις φωτιές, για κάποια ύφεση που πήραν τελευταία μετά από κάποιες δυνατές  βροχές και στο τέλος η Ζήνα του είπε για την πρόσκληση.

Αρχικά φάνηκε ότι είχε κανονίσει κάτι άλλο, αλλά ήταν πρόθυμος να αλλάξει τα σχέδιά του για να είναι μαζί της. Η Ζήνα ένοιωσε πολύ κολακευμένη. Θα την έπαιρνε με το αυτοκίνητό του, γύρω στις 12 το μεσημέρι, την ημέρα των Χριστουγέννων.

Ευτυχώς που το σκέφτηκε και έστειλε μήνυμα στο κύριο Jacob Papadopoulos για να την ενημερώσει πόσα παιδιά είχαν και οι δύο οικογένειες μαζί. Κατ’ ακρίβεια πόσα εγγόνια, γιατί τα παιδιά των νέων ιδιοκτητών της εταιρείας είχαν πιο μεγαλώσει. Αγόρασε λοιπόν δώρα για όλους, φόρεσε ένα πολύ κομψό μπλε φόρεμα και περίμενε τον Αλέξη.

Όταν εκείνος έφτασε, η Ζήνα εμφανίστηκε με ένα σωρό πακέτα, που τους πήρε κάποιο χρόνο να τα τακτοποιήσουν. Μόλις τελείωσαν ο Αλέξης την πήρε στην αγκαλιά του και η Ζήνα ανέμενε να δώσουν το φιλί των χριστουγεννιάτικων ευχών. Όμως εκείνος της έδωσε ένα παθιασμένο ερωτικό φιλί και της είπε:

-Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες!

Η Ζήνα, ενώ περίμενε αυτό το φιλί μήνες τώρα, ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να μιλήσει.

-Γιατί τώρα, ψιθύρισε σε κάποια στιγμή. Τόσους μήνες ήσουν απόμακρος και αδιάφορος. Κάποιος εντελώς διαφορετικός από τους άνδρες που είχα γνωρίσει στη ζωή μου.

-Ακριβώς για αυτό, της απάντησε. Θα σου πω μερικά πράγματα για μένα για να καταλάβεις. Όμως μου έλειψες πολύ, πάρα πολύ και δεν μπορούσε να συγκρατήσω άλλο τον εαυτό μου.

-Οι γονείς μου είναι από τη Κύπρο. Συγκεκριμένα από ένα χωριό της Μεσαορίας που ονομάζεται Μαραθόβουνος. Τον Αύγουστο του 1974 τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν το χωριό μου και οι γονείς μου έφυγαν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Εγώ ήμουν τότε μερικών μόλις μηνών. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο ήταν για ένα νεαρό ζευγάρι να βρεθεί στους δρόμους, χωρίς τίποτε, με ένα μωρό στην αγκαλιά. Αφού έζησαν κάποια περίοδο σε σκηνή σε καταυλισμούς στο ελεύθερο μέρος της Κύπρου, αποφάσισαν να φύγουν για την Αυστραλία.

-Έμειναν στη Μελβούρνη μέχρι το 1989. Εγώ τότε ήμουν 15 χρονών. Είχα μεγαλώσει εδώ, θεωρούσα την Αυστραλία πατρίδα μου, αλλά αυτοί ήθελαν να πάνε πίσω. Στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Έπρεπε ξανά όλοι να προσαρμοστούμε στη νέα πατρίδα: την Κύπρο. Για κείνους ήταν πιο εύκολο. Για μένα δύσκολο. Στο σχολείο σχεδόν δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Είχα όμως τη τύχη να έχω μια εξαίρετη καθηγήτρια ελληνικών που με βοήθησε πολύ. Με έκανε να αγαπήσω την ελληνική γλώσσα. Εξ αιτίας της σπούδασα στο τμήμα Κλασσικών Σπουδών και Φιλοσοφίας, του νεοσύστατου τότε, Πανεπιστημίου Κύπρου. Μόλις τελείωσα ήθελα να επιστρέψω πίσω.

-Βλέπεις όταν ήμουν στο σχολείο είχα γνωρίσει μια Αυστραλή, Helen, την έλεγαν, και ήθελα να την βρω ξανά. Αλληλογραφούσαμε συνεχώς, αλλά η επιθυμία μου ήταν να συναντηθούμε. Τον πρώτο καιρό που ήρθα, μέναμε μαζί και όλα ήταν μια χαρά. Όμως μετά εκείνη έφυγε. Ήθελε να γνωρίσει το κόσμο, μου είπε. Εγώ υπέφερα πολύ. Βλέπεις ήταν η πρώτη μου αγάπη. Ύστερα ήμουν πολύ επιφυλακτικός με τις γυναίκες και ιδιαίτερα εκείνες που μου άρεσαν πολύ. Ζούσα και εγώ σε εφήμερες σχέσεις, τόσο όσο για να μην δεσμευτώ και να μην υποφέρω.

-Στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης είχα, εν τω μεταξύ, φοιτήσει σε ένα κλάδο με θέμα πώς να διδάξεις μια ξένη γλώσσα σε ενήλικες και έτσι άρχισα να διδάσκω την ελληνική γλώσσα, όπως με γνώρισες.

-Εσένα σε πρόσεξα από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο γυμναστήριο. Όμως εσύ δεν μου έριχνες ούτε μια ματιά. Ήσουν η επιτυχημένη, ανεξάρτητη Αυστραλή, χωρίς αναστολές και δεσμεύσεις. Εγώ δεν έψαχνα για κάτι τέτοιο. Όταν μου μίλησες, οφείλω να το ομολογήσω, έκανα το παν να σε κρατήσω κοντά μου και να σε γνωρίσω. Για αυτό σου ζήτησα να έρθεις στο μάθημά μου. Και ευτυχώς ήρθες!

-Με τρόμαξες εκείνη τη μέρα. Μα με μαγνήτισες παράλληλα. Έχεις μια γοητεία Αλέξη, οφείλω να σου το αναγνωρίσω. Και δεν το μετάνιωσα. Περίμενα πολύ καιρό αυτό το φιλί, είπε γελώντας. Και πολύ περισσότερα… Όμως εσύ βράχος!

-Ζήνα, σε έχω ερωτευτεί! Δεν θα ήθελα να ξεκινήσουμε μια σχέση με ημερομηνία λήξης.

-Δεν έχω δεσμευτεί ποτέ μου. Όμως εσύ είσαι διαφορετικός. Όλες οι σχέσεις μου ήταν εφήμερες. Ούτε εγώ θα ήθελα ακόμα μια από τα ίδια. Όλα αυτά μου έχουν αφήσει ένα κενό. Και από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, όλα γύρω μου έχουν αποκτήσει μια άλλη υπόσταση. Είμαι έτοιμη να ξεκινήσω κάτι σοβαρό, αν είσαι και εσύ έτοιμος για αυτό.

-Εγώ την έχω πάθει μαζί σου!

Εν τω μεταξύ είχαν φθάσει στη περιοχή, Balwyn North, έξω από τη Μελβούρνη που ήταν η διεύθυνση που τους είχε δώσει ο Jacob Papadopoulos. Ακολουθώντας τις οδηγίες του GPS, έφτασαν έξω από το σπίτι. Πριν κατεβούν έσφιξαν με δύναμη ο ένας το χέρι του άλλου και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Έτσι έδωσαν μια βαθιά υπόσχεση.

Φορτώθηκαν τα δώρα και βγήκαν από το αυτοκίνητο. Τους περίμεναν όλοι χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι. Κάθονταν στο κήπο και έψηναν σούβλες. Χριστουγεννιάτικο έθιμο, κυπριακό! Τα παιδιά έκαναν βουτιές στη πισίνα και ακουγόταν ελληνική μουσική.

-Καλώς ήρθες στο σπίτι μας, κόρη μου, της είπε μία ηλικιωμένη κυρία και την φίλησε. Ο Θεός να σε ευλογεί.

Και για πρώτη φορά στη ζωή της, η Ζήνα ανατρίχιασε από συγκίνηση και ευτυχία.

-Πατέρα, σκέφτηκε. Σε ευχαριστώ!

 

Φωτιές στην Αυστραλία

 

(Κεφάλαιο 6)

Αλεξάνδρεια 1906 – 1910

Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που ο Δημήτριος αρρώστησε. Σιγά – σιγά η Ζηνοβία είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την επιχείρηση. Αποδείχθηκε μια πολύ έξυπνη και  ικανή επιχειρηματίας. Ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητά της είχαν εντυπωσιάσει αλλά συχνά και τρομάξει τους συνεργάτες και ανταγωνιστές τους. Σε μια εποχή που οι γυναίκες μικρό ρόλο είχαν στα κοινά, η Ζηνοβία ενεργούσε χωρίς αναστολές και δεύτερες σκέψεις. Με την απλότητα που την χαρακτήριζε, θεωρούσε το ρόλο της φυσικό και υποστηρικτικό στο σύζυγό της.

Ο Δημήτριος ένοιωθε απεριόριστο θαυμασμό για τη σύζυγό του και συχνά αναρωτιόταν τι είχε κάνει στη ζωή του για να αξίζει μια τέτοια τύχη. Όταν της το έλεγε, εκείνη του απαντούσε γελώντας:

-Είσαι ο καλύτερος άνθρωπος στο κόσμο. Αυτό αρκεί. Ο Θεός έστειλε εμένα να σε φροντίζω, όπως φρόντισες εσύ εμένα. Η ζωή είναι δούναι και λαβείν.

Παρά την επιτυχία της η Ζηνοβία, παραχωρούσε συγχρόνως και εξουσία στο γιο τους. Αυτό γινόταν σταδιακά και διακριτικά. Του ανέθετε διάφορες διαπραγματεύσεις και δεν επενέβαινε καθόλου.

-Αν κάνει λάθος, έλεγε, δεν πειράζει. Έτσι θα μάθει. Από τα λάθη του.

Ο Ευάγγελος ήταν έξυπνο παιδί και μάθαινε εύκολα. Το πρόβλημα ήταν ότι προτιμούσε τη διασκέδαση από τη δουλειά. Αυτό ήταν ακόμα ένας λόγος που η Ζηνοβία του ανέθετε πρωτοβουλίες. Ήξερε ότι το αίσθημα ευθύνης θα τον ανάγκαζε να ενεργεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα.

Του μιλούσε συχνά για το φτωχό παρελθόν και των δύο γονιών του και προσπαθούσε να τον κάμει να καταλάβει ότι εύκολα όλα αυτά μπορούν να χαθούν.

-Πρέπει να αγωνίζεσαι του έλεγε. Η ζωή τίποτε δεν μας χαρίζει. Όλα μπορεί να φύγουν μέσα σε μια μέρα. Και εσύ παιδί μου δεν είσαι συνηθισμένος στη φτώχια. Δεν ξέρεις πώς να την διαχειριστείς.

Η επίδραση της Ζηνοβίας στο γιο της, ήταν τέτοια, που τον κρατούσε σε μια ισορροπία και παρά τη ροπή που είχε στη διασκέδαση και στα ξενύχτια, ανταποκρινόταν καλά και στην επιχείρηση.

Το 1906 η Πηνελόπη έφυγε με την οικογένειά της για την Φρανκφούρτη. Ίσως γιατί εκεί είχε δουλειές ο σύζυγός της, ίσως γιατί ήθελαν να την απομακρύνουν από τον Ίωνα Δραγούμη. Ο έρωτάς της όμως για αυτό τον άνθρωπο φούντωνε. Δεν καταλάγιαζε.

Με την Ζηνοβία διατηρούσαν αλληλογραφία και την ενημέρωσε ότι είχε αρχίσει να γράφει και ετοίμαζε ένα βιβλίο με ιστορικό περιεχόμενο για νέους και παιδιά.

-Στόχος μου, έγραφε στη Ζηνοβία είναι να εκπαιδεύσω τα ελληνόπουλα, και ιδιαίτερα αυτά που ζουν στο εξωτερικό, για τη ιστορία της Ελλάδας.

Η Ζηνοβία δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα τα κατάφερνε. Η μόρφωσή της, η ευαισθησία της και η εξαίρετη χρήση της γλώσσας ήταν τα εχέγγυα για την επιτυχία της.

Παρόλο που αυτή η απασχόληση έδινε κάποιο νόημα στη ζωή της, δεν σταματούσε να σκέφτεται τον Ίωνα. Με την Ζηνοβία είχαν αναπτύξει μια τέτοια σχέση που αισθανόταν ότι μπορούσε να της πει οτιδήποτε χωρίς να συναντήσει κριτική ή απαξίωση.

Της έγγραφε σε ένα από τα γράμματά της λοιπόν:

-Το γεγονός ότι επιμένω να κρατώ τη σχέση μας πλατωνική δεν με βοηθά καθόλου. Πολλές γυναίκες τριγυρίζουν τον Ίωνα και σίγουρα αυτός δεν θα αντέξει. Πολλές φορές με έχει πιέσει, αλλά η δύναμη της ανατροφής μου είναι τόσο τεράστια και καταπιεστική που δεν μπορώ να την ξεπεράσω. Πριν λίγες μέρες του έστειλα ένα γράμμα γεμάτο απελπισία. Σου αντιγράφω ένα απόσπασμα:

«…Ξέρω μόνο πως σ” αγαπώ, τ” ακούς, Ίων; σ” αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ” έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω «σ” αγαπώ», μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση, πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει».*

-Και συ φίλη μου θα με θεωρείς τρελή, όμως αυτά τα συναισθήματα με κατακλύζουν κάθε μέρα και μια μου δίνουν δύναμη να ζω, μια με σκοτώνουν…

Η Ζηνοβία πραγματικά τρόμαζε με το δράμα της Πηνελόπης  και προσπαθούσε με λόγια αγάπης και ενθάρρυνσης να της δώσει κουράγιο να αντέξει αυτό το Γολγοθά που περνούσε, μέχρι οι συγκυρίες της ζωής να τοποθετήσουν τα γεγονότα εκεί που η μοίρα τα προορίζει να σταθούν.

Το 1908, μετά τις πληροφορίες που είχε λάβει ο Δημήτριος από το φίλο του, τον τραπεζίτη, Αντώνιο Παπαδόπουλο, ταξίδεψαν και οι δυο για την Κύπρο. Ο Δημήτριος είχε στη βαλίτσα του ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για να καταθέσει στο όνομα της Ζηνοβίας.

Όπως τον είχε  πληροφορήσει ο Αντώνιος Παπαδόπουλος, είχε ιδρυθεί από τον νομικό Ιωάννη Οικονομίδη το 1899, συνεργατικό ταμιευτήριο στη Λευκωσία με το όνομα « Η Λευκωσία». Από τότε είχαν γίνει πολλές κινήσεις για επέκταση του θεσμού και σε άλλες περιοχές. Έτσι σε αυτό το ταξίδι τους θα έπρεπε να επισκεφθούν τη Λευκωσία για να καταθέσουν τα χρήματα, με τη προοπτική σε μερικά χρόνια να ιδρυθεί και συνεργατικό ταμιευτήριο στη Πάφο.

Κανένας από τους δυο δεν είχε επισκεφθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή τη Λευκωσία. Το ταξίδι ήταν επίπονο, γιατί γινόταν με άμαξα που πήραν από τη Λεμεσό. Ο Δημήτριος ταλαιπωρήθηκε πολύ και έτσι αναγκάστηκαν να μείνουν μερικές μέρες στη Λευκωσία μέχρι να συνέλθει. Γνώρισαν προσωπικά τον κύριο Ιωάννη Οικονομίδη και θαύμασαν το όραμά του για δημιουργία τράπεζας στη Κύπρο. Εκείνος είχε εντυπωσιαστεί από το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό που κατέθεσε ο Δημήτριος στο όνομα της γυναίκας του και τους ευχαρίστησε ιδιαίτερα για αυτό.

-Με τέτοιες καταθέσεις θα μπορέσει σύντομα το ίδρυμά μας να προοδεύσει, τους είπε. Πρόθεσή μου είναι σε μερικά χρόνια όλες οι πόλεις και τα χωριά να διαθέτουν συνεργατικά ιδρύματα. Απώτερος σκοπός μου είναι η δημιουργία τράπεζας. Έχω επαφές με τον Άγγλο Αρμοστή και ελπίζω σύντομα να καταφέρω να τον πείσω να εκδώσει σχετικό διάταγμα. Η Κύπρος πρέπει να πάει μπροστά.

Η διαμονή τους στη Λευκωσία έδωσε την ευκαιρία στο Δημήτριο και την Ζηνοβία να γνωρίσουν τη πόλη. Παρά το γεγονός ότι ήταν η πρωτεύουσα της Κύπρου, ήταν μια μικρή πόλη, πολύ μικρότερη από την Αλεξάνδρεια. Εκτείνετο νωχελικά εκεί που άρχιζε ο κάμπος  της Μεσαορίας, περιτριγυρισμένη από στρογγυλά ομοιόμορφα τείχη με έντεκα προμαχώνες, που όπως τους πληροφόρησαν, έκτισαν οι Ενετοί για να την προστατέψουν από τους Μωαμεθανούς. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν συνέβηκε και το 1570 τα τουρκικά στρατεύματα την κατέλαβαν. Η Τουρκική κατοχή της Κύπρου διήρκεσε μέχρι το 1878, που ο σουλτάνος την παραχώρησε στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Όταν επισκέφθηκαν ο Δημήτριος και η Ζηνοβία την πόλη ο πληθυσμός της αποτελείτο από Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους, Λατίνους και Αρμένιους. Μετά την έλευση των Βρετανών είχαν αρχίσει να γίνονται κάποιες βελτιώσεις, να αναβαθμίζονται  οι δρόμοι, να αποξηραίνονται τα έλη και άλλα παρόμοια,  αλλά εξακολουθούσε να είναι μια πολύ φτωχική πόλη.

Παρόλα αυτά, η περιδιάβαση στα δρομάκια της, οι πολλές εκκλησιές της, το Γυναικοπάζαρο, που γινόταν μια φορά τη βδομάδα και όλες οι γυναίκες πουλούσαν εκεί τα προϊόντα τους, άρεσε πολύ και στους δυο τους. Ένοιωθαν πίσω από τα κτήρια τον παλιό αέρα της πόλης, τις δόξες της, το μακρινό παρελθόν της.

Μόλις ξεκουράστηκε ο Δημήτριος πήγαν στο σπίτι τους στη Πάφο, όπου έμειναν μερικές μέρες για να δουν και τη μητέρα της Ζηνοβίας και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια.

Ο Ευάγγελος τα είχε πάει καλά με την επιχείρηση, όσο καιρό έλειπαν οι δυο τους. Συνδύαζε το σχολείο με καθημερινή παρουσία τα απογεύματα στην εργασία.  Ήθελε να τους αποδείξει ότι είναι ικανός και πρέπει να τον υπολογίζουν. Ο Δημήτριος ήταν πολύ περήφανος για το γιο του, η Ζηνοβία όμως είχε τις αμφιβολίες της, αν αυτό διαρκούσε για περισσότερο καιρό, κατά πόσο ο Ευάγγελος θα ανταποκρινόταν. Δεν έδειξε τίποτε όμως. Αντίθετα τον επαίνεσε για την επιτυχία του.

Χάρη στη Ζηνοβία η ζωή στο σπίτι τους περνούσε σχετικά ήρεμα και χωρίς πολλές εκπλήξεις. Η υγεία του Δημητρίου ήταν εύθραυστη αλλά η μεγάλη φροντίδα και υποστήριξη που είχε από τη σύζυγό του, τον διατηρούσαν σε μια σταθερή κατάσταση. Ο ίδιος αισθανόταν τόσο ευτυχισμένος, όσο ποτέ. Σε τόσο μεγάλη ηλικία, ένοιωθε πως βρισκόταν στο κουκούλι αγάπης και περιποίησης στο οποίο ζουν τα παιδιά στη νηπιακή περίοδο της ζωής τους. Είχαν μειώσει τις εξόδους τους και έμεναν βασικά στο σπίτι. Τα βράδια μιλούσαν μεταξύ τους και αυτή η ανταλλαγή απόψεων και συναισθημάτων, έφερνε πιο κοντά τον ένα στον άλλο.

Ο Ευάγγελος είχε σχεδόν φτάσει στην ενηλικίωση. Ήταν δεκαεπτά χρονών και σύντομα θα τελείωνε το σχολείο. Ήταν αρκετά καλός μαθητής και βοηθούσε στην επιχείρηση των γονιών του. Η Ζηνοβία έβλεπε την τάση του για γλέντια και διασκέδαση και προσπαθούσε να τον κρατά σε ισορροπία. Ήταν σημαντικό η επιθυμία του αυτή να έρχεται δεύτερη, να μην αποτελέσει ποτέ το στόχο της ζωής του.

Ο Δημήτριος ήθελε μετά το σχολείο να τον στείλουν στο Λονδίνο για κανένα χρόνο για μεγαλύτερη εξειδίκευση στο εμπόριο. Η Ζηνοβία όμως είχε τις αμφιβολίες της αν αυτό θα ήταν εφικτό. Η φροντίδα του Δημητρίου απαιτούσε να βρίσκεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο σπίτι και έπρεπε ο Ευάγγελος να είναι σε θέση να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην επιχείρηση. Παρά το γεγονός ότι είχαν εξαιρετικούς συνεργάτες, η παρουσία κάποιου μέλους της οικογένειας ήταν απαραίτητη.

Το 1909 η Ζηνοβία έλαβε ένα γράμμα από τη φίλη της Πηνελόπη μαζί με ένα βιβλίο. Το βιβλίο είχε το τίτλο «Για την Πατρίδα» και ήταν το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε η φίλη της. Ήταν ένα ιστορικό μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στη Βυζαντινή εποχή, γύρω στα 995 μΧ, όταν οι Βυζαντινοί πολεμούσαν με τους Βούλγαρους. Ένα μυθιστόρημα ύμνος στον έρωτα και την πατρίδα. Η Ζηνοβία έβλεπε την ερωτευμένη ψυχή της Πηνελόπης που προσπαθούσε να εκφραστεί πίσω από τις γραμμές. Δεν μπορούσες να το διαβάσεις χωρίς να δακρύσεις.

Τα βράδια που κάθονταν με το Δημήτριο του το διάβαζε φωνακτά. Ο Δημήτριος, που ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να διδαχθεί ιστορία μαγευόταν από την γλαφυρή διήγηση της Πηνελόπης και τα γεγονότα που για πρώτη φορά γνώριζε. Ακόμα και ο Ευάγγελος το διάβασε και εύρισκε αυτό το τρόπο άντλησης γνώσεων πολύ πιο ενδιαφέρον από το μάθημα της Ιστορίας στο σχολείο.

Στο γράμμα της η Πηνελόπη, μεταξύ άλλων, έγραφε στην Ζηνοβία:

Αγαπημένη μου φίλη,

Πολύ φοβάμαι ότι θα χάσω τον Ίωνα. Έχει γνωρίσει μια θεατρίνα, τη Μαρίκα Κοτοπούλη και η έλξη του σε αυτή τον έχει απομακρύνει από εμένα.

Βλέπεις εγώ είμαι σαν αέρας που διαπερνά το πνεύμα του και σαγηνεύει τη ψυχή του. Εκείνη είναι σάρκα που διεγείρει όλες τις αισθήσεις του και χορταίνει τις γήινες ανάγκες του. Είμαστε άνθρωποι καμωμένοι από σώμα και ψυχή. Δεν αρκεί να γοητεύεις το πνεύμα. Πρέπει να τρέφεις και το σώμα. Και εγώ δεν μπόρεσα να του προσφέρω αυτή τη τροφή. Και τώρα τον χάνω…

Η Ζηνοβία δυσκολευόταν να απαντήσει στη φίλη της. Ότι και να έλεγε δεν θα μπορούσε να είναι παρηγοριά στο δράμα της. Απλά της έγραψε:

Αγαπημένη μου Πηνελόπη

Οι δυνάμεις που διαφεντεύουν τον κόσμο έβαλαν μεταξύ σας πολλά εμπόδια και φαίνεται ότι κάπου οι δρόμοι σας χωρίζουν. Μην αντιστέκεσαι στη μοίρα. Και μην ξεχνάς πόσα χαρίσματα σου έδωσε η ζωή. Το βιβλίο σου είναι ένα αριστούργημα. Άρεσε και στο Δημήτριο και στον Ευάγγελο. Κλάψαμε όλοι διαβάζοντάς το. Βρες παρηγοριά στο κόσμο της γραφής και να είσαι ευτυχισμένη που έζησες ένα μεγάλο έρωτα. Δεν έχουν πολλοί άνθρωποι αυτή την ευκαιρία στη ζωή τους.

Σε φιλώ

Ζηνοβία

Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε που γνώρισε την Πηνελόπη. Πέντε χρόνια να την βλέπει να παλεύει με αυτό το δίκτυ του έρωτα και να μην μπορεί να καταλήξει κάπου. Σίγουρα θα αποφάσιζε η ζωή για την ίδια. Εκεί που ο άνθρωπος αδυνατεί, η μοίρα αναλαμβάνει δράση.

Πέντε χρόνια που ο Δημήτριος δεν ήταν καλά στην υγεία του. Πέντε χρόνια που φροντίζοντάς τον σύζυγό της, κατάφερε να τον γνωρίσει καλύτερα και να θαυμάσει το μεγαλείο της ψυχής του. Ένας άνθρωπος εξαιρετικός, με καρδιά μικρού παιδιού, που δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να την αφήσει να ωριμάσει. Και τώρα, στα 75 του χρόνια ο Δημήτριος άνοιγε τα φύλλα της ψυχής του. Τώρα που το σώμα του ήταν αδύναμο, το πνεύμα του πετούσε, ρουφούσε τον κόσμο γύρω του και έλαμπε από σοφία.

Η ίδια άραγε πόσα χρόνια ζούσε πια στην Αλεξάνδρεια; Κοντά στα είκοσι. Η πορεία της δικής της ζωής ήταν πέρα για πέρα αναπάντεχη. Ένας άνεμος την είχε σηκώσει από τα βουνά της Πάφου και την είχε εναποθέσει εδώ, στην Αλεξάνδρεια. Ζαλισμένη από τη θύελλα που την κουβάλησε δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Προσαρμόστηκε σε αυτό το καινούργιο κόσμο και τον αγάπησε.

Σίγουρα η ζωή της στο χωριό της θα ήταν άχρωμη και αδιάφορη. Θα ήταν επιλογή της αυτή η πορεία; Δεν γνώριζε. Τα παιδικά της όνειρα ποτέ δεν είχαν τέτοια κατάληξη. Κανένα κορίτσι δεν ονειρεύεται να παντρευτεί ένα ηλικιωμένο άνδρα. Όλες όμως ονειρεύονται να παντρευτούν ένα τόσο υπέροχο άνθρωπο. Και αν το μόνο τίμημα που είχε να πληρώσει ήταν η ηλικία του, χαλάλι. Σίγουρα δεν μετάνιωνε για τη ζωή της. Μια ζωή που ίσως δεν επέλεξε η ίδια, δεν θα την αντάλλασσε όμως ποτέ!

 

 

*απόσπασμα από επιστολή της Πηνελόπης Δέλτα προς τον Ίωνα Δραγούμη με ημερομηνία 27/7/1906, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη

Πηνελόπη Δέλτα

Για την Πατρίδα – Πηνελόπη Δέλτα

 

(Κεφάλαιο 7)

Μελβούρνη – Αυστραλία – Δεκέμβριος 2019 – Απρίλιος 2020

Εκείνα τα Χριστούγεννα πέρασαν πολύ όμορφα για τη Ζήνα. Ίσως να ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής της. Όχι ίσως, σίγουρα. Ήταν ο πάγος που έσπασε με τον Αλέξη και άνοιγε τη προοπτική μιας νέας ζωής και ίσως ενός μεγάλου έρωτα. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό.

Η γριούλα που την υποδέχθηκε όταν έφτασε στο σπίτι του Jacob Papadopoulos, δεν την άφησε λεπτό. Της μιλούσε συνεχώς στα ελληνικά, στην κυπριακή διάλεκτο κατακρίβεια, και της κρατούσε το χέρι. Η Ζήνα σχεδόν δεν καταλάβαινε λέξη. Περίπου συμπέρανε ότι της μιλούσε για το χωριό της στη Κύπρο, Ριζοκάρπασο, το έλεγαν. Εκείνο που την συγκίνησε ήταν ότι για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωσε την έννοια της οικογένειας. Την παρουσία κάποιας που θα μπορούσε να την αποκαλεί «γιαγιά». Αυτός ο κόσμος ήταν άγνωστος για την ίδια. Και ίσως βαθιά μέσα της να τον ποθούσε.

Όταν αργά το βράδυ σηκώθηκαν να φύγουν, μετά που κατανάλωσαν μια απίστευτη ποσότητα φαγητών και γλυκών, αφού το μεσημεριανό γεύμα κατέληξε σε δείπνο, όλοι αγκάλιασαν τη Ζήνα συγκινημένοι. Ήταν για αυτούς η νεράιδα του παραμυθιού, που με το μαγικό της ραβδί μετάτρεψε τα όνειρά τους σε πραγματικότητα.

Μέσα στο αυτοκίνητο, η Ζήνα ήταν σιωπηλή. Όταν μίλησε η φωνή της ήταν σπασμένη:

-Ξέρεις, Αλέξη, πάντοτε είχα μόνο ένα δικό μου άνθρωπο: τον πατέρα μου. Νόμιζα ότι αυτό ήταν αρκετό. Δεν χρειαζόμουν κανένα άλλο. Σήμερα όμως κατάλαβα ότι η ζωή μου ήταν απίστευτα περιορισμένη και ατελής. Εκείνη η γριούλα που μου μιλούσε, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με κοίταζε στα μάτια, κρατούσε το χέρι μου και ήθελε να μοιραστεί τις αναμνήσεις της μαζί μου. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Όμως κατανοούσα τι ήθελε να πει. Και αυτό είναι πολύτιμο. Κατά πάσα πιθανότητα αυτοί που το έχουν δεν ξέρουν να το εκτιμήσουν, όπως συμβαίνει με όλα όσα έχουμε στη ζωή.

-Έχεις δίκαιο. Εγώ μεγάλωσα σε παρόμοιο οικογενειακό περιβάλλον και ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι ήταν κάτι σημαντικό. Μέσα από τα δικά σου μάτια όμως, μπορώ για πρώτη φορά να το εκτιμήσω.

-Θα προσπαθήσω περισσότερο με την ελληνική γλώσσα. Πρέπει να διαβάσω εκείνες τις επιστολές. Πρέπει να βρω τις ρίζες μου!

-Μην ανησυχείς. Θα σε βοηθήσω και εγώ σ’ αυτό.

-Ευχαριστώ Αλέξη. Δέχομαι τη βοήθειά σου όσον αφορά τη μάθηση της γλώσσας. Αλλά τις επιστολές πρέπει να τις διαβάσω μόνη μου. Είχε δίκαιο ο πατέρας μου. Είναι οικογενειακή υπόθεση.

Όταν έφτασαν στο σπίτι της Ζήνας, κόντευε μεσάνυκτα. Η Ζήνα κάλεσε τον Αλέξη στο διαμέρισμά της και εκείνος έμεινε εκεί όλο το βράδυ. Ήταν η πρώτη τους βραδιά μαζί.

-Αυτά τα Χριστούγεννα ξεκινώ μια νέα ζωή, σκέφτηκε η Ζήνα. Όλα φαίνονται διαφορετικά. Θα είναι άραγε στη πραγματικότητα διαφορετικά ή η δύναμη της ρουτίνας θα τα κάνει ένα από τα ίδια; Ο χρόνος θα δείξει…

Πέρασαν έτσι μερικές μέρες και όλα φαίνονταν να κυλούν ομαλά. Ήταν και οι δύο τόσο ερωτευμένοι που δεν πρόσεχαν και ιδιαίτερα τι γινόταν γύρω τους. Πέρασαν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς μαζί, κυκλοφορώντας στο κέντρο της πόλης, παρακολουθώντας μαζί  με το πλήθος τα πυροτεχνήματα, που έμοιαζε να ξεφυτρώνουν από τις οροφές των ουρανοξυστών και να εκρήγνυνται ολόφωτα, γεμίζοντας με χρώματα το σκοτεινό ουρανό.

-Θα μπορούσαμε να τα δούμε και από το διαμέρισμά μου, είπε η Ζήνα, όμως αυτή η ανάμειξη με το πλήθος μου δίνει τόση χαρά! Αυτές οι κραυγές ενθουσιασμού, με κάνουν να τους αγαπώ όλους!

-Θεέ μου τι λέω! Πρόσθεσε. Αυτή που μιλά δεν είμαι εγώ. Είναι κάποια άλλη!

-Εσύ είσαι, της είπε ο Αλέξης. Εσύ, και είσαι ευτυχισμένη.

Και τη φίλησε.

Ναι, όντως η Ζήνα ήταν ευτυχισμένη. Ένιωθε πλήρης. Σάμπως και η καρδιά της δεν μπορούσε να χωρέσει άλλη χαρά.

-Ζήτω το 2020, φώναξε. Ένας αριθμός τόσο ομοιόμορφος και σταθερός. Τι να μας επιφυλάσσει, άραγε;

-Τα καλύτερα! Της απάντησε ο Αλέξης.

Ο Ιανουάριος πέρασε όλος σε αυτή την ονειρική κατάσταση. Η Ζήνα μελετούσε την ελληνική γλώσσα, ο Αλέξης δίδασκε την ελληνική γλώσσα σε ενήλικες και κανένα σύννεφο δεν φαινόταν στον ουρανό της ευτυχίας τους.

Μέχρι που σε κάποια στιγμή δεν μπόρεσαν να αγνοήσουν τις ειδήσεις που ξαπλώνονταν με ταχύτητα φωτός στην υφήλιο. Στην πόλη Ουχάν στη Κίνα, από το Δεκέμβριο του 2019, ξεκίνησε μια επιδημία, που ονομάστηκε Covid -19. Η επιδημία αυτή, κάλπαζε και, δυστυχώς, πολλά από τα κρούσματα πέθαιναν ή αρρώσταιναν πολύ βαριά. Ο φόβος μιας πανδημίας ήταν ορατός.

Η κυβέρνηση της Αυστραλίας είχε αρχίσει να παίρνει μέτρα, αρχικά με ταξιδιωτικούς περιορισμούς για τους ταξιδιώτες από τη Κίνα, αλλά σιγά -σιγά οι περιορισμοί αυξάνονταν για πολλές άλλες χώρες, όπως Ιταλία, Κορέα κλπ.

Μέχρι το τέλος Μαρτίου όλη η  υφήλιος βρισκόταν σε πανικό. Έβλεπαν στους δέκτες των τηλεοράσεων, την Ιταλία να μην μπορεί να διαχειριστεί τους ασθενείς και τους νεκρούς της. Δεν υπήρχαν αρκετοί αναπνευστήρες για όλους και έτσι οι γιατροί έπρεπε να παίρνουν την μακάβρια απόφαση σε ποιο να παρέχουν οξυγόνο και ποιο να αφήσουν να πεθάνει. Ένα δίλημμα που ήταν μπροστά τους καθημερινά.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, που άργησαν να πάρουν μέτρα, εκσκαφείς άνοιγαν ομαδικούς τάφους σε πάρκα και έθαβαν τους αμέτρητους νεκρούς, που πέθαιναν μόνοι, ανώνυμοι, χωρίς κηδεία. Το θέαμα ήταν φρικτό.

Ευτυχώς στην Αυστραλία η κατάσταση ήταν διαχειρίσιμη. Η κυβέρνηση είχε πάρει έγκαιρα περιοριστικά μέτρα και τα κρούσματα και οι νεκροί ήταν σε μικρότερους αριθμούς.

Ο Απρίλιος βρήκε όλη την υφήλιο σε καραντίνα. Οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, απαγορεύονταν οι επισκέψεις, οι συναθροίσεις, ακόμα και η παρουσία στην εργασία, όπου δεν ήταν απαραίτητο. Είχε εγκαινιαστεί παντού η τηλεργασία και οι μόνες επιχειρήσεις που λειτουργούσαν  ήταν τα καταστήματα τροφίμων και τα φαρμακεία. Ακόμα και οι διαγνώσεις από  γιατρό, γίνονταν με τηλεφωνική συνέντευξη. Για πρώτη φορά η ανθρωπότητα κλείστηκε σύσσωμη στα σπίτια της.

Το Πάσχα των καθολικών στις 12 Απριλίου του 2020, βρήκε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, νεκρές και άδειες. Όλοι βρίσκονταν σε καραντίνα. Συγκινητική ήταν η προσευχή που τραγούδησε ο τενόρος Αντρέα Μποτσέλι, στις 13 Απριλίου αρχικά στον άδειο καθεδρικό του Ντουόμο και στη συνέχεια στην άδεια πλατεία στο κέντρο του Μιλάνου. Του Μιλάνου, που πριν λίγες μέρες ήταν από τις πιο πολυσύχναστες πόλεις στο κόσμο. Μια προσευχή, που ήθελε να δώσει κουράγιο στην ανθρωπότητα, που είχε γονατίσει μπροστά στην πανδημία.

Το Πάσχα των Ορθοδόξων ήταν στις 19 Απριλίου. Μια από τα ίδια. Όπως έμαθε ο Αλέξης από τους δικούς του στην Κύπρο, όλοι βρίσκονταν σε καραντίνα. Κανείς δεν μπορούσε να επισκεφθεί κανένα. Όσοι ήταν οικογένεια και ζούσαν στο ίδιο σπίτι, μπορούσαν τουλάχιστον να γιορτάσουν μαζί. Όσοι ήταν μόνοι, θα έπρεπε να παραμείνουν μόνοι. Το τηλέφωνο ήταν η μοναδική επικοινωνία. Το μεγάλο Σάββατο το βράδυ, οι εκκλησίες λειτούργησαν άδειες από πιστούς. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, οι άνθρωποι βγήκαν στα μπαλκόνια και τις βεράντες τους, με αναμμένα κεριά στα χέρια για να ευχηθούν ο ένας στον άλλο, «Χριστός Ανέστη», έστω και από μακριά.

Ο Αλέξης πρόλαβε, πριν απαγορευθεί η εντελώς η κυκλοφορία, να μετακομίσει  στο διαμέρισμα της Ζήνας. Έτσι τουλάχιστον θα μπορούσαν να είναι και οι δυο μαζί. Παρακολουθούσαν κατάπληκτοι αυτό που συνέβαινε. Μια ανθρωπότητα που μέχρι πριν λίγο έτρεχε να προφτάσει τον ίδιο τον εαυτό της, ξαφνικά σταμάτησε να κινείται. Μόνο η γη εξακολουθούσε να γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές έγιναν οι ήρωες της εποχής. Οι κυβερνήσεις συνεχώς εξάγγελλαν τρόπους ενίσχυσης των επιχειρήσεων που έπαψαν πλέον να λειτουργούν. Μέχρι πότε όμως;

Η ρήση «ουδέν κακό αμιγώς καλού» λειτούργησε και σε αυτή τη περίπτωση. Προς μεγάλη χαρά της Ζήνας αυτή η συρρίκνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας, έφερε και ένα καλό: Μειώθηκαν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος στην ατμόσφαιρα. Για πρώτη φορά!

Παρόλα αυτά, όπως όλοι άλλωστε,  προσπάθησαν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και να την αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο. Ο Αλέξης συνέχιζε τα μαθήματά του διαδικτυακά και η Ζήνα μελετούσε συνεχώς την ελληνική γλώσσα. Με τον Αλέξη δίπλα της να λύνει τις απορίες της, όλα ήταν πιο εύκολα. Ταξινομούσε συχνά τις επιστολές και τους τίτλους ιδιοκτησίας που της άφησε ο πατέρας της, προσπαθώντας να κατανοήσει, να σχηματίσει μια εικόνα για το παρελθόν της οικογένειάς της.

-Θα πρέπει να στείλεις τους τίτλους ιδιοκτησίας στο δικηγόρο σου, της είπε μια μέρα ο Αλέξης. Η διαδικασία, αυτή η ιδιοκτησία να περιέλθει στη κατοχή σου, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας στη Κύπρο και την Αλεξάνδρεια. Σίγουρα θα πρέπει να συνεργαστεί και με ανάλογα γραφεία στη Κύπρο και στην Αλεξάνδρεια. Δώσε του οδηγίες να ξεκινήσει τώρα που όλα βρίσκονται σε τέλμα. Έτσι θα έχει περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί μαζί τους.

Η Ζήνα συμφώνησε και αφού σάρωσε όλα τα έγγραφα, τα έστειλε ηλεκτρονικά στο δικηγόρο της με την οδηγία να ερευνήσει με ποιο τρόπο η περιουσία αυτή θα μπορούσε να έρθει στη κατοχή της. Θα έπρεπε για όσα ήταν γραμμένα στα Αραβικά να εξασφαλίσει μια πιστοποιημένη μετάφραση. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας της Κύπρου ήταν στα αγγλικά, γιατί τότε η Κύπρος ήταν αποικία των Βρετανών.

Ήξερε όμως ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε τώρα να διαβάσει τις επιστολές. Σίγουρα θα χρειαζόταν στοιχεία ταυτοποίησης και μέσα από αυτές, ίσως να μπορούσε να στοιχειοθετήσει το γεγονός ότι ήταν η μοναδική κληρονόμος.

Έτσι μια μέρα πήρε το θάρρος και άνοιξε την επιστολή που ο πατέρας της έγραψε στην ίδια. Ρωτώντας τον Αλέξη για να επιβεβαιώσει τη σημασία μερικών λέξεων και φράσεων, άρχισε να διαβάζει:

Αγαπημένη μου Ζήνα

Αν διαβάζεις αυτή την επιστολή σημαίνει ότι έχουν συμβεί δύο πράγματα. Πρώτο ότι εγώ έχω φύγει από τη ζωή και δεύτερο ότι έμαθες ελληνικά. Ελπίζω, αυτά να είναι τα δεδομένα και να μην έχεις δώσει τις επιστολές για μετάφραση.

-Πόσο με ξέρεις πατέρα, σκέφτηκε η Ζήνα. Αν δεν συναντούσα τον Αλέξη, σίγουρα αυτό θα έκανα.

Ποτέ δεν είχες την υπομονή ή τη διάθεση να ακούσεις για την ιστορία της οικογένειάς μας. Για να είμαι ειλικρινής ούτε και εγώ είχα ενδιαφερθεί ποτέ μου για το παρελθόν. Ο πυρετός της επιχείρησης που είχαμε στην Αλεξάνδρεια και ο αγώνας μου να δημιουργηθώ επαγγελματικά στην Αυστραλία, με απασχολούσαν πλήρως και δεν πίστευα ότι άξιζε καθόλου το παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια όμως, άρχισα να διαβάζω τα γράμματα που ήταν στο κουτί που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου.

Κατάλαβα τότε ότι μέσα μου κουβαλούσα, τον παππού Δημήτριο, τη γιαγιά Ζηνοβία, μα πάνω απ’ όλα ήμουν εκτελεστής των παρακαταθηκών που άφησαν.

Η γιαγιά Ζηνοβία μερικά χρόνια, μετά το θάνατο του παππού Δημητρίου, είχε φύγει από την Αλεξάνδρεια και ζούσε στη Πάφο, στη Κύπρο. Από την αλληλογραφία μεταξύ της γιαγιάς και του πατέρα μου είναι φανερό ότι δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά, πριν από το θάνατό της.  Όταν θα διαβάσεις η ίδια τα γράμματα θα καταλάβεις ότι η Ζηνοβία είχε κάποιο μυστικό που ήθελε να το πει στο γιο της Ευάγγελο αλλά δεν πρόλαβε. Φαίνεται ότι είχε γράψει αυτό το μυστικό κάπου, αλλά ο πατέρας μου δεν το βρήκε ποτέ.

Θα μου πεις έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τότε και αν δεν το βρήκε ο παππούς σου, εσύ πώς θα το βρεις; Το ίδιο θα έλεγα και εγώ αν ήμουν στην ηλικία σου. Όμως τα χρόνια που πέρασαν και οι εμπειρίες που έζησα, με έκαναν να καταλάβω ότι οι κύκλοι της ζωής δεν κλείνουν συνήθως μέσα στην ίδια γενεά, αλλά μπορεί να διατηρηθούν ημιτελείς για πολλές γενεές. Θεωρώ, Ζήνα μου, ότι εναπόκειται σε σένα να κλείσεις το κύκλο της ζωής της γιαγιάς  Ζηνοβίας. Μιας γυναίκας με ισχυρή προσωπικότητα και δύναμη θέλησης. Σε αυτό μοιάζετε πολύ!

Εγώ, Ζήνα μου, δεν επισκέφθηκα ποτέ ούτε τη Πάφο ούτε τη Κύπρο ούτε γνώρισα την γιαγιά Ζηνοβία. Διαβάζοντας τα γράμματα όμως, κατάλαβα ότι ήταν η πιο σπουδαία γυναίκα που επηρέασε τη ζωή μου. Είναι η σειρά σου να την ανακαλύψεις.

Εδώ θα ήθελα να σου πω και μερικά λόγια για τους γονείς μου. Ο πατέρας μου, ο Ευάγγελος ήταν ένας πολύ ωραίος άνδρας εμφανισιακά. Ήταν ψηλός, ξανθός, με αθλητικό σώμα και ασκούσε απαράμιλλη γοητεία στις γυναίκες. Στα νιάτα του υπήρξε καρδιοκατακτητής. Όταν παντρεύτηκε όμως τη μητέρα μου, στα 40 του χρόνια, έγινε υπόδειγμα συζύγου.

Η μητέρα μου, η Αντιγόνη, δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, ήταν όμως αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε «πολύ καλή γυναίκα, πολύ καλή σύζυγος και μητέρα». Μετά τις τόσες κατακτήσεις του, ο πατέρας μου, επέλεξε αυτή τη γυναίκα για σύζυγο, γιατί συγκέντρωνε όλες τις χάρες που θα του εξασφάλιζαν μια ήρεμη και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.

Δυστυχώς και οι δύο γονείς μου σκοτώθηκαν σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1951 καθώς πήγαιναν από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο. Εγώ ήμουν τότε μόλις 20 χρονών και έπρεπε να αναλάβω εξ ολοκλήρου την οικογενειακή επιχείρηση. Αυτό δεν κράτησε για πολύ. Με την εθνικιστική επανάσταση του 1952 στην Αίγυπτο, σύντομα η επιχείρησή μας κρατικοποιήθηκε και εγώ έφυγα για την Αυστραλία.

Επειδή ξέρω την αγάπη που έχεις για τη δουλειά σου, δεν θα ήθελα να θεωρήσεις αυτό το καθήκον ότι θα σε αποσπάσει από το έργο σου. Εμπίπτει απόλυτα στο ρόλο του δημοσιογράφου να λύνει μυστήρια και πόσο μάλλον όταν αυτά τα μυστήρια συνθέτουν την ίδια τη ζωή του.

Στο κουτί με τα γράμματα υπάρχουν και οι τίτλοι ιδιοκτησίας. Αφορούν το σπίτι στη πόλη της Πάφου και κάποια μικρά τεμάχια γης στο χωριό Στατός από όπου καταγόταν η γιαγιά. Παρόλο που έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τότε, θεωρώ ότι δεν μπορούν να χαθούν. Όσον αφορά τους τίτλους ιδιοκτησίας της Αλεξάνδρειας, δεν νομίζω ότι αξίζει το κόπο να ψάξεις. Εκτός από την επιχείρησή μας, που την εθνικοποίησε το Αιγυπτιακό Κράτος, τα υπόλοιπα τα πούλησα όταν έφυγα για την Αυστραλία. Δεν νομίζω να υπάρχει κάποια περιουσία στην Αλεξάνδρεια. Όμως εσύ θα κρίνεις πώς θα διαχειριστείς την κατάσταση εκεί.

Ανάμεσα στα αραβικά έγγραφα υπάρχουν και τα πιστοποιητικά γέννησης του πατέρα μου και εμένα καθώς και άλλα έγγραφα, που αποδεικνύουν ότι είμαστε οι μοναδικοί απόγονοι και κληρονόμοι των Δημητρίου και Ζηνοβίας Βασιλόπουλου. Πιστεύω ότι αυτά θα σε βοηθήσουν στην αναζήτησή σου. Είμαι βέβαιος ότι θα ξέρεις πώς να τα αξιοποιήσεις. Ο δικηγόρος μας, John Peterson, μπορεί σίγουρα να σε βοηθήσει με τις νομικές διαδικασίες.

Τελειώνοντας αγαπημένη μου Ζήνα, θα ήθελα να σου εξομολογηθώ ότι υπήρξες ότι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου, και αν άξιζε κάτι η πορεία μου σε αυτή τη γη, ήταν γιατί μπόρεσα να γεννήσω εσένα. Σκέψου το σοβαρά να αφήσεις και εσύ παιδιά πίσω σου, έστω και αν είσαι ταξιδιώτισσα της ζωής, σαν την μητέρα σου. Σκέψου το ακόμα να ψάξεις για τη μητέρα σου. Η μισή ύπαρξή σου προέρχεται από εκείνη.

Ξέρεις σίγουρα ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που σου μιλώ. Δεν ξέρω τι υπάρχει μετά θάνατο. Αλλά ότι και αν υπάρχει, εγώ θα είμαι στο πλάι σου, στην αιωνιότητα.

Σε αγάπησα και θα σ’ αγαπώ για πάντα.

Ο πατέρας σου

Δημήτριος Ε. Βασιλόπουλος

Τα δάκρυα της Ζήνας έτρεχαν ασταμάτητα. Ούτε προσπάθησε να τα σταματήσει. Ήταν σαν να καθάριζαν τη ψυχή της. Ήταν σαν δώρο ευγνωμοσύνης στο πατέρα της. Αυτόν το πατέρα που της χάρισε τόσα και ακόμα της χαρίζει.

Είχε πάρει τη απόφασή της. Θα αφιέρωνε όσο χρόνο χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την τελευταία επιθυμία του πατέρα της, που είχε γίνει πια και δικός της στόχος, αν όχι εμμονή.

Οι συνθήκες της ζωής τώρα με την πανδημία φαίνονταν ιδανικές, από τη μια να μάθει την ελληνική γλώσσα και από την άλλη να μελετήσει τρόπους προσέγγισης της αναζήτησής της.

Σηκώθηκε αποφασιστικά. Κοίταξε έξω από το μπαλκόνι της το ποταμό Γιάρρα που έρεε σιωπηλά και σταθερά. Αυτό το ποτάμι πάντοτε της έδινε δύναμη.

-Γιαγιά Ζηνοβία, έρχομαι. Και κανείς δεν θα μπορέσει να με σταματήσει!

 

Συναυλία Μποτσέλι

 

(Κεφάλαιο 8)

Αλεξάνδρεια 1911 – 1912

Η Ζηνοβία, ζούσε πλέον αφοσιωμένη στο σύζυγο και στο γιο της. Χωρίς κοσμικότητες στα σαλόνια της Αλεξάνδρειας, όμως ήταν ευτυχισμένη. Παρά το γεγονός ότι είχε απολαύσει τα πρώτα χρόνια της διαβίωσής της την αίγλη της ελληνικής παροικίας, δεν την ένοιαζε που έκλεισε την πόρτα πίσω της. Η θαλπωρή του σπιτιού της και η συντροφιά του συζύγου της, της ήταν αρκετά.

Ο Ευάγγελος είχε αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου την επιχείρηση, αλλά η Ζηνοβία ήταν διακριτικά στο πλευρό του. Υπήρχαν διάφορα θέματα που την ανησυχούσαν. Το πρώτο ήταν η αχαλίνωτη ανάγκη του Ευάγγελου για διασκέδαση. Μαγευόταν και ο ίδιος από την γοητεία του και τις επιτυχίες που είχε με τις γυναίκες. Όλες τον ήθελαν, με όλες φλέρταρε αλλά με καμία δεν δεσμευόταν, παρά τις παραινέσεις της Ζηνοβίας.

Όμως αυτό δεν ήταν το βασικό πρόβλημα της Ζηνοβίας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον κρατούσε σε μια ισορροπία σε σχέση με αυτή του την αδυναμία. Είχε και τον Δημήτριο που της έλεγε:

-Μην ανησυχείς, νέο παιδί είναι. Άσε τον να χαρεί. Ας χαρεί και για μας που δεν χαρήκαμε τα νιάτα μας. Οι αρχές που του φύτεψες στη ψυχή θα λειτουργήσουν όταν παραστεί ανάγκη.

Κάτι άλλο την βασάνιζε. Κάτι πολύ πιο ευαίσθητο και λεπτό. Ο Ευάγγελος από τα παιδικά του χρόνια, είχε γνωρίσει ένα μικρό Αιγύπτιο, Χακίμ τον έλεγαν, με τον οποίο έκανε παρέα. Το παιδί αυτό ήταν μόνο του στη ζωή, έτσι έδειχνε τουλάχιστον, και ο Ευάγγελος τον είχε πάρει υπό την προστασία του. Του χάριζε τα ρούχα του, του χάριζε παιχνίδια, ο Δημήτριος του πλήρωσε και πήγε στο αραβικό σχολείο για να μορφωθεί. Όμως η Ζηνοβία έβλεπε στο βλέμμα του κάτι που την τρόμαζε. Πίσω από το πλατύ του χαμόγελο, είχε σκοτάδι.

Μια μέρα που συζητούσε το θέμα με τον Δημήτριο, του είπε:

-Μην νομίζεις ότι ανησυχώ γιατί είναι Άραβας. Κάθε άλλο. Οι καλύτεροί μας υπάλληλοι είναι Άραβες. Δεν έχει σημασία ποια είναι η φυλή του καθενός. Αυτός έχει σκοτάδι στο βλέμμα του. Κάτι με τρομάζει. Δεν ξέρω ακριβώς τι, αλλά θα μάθω.

Ο Χακίμ ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι τους. Ο Ευάγγελος τον είχε σαν αδελφό του. Του έδινε τα πάντα. Μια μέρα που ο Ευάγγελος έλειπε, η Ζηνοβία είδε τον Χακίμ να καταφθάνει και να μπαίνει από την πόρτα της κουζίνας. Πήγε να τον συναντήσει για να του πει ότι λείπει ο φίλος του, αλλά σταμάτησε. Ο Χακίμ προχωρούσε με επιφύλαξη κοιτάζοντας να μην τον βλέπει κανείς. Μπήκε στο δωμάτιο του Ευάγγελου, άνοιξε το ερμάρι του πήρε από μέσα μερικά ρούχα, το ρολόι που του είχαν χαρίσει στα γενέθλιά του, τα έκρυψε κάτω από την κελεμπία του και γλίστρησε αθόρυβα από την πόρτα της κουζίνας. Κανείς άλλος δεν τον είχε δει. Η Ζηνοβία πήρε ένα σάλι, τυλίχτηκε, κρύβοντας το πρόσωπό της, και τον ακολούθησε.

Ο Χακίμ προχωρούσε στα στενά αραβικά δρομάκια της Αλεξάνδρειας και η Ζηνοβία πίσω του. Έφθασαν σε κάτι γειτονίες που η ίδια δεν είχε πάει ποτέ. Ο Χακίμ κατέβηκε σε ένα υπόγειο και άρχισε να μιλά στα αραβικά με κάποιο. Η Ζηνοβία, με τα λίγα αραβικά που ήξερε κατάλαβε ότι διαπραγματευόταν την τιμή. Φαίνεται ότι δεν συμφωνούσαν γιατί φώναζαν και οι δύο. Η Ζηνοβία παρέμεινε στο δρόμο και περίμενε να δει τι θα γινόταν.

Σε κάποια στιγμή, ο Χακίμ βγήκε από το υπόγειο, κρατώντας ακόμα τα ρούχα στα χέρια του. Μόλις αντίκρυσε τη Ζηνοβία, έβγαλε μια κραυγή, πέταξε τα ρούχα κάτω και άρχισε να τρέχει. Μαζεύτηκαν κάμποσοι περαστικοί και ο κλεπταποδόχος βγήκε από το υπόγειό του. Η Ζηνοβία τρόμαξε γιατί όλοι φώναζαν και η ίδια δεν καταλάβαινε τι έλεγαν. Παρόλα αυτά, μάζεψε τα ρούχα, τους κατακεραύνωσε με το βλέμμα της και έφυγε.

Όταν έφτασε στο σπίτι ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Μόλις εξήγησε στον Δημήτριο τι είχε συμβεί, εκείνος λίγο έλειψε να πάθει καρδιακή προσβολή.

-Ξέρεις που πήγες; Της είπε, για πρώτη φορά στη ζωή του, θυμωμένος. Όλος ο υπόκοσμος της Αλεξάνδρειας βρίσκεται εκεί. Κάθε μέρα γίνονται φόνοι και μαχαιρώματα. Είναι θαύμα που γύρισες ζωντανή! Και αυτό για μερικά ρούχα.

-Δεν είναι η αξία των ρούχων, του απάντησε. Είναι η ποιότητα του ανθρώπου με τον οποίο ο γιος μας κάνει παρέα. Ο Ευάγγελος τον έχει σαν αδελφό!

Το βράδυ που επέστρεψε ο Ευάγγελος και του είπαν την ιστορία, εκείνος δεν φάνηκε να παραξενεύεται ιδιαίτερα.

-Δεν είναι η πρώτη φορά, τους είπε. Είχε συμβεί και άλλες φορές. Το κατάλαβα γιατί έχασα πολλά από τα πράγματά μου. Δεν ήθελα όμως να το πιστέψω. Έλεγα, μπορεί να είναι κάποιος από τους υπηρέτες.

-Γιατί δεν μας μίλησες, τον ρώτησε ο Δημήτριος.

-Ίσως, γιατί κατά βάθος ήξερα ποιος το έκανε. Και είναι ένας παιδικός φίλος που αγαπώ. Φοβάμαι ότι παίζει χαρτιά. Μου ζήτησε μερικές φορές και χρήματα. Όμως δεν είχα τόσα πολλά που ήθελε. Και βρήκε αυτό τον τρόπο. Ησυχάστε. Δεν νομίζω να ξανάρθει.

Όμως ο Δημήτριος και η Ζηνοβία δεν ησύχασαν. Ούτε κοιμήθηκαν καθόλου εκείνο το βράδυ, ούτε και τα βράδια που ακολούθησαν. Αποφάσισαν να είναι προσεκτικοί και συμβούλευαν συνεχώς τον Ευάγγελο να μην εμπιστευτεί ποτέ ξανά τον Χακίμ, και πάντοτε να είναι επιφυλακτικός με όλους. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει στη καρδιά του ο καθένας.

-Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά, έλεγε η μητέρα μου, του είπε η Ζηνοβία. Και σε αυτή τη περίπτωση ταιριάζει γάντι.

Τους μήνες που ακολούθησαν η υγεία του Δημήτριου άρχισε να επιδεινώνεται. Ίσως να έπαιξε το ρόλο της και η τρομάρα που πήρε με την περιπέτεια της Ζηνοβίας. Κανείς δεν ξέρει. Επικεντρώθηκαν και οι τρεις σε αυτό και ξέχασαν τον Χακίμ. Εξάλλου δεν ξαναφάνηκε. Καλού κακού πάντως άλλαξαν όλες τις κλειδαριές και έδωσαν οδηγίες στους υπηρέτες να μην αφήνουν κανένα να μπαίνει στο σπίτι χωρίς την άδειά τους.

Η αλληλογραφία της Ζηνοβίας με την Πηνελόπη συνεχιζόταν. Η φίλη της εξακολουθούσε  να γράφει και σύντομα της έστειλε το δεύτερο βιβλίο της, «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» και το 1911 το «Παραμύθι χωρίς όνομα». Ο Ίων Δραγούμης ήταν πια ζευγάρι με την Μαρίκα Κοτοπούλη και στη καρδιά της Πηνελόπης έμεινε η πίκρα ενός έρωτα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μέσα από τους μυθιστορηματικούς της ήρωες, έβλεπες αυτό τον ερωτικό πόνο να πλανάται και να μην βρίσκει δικαίωση.

Όμως δεν ήταν αυτό το κύριο μήνυμά τους. Οι ιστορικές λεπτομέρειες που περιγράφονταν μέσα από την πλοκή, παρείχαν στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει την ελληνική ιστορία και για την Ζηνοβία αυτά ήταν μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Μέσα από τα μάτια της φίλης της ταυτίστηκε με ένα ένδοξο ιστορικό παρελθόν και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Η Πηνελόπη είχε γαλουχηθεί μέσα στα αυτό το πλαίσιο και η Ζηνοβία ακολουθούσε εκστατική τα διδάγματα της φίλης της.

Το 1912 ήταν μοιραίος χρόνος για την Ζηνοβία και την οικογένειά της. Ο Δημήτριος έφυγε ήρεμα και αθόρυβα όπως έζησε, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η Ζηνοβία ήταν στο πλάι του και του κρατούσε το χέρι, μέχρι την τελευταία του πνοή. Χαμογελούσε ευτυχισμένος, γιατί παρόλο που έζησε για πολλά χρόνια στη μοναξιά, από τότε που παντρεύτηκε γνώρισε τόση αγάπη και στοργή, που πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν την ευτυχία να εμπειραθούν στη ζωή τους.

Στην κηδεία του παρευρέθηκε σχεδόν όλη η ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας. Ο Δημήτριος ήταν πολύ αγαπητός και έχαιρε σεβασμού από όλους. Παρόλο που ο θάνατός του ήταν αναμενόμενος, η Ζηνοβία ένοιωσε απίστευτη μοναξιά και εγκατάλειψη όταν τον έχασε. Από τα δεκαέξι της χρόνια αυτός ο άνθρωπος την είχε κάτω από τις φτερούγες του, της χάρισε τα πάντα, όσα δεν είχε ποτέ ονειρευτεί στο χωριό της και στα άθλια παιδικά της χρόνια.

Η ίδια ήταν μόλις τριανταοκτώ χρονών, πολύ ωραία ακόμα και δυναμική. Θα μπορούσε να ξαναπαντρευτεί, εξάλλου ο Δημήτριος της το πρότεινε πολλές φορές. Όμως δεν την ενδιέφερε ο γάμος. Ένοιωθε πως πήρε το μερίδιο της στη ζωή και ότι της χρωστούσε η μοίρα σε αυτό το κεφάλαιο, της το έδωσε. Ήθελε να προχωρήσει με άλλο τρόπο. Μια μέρα που συζητούσαν το θέμα με το Δημήτριο του είχε πει:

-Σε σχέση με τον γάμο και τον έρωτα, έχω ζήσει ότι ήθελα να ζήσω. Έχω πάρει τόσα πολλά από σένα και το μόνο που θα ήθελα είναι να προσφέρω. Αυτός πιστεύω είναι ο ρόλος μου τώρα πια.

-Τι εννοείς; Της είπε ο Δημήτριος.

-Όταν με παντρεύτηκες Δημήτριε, ήμουν απλά μια κοπελίτσα που δεν ήξερε απολύτως τίποτε για τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος σήμερα. Το μεγαλύτερο ταξίδι που είχα κάμει στη ζωή μου ήταν μέχρι το Κτήμα, όταν με φιλοξένησε ο θείος Ονούφριος, τότε που με είδες για πρώτη φορά εσύ. Πολλά κορίτσια στο τόπο μου ζουν με αυτό το τρόπο και ακόμα χειρότερα. Δεν έχουν όνειρα, δεν ξέρουν ότι θα μπορούσαν να εργαστούν, δεν ξέρουν ότι έχουν ικανότητες.

-Το μεγαλύτερο καλό που μου συνέβηκε όταν ήρθα εδώ, ήταν ότι ανακάλυψα ποια ήμουν και ποια θέση θα μπορούσα να διεκδικήσω σε αυτό το κόσμο. Δεν ήξερα, Δημήτριε, ότι υπάρχει θέση για μένα στο κόσμο! Και σχεδόν όλα τα κορίτσια στη Κύπρο δεν το γνωρίζουν.

-Θα ήθελα να ζήσεις όσο θα ζήσω εγώ. Όποιες και αν είναι οι συνθήκες εγώ είμαι απόλυτα ευτυχισμένη μαζί σου. Δεν με νοιάζουν τα πλούτη, δεν με νοιάζει η κοσμική ζωή, φτάνει να μπορούμε να μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας και να προσπαθούμε να κατανοήσουμε το κόσμο γύρω μας. Αυτό είναι για μένα ευτυχία.

-Όμως αν φύγεις πριν από εμένα, εγώ θα πάω στη Κύπρο και θα προσπαθήσω να μάθω τις γυναίκες του τόπου μου ότι έχουν δικαιώματα στη ζωή. Μου έχεις αφήσει ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό, το οποίο έτσι σκοπεύω να διαθέσω. Θα βεβαιωθώ πρώτα ότι ο γιος μας έχει σταθεί στα πόδια του και μετά θα φύγω. Είμαι βέβαιη ότι έχω πολλά να κάμω εκεί.

Ο Δημήτριος την κοίταξε με θαυμασμό. Δεν ήξερε τι να πει για αυτή τη γυναίκα.

-Μην νομίζεις ότι και οι γυναίκες που γεννήθηκαν στην Αλεξάνδρεια – και αναφέρομαι στις Ελληνίδες γυναίκες – γνωρίζουν τη θέση τους στο κόσμο. Απλά είναι πιο μορφωμένες και έχουν καλύτερους τρόπους. Ακόμα και η φίλη σου η Πηνελόπη δεν τόλμησε ποτέ να αντιταχθεί στην οικογένειά της. Ούτε η μόρφωση, ούτε η εξυπνάδα, ούτε ο δυναμισμός της κατάφεραν να νικήσουν το κατεστημένο.

-Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, Ζηνοβία μου, αλλά στην Ευρώπη υπάρχει, σήμερα, ένα κίνημα για να δοθεί ψήφος στις γυναίκες. Αυτή τη στιγμή που μιλούμε οι γυναίκες διαδηλώνουν, βασανίζονται, φυλακίζονται για το δικαίωμα της γυναίκας να αποκτήσει ψήφο. Τις λένε σουφραζέτες. Μήπως είσαι και εσύ μια σουφραζέτα; Της είπε χαμογελώντας.

-Όχι, Δημήτριέ μου, δεν ξέρω ποιες είναι αυτές. Ούτε στοχεύω σε τόσο μεγάλα πράγματα. Απλά θέλω να πω στις κοπέλες του τόπου μου ότι έχουν δικαιώματα στη ζωή. Ότι έχουν ικανότητες. Και αν κάποιες πιο δυνατές από εμένα καταφέρουν να αλλάξουν τον κόσμο και να αποκτήσουν οι γυναίκες το δικαίωμα να ψηφίζουν, μπράβο τους! Καιρός ήταν!

-Δεν θα σου επαναλάβω για ακόμα μια φορά, Ζηνοβία μου, πόσο πολύ ευτυχισμένος είμαι μαζί σου και πόσο θα ήθελα και εγώ να ζήσουμε για πάντα μαζί, γιατί το ξέρω: το βιολογικό ρολόι μου σε λίγο θα σταματήσει να κτυπά. Είναι καλό να είμαστε ρεαλιστές και να παραδεχόμαστε την αλήθεια. Είσαι ένας άνθρωπος μοναδικός και όπου και κι αν είσαι και ότι κι αν κάνεις, θα φέρεις ευτυχία. Μακάριοι θα είναι εκείνοι που θα ζήσουν δίπλα σου, είπε με ένα αναστεναγμό.

Τα θυμόταν όλα αυτά η Ζηνοβία και δάκρυζε τα βράδια που έμενε μόνη. Τα πρωϊνά πήγαινε στο εργοστάσιο με το γιο της. Αυτό ήταν μεγάλη παρηγοριά για την ίδια. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε άνθρωπο που συναντούσε έβλεπε το Δημήτριο και την επίδραση που είχε η παρουσία του παντού. Σε όλους τους χώρους και σε όλους τους συνεργάτες του. Η ίδια ενεργούσε με τρόπο που πίστευε ότι θα έκανε υπερήφανο το Δημήτριο και θα τον δικαίωνε. Κάθε απόφασή της είχε ένα και μοναδικό στόχο: να συνεχίσει με επιτυχία το έργο του συζύγου της. Και να δώσει αυτό το μήνυμα στο γιο της.

Η πολύχρονη απομάκρυνση της ίδιας και του Δημήτριου από την επιχείρηση είχε αφήσει τα σημάδια της. Τώρα, που ήταν καθημερινά παρούσα, είχε τη δυνατότητα να διακρίνει ότι πολλά πράγματα λειτουργούσαν πια αυτόματα και θα μπορούσε σε λίγο να καταρρεύσουν, αν δεν έβαζε κάποιος τάξη. Η δυναμική της προσωπικότητα πήρε τα ηνία και άφησε κάποιους επίδοξους σφετεριστές με άδεια χέρια. Συγχρόνως νουθετούσε τον Ευάγγελο και του εξηγούσε πώς διάφοροι επιτήδειοι, είτε συνεργάτες, είτε ανταγωνιστές προσπαθούσαν να τους διαβρώσουν.

Ο Ευάγγελος είχε μείνει με το στόμα ανοικτό με την διορατικότητα και εξυπνάδα της μητέρας του. Ένοιωσε ότι κορόιδευαν όλοι αυτοί τον ίδιο και πως αποδείχθηκε για ακόμα μια φορά, αφελής και εύπιστος. Προσπαθούσε να μάθει, αλλά συγχρόνως επαναπαυόταν στην ασφάλεια που του παρείχε η παρουσία της μητέρας του. Και αυτό ανησυχούσε τη Ζηνοβία.

-Γιε μου, εγώ θα φύγω, του έλεγε συχνά. Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το νόημα πίσω από τα λόγια, προπάντων τα ωραία λόγια. Πρέπει να μην κοιτάζεις μόνο το χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων, αλλά και το βλέμμα τους. Είναι δύσκολο να έχουν καθάριο βλέμμα οι δόλιοι.

Ο Ευάγγελος προσπαθούσε, αλλά του άρεσαν και τα γλέντια και οι γλεντζέδες φίλοι του. Και σίγουρα αυτοί δεν ανήκαν στη κατηγορία των εργατικών και έντιμων ανθρώπων.

Από την άλλη, παρουσιάστηκε στο προσκήνιο μία νέα κατηγορία «φίλων». Ήταν οι επίδοξοι εραστές της ωραίας και πλούσιας χήρας. Η Ζηνοβία ήθελε να τους πετάξει στα μούτρα ότι η περιουσία δεν ήταν δική της αλλά του Ευάγγελου, όμως συγκρατήθηκε. Ο γιος της δεν ήταν καθόλου έτοιμος να διαχειριστεί όλα αυτά τα κοράκια που θα πολιορκούσαν τον ίδιο για να βάλουν χέρι στην επιχείρησή τους. Έτσι τους άφηνε στη πλάνη τους. Και τους χόρευε στο ταψί, μέχρι που κουράστηκαν και έφυγαν.

Έτσι περνούσε τα βράδια της η Ζηνοβία, μόνη στο σαλόνι, να κουβεντιάζει νοερά με τον Δημήτριο. Του εξιστορούσε τα καθημερινά της προβλήματα και άκουγε μέσα στο μυαλό της τη φωνή του να της απαντά. Μπορεί να φαίνεται μακάβριο, όμως αυτή η φανταστική συνομιλία την ανακούφιζε και τη βοηθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Η «άλλη» φωνή, ήταν η φωνή της λογικής και του μέτρου. Με αυτό το τρόπο η Ζηνοβία διατηρούσε τη δύναμή της και την ευθυκρισία της. Ο Δημήτριος ήταν στο πλάι της τούτες τις δύσκολες ώρες και ήταν βέβαιη ότι θα ήταν στο πλάι της για πάντα. Ο αγαπημένος αυτός φύλακας άγγελος στη ζωή της, δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ!

 

 

(Κεφάλαιο 9)

Μελβούρνη – Αυστραλία – Μάιος – Σεπτέμβριος  2020

Η καραντίνα σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχιζόταν και τους μήνες που ακολούθησαν. Το να συνηθίσεις τον εγκλεισμό δεν είναι εύκολο για κανένα άνθρωπο. Στην αρχή όλοι το είδαν σαν μια ευκαιρία να ξεκουραστούν, όσο περνούσε ο καιρός όμως η επιθυμία να κυκλοφορήσουν, να είναι ελεύθεροι και πάλι, άρχισε να τους γίνεται εμμονή. Ήταν η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα ζούσε τέτοια εμπειρία.

Σε διεθνές επίπεδο οι φαρμακευτικές εταιρείες συναγωνίζονταν η μια την άλλη ποια θα κατασκευάσει πρώτη το εμβόλιο που θα απέτρεπε την μετάδοση του ιού και την βαριά νοσηλεία. Παράλληλα έγινε υποχρεωτικό όλοι να φορούν μάσκα, να χρησιμοποιούν αντισηπτικά και να τηρούν αποστάσεις δύο μέτρων, στις περιορισμένες φορές που κυκλοφορούσαν για να προμηθευτούν τρόφιμα ή φάρμακα. Οι αγκαλιές τα φιλιά, ακόμα και οι χειραψίες είχαν απαγορευθεί. Ένας επιπρόσθετος λόγος που επιτρεπόταν η κυκλοφορία ήταν για να βγάλουν βόλτα το κατοικίδιό τους, είτε για προσωπική άσκηση. Για όσους παραβίαζαν τους κανονισμούς υπήρχαν τσουχτερά πρόστιμα. Όταν τα κρούσματα μειώνονταν οι απαγορεύσεις χαλάρωναν, αλλά με τη πρώτη αύξηση κρουσμάτων, ξεκινούσαν και πάλι. Όσοι έρχονταν από το εξωτερικό θα έπρεπε να μπαίνουν σε υποχρεωτική καραντίνα σε ξενοδοχεία για μία ή δύο εβδομάδες ανάλογα με τη χώρα.

Η Ζήνα και ο Αλέξης, ζώντας την αρχή του έρωτα τους, και έχοντας και οι δυο τις ασχολίες τους, το περνούσαν σχεδόν ανώδυνα. Είχαν ο ένας τον άλλο – τουλάχιστον πρόλαβαν να είναι μαζί – είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα και να μάθουν ο ένας για το παρελθόν του άλλου. Παράλληλα η Ζήνα μελετούσε την ελληνική γλώσσα και ήταν ενθουσιασμένη με την πρόοδο που έκανε. Ο Αλέξης συνέχιζε διαδικτυακά τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε ενήλικες, είχαν και οι δύο τους στόχους τους και δεν ήταν αδρανείς.

Την περίοδο αυτή, η Ζήνα γνώρισε την οικογένεια του Αλέξη γιατί είχαν συχνά διαδικτυακή επικοινωνία, μέσω skype.Ήταν πολύ ευχάριστοι άνθρωποι και απολάμβανε την κουβέντα μαζί τους. Φυσικά όλα τα θέματα περιστρέφονταν γύρω από την καραντίνα, τις ανησυχίες του κόσμου, αλλά και τα ευτράπελα της κατάστασης.

Η Ζήνα γέλασε πάρα πολύ όταν της διηγήθηκαν μία ιστορία για κάποιο νεαρό που κυκλοφορούσε με τη μοτοσυκλέτα του, ενώ απαγορευόταν η κυκλοφορία. Όταν τον σταμάτησε η αστυνομία, δικαιολογήθηκε λέγοντας:

-Βγάζω βόλτα το κατοικίδιό μου!

-Και πού είναι το κατοικίδιο σου; Τον ρώτησε ο αστυνομικός

-Εδώ δεν το βλέπεις;

Και τους έδειξε μία γυάλα με ένα ψάρι που κουβαλούσε πάνω στη μοτοσυκλέτα του!

Ήταν απίστευτες οι δικαιολογίες που εύρισκαν οι άνθρωποι για να κυκλοφορήσουν και να ξεγελάσουν την αστυνομία. Εξίσου απίστευτες, όσο η πρωτόγνωρη κατάσταση που επικρατούσε.

Σε αυτές τις συνδιαλέξεις προσπάθησαν στην αρχή να μιλούν στα ελληνικά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο για τη Ζήνα να παρακολουθήσει. Μιλούσαν γρήγορα και στην κυπριακή διάλεκτο, γεγονός που το καθιστούσε σχεδόν αδύνατο για κείνη να κατανοήσει τι λεγόταν. Έτσι το γύριζαν στα αγγλικά και κάποτε μισά – μισά, αλλά πάντως επικοινωνούσαν. Το περίεργο ήταν ότι η Ζήνα επιζητούσε αυτή την επαφή περισσότερο από τον Αλέξη. Ήταν για αυτή ένας νέος κόσμος, πολύ ενδιαφέρων.

Ανάμεσα στους συγγενείς του Αλέξη που είχε γνωρίσει σε αυτές τις συνομιλίες, ήταν και η Ελένη. Η Ελένη ήταν ξαδέλφη του Αλέξη, αρχιτέκτονας, γύρω στα 35 -38, που ζούσε μόνη της. Έτσι επιζητούσε και η ίδια την επαφή με άλλους ανθρώπους, σε αυτές τις ιδιόρρυθμες συνθήκες. Ήταν μια λεπτή κοπέλα με κοντά μαύρα μαλλιά και σπινθηροβόλα μάτια. Έμοιαζε περισσότερο με αγοροκόριτσο και η Ζήνα την συμπάθησε αμέσως μόλις την γνώρισε.

Συνομιλούσαν συχνά και η Ζήνα ένοιωσε ότι θα μπορούσε να την εμπιστευτεί. Της μίλησε για την οικογένειά της και το γράμμα που της άφησε ο πατέρας της. Η Ελένη της πρότεινε να της στείλει τους τίτλους ιδιοκτησίας και όταν θα επιτρεπόταν η διακίνηση θα πήγαινε στη Πάφο για να δει τα τεμάχια και να της στείλει και σχετικές φωτογραφίες. Η Ζήνα δεν δίστασε καθόλου. Της διαβίβασε τα σκαναρισμένα έγγραφα, που είχε δώσει στο δικηγόρο της και περίμενε.

Παράλληλα επικοινωνούσε συχνά και με το δικηγόρο της, ο οποίος την διαβεβαίωνε ότι προχωρούσαν καλά. Είχε ήδη αναθέσει σε ένα δικηγορικό γραφείο στη Πάφο την υπόθεση, το οποίο ανάλογα με την εξέλιξη των περιορισμών στην λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, θα την διεκπεραίωνε, μεταβιβάζοντας την περιουσία στη Κύπρο στο όνομά της. Τα έγγραφα στα αραβικά είχαν μεταφραστεί και πιστοποιηθεί από την πρεσβεία της Αιγύπτου στην Μελβούρνη. Ο πατέρας της είχε δίκαιο. Ανάμεσά τους ήταν τα πιστοποιητικά γεννήσεως του παππού και του πατέρα της, καθώς και μια βεβαίωση ότι ο παππούς της ήταν ο μόνος κληρονόμος των Δημητρίου και Ζηνοβίας Βασιλοπούλου. Άλλη βεβαίωση αφορούσε τον πατέρα της και ότι ήταν το μοναδικό παιδί των Ευάγγελου και Αντιγόνης Βασιλοπούλου. Όλα ήταν σε τάξη.

-Ο δρόμος έχει ανοίξει, σκεφτόταν η Ζήνα. Μοιάζει πολύ εύκολη υπόθεση. Ας δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

Ο δικός της ρόλος τώρα ήταν να διαβάσει το γράμμα που άφησε ο παππούς της, Ευάγγελος, στο πατέρα της. Ήταν ένα πολύ μακροσκελές κείμενο που φαινόταν ότι γράφτηκε σε διάφορες χρονικές στιγμές, ανάλογα με την επιθυμία του Ευάγγελου να μιλήσει στο γιο του.

Η ανάγνωση των επιστολών δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τη Ζήνα. Χρησιμοποιούσε λεξικά, ρωτούσε τον Αλέξη, έπαιρνε σημειώσεις, τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε για να είναι σίγουρη ότι κατανοούσε το κείμενο. Όμως έβλεπε το όλο εγχείρημα σαν πρόκληση, γεγονός που της έδινε την κινητήρια δύναμη και τον ενθουσιασμό να προχωρεί.

-Δεν έχω δει άνθρωπο με μεγαλύτερη έφεση στη μάθηση της ελληνικής γλώσσας, την πείραζε ο Αλέξης. Έχεις μάθει περισσότερα σε μερικούς μήνες από ότι έχουν μάθει όλοι μαζί οι μαθητές μου σε δύο χρόνια!

-Οι μαθητές σου μαθαίνουν τη γλώσσα για το κέφι τους. Εγώ τη μαθαίνω για να γνωρίσω τον εαυτό και την οικογένειά μου, του απαντούσε.

Έτσι λοιπόν άρχισε να διαβάζει και αυτό το κείμενο, όπως ένας εξερευνητής που μπαίνει σε μια σκοτεινή σπηλιά και δεν ξέρει τι θα συναντήσει, μα αυτό είναι που τον σαγηνεύει.

Έγραφε λοιπόν ο παππούς Ευάγγελος:

22 Αυγούστου 1937

Αγαπημένο μου παιδί, Δημήτριε,

Σήμερα έκλεισες τα έξι σου χρόνια. Νοιώθω βαθιά συγκίνηση που μεγάλωσες τόσο και που κατάφερα, μετά την τόσο άστατη και επιπόλαια ζωή μου, να αφήσω έστω και ένα απόγονο.

Είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις αυτά που θα ήθελα να σου πω και για αυτό τα γράφω. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα ή όταν εσύ μεγαλώσεις θα ενδιαφέρεσαι να μάθεις την ιστορία της οικογένειας και τη δική μου πορεία στη ζωή. Εγώ στη νιότη μου δεν θα ενδιαφερόμουν. Ένα γραπτό κείμενο όμως μένει και κάποιος μπορεί να το διαβάσει όταν είναι έτοιμος να το εκτιμήσει.

Οι γονείς μου, Δημήτριος και Ζηνοβία Βασιλοπούλου δεν κατάγονταν από την Αλεξάνδρεια αλλά από την Κύπρο. Ο πατέρας μου από τη Λεμεσό και η μητέρα μου από ένα χωριό της Πάφου, που λέγεται Στατός. Ο πατέρας μου είχε ορφανέψει από μικρός και στα δέκα του περίπου μπήκε σε ένα καράβι και έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Εδώ δούλεψε με ένα μεγαλέμπορα βαμβακιού τον Αιμίλιο Βασιλόπουλο, ο οποίος του άφησε την περιουσία και το όνομά του. Βλέπεις το «Βασιλόπουλος» δεν είναι το πραγματικό όνομα της οικογένειάς μας. Κανείς δεν ξέρει ποιο ήταν το επίθετο του πατέρα μου.

Η μητέρα μου, Ζηνοβία, ήταν πολύ φτωχή και ορφανή από πατέρα. Για αυτό φαίνεται δέχθηκε να παντρευτεί τον πατέρα μου που ήταν σαράντα χρόνια μεγαλύτερός της. Παρά τη διαφορά ηλικίας όμως ήταν το πιο αγαπημένο ζευγάρι που γνώρισα στη ζωή μου.  Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δεμένοι ήταν!

Ο πατέρας μου, Δημήτριος, ήταν εξαιρετικά καλός και τρυφερός άνθρωπος. Ποτέ δεν μου χαλούσε χατίρι και αυτό πολλές φορές εκνεύριζε τη μητέρα μου. Ήμουν βλέπεις μοναχοπαίδι και μου είχε απίστευτη αδυναμία. Ίσως να ήθελε να δώσει σε μένα όσα στερήθηκε εκείνος. Ποιος ξέρει; Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Κοντά του ένοιωθα τόση ασφάλεια και μια ευτυχία που νόμιζα δεν θα τελείωνε ποτέ.

Η μητέρα μου ήταν πολύ πιο αυστηρή και συχνά είχαμε τις συγκρούσεις μας. Όσο μου έκανε τα χατίρια ο πατέρας, τόσο αυτή ήθελε να μου επιβάλει πειθαρχία και τάξη. Τώρα πια, ξέρω ότι είχε δίκαιο. Μα τότε, θύμωνα πολύ μαζί της. Ερχόμασταν συχνά σε σύγκρουση και παρόλο που κατάφερνε με τον τρόπο της να ομαλοποιήσει την κατάσταση στο τέλος, εγώ ήμουνα επιφυλακτικός μαζί της, καλού, κακού. Το μεγάλο επίτευγμα της μητέρας μου όμως ήταν ότι, παρόλο που ήταν ένα αμόρφωτο κορίτσι από ένα χωριό της Πάφου, κατάφερε να μορφωθεί και να διοικεί μαζί με τον πατέρα μου την επιχείρησή μας. Ήταν φαινόμενο για την εποχή εκείνη.

Υπήρξα λοιπόν, ένα καλοαναθρεμμένο παιδί με όλα τα καλά του κόσμου στα πόδια του. Μεγάλωσα και μορφώθηκα σε μια πόλη που το ελληνικό στοιχείο μεγαλουργούσε. Ήμουνα όμορφος νέος, πλούσιος, μορφωμένος και όλες οι ωραίες Ελληνίδες, γυναίκες της Αλεξάνδρειας ήταν στα πόδια μου. Ποτέ μου όμως δεν εκμεταλλεύτηκα καμιά τους. Φλέρταρα με όλες, αλλά μέχρι εκεί. Η Ζηνοβία μου κρατούσε σφιχτά τα λουριά. Ήταν κέρβερος σε αυτό το θέμα. Μου άρεσε όμως να διασκεδάζω, να έχω πολλούς φίλους, να βγαίνω έξω και να ξενυχτώ. Η δουλειά στην επιχείρηση ήταν για μένα κάπως βαρετή, όμως ένοιωθα την υποχρέωση να συμβάλω. Δεν καταλάβαινα όμως, για πολλά χρόνια, ότι ήταν και ευθύνη μου.

Ανάμεσα στους φίλους που είχα, ήταν και ένας Άραβας που λεγόταν Χακίμ. Ο Χακίμ έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου και θα πρέπει να σου μιλήσω για αυτόν. Τον γνώρισα όταν ήμασταν παιδιά. Εγώ είχα όλα τα καλά του κόσμου και αυτός ήταν ένα φτωχό παιδί, που δεν είχε τίποτε δικό του. Γίναμε φίλοι και εγώ του χάριζα τα ρούχα μου, τα παιχνίδια μου, τον έπαιρνα συχνά στο σπίτι για φαγητό και ο πατέρας μου, του πλήρωσε και πήγε στο αραβικό σχολείο. Δεν ξέρω αν είχε οικογένεια. Ποτέ δεν με πήρε στο σπίτι του ή τελοσπάντων εκεί που ζούσε. Η δική μου οικογένεια όμως του χάρισε τόσα πολλά, όσα ελάχιστα παιδιά Αράβων είχαν τότε.

Είχα αντιληφθεί από τότε, που ήμασταν παιδιά, ότι πολλές φορές πουλούσε τα παιχνίδια που του έδινα για να πάρει χρήματα. Εμένα δεν με ένοιαζε. Είχα πολλά. Το θεωρούσα φυσιολογικό. Ο Χακίμ ήταν για μένα αυτός από τους φίλους μου που με έπαιρνε στα καταγώγια μαζί του, αυτός μου γνώρισε τον αγοραίο έρωτα και προσπάθησε να με εμπλέξει στον κόσμο του τζόγου. Εδώ όμως απέτυχε. Η Ζηνοβία μου είχε εμφυτεύσει τέτοιες αρχές που σε μερικά θέματα μπορούσα να αντισταθώ. Όλα αυτά φυσικά δεν τα γνώριζαν οι γονείς μου, παρόλο που η μητέρα μου ήταν καχύποπτη.

Όταν ο πατέρας μου αρρώστησε και η μητέρα μου έμενε σχεδόν μόνιμα μαζί του, το βάρος της επιχείρησης έπεσε πάνω μου. Τότε ο Χακίμ με παρότρυνε πολλές φορές να πάρω χρήματα από αυτά της εταιρείας για να διασκεδάσουμε παρέα. Ομολογώ ότι μερικές φορές το είχε σχεδόν καταφέρει, όμως γνώριζα ότι η Ζηνοβία παρακολουθούσε τα οικονομικά της εταιρείας και θα το καταλάβαινε. Έτσι συγκρατήθηκα.

Εκείνη την εποχή, είχα αρχίσει να χάνω μερικά από τα ρούχα μου και αντικείμενα αξίας από το δωμάτιό μου. Υποψιάστηκα τον Χακίμ, αλλά δεν είπα τίποτε. Μέχρι που μια μέρα τον είδε η μητέρα μου και τον ακολουθήσε. Όταν ο  Χακίμ κατάλαβε ότι το σχέδιο του αποκαλύφθηκε,  εξαφανίστηκε. Ο Χακίμ, παρόλα τα ελαττώματά του, σεβόταν πολύ τη μητέρα μου.

Το 1912, ο πατέρας μου έσβησε ήρεμος και ευτυχισμένος στην αγκαλιά της μητέρας μου. Εγώ πόνεσα βαθιά για το θάνατό του. Τότε κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα. Ένα μεγάλο κενό γέμισε τον κόσμο μου και δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω στη ζωή, χωρίς την σιωπηλή υποστήριξή του.

Η μητέρα μου, παρά τη μεγάλη της θλίψη, ανέλαβε δυναμικά τη διοίκηση της επιχείρησης. Διόρθωσε τα λάθη και τις παραλήψεις μου, όταν εγώ διεύθυνα την εταιρεία, αλλά προσπαθούσε συγχρόνως να με καταρτίσει ώστε να είμαι σε θέση να τα αναλάβω όλα μόνος μου. Η ίδια εξάλλου ήθελε να φύγει, για να ζήσει στη Κύπρο.

Δυστυχώς, γιε μου, δεν κατάλαβα ποτέ την αγωνία αυτής της γυναίκας να μου δώσει τα μέγιστα εφόδια για να διαχειρίζομαι τη ζωή μου σωστά. Από τη μια δυσανασχετούσα μαζί της και από την άλλη βασιζόμουν στο γεγονός ότι όλα θα πήγαιναν καλά με την παρουσία της. Πήγαινα στην επιχείρηση κάθε μέρα, και τα βράδια διασκέδαζα με τους φίλους μου. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ ότι από τη μια μέρα στην άλλη όλα θα μπορούσαν να καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι.

Το 1916, η μητέρα μου πήρε ένα τηλεγράφημα από το θείο της Ονούφριο, ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και αν ήθελε να την προλάβει ζωντανή θα έπρεπε να φύγει για την Κύπρο. Τότε είδα για πρώτη φορά στα μάτια της την αγωνία. Φοβόταν να φύγει και να με αφήσει μόνο μου, αλλά ήξερε ότι θα έπρεπε να πάει στη Κύπρο. Και γνώριζε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ποτέ δεν θα γύριζε πίσω.

Έκλαιγε πολύ φεύγοντας. Ποτέ δεν την είχα δει να κλαίει τόσο. Ούτε στη κηδεία του πατέρα μου. Φοβόταν για μένα. Εγώ την καθησύχαζα ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι ήμουν σε θέση να χειριστώ τη ζωή μου και ότι θα επικοινωνούσαμε.

Τα αισθήματά μου όταν μπήκε στο καράβι ήταν ανάμεικτα. Από τη μια ένας αέρας ελευθερίας γέμισε τον κόσμο μου, από την άλλη φοβόμουν. Η μητέρα μου ήταν αυτή που έλυνε όλα μου τα προβλήματα. Θα τα κατάφερνα άραγε χωρίς αυτή;

Ενώ βρισκόμουν σε αυτή τη παραζάλη συναισθημάτων και αμφιβολιών, εμφανίστηκε ξανά στη ζωή μου ο Χακίμ. Ένα βράδυ, σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα που σύχναζα, τον είδα. Στην αρχή ήταν επιφυλακτικός αλλά βλέποντας εμένα να είμαι φιλικός και να μην αναφέρω καθόλου το επεισόδιο εκείνο με τη μητέρα μου, ξεθάρρεψε. Και αυτή ήταν μια κομβική στιγμή στη ζωή μου, γιε μου.

-Θα αφήσεις τη μελέτη, να πάμε να περπατήσουμε, την διέκοψε ο Αλέξης. Σε λίγο θα αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν θα προλάβουμε.

-Με έκοψες πάνω στο καλύτερο, αλλά δεν πειράζει. Έχω ήδη κουραστεί αρκετά.

Φόρεσαν τις μάσκες τους και βγήκαν στο δρόμο. Ελάχιστοι άνθρωποι περπατούσαν, όλοι φορώντας τις μάσκες τους και κρατώντας αποστάσεις. Η υφήλιος ζούσε κάτω από την απειλή της θανατηφόρας πανδημίας.

Η Μελβούρνη θεωρείται η πόλη των ανέμων. Τώρα, Ιούνιο μήνα, αρχές του χειμώνα ένας τσουχτερός αέρας φυσούσε και τους πάγωσε. Οι εναλλαγές στη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της μέρας είναι συχνές και έτσι τώρα, παρά το γεγονός ότι όλη τη μέρα ο καιρός ήταν ήπιος, είχε κρύο. Περπατούσαν κατά μήκος του ποταμού Γιάρρα γρήγορα, για να ζεσταθούν.

-Πρώτη φορά στη ζωή μου αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλο δώρο είναι να μπορείς να περπατάς ελεύθερα, είπε η Ζήνα. Πράγματα που ήταν δεδομένα μέχρι χθες, τώρα είναι είδος πολυτελείας. Ποιος θα το πίστευε πριν μερικούς μήνες;

-Η ζωή είναι γεμάτη ανατροπές, το λέμε συχνά, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνουμε τι σημαίνει. Αυτή η πανδημία μας άλλαξε τα φώτα. Ελπίζω σύντομα να βρεθούν τα εμβόλια, για να μπορέσουμε να κυκλοφορήσουμε ελεύθερα και να πάρουμε τις ζωές μας πίσω.

Συνέχισαν να περπατούν σιωπηλά, νοιώθοντας τον κρύο αέρα στο πρόσωπό τους. Η Ζήνα κοίταξε τα σύννεφα στον ουρανό που ταξίδευαν με ταχύτητα, έρμαια στους δυνατούς ανέμους. Το ποτάμι ήταν ασυνήθιστα σιωπηλό και άδειο. Μια πόλη, μια μεγαλούπολη, νεκρή, υποκλινόμενη μπροστά σε ένα αόρατο ιό, που με την παρουσία του γονάτισε την υφήλιο.

-Όπως φυσά ο άνεμος και παρασέρνει τα σύννεφα, ας φυσήξει και ο αέρας που θα διώξει αυτή την πανδημία, ευχήθηκε μεγαλόφωνα η Ζήνα.

-Να χαίρεσαι που δεν είναι πόλεμος, της είπε ο Αλέξης. Το μεγαλύτερο από τα κακά που μαστίζουν την ανθρωπότητα, είναι ο πόλεμος. Και καλύτερα να μην τον γνωρίσεις ποτέ! Τώρα οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διαχειριστούν την κατάσταση. Σε ένα πόλεμο, υπάρχει το χάος και το χειρότερο, όλα τα ποταπά της ανθρώπινης φύσης βγαίνουν στην επιφάνεια. Οι άνθρωποι γίνονται κατώτεροι από τα ζώα!

-Καλύτερα να μην γνωρίσεις ποτέ τον πόλεμο!

Η Ζήνα τον κοίταξε, κάπως έκπληκτη για αυτό το ξέσπασμα. Ο Αλέξης δεν είχε βιώσει τον πόλεμο, αλλά οι δικοί του ήταν πρόσφυγες και σίγουρα θα του είχαν μιλήσει για αυτό. Του έσφιξε το χέρι και του είπε τρυφερά:

-Ώρα να γυρίσουμε πίσω. Τελείωσε ο χρόνος της σωματικής μας άσκησης. Να είσαι σίγουρος ότι κανείς δεν θέλει να ζήσει ένα πόλεμο.

-Υπάρχουν και αυτοί που προκαλούν τους πολέμους, της απάντησε. Και να ξέρεις: ποτέ οι λόγοι τους οποίους επικαλούνται δεν είναι οι πραγματικοί. Δεν υπάρχουν πόλεμοι δικαιολογημένοι. Όλα γίνονται για την δύναμη και εξουσία των λίγων. Ποτέ, για την ευτυχία των πολλών!

Συνέχισαν να προχωρούν προς το σπίτι σιωπηλοί. Η Ζήνα είδε απέναντι της ένα άλλο ζευγάρι να περπατά με τα πρόσωπα σκεπασμένα με μάσκες.

-Ποιος θα το πίστευε ότι θα ζούσαμε ποτέ στον αστερισμό της μάσκας! Είπε, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Έχουμε όμως, Αλέξη μου, ο ένας τον άλλο. Και αυτό είναι ευτυχία! Ας την χαρούμε όσο υπάρχει. Οι άνεμοι που φυσούν μπορεί να την σκορπίσουν. Ας ζήσουμε το τώρα!

 

 

(Κεφάλαιο 10)

Αλεξάνδρεια – Κύπρος 1913 – 1916

Η Ζηνοβία περνούσε τις μέρες της στην επιχείρηση και τα βράδια στο σπίτι της. Δεν υπήρχαν εκπλήξεις στην καθημερινότητα της. Υπήρχαν μόνο ανησυχίες για την επιπολαιότητα με την οποία ο Ευάγγελος αντιμετώπιζε την επιχείρησή τους. Δεν ήταν ότι δεν προσπαθούσε να μάθει. Προσπαθούσε. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή δεν ήταν η προτεραιότητα της ζωής του. Και αυτό γέμιζε με ανασφάλεια τη Ζηνοβία.

Πίστευε ότι ο γάμος θα τον βοηθούσε να συμμαζευτεί, αλλά ο Ευάγγελος δεν είχε τέτοιες προθέσεις.

-Είμαι καλά όπως είμαι, της έλεγε. Είμαι πολύ νέος ακόμα. Γιατί να δεσμευτώ; Εξάλλου δεν αγαπώ καμιά κοπέλα. Όταν αγαπήσω θα παντρευτώ.

Η Ζηνοβία φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει εύκολα. Δεν κοίταζε τις κοπέλες σε βάθος. Τις έβλεπε σαν τρόπαια. Και δυστυχώς μάτωνε πολλές καρδιές με την επιπολαιότητά του. Ανάμεσα στα κορίτσια που τον έβλεπαν ερωτικά ήταν και μία, που η Ζηνοβία συμπαθούσε ιδιαιτέρως. Την έλεγαν Αντιγόνη. Ήταν μικρούλα και ορφανή από πατέρα. Δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα όμορφη, ούτε ιδιαίτερα πλούσια. Θύμιζε στην Ζηνοβία την ίδια στο χωριό της. Η Αντιγόνη φυσικά, ήταν πολύ πιο μορφωμένη και καλλιεργημένη από την εκείνη τότε. Είχε μια αγνότητα και μια ποιότητα που η Ζηνοβία ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να κάνει το γιο της ευτυχισμένο. Όμως δεν μπορούσε να πείσει τον Ευάγγελο. Έτσι περίμενε…

Το 1913 επέστρεψε και η φίλη της η Πηνελόπη Δέλτα στην Αλεξάνδρεια. Ήταν ανακούφιση για την Ζηνοβία να μοιράζεται τις σκέψεις της μαζί της. Από τότε που έχασε τον Δημήτριο, δεν είχε κανένα με τον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει από καρδιάς.  Φυσικά της ανέφερε τις ανησυχίες της για τον Ευάγγελο. Δεν την παραξένεψε καθόλου η αντίδραση της Πηνελόπης. Ήξερε ότι αυτό ήταν το σωστό.

-Όσο καιρό είσαι εδώ και σηκώνεις τα βάρη της ζωής του, ο Ευάγγελος δεν θα ωριμάσει της είχε πει.

Και είχε απόλυτο δίκαιο. Η Ζηνοβία το καταλάβαινε. Όμως δεν έπαιρνε την απόφαση να απομακρυνθεί. Προσπαθούσε να του δημιουργήσει τις συνθήκες που δεν θα του άφηναν περιθώρια να αποτύχει και μετά να φύγει.

Ο Δημήτριος, από την αρχή που ανέλαβε μόνος του την επιχείρηση, είχε ακολουθήσει μία αλάνθαστη πολιτική, που τους καθιστούσε την πιο αξιόπιστη επιχείρηση εξαγωγής βαμβακιού στην Αλεξάνδρεια. Και η Ζηνοβία πορευόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Αντίθετα με τους άλλους εμπόρους βαμβακιού, που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τους Αιγύπτιους καλλιεργητές και προμηθευτές, η δική τους επιχείρηση είχε ως αρχή να είναι δίκαια απέναντί τους και να τους αμείβει ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι καλλιεργητές να τους προτιμούν και έτσι είχαν πάντοτε το καλύτερο βαμβάκι για εξαγωγή. Με τον ίδιο τρόπο, είχαν ως μόνιμους  πελάτες τα καλύτερα εργοστάσια στην Αγγλία και την Γαλλία. Αυτός ήταν ένα βασικός λόγος που η επιχείρηση ήταν σταθερά μια από τις πιο προσοδοφόρες στην Αλεξάνδρεια.

Για να πετυχαίνουν αυτό το στόχο είχαν στη δούλεψή τους Αιγυπτίους που ήξεραν καλά τη γλώσσα και μπορούσαν να διαπραγματεύονται με τους καλλιεργητές. Επιπρόσθετα ήταν σε θέση να εντοπίσουν τυχόν πονηρούς ντόπιους που ήθελαν να τους γελάσουν και να τους πουλήσουν σκάρτο προϊόν.

Με τη σειρά τους άμειβαν τους Αιγυπτίους υπαλλήλους τους πλουσιοπάροχα και τους είχαν σαν μέλη της οικογένειάς τους. Αυτή η σχέση και η εμπιστοσύνη δημιουργούσε συνθήκες αφοσίωσης εκ μέρους των υπαλλήλων αυτών, που βασικά προέρχονταν από  την ίδια οικογένεια. Αρχικά ο Δημήτριος είχε συνεργαστεί με τον πατέρα και στη συνέχεια με τους δυο γιούς του, τον Μαχμούτ και τον Αχμέτ.

Η Ζηνοβία, μετά τον θάνατο του Δημητρίου, βασιζόταν πολύ σε αυτούς τους δύο Αιγυπτίους, ιδιαίτερα στον Μαχμούτ, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος και σοβαρός. Τον είχε σαν το δεξί της χέρι. Η ίδια ήξερε πολύ λίγα αραβικά και ήταν δύσκολο να διαπραγματεύεται με τους καλλιεργητές. Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα καθιστούσε την όλη κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη γιατί αυτοί οι αγρότες δεν μπορούσαν να διανοηθούν πώς μία γυναίκα, μπορούσε να έχει τέτοιες ικανότητες και τέτοιες εξουσίες.

Προσπαθούσε λοιπόν να δημιουργήσει συνθήκες εμπιστοσύνης μεταξύ του Ευάγγελου και του Μαχμούτ, γιατί πίστευε ότι έτσι ο γιος της θα είχε κάποιο σοβαρό στήριγμα, όταν αυτή θα έφευγε. Ο Ευάγγελος δεχόταν αυτή τη σχέση με ευχαρίστηση γιατί δεν του πολυάρεσε να διαπραγματεύεται ο ίδιος με τους αγρότες. Έτσι πρόθυμα αναγνώριζε την υπεροχή του Μαχμούτ σε αυτό το τομέα. Οι δυο τους φαίνεται ότι τα πήγαιναν αρκετά καλά. Αυτό έδινε ένα αίσθημα ανακούφισης στη Ζηνοβία.

Εκεί που προσπαθούσε να εκπαιδεύσει το γιο της, ήταν στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους αγοραστές των προϊόντων τους. Ο Ευάγγελος ήταν μορφωμένος, μιλούσε αγγλικά και γαλλικά, έτσι εύκολα μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Από την άλλη είχε το χάρισμα να είναι ευχάριστος και πάρα πολύ πρόθυμος να τους ξεναγεί στη νυχτερινή Αλεξάνδρεια, ξοδεύοντας, δυστυχώς, ένα σωρό χρήματα για να τους διασκεδάζει. Εδώ ήταν που πάσχιζε η Ζηνοβία να του εμπνεύσει κάποιο μέτρο, αλλά μάταια. Ο Ευάγγελός της δεν είχε αίσθηση του μέτρου και δεν είχε ούτε πρόθεση να τη μάθει.

Με την Πηνελόπη στην Αλεξάνδρεια, η Ζηνοβία είχε την κατάλληλη παρέα για να μοιράζεται τις ανησυχίες της και αυτό τη βοηθούσε πολύ. Φυσικά δεν ξεχνούσε την παραίνεση της φίλης της να απομακρυνθεί από την επιχείρηση, αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμη.

Από την πλευρά της η Πηνελόπη, την ενημέρωσε για την αλληλογραφία που είχε ξεκινήσει με διάφορες προσωπικότητες της εποχής, όπως  Γάλλο βυζαντινολόγο Gustave-Leon Schlumberger (Γκυστάβ Σλυμπερζέ), ώστε να πληροφορείται για τις σωστές ιστορικές λεπτομέρειες για τα βιβλία που ετοίμαζε. Η συγγραφή ήταν η πιο σημαντική της απασχόληση, μαζί με την  ανατροφή των παιδιών της. Ετοίμαζε μάλιστα και ένα βιβλίο για αυτό το θέμα με τίτλο: «Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας».

Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς της για τον Ίωνα Δραγούμη δεν είχε καταλαγιάσει, αλλά αυτός πλέον ήταν ζευγάρι με τη ηθοποιό του θεάτρου, Μαρίκα Κοτοπούλη και δεν υπήρχε καμία προοπτική να επιστρέψει στην ίδια. Έμενε μέσα της σαν ένα θλιβερό αγκάθι που κάποτε την πονούσε και κάποτε άνθιζε σαν μυρωδάτο ρόδο. Ήταν αυτό που είχε δώσει ένα άρωμα στη ζωή της και την άφησε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στον κόσμο, πέρα από το κατεστημένο που γνώριζε.

Όμως, αν και η Ζηνοβία δίσταζε να πάρει τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρει, η μοίρα δεν ξέρει να κάνει χατίρια και παρακάμψεις στην ροή των γεγονότων. Το 1913 έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον θείο της Ονούφριο που την καλούσε να επιστρέψει στη Κύπρο, γιατί η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. Την ίδια στιγμή η Πηνελόπη φεύγει οικογενειακώς από την Αλεξάνδρεια για την Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Ο πατέρας της, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος Αθηνών.

Χωρίς πολλές προετοιμασίες, η Ζηνοβία αναγκάζεται να φύγει για την Κύπρο. Ανεβαίνοντας στο καράβι, έκλαιγε ασταμάτητα. Κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο για την ίδια. Ίσως να  έκλαιγε για τον Δημήτριο που έφυγε για πάντα, ίσως να  έκλαιγε για την ανασφάλεια που ένοιωθε για τον γιο της, ίσως να έκλαιγε γιατί η ζωή της σε αυτή τη λαμπρή πόλη, τελείωνε.

Θυμήθηκε, όταν 26 χρόνια πριν, είχε μπει και τότε σε ένα καράβι για να έρθει για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια. Έκλαιγε και τότε. Από φόβο, από άγνοια, από ένα σκοτεινό άγνωστο που την περιέβαλε. Τώρα έκλαιγε για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Έκλαιγε γιατί άφηνε πίσω της ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της, ίσως το πιο δημιουργικό, και τον γιο της, που φοβόταν ότι δεν ήταν έτοιμος για αυτό τον αποχωρισμό.

Πριν φύγει, συνάντησε για τελευταία φορά τον Μαχμούτ και τον παρακάλεσε να φροντίζει τον Ευάγγελο. Του έδωσε την διεύθυνσή της και του ζήτησε, αν ποτέ τα πράγματα γίνουν πάρα πολύ άσχημα, να την ειδοποιήσει. Έπρεπε πάντως, να δώσουν χώρο και χρόνο στον Ευάγγελο να προσπαθήσει μόνος του.

Τους πρώτους μήνες στη Κύπρο, τους πέρασε στο προσκέφαλο της μητέρας της, Ελένης. Η κατάσταση της μητέρας της δεν της επέτρεπε να σκέφτεται και πολλά άλλα πράγματα. Προσπαθούσε συνεχώς να την ανακουφίσει, να την φροντίσει, να της δώσει την στοργή που είχε στερηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής της.

Τον Δεκέμβριο του 1913 η μητέρα της έφυγε ευτυχισμένη. Όσο και αν υπέφερε σε όλη της τη ζωή, η αγάπη και η φροντίδα της κόρης της σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, την γέμιζε ευγνωμοσύνη και δικαίωση.

Η κηδεία έγινε στο χωριό της, τον Στατό. Η εκκλησία αυτού του μικρού χωριού είναι αφιερωμένη στους αγίους Ζηνόβιο και Ζηνοβία. Αυτό από μόνο του συγκινούσε τη Ζηνοβία και την έκανε να αισθάνεται τόσο οικεία στο περιβάλλον αυτό. Η μητέρα της, Ελένη, τάφηκε στο κοιμητήριο του χωριού, δίπλα από τον πατέρα της, Γιάννη.

Μετά την κηδεία, η Ζηνοβία έμεινε μερικές μέρες στο χωριό, πριν επιστρέψει στο σπίτι της στο Κτήμα. Εκεί διαπίστωσε για ακόμα μια φορά την φτώχια και την μιζέρια των κατοίκων. Σχεδόν όλοι ήταν χρεωμένοι στους τοκογλύφους και συχνά, όταν δεν είχαν να πληρώσουν, έχαναν τα λιγοστά κτήματα που είχαν. Κορίτσια μικρά, από τα δέκα τους, πήγαιναν σε σπίτια στις πόλεις για να γίνουν υπηρέτριες, απλά για να έχουν ένα πιάτο φαΐ. Η μοίρα τους σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν στα χέρια των αφεντικών τους, με όλους τους κινδύνους που εμπεριείχε αυτό.

Η καρδιά της Ζηνοβίας μάτωσε όταν διαπίστωσε αυτή τη μιζέρια. Για πρώτη φορά κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει οικονομικά όλες αυτές τις κοπέλες, απλά  με τα χρήματα που της άφησε ο Δημήτριος. Ούτε με άλλα τόσα δεν θα μπορούσε. Το πρόβλημα ήταν καθολικό και τεράστιο. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο.

Τις μέρες που  βρισκόταν στο χωριό της, άρχισε να επισκέπτεται τους τόπους που μεγάλωσε, την Πάνω βρύση, την Κάτω βρύση, το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσορρογιάτισσας, λίγο έξω από το χωριό και την Ευρυδίκη, τη μοναδική συγγένισσα που είχε απομείνει εκεί.

Η Ευρυδίκη ήταν μία δεύτερη ξαδέλφη της με την οποία μεγάλωσαν μαζί. Είχαν περίπου την ίδια ηλικία και όταν ήταν μικρές, έβοσκαν μαζί τις κατσίκες τους στα βουνά που περιβάλλανε το χωριό τους. Η Ευρυδίκη ήταν η καλύτερη της φίλη και οι δυο τους μοιράζονταν τα παιδικά μυστικά τους.

Τώρα πια έμοιαζε να έχουν τουλάχιστον δέκα χρόνια διαφορά η μια με την άλλη. Η Ζηνοβία ήταν ακόμα καλοστεκούμενη στα 42 της χρόνια, με μερικά γκρίζα μαλλιά, αλλά αφράτη και όμορφη. Η ζωή της Ευρυδίκης υπήρξε πολύ πιο σκληρή. Ενώ είχαν την ίδια ηλικία, είχε σχεδόν όλα τα μαλλιά της άσπρα και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες, από την συνεχή έκθεση στον ήλιο, αφού δούλευε καθημερινά στα χωράφια. Η πλάτη της είχε καμπυλώσει από το συνεχές σκύψιμο και αυτό της προκαλούσε φρικτούς πόνους. Είχε τέσσερεις κόρες, από τις οποίες είχε παντρέψει τις τρεις και είχε εννιά εγγονάκια.

-Την Ευθυμία μου δεν την έχω παντρέψει ακόμα, έλεγε. Οι άντρες θέλουν προίκα και εγώ δεν έχω τίποτε να της δώσω. Τα πήραν όλα οι άλλες. Μαραζώνω πολύ γι’ αυτό.

-Να μην μαραζώνεις της είπε η Ζηνοβία. Αν η Ευθυμία αγαπά κανένα παιδί, πες της να τον πάρει. Θα την προικίσω εγώ. Θα της δώσω το σπίτι της μάνας μου, τις αίγες (κατσίκες) και όλα τα ζώα που ζουν στην αυλή. Όταν γυρίσω στο Κτήμα να έρθει μαζί μου να γίνει η μεταβίβαση. Τα άλλα χωράφια που έχω εδώ, ας τα καλλιεργούν οι άλλες κόρες σου. Μοίρασέ τους τα εσύ όπως νομίζεις.

Η Ευρυδίκη τα ‘χασε. Δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο. Παραλίγο να γονατίσει να φιλήσει τα πόδια της. Η Ζηνοβία την απέτρεψε με δάκρυα στα μάτια. Θυμόταν πολύ καλά τι είναι φτώχια. Και αν εκείνη υπήρξε τυχερή, αυτό είναι σπάνιο. Τα περισσότερα κορίτσια, μεγαλώνουν και πεθαίνουν στη μιζέρια τους.

Το σπίτι της μητέρας της Ζηνοβίας, όταν εκείνη έφυγε για την Αλεξάνδρεια, ήταν από τα πιο φτωχικά του χωριού. Αργότερα, με τα χρήματα που της έστελνε η κόρη της, το φρόντισε και μπορεί να ήταν μικρό μεν, αλλά από τα καλύτερα. Αποτελείτο από δύο δωμάτια, κτισμένα με τις πέτρες του βουνού, συνδεδεμένες ενδιάμεσα,  μεταξύ τους με μικρότερες πέτρες (χαλίκια, όπως τα έλεγαν) που γέμιζαν τα κενά και σταθεροποιούσαν την κατασκευή. Η οροφή (δώμα) ήταν επίπεδη, καμωμένη από κορμούς δένδρων, καλάμια και χώμα. Εκεί άπλωναν για να στεγνώσουν τους τραχανάδες τους και άλλα εδέσματα που έκαναν παστά. Από μέσα οι τοίχοι ήταν ασπρισμένοι με ασβέστη και λαμποκοπούσαν. Τα πάτωμα ήταν στρωμένο με πλάκες από κυπριακό μάρμαρο, ακόμα μια πολυτέλεια που προστέθηκε αργότερα. Το πάτωμα στα περισσότερα σπίτια του χωριού, ήταν απλό χώμα. Δίπλα είχαν κτίσει και ένα στάβλο για τις κατσίκες και το γαϊδούρι.

Η Ευθυμία τρελάθηκε από την χαρά της. Δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τη Ζηνοβία. Είχε πραγματικά ένα ενδιαφέρον για κάποιο νεαρό του χωριού, μα η μητέρα του δεν θα την δεχόταν ποτέ για νύφη, έτσι άπροικη. Τώρα πια που τα δεδομένα είχαν αλλάξει, ο δρόμος ήταν ανοικτός.

-Σκληρή η μοίρα των γυναικών, σκέφτηκε η Ζηνοβία. Δεν φτάνει που δουλεύουν μέρα – νύχτα, να μεγαλώσουν τα παιδιά και να καλλιεργούν τα χωράφια, έχουν και την υποχρέωση να παρέχουν και το σπίτι της οικογένειας. Πρέπει κάτι να σκεφτώ, πώς θα μπορούσα να βοηθήσω! Πώς θα μπορούσαν να προσθέσω έστω και ένα χαλικάκι στη πρόοδο αυτού του τόπου.

Μέχρι την άνοιξη  μεταβίβασε το σπίτι στο χωριό στην Ευθυμία και πάντρεψε η ίδια το νέο ζευγάρι. Η εκτίμηση που έλαβε από τους νεόνυμφους αλλά και όλη την οικογένεια της φίλης της Ευρυδίκης, ήταν απίστευτη. Ποτέ στη ζωή της δεν ένοιωσε πιο σημαντική. Όμως ήξερε ότι αυτό ήταν απλά η αρχή. Είχε ακόμα πολλά να προσφέρει στο τόπο της.

Πριν φύγει από το χωριό για να γυρίσει στο σπίτι της στο Κτήμα, βγήκαν για ένα τελευταίο περίπατο με την Ευρυδίκη στους τόπους που έβοσκαν μαζί τις κατσίκες, στα παιδικά τους χρόνια. Σε μια στιγμή η Ευρυδίκη της είπε:

-Πρέπει κάτι να σου πω από τα παλιά. Νομίζω πρέπει να το μάθεις.

Η Ζηνοβία την κοίταξε περίεργη. Τι θα μπορούσε άραγε να της πει;

Η Ευρυδίκη άρχισε να μιλά. Όση ώρα την άκουε η Ζηνοβία,  δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Στο τέλος έπεσε στην αγκαλιά της Ευρυδίκης, κλαίγοντας με αναφιλητά.

Βράδιασε μέχρι να γυρίσουν οι δύο φίλες στο χωριό. Η Ζηνοβία είχε συγκροτήσει τον εαυτό της και έτσι κανείς δεν κατάλαβε τίποτε. Την άλλη μέρα την συνόδεψε ο άντρας της Ευρυδίκης μέχρι το Κτήμα. Το ταξίδι γινόταν με άλογα ή γαϊδούρια. Ούτε δρόμοι υπήρχαν, ούτε αυτοκίνητα.

Όταν έφτασε στο σπίτι της, η Ζηνοβία ήταν εξαντλημένη σωματικά και ψυχικά. Στο νου της ήταν συνεχώς ο Δημήτριος. Είχε μια βαθιά επιθυμία να τον έχει δίπλα της, να του μιλήσει. Όταν έφυγε ο άντρας της Ευρυδίκης, κάθισε μόνη της και άρχισε να σκέφτεται.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να σηκωθεί για να πάει για ύπνο. Το πρωί που ξύπνησε, στάθηκε στο αγαπημένο της παράθυρο, που έβλεπε προς τη θάλασσα. Είδε το βαθύ γαλάζιο να λαμπυρίζει στον ορίζοντα, καθώς οι ακτίνες του ήλιου παιχνίδιζαν στην επιφάνεια του νερού. Σκέφτηκε τη φίλη της, Πηνελόπη, και είπε μεγαλόφωνα:

-Θα κάμω αυτό που κάνει η Πηνελόπη για να εξορκίσει τον πόνο της. Θα γράψω!

 

Πηνελόπη Δέλτα

 

(Κεφάλαιο 11)

Μελβούρνη – Αυστραλία –Σεπτέμβριος  2020

Η Ζήνα την επόμενη μέρα σηκώθηκε πρωί – πρωί πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος. Ήθελε να συνεχίσει το διάβασμα του κειμένου που είχε γράψει ο παππούς Ευάγγελος στον πατέρα της. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να το κατανοήσει και έτσι προτιμούσε την ησυχία του πρωινού.

Ο Αλέξης κοιμόταν ακόμα. Ετοίμασε το τσάι της και κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα απέναντι από το παράθυρο που έβλεπε προς τον ποταμό Γιάρρα. Είχε μόλις αρχίσει να ανατέλλει ο ήλιος και έβλεπε στον ορίζοντα ένα αχνό φως να απλώνεται και να χρωματίζει τον ουρανό.

-Τι γλυκιά η ώρα του πρωινού! Σκέφτηκε. Είναι η πιο υπέροχη στιγμή της ημέρας. Είμαι τυχερή που μπορώ να αντικρίζω τον κόσμο από ψηλά, έχοντας μπροστά μου μια ανεμπόδιστη θέα. Ας είναι καλά το ποτάμι.

Βολεύτηκε στην πολυθρόνα, πήρε ένα λεξικό στο χέρι και το γράμμα του παππού Ευάγγελου και συνέχισε από εκεί που είχε μείνει την προηγούμενη μέρα. Ξαναδιάβασε την τελευταία παράγραφο και συνέχισε:

……………………………………………………………………………………….

Ενώ βρισκόμουν σε αυτή τη παραζάλη συναισθημάτων και αμφιβολιών, εμφανίστηκε ξανά στη ζωή μου ο Χακίμ. Ένα βράδυ, σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα που σύχναζα, τον είδα. Στην αρχή ήταν επιφυλακτικός αλλά βλέποντας εμένα να είμαι φιλικός και να μην αναφέρω καθόλου το επεισόδιο εκείνο με τη μητέρα μου, ξεθάρρεψε. Και αυτή ήταν μια κομβική στιγμή στη ζωή μου, γιε μου.

Εκείνο το βράδυ ήταν διακριτικός και έφυγε νωρίς. Ξαναεμφανίστηκε όμως και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη. Ρωτούσε να μάθει τι είχε γίνει με τους γονείς μου και έδειχνε να στενοχωριόταν που δεν ήταν κοντά μου. Ποτέ δεν κατάλαβα αν έπαιζε θέατρο ή αν ήταν ειλικρινής. Μάλλον το πρώτο θα συνέβαινε.

Για να μην σου τα πολυλογώ, γιε μου, σε μερικές μέρες μου ζήτησε δουλειά. Μου είπε ότι δεν είχε καθόλου χρήματα και έπρεπε να εργαστεί. Καθώς του απαντούσα, άκουα μέσα στο κεφάλι μου τη φωνή της μητέρας μου που μου έλεγε «Όχι», την ώρα που εγώ έλεγα, «Ναι». Ντρεπόμουν να πω «Όχι»,  σε ένα παλιό φίλο. Πρέπει στη ζωή σου, γιε μου, να μάθεις να λέεις «Όχι»! Αυτό το «Όχι» μπορεί να σε γλυτώσει από πολλά δεινά.

Δεν φτάνει που του έδωσα δουλειά, ενώ είχε δώσει δείγματα της αναξιοπιστίας του στο παρελθόν, τον έβαλα δίπλα στους έμπιστους υπαλλήλους των γονιών μου, Μαχμούτ και Αχμέτ. Δεν ήθελα να νοιώθει μειονεκτικά!

Θυμάμαι ότι ο Μαχμούτ με κοίταξε με δυσπιστία, αλλά δεν είπε τίποτε. Έτσι οι τρεις τους συνδιαλέγονταν με τους ντόπιους παραγωγούς και εγώ με τους Ευρωπαίους εμπόρους. Αυτό με βόλευε και δεν ασχολούμουν και ιδιαίτερα με τη δική τους δουλειά.

Με τον Χακίμ εξακολουθούσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν φίλοι, να βγαίνουμε έξω παρέα, να διασκεδάζουμε. Ξέχασα τι είχε συμβεί στο παρελθόν και άρχισα να τον εμπιστεύομαι και πάλι.

Οι μήνες περνούσαν και σιγά – σιγά ο Χακίμ άρχισε να μου διαβάλλει τους Μαχμούτ και Αχμέτ. Μου έλεγε ότι πλήρωναν λιγότερα τους παραγωγούς και χρέωναν την επιχείρηση περισσότερα και άλλα παρόμοια. Δυστυχώς, ήμουν τόσο ηλίθιος, που τον πίστεψα!

Έτσι κάλεσα τους έμπιστους αυτούς ανθρώπους και τους είπα ότι δεν θα τους χρειαζόμουν άλλο γιατί ο Χακίμ θα αναλάμβανε όλη τη δουλειά μόνος του. Ντράπηκα να τους πω τι μου είπε, γιατί ίσως βαθιά μέσα μου ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια. Ο Μαχμούτ με κοίταξε με ένα ειρωνικό βλέμμα, αλλά δεν είπε τίποτε. Ευτυχώς γρήγορα βρήκαν δουλειά γιατί όλοι οι έμποροι βαμβακιού γνώριζαν τις ικανότητές τους και ήταν περιζήτητοι.

Εγώ εξακολουθούσα να πορεύομαι με τον Χακίμ στη πιο καίρια θέση της επιχείρησής μου και τα βράδια να διασκεδάζω μαζί του. Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι όλα τα έξοδα τα πλήρωνα εγώ, σαν πιο πλούσιος από τους δύο!

Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια, από τότε που έφυγε η μητέρα μου. Δεν της είχα πει ποτέ, στην αλληλογραφία που είχαμε, για τις ενέργειές μου αυτές. Αντίθετα της έλεγα ότι όλα ήταν καλά. Όμως σιγά – σιγά έβλεπα τους παραγωγούς να μας εγκαταλείπουν και τις εταιρείες του εξωτερικού να αγοράζουν από αλλού.

Μια μέρα με κάλεσε ο διευθυντής της τράπεζας και φίλος του πατέρα μου και μου είπε:

-Αγαπητέ Ευάγγελε, δυστυχώς δεν μπορείς να έχεις άλλη πίστωση. Ήδη τα πράγματα είναι πολύ κακά και ίσως θα έπρεπε να εξετάσεις την πιθανότητα να κηρύξεις πτώχευση. Σε είχα προειδοποιήσει εδώ και πολύ καιρό και δεν έκαμες κάτι να διορθώσεις την κατάσταση. Αν δεν κηρύξεις πτώχευση, κινδυνεύεις να πάεις φυλακή για χρέη.

Εκείνη τη μέρα έφυγα από την τράπεζα ένα ράκος. Προς μεγάλη μου έκπληξη έξω από το γραφείο του διευθυντή συνάντησα τον Χακίμ. Ήταν λες και με περίμενε.

-Τι συμβαίνει φίλε; Με ρώτησε.

Του απάντησα και εκείνος, είχε το θράσος να μου προτείνει να αγοράσει την επιχείρηση για ένα ευτελές ποσό. Ο Χακίμ, ο δήθεν φτωχός φίλος,  είχε λεφτά για να αγοράσει την επιχείρησή μου και εγώ δεν είχα δεκάρα! Ούτε που του απάντησα. Τον έσπρωξα και βγήκα έξω από την τράπεζα.

Άρχισα να περπατώ στους δρόμους σαν χαμένος. Έφτασα στο λιμάνι  και προχώρησα σε κάτι βράχια, εκεί που έλεγαν ότι στεκόταν τα παλιά χρόνια, ο φάρος της Αλεξάνδρειας. Έμεινα να κοιτάζω την θάλασσα, έτσι που μούγκριζε αγριεμένη και μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Να πέσω στη θάλασσα να σκοτωθώ. Δεν έβλεπα άλλη λύση. Ντρεπόμουν τόσο για την κατάντια μου!

Ξαφνικά, και προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα το Μαχμούτ να με πλησιάζει. Δεν ξέρω πώς με πρόλαβε πριν πηδήξω από τα βράχια. Η παρουσία του αύξησε το αίσθημα ντροπής και αηδίας του εαυτού μου. Με πήρε από το χέρι και με έβαλε να καθίσω. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου ασταμάτητα. Ο Μαχμούτ ήταν σιωπηλός. Δεν ήταν άλλωστε και άτομο που μιλούσε πολύ. Πέρασε λίγη ώρα και μετά μου έσφιξε το χέρι λέγοντας:

-Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Η μητέρα σου τα ξέρει όλα. Θα στείλει χρήματα στη τράπεζα για να σταματήσει την αγωγή εναντίον σου. Ήδη έχει ειδοποιήσει τον διευθυντή με τηλεγράφημα. Φυσικά τα χρήματα που θα στείλει δεν αρκούν αλλά θα είναι μια αρχή. Και ύστερα εσύ θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Τέρμα ο Χακίμ. Εγώ θα σε βοηθήσω, όπως μπορέσω.

Ένα άλλο κύμα ντροπής με κατέκλυσε. Η μητέρα μου τα ξέρει όλα!

-Ποιος ενημέρωσε τη μητέρα μου; Ρώτησα. Εσύ; Γιατί;

-Γιατί όταν έφυγε μου ζήτησε να σε προσέχω. Ήξερε πως μας έδιωξες. Ήξερε και για τον Χακίμ. Όμως με βαριά καρδιά ήθελε να το τραβήξει ως το τέλος. Διαφορετικά εσύ δεν θα μπορούσες να μάθεις.

Φεύγοντας εκείνη τη μέρα από το λιμάνι, δεν μπορώ να πω πως ένοιωθα καλύτερα. Ήμουν ένα ράκος. Όμως είχα αποφασίσει να προσπαθήσω. Θυμήθηκα το μυθικό πουλί, τον  φοίνικα, που αναγεννάται από τις στάχτες του. Ίσως να μπορούσα και εγώ να το κάνω.

Ο Χακίμ είχε αποδειχθεί ο χειρότερος φίλος που θα μπορούσε να έχει ο άνθρωπος. Συνειδητά είχε καταστρέψει την επιχείρηση. Αγόραζε φθηνά και χρέωνε την επιχείρηση ακριβά. Χάσαμε τους καλούς παραγωγούς και συγχρόνως χάσαμε και τους καλούς πελάτες. Την διαφορά την επωφελείτο ο ίδιος. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχε τσεπώσει δεκάδες χιλιάδες αγγλικές λίρες. Και εγώ δεν είχα δεκάρα. Μόνο χρέη.

Το πατρικό μου σπίτι το νοίκιασα και τα χρήματα πήγαιναν στη τράπεζα, για το χρέος. Κοιμόμουν στα γραφεία της επιχείρησης. Ο Μαχμούτ μου είχε βρει κάποιους νέους παραγωγούς και αγόραζα από αυτούς μικρές ποσότητες βαμβακιού, που πουλούσα σε μικρά εργοστάσια του εξωτερικού. Η μεγάλη πελατεία του πατέρα μου είχε χαθεί. Δούλευα ατελείωτες ώρες. Ήμουν ο διευθυντής, η γραμματέας, ο λογιστής, ακόμα και ο εργάτης. Δεν είχα να πληρώσω κανένα. Ο Μαχμούτ με βοηθούσε αρχικά μόνο συμβουλευτικά, αλλά μετά κανένα χρόνο, όταν μπορούσα να του παρέχω μισθό,  ήρθε να δουλέψει για μένα.  

Με συμβούλεψε από την αρχή να πάω να καταγγείλω τον Χακίμ στην αστυνομία.

-Και τι θα ωφελήσει αυτό; Τον ρώτησα. Κανείς δεν θα του κάνει τίποτε.

-Συμφωνώ μαζί σου, μου είπε. Όμως με τις διασυνδέσεις που έχει, θα το μάθει και θα φοβηθεί. Είναι πολύ θρασύδειλος ο Χακίμ. Θα φύγει από την Αλεξάνδρεια, πριν κάνει άλλη ζημιά.

Έτσι και έγινε. Ο Χακίμ εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω αν έφυγε από την Αλεξάνδρεια, σίγουρα όμως έφυγε από τη ζωή μου.

Τα χρόνια που ακολούθησαν εγώ εργαζόμουν πολύ σκληρά. Μέρα – νύκτα. Είχα ξεχάσει και τα γλέντια και τις γυναίκες, τα πάντα. Μόνο δουλειά, δουλειά, δουλειά. Όσο και αν σου φανεί παράξενο, θα ήθελα εδώ να σου εκμυστηρευθώ κάτι. Αυτή η περίοδος της ζωή μου, η φτωχική, η μοναχική, η χωρίς διασκεδάσεις, υπήρξε η πιο γόνιμη αν όχι η πιο γεμάτη απ’ όλα τα χρόνια που έζησα. Κάτω από εκείνες τις συνθήκες εγώ έπρεπε να δημιουργήσω. Και όταν ο άνθρωπος ανακαλύψει μέσα του εκείνη τη δύναμη της δημιουργίας, είναι σαν να γνωρίζει το Θεό. Είναι κάτι που σε αρπάζει και σε συντροβολεί στα ουράνια. Και όσο πιο μεγάλη η στέρηση, τόσο πιο μεγάλη η δύναμη. Και αυτό το χρωστώ στη μητέρα μου και στην δική της διάκριση να ξεχωρίσει ότι αυτό θα ήταν το φάρμακό μου. Ξέρω πόσο πολύ θα την πόνεσε αυτή η επιλογή της!

Η μητέρα μου με παρακαλούσε στα γράμματά της να πάω να τη δω, μα δεν μπορούσα να φύγω. Το ανέβαλα συνεχώς. Στην αρχή με κάποιες νύξεις, αλλά σιγά – σιγά ευθέως, άρχισε να μου μιλά για κάποιο μυστικό που ήθελα να μου αποκαλύψει πριν πεθάνει. Δεν ξέρω τι μυστικό θα μπορούσε να έχει η μητέρα μου, αλλά για μένα ήταν αδύνατο να φύγω. Στα τελευταία της γράμματα με ενημέρωνε ότι είχε γράψει για αυτό το μυστικό και είχε φυλάξει τα γραπτά της σε τόπο ασφαλή, μόνο για μένα. Δυστυχώς, γιε μου, δεν βρήκα ποτέ αυτά τα γραπτά.

Εκείνη την ώρα ξύπνησε ο Αλέξης και σηκώθηκε.

-Καλημέρα. Τι κάνεις; Ρώτησε τη Ζήνα. Βλέπω διαβάζεις ακόμα το γράμμα του παππού σου! Μπράβο μεγάλη πρόοδο έχεις κάνει.

-Καλημέρα Αλέξη. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ενδιαφέρουσα έχει γίνει αυτή η ιστορία! Μοιάζει με μυθιστόρημα. Ο φίλος του παππού, ο Χακίμ, τον κατάστρεψε οικονομικά και μετά από το σοκ, αυτός κατάφερε να ορθοποδήσει. Η γιαγιά η Ζηνοβία είχε ένα μυστικό που ήθελε να αποκαλύψει στο γιο της, μα αυτός δεν το έμαθε ποτέ. Πολύ ενδιαφέρον σου λέω!

-Ξέρεις, δεν νομίζω ο άνθρωπος να μπορεί να γράψει σε μυθιστόρημα, κάτι που δεν μπορεί να γίνει στη ζωή. Μήπως δεν είναι η ζωή η έμπνευση του κάθε συγγραφέα; Έτσι και με την ιστορία της οικογένειάς σου. Αν δεν εύρισκες αυτά τα γράμματα και όλα τα γεγονότα συγκεντρωμένα σε μερικές σελίδες, δεν θα ήξερες ποτέ πώς μπλέχτηκαν τα υφάδια της ζωής και δημιούργησαν το ύφασμα της πραγματικότητας. Είναι η συμπύκνωση που τα κάνει τόσο ενδιαφέροντα. Έπειτα τώρα που τα διαβάζεις ο πόνος είναι πολύ περιορισμένος. Τότε που τα ζούσαν οι άνθρωποι, ο πόνος ήταν αβάστακτος.

-Τι ωραία που τα λες, Αλέξη! Με εντυπωσιάζεις, κάποτε, σε πόσο βάθος βλέπεις τα γεγονότα. Έλα να προγευματίσουμε τώρα και αργότερα αξίζει τον κόπο να το διαβάσεις και συ.

Άρχισαν να ετοιμάζουν μαζί το πρόγευμα, φρυγανιές, τυρί, φρούτα, μαρμελάδα και  καφέ. Ο Αλέξης σιγομουρμούριζε ένα ελληνικό τραγουδάκι και η Ζήνα ακολουθούσε λικνίζοντας το σώμα της ρυθμικά. Ένοιωθαν και οι δυο ευτυχισμένοι, ιδιαίτερα κάτω από αυτές τις συνθήκες του εγκλεισμού, που σε πολλούς ανθρώπους έφερναν άγχος και ανασφάλεια.

Μέσα σε αυτή την ευχάριστη ατμόσφαιρα, η Ζήνα άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο στο κινητό της, ειδοποιώντας της, ότι  είχε έρθει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. Το πήρε στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει.

-Είναι από το δικηγορικό γραφείο στη Κύπρο, είπε στον Αλέξη. Το στέλνει στο δικηγόρο μου και το κοινοποιεί και σε μένα. Λέει ότι το κτήμα στη Πάφο βρίσκεται σε τουριστική περιοχή και έχει μεγάλη αξία. Αναφέρεται σε €3.000.000 μέχρι €5.000.000! Προτείνει μάλιστα ότι κάτω από τις σημερινές συνθήκες, που είναι πολύ δύσκολο για κάποιο να ταξιδέψει, να εξουσιοδοτήσουμε το γραφείο με πληρεξούσιο για να αναλάβουν αυτοί την πώληση και να μου καταθέσουν τα χρήματα.

-Θα ήθελες κάτι τέτοιο; Ρώτησε ο Αλέξης.

-Όχι, σίγουρα θέλω να πάω στη Κύπρο, να γνωρίσω τον τόπο και να δω με τα μάτια μου το σπίτι της γιαγιάς Ζηνοβίας. Περίμενε τόσα χρόνια, ας περιμένει ακόμα λίγο. Όταν κυκλοφορήσουν τα εμβόλια θα μπορούσαν να εμβολιασθώ και να ταξιδέψω. Θα απαντήσω αρνητικά.

-Περίμενε να πάει η ξαδέλφη μου η Ελένη να το δει και να μας στείλει φωτογραφίες. Αξίζει να ακούσουμε και τη δική της εκτίμηση. Όσο μεγάλο και αν μας φαίνεται το ποσό που εισηγούνται, μπορεί να είναι υποτιμημένο.

-Έχεις δίκαιο. Σίγουρα θα απαντήσω αρνητικά. Η απόφασή μου, να πάω η ίδια στη Κύπρο, είναι αμετάκλητη.

Τελείωσαν το πρόγευμά τους και η Ζήνα έδωσε στον Αλέξη να διαβάσει το κείμενο μέχρι το σημείο που είχε διαβάσει η ίδια.

-Με εντυπωσιάζει η κίνηση της γιαγιάς σου να αφήσει το γιο της να καταρρεύσει εντελώς και μετά να επέμβει, ενώ του είχε τόση αδυναμία. Σκληρό καρύδι η γιαγιά σου! Τι δύναμη!

-Ναι, ήταν πολύ επικίνδυνο. Αν δεν τον προλάβαινε ο Μαχμούτ θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί.

-Λες ο Μαχμούτ να τον ακολουθούσε;

-Σίγουρα. Εφόσον ήταν συνεννοημένος με τη γιαγιά Ζηνοβία και γνώριζε τις προθέσεις του τραπεζίτη, θα ήξερε τους κινδύνους μιας τόσο απελπισμένης στιγμής. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο πατέρας μου ήταν τόσο επίμονος να πουλήσουμε την επιχείρησή του στους καλούς συνεργάτες του, έστω και στη ζημιά μας! Κουβαλούσε μέσα του την ευγνωμοσύνη του παππού Ευάγγελου προς τον Μαχμούτ. Και είμαι βέβαιη ότι και ο παππούς Ευάγγελος, αντάμειψε τον πιστό Μαχμούτ με κάποιο τρόπο.

-Αυτή η ιστορία μου θυμίζει πόσο σπάνια, αλλά και πόσο πολύτιμη είναι μια πραγματική φιλία. Συνήθως αποκαλούμε φίλους, αυτούς με τους οποίους μοιραζόμαστε κάποιες στιγμές, κάποιες χαρές και κυρίως ώρες διασκέδασης. Φίλοι είναι όμως μόνο εκείνοι, που όταν έρθει η ώρα της ανάγκης, βάζουν το προσωπικό τους συμφέρον σε δεύτερη μοίρα και προσφέρουν. Πράγμα σπάνιο, πάρα πολύ σπάνιο!

Μετά από αυτή τη ανάλυση των γεγονότων η Ζήνα κάθισε στον υπολογιστή της και έγραψε στην Ελένη:

Αγαπητή Ελένη,

Το δικηγορικό γραφείο που ανέλαβε την υπόθεση της μεταβίβασης της περιουσίας μου στη Πάφο με ενημέρωσε ότι η αξία του κτήματος ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των €3.000.000 μέχρι €5.000.000! Θα ήθελα και τη δική σου άποψη πάνω σε αυτό. Μου προτείνουν να το πουλήσω αλλά εγώ δεν έχω τέτοια πρόθεση. Το κρυφό μου όνειρο είναι να ξανακτίσω το σπίτι της γιαγιάς Ζηνοβίας και ένα μέρος από τη ζωή μου να το περνώ εκεί. Δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό. Σου αναθέτω, σαν αρχιτέκτονας, να εξετάσεις το ενδεχόμενο και να μου πεις την άποψή σου. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ίχνη της κατοικίας που στεκόταν κάποτε εκεί, αλλά αν υπάρχουν, σε παρακαλώ να τα καταγράψεις. Έστω και αν είναι ερείπια, δεν παύει να είναι το σπίτι της γιαγιάς μου.

Σε ευχαριστώ.

Με φιλικούς χαιρετισμούς

Ζήνα

Το ξαναδιάβασε ακόμα μια φορά και πάτησε το SEND. Το μήνυμα έφυγε. Δεν υπήρχε πια επιστροφή. Είχε καταγράψει τους ενδόμυχους πόθους της.

 

 

(Κεφάλαιο 12)

Κύπρος 1916 – 1920

Το σπίτι της Ζηνοβίας στο Κτήμα, ήταν έξω από την μικρή αυτή επαρχιακή πόλη, σε μια πλαγιά που έβλεπε προς τη θάλασσα. Γύρω – γύρω η μητέρα της είχε φυτέψει δένδρα και είχε δημιουργήσει ένα περιβόλι, με ελιές, συκιές και μηλιές. Υπήρχε και ένα κοτέτσι με μερικές κοτούλες, δύο κατσίκες για το γάλα τους και το άλογο που έσερνε την άμαξα. Ένα πηγάδι στην αυλή, με αλακάτι εξυπηρετούσε τις ανάγκες του σπιτιού σε νερό. Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο, σε σύγκριση με το σπίτι που ζούσε η Ζηνοβία στην Αλεξάνδρεια, όμως ήταν πολύ μεγάλο για την πόλη της Πάφου. Αποτελείτο από τρία υπνοδωμάτια, ένα γραφείο, μία κουζίνα, ένα καθιστικό και  βοηθητικούς χώρους. Ήταν κτισμένο με πέτρα της περιοχής ως ένα σημείο και το υπόλοιπο με πλίνθους. Η στέγη ήταν καμωμένη με κορμούς δένδρων, ψάθες, χώμα και  πήλινα κεραμίδια. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με πλάκες από κυπριακό μάρμαρο.

Τους μήνες που ακολούθησαν η Ζηνοβία προσπάθησε να οργανώσει την ζωή της και να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει τις νεαρές κοπέλες που κυριολεκτικά φθείρονταν από τη φτώχια. Τις έβλεπε να χαραμίζονται, να γερνούν μέχρι τα τριάντα τους, να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Μια κυρία από το Κτήμα ερχόταν και τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Την έλεγαν, Σουσάνα. Η κυρία Σουσάνα λοιπόν ήταν το πρακτορείο ειδήσεων που ενημέρωνε τη Ζηνοβία για όλα τα τεκταινόμενα στο Κτήμα και τα γύρω χωριά. Ποιος πέθανε, ποιος παντρεύτηκε, ποια παιδιά έμειναν ορφανά και οτιδήποτε γινόταν, που η κοινωνία της εποχής σχολίαζε είτε θετικά είτε αρνητικά.

Με βάση τη πληροφόρηση της κυρίας Σουσάνας η Ζηνοβία ενίσχυσε οικονομικά μερικά κορίτσια για να παντρευτούν, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα. Βοήθησε δύο πάμφτωχες αδελφές, που αρφάνεψαν από πατέρα στα δεκατέσσερά τους, να μαθητεύσουν σε μια μοδίστρα και στη συνέχεια να ανοίξουν δική τους δουλεία, έχοντας έτσι ένα σημαντικό εισόδημα για την εποχή εκείνη.

Παρόλα αυτά καταλάβαινε ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει με αυτό το ρυθμό γιατί σύντομα τα χρήματά της θα εξανεμίζονταν και θα χρειαζόταν η ίδια βοήθεια οικονομική. Από την άλλη είχε ακουστεί ότι βοηθούσε όποιο είχε ανάγκη και πολλοί αποτείνονταν στη ίδια για να τους λύσει τα προβλήματά τους. Ένοιωθε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει. Παράλληλα είχε ενημερωθεί για την επανεμφάνιση του Χακίμ και την πρόσληψή του από το γιο της. Ο ίδιος δεν της είχε πει τίποτε, αλλά εκτός από το Μαχμούτ και άλλοι καλοθελητές την είχαν ενημερώσει.

Έπρεπε λοιπόν το κεφάλαιό της να παραμείνει και να βρει άλλο τρόπο να ενισχύσει τα φτωχά κορίτσια. Πρόσεξε ότι σχεδόν όλες οι κοπέλες είχαν στα σπίτια τους μια βούφα (αργαλειό) με την οποία ύφαιναν τη προίκα τους. Μάλλινα σεντόνια, μεταξωτά σεντόνια, χαλιά και οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν. Μόνο οι πάρα πολύ φτωχές, που δεν είχαν βούφα, δεν μπορούσαν να ετοιμάσουν τη προίκα τους. Μια μέρα η κυρία Σουσάνα της έφερε ένα πανέμορφο υφαντό με ζωηρά χρώματα και ζωντανά μοτίβα. Η Ζηνοβία δεν είχε δει ποτέ κάτι τέτοιο.

-Πού το βρήκες; Την ρώτησε

-Είναι από τη Φύτη, της είπε. Ένα χωριό στα βουνά της Πάφου. Φτιάχνουν αυτά τα υφαντά εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ξακουστά.

Εκείνη τη στιγμή μια ιδέα φώτισε το μυαλό της Ζηνοβίας. Θα προωθούσε μια επιχείρηση εξαγωγής κυπριακών υφαντών στην Αλεξάνδρεια και όχι μόνο. Το εμπόριο ήταν στις φλέβες της. Ήταν μια δουλειά που γνώριζε καλά. Θα χρηματοδοτούσε αρχικά τις υφάντρες για να φτιάξουν αρκετές ποσότητες και στη συνέχεια θα τις έστελνε στην Αλεξάνδρεια, σε εμπόρους που γνώριζε η ίδια.

Άρχισε με μια εκστρατεία στα γύρω χωριά, προσπαθώντας να πείσει τις νεαρές κοπέλες να λάβουν μέρος σε αυτή την προσπάθεια. Τους εξηγούσε ότι η ίδια αρχικά θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή των υφαντών και εκείνες θα λάμβαναν τα κέρδη. Συνάντησε μεγάλη δυσπιστία. Μόνο οι πολύ φτωχές, εκείνες που δεν είχαν τίποτα στη ζωή τους,  δέχτηκαν να συμμετέχουν. Αγόρασε πέντε βούφες (αργαλειούς ) και έκανε την εξής συμφωνία:

Δύο από τις βούφες θα πήγαιναν σε πολύ φτωχές κοπέλες στο χωριό Φύτη, που ήξεραν και την τέχνη, για να αρχίσουν να φτιάχνουν τα υφαντά. Όσες έπαιρναν τις βούφες και τα νήματα θα ήταν υποχρεωμένες να κατασκευάσουν ορισμένο αριθμό υφαντών, και σε πολύ καλή ποιότητα, για κάθε μήνα. Διαφορετικά η Ζηνοβία θα έπαιρνε τις βούφες πίσω. Δυο από τις βούφες θα έμεναν στο σπίτι της, όπου θα έρχονταν νεαρές που ήθελαν να μάθουν τη τέχνη για να εκπαιδευτούν, ώστε να παράγουν ικανοποιητικό αριθμό υφαντών για εξαγωγή. Την τελευταία βούφα θα την έδινε σε κάποια κοπέλα από τα γύρω χωριά που θα ήταν έτοιμη να συνεισφέρει. Κοπέλες που είχαν δική τους βούφα θα μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν.

Η επιχείρηση άρχισε στην αρχή δειλά, με τα σκαμπανεβάσματά της, σιγά – σιγά όμως άρχισε να στρώνει. Οι πρώτες που ενδιαφέρθηκαν ήταν λίγες, όταν παρόλα αυτά άρχισαν να έρχονται πίσω τα χρήματα και να πληρώνονται για τον κόπο τους, πολλές ενδιαφέρθηκαν. Από αυτές πάλι παρέμειναν μόνο καμιά τριανταριά, που ήταν πλέον οι μόνιμες υφάντρες της επιχείρησης. Το σπίτι της Ζηνοβίας έμοιαζε τώρα με εργοστάσιο. Εκεί ύφαιναν, εκεί αποθήκευαν τα εμπορεύματα, εκεί οργάνωναν τις αποστολές. Αυτό είχε αρχίσει να γίνεται πολύ κουραστικό για την ίδια, γιατί είχε πάψει πλέον να έχει ιδιωτική ζωή.

Έτσι σιγά – σιγά νοίκιασαν μια αποθήκη κοντά στο λιμανάκι της Κάτω Πάφου, που διαχειρίζονταν δύο κοπέλες, που ήταν πιο «μορφωμένες», ήξεραν δηλαδή να γράφουν, να διαβάζουν και να κάνουν αριθμητικές πράξεις. Αυτές παρελάμβαναν τα υφαντά,  τα κατέγραφαν, ετοίμαζαν τις αποστολές και πλήρωναν τις υφάντρες. Κάποτε πήγαιναν και οι ίδιες στην Αλεξάνδρεια. Έτσι γνώρισαν τους εμπόρους και έμαθαν την τέχνη της διαπραγμάτευσης.

Η Ζηνοβία παρακολουθούσε από κοντά την όλη επιχείρηση και διασφάλιζε ότι δεν θα υπήρχαν καταχρήσεις και κλοπές. Ήξερε πως άνθρωποι σαν τον Χακίμ υπάρχουν παντού και «όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά» κατά την λαϊκή ρήση. Παρόλο που στην αρχή, η ίδια είχε χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου το όλο εγχείρημα, με την άνθηση της επιχείρησης , άρχισε να αποσβένει το ποσό που έδωσε. Η συμφωνία τους ήταν το 80% του κέρδους να πηγαίνει στις υφάντρες και το 20% στην ίδια για να μπορέσει να διατηρήσει το κεφάλαιό της. Έτσι το έργο της στήριξης των κοριτσιών θα συνεχιζόταν. Από την άλλη τα μηνύματα που έπαιρνε από την Αλεξάνδρεια για την επιχείρηση του γιού της δεν ήταν καθόλου καλά και φοβόταν ότι θα ερχόταν μια στιγμή που θα έπρεπε να τον υποστηρίξει οικονομικά.

Η τομή που είχε επέλθει στη κοινωνία της Πάφου με την εισαγωγή της επιχείρησης «βούφα», ήταν σημαντική. Πολλά κορίτσια που μέχρι χθες δεν είχαν τίποτε και η ζωή τους ήταν καταδικασμένη στην εξαθλίωση, είδαν μια ελπίδα να ανατέλλει. Οι περισσότερες λάμβαναν μέρος στο πρόγραμμα για να εξασφαλίσουν την προίκα τους και να παντρευτούν. Αυτό το όνειρο, ήταν μονόδρομος για αυτές.

Κάποιες άλλες, είδαν ένα τρόπο για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους που ήταν χρεωμένες στους τοκογλύφους, να μην χάσουν τις περιουσίες τους. Η τοκογλυφία ανθούσε εκείνη την εποχή. Αυτή η μάστιγα των αγροτών έπνιγε σχεδόν κάθε οικογένεια και η ανάσα που έδινε η επιχείρηση που έστησε η Ζηνοβία, ήταν πολύτιμη.

Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία κοριτσιών, αυτές με τις οποίες ταυτιζόταν η Ζηνοβία, που με ένα βλέμμα πιο καθαρό, αναγνώριζαν την δύναμη που τους έδινε η οικονομική ανεξαρτησία. Σε αυτές εναπόθετε τις ελπίδες της για συνέχιση της επιχείρησης. Αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό, μα σαν το προζύμι είχαν την δυνατότητα να φουσκώσουν τη ζύμη.

Το όλο εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Εκτός από τα πρακτικά προβλήματα που αναφύονταν κάθε λίγο και λιγάκι, για να υπάρξει κέρδος πραγματικό τα κορίτσια έπρεπε να δουλεύουν ατελείωτες ώρες. Πολλές ξενυχτούσαν τα βράδια, γιατί τις μέρες τις περνούσαν στα χωράφια και στις σκληρές αγροτικές δουλειές. Με μόνο φως μια λάμπα πετρελαίου, σκυφτές πάνω στον αργαλειό, ύφαιναν την ελπίδα και τα όνειρά τους. Αυτό το μικρό εισόδημα  που λάμβαναν, ήταν μια σοβαρή πηγή τροφοδότησης της ζωής τους, που δεν εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες. Στηριζόταν αποκλειστικά στους δικούς τους κόπους και  επιμονή. Όλα τα άλλα στη καθημερινότητά τους ήταν συνάρτηση κυρίως της ικανοποιητικής βροχόπτωσης και της αποφυγής ακραίων καιρικών φαινομένων.

Πολλές οικογένειες ορθοπόδησαν, πολλά κορίτσια παντρεύτηκαν και κάποιες – λίγες – είδαν την άλλη όψη της ζωής, την ανεξάρτητη. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο κέρδος πήγαινε στις ίδιες και αμείβονταν ανάλογα με τη ποσότητα και ποιότητα που παρέδιδαν, υπερτερούσε σημαντικά από την εργασία της εργάτριας ή της υπηρέτριας. Πληρώνονταν την αξία του κόπου τους. Πράγμα σπάνιο για την εποχή.

Η Ζηνοβία είχε γίνει ένα είδος ηρωίδας, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα ανάμεσα στις γυναίκες της Πάφου. Παρόλα αυτά υπήρχαν και τα αρνητικά σχόλια και οι επικρίσεις.  Για πολλούς – κυρίως άνδρες – διατάρασσε την τάξη της κοινωνίας και τη θέση των γυναικών στην οικογένεια. Η ένδεια όμως που επικρατούσε και οι καθημερινές ανικανοποίητες ανάγκες τους ανάγκαζαν να σωπαίνουν ή να μην λαμβάνονται υπόψη. Σπάνια όμως τα κορίτσια που παντρεύονταν, συνέχιζαν να εργάζονται. Ήταν βασικά επάγγελμα για τις ελεύθερες κοπέλες.

Για τρία χρόνια η Ζηνοβία ζούσε καθημερινά τον πυρετό της επιχείρησης που έστησε και δεν είχε καθόλου χρόνο να σκεφτεί τον εαυτό της και τις δικές της έγνοιες. Στα τρία χρόνια όμως, που όλα είχαν πάρει την ροή τους και η καρδιά της επιχείρησης είχε μεταφερθεί στο λιμανάκι της Πάφου, η Ζηνοβία άρχισε να έχει ιδιωτική ζωή και να οργανώνει τη δική της καθημερινότητα.

Σηκωνόταν το πρωί, κατά τις 6, έβγαζε νερό από το πηγάδι που είχαν και πότιζε τα λουλούδια στις γλάστρες της. Το περιβόλι με τα δένδρα που περιστοίχιζε το σπίτι, ερχόταν ένας περιβολάρης, ο κυρ. Χρίστος,  και το φρόντιζε. Η κυρία Σουσάνα ασχολείτο με την καθαριότητα και το μαγείρεμα και έτσι η Ζηνοβία κλεινόταν κάθε μέρα για μία μέχρι δύο ώρες στο γραφείο της και μελετούσε ή έγραφε. Αυτό της έδινε μεγάλη ικανοποίηση. Απαντούσε την αλληλογραφία με φίλους ή συνεργάτες της από την Αλεξάνδρεια, τον γιο της και την Πηνελόπη. Aυτή η ώρα ήταν ένα ανοικτό παράθυρο στο κόσμο για κείνη.

Κάποιες άλλες ώρες όμως, τις μυστικές  ώρες, κατέγραφε και την ιστορία που ήθελε να αφήσει στο γιο της. Την ιστορία για την οποία της είχε μιλήσει η φίλη της η Ευρυδίκη στο χωριό, εκείνη τη μέρα. Αυτή η ιστορία ήταν ιερή για την Ζηνοβία και σκοπός της ήταν να μεταδώσει αυτή την ιερότητα και στον γιο της, πού ήλπιζε να ήταν ο μόνος αναγνώστης του κειμένου που συνέγραφε. Με την αναμπουμπούλα όμως που υπήρχε στο σπίτι τον περισσότερο καιρό, η Ζηνοβία φοβόταν ότι θα έπεφτε στα χέρια κάποιας από τα κορίτσια ή ακόμα χειρότερα κάποιος θα το πετούσε. Έτσι αυτό το κείμενο το φύλασσε σε ένα κουτί  από ξύλο αγριελιάς, που της είχε κατασκευάσει ένας ξυλουργός στο Κτήμα. Της είχε πει ότι είναι το πιο ανθεκτικό ξύλο και μπορεί να διατηρηθεί πολλά χρόνια. Το κλείδωνε και το έκρυβε σε μια μυστική κρυψώνα που μόνο η ίδια γνώριζε.

Γύρω στις 10 κάθε πρωί, που ο κυρ. Χρίστος τελείωνε την δουλειά του στο περιβόλι, την έπαιρνε με την άμαξα στο λιμανάκι και επισκεπτόταν τα κορίτσια στην αποθήκη. Καθημερινά, είχε να λύσει μικροπροβλήματα και μικροπαρεξηγήσεις, που αναφύονταν σαν τα μανιτάρια. Δυστυχώς, δεν είχε βρει ακόμα εκείνο το κορίτσι που με την προσωπικότητά του θα επιβαλλόταν και θα έπαιρνε την πρωτοβουλία. Υπήρχαν μερικές που ήταν πιο πρωτοβουλιακές από τις άλλες, όμως καμιά δεν ξεχώριζε. Έτσι η καθημερινή παρουσία της Ζηνοβίας ήταν απαραίτητη. Έμενε εκεί όσο χρειαζόταν, από δύο μέχρι και τέσσερεις ώρες, καμιά φορά.

Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, έτρωγε μαζί με την κυρία Σουσάνα το φαγητό που ετοίμαζε και ξεκουραζόταν για καμιά ώρα. Το απόγευμα έκανε ένα μακρινό περίπατο μέχρι το φάρο, που στεκόταν πάνω από το λιμανάκι για να προειδοποιεί τους ναυτικούς. Ήταν ένας μικρός φάρος που είχαν κτίσει οι Άγγλοι, τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ήρθαν στη Κύπρο. Της θύμιζε την Αλεξάνδρεια και τον Δημήτριο. Είχε γνωριστεί με τον φαροφύλακα και τη γυναίκα του και καθόταν μαζί τους και έπιναν τον καφέ τους.

Για μερικούς μήνες, αυτή η ρουτίνα χάριζε μια ευχάριστη ισορροπία στη ζωή της. Παρόλο που ανησυχούσε για το γιο της και την τροπή που είχε πάρει η επιχείρησή τους, είχε αποφασίσει να περιμένει την ζωή να  λύσει το πρόβλημα.

Κατά τον τέταρτο χρόνο λοιπόν της εγκατάστασής της στη Πάφο, δύο γεγονότα ανάτρεψαν την καθημερινή της γαλήνη. Είχε ενημερωθεί από το Μαχμούτ, αλλά και από τον διευθυντή της τράπεζας, που ήταν φίλος του Δημήτριου, ότι η επιχείρηση τους στην Αλεξάνδρεια είχε κτυπήσει κόκκινο και ο Ευάγγελος κινδύνευε να πάει στη φυλακή για χρέη. Η Ζηνοβία δεν ήταν άνθρωπος που λύγιζε με τις δυσκολίες. Αναλάμβανε δράση.

Τηλεγράφησε στον διευθυντή της τράπεζας ότι θα πλήρωνε η ίδια ένα μεγάλο μέρος από το υπέρογκο ποσό που χρωστούσε ο γιος της. Θα διευθετούσε με την τράπεζα στη Κύπρο να του στείλουν το ποσό το συντομότερο δυνατό. Του ζήτησε όμως να μην το αναφέρει στον Ευάγγελο, όταν θα τον ενημέρωνε για την χρεωκοπία.

Παράλληλα τηλεγράφησε στο Μαχμούτ και τον παρακάλεσε να έχει από κοντά τον Ευάγγελο μήπως πάνω στην απελπισία του κάνει καμιά τρέλα. Η ίδια προσευχόταν συνέχεια. Ήξερε πως είχε φτάσει στα άκρα, αλλά δεν έβλεπε άλλο τρόπο να συνετίσει τον γιο της. Σίγουρα ο Δημήτριος δεν θα συμφωνούσε. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνος χειρισμός. Η Ζηνοβία όμως τολμούσε.

Καθόταν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να της τηλεγραφήσει ο Μαχμούτ:

Όλα καλά. Ευάγγελος κατάλαβε την αλήθεια. Χακίμ έφυγε. Αρχίζει ξανά από την αρχή. Θα βοηθήσω.

Αυτά τα λίγα λόγια ήταν αρκετά να κάνουν την Ζηνοβία να κλάψει από χαρά. Στα γράμματά του γιού της που ακολούθησαν, έμαθε με λεπτομέρεια τα γεγονότα. Τώρα πια η αλληλογραφία τους δεν ήταν τυπική. Ο γιος της, της έγραφε όλη την αλήθεια. Είχε πια εντυπωσιαστεί από τη δύναμη και το πείσμα του.

-Τώρα είσαι γιος της μάνας σου, σκέφτηκε.

Το άλλο γεγονός που συγκλόνισε τη Ζηνοβία, έγινε λίγο καιρό αργότερα, την 31η Ιουλίου 1920. Ήταν η εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη από απόσπασμα της χωροφυλακής στην Αθήνα, με την κατηγορία ότι ήταν ο υπεύθυνος για την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι. Χωρίς δίκη, χωρίς κατηγορητήριο, χωρίς απολογία, εκτελέστηκε εν ψυχρώ. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν το έμαθε, αναφώνησε: «Φρικτό! Φρικτό! Φρικτό!».

Το ανακοίνωσαν οι λιγοστές εφημερίδες στην Κύπρο, αλλά της το έγραψε και η φίλη της. Το άδοξο αυτό τέλος του ανθρώπου που τόσο πολύ αγάπησε και τόσο πολύ θαύμασε για τα χαρίσματά του, καταρράκωσε την Πηνελόπη.

Έγραφε στην Ζηνοβία:

Όταν μία κοινωνία ελέγχεται όχι από τους νόμους και τη τάξη, αλλά με τη δύναμη και την ισχύ αυτών που κρατούν τα όπλα, η ανθρωπότητα γυρίζει πίσω στην προϊστορία και η έννοια του πολιτισμού διαγράφεται από προσώπου γης. Στην Αθήνα, την πόλη που γέννησε την φιλοσοφία και τη δημοκρατία, οι άνθρωποι εκτελούν ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά που γεννήθηκαν ποτέ… Δεν υπάρχουν λόγια και λέξεις για να εκφράσω τον αποτροπιασμό και τον πόνο μου…

Η Ζηνοβία, εκείνο το απόγευμα, στο περίπατό της, δεν πέρασε από τον φάρο για να πιει καφέ με το φαροφύλακα και τη γυναίκα του. Περπάτησε μέχρι τη θάλασσα και έμεινε να την κοιτάζει πολλή ώρα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Για το πόνο, για όλο το πόνο των ανθρώπων, μα πάνω απ’ όλα για την αδικία που προκαλεί άνθρωπος σε άνθρωπο.

Ήξερε πως η ζωή δεν είναι δίκαιη, ήξερε πως ο κόσμος θα είναι πάντοτε έτσι, όμως θα ήθελε, πολύ θα ήθελε να σηκώσει λίγο από το βάρος του πόνου που κουβαλούν οι άνθρωποι. Ήθελε να το κρατήσει με τα δυο της χέρια και να το πετάξει στη θάλασσα, αυτό το απέραντο και απύθμενο χωνευτήρι που εξαφανίζει τα πάντα. Ήθελε, μα δεν μπορούσε… Ο κάθε άνθρωπος, μόνος του, θα πρέπει να σηκώσει το δικό του μερίδιό στο πόνο.

 

Ίων Δραγούμης

Περισσότερα στοιχεία για την κατάσταση των χωρικών της Κύπρου την περίοδο αυτή μπορείτε να βρείτε, ακολουθώντας τον σύνδεσμο πιο κάτω:

https://cosmosblog.io/ιστορικά-στοιχεία-1930/

 

(Κεφάλαιο 13)

Μελβούρνη – Αυστραλία –Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2020

Μετά την αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος στην Ελένη, είχαν ξεκαθαρίσει όλα πια στο μυαλό της Ζήνας. Ο στόχος της ήταν να επισκεφθεί την Κύπρο και να ανακαλύψει ότι μπορούσε να βρει εκεί. Αυτή η παράξενη κατάσταση της πανδημίας και της καραντίνας απλά της έδιναν το χρόνο να διαβάσει τα γράμματα που βρίσκονταν στο κουτί που της είχε αφήσει  ο πατέρας της.

Παρόλα αυτά, η στασιμότητα είχε αρχίσει να γίνεται εκνευριστική. Όταν τα κρούσματα μειώνονταν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες στη διακίνηση, όταν μια νέα μετάλλαξη εμφανιζόταν και τα κρούσματα αυξάνονταν, αμέσως όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια τους. Για την Ζήνα αυτό θα ήταν ανυπόφορο, χωρίς τον Αλέξη. Αν ήταν εντελώς μόνη της όλους αυτούς τους μήνες θα τρελαινόταν. Η παρουσία του Αλέξη χρωμάτιζε τη ζωή της και έδινε νόημα στη μουντή της καθημερινότητα.

Εκείνος δεν έμενε λεπτό αδρανής. Εκτός από τα μαθήματα που έκανε διαδικτυακά, ασχολείτο και με όλες τις μικροεργασίες που χρειαζόταν το σπίτι της Ζήνας. Επιδιόρθωσε μερικές βρύσες που έσταζαν, μπογιάτισε σχεδόν ολόκληρο το διαμέρισμα και οτιδήποτε άλλο έβλεπε ότι θα μπορούσε να βελτιωθεί. Η Ζήνα ήταν κάπως αδιάφορη με όλα αυτά. Όταν ζούσε ο πατέρας της και έβλεπε ότι κάτι ήταν εντελώς απαραίτητο να επιδιορθωθεί, του ζητούσε και έστελνε ένα τεχνικό. Από τότε που πέθανε όμως, δεν ασχολήθηκε καθόλου.

Τώρα πια έβλεπε το κάθε τι στο διαμέρισμά της να λειτουργεί άψογα και όλα να λάμπουν. Παρακολουθούσε τον Αλέξη να εργάζεται και θαύμαζε το καλλίγραμμο, δυνατό σώμα του, που δεν το είχε για επίδειξη αλλά το χρησιμοποιούσε πρακτικά. Από την άλλη εντυπωσιαζόταν με την τελειότητα με την οποία ολοκλήρωνε τις εργασίες που άρχιζε. Δεν μπορούσες να βρεις ψεγάδι. Την ξάφνιαζε ευχάριστα κάθε μέρα. Άρχισε μάλιστα να αισθάνεται ότι όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο δενόταν μαζί του. Αυτό δεν της είχε συμβεί ποτέ ξανά στη ζωή της. Και το περίεργο ήταν πως της άρεσε! Αυτός ο άνδρας, με την παλιάς κοπής ψυχοσύνθεση και τις ιπποτικές αρχές, ήταν απίστευτα γοητευτικός!

Παράλληλα συνέχιζε το διάβασμα του κειμένου που έγραψε ο παππούς της προς τον πατέρα της. Η ζωή των προγόνων της όπως εξελισσόταν μέσα από αυτό το κείμενο ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και την κρατούσε σε αγωνία. Δυστυχώς για κείνη προχωρούσε αργά, λόγω της δυσκολίας στη γλώσσα, όμως επέμενε να το διαβάσει πρώτα μόνη της. Απλά ρωτούσε τον Αλέξη για λέξεις και φράσεις που την δυσκόλευαν ιδιαίτερα. Βυθιζόταν ώρες στη μελέτη και όταν τελείωνε ένοιωθε εμβαπτισμένη σε ένα κόσμο μαγικό, που ήταν ο κόσμος της οικογένειάς της!

Έγραφε λοιπόν ο παππούς Ευάγγελος στον πατέρα της:

Γιε μου δεν υπήρξα πολύ συνεπής στην αφήγηση μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που σου περιέγραψα τη ζωή μου μέχρι την προσπάθειά μου να αναβιώσω την επιχείρηση που κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Είσαι πια δεκαπέντε χρονών. Ελπίζω όταν αυτό το κείμενο έρθει στην κατοχή σου, θα έχεις το ενδιαφέρον να το διαβάσεις.

Δούλεψα σκληρά για τα επόμενα δέκα χρόνια. Δεν ήταν εύκολο να στήσω την επιχείρησή μας, που με τόση επιπολαιότητα άφησα να καταστραφεί. Αν δεν ήταν στο πλάι μου ο Μαχμούτ, σίγουρα δεν θα τα κατάφερνα. Οι παραγωγοί δεν με εμπιστεύονταν πια και τα εργοστάσια του εξωτερικού δεν ήθελαν να ακούσουν για μένα. Έπρεπε να ξεπλύνω την ρετσινιά από πάνω μου. Ο Μαχμούτ – ας είναι καλά εκεί που είναι, γιατί έχει πεθάνει εδώ και δύο χρόνια – μου στάθηκε σαν πατέρας. Δεν μπορώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη που νοιώθω για αυτό. Μετά το θάνατό του, συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα στη χήρα του και προίκισα την μοναχοκόρη του. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για κείνο.

Αυτά τα δέκα χρόνια, πέραν από το γεγονός ότι δούλευα σκληρά, είχα και συχνή αλληλογραφία με την μητέρα μου. Μέσα στο κουτί μαζί με το δικό μου κείμενο θα βρεις όλη την αλληλογραφία που είχα μαζί της. Φύλαγα τα γράμματά της και όταν εκείνη πέθανε και πήγα στη Πάφο, βρήκα στο γραφείο της όλα τα γράμματα που της έστελνα εγώ. Έτσι υπάρχουν όλα. Δεν λείπει κάτι. Θα σε βοηθήσουν να καταλάβεις πόσο σπουδαία ήταν αυτή η γυναίκα.

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όσο εγώ αγωνιζόμουν να στήσω την επιχείρηση, η μητέρα μου έστηνε μια άλλη επιχείρηση στη Πάφο. Στην προσπάθειά της να βοηθήσει τις φτωχές γυναίκες της υπαίθρου, είχε ξεκινήσει το εμπόριο των κυπριακών υφαντών με την Αλεξάνδρεια. Έστελνε δηλαδή κυπριακά υφαντά σε εμπόρους εδώ και όλα σχεδόν τα κέρδη πήγαιναν στις υφάντρες. Έτσι πολλές κοπέλες βοηθήθηκαν και η μητέρα μου αξιοποίησε εκείνο το έμφυτο ταλέντο που είχε με τις επιχειρήσεις και το εμπόριο.

Όλα αυτά τα χρόνια, μου έγραφε να πάω να την επισκεφθώ, μα εγώ ήμουν βουτηγμένος στη προσπάθειά μου να αναβιώσω την επιχείρηση. Δεν μπορούσα να φύγω ούτε λεπτό ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Αργότερα, όταν την έχασα, κατάλαβα ότι άξιζε πολύ περισσότερο το κόπο να πάω να τη δω. Όμως εκείνα τα χρόνια, ένα τέτοιο ταξίδι θα κρατούσε τουλάχιστον ένα μήνα και για μένα ήταν πολύ δύσκολο να λείψω τόσο πολύ. Προσπαθούσα να τα βάλω όλα σε τάξη και μετά να φύγω.

Εκείνη παράλληλα είχε αφοσιωθεί στο στόχο της. Την προβλημάτιζε το γεγονός ότι δεν ήταν καθόλου βέβαιη αν τα κορίτσια από μόνα τους θα μπορούσαν να κρατήσουν την επιχείρηση. Προσπαθούσε να τις εκπαιδεύσει  γιατί γνώριζε ότι η ίδια δεν θα ζούσε για πάντα, όμως το γεγονός ότι μόλις παντρεύονταν έπαυαν να συμμετέχουν, δεν βοηθούσε καθόλου. Πολύ λίγες ήταν εκείνες που έβλεπαν μια προοπτική σε αυτή την απασχόληση, όμως η έλλειψη μόρφωσης και καλλιέργειας δυσκόλευε την πρόοδό τους. Έτσι είχε βάλει σαν δεύτερό της στόχο να βοηθήσει στην μόρφωση  μερικών από αυτές. Πλήρωσε το σχολείο για δυο -τρεις, που ήταν καλές στα γράμματα, αλλά η ίδια έφυγε πριν προλάβει να οργανώσει τον τομέα της διοίκησης.

Η μητέρα μου έφυγε τον Μάιο του 1930. Ήταν μόλις 56 ετών. Είχε από καιρό αρχίσει να έχει πρόβλημα με τα πόδια της, ίσως να ήταν αρθριτικά, δεν ξέρω ακριβώς. Παρόλα αυτά, με τη χρήση ενός μπαστουνιού, εξακολουθούσε κάθε απόγευμα να πηγαίνει ένα μακρινό περίπατο Η διαδρομή ήταν  ανώμαλη και σε μερικά σημεία είχε βράχια. Φαίνεται ότι κάπου σκόνταψε και έπεσε. Δυστυχώς κτύπησε στο κεφάλι και παρόλο που έζησε μερικές μέρες, δεν επανήλθε ποτέ.

Εμένα μου τηλεγράφησαν και έφυγα αμέσως για την Κύπρο. Την πρόλαβα πριν πεθάνει. Άνοιξε τα μάτια της και με είδε όταν έφτασα στο προσκέφαλό της, όμως δεν μπόρεσε να μου μιλήσει. Μου χαμογέλασε ευτυχισμένη και σε λίγες ώρες άφησε την τελευταία της πνοή στην αγκαλιά μου. Δεν θέλω να ακούγεται μελοδραματικό γιατί ήταν μια πολύ τρυφερή στιγμή. Ίσως η πιο τρυφερή στιγμή μεταξύ μας, σε όλη μου τη ζωή. Και ευγνωμονώ το Θεό που την έζησα.

Η κηδεία της γιαγιάς σου ήταν μια μοναδική εμπειρία. Με ρώτησαν πού θα ήθελα να ταφεί, στη πόλη ή στο χωριό της. Επέλεξα το χωριό, εκεί που ήταν θαμμένοι  οι γονείς της. Δεν γνώριζα φυσικά ότι το χωριό βρισκόταν στα βουνά, απείχε περίπου 15 μίλια από το Κτήμα και δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι, ούτε μεταφορικά μέσα.

-Θα στείλω κάποιο να τους ενημερώσει, μου είπε ο ιερέας και εμείς θα ξεκινήσουμε γύρω στις πέντε το πρωί, πριν ανεβεί ο ήλιος.

Στις πέντε το πρωί ήμασταν όλοι έτοιμοι. Μπροστά μία άμαξα με το φέρετρο και πίσω μία τεράστια πομπή με μαυροφορεμένες γυναίκες, άνδρες, παιδιά, άλλοι με γαϊδούρια, άλλοι με μουλάρια και οι περισσότεροι με τα πόδια. Δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου κάτι τέτοιο. Δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες ακολουθούσαν το φέρετρο. Οι περισσότερες γυναίκες ήταν νέες, άλλες κρατούσαν βρέφη στην αγκαλιά τους, υπήρχαν ακόμα και εγκυμονούσες.

Εμένα μου έδωσαν ένα άλογο. Στην αρχή  δεν ήθελα να το καβαλικεύσω, βλέποντας όλες εκείνες τις γυναίκες να περπατούν, όμως ο ιερέας μου είπε κάτι πολύ σοφό:

-Γιε μου σε ποια απ’ όλες θα δώσεις το άλογο αυτό; Είναι δεκάδες. Αυτές έτσι περπατούν σε όλη τους τη ζωή, δεν κουράζονται. Εσύ δεν είσαι μαθημένος.

Παρόλα αυτά το μοιραζόμουν με τις εγκυμονούσες ή εκείνες που κρατούσαν βρέφη στην αγκαλιά τους.

Η θλιβερή πομπή προχωρούσε αργά, με τους ιερείς πίσω από το φέρετρο να ψέλνουν, πολλές γυναίκες να κλαίνε και άλλες να μοιρολογούν. Έμοιαζε με χορό αρχαίας τραγωδίας. Όπου βρίσκαμε βρύση σταματούσαμε να πιούμε νερό. Όταν περνούσαμε από χωριά οι άνθρωποι ήταν όλοι έξω και μας περίμεναν με λουλούδια και μυροδοχεία στα χέρια, με τα οποία στόλιζαν το φέρετρο και μύρωναν το νεκρό σώμα της μητέρας μου. Κάποιοι ακολουθούσαν την πομπή, που όλο και μεγάλωνε. Ήταν σαν να ήταν Μεγάλη Παρασκευή και περνούσε ο Επιτάφιος.

Και ενώ οι άνθρωποι θρηνούσαν τον θάνατο της Ζηνοβίας, η φύση οργίαζε από ομορφιά και αρώματα για να την καλωσορίσει στην αγκαλιά της. Ήταν Μάιος. Στο νου μου ήρθε η Αφροδίτη με τον Άδωνη και η Παναγία με τον Χριστό. Τέτοια εποχή θρηνούσαν και εκείνες τους αγαπημένους τους. Η μόνη διαφορά ήταν πως οι δικοί τους αγαπημένοι θα ανασταίνονταν σε λίγο. Η δική μου μητέρα, όχι.

 Η Αφροδίτη σε αυτή τη γη, που μέσα της εμείς θα εναποθέταμε σε λίγο το σώμα της μητέρας μου, έτρεχε ξυπόλυτη σαν έχασε τον Άδωνη και κόκκινες παπαρούνες ανθούσαν από το αίμα που έσταζε από τα γυμνά  πόδια της. Και  τώρα οι παπαρούνες λύγιζαν το λιγνό κορμί τους στον άνεμο και φώτιζαν με το λαμπρό τους χρώμα τους αγρούς, σαν ένα ύστατο αποχαιρετισμό προς την Ζηνοβία, μια κόρη της γης της Πάφου.

Σαν φτάσαμε στο χωρίο της, τον Στατό, όλοι οι κάτοικοι μας περίμεναν στην είσοδο του χωριού για να μας συνοδέψουν μέχρι την εκκλησία. Την εκκλησία των Αγίων Ζηνόβιου και Ζηνοβίας. Έμεινα έκπληκτος όταν το άκουσα. Η κηδεία έγινε από πολλούς ιερείς που μαζεύτηκαν από τα γύρω χωριά να τιμήσουν τη μητέρα μου, πρωτοστατούντος του Μητροπολίτη Πάφου. Η μικρή εκκλησία ήταν γεμάτη καθώς και όλοι οι δρόμοι του χωριού από το πλήθος.

Στο τέλος της κηδείας ο Μητροπολίτης είπε λίγα λόγια για τη μητέρα μου. Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα γιατί ήμουν πολύ συγκινημένος. Εκείνο που καρφώθηκε στη μνήμη μου ήταν μία φράση του:

-Αυτή η λαοθάλασσα που σε αποχαιρετά, Ζηνοβία, είναι εδώ γιατί είσαι ο πρώτος άνθρωπος που εδώ και εκατονταετίες νοιάστηκε για αυτούς τους καταπιεσμένους. Νοιάστηκες για την φτώχια τους και τους έδειξες το δρόμο για να διεκδικήσουν την ζωή τους. Ελαφρύ ας είναι το χώμα που θα σε σκεπάσει! Αιωνία σου η μνήμη.

Ύστερα από την κηδεία έμεινα μερικές μέρες στο χωριό. Με φιλοξένησε η Ευθυμία, η κόρη της Ευρυδίκης, μιας συγγένισσας της μητέρας μου, στην οποία έδωσε το σπίτι των γονιών της για προίκα. Έτσι στην πραγματικότητα έμεινα στο σπίτι της γιαγιάς και της μητέρας μου. Αυτοί οι άνθρωποι ένοιωθαν μεγάλη ευγνωμοσύνη για κείνη. Η φιλοξενία τους, σε ένα σπίτι τόσο ταπεινό,  ήταν βασιλική για μένα.

Δυστυχώς όμως έπρεπε να φύγω. Με περίμενε η Αλεξάνδρεια και οι δουλειές μου. Πήγα πίσω στο Κτήμα, διευθέτησα τα οικονομικά με την τράπεζα και μάζεψα όλα τα βιβλία και γραπτά της μητέρας μου, καθώς και μερικά προσωπικά της αντικείμενα. Το σπίτι και τα έπιπλα τα άφησα στις κοπέλες που διαχειρίζονταν την επιχείρηση με τα υφαντά, για να το έχουν σαν αρχηγείο. Τους είπα ότι θα  μπορούσαν να το χρησιμοποιούν όσο καιρό ήθελαν.

Όπως σου είχα πει  και προηγουμένως η μητέρα μου αναφερόταν συνεχώς σε κάποιο μυστικό που ήθελε να μου εκμυστηρευθεί και μάλιστα το είχε γράψει. Πίστευα ότι ανάμεσα σε όλα αυτά τα έγγραφα που μάζεψα, κάτι θα υπήρχε. Δυστυχώς όμως δεν βρήκα τίποτε, όσο και αν έψαξα. Ξέροντας την μητέρα μου, είμαι βέβαιος ότι κάπου θα υπάρχει αυτό το κείμενο. Δεν μπορώ απλά να φανταστώ πού.

Εδώ η Ζήνα σταμάτησε την ανάγνωση. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν μεγάλη. Δεν μπορούσε να συνεχίσει.

-Η γιαγιά Ζηνοβία κηδεύτηκε σαν αγία, σκέφτηκε.

Ποτέ δεν είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό της αν υπάρχει ζωή μετά θάνατο, δεν ήταν ούτως ή άλλως καθόλου θρησκευόμενη. Όμως διαβάζοντας όλες αυτές τις ιστορίες και γνωρίζοντας τη δράση αυτής της εξαίρετης γυναίκας, ήταν βέβαιη πια ότι η υπόστασή της δεν θα μπορούσε να χαθεί στην ανυπαρξία μετά το θάνατό της. Το ίδιο ένοιωθε και για τον πατέρα της. Με ποιο τρόπο επιβιώνει το πνεύμα των ανθρώπων που φεύγουν από τη ζωή, δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να συμπεράνει, ήταν όμως πια βέβαιη ότι υπάρχει κάποιου είδους μεταθανάτια ύπαρξη σε μια πνευματική διάσταση.

-Πόσο πολύ θα ήθελα να την είχα γνωρίσει! Είπε μεγαλοφώνως.

-Τι είπες; Τη ρώτησε ο Αλέξης

-Είπα πως θα ήθελα να γνωρίσω την γιαγιά Ζηνοβία, απάντησε η Ζήνα. Ήταν τόσο σπουδαία γυναίκα!

-Στάσου μπροστά στον καθρέφτη, της είπε γελώντας το Αλέξης. Θα την δεις απέναντί σου. Κουβαλάς τα γονίδια της γιαγιάς σου μέσα στο σώμα σου μα προπάντων μέσα στο πνεύμα σου! Και μην νομίσεις ότι όλη αυτή η ιστορία ήρθε στα χέρια σου, έτσι τυχαία. Είναι μια ανάθεση σε σένα να αναβιώσεις την ζωή της, μα προπάντων να βρεις τις ρίζες σου.

Η Ζήνα ανατρίχιασε. Όλο αυτό μέχρι τώρα ήταν ένα παιχνίδι που της κινούσε το ενδιαφέρον, όμως είχε δίκαιο ο Αλέξης. Πίσω από την ενδιαφέρουσα ιστορία, υπήρχαν οι άνθρωποι, υπήρχε η γιαγιά Ζηνοβία, που άφησε παρακαταθήκη ένα μυστικό. Και ενώ είχαν περάσει εκατό σχεδόν χρόνια και τα πάντα έχουν κονιορτοποιηθεί από τον ανελέητο χρόνο, η Ζήνα θα πρέπει να βρει την αλήθεια. Σουρεαλιστικό; Σίγουρα. Όμως όπως είπε ο Αλέξης είναι ένα καθήκον που της έχει ανατεθεί.

-Τι έγινε; Σου έχει απαντήσει η Ελένη; Ρώτησε ο Αλέξης.

-Ναι μου έχει απαντήσει και έχει επιβεβαιώσει ότι η εκτίμηση του τεμαχίου στη Πάφο από το δικηγορικό γραφείο είναι ρεαλιστική. Πρόκειται για πολύ μεγάλή έκταση σε τουριστική περιοχή που πολλοί θα ενδιαφέρονται να την αγοράσουν και να την αναπτύξουν. Εκείνο που άρχισε να με εκνευρίζει είναι η επιμονή του δικηγορικού γραφείου να τους αναθέσω την πώληση του τεμαχίου. Θα χάσουμε τον αγοραστή, λένε. Και τι μ’ αυτό; Εγώ δεν ενδιαφέρομαι να πωλήσω!

-Να είσαι επιφυλακτική με αυτό το γραφείο. Ποτέ δεν ξέρεις ποιες είναι οι προθέσεις τους. Μην νομίζεις ότι οι άνθρωποι στη Κύπρο είναι άγιοι. Κάθε άλλο. Υπάρχει πολλή διαφθορά και εμπλεκόμενα συμφέροντα. Να είσαι προσεκτική μαζί τους.

-Μην ανησυχείς. Εγώ είμαι αλεπού και δεν εμπιστεύομαι εύκολα κανένα. Προς το παρόν θα περιμένω. Δεν μπορώ να πάω στη Κύπρο αν δεν κυκλοφορήσουν τα εμβόλια. Σε κανένα εξάμηνο το υπολογίζω. Θα είναι καλοκαίρι εκεί. Και ξέρεις κάτι; Παρόλο που έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες του κόσμου, δεν έχω πάει ποτέ στην Ευρώπη, πόσο μάλλον σε χώρα της Μεσογείου θάλασσας. Θα είναι απίστευτη εμπειρία για μένα.

-Πιστεύω ότι θα σου αρέσει. Κρίμα που εγώ δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω μαζί σου εκείνη την εποχή. Έχω τις ομάδες της ελληνικής γλώσσας. Διαφορετικά θα ερχόμουν σίγουρα.

-Μην ανησυχείς, του είπε γελώντας. Είναι μια ευκαιρία να δοκιμάσουμε τη σχέση μας και να διαπιστώσουμε αν είναι η πανδημία που μας κρατά μαζί ή έχουμε βρει το ταίρι μας.

-Άσε τις πονηριές, της είπε ο Αλέξης, ελαφρά ενοχλημένος. Εγώ δεν έχω κέφια για περιπετειούλες.

-Εντάξει σκληρέ, μεσογειακέ άνδρα! Θα δω εγώ κατά πόσο είμαι μια επιπόλαιη Αυστραλή ή τα γονίδια της Ζηνοβίας θα με κρατήσουν αιώνια πιστή σε σένα!

 

 

(Κεφάλαιο 14)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Η Ζήνα καθόταν στο αεροπλάνο πετώντας προς την Κύπρο και μελετούσε για ακόμα μια φορά τα γράμματα και το κείμενο που άφησε ο παππούς Ευάγγελος στον πατέρα της. Ήταν η τελευταία πτήση της διαδρομής, από το Dubai στο αεροδρόμιο της Λάρνακας

Τους μήνες που πέρασαν τα είχε περιέλθει διεξοδικά πολλές φορές και μέσα στο μυαλό της είχε δημιουργήσει μια τόσο καθαρή εικόνα της ζωής τους, που νόμιζε ότι τους γνώριζε. Της έκανε μεγάλη εντύπωση ότι παρόλο που σχεδόν όλα τα κείμενα, εκτός από τα γράμματα της Ζηνοβίας, αφορούσαν τον παππού Ευάγγελο, το κεντρικό πρόσωπο ήταν η Ζηνοβία. Η επίδραση αυτής της γυναίκας ήταν καθηλωτική στις ζωές όλων, ακόμα και μετά το θάνατό της.

Στη συνέχεια του κειμένου του ο Ευάγγελός μιλούσε για την σύζυγό του, την Αντιγόνη, αλλά αυτή η τόσο γλυκιά και καλοσυνάτη γυναίκα, φαινόταν να χάνεται στη δίνη του χρόνου και των γεγονότων, ενώ η Ζηνοβία έστεκε αγέρωχη και κυριαρχούσε ακόμα και σήμερα, στη δική της ζωή.

Έγραφε κάπου ο παππούς Ευάγγελος:

Όταν γύρισα, γιε μου, από την κηδεία της μητέρας μου στη Κύπρο, κατάλαβα ότι ήμουν πια μόνος  στο κόσμο. Η οικογένειά μου θα τελείωνε εδώ, αν δεν παντρευόμουν για να αφήσω τα γονίδια της Ζηνοβίας και στις μελλοντικές ζωές. Τότε θυμήθηκα την Αντιγόνη. Ήταν η μόνη από τις παλιές μου θαυμάστριες που δεν είχε παντρευτεί, μετά την οικονομική μου καταστροφή. Ήξερα μάλιστα ότι η μητέρα μου διατηρούσε αλληλογραφία μαζί της. Έτσι πήγα να την δω. Είχε χάσει και εκείνη τους γονείς της και ήταν μόνη.

Όταν αποφάσισα να την παντρευτώ ήμουν βέβαιος ότι ήταν η ιδανικότερη γυναίκα στον κόσμο για μένα. Είναι  τόσο στοργική, τρυφερή, υποστηρικτική και σίγουρα καλή μητέρα. Δεν έχει τη δυναμική της Ζηνοβίας, πράγμα καθόλου παράξενο, γιατί η μητέρα μου ήταν ένα φαινόμενο, όμως είμαι ευτυχισμένος που την επέλεξα. Είναι για μένα η καλύτερη σύζυγος στον κόσμο και πιστεύω και για σένα η καλύτερη μητέρα.

Εγώ, γιε μου, άργησα να παντρευτώ γιατί οι συνθήκες δεν μου το επέτρεψαν, με τον τρόπο που ζούσα. Θα ήταν καλά εσύ να παντρευτείς νεότερος για να μπορέσεις να κάνεις πολλά παιδιά και διαιωνίσεις τα γονίδια της Ζηνοβίας, αλλά και του υπέροχου πατέρα μου, του Δημήτριου, που ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στο κόσμο.

Εδώ πάντα δάκρυζε η Ζήνα. Σκεφτόταν το δικό της πατέρα που από τα είκοσί του χρόνια ορφάνεψε και από τους δυο γονείς του, όταν σε εκείνο το δυστύχημα σκοτώθηκαν μαζί και έπρεπε να αναλάβει μόνος του την επιχείρηση βαμβακιού. Πριν προλάβει καλά, καλά να καταλάβει τι γινόταν, πραγματοποιήθηκε η  εθνική επανάσταση στην Αίγυπτο και εθνικοποίησε το εργοστάσιο επεξεργασίας βαμβακιού που είχε στην Αλεξάνδρεια. Σε τόσο μικρή ηλικία έπρεπε να δημιουργηθεί από την αρχή. Πώς να σκεφτεί το γάμο;

Έτσι σε μεγάλη ηλικία και αυτός, από λάθος μάλλον, γέννησε την ίδια. Και την ονόμασε Ζήνα, το όνομα της γιαγιάς του, όχι της μητέρας του, όπως συνηθιζόταν. Τώρα η Ζήνα ήταν πια σχεδόν σαράντα ενός ετών και μέχρι πρόσφατα δεν είχε ποτέ σκεφτεί να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Η γνωριμία της με τον Αλέξη είχε πια αλλάξει αυτή την προοπτική, καθώς και η ανάγνωση όλων αυτών των επιστολών, που είχαν δημιουργήσει μέσα της την επιθυμία να αφήσει απογόνους. Κάτι, που πριν κανένα – δύο χρόνια, θα ήταν εντελώς ουτοπικό.

Εκείνη την ώρα πέρασε η αεροσυνοδός για να μοιράσει τα γεύματα και η Ζήνα έβγαλε την μάσκα της για να φάει. Σε όλο το ταξίδι έπρεπε όλοι να φορούν προστατευτική μάσκα, που την έβγαζαν μόνο για να φάνε. Η κυρία δίπλα της, γύρω στα πενήντα, με ένα ευγενικό πρόσωπο, έκανε το ίδιο και χαμογέλασε ντροπαλά στη Ζήνα.

-Πάτε στην Κύπρο; Την ρώτησε η Ζήνα στα ελληνικά

-Ναι, κατάγομαι από τη Πάφο και πήγα στη Μελβούρνη να παρευρεθώ στο γάμο της κόρης της αδελφής μου. Έγινε σε πολύ στενό κύκλο, λόγω της πανδημίας. Πολύ κουραστικό ταξίδι.

-Ναι, έχετε δίκαιο. Είκοσι δύο ώρες σε ένα αεροπλάνο δεν είναι λίγο! Και το χειρότερο είναι ότι πρέπει να φοράμε και αυτή τη μάσκα, συνεχώς.

-Τι να κάνουμε; Είναι δύσκολες οι συνθήκες. Εσείς πάτε στη Κύπρο;

-Ναι, πάω και εγώ στη Πάφο. Η προγιαγιά μου καταγόταν από εκεί, αλλά πρώτη φορά θα επισκεφθώ το νησί. Να σας ρωτήσω κάτι; Έχω διαβάσει μερικές επιστολές του παππού μου και μια αποκαλεί την πόλη Πάφο και μια Κτήμα. Ποιο είναι το σωστό;

-Να σας εξηγήσω. Η Πάφος είναι μια αρχαιότατη πόλη της Κύπρου. Το όνομα της συνδέεται με τη θεά Αφροδίτη, δεδομένου ότι Πάφος ήταν το όνομα της μυθολογικής κόρης  ή γιου, της Γαλάτειας και του Πυγμαλίωνα. Επίσης ο Παυσανίας και ο Όμηρος αναφέρουν σαν ιδρυτή της Πάφου και της Παλαίπαφου τον Αγαπήνορα, Αρκάδα Βασιλιά της Τεγέας, που μετά την επιστροφή του από τον Τρωικό πόλεμο ίδρυσε την Παλαίπαφο, τα σημερινά Κούκλια. Όταν ήρθαν οι Φράγκοι στη Κύπρο το 1192 η περιοχή της πόλης της Πάφου, μετονομάστηκε σε Βασιλικό Κτήμα, και για το λόγο αυτό, μέχρι 1970, ονομαζόταν Κτήμα. Τώρα πια λέγεται επίσημα Πάφος.

-Ευχαριστώ. Πολύ διαφωτιστική πληροφορία. Θα μπορούσατε να μου επαναλάβετε τα ονόματα για να τα ψάξω αργότερα;

-Να σας τα γράψω.

Η Μαρία σημείωσε σε ένα χαρτάκι τα ονόματα, που αναφέρονταν στην ονομασία της Πάφου και τα έδωσε στη Ζήνα.

-Ευχαριστώ πολύ. Εσείς κατοικείτε στη Πάφο ή σε κανένα χωριό στην επαρχία της Πάφου;

-Εγώ κατοικώ στην Γεροσκήπου. Είναι ένας δήμος μόλις έξω από τη πόλη της Πάφου. Ξέρετε η θεά Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς στην αρχαιότητα, λέγεται ότι γεννήθηκε σε μια παραλία στη Πάφο. Μπορείτε να δείτε και την τοποθεσία αν θέλετε, τώρα που θα είστε εκεί. Μερικοί συσχετίζουν το όνομά της με τον αφρό της θάλασσας και το «δύομαι», αναδύομαι δηλαδή, αλλά οι σύγχρονοι μελετητές το θεωρούν παρετυμολογία. Είναι μια θεότητα της Μέσης Ανατολής που διαδόθηκε στο ελληνικό κόσμο μέσω της Κύπρου, για αυτό λέγεται ότι γεννήθηκε εδώ. Το όνομά της είναι ξένο.

-Ξέρετε πολλά πράγματα. Είστε φιλόλογος; Ο σύντροφός μου είναι φιλόλογος. Αυτός με έμαθε να μιλώ ελληνικά.

-Όχι δεν είμαι φιλόλογος, αλλά διαβάζω πολύ. Μου αρέσει να μελετώ την ιστορία του τόπου μου. Να σας πω και κάτι άλλο μιας και πιάσαμε αυτό το θέμα. Το χωριό μου, η Γεροσκήπου, πήρε το όνομά της από το «Ιερός Κήπος» γιατί λέγεται ότι εδώ ήταν οι ιεροί κήποι της θεάς Αφροδίτης. Ο ναός της ήταν λίγο πιο κάτω, εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωριό Κούκλια. Μπορεί κάποιος να δει  τα ερείπια του ναού που υπήρχε στην αρχαιότητα. Ήταν το σημαντικότερο λατρευτικό κέντρο της θεάς σε όλο τον τότε ελληνικό κόσμο. Έρχονταν από παντού για να την τιμήσουν.

-Είναι μαγικά αυτά που μου λέτε! Νιώθω ότι θα κάμω μια βουτιά στο παρελθόν πατώντας το πόδι μου σε αυτό το νησί. Με την ευκαιρία να γνωριστούμε. Εγώ λέγομαι Ζήνα, Ζηνοβία δηλαδή, Βασιλόπουλος και είμαι δημοσιογράφος.

-Εμένα με λένε Μαρία Στυλιανού και είμαι μια απλή οικοκυρά που της αρέσει να διαβάζει πολύ.

-Ω, είμαι τόσο τυχερή που σας γνώρισα. Να σας ρωτήσω όμως και κάτι άλλο. Βλέπετε όλα αυτά τα γράμματα που κρατώ και διαβάζω συνεχώς; Τα άφησε ο παππούς μου στο πατέρα μου. Τα περισσότερα αναφέρονται στη προγιαγιά μου, που λεγόταν Ζηνοβία και καταγόταν από το χωριό Στατός. Αυτή η γυναίκα μεταξύ 1916 και μέχρι το 1930 που πέθανε, είχε δημιουργήσει ένα είδος επιχείρησης για εξαγωγή κυπριακών υφαντών αρχικά και άλλων ειδών αργότερα, στην Αλεξάνδρεια και αλλού για να βοηθήσει τις φτωχές κοπέλες της Πάφου. Μήπως γνωρίζετε κάτι σχετικό;

-Όχι, δεν έχω ακούσει κάτι. Πιθανόν με το θάνατό της να σταμάτησε η επιχείρηση αυτή.

-Ξέρετε, η προγιαγιά μου ήταν μια πολύ σπουδαία γυναίκα. Παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία ένα έμπορο βαμβακιού από την Αλεξάνδρεια και ενώ ήταν μια αγράμματη χωριατοπούλα, μορφώθηκε και βοηθούσε τον σύζυγό της στις δουλειές του. Όταν αυτός πέθανε, ήρθε στη Κύπρο και έστησε αυτή την επιχείρηση για να υποστηρίξει τα άπορα κορίτσια να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα.

-Δεν έχω ακούσει κάτι για αυτό, όμως ξέρω ότι εκείνη την εποχή η φτώχια ήταν απερίγραπτη. Όλοι ήταν χρεωμένοι στους τοκογλύφους και συχνά έχαναν τις περιουσίες τους, γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Αν η προγιαγιά σου έκανε κάτι για να βοηθήσει, μπράβο της.

-Και κάτι άλλο ακόμα. Σε κάποια από τα γράμματά της προς το γιο της, αναφέρεται σε ένα κορίτσι που είχε ένα παράξενο όνομα. Α! θυμήθηκα. Την έλεγαν Ανδριάνθη. Αυτή η κοπελίτσα λοιπόν, φαίνεται ότι ήταν πολύ ικανή υφάντρα και όχι μόνο. Έφτιαχνε γλυκά, μαρμελάδες και ότι άλλο φανταστείς. Ήθελε να επεκτείνουν την επιχείρηση και σε άλλα προϊόντα και φαίνεται ότι είχε πείσει τη προγιαγιά μου. Είχαν μάλιστα καταφέρει να εξάγουν και στο Λονδίνο. Έχετε ακούσει κάτι για αυτή, μήπως;

-Όχι, δεν έχω ακούσει. Θεωρώ, ότι μετά το θάνατο της προγιαγιάς σου θα ήταν πολύ δύσκολο για αυτά τα κορίτσια να συνεχίσουν τις εξαγωγές. Δεν είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις και ούτε την ελευθερία κινήσεως. Η προγιαγιά σου θα πρέπει να ήταν πολύ δυναμική και ατρόμητη για να καταφέρει αυτά που περιγράφεις, τότε.

-Ναι, και εγώ έχω εντυπωσιαστεί από τις πράξεις της. Είναι η δική της ιστορία που με φέρνει στη Κύπρο. Μήπως ξέρετε κάτι για το Στατό, το χωριό της;

-Ναι, βέβαια. Είναι ένα μικρό χωριό στα βουνά της Πάφου. Πρέπει να γνωρίζετε ότι η επαρχία της Πάφου είναι κατά βάση ορεινή. Εκεί καλλιεργούνται κυρίως αμπέλια. Το χωριό αυτό, γύρω στα 1966 – 1969 υπέστη μεγάλες κατολισθήσεις λόγω βροχοπτώσεων. Έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να μεταφέρει του κατοίκους του χωριού, αλλά και του διπλανού σε ένα ύψωμα πιο πάνω. Το νέο χωριό ονομάστηκε Στατός – Άγιος Φώτιος, όπως ήταν τα ονόματα των δύο χωριών που ενώθηκαν . Στο παλιό χωριό, από όπου καταγόταν η γιαγιά σας, υπάρχουν μόνο ερειπωμένα σπίτια. Θα το επισκεφθείτε, φαντάζομαι.

-Σίγουρα. Πάντως θα πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι πρώτη φορά κάνω μια συνομιλία στην ελληνική γλώσσα. Πριν δυο χρόνια δεν ήξερα σχεδόν καθόλου ελληνικά. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου όμως και τη γνωριμία μου με τον Αλέξη, τον σύντροφό μου, άρχισα να μαθαίνω για να διαβάσω το γράμματα που μου άφησε ο πατέρας μου. Έχω ενθουσιαστεί που μπορώ να καταλαβαίνω ότι λέτε και εσείς να καταλαβαίνετε τα δικά μου ελληνικά.

-Μια χαρά είναι τα ελληνικά σας. Εγώ νόμιζα ότι τα μιλάτε σε όλη σας τη ζωή.

Εκείνη την ώρα πέρασε η αεροσυνοδός για να μαζέψει τους δίσκους. Η Ζήνα και η Μαρία φόρεσαν τις μάσκες τους. Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της για να ξεκουραστεί και η Ζήνα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Περνούσαν πάνω από μια έρημο. Ατελείωτες εκτάσεις άμμου και στη μέση ένας ευθύς δρόμος να συνεχίζεται για χιλιόμετρα. Που και που έβλεπες ένα αυτοκίνητο να τον διασχίζει.

-Τι μονότονο τοπίο! Σκέφτηκε η Ζήνα.

Ύστερα θυμήθηκε όταν επισκέφθηκε στην έρημο στην κεντρική  Αυστραλία, τον περίφημο μονόλιθο Ayres Rock, που όταν κτυπά ο ήλιος πάνω του κατά την ανατολή και δύση του,  ενεργοποιούνται τα μέταλλα που περιέχει και λάμπει  κόκκινος. Η περιοχή  θεωρείται ιερός χώρος των Αβορίγινων και έχει πια μετονομαστεί σε πάρκο Ουλουρού. Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει τα αισθήματα συγκίνησης που την γέμισαν όταν αντίκρυσε το θέαμα.

-Όλοι οι τόποι έχουν την ομορφιά τους, μα προπάντων την ιερότητά τους, σκέφτηκε.

Μια φορά που είχε πάει σε μια φυλή σε κάτι νησιά της Ασίας, ένας γέρος μάγος ιερέας της είχε πει.

-Οι άνθρωποι, παλιά, άκουαν τον ήχο της γης και ήξεραν πού να κτίσουν τους ναούς τους. Τώρα πια τους κτίζουν όπου βρουν άδειο οικόπεδο.

Με αυτές τις σκέψεις η Ζήνα έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.

Όταν τα άνοιξε ξανά το τοπίο είχε αλλάξει. Βρίσκονταν πια πάνω από την Μεσόγειο θάλασσα. Βαθύ μπλε και νησάκια ριγμένα σαν βότσαλα να βολοδέρνουν στα κύματα. Λαμπερή ομορφιά.

-Είναι το Αιγαίο Πέλαγος, της είπε η Μαρία. Σε λίγο θα δούμε την Κύπρο.

Η καρδιά της Ζήνας σκίρτησε. Έτσι από ψηλά θα έβλεπε για πρώτη φορά την πατρίδα της προγιαγιάς της. Ένοιωθε μια συγκίνηση που δεν μπορούσε να την εξηγήσει.  Σε λίγο ο πιλότος ανακοίνωσε την άφιξη του αεροπλάνου στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.

Η Ζήνα κοίταζε σχεδόν λαίμαργα και η Μαρία της εξηγούσε:

-Αυτή που βλέπουμε είναι η χερσόνησος της Καρπασίας, τώρα κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα. Αυτή που αχνοφαίνεται είναι η χερσόνησος του Ακάμα. Σε λίγο θα κάνουμε γύρο και θα προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.

Πρόσεξε ότι οι ακτογραμμές της Κύπρου ήταν πιο ομαλές και ευθείες από των νησιών που έβλεπαν προηγουμένως στο Αιγαίο Πέλαγος. Σιγά – σιγά άρχισε η κατάβαση του αεροσκάφους και η Ζήνα κοίταζε τη γη να πλησιάζει, μπορούσε να ξεχωρίζει τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τις πράσινες φυτείες, ακόμα και τους ανθρώπους που πήγαιναν στις δουλειές τους. Από την άλλη πλευρά ήταν η μπλε θάλασσα. Τα κύματα που έσκαζαν στην ακτή, δεν ήταν τεράστια σαν αυτά των ωκεανών που γνώριζε. Όλα ήταν σε μικρότερη κλίμακα.

-Ένας τόπος λιλιπούτιος, σκέφτηκε. Που γεννά μεγάλους ανθρώπους!

-Φτάσαμε, της είπε η Μαρία. Θα σας δώσω το τηλέφωνό μου και μπορείτε να έρθετε να με επισκεφθείτε όποτε θέλετε. Θα χαρώ πάρα πολύ. Έχετε τρόπο να πάτε στο ξενοδοχείο σας ή θέλετε να σας μεταφέρουμε με το σύζυγό μου, που θα έρθει να με παραλάβει.

-Ευχαριστώ πάρα πολύ! Δεν το πιστεύω πως πριν να πατήσω το πόδι μου στη Κύπρο έκαμα μία φίλη! Έχω ενοικιάσει αυτοκίνητο και θα το πάρω από το αεροδρόμιο. Θα χρησιμοποιήσω το GPS και θα βρω το ξενοδοχείο μου. Ονομάζεται Elysium. Είναι λίγο έξω από την Πάφο προς ένα χωριό που το λένε Χλώρακα.

-Υπέροχα! Ναι το γνωρίζω, Είναι ένα από τα ωραιότερα ξενοδοχεία της περιοχής. Θα το απολαύσετε. Και για οποιαδήποτε δυσκολία με παίρνετε τηλέφωνο. Οι αποστάσεις εδώ είναι πολύ μικρές. Καμία σχέση με την Αυστραλία και ότι ξέρατε.

-Το κατάλαβα και σας ευχαριστώ πολύ! Είχα εξαιρετική τύχη που σας γνώρισα.

Η έξοδος από το αεροδρόμιο δεν ήταν και τόσο γρήγορη γιατί έπρεπε όλοι οι επιβάτες να κάνουν PCR test και μόνο όταν τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά να φύγουν. Διαφορετικά θα έπρεπε να μπουν σε καραντίνα. Ήταν μια κουραστική διαδικασία, που έπρεπε όμως να γίνει.

Πριν φύγει η Ζήνα αποχαιρέτησε τη Μαρία και της υποσχέθηκε ότι θα της τηλεφωνούσε. Αφού παρέλαβε το αυτοκίνητό της, ένα Toyota Prius, ενεργοποίησε το GPS και ξεκίνησε.

Η ώρα ήταν 11 το πρωί. Είχε ήδη αρχίσει η ζέστη αλλά μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχε κλιματισμός και η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη. Άναψε το ραδιόφωνο και μουσική με ελληνικά τραγούδια γέμισε το χώρο.

Σιγομουρμουρίζοντας τον ρυθμό της μουσικής, η Ζήνα προχωρούσε στο δρόμο και ταυτόχρονα ταξινομούσε τις πρώτες εντυπώσεις της από την Κύπρο.

-Το αεροδρόμιο είναι σχετικά μικρό, αλλά απόλυτα σύγχρονο, συμπέρανε. Οι Κύπριοι είναι καστανοί προς μελαχρινοί και μετρίου αναστήματος. Οι νεαρές γυναίκες, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν τα ψηλά κορμιά των βορείων χωρών, έχουν εκείνη τη γοητευτική θηλυκότητα, που σαγηνεύει τους άνδρες. Άραγε να τους έμοιαζε και η Ζηνοβία;

Συγκέντρωσε το βλέμμα της στο δρόμο και συνέχισε τη διαδρομή της. Το ταξίδι άρχισε. Πού άραγε θα την οδηγήσει;

 

Κτήμα

Στατός

Πάφος

Ayres Rock

Πυγμαλίων και Γαλάτεια

 

(Κεφάλαιο 15)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Η Ζήνα, μετά την άφιξή της στο ξενοδοχείο και τις απαραίτητες διαδικασίες για το check in, που κάτω από τις  συγκεκριμένες συνθήκες συμπεριλάμβαναν περισσότερα προαπαιτούμενα, όπως κατοχή πιστοποιητικού εμβολιασμού κατά του Covid – 19, επικοινώνησε με τον Αλέξη και τον ενημέρωσε για το ταξίδι της. Του μίλησε και για την καινούργια φίλη της, την Μαρία Στυλιανού. Του έκρυψε το γεγονός ότι μίλησε με τη Μαρία στα ελληνικά, ίσως γιατί ακόμα δεν ήταν έτοιμη και το κάνει συνεχώς. Χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους της και προτιμούσε να περιμένει λίγο καιρό.

Την άλλη μέρα η Ζήνα, ξύπνησε νωρίς. Η αλλαγή ώρας αναστάτωσε τον οργανισμό της, όμως όπως  ήταν πολύ κουρασμένη, κοιμήθηκε βαρετά το βράδυ. Η ώρα ήταν έξι το πρωί. Την προηγούμενη μέρα, είχε εξερευνήσει λίγο το ξενοδοχείο και είδε ότι είχε πρόσβαση στη θάλασσα. Είχαν τοποθετήσει δύο λιμενοβραχίονες και δημιουργήσει μια μικρή παραλία, διότι η περιοχή γενικά ήταν γεμάτη βράχια και η θάλασσα κάπως άγρια. Φόρεσε λοιπόν το μαγιό της και αφού πέρασε από τις εντυπωσιακές πισίνες του ξενοδοχείου, κατέβηκε στη παραλία.

Η ώρα του πρωινού ήταν μαγική. Η θάλασσα ήταν ήσυχη και ιδιαίτερα στο χώρο που περικλειόταν ανάμεσα στους δύο βραχίονες, έμοιαζε ακίνητη. Πρώτη φορά στη ζωή της η Ζήνα είχε δει θάλασσα που να μοιάζει με επιφάνεια καθρέφτη. Στην πατρίδα της η θάλασσα ήταν ωκεανός που βρυχιόταν και μούγκριζε. Εδώ ήταν μια άλλη διάσταση. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκείνη την ώρα. Προχώρησε προς το νερό και άρχισε να περπατά. Ήταν τόσο καθαρό που μπορούσε να δει τα πόδια της και κάτι μικρά ψαράκια που κολυμπούσαν.

Όταν βούτηξε και άρχισε να κολυμπά, ένοιωσε την ενέργεια του νερού να γεμίζει το κορμί της και να την αναζωογονεί. Θυμήθηκε ότι πάντοτε το νερό της άφηνε αυτή την αίσθηση. Στον ωκεανό της πατρίδας της όμως, η άγρια κίνηση της θάλασσας και τα ψηλά κύματα έκαναν όλη την εμπειρία μια δυνατή πάλη με τη φύση και την γέμιζαν ερωτηματικά για το σκοτεινό μυστήριο του βυθού. Εδώ η διαύγεια του νερού ήταν απίστευτη και τα αισθήματα διαφορετικά. Ήταν μια αγκαλιά που την λίκνιζε και την γύριζε με τρυφερότητα πίσω στην μήτρα που την γέννησε.

Αφού κολύμπησε για μισή ώρα επέστρεψε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και ετοιμάστηκε για το πρόγευμα. Κατέβηκε κάτω στη τραπεζαρία φορώντας την μάσκα της, γιατί μέσα στο ξενοδοχείο έπρεπε συνεχώς να έχει μάσκα και μόνο την ώρα του φαγητού μπορούσε κανείς να την βγάλει.

Ήταν δύσκολο να αντισταθεί στη ποικιλία του  πλούσιου μπουφέ. Προσπάθησε πάντως να επιλέξει ντόπια προϊόντα όπως χαλούμι, μαρμελάδες, μικρές ελαιόπιτες και διάφορα φρούτα. Ήταν όλα υπέροχα!

-Με τέτοιες λιχουδιές θα παχύνω, σκέφτηκε. Πρέπει να συγκρατηθώ, αλλά δεν το βλέπω!

Επιστρέφοντας στο δωμάτιό της, έστειλε μήνυμα στο δικηγόρο της από το δικηγορικό γραφείο της Πάφου. Λεγόταν Νεόφυτος Νεοφύτου, ένα καθαρά Παφίτικο όνομα της είχαν πει, γιατί ο Άγιος Νεόφυτος ήταν άγιος της Πάφου και το μοναστήρι του δεν απείχε και πολύ από την πόλη. Συνεννοήθηκαν να συναντηθούν το μεσημέρι. Θα ερχόταν να την πάρει από το ξενοδοχείο της για να πάνε για φαγητό και να της παραδώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας στο όνομά της.

Ύστερα επικοινώνησε με τον Αλέξη. Η ώρα στην Αυστραλία ήταν 5 το απόγευμα, όταν στη Κύπρο ήταν 10 το πρωί. Επτά ώρες διαφορά δηλαδή. Έτσι έπρεπε να του μιλά το πρωί ή έστω νωρίς το απόγευμα. Του είπε για την εμπειρία της με τη θάλασσα και εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι θα είχε και άλλες παρόμοιες εκπλήξεις σε αυτό το μικρό τόπο, που ήταν η πατρίδα του.

-Ξέρεις, της είπε, λέγεται ότι η Μεσόγειος θάλασσα είναι το λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού. Από ότι ξέρουμε μέχρι τώρα, οι πρώτοι άνθρωποι που δημιούργησαν οικισμούς ήταν στη περιοχή της Μεσοποταμίας και ύστερα επεκτάθηκαν στη Μέση Ανατολή και στη Κύπρο. Θα ήταν καλά να επισκεφθείς τον οικισμό της Χοιροκοιτίας κοντά στη Λεμεσό, που άνθρωποι ξεκίνησαν να εγκαθίστανται εκεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, τουλάχιστον 7000 π.Χ. ή και νωρίτερα. Πιστεύω θα τον βρεις πολύ ενδιαφέροντα χώρο.

Ύστερα κάθισε στο μπαλκόνι του δωματίου της που έβλεπε την θάλασσα. Ανάπνευσε βαθιά την μυρωδιά της αλμύρας που έφτανε μέχρι εκεί και ξαναπήρε στα χέρια της τα γράμματα του παππού της. Άρχισε να τα διαβάζει ξανά, έτσι σκόρπια, όπου έπεφτε το μάτι της. Οι εντυπώσεις της Ζηνοβίας, οι συμβουλές της προς το γιο της, όλα ήταν για αυτή σαν μια κουβέντα μαζί της. Και τώρα που ήταν στο τόπο της, η κουβέντα αυτή αποκτούσε μια άλλη υπόσταση.

-Πρέπει να τηλεφωνήσω στην Ελένη, σκέφτηκε. Πριν συναντήσω το δικηγόρο. Καλά είναι να ξέρω τι θα μου πει.

Κάλεσε λοιπόν την Ελένη, η οποία ενθουσιάστηκε μόλις την άκουσε.

-Καλωσόρισες, της είπε. Πώς ήταν το ταξίδι σου; Πώς είναι το ξενοδοχείο;

-Όλα καλά της απάντησε η Ζήνα. Είναι σαν να βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης ακόμα. Όλα μου φαίνονται υπέροχα. Θα ήθελα όμως να μιλήσω μαζί σου γιατί το μεσημέρι θα συναντήσω το δικηγόρο. Μήπως έχεις κάτι ενδιαφέρον να μου πεις που αφορά την περιουσία της Ζηνοβίας;

-Ναι, κάτι περίεργο συνέβηκε. Επικοινώνησα με το Δήμο Πάφου για να ρωτήσω για τις προοπτικές αξιοποίησης του τεμαχίου και προς μεγάλη μου έκπληξη με πληροφόρησαν ότι κάποιος επενδυτής ρωτούσε πρόσφατα για το ίδιο τεμάχιο, λέγοντας πως είναι δικό του.

-Δεν μου έδωσαν περισσότερες πληροφορίες, παρόλο που ρώτησα και μάλλον προσπάθησαν να αποσιωπήσουν το θέμα. Μήπως ο αγοραστής, για τον οποίο σου μιλούσε ο δικηγόρος σου, προτρέχει των γεγονότων;

-Ίσως, δεν ξέρω. Καλά έκανες και μου το είπες, έτσι θα είμαι πιο προσεκτική. Πότε θα μπορέσω να σε δω από κοντά και να πάμε μαζί να επισκεφθούμε την περιουσία αυτή.

-Αύριο δεν μπορώ γιατί έχω μια δουλειά, αλλά θα προσπαθήσω μεθαύριο να είμαι εκεί. Θα χαρώ πολύ να σε γνωρίσω από κοντά! Να είσαι προσεκτική με το δικηγόρο. Δεν ξέρουμε ποιες είναι οι προθέσεις του.

-Μην ανησυχείς! Όλα θα πάνε καλά. Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου.

-Λοιπόν θα επικοινωνήσουμε αύριο για να συμφωνήσουμε τις λεπτομέρειες. Μέχρι τότε να προσέχεις. Όλοι οι Κύπριοι δεν είναι άγιοι! Τώρα θα γνωρίσεις και την άλλη πλευρά τους.

-Σε ευχαριστώ πολύ! Όλα θα πάνε καλά, θα δεις.

Κλείνοντας το τηλέφωνο η Ζήνα έμεινε για λίγο σκεφτική. Φαίνεται ότι οι πιέσεις για να την πώληση θα εντείνονταν αλλά η ίδια δεν ήταν άτομο που πειθόταν εύκολα.

-Θα δούμε, ψιθύρισε.

Άρχισε να ετοιμάζεται γιατί σε λίγο θα ερχόταν ο δικηγόρος. Είχαν συμφωνήσει να βρεθούν στο λόμπι του ξενοδοχείου, γύρω στις 12.30 το μεσημέρι. Φόρεσε ένα κίτρινο φόρεμα που ταίριαζε με τα καστανόξανθα μαλλιά της και φώτιζε τα σκούρα μάτια της. Ήταν πολύ εντυπωσιακή. Τόνισε τα μάτια της με πράσινο μολύβι και έβαλε ένα ανοικτόχρωμο πορτοκαλί κοκκινάδι.

-Με τη μάσκα να σκεπάζει το πρόσωπο, κανείς δεν θα το δει, σκέφτηκε αλλά δεν πειράζει.

Όταν φρόντιζε τον εαυτό της ήθελε να το κάνει ολοκληρωμένα. Δεν της άρεσαν οι μισοδουλειές. Έριξε μια τελευταία ματιά στο καθρέφτη, πήρε την τσάντα της και κατέβηκε στο λόμπι. Ρώτησε την ρεσέψιονιστ αν την ζήτησε κανένας κύριος και εκείνη της έδειξε ένα παχουλό κύριο μετρίου αναστήματος, γύρω στα σαράντα, που καθόταν παραπέρα. Τον πλησίασε και τον ρώτησε στην αγγλική γλώσσα:

-Είστε ο κύριος Νεοφύτου; Εγώ είμαι η Ζήνα Βασιλόπουλος.

Παρόλο που ο κύριος Νεοφύτου φορούσε μάσκα, η Ζήνα κατάλαβε από την έκφραση των ματιών του, πως έμεινε με το στόμα ανοικτό όταν την αντίκρυσε.

-Ω, ναι βέβαια. Εγώ είμαι. Χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω! Είστε πανέμορφη!

-Ευχαριστώ πολύ! Μάλλον είναι τα κυπριακά μου γονίδια!

-Δεν ξέρω, μάλλον είναι ο συνδυασμός. Πολύ παράξενη μείξη τα χρώματά σας!

Η Ζήνα γέλασε κολακευμένη.

-Ας ξεκινήσουμε, είπε για να αλλάξει τη συζήτηση γιατί είχε αρχίσει να νιώθει άβολα.

-Παρακαλώ ακολουθήστε με. Το αυτοκίνητό μου είναι έξω.

Στο χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου τους περίμενε η μερσεντές του κυρίου Νεοφύτου.

-Θα πάμε στο κόλπο των Κοραλλίων, της είπε. Είναι ένα εστιατόριο με καταπληκτική θέα. Οι ντόπιοι αποκαλούν την τοποθεσία Μάα ή Παλαιόκαστρο. Εκεί υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα οικισμού και τειχών της Ύστερης εποχής του Χαλκού, 1200 π.Χ. Πρόσφατα έκτισαν και ένα Μουσείο με τα εκθέματα που βρέθηκαν. Το όνομα Μάα πιθανόν να προέρχεται από αρχαία θεότητα. Βλέπετε πώς διατηρούνται οι ονομασίες σε αυτά τα μέρη!

-Μένω έκπληκτη με την ιστορία που κρύβει ο τόπος!

-Όλη η Κύπρος, αλλά ιδιαίτερα η Πάφος, είναι αυτό που λέμε, κάθε βήμα και μια αρχαιότητα. Κοντά στο ξενοδοχείο που μένετε είναι ο αρχαιολογικός χώρος Τάφοι των Βασιλέων, ένα νεκροταφείο βασικά της ελληνιστικής περιόδου, με στοιχεία ταφής που μοιάζουν με αντίστοιχα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

-Δεν ξέρω τι να πω! Όλα φαίνεται να παντρεύονται με την ιστορία του παρελθόντος αλλά και με την ιστορία της οικογένειάς μου.

-Κοντά στο λιμανάκι της Πάφου είναι ένας άλλος αρχαιολογικός χώρος, που περιλαμβάνει κατοικίες με ψηφιδωτά δάπεδα, εξαιρετικής αξίας και ποιότητας, της περιόδου 3ου και 4ου αιώνα μ.Χ.. Θα ήταν καλά να τα επισκεφθείτε.

-Σίγουρα θα τα επισκεφθώ. Νοιώθω μαγεμένη.

-Με την κουβέντα, φτάσαμε. Εδώ είναι το εστιατόριο που θα φάμε.

Προχώρησαν προς το εστιατόριο, το οποίο βρισκόταν ψηλά και κάτω έβλεπες τον κόλπο, που έμοιαζε με πέταλο, και τους τουρίστες που λιάζονταν στη παραλία. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι με θέα την θάλασσα και η Ζήνα κοίταζε το τοπίο εντυπωσιασμένη. Είχε σχεδόν ξεχάσει γιατί βρισκόταν εδώ. Αισθανόταν σαν τουρίστας.

Άφησε την επιλογή των πιάτων στο κύριο Νεοφύτου και δεν το μετάνιωσε. Τα ψάρια εδώ είχαν πολύ καλύτερη γεύση από ότι ήξερε.

-Είναι η Μεσόγειος θάλασσα, της είπε. Εδώ όλα είναι πιο νόστιμα.

-Το κατάλαβα, του απάντησε μπουκωμένη. Φοβάμαι ότι θα βάλω πολύ βάρος μέχρι να φύγω. Το φαγητό είναι εξαιρετικό.

Μόλις τελείωσαν το φαγητό τους ο κύριος Νεοφύτου της παρέδωσε ένα φάκελο.

-Εδώ είναι όλοι οι τίτλοι ιδιοκτησίας, της είπε, μεταβιβασμένοι στο όνομά σας. Θα πρέπει να περάσετε και από το γραφείο μου για κάποιες υπογραφές. Τα τεμάχια στο χωριό Στατός είναι πολύ μικρά και μάλλον έχουν συγχωνευτεί με τις διπλανές περιουσίες. Θα πρέπει να διεκδικήσουμε κάποια αποζημίωση από τους τωρινούς καλλιεργητές, αν το επιθυμείτε. Πάντως δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, σε σχέση με την έκταση εδώ στη Πάφο.

-Όχι, δεν θα το ήθελα. Από ότι κατάλαβα από τις επιστολές της Ζηνοβίας στο γιο της, τα είχε παραχωρήσει στην οικογένεια μιας φίλης της για να τα καλλιεργούν. Το μόνο που θα μπορούσα να κάνω είναι να τους τα μεταβιβάσω, αν και δεν νομίζω να βρούμε άκρη μετά από εκατό χρόνια.

-Εντάξει, όπως νομίζετε. Μπορούμε να το δούμε αργότερα.

Την ώρα του γλυκού – είχαν παραγγείλει παραδοσιακό μπακλαβά – η Ζήνα είδε ένα κύριο να πλησιάζει με ένα πλατύ χαμόγελο. Τόσο πλατύ που φαινόταν ψεύτικο. Ήταν γύρω στα 45, ψηλός, μελαχρινός, πολύ γυμνασμένος με εφαρμοστό μπλουζάκι για να προβάλλονται οι μύες του και σχετικά καλοφτιαγμένο πρόσωπο. Ήταν ο άντρας που για μερικές γυναίκες θα φάνταζε πολύ γοητευτικός, για τη Ζήνα όμως όχι. Ήταν ακριβώς ο τύπος που δεν θα συμπαθούσε.

Τους χαιρέτησε στα αγγλικά και συστήθηκε:

-Αντρέας Νικολάου, επενδυτής. Εσείς θα πρέπει να είστε η Ζήνα Βασιλόπουλος.

Και κάθισε στο τραπεζάκι τους, αφού παράγγειλε στην σερβιτόρα ένα καφέ. Η Ζήνα κατάλαβε αμέσως το ρόλο του. Ήταν ο ενδιαφερόμενος για την περιουσία της. Δεν είπε τίποτε και περίμενε να δει τη συνέχεια.

Ο κύριος Νικολάου την κοίταζε, θα μπορούσε να πει κανείς με αναίδεια, και κλείνοντας το μάτι στον κύριο Νεοφύτου, ψιθύρισε κάτι που η Ζήνα δεν κατάλαβε αλλά ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για σεξιστικό σχόλιο. Προς στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει – τουλάχιστον έτσι την πρόσταζε το εκρηκτικό ταπεραμέντο της – αλλά συγκρατήθηκε γιατί ήθελε να δει την εξέλιξη αυτής της παράστασης.

Η συνέχεια ήταν αρκετά ενοχλητική για τη Ζήνα, γιατί ο κύριος Νικολάου άρχισε να την φλερτάρει ασύστολα, χαρίζοντάς της ψεύτικα χαμόγελα, λάγνες ματιές και φτηνά κομπλιμέντα. Πώς συγκρατήθηκε δεν ήξερε ούτε και η ίδια. Στο τέλος κατέληξε στο επίμαχο θέμα.

-Γνωρίζω για την περιουσία που έχετε στη Κάτω Πάφο και θα ήθελα να την αγοράσω. Μπορώ να σας πληρώσω όσα θέλετε. Έχω ήδη ετοιμάσει σχέδια για την ανάπτυξή της, και μπορώ να σας τα δείξω!

Εδώ η Ζήνα δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο. Έγινε έξω φρενών. Σηκώθηκε πάνω και γυρίζοντας στον κύριο Νεοφύτου, ο οποίος ήταν φανερό ότι βρέθηκε σε πολύ δύσκολή θέση, του είπε αυστηρά:

-Με ποιο δικαίωμα κύριε Νεοφύτου, πληροφορήσατε τον κύριο Νικολάου για την δική μου περιουσία; Σας είχα κάμει σαφές ότι δεν ενδιαφέρομαι να την πουλήσω!

Και γυρίζοντας προς τον κύριο Νικολάου πρόσθεσε:

-Και εσείς, πόσο θράσος πρέπει να έχετε για να εκπονήσετε σχέδια αξιοποίησης μίας έκταση που δεν σας ανήκει; Είπα και επαναλαμβάνω: Δεν ενδιαφέρομαι να πουλήσω την περιουσία μου! Και αν ενδιαφερθώ, θα βρω τον αγοραστή με το δικό μου τρόπο. Χαίρετε!

Προχώρησε προς ένα υπάλληλο ζητώντας του να της καλέσει ένα ταξί. Ο κύριος Νεοφύτου έτρεξε πίσω της, απολογούμενος και παρακαλώντας την να επιστέψει στο ξενοδοχείο της μαζί του.

-Όχι, του είπε κοφτά. Ευχαριστώ πολύ για το γεύμα αλλά είχα αρκετά για σήμερα!

Όταν επέστρεψε στο ξενοδοχείο ήταν αρκετά αναστατωμένη. Φόρεσε το μαγιό της και βούτηξε στη θάλασσα, που δεν ήταν πια τόσο ήρεμη όσο το πρωί, αλλά δεν την ένοιαζε. Το κολύμπι την βοήθησε να ηρεμήσει και αφού έκανε ένα ντους, φόρεσε κάτι ελαφρύ και κάθισε στο μπαλκόνι του δωματίου της. Το εκθαμβωτικό φως της ημέρας είχε αρχίσει να απαλύνεται καθώς ο ήλιος έγερνε και το δειλινό άπλωνε τα χρώματά του στον ορίζοντα. Όσο περνούσε η ώρα, το τριανταφυλλί γινόταν ένα βαθύ πορτοκαλί,  που μετατρεπόταν σιγά – σιγά σε κόκκινο και αντικαθιστούσε το γαλάζιο του ουρανού.

-Μαγική ώρα, σκέφτηκε. Θα έχω την τύχη να βλέπω το ηλιοβασίλεμα από το μπαλκόνι μου!

Αποφάσισε να μην φάει δείπνο, μετά το πλούσιο μεσημεριανό και έτσι παράγγειλε μία σαλάτα να την φέρουν στο δωμάτιό της. Έφαγε νωρίς και σκεφτόταν να ξαπλώσει και νωρίς. Το σκοτάδι είχε πέσει και η Ζήνα καθόταν στο μπαλκόνι της απολαμβάνοντας την γλυκιά νύχτα και τη σιωπή, όταν άκουσε ένα κτύπημα στη πόρτα. Παραξενεύτηκε. Δεν περίμενε κανένα. Φόρεσε την μάσκα της και μια ρόμπα και πήγε να ανοίξει.

Η μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής της την περίμενε, μαζί με ένα μπουκέτο λουλούδια, στη πόρτα! Ο κύριος Νικολάου, χωρίς μάσκα, και με το ψεύτικό του χαμόγελο στα χείλη, της πρόσφερε τα λουλούδια και της πρότεινε με αναίδεια.

-Ήρθα να σας πάρω να πάμε για φαγητό!

-Ευχαριστώ, μόλις έφαγα και θα ξαπλώσω. Είμαι πολύ κουρασμένη, απάντησε προσπαθώντας να φαίνεται ευγενική, αλλά σπίθες έβγαιναν από τα μάτια της.

-Τόσο νωρίς; Τώρα είναι η ώρα για έξοδο, επέμενε εκείνος, ξαναπροσφέροντας της τα λουλούδια.

-Είπα όχι! Απάντησε και έκλεισε την πόρτα με θυμό.

Πήρε αμέσως τη ρεσεψιόν και διαμαρτυρήθηκε που έδωσαν τον αριθμό του δωματίου της σε κάποιο χωρίς να την ρωτήσουν. Η κοπελίτσα που απάντησε το τηλέφωνο, παραλίγο να κλάψει. Απολογείτο συνεχώς λέγοντας ότι ο κύριος που ανέβηκε ισχυρίστηκε ότι ήταν συγγενής της και ήθελε να της κάνει έκπληξη. Για αυτό δεν την ειδοποίησαν. Η Ζήνα το άφησε. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει.

Ξανακάθισε στο μπαλκόνι και σκεφτόταν πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ένοιωθε πολύ ενοχλημένη και κατά βάθος – σε πολύ μεγάλο βάθος όμως – φοβόταν και κάπως. Αποφάσισε να μιλήσει στον Αλέξη. Η ώρα ήταν εντελώς ακατάλληλη. Στην Αυστραλία θα ήταν πολύ αργά.

-Έχασα που έχασα τον ύπνο μου, σκέφτηκε. Θα περιμένω να περάσουν τα μεσάνυχτα εδώ και θα τον πάρω.

Γύρω στις 12.30 π.μ.. τηλεφώνησε στον Αλέξη. Εκείνος παραξενεύτηκε με το πρωινό της τηλεφώνημα. Όταν του εξήγησε τι συνέβη, ο ανατολίτης ξύπνησε μέσα του. Θύμωσε πολύ με την συμπεριφορά των δύο κυρίων.

-Πρέπει να φύγεις αμέσως από την Πάφο της είπε. Συνεννοήσου με την Ελένη και κλείσε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο στη Λευκωσία. Θα γνωρίσεις και τους γονείς μου εκεί. Θα βρω λύση με τις ομάδες των ελληνικών και θα έρθω το συντομότερο! Δεν θα αντιμετωπίσεις αυτούς τους δόλιους μόνη σου!

-Για το όνομα του Θεού, Αλέξη. Δεν χρειάζεται να έρθεις. Δεν είμαι και κανένα κοριτσάκι. Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου.

-Δεν το συζητώ. Σε μια εβδομάδα, δέκα μέρες το πολύ θα είμαι εκεί. Εσύ βολέψου στη Λευκωσία και κάνε τουρισμό εκεί. Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να γίνουν επικίνδυνες.

Δεν της έδωσε περιθώρια να απαντήσει και έκλεισε το τηλέφωνο.

Τα συναισθήματα της Ζήνας ήταν ανάμεικτα. Από την μια είχε εκνευριστεί με τη δεσποτική επιμονή του να αντιμετωπίσει ο ίδιος τα δικά της προβλήματα και από την άλλη ένοιωσε και τη γλυκιά ανακούφιση που έφερνε στη ζωή της η δική του έγνοια και στοργή.

Σαν πέρασε λίγη ώρα αποφάσισε. Θα ακολουθούσε τη  συμβουλή του. Αύριο θα έφευγε για τη Λευκωσία!

 

Μάα – Παλαιόκαστρο

Τάφοι των Βασιλέων

Ψηφιδωτά της Πάφου

 

(Κεφάλαιο 16)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Μετά από ένα ανήσυχο βράδυ, η Ζήνα ξύπνησε σχετικά  αργά, με πονοκέφαλο. Ένα παράξενο συναίσθημα την διακατείχε σαν να αναγκάστηκε να κάνει ένα παγωμένο ντους. Το ταξίδι της ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές, την αίσθηση ότι είχε έρθει σε ένα μαγικό τόπο, με τόσα ενδιαφέροντα πράγματα να δει και ξαφνικά έπρεπε να φύγει άρον – άρον, για να αποφύγει ένα ενοχλητικό «κύριο» Νικολάου.

Δεν ήταν του χαρακτήρα της τέτοιες συμπεριφορές και δεν της άρεσε ποτέ να το βάζει στα πόδια. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως αντιμετώπιζε μία πολύ περίεργη κατάσταση και φαίνεται ότι πέραν από την θρασύτητα και κωμικότητα της συμπεριφοράς του κυρίου Νικολάου, εμπλέκονταν και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Όλο αυτό το σκηνικό την αποσυντόνιζε και την απομάκρυνε από τον αρχικό της στόχο, που ήταν να βρει τις ρίζες της, όμως δεν θα υποχωρούσε. Η απομάκρυνσή της από τη Πάφο θα ήταν μια προσωρινή αλλαγή προγράμματος, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, και θα επέστρεφε. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

Κατέβηκε αρχικά στη τραπεζαρία και πήρε το πρόγευμά της. Μίλησε στη συνέχεια με το διευθυντή του ξενοδοχείου και του είπε ότι για προσωπικούς λόγους θα έπρεπε να φύγει, αλλά θα επέστρεφε αργότερα. Δεν ήξερε ακριβώς πότε, ίσως σε δύο εβδομάδες. Επειδή είχε γίνει γνωστό το περιστατικό με την ξαφνική επίσκεψη του κυρίου Νικολάου, ο διευθυντής απολογήθηκε και τη διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Η Ζήνα, που  δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αλλά ούτε να επιβεβαιώσει ότι ήταν η συγκεκριμένη επίσκεψη που την έκανε να φύγει, δεν σχολίασε τίποτε.

Ανεβαίνοντας στο δωμάτιό της, βρήκε στον υπολογιστή της ένα μήνυμα από τον κύριο Νεοφύτου, το δικηγόρο της. Απολογείτο για ότι συνέβηκε στο εστιατόριο και την διαβεβαίωνε ότι τυχαία τους συνάντησε ο κύριος Νικολάου και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτε. Την παρακαλούσε να περάσει από το γραφείο του για να μιλήσουν και να «αρθεί η παρεξήγηση», όπως έλεγε.

Παρά το γεγονός ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ο κύριος Νεοφύτου είχε φερθεί άψογα απέναντί της, η Ζήνα ήταν βέβαιη ότι δεν ήταν άμοιρος ευθυνών.

Απάντησε τυπικά και λακωνικά:

Ευχαριστώ για το μήνυμά σας κύριε Νεοφύτου. Θα περάσω να σας δω, όταν θα είμαι έτοιμη.

Έστειλε μήνυμα στον Αλέξη ότι θα ακολουθούσε την συμβουλή του και θα έφευγε από τη Πάφο. Ύστερα τηλεφώνησε στην Ελένη. Την ενημέρωσε για τα χθεσινά γεγονότα, την επικοινωνία της με τον Αλέξη και την απόφασή της να φύγει από το ξενοδοχείο για κάποιο διάστημα. Δεν της έκρυψε την απογοήτευσή της για το επεισόδιο με τον κύριο Νικολάου κα την τροπή που πήραν τα γεγονότα.

-Μην στενοχωριέσαι καθόλου, της είπε η Ελένη. Τις προοπτικές που σου άνοιξε η Πάφος, μην νομίσεις ότι θα τις χάσεις. Σίγουρα θα επιστρέψεις, με τον Αλέξη μάλιστα αυτή τη φορά, και όλα θα είναι καλύτερα .Εξ άλλου δεν είναι μόνο η Πάφος που έχει ενδιαφέροντα πράγματα. Έλα να σου δείξουμε τη πόλη μας: τη Λευκωσία. Μπορεί να μην έχουμε τα όμορφα τοπία της Πάφου, αλλά η ιστορία ρέει παντού. Η Κύπρος είναι ένα μωσαϊκό από κομμάτια που διηγούνται το παρελθόν.

-Σε ευχαριστώ, Ελένη μου, έχεις δίκαιο. Παρόλο που αρχικά θύμωσα με τον Αλέξη και την επιμονή του να έρθει στη Κύπρο να αντιμετωπίσει τα δικά μου προβλήματα, τώρα νιώθω καλύτερα που θα είναι μαζί μου. Στο κάτω – κάτω βρίσκομαι σε μια ξένη χώρα, που δεν γνωρίζω τους ανθρώπους και τον τρόπο που συμπεριφέρονται. Ένας ντόπιος ξέρει καλύτερα πώς να διαχειριστεί την κατάσταση.

-Είσαι μεγάλη φεμινίστρια! Εδώ οι περισσότερες γυναίκες θα είχαν απαίτηση από τον άντρα τους να αναλάβει την κατάσταση, εσύ το βλέπεις σαν παρέμβαση. Μην ανησυχείς. Συμφωνώ μαζί σου!

Γέλασαν και οι δύο. Η Ζήνα πραγματικά συμπαθούσε την Ελένη και εύρισκε ότι ταίριαζαν πολύ οι δυο τους. Σίγουρα θα γίνονταν φίλες.

-Θα σου κλείσω δωμάτιο στο Hilton στη Λευκωσία. Βρίσκεται σε ένα προάστειο έξω από το κέντρο, την Έγκωμη. Μην περιμένεις κάτι πολύ μεγάλο ή υπερπολυτελές, όπως τα ξενοδοχεία της Πάφου, αλλά διαθέτει όλες τις προδιαγραφές για να έχεις μια άνετη διαμονή. Έχει και μια υπέροχη πισίνα, που σίγουρα δεν αντικαθιστά τη θάλασσα της Πάφου, όμως θα μπορείς να κολυμπάς κάθε μέρα..

-Ξεκινώντας από τη Πάφο και ερχόμενη προς τη Λευκωσία, μπορείς να σταματήσεις και να γνωρίσεις μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Μόλις έξω από τη Πάφο είναι η παραλία που λέγεται ότι γεννήθηκε η Αφροδίτη. Ονομάζεται «Πέτρα του Ρωμιού» και είναι ένα πολύ όμορφο τοπίο. Εκεί κοντά είναι και τα Κούκλια, ένα χωριό με αρχαιότατη ιστορία. Πέραν από το ναό της Αφροδίτης, διαθέτει μουσείο και μία μεσαιωνική έπαυλη. Λίγο πριν τη Λεμεσό είναι η αρχαία πόλη του Κουρίου, με πολύ ενδιαφέροντα αρχαιολογικά ευρήματα. Μετά τη Λεμεσό είναι ο νεολιθικός οικισμός της Χοιροκοιτίας, με ανακατασκευασμένες μερικές κατοικίες για να δεις πώς ζούσαν οι άνθρωποι πριν δέκα χιλιάδες χρόνια.

-Μου έχει μιλήσει και ο Αλέξης για αυτό. Δεν ξέρω τι να πρωτοεπιλέξω. Όλα φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα!

-Ναι μάλλον είναι δύσκολο να τα δεις όλα σε μια μέρα. Θα σου εισηγούμουν να σταματήσεις στη Πέτρα του Ρωμιού για να θαυμάσεις το τοπίο και στη συνέχεια να επισκεφθείς το Κούριο. Κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται μια παραλία που λέγεται “Lady’s Mile”. Εκεί υπάρχουν εστιατόρια και μπορείς να πάρεις το μεσημεριανό σου γεύμα.

-Ναι φαίνεται λογικό. Όμως γιατί “Lady’s Mile”; Εννοώ γιατί αγγλική ονομασία;

-Μην ξεχνάς ότι η Κύπρος βρισκόταν κάτω από τους Βρετανούς από το 1878 μέχρι το 1960. Σε πολλά μας έχουν επηρεάσει. Μετά από τη Λεμεσό βρίσκεται μια άλλη παραλία που λέγεται “Governor’s Beach” . Παντού τα τοπωνύμια διηγούνται την ιστορία αυτού του τόπου. Μια θυελλώδη ιστορία. Η περιοχή του Κουρίου και του “Lady’s Mile”, βρίσκονται μέσα στα όρια των Βρετανικών Βάσεων της Επισκοπής. Βλέπεις οι Βρετανοί, πέραν από τα τοπωνύμια, φρόντισαν να διατηρήσουν και την φυσική παρουσία τους εδώ!

-Ξέρεις με ενδιαφέρει η ιστορία αυτού του τόπου, αλλά είναι πάρα πολλά για να τα αφομοιώσω. Κρίμα που δεν ενδιαφέρθηκα τόσα χρόνια!

-Λοιπόν, να μην σε καθυστερώ άλλο. Είναι καλά να ξεκινήσεις τώρα, πριν δυναμώσει η ζέστη. Εγώ θα σε δω απόψε στο ξενοδοχείο. Θα σε πάρω να φάμε μαζί και να γνωριστούμε από κοντά.

-Καλή σου μέρα, Ελένη. Καλή αντάμωση απόψε!

Η Ζήνα πακέταρε βιαστικά τα πράγματά της, δύο μόλις μέρες μετά που τα ξεπακέταρε, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητό της, έβαλε στο GPS την διεύθυνση «Πέτρα του Ρωμιού» και ξεκίνησε.

Καθοδόν σκεφτόταν αυτά που είχε διαβάσει την πρώτη μέρα που έφθασε, για την θεά Αφροδίτη. Παρά το γεγονός ότι η Μαρία Στυλιανού της είχε πει ότι δεν θεωρείται ορθή από τους συγχρόνους γλωσσολόγους η ετυμολογία ότι το όνομά της Αφροδίτης προέρχεται από τον αφρό της θάλασσας, η Ζήνα προτιμούσε αυτή την ερμηνεία. Σύμφωνα με τον Ησίοδο λοιπόν, τον αρχαίο συγγραφέα της Θεογονίας, η Αφροδίτη γεννήθηκε όταν ο Κρόνος έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού και τα πέταξε στη θάλασσα. Από τον αφρό της θάλασσας γεννήθηκε η Αφροδίτη, η ωραιότερη από τις θεές. Τα κύματα την έσπρωξαν στην ακτή της Πάφου, όπου οι άνθρωποι την φρόντισαν και την λάτρεψαν. Για το λόγο αυτό ονομάζεται Κύπριδα.

-Τι ωραία ιστορία! Σκέφτηκε η Ζήνα. Μου αρέσει ο τρόπος που οι αρχαίοι ερμήνευαν τη ζωή και τη φύση, μακριά από δογματισμούς και δομημένες ιεραρχίες. Απλά, ανθρώπινα και αμαρτωλά!

Δεν πέρασε πολλή ώρα και είδε την πινακίδα που έγραφε: Πέτρα του Ρωμιού και Venus Rock στα αγγλικά, παρόλο που δεν ήταν ακριβής η μετάφραση. Οδήγησε σε ένα ύψωμα, ειδικά διαμορφωμένο για να σταματούν τα αυτοκίνητα και να βλέπουν τη θέα. Κατέβηκε και κοίταξε κάτω. Ένας κόλπος, με λευκά βότσαλα και μερικούς ψηλούς βράχους να υψώνονται στις δύο άκρες. Ύστερα η ακτογραμμή χανόταν στο βάθος. Τα κύματα έσκαζαν πάνω στα βότσαλα και ένας λευκός αφρός σχηματιζόταν. Εκεί θα βγήκε από τη θάλασσα η θεά, χιλιάδες χρόνια πριν.

Το τοπίο ήταν πανέμορφο. Όχι όμως και μοναδικό. Θυμήθηκε την ακτή «The twelve apostles” στην πατρίδα της, αλλά και αλλού. Δεν ήταν αυτό που την εντυπωσίασε. Ήταν κάτι απόκοσμο που ενέπνεε ο χώρος. Η λευκή παραλία,  η μπλε θάλασσα και η σιωπή. Αναμφίβολα είχε κάτι το θεϊκό. Είδε μερικούς τουρίστες να ξαπλώνουν με τις πετσέτες τους  στα βότσαλα και μερικούς να κολυμπούν. Δεν ήταν οργανωμένη παραλία εδώ. Η ακτή που δέχθηκε την Αφροδίτη παρέμενε αναλλοίωτη.

Έμεινε για λίγο να κοιτάζει την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά της και μπήκε στο αυτοκίνητό της. Θα ξαναρχόταν εδώ κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Και θα κολυμπούσε. Σίγουρα η εμπειρία θα ήταν μαγική.

Ρύθμισε το GPS στη διεύθυνση «Κούριο» και ξεκίνησε. Από τα λίγα που είχε διαβάσει, έμαθε ότι ήταν μία από τις πόλεις – βασίλεια της Κύπρου. Υπήρχαν αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους νεολιθικούς χρόνους, την κλασική περίοδο 3ο και 4ο αιώνα π.Χ. αλλά κυρίως από τη Ρωμαϊκή εποχή δηλαδή μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. Μια περιοχή που κατοικείτο δηλαδή για χιλιάδες χρόνια. Αυτή η βουτιά στην ιστορία και στο παρελθόν την έκανε να ανατριχιάζει.

Φτάνοντας στο Κούριο, διαπίστωσε ότι η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη σε ένα ύψωμα και έβλεπε προς τη θάλασσα. Αποφάσισε ότι δεν θα καταπιανόταν με τις λεπτομέρειες του αρχαιολογικού χώρου. Θα περπατούσε απλά ανάμεσα στα ερείπια και θα προσπαθούσε να αισθανθεί την παρουσία των ανθρώπων που έζησαν και δημιούργησαν πριν χιλιάδες χρόνια σε αυτό το τόπο.

Εκείνο που την εντυπωσίασε από τη πρώτη στιγμή ήταν η απίστευτη θέα. Η αρχαία πόλη βρισκόταν σε ένα ύψωμα, που κατέληγε σε ένα γκρεμό και από κάτω η θάλασσα. Να απλώνεται σε βαθύ μπλε, ενώ τα γύρω ασβεστολιθικά πετρώματα, φάνταζαν λευκά. Όλα τα αρχαία οικοδομήματα ήταν κτισμένα με πέτρα, στους ίδιους χρωματισμούς και χαρουπιές περιβάλλαν τον χώρο. Στο βάθος μπορούσε κανείς να δει τις πράσινες φυτείες της περιοχής.

Καθώς περπατούσε έβλεπε τις πινακίδες που έλεγαν Οικία Θησέα, Οικία Ευστολίου, Οικία των Μονομάχων. Όλες αυτές οι οικίες διέθεταν ψηφιδωτά πατώματα, που παρουσίαζαν διάφορες σκηνές από τη μυθολογία καθώς και χριστιανικά σύμβολα. Υπήρχαν λουτρά σε αρκετά σημεία, η Αγορά και άλλα δημόσια κτήρια.

-Οι άνθρωποι που έζησαν σε αυτό το τόπο, τόσες χιλιάδες χρόνια πριν, απολάμβαναν ένα πολιτισμό που λίγο έχει να ζηλέψει από τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό μας, σκέφτηκε. Μπορεί να μην διέθεταν τις έξυπνες ηλεκτρικές συσκευές που έχουμε εμείς σήμερα, αλλά δεν υστερούσαν σε τέχνες και καθημερινές διευκολύνσεις.

Προχωρώντας έφτασε στο αρχαίο θέατρο. Ένα ημικυκλικό αμφιθέατρο που έβλεπε προς τη θάλασσα. Ένα πανόραμα.

Κάθισε σε μια από τις κερκίδες και προσπάθησε να θυμηθεί τι της είχε πει ο Αλέξης για το αρχαίο δράμα. Η αλήθεια ήταν ότι η ίδια δεν γνώριζε και πολλά για την αρχαία ελληνική ιστορία και τον αρχαίο πολιτισμό. Κατακρίβεια δεν γνώριζε τίποτε πριν συναντήσει τον Αλέξη. Εκείνος την είχε εισαγάγει στο κόσμο των αρχαίων αυτών ανθρώπων, που έβαλαν τα θεμέλια του σύγχρονου πολιτισμού.

Από ότι θυμόταν, το αρχαίο δράμα ξεκίνησε από τις γιορτές που γίνονταν προς τιμή του Διόνυσου, ενός αρχαίου θεού των Ελλήνων, που γεννήθηκε με θαυματουργό τρόπο από το μηρό του πατέρα του Δία. Ο Δίας είναι ο Ζευς, από το όνομα του οποίου προέρχεται το δικό της όνομα: Ζηνοβία.

Εν πάση περιπτώσει, δεν θυμόταν περισσότερες λεπτομέρειες, όμως ήξερε ότι αυτό που λέμε εμείς σήμερα θέατρο και θεατρικές παραστάσεις ξεκίνησαν τότε. Το θεωρούσαν τόσο σημαντικό για την επιμόρφωση των κατοίκων που Περικλής, ένας σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός, επιχορηγούσε τους άπορους πολίτες για να παρακολουθούν δωρεάν τις αρχαίες παραστάσεις.

-Αυτό και αν είναι πολιτισμός! σκέφτηκε.

Ύστερα κοίταξε την απίστευτη θέα.

-Οι παραστάσεις θα πρέπει να γινόντουσαν μέρα, κατέληξε. Δεν ήταν δυνατό να έχουν ικανοποιητικό φωτισμό για να τις κάνουν τη νύχτα. Μπροστά σε αυτό το μαγικό τοπίο, οι άνθρωποι θα άκουγαν τις αλήθειες και τους προβληματισμούς που εξέφραζαν οι ηθοποιοί και σε συνάρτηση με τη φύση γύρω τους, θα αφομοίωναν το απόφθεγμα των λόγων τους. Οι θεοί τους, που προέρχονταν από τη φύση, τους μιλούσαν μέσα από τη φύση και τους μυούσαν στις αρχές και τη φυσική τάξη των πραγμάτων.

Ανατρίχιασε με τη σκέψη της. Ένοιωσε ότι ήρθε σε επαφή με μια αρχέγονη αλήθεια. Έτσι απλά. Από την επίδραση του χώρου.

-Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησαν οι πολιτισμοί, σκέφτηκε. Μέσα στην ομορφιά και τη τάξη που προσφέρει η φύση. Εδώ είναι οι τέχνες. Οι πόλεμοι και η βαναυσότητα πηγάζουν από την αταξία και την αναρχία.

Κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει το μεσημέρι. Θα έτρωγε κάτι σ’ ένα από τα εστιατόρια που έβλεπε κάτω στη παραλία και θα ξεκινούσε για τη Λευκωσία. Αρκετή περιδιάβαση για μία μέρα. Δεν ήταν δυνατό να τα αφομοιώσει περισσότερα. Εξ άλλου, όταν ερχόταν ο Αλέξης, όλα θα ήταν πιο εύκολα.

Το γεύμα στο παραθαλάσσιο εστιατόριο ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση της εύγευστης κυπριακής κουζίνας. Τέλειωσε με ένα κυπριακό καφέ και ένα γλυκό του κουταλιού, που της σύστησε το γκαρσόνι και ξεκίνησε για τη Λευκωσία.

Η διαδρομή ήταν ευχάριστη. Πέρασε από τη Λεμεσό και είδε από ψηλά τη πόλη που φημιζόταν για τη νυχτερινή της ζωή και το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της. Διέσχισε τα χαμηλά μέρη της οροσειράς του Τροόδους και πήρε μια γεύσή των δασών της Κύπρου, με τα πεύκα να κυριαρχούν. Στην πατρίδα της τα δάση ήταν από ευκαλύπτους, αν και υπήρχαν μερικά με πεύκα που τα έφεραν οι πρώτοι άποικοι. Δεν ήταν όμως γηγενή  για την Αυστραλία.

Κατηφορίζοντας τους τελευταίους λόφους, αντίκρυσε στη πεδιάδα τη Λευκωσία να απλώνεται νωχελικά. Απέναντι ήταν ο Πενταδάχτυλος. Η άλλη οροσειρά της Κύπρου, μετά το Τρόοδος. Εδώ τα βουνά ήταν πιο χαμηλά και ήρεμα. Ακριβώς απέναντί της είδε χαραγμένη στη πλαγιά του βουνού μία σημαία με ένα μισοφέγγαρο. Θυμήθηκε τα λόγια του Αλέξη για την τουρκική εισβολή του 1974, θυμήθηκε για τον ξεριζωμό της οικογένειάς του από το χωριό τους, το Μαραθόβουνο.

Από τη στιγμή που πάτησε στη Κύπρο, για πρώτη φορά ερχόταν σε επαφή με τη σύγχρονη ιστορία. Και αυτή η ιστορία ήταν χαραγμένη σε ένα βουνό για να τη βλέπει όποιος ερχόταν σε αυτό το τόπο.

-Δεν είναι όλα ρόδινα και ρομαντικά, σκέφτηκε. Αυτός ο τόπος είναι μοιρασμένος και χαραγμένος με πόνο. Κάτι άλλο που έχω να μάθω εδώ.

Έφτασε στο ξενοδοχείο της αργά το απόγευμα και τηλεφώνησε στην Ελένη. Συμφώνησαν να βρεθούν νωρίς για δείπνο, γιατί η Ζήνα ήταν αρκετά κουρασμένη.

-Θα φάμε σε ένα εστιατόριο στο χώρο του ξενοδοχείου, της είπε η Ελένη. Σερβίρει ελληνικούς μεζέδες που είμαι σίγουρη ότι θα σου αρέσουν.

Η συνάντηση ήταν ευχάριστη και για τις δυο. Η Ζήνα της διηγήθηκε τις εντυπώσεις της από τα μέρη που επισκέφθηκε και η Ελένη της έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες για την έκταση γης που είχε στη Κάτω Πάφο, σε μια πλαγιά που βλέπει προς τη θάλασσα.

-Είναι εξαιρετική η τοποθεσία, της είπε. Λυπούμαι πραγματικά που δεν μπόρεσες να τη δεις ακόμα. Η θέα είναι φαντασμαγορική.

-Το σπίτι της Ζηνοβίας υπάρχει;

-Υπάρχουν κάποια ερείπια εκεί, που σηματοδοτούν την ύπαρξη μιας κατοικίας. Δεν υπάρχει στέγη, οι τοίχοι έχουν σχεδόν κατεδαφιστεί, αλλά δείχνουν σαφώς πού υπήρχαν τα δωμάτια και το μέγεθός τους. Τα μέρη των τοίχων που ήταν κατασκευασμένα με πέτρα, διατηρούνται κάπως, αλλά τα μέρη από πλίνθους δεν υπάρχουν πια. Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με πλάκες από κυπριακό μάρμαρο και σε μερικά σημεία κοντά στους τοίχους διατηρείται ακόμα, αλλά στο κέντρο των δωματίων έχει καταστραφεί. Στην αυλή υπάρχουν τα υπολείμματα ενός παλιού πηγαδιού, ελιές και χαρουπιές. Τα υπόλοιπα δένδρα έχουν ξεραθεί.

-Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να ανακατασκευαστεί η κατοικία;

-Είναι πολύ δύσκολο. Τα υλικά δεν υπάρχουν πια και αν μπορέσουμε να τα βρούμε είναι πανάκριβα – μιλώ για τους πλίνθους. Είναι δική σου επιλογή αν θέλεις να πληρώσεις τόσο ακριβά για να αναστήσεις το σπίτι της γιαγιάς σου ή θα θελήσεις να κτίσεις μια καινούργια κατοικία με σύγχρονα υλικά.

-Θα πρέπει να την επισκεφθούμε πρώτα, πριν αποφασίσω. Τι γνώμη έχεις για τις επιδιώξεις του κυρίου Νικολάου;

-Φαίνεται ότι είναι ένας αδίστακτος επενδυτής, που ποντάρει στη γοητεία του. Αλλά έφαγε τα μούτρα του! Φυσικά έχει ευθύνη και ο δικηγόρος σου που τον ενημέρωσε σχετικά. Η προσδοκία του κέρδους κάνει τους ανθρώπους θρασείς και μερικές φορές επικίνδυνους.

-Το θέμα αυτό θα το χειριστούμε όταν έρθει ο Αλέξης. Δεν θέλω να μπλέξω άλλο με τέτοιους τύπους. Απλά λυπάμαι που χάνω χρόνο άδικα.

-Κάθε εμπόδιο για καλό. Θα αξιοποιήσεις το χρόνο σου διαφορετικά. Θα σε ξεναγήσω εγώ στη Λευκωσία. Είναι ευκαιρία να γνωρίσεις και αυτή τη πόλη.

Σύντομα τελείωσαν τη συζήτηση και η Ζήνα πήγε στο δωμάτιό της. Ήταν πολύ αργά για να τηλεφωνήσει στον Αλέξη και έτσι ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τη ροή των γεγονότων. Μέχρι τώρα έδειχναν ότι την οδηγούσαν σε νέα ενδιαφέροντα μονοπάτια.

-Αλήθεια τι να κρύβεται στην επόμενη στροφή;

Ήταν η τελευταία σκέψη της πριν κοιμηθεί.

 

Αφροδίτη

Κούριο

Διόνυσος

Αρχαίο Δράμα

 

(Κεφάλαιο 17)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Η Ζήνα καθόταν στην καφετέρια του αεροδρομίου της Λάρνακας και έπινε το καφέ της. Είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες από τότε που ήρθε στη Λευκωσία και δεκαεπτά από τότε που ήρθε στη Κύπρο. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι δεν προλάβαινε να αφομοιώνει εντυπώσεις, να γνωρίζει ανθρώπους και να μαθαίνει πληροφορίες. Όσο περισσότερα μάθαινε, τόσο περισσότερα ένοιωθε ότι δεν ήξερε. Σήμερα είχε έρθει στο αεροδρόμιο για να παραλάβει τον Αλέξη που θα ερχόταν από την Αυστραλία. Η πτήση του όμως είχε καθυστερήσει και αυτό της έδινε χρόνο να αναλογιστεί τις μέρες που πέρασαν και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της.

Μεγάλη φίλη και συμπαραστάτης της σε αυτή τη διαδρομή, υπήρξε η Ελένη. Σύντομα, μετά την άφιξή της στη Λευκωσία, συνάντησε τους γονείς και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του Αλέξη. Έμεναν στον Στρόβολο, ένα άλλο προάστειο της Λευκωσίας, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο της. Το σπίτι τους ήταν στο πυρήνα του Στροβόλου, το παραδοσιακό κέντρο δηλαδή, που τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες, κτισμένες η μια δίπλα στην άλλη, από τις αρχές έως τα μέσα του περασμένου αιώνα. Ήταν για αυτή πολύ γραφικό όταν την υποδέχθηκαν ένα βράδυ στην αυλή του σπιτιού τους, κάτω από τις λεμονιές του κήπου τους.

Η Λευκωσία είναι πολύ ζεστή το καλοκαίρι σε σχέση με τις παραθαλάσσιες πόλεις, όμως τα βράδια είναι δροσερή. Ένα ευχάριστο αεράκι φυσούσε και καθώς μύριζε το γιασεμί που είχαν στην αυλή τους, η Ζήνα ένοιωσε ότι βρισκόταν σε μια αγκαλιά, σε μια άλλη εποχή. Τα φαγητά τους ήταν όλα παραδοσιακά κυπριακά, μουσακάς, κουπέπια (ντολμαδάκια), χαλούμι, καρπούζι και στο τέλος ένα ζουμερό γαλακτομπούρεκο. Η παρέα τους ήταν πολύ ευχάριστη και μαζί τους η Ζήνα άρχισε να καταλαβαίνει τη κυπριακή διάλεκτο και να μιλά και η ίδια ελληνικά.

Η γιαγιά του Αλέξη, η κυρία Μυροφόρα, της μίλησε για το χωριό της το Μαραθόβουνο. Της είπε ότι βρίσκεται στη πεδιάδα της Μεσαορίας, τη μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου δηλαδή, εκεί που τα χρόνια πριν την εισβολή του 1974, καλλιεργούντο σχεδόν όλα τα σιτηρά της Κύπρου. Το χωριό τους ήταν μεγάλο σε σύγκριση με άλλα χωριά. Είχε σχεδόν 2.400 χιλιάδες κατοίκους. Εκτός από γεωργοί, οι κάτοικοι ήταν και κτηνοτρόφοι. Είχαν πολλά πρόβατα, κατσίκες, αγελάδες, πουλερικά και βόδια. Κατασκεύαζαν χαλούμια και άλλα τυροειδή προϊόντα και τα πουλούσαν. Ήταν ένα αρκετά εύπορο χωριό.

-Τώρα το κατοικούν έποικοι από τη Τουρκία, της είπε. Τα περισσότερα σπίτια μας τα κατεδάφισαν και στη θέση τους έκτισαν ένα μεγάλο τζαμί. Μέρος του χωριού είναι στρατόπεδο του τουρκικού στρατού.

Η Ζήνα άρχισε πλέον να νοιώθει ενδιαφέρον να μάθει για την νεότερη ιστορία της Κύπρου και να καταλάβει για την εισβολή του 1974. Στο κόσμο που μεγάλωσε όλα αυτά ακούγονταν σουρεαλιστικά και μιας άλλης εποχής. Παρόλα αυτά ο χρόνος της προς το παρόν ήταν μοιρασμένος σε εξορμήσεις για να γνωρίσει τη πόλη της Λευκωσίας και ενέργειες που αφορούσαν το σκοπό της επίσκεψής της στη Κύπρο: να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τη Ζηνοβία και την περιουσία που κληρονόμησε.

Με τη συνοδεία της Ελένης περπάτησε τους δρόμους της παλιάς Λευκωσίας. Εδώ, μέσα στη ιστορική πόλη,  τα σπίτια χαμηλά, οι δρόμοι στενοί, οι ξύλινες πόρτες με τα μεταλλικά πλαίσια που έγραφαν πάνω χρονολογίες όπως 1900, 1910, έκαναν τη Ζήνα να αισθάνεται ότι έκανε ένα βήμα πίσω και βρέθηκε 100 χρόνια πριν.

Μια πόλη που περιβαλλόταν από τείχη που έκτισαν οι Βενετοί για να την προστατέψουν από τους Οθωμανούς. Δεν τα κατάφεραν όμως. Το 1570 η Λευκωσία έπεσε και έγιναν μεγάλες σφαγές. Οι Οθωμανοί έμειναν κυρίαρχοι της Κύπρου μέχρι το 1878 που την πούλησαν στους Βρετανούς. Το 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο Κράτος, με ένα δοτό σύνταγμα και εγγυήτριες δυνάμεις την Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Τα κενά που άφηνε αυτό το σύνταγμα, υπήρξαν η αφορμή για τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963. Από τότε δεν βρέθηκε ποτέ η χρυσή συνταγή που να αποκαθιστά την συμβίωση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Τουρκία με τη δικαιολογία που της έδινε το καθεστώς της εγγυήτριας δύναμης, εισέβαλε στη Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, μετά που η χουντική Ελλάδα οργάνωσε ένα πραξικόπημα εναντίον του τότε προέδρου της Κύπρου Μακάριου. Από τότε η χώρα είναι μοιρασμένη στη μέση, οι Ελληνοκύπριοι εκδιωγμένοι από το βόρειο μέρος και πρόσφυγες στη πατρίδα τους και οι Τουρκοκύπριοι εγκλωβισμένοι στο βόρειο μέρος, από το Τουρκικό στρατό και ανακατεμένοι με δεκάδες χιλιάδες έποικούς που έφερε η Τουρκία για να αλλάξει το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού.

Αυτή ήταν η σύντομη, σύγχρονη ιστορία της Κύπρου που έμαθε η Ζήνα περιδιαβάζοντας τη παλιά πόλη, μιλώντας με την Ελένη και παρατηρώντας τα κυκλικά, συμμετρικά τείχη με τους ένδεκα καρδιόσχημους προμαχώνες, μισούς στο βόρειο και μισούς στο νότιο μέρος της. Και στη μέση η πράσινη γραμμή. Μια οριζόντια διαχωριστική τομή που περιλαμβάνει μια ωραιότατη περιοχή και εμπορικούς δρόμους, που κάποτε έσφυζαν από ζωή. Τώρα, όλα είναι υπό κατάρρευση. Μια περιοχή χωρίς ταυτότητα. Μια χαρακιά στο κέντρο της Λευκωσίας που χωρίζει τους Ελληνοκύπριους από τους Τουρκοκύπριους. Ένα τεχνητό μοίρασμα σε μια τόσο μικρή πόλη! Όσο και αν προσπάθησαν οι Δήμοι και από τις δύο πλευρές δεν κατάφεραν να πείσουν τον Τουρκικό στρατό να επιτρέψει την αποκατάστασή των οικοδομημάτων, που κάθε μέρα που περνά καταρρέουν και περισσότερο.

-Δεν υπήρξε ποτέ κάποιος που προσπάθησε να ενώσει αυτή τη πόλη; Ρώτησε την Ελένη η Ζήνα

-Υπήρξαν μερικά χρόνια μετά τον πόλεμο δύο φωτισμένοι Δήμαρχοι Λευκωσίας. Ο Λέλλος Δημητριάδης* και ο Μουσταφά Ακιντζή. Ο ένας Δήμαρχος Λευκωσίας και ο άλλος Δήμαρχος του κατεχόμενοι μέρους της πόλης. Αυτοί οι άνθρωποι προσπάθησαν να υλοποιήσουν ένα κοινό όραμα και να δουλέψουν ώστε όταν βρεθεί λύση στο κυπριακό πρόβλημα, η Λευκωσία να μπορεί να λειτουργήσει σαν ενοποιημένη πόλη. Και τα κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό. Δημιούργησαν το Nicosia Master Plan, που λειτουργεί και στις δυο πλευρές παράλληλα, μέχρι σήμερα.

-Και τι γίνονται αυτοί οι άνθρωποι τώρα;

-Από ότι ξέρω ο Λέλλος Δημητριάδης – που ήταν μεγαλύτερος – είναι πλέον άρρωστος και έπαψε να είναι ο ενεργός άνθρωπος και η λαμπρή προσωπικότητα που ήταν στο παρελθόν. Ο Μουσταφά Ακιντζή, υπήρξε για 5 χρόνια πρόεδρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας, από το 2015 μέχρι το 2020 και τότε εναποθέσαμε πολλές ελπίδες πάνω του για λύση του κυπριακού. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες και από τις δύο πλευρές, τόσο που πιστέψαμε πως έφτασε η ώρα της λύσης. Δυστυχώς όλα ναυάγησαν και από τότε οι πολιτικοί μας επιρρίπτουν την ευθύνη ο ένας στον άλλο και φυσικά την Τουρκία. Στην συνέχεια, με ενέργειες της Τουρκίας, ο κ. Ακιντζή δεν επανεκλέγηκε. Μεγάλη ζημιά για την επίλυση του Κυπριακού. Τέτοιοι άνθρωποι σπανίζουν.

Όλες αυτές οι πληροφορίες την είχαν μπερδέψει και κατάλαβε ότι αυτός ο τόπος δεν ήταν μόνο ομορφιά και ένα ένδοξο ιστορικό παρελθόν. Ήταν ένας βαθιά τραυματισμένος τόπος, με ένα αβέβαιο ιστορικό μέλλον. Φυσικά τίποτε δεν κατάλαβε σε βάθος, ήταν σίγουρη ότι πολλά κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια και πολλά παίζονταν στα διεθνή τραπέζια πόκερ, όπου οι λαοί δεν είναι παρά τραπουλόχαρτα στα χέρια ασυνείδητων παιχτών.

Είπε λοιπόν να αφήσει το θέμα, προς το παρόν, και να απολαύσει την πόλη της Λευκωσίας, η οποία έξω από τα τείχη  αποπνέει κάτι μοντέρνο, όμως δεν παύει να είναι μικρή σε σχέση με ότι ήξερε η Ζήνα. Έχει, μαζί με τα προάστεια, μόλις 200.000 – 240.000 χιλιάδες κατοίκους. Παρόλα αυτά δεν υστερεί σε σύγχρονη  αρχιτεκτονική και φιλόδοξες κατασκευές. Στην εξωτερική πλευρά των  τειχών, έχει κτιστεί ένα πολυώροφο οικοδόμημα σε σχέδιο του διάσημου Γάλλου αρχιτέκτονα Jean Nouvel και ακριβώς απέναντι, σε μια από τις εξόδους από τη παλιά πόλη, η γέφυρα της Πλατείας Ελευθερίας που συνοδεύεται από το ομώνυμο πάρκο που εκτείνεται κάτω στην τάφρο. Όλα αυτά σε σχέδιο του γραφείου της διάσημης Ιρακινής αρχιτέκτονος Zaha Hadid**. Το πάρκο περιλαμβάνει, κήπους, υδάτινα στοιχεία, πίδακες, χώρους εστίασης, υπαίθριο θεατράκι και ένα πηγάδι φωτός, που το μεσημέρι της πρώτης του Οκτώβρη, αφήνει το φως να κατεβεί κάθετα σε ένα σημείο στη καρδιά του έργου, κάτω από τη γέφυρα, όπου γυάλινα αντικείμενα το αντανακλούν,  σηματοδοτώντας την ημέρα της δημιουργίας του κυπριακού κράτους. Μία τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κάτοικοι αυτού του πλανήτη για να γιορτάσουν το φως και να τιμήσουν τους θεούς τους

Η Ζήνα γνώριζε για τη διεθνούς φήμης  Zaha Hadid, η οποία παρά το γεγονός ότι η ίδια πέθανε το 2016, το γραφείο το οποίο δημιούργησε στο Λονδίνο εξακολουθεί να προωθεί και να κατασκευάζει έργα με το στυλ, που εκείνη πρώτη παρουσίασε. Οικοδομήματα, κυρίως από λευκό μπετόν, που ρέουν, κινούνται και καμπυλώνουν. Εξ άλλου το έργο του γραφείου της είναι γνωστό και στην Αυστραλία. Από το γραφείο της έχουν σχεδιαστεί οι  δίδυμοι πύργοι στο Gold Coast, το Western Sydney International (Nancy-Bird Walton) Airport και  το Mandarin Oriental στη Μελβούρνη, ίσως και άλλα που η Ζήνα δεν τα γνωρίζει.

Το έργο στη Λευκωσία βρισκόταν προς το τέλος του και πάρα τις αντιδράσεις που υπήρχαν αρχικά από τους κατοίκους, για τη πολύ μοντέρνα μορφή του, το αποτέλεσμα φαινόταν υπέροχο και η αποδοχή γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.

-Παντού όπου κτίζονται έργα της Zaha Hadid υπάρχουν αντιδράσεις, είπε η Ζήνα στην Ελένη, όταν συζητούσαν το θέμα. Στο τέλος όμως,

οι πόλεις που τα αποκτούν παραμένουν με ένα αρχιτεκτονικό μνημείο που θα το συζητούν πολλές γενεές ακόμα.

-Είναι η γειτνίαση με το παλιό που ξενίζει το κόσμο.

-Και όμως το παλιό εκφράζει την εποχή του και το νέο τη δική του εποχή. Υπάρχουν και τα δύο για να διηγούνται την εξέλιξη της ιστορίας μέσα από τους αιώνες.

-Ναι, έχεις δίκαιο. Η Λευκωσία είναι ένα αρχιτεκτονικό μωσαϊκόν των κατακτητών που πέρασαν από εδώ. Βυζαντινά μνημεία, ενετικά τείχη, ανατολίτικα τζαμιά, βρετανικά κτίσματα και τώρα ένα σύγχρονο έργο που φιλοδοξεί να οδηγήσει την Κύπρο στο κόσμο του μέλλοντος. Κανείς από τους προηγούμενους δεν αντίγραφε τον άλλο. Όλοι έβαζαν τη δική τους ταυτότητα και σφραγίδα. Αυτό κάνει και η σύγχρονη πόλη σήμερα. Δεν αντιγράφει. Συγχρονίζεται.

Όλα αυτά γυρόφερναν στο μυαλό της Ζήνας, καθώς περίμενε. Καταλάβαινε ότι αυτό το ταξίδι της επιφύλασσε πολύ περισσότερα από ότι ανέμενε. Έπειτα ήταν και ο αρχικός της στόχος: Να βρει τις ρίζες της.

-Αυτό φαίνεται πιο δύσκολο και από την επίλυση του Κυπριακού! Σκέφτηκε. Πώς είναι δυνατό να ανακαλύψω το μυστικό της Ζηνοβίας τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένα φυσικό στοιχείο για να ψάξω. Το σπίτι της έχει καταστραφεί και από ότι ξέρω δεν άφησε τίποτε άλλο πίσω της.

Αυτές οι σκέψεις την βασάνιζαν τις νύχτες που βρισκόταν μόνη στο ξενοδοχείο. Στο τέλος αποφάσισε να ρωτήσει αν εξακολουθούσε να υπάρχει η τράπεζα που η Ζηνοβία είχε τα χρήματα που της άφησε ο Δημήτριος.

-Η μετεξέλιξη εκείνης της τράπεζας, θεωρώ ότι πρέπει να είναι η Τράπεζα Κύπρου, της είχε πει η Ελένη. Αλλά τι θα ζητήσουμε. Από ότι μου έχεις πει, ο παππούς σου Ευάγγελος είχε κλείσει το λογαριασμό που είχε η Ζηνοβία με την τράπεζα. Είναι δυνατό να βρούμε κάτι μετά από τόσα χρόνια;

-Δεν ξέρω. Δεν βλάπτει όμως να ρωτήσουμε. Θα ζητήσω ένα ραντεβού με κάποιο από τους διευθυντές της τράπεζας, μήπως και βρούμε κάτι που διέφυγε στο παππού μου.

-Έχω κάποιες διασυνδέσεις με την τράπεζα και θα προσπαθήσω να σε φέρω σε επαφή με το κατάλληλο άτομο. Ξέρεις εδώ όλα έτσι λειτουργούν. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις τις διασυνδέσεις σου για να πετύχεις το σκοπό σου. Αλλιώς δεν γίνεται!

-Μην ανησυχείς. Παντού έτσι είναι. Λίγοι είναι εκείνοι που βοηθούν γιατί είναι καθήκον τους. Συνήθως πρέπει να έχουν και κάποιο συμφέρον.

Έτσι λοιπόν η Ελένη της είχε κλείσει ραντεβού με τον κύριο Ιωαννίδη, ένα από τους διευθυντές της τράπεζας. Το ραντεβού ήταν για μεθαύριο. Δεν θα μπορούσαν να φύγουν από τη Λευκωσία πριν γίνει αυτή η συνάντηση.

Εκείνη τη στιγμή είδε στο πίνακα των αφίξεων ότι είχε έρθει η πτήση του Αλέξη.

-Θα πάρει αρκετό χρόνο μέχρι να βγει, σκέφτηκε η Ζήνα. Εκτός που θα πρέπει να περιμένει τις αποσκευές του, θα πρέπει να περάσει και τη διαδικασία των PCR τεστ για το Covid και να περιμένει τα αποτελέσματα.

Αποφάσισε λοιπόν να του στείλει μήνυμα στο κινητό, όταν είναι έτοιμος να την ειδοποιήσει για να κατεβεί στις αφίξεις. Ξαφνικά, βγήκε από το κόσμο της Κύπρου και ένοιωσε μεγάλη χαρά που θα έβλεπε τον Αλέξη. Ήταν ο σύντροφός της, ο συνοδοιπόρος της και για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωθε ότι επιζητούσε τη ζεστασιά της παρουσίας του. Και όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, θα την βοηθούσε να βγει από αυτό το μπέρδεμα που είχε μπλέξει.

Η συνάντησή της με τον Αλέξη έγινε μέσα σε μια έκρηξη συναισθημάτων. Και οι δυο χάρηκαν αφάνταστα που βρέθηκαν μαζί μετά από τόσες μέρες. Για την Ζήνα ήταν μια διαπίστωση ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ σημαντικός – μα πάρα πολύ σημαντικός, για την ίδια. Ήταν στα αλήθεια ερωτευμένη!

Στο ταξίδι της επιστροφής η Ζήνα μιλούσε συνέχεια προσπαθώντας να ενημερώσει τον Αλέξη για όλα τα γεγονότα των ημερών που προηγήθηκαν. Παρόλο που επικοινωνούσαν και τηλεφωνικά, η κατά πρόσωπο επαφή, δημιουργούσε άλλα κανάλια κατανόησης.

-Η Λευκωσία ήταν για μένα αποκάλυψη, του είπε. Η Κύπρος από ένα όμορφο νησί για διακοπές, με μακρά ιστορία, παρουσιάστηκε σαν ένας τόπος με σύγχρονα ανεπίλυτα προβλήματα και βαθιές πληγές. Το ένοιωσα πολύ έντονα εδώ.

-Αυτό είναι γεγονός. Ιδιαίτερα στη Πάφο, που εσύ επισκέφθηκες, αλλά και στη Λεμεσό ακόμα και στη Λάρνακα, δεν έρχεσαι σε επαφή με το διαχωρισμό της Κύπρου. Στη Λευκωσία είναι εκεί. Είναι η πράσινη γραμμή, είναι τα χαλασμένα σπίτια που μπορείς να δεις πίσω από τα συρματοπλέγματα. Μα προπάντων είναι το γεγονός ότι η Λευκωσία δεν είναι μια τουριστική πόλη για να γλεντά την ανεμελιά και την εφήμερη ξεγνοιασιά.  Εδώ η ζωή ζυμώνεται με την πραγματικότητα.

-Με το θέμα της Ζηνοβίας έγινε κάτι; Έμαθες τίποτα νεότερο; Σε σχέση με τον περιβόητο κύριο Νικολάου, τι λογαριάζεις να κάνεις; Εγώ δεν προτίθεμαι να το αφήσω έτσι. Τέτοιες συμπεριφορές είναι απαράδεκτες.

-Το σπίτι της Ζηνοβίας στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Είναι μόνο κάτι ερείπια. Είδα τις φωτογραφίες που έβγαλε η Ελένη. Δεν νομίζω να βρούμε κάτι εκεί. Φυσικά τώρα που ήρθες και εσύ θα πάμε να το δούμε μαζί.

-Για το θέμα του μυστικού της Ζηνοβίας, ζήτησα ραντεβού με κάποιο υπεύθυνο στη Τράπεζα Κύπρου με την ελπίδα ότι μπορεί να διέφυγε κάτι του παππού Ευάγγελου και να μπορέσουμε το βρούμε τώρα. Πράγμα πολύ απίθανο, αλλά δεν βλάπτει να δοκιμάσουμε. Το ραντεβού μου είναι μεθαύριο.

-Όσον αφορά τον κύριο Νικολάου, έχω σκεφτεί να πάω στην αστυνομία. Αυτό με συμβούλεψε ένας φίλος της Ελένης, δικηγόρος. Σκοπός δεν είναι να τον κατηγορήσουμε, γιατί στη πραγματικότητα δεν έχουμε απτά στοιχεία, αλλά η εμπλοκή της αστυνομίας θα τον τρομάξει και θα μας αφήσει ήσυχους.

-Σε αυτό μπορώ να βοηθήσω και εγώ. Ένας παλιός, καλός φίλος του πατέρα μου είναι ανώτερος αστυνόμος στο Αρχηγείο Αστυνομίας και αυτός θα ξέρει πώς να χειριστεί την υπόθεση. Ξέρεις εδώ όλα έτσι λειτουργούν. Με διασυνδέσεις.

-Ξέρω. Μου το είπε και η Ελένη.

-Με το δικηγόρο σου, τον κύριο Νεοφύτου, τι θα κάνεις;

-Όταν θα πάμε στη Πάφο, θα περάσουμε μαζί από το γραφείο του, θα υπογράψω τα χαρτιά που πρέπει να υπογράψω, θα τον πληρώσω και τέρμα η συνεργασία μας. Θα ορίσω άλλο δικηγόρο. Ο φίλος της Ελένης μου φάνηκε καλός, αλλά βλέπουμε. Δεν είναι ανάγκη να αποφασίσω άμεσα.

Δεν άργησαν να φτάσουν στη Λευκωσία. Μετά τις απαραίτητες διαδικασίες, κατέληξαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Αυτή η απομάκρυνση για πάνω από δύο εβδομάδες ένα πράγμα είχε κάνει σαφές και στους δυο. Ήθελαν να είναι συνεχώς μαζί. Το ανατολίτικο ταπεραμέντο του Αλέξη, του επέβαλε να βρίσκεται πάντα στο πλευρό της αγαπημένης του και οι φιλελεύθερες αντιλήψεις της Ζήνας καταβαραθρώθηκαν, όταν ανακάλυψε ότι ήταν πολύ πιο ευτυχισμένη μαζί του, παρά μόνη.

-Μαζί θα βρούμε τη λύση, του είπε η Ζήνα το επόμενο πρωί που ξύπνησαν. Είμαι βέβαιη.

 

Η φωτογραφία παρουσιάζει μέρος της τάφρου της Πλατείας Ελευθερίας

*Ο Λέλλος Δημητριάδης απεβίωσε στις 9 Απριλίου 2022

**Το έργο της Πλατείας ελευθερίας στη Λευκωσία, σχεδιάστηκε από τον Κύπριο  συνεργάτη της Zaha Hadid, αρχιτέκτονα Χρίστο Πασά

Λέλλος Δημητριάδης

Λέλλος Δημητριάδης 2

Μουσταφά Ακιντζή 

 

(Κεφάλαιο 18)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Ο κύριος Ιωαννίδης κοίταζε την εντυπωσιακή γυναίκα που καθόταν απέναντί του και ενώ ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τη βοηθήσει, προσπαθούσε να μηχανευθεί κάτι για να την κρατήσει ακόμα περισσότερο στο γραφείο του. Δεν ήταν αυτό που λέμε: «όμορφη σαν σταρ του σινεμά», αλλά είχε κάτι πάνω της που σε μαγνήτιζε.

Τα καστανόξανθα μακριά, φυσικά μαλλιά της και τα σκούρα μάτια της, ήταν ένας ασυνήθιστος συνδυασμός που τραβούσε αμέσως την προσοχή. Εκείνο που μάγευε όμως τον συνομιλητή της, ήταν η προσωπικότητα και η λάμψη του προσώπου της, που πρόδιδε ένα βαθιά έντονο ψυχικό κόσμο.

-Λέτε ότι η προγιαγιά σας είχε αφήσει ένα κείμενο για το γιο της που δεν βρέθηκε ποτέ. Το ερώτημά σας είναι, αν υπήρχε περίπτωση να το είχε αφήσει στην κατοχή της τράπεζας για φύλαξη. Την εποχή στην οποία αναφέρεστε, το 1922 δηλαδή, το τραπεζικό σύστημα στη Κύπρο ήταν στα πολύ αρχικά του στάδια και λειτουργούσε περισσότερο σαν ταμιευτήριο. Δεν πιστεύω ότι, τότε, ήταν δυνατό να παρέχονται τέτοιου τύπου υπηρεσίες.  Θα μπορούσα φυσικά να ζητήσω να γίνει ένας έλεγχος, αλλά είναι σαν να ψάχνουμε να βρούμε βελόνα στ’ άχυρα. Σχεδόν αδύνατο.

-Ευχαριστώ κύριε Ιωαννίδη. Δεν θέλω να σπαταλώ άλλο το χρόνο σας. Απλά ήθελα να σας δω και για να αποκλείσω αυτή την περίπτωση και να ψάξω για κάτι άλλο.

-Αν η πρόγιαγιά σας είχε δικηγόρο πιθανόν να το άφησε στη φύλαξή του. Αλλά και πάλι… Μετά από εκατό χρόνια, το βλέπω απίθανο να βρείτε κάτι.

-Σας ευχαριστώ ξανά για το χρόνο σας. Θα δω πώς θα προχωρήσω. Καλό μεσημέρι, κύριε Ιωαννίδη.

-Καλό μεσημέρι, κυρία Βασιλόπουλος. Αν βρείτε μια επιπρόσθετη πληροφορία που μπορεί να μας βοηθήσει, είμαι στη διάθεσή σας.

Φεύγοντας η Ζήνα δεν αισθανόταν και τόσο απογοητευμένη. Απλά ήξερε ότι αυτή η πιθανότητα είχε αποκλειστεί. Συζητώντας με τον Αλέξη το θέμα, την προηγούμενη μέρα, είχαν καταλήξει ότι η επόμενή τους κίνηση θα ήταν να επισκεφθούν το χωριό Στατός στη Πάφο και να ψάξουν να βρουν τους απογόνους των προσώπων που ανέφερε η Ζηνοβία στις επιστολές της, δηλαδή της Ευρυδίκης και της κόρης της Ευθυμίας. Ίσως είχε αφήσει κάτι σε αυτές.

Η επόμενη συνάντηση που έπρεπε να κάνουν, ενώ βρίσκονταν στη Λευκωσία, ήταν με τον Ανώτερο Αστυνόμο, κύριο Γεωργίου, φίλο του πατέρα του Αλέξη. Τους είχε κλείσει ραντεβού για την επομένη, η ώρα 10.00 το πρωί. Σε αυτή την συνάντηση θα πήγαινε με τον Αλέξη, αφού εκείνος την  είχε διευθετήσει.

Την επόμενη, η ώρα 10.00 ακριβώς βρίσκονταν στο γραφείο του κυρίου Γεωργίου, ο οποίος τους υποδέχθηκε πολύ εγκάρδια. Τους κέρασε κυπριακό καφέ και άκουσε με προσοχή όσα του είπαν σχετικά με τον κύριο Νικολάου, αλλά και το δικηγόρο της Ζήνας, τον κύριο Νεοφύτου.

-Θέλετε να καταχωρήσετε καταγγελία; Τους ρώτησε. Στα δικαστήρια της Κύπρου θα πάρει χρόνια να εξεταστεί και στην πραγματικότητα, εκτός από λεκτικές αναφορές, δεν έχετε κάτι απτό.

-Όχι, του είπε η Ζήνα. Δεν θέλω να καταχωρήσω καταγγελία. Θέλω απλά να δούμε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να έρθει ενώπιον των πράξεών του ο κ. Νικολάου, να πάψει να συμπεριφέρεται με αυτό το τρόπο και να μας ενοχλεί.

-Ένα λεπτό να τηλεφωνήσω στο Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου, να δω μήπως γνωρίζει τον κύριο Νικολάου και τι χαρακτήρας είναι. Ξέρετε στη Κύπρο και ιδιαίτερα στη Πάφο, ο κόσμος είναι τόσο λίγος που σχεδόν όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους.

Ο κύριος Γεωργίου πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου και του ανέφερε με συντομία τα γεγονότα. Η Ζήνα και ο Αλέξης περίμεναν αρκετή ώρα μέχρι να τελειώσει το τηλεφώνημα. Ήταν φανερό ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου γνώριζε τον κύριο Νικολάου και το ποιόν του.

-Έχετε απόλυτο δίκαιο, τους είπε. Ο τύπος είναι γνωστός στην αστυνομία. Με τέτοιες απατεωνιές έχει αγοράσει ένα σωρό γη στη Πάφο από αδαείς ιδιοκτήτες, έχει κτίσει πολλές επαύλεις και τις έχει πωλήσει στους ξένους, κάνοντας χρυσές δουλειές. Συμπεριφέρεται σαν γόης και θεωρεί ότι όλες οι γυναίκες λυγίζουν μπροστά στη γοητεία του. Σημειώστε ότι είναι και παντρεμένος, με δύο παιδιά. Ο δικηγόρος σας, ο κύριος Νεοφύτου, είναι στην πραγματικότητα καλός άνθρωπος, αλλά για να έχει μπλέξει μαζί με τον Νικολάου, μάλλον θα τον έχει δανείσει χρήματα και είναι υποχρεωμένος σε αυτόν. Δεν δικαιολογείται διαφορετικά η σχέση τους.

-Ο συνάδελφος με έχει ενημερώσει ότι θα ψάξει περισσότερο το θέμα και θα με πάρει πίσω για οτιδήποτε νεότερο. Θα τηλεφωνήσει και στο ίδιο το κύριο Νικολάου, ώστε να τον κάνει να καταλάβει ότι το θέμα έχει φθάσει ενώπιό μας και να καθίσει ήσυχος. Τέτοιοι τύποι είναι θρασύδειλοι, δεν δαγκώνουν. Μην φοβάστε.

Η Ζήνα και ο Αλέξης ευχαρίστησαν τον κύριο Γεωργίου και έφυγαν. Ήταν και οι δύο πολύ ικανοποιημένοι από την εξέλιξη της υπόθεσης. Δεν ήθελαν εξ άλλου να ασχοληθούν άλλο με τον κύριο Νικολάου και την απαράδεκτη συμπεριφορά του.

Το βράδυ έφαγαν μαζί με την Ελένη σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο, σε μια αυλή στη πραγματικότητα, κάτω από λεμονιές και ελιές. Δύο νεαροί με τις κιθάρες τους, ψυχαγωγούσαν τους θαμώνες με παλιά ελληνικά τραγούδια. Η Ζήνα ήταν ενθουσιασμένη με τη γραφικότητα της Λευκωσίας. Η Ελένη, που ήταν η μόνιμη ξεναγός τους, τους έπαιρνε κάθε φορά σε παραδοσιακά εστιατόρια, στην ευρύτερη περιοχή της Λευκωσίας και πολύ συχνά στην εντοιχισμένη πόλη. Η ατμόσφαιρα αυτών των χώρων ήταν για τη Ζήνα μια σύνδεση με το παρελθόν και μια γεύση της ζωής της προγιαγιάς της, Ζηνοβίας.

Τρώγοντας και χαλαρώνοντας σχεδίασαν και τις κινήσεις που θα ακολουθούσαν. Την επομένη θα έφευγαν όλοι για την Πάφο. Η Ελένη θα πήγαινε με το δικό της αυτοκίνητο ώστε να μπορεί να επιστρέψει πίσω το βράδυ. Έπρεπε επιτέλους να επισκεφθούν το κτήμα που άφησε η Ζηνοβία και να σχηματίσουν μια εικόνα για το σπίτι και τον περιβάλλοντα χώρο.

Η Ζήνα δεν κοιμήθηκε καλά εκείνο το βράδυ. Αυτή η περιπέτεια που είχε ξεκινήσει με τον θάνατο του πατέρα της, είχε πάψει πια να είναι ένα κυνήγι θησαυρού. Είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι με τις έρευνές της τάραζε τα πνεύματα των προγόνων της, που για εκατό χρόνια βρίσκονταν σε λήθαργο και τους καλούσε να αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Άραγε ήθελαν; Δεν ήξερε. Η πορεία όμως είχε ξεκινήσει και έμπαινε πια στα βαθιά.

Την άλλη μέρα, στο ταξίδι για την Πάφο, σταμάτησαν στη Χοιροκοιτία. Ο νεολιθικός αυτός οικισμός,  που από τα στοιχεία που υπάρχουν φαίνεται ότι άρχισε να κατοικείται από την 9η χιλιετία π.Χ., αν και τα αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται γύρω στην έβδομη χιλιετία π.Χ.,  ήταν μια αποκάλυψη για τη Ζήνα. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου έχει ανακατασκευάσει πέντε από τις κυκλικές κατοικίες που υπήρχαν εκεί και τις έχει εξοπλίσει με αντίγραφα αντικειμένων της εποχής εκείνης, δίνοντας έτσι στον επισκέπτη την ευκαιρία να αντιληφθεί πώς ζούσαν οι άνθρωποι της νεολιθικής εποχής.

-Ξέρεις, της είπε η Ελένη, βασικά το σπίτι της προγιαγιάς σου ήταν κατασκευασμένο με παρόμοιο τρόπο. Δηλαδή η βάση από πέτρα και το υπόλοιπο με πλίνθους. Φυσικά το δικό της Ζηνοβίας ήταν πολύ πιο σύγχρονο και μεγαλύτερο, όμως η αρχική τεχνική ήταν η ίδια. Σκέψου, για δέκα χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι σε αυτό τον τόπο, έκτιζαν τα σπίτια τους με τον ίδιο τρόπο! Από ότι φαίνεται επίσης, από το πώς έθαβαν τους νεκρούς τους, στο πάτωμα της κατοικίας τους, είχαν θρησκευτικές δοξασίες, ένα είδος πολιτισμού δηλαδή. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ότι στο εσωτερικό των κατοικιών καλυπτόταν με τοιχογραφίες. Λόγω της πολύ κακής τους κατάστασης δεν μπόρεσαν να αποκατασταθούν και να φανεί τι πραγματικά παρουσίαζαν, όμως η τέχνη είναι επίσης δείγμα πολιτισμού.

-Δεν ξέρω τι να πω! Απάντησε η Ζήνα. Από την ώρα που πάτησα το πόδι μου σε αυτό τον τόπο η μια έκπληξη διαδέχεται την άλλη. Έχετε εσείς, οι κάτοικοι αυτού του νησιού, συναίσθηση πού ζείτε κα πόσο βαριά κληρονομιά κουβαλάτε;

-Να είσαι σίγουρη πως όχι! Της είπε γελώντας η Ελένη. Το περιβάλλον και η ιστορία του τόπου μας είναι ένα δεδομένο, άνευ σημασίας για τους περισσότερους. Ζούμε, όπως όλοι οι υπόλοιποι στον κόσμο ίσως, μέσα στην ομίχλη των καθημερινών μας προβλημάτων. Μια ματιά γύρω όμως, θα μπορούσε να μας κάνει να προσπαθούμε περισσότερο για το μέλλον της πατρίδας μας.

Κατά το μεσημέρι έφθασαν στην Πάφο.

-Θα θέλατε να πάμε κάπου να φάμε τους ρώτησε η Ελένη ή απευθείας στο κτήμα της Ζηνοβίας.

-Πεινάω σαν λύκος, απάντησε ο Αλέξης. Ας πάμε στο λιμανάκι της Κάτω Πάφου να φάμε και το απόγευμα, όταν ο ήλιος χαμηλώσει πάμε στο κτήμα της Ζηνοβίας. Θα είναι πιο ευχάριστο έτσι.

Οι δύο κυρίες συμφώνησαν με τον Αλέξη και έτσι πήγαν σε ένα εστιατόριο απέναντι από τη θάλασσα να φάνε .Η περιοχή είναι καθαρά τουριστική και το μενού αρκετά τσουχτερό σε τιμή, όμως απόλαυσαν  φρέσκο ψάρι. Στο λιμανάκι λικνίζονταν μερικές βάρκες και μικρά κότερα. Οι τουρίστες πηγαινοέρχονταν στην αποβάθρα και περπατούσαν μέχρι το κάστρο που βρισκόταν στην άκρη του λιμανιού.

-Πόσο μεγάλο είναι το κτήμα της Ζηνοβίας; Ρώτησε ο Αλέξης την Ελένη.

-Αρκετά μεγάλο. Υπολογίζω στα δύο εκτάρια. Για αυτό ο κύριος Νικολάου το ήθελε διακαώς. Θα του απέφερε μεγάλα κέρδη μια και έχει απρόσκοπτη θέα προς τη θάλασσα.

-Νομίζω θα ήταν καλά να βάλουμε κάποιο τοπογράφο να το μετρήσει και να ορίσει τα σύνορα, γιατί υπάρχει μεγάλή πιθανότητα οι γείτονες να τα έχουν παραβιάσει, πρότεινε ο Αλέξης.

-Συμφωνώ, απάντησε η Ζήνα. Ίσως να πρέπει να το περιφράξουμε κιόλας.

-Ο τοπογράφος είναι πολύ καλή ιδέα, αλλά η περίφραξη θα είναι πολύ ακριβή, απάντησε η Ελένη. Πρόκειται για πολύ μεγάλη έκταση.

-Ναι ίσως έχεις δίκαιο. Ας ορίσουμε τα σύνορα πρώτα και ύστερα βλέπουμε.

-Σκοπεύεις να το κρατήσεις όλο; Ρώτησε ο Αλέξης.

-Δεν ξέρω. Πρέπει να το δω πρώτα. Πάντως η πρώτη μου επιθυμία είναι να ανακατασκευάσω το σπίτι της Ζηνοβίας.

-Θα μπορούσες να κρατήσεις το σπίτι και μια έκταση γύρω από το σπίτι και να πουλήσεις το υπόλοιπο. Είναι πολύ μεγάλος χώρος για να τον συντηρείς. Με τα σημερινές απαιτήσεις θα ήταν υπερβολή. Εξ άλλου λογαριάζεις να ζήσεις στη Κύπρο ή θα έρχεσαι που και αραιά.

-Δεν ξέρω. Δεν έχω κάνει τέτοιες σκέψεις ακόμα. Ίσως να έχεις δίκαιο, όμως θα πρέπει πρώτα να το δω. Με έχει φάει η αγωνία. Ας πιούμε τον καφέ μας και να πάμε επιτέλους!

Μέχρι να πιούν τον καφέ τους και να περπατήσουν μέχρι το κάστρο, η ώρα είχε γίνει πέντε το απόγευμα. Η Ζήνα δεν κρατιόταν άλλο. Με την Ελένη να οδηγεί μπροστά και να τους κατευθύνει έφτασαν στο «σπίτι» της Ζηνοβίας.

Η Ζήνα, διαπίστωσε αμέσως ότι η θέση του ήταν πανοραμική. Έβλεπε προς τη θάλασσα και η θέα ήταν απρόσκοπτη. Το κτήμα βρισκόταν σε μια πλαγιά και κατέληγε σε ένα μικρό γκρεμό, προφυλάσσοντάς το έτσι από μελλοντικές κατασκευές που θα του αποκόπταν την ορατότητα προς τη θάλασσα. Δεξιά και αριστερά ήταν κτισμένες επαύλεις. Η Ζήνα πρόσεξε μια πινακίδα που έγραφε: “Villas for sale”  και από κάτω υπέγραφε η εταιρεία του κυρίου Νικολάου.

-Ιδού γιατί ο κύριος Νικολάου είχε την απαίτηση να αποκτήσει και αυτό το κτήμα! Αναφώνησε.

-Το καλύτερο πράγμα που κάναμε ήταν που πήγαμε στην αστυνομία. Τέτοιοι τύποι μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνοι για το κέρδος. Δεν έχουν φραγμούς, είπε ο Αλέξης.

-Θα μεριμνήσω άμεσα να έρθουν εδώ τοπογράφοι, υποσχέθηκε η Ελένη. Θα σας ενημερώσω για την ημερομηνία που θα εργαστούν ώστε να ενημερώσετε με τη σειρά σας την αστυνομία. Είναι καλά να το έχουν υπόψη τους μήπως και ο κύριος Νικολάου έχει ήδη επέμβει στο τεμάχιο αυτό και προσπαθήσει να τους αποτρέψει.

-Άσχημο μπλέξιμο! είπε η Ζήνα. Πάμε τώρα να δούμε το σπίτι της γιαγιάς και ας το αφήσουμε αυτό για αργότερα.

Προχώρησαν προς τα χαλάσματα, εκεί που κάποτε στεκόταν το σπίτι, μέσα από το οποίο η Ζηνοβία είχε ονειρευτεί και είχε αγωνιστεί να σώσει τις γυναίκες της Πάφου από την αθλιότητα και την αγραμματοσύνη. Έστεκαν μόνο μερικές πέτρες που σηματοδοτούσαν πού βρίσκονταν κάποτε τα δωμάτια. Μπορούσες να διακρίνεις και τις θέσεις των παραθύρων και των θυρών. Τίποτε περισσότερο. Στέγη δεν υπήρχε. Το πάτωμα, που κάποτε ήταν καλυμμένο με πλάκες από κυπριακό μάρμαρο, ήταν τώρα απλό χώμα. Μόνο στις άκριες των δωματίων, κοντά στους τοίχους παρέμεναν κάποιες σειρές από τις πλάκες.

-Αυτές οι πέτρες είναι η βάση του σπιτιού, κάτι ανάλογο που είδαμε στη Χοιροκοιτία και από πάνω οι τοίχοι ήταν καμωμένοι με πλίνθους. Ακριβώς το ίδιο έγινε και εδώ. Οι τοίχοι από πλίνθους όμως έχουν καταστραφεί. Μέσα και έξω το σπίτι ήταν επιχρισμένο με γύψο. Μπορείτε να δείτε σε αυτό το σημείο που υπάρχουν μερικά υπολείμματα. Η στέγη ήταν καμωμένη με ξύλα, χώμα και κεραμίδια. Ελάτε να σας δείξω και το πηγάδι.

Προχώρησαν προς το πηγάδι. Εκείνη την ώρα ο Αλέξης πρόσεξε κάποιο να τους παρακολουθεί από τις διπλανές βίλες. Μόλις αντιλήφθηκε ότι τον είδε κρύφτηκε. Δεν είπε τίποτε, αλλά αποφάσισε την επομένη να τηλεφωνήσει στον Αστυνόμο.

Αφού τους έδειξε το πηγάδι η Ελένη , το οποίο ήταν καταστραμμένο και γεμάτο πέτρες, τους ανακοίνωσε ότι η ίδια θα έπρεπε να επιστρέψει στη Λευκωσία.

-Έχω αρκετό δρόμο μπροστά μου και αύριο μια δύσκολη μέρα. Θα πρέπει να φύγω τώρα. Εσείς μπορείτε να μείνετε αν θέλετε. Πρώτη μου δουλειά θα είναι να βρω τοπογράφους για να οριοθετήσουν το κτήμα. Θα σας ενημερώσω σχετικά.

Αποχαιρέτησαν την Ελένη και την ευχαρίστησαν για την πολύτιμη βοήθειά της. Η Ζήνα θα ήθελε να μείνει ακόμα λίγο για να δει το ηλιοβασίλεμα. Προχώρησαν ξανά προς το σπίτι και ο Αλέξης είδε με την άκρη του ματιού του ένα αυτοκίνητο να φεύγει από τις διπλανές βίλες.

-Φεύγει ο φίλος μας, σκέφτηκε. Θα ενημερώσει το αφεντικό του για την επίσκεψή μας, εκτός αν είναι αυτός το αφεντικό.

Προτίμησε να μην πει τίποτε στην Ζήνα. Δεν υπήρχε λόγος να την αναστατώσει. Ήταν φανερό ότι η ιστορία με τον κύριο Νικολάου δεν θα τελείωνε έτσι εύκολα.

Η Ζήνα στάθηκε μπροστά σε ένα σημείο που κάποτε θα ήταν ένα παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα. Με τη σκέψη ότι και η Ζηνοβία θα στεκόταν εκεί και θα σχεδίαζε τα επόμενά της βήματα για να βοηθήσει τις γυναίκες της Πάφου, ανατρίχιασε. Τέτοιες γυναίκες, άγνωστες, ανώνυμες που ξεκινούν ένα τόσο μεγάλο έργο, χωρίς συναίσθηση των κινδύνων, αλλά μόνο με τη δύναμη της ψυχής,  ήταν οι ηρωίδες της. Και μια από αυτές ήταν η προγιαγιά της!

Εκεί τη στιγμή ένοιωσε ότι, άσχετα με το αν θα μπορούσε να βρει το μυστικό της Ζηνοβίας, θα έπρεπε να κάνει κάτι για να διατηρήσει τη μνήμη της και να προβάλει το έργο της. Το όνομα της προγιαγιάς της θα έπρεπε να παραμείνει στη συλλογική μνήμη των γυναικών αυτού του τόπου για πολλά χρόνια ακόμα! Αυτό που ξεκίνησε σαν μια περιπέτεια, μέσα στον εγκλεισμό που έφερε η καραντίνα, είχε αρχίσει να γίνεται έργο ζωής για την ίδια, με εντελώς απρόβλεπτες εξελίξεις.

Ο Αλέξης έμεινε σιωπηλός σεβόμενος τον συλλογισμό της Ζήνας. Εξ άλλου είχε τις δικές του σκέψεις που τον απασχολούσαν. Ένοιωσε πως ρόλος του ήταν να την προστατέψει από τον κύριο Νικολάου και τύπους σαν τον κύριο Νικολάου. Ήταν πολύ σωστή η απόφασή του να έρθει στη Κύπρο και να είναι δίπλα της. Η Ζήνα ήταν πολύ δυνατή γυναίκα, αλλά ήταν ευαίσθητη και ενεργούσε με καθαρό τρόπο, χωρίς υστεροβουλίες. Η δολιότητα όμως θέλει διαφορετικούς χειρισμούς.

Εκείνη την ώρα ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Τον έβλεπαν να χάνεται στον ορίζοντα και να βάφει με τα χρώματά του τον ουρανό και τη θάλασσα. Μια ιερή σιωπή είχε απλωθεί παντού. Ειρήνη.

Παρέμειναν εκεί, ακίνητοι, κοιτάζοντας, απορροφώντας την ενέργεια της ώρας, ενώ μια ανάταση γέμιζε τη ψυχή τους.

Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ο Αλέξης πήρε το χέρι της Ζήνας και της είπε τρυφερά:

-Έλα είναι ώρα να φεύγουμε. Θα ξανάρθουμε και θα ξαναζήσουμε αυτή την ομορφιά.

Έτσι πιασμένοι χέρι – χέρι έφθασαν μέχρι το αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το ξενοδοχείο.

 

Χοιροκοιτία

 

(Κεφάλαιο 19)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησαν, η Ζήνα κατέβηκε στη θάλασσα για να κολυμπήσει. Ο Αλέξης βρήκε τότε ευκαιρία να πάρει τον Αστυνόμο για να του πει για τον τύπο που τους παρακολουθούσε το προηγούμενο απόγευμα στο κτήμα της Ζηνοβίας.

Ο Αστυνόμος δεν παραξενεύτηκε από το συμβάν. Ήταν επακόλουθο της όλης κατάστασης και των ενεργειών του κυρίου Νικολάου. Όπως του εξήγησε, ο Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου είχε επικοινωνήσει με τον κύριο Νικολάου και τον ενημέρωσε για το παράπονο της Ζήνας στην αστυνομία.

-Φάνηκε να εκπλήττεται, ότι τάχα δεν είχε καμιά κακή πρόθεση και όλα ήταν μια παρεξήγηση. Το ενδιαφέρον του είναι καθαρά επαγγελματικό, επιθυμεί δηλαδή να αγοράσει το κτήμα για να το αξιοποιήσει. Τέτοια και παρόμοια έλεγε, μέχρι που ο συνάδελφος του είπε καθαρά, ότι γνώριζε ότι στην ιστοσελίδα της εταιρείας του είχε βάλει για πώληση τις βίλες που προτίθετο να κτίσει σε ένα κτήμα που ούτε του ανήκε, ούτε η ιδιοκτήτρια είχε αποφασίσει να πωλήσει.

-Μετά από αυτό κατάπιε τη γλώσσα του και αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι έχει αφαιρέσει πια από την ιστοσελίδα αυτή την διαφήμιση. Ο συνάδελφος συμπέρανε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχει παραβιάσει τα σύνορα του κτήματος με τις βίλες που έχει κτίσει στο διπλανό τεμάχιο. Σε τέτοια περίπτωση η κυρία Βασιλόπουλος θα μπορούσε φυσικά να υποβάλει μήνυση αλλά όπως σας είπα και στην επίσκεψή σας εδώ, η εκδίκαση θα πάρει πολλά χρόνια στη Κύπρο και δεν συμφέρει. Είναι καλύτερα να έρθετε σε ένα οικονομικό συμβιβασμό μαζί του, μέσω δικηγόρου, για να μην εμπλακείτε περισσότερο εσείς.

-Η απορία μου κύριε Αστυνόμε, είναι εσείς, σαν αστυνομία της Κύπρου, δεν θα μπορούσατε αυτεπάγγελτα να εξετάσετε αυτή την περίπτωση;

-Δυστυχώς Αλέξη, αν δεν υποβληθεί καταγγελία δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο. Ξέρεις, έχουμε ένα σωρό υποθέσεις που δεν προλαβαίνουμε να διεκπεραιώσουμε… Η συμπεριφορά του συγκεκριμένου κυρίου έχει φυσικά σημειωθεί και στο μέλλον, αν υπάρξει κάτι άλλο, θα είναι ένα επιβαρυντικό στοιχείο.

-Ο συνάδελφος μίλησε και με τον δικηγόρο της κυρίας Βασιλόπουλος, τον κύριο Νεοφύτου. Ο ανθρωπάκος κατατρόμαξε και δεν νομίζω να ξανακάνει τέτοια γκάφα. Δεν ξέρω φυσικά κατά πόσο ήταν γκάφα ή τον εκβίαζε με οποιοδήποτε τρόπο ο Νικολάου.

-Αυτόν θα πάμε να τον δούμε σήμερα. Θα τον πληρώσει η Ζήνα και θα διακόψουμε μαζί του. Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Γεωργίου.

-Παρακαλώ. Πάντοτε στη διάθεσή σας για ότι χρειαστείτε.

Εκείνη την ώρα επέστρεψε και η Ζήνα από την παραλία. Μπήκε βιαστικά για ένα ντους για να προλάβουν να κατεβούν στην τραπεζαρία για το πρόγευμα. Παίρνοντας το πρωϊνό τους λίγο αργότερα, ο Αλέξης την ενημέρωσε για την συνομιλία που είχε με τον Αστυνόμο Γεωργίου.

-Καλά υποψιαστήκαμε λοιπόν ότι ο κ. Νικολάου έχει επέμβει και στο δικό μου κτήμα! Όμως έχει δίκαιο ο Αστυνόμος. Δεν έχω καμία διάθεση να ξανασχοληθώ μαζί του. Ούτε και θα χάσω το χρόνο μου υποβάλλοντας αγωγή, αν και του αξίζει. Θα βρούμε ένα καλό δικηγόρο και θα του αναθέσουμε την υπόθεση. Θα τον κάνουμε να πληρώσει κάθε σπιθαμή που καταπάτησε.

-Συμφωνώ μαζί σου. Θα πρέπει να ολοκληρώσουμε αυτή την υπόθεση σύντομα γιατί εγώ σε ένα μήνα θα πρέπει να επιστρέψω στη Μελβούρνη. Εσύ δεν ξέρω πόσο θα μείνεις εδώ. Αλήθεια τι σκέφτεσαι να κάνεις;

-Δεν ξέρω. Όλα είναι μπερδεμένα μέσα μου. Έχω τόσα θέματα να εκκρεμούν, που δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να πάρω αποφάσεις για το μέλλον. Θα προχωρώ βήμα – βήμα. Προηγείται η εξέταση του μυστικού της Ζηνοβίας. Παρόλο που δεν βλέπω πουθενά φως, δεν προτίθεμαι να το αφήσω μέχρι να εξαντλήσω και την τελευταία πιθανότητα. Μου έχει γίνει εμμονή αυτή η υπόθεση. Αν άφησε κάτι αυτή η γυναίκα, σίγουρα κάπου υπάρχει. Και αν υπάρχει θα το βρω! Πού δεν γνωρίζω, αλλά πίστεψέ με θα ψάξω τα πάντα.

-Σε βλέπω πολύ αποφασισμένη, είπε γελώντας ο Αλέξης. Πρώτα – πρώτα όμως θα πρέπει να περάσουμε από το γραφείο του κυρίου Νεοφύτου να υπογράψουμε τα έγγραφα και να τον απαλλάξεις από τις υπηρεσίες του προς εσένα.

-Ναι έχεις δίκαιο. Ξεκινούμε αμέσως. Θα του τηλεφωνήσω πρώτα για να δούμε ότι είναι μέσα.

Μετά μια ώρα βρέθηκαν στο γραφείο του κυρίου Νεοφύτου. Ο ίδιος ήταν πολύ απολογητικός για την κατάσταση που δημιουργήθηκε και έτσι η Ζήνα ήταν ξεκάθαρη μαζί του:

-Δεν ξέρω για ποιο λόγο ενημερώσατε τον κύριο Νικολάου για το κτήμα μου και του δώσατε το δικαίωμα να ενεργήσει όπως έχει ενεργήσει, όμως παρά το γεγονός ότι είμαι πολύ ευχαριστημένη για τις μέχρι τώρα υπηρεσίες θα χρειαστεί να διακόψω μαζί σας. Θα σας πληρώσω μόνο ότι σας οφείλω μέχρι εδώ.

-Δεν χρειάζεται να πληρώσετε οτιδήποτε άλλο από ότι μου έχετε ήδη καταβάλει μέχρι σήμερα. Παρόλο που μπορεί να μην έχει σημασία πια αλλά, χάριν της αλήθειας, θα ήθελα να σας πω ότι μόνος του κατάλαβε ότι διαχειριζόμουν το κτήμα σας, όταν με είδε που πήγα να το επισκεφθώ. Από εκεί και πέρα έγινε αφόρητα φορτικός και πιεστικός προς εμένα, με τα αποτελέσματα που ξέρετε. Και να θέλατε να συνεχίσουμε μαζί, δεν θα δεχόμουν εγώ. Καλύτερα να πάτε κάπου άλλου και μάλιστα σε δικηγόρο εκτός Πάφου.

Με αυτό περίπου τον τρόπο τέλειωσε η συνεργασία της Ζήνας με τον κύριο Νεοφύτου.

-Τώρα τι κάνουμε; Τη ρώτησε ο Αλέξης. Τι προτείνεις;

-Κατά ακρίβεια θα ήταν ωραία ιδέα να επισκεφθούμε τη φίλη που απέκτησα στο αεροπλάνο, την κυρία Μαρία Στυλιανού και μετά τους αρχαιολογικούς χώρους της Πάφου. Το γεγονός όμως, ότι εσύ θα φύγεις σε λιγότερο από ένα μήνα, με αναγκάζει να συγκεντρωθώ αποκλειστικά στο στόχο μου: να βρω το μυστικό της Ζηνοβίας. Για το λόγο αυτό θα πάμε απευθείας στο χωριό Στατός, μήπως εντοπίσουμε κάτι.

-Ας φάμε λοιπόν για μεσημέρι και ας ξεκινήσουμε.

Ήταν πολύ νωρίς το απόγευμα όταν έφυγαν για το χωριό. Όπως ανέβαιναν το βουνό η θέα άλλαζε. Αμπέλια και άλλες καλλιέργειες παντού, πρασίνιζαν το τοπίο σε αντίθεση με τις πεδινές περιοχές της Κύπρου, που τέτοια εποχή όλα ήταν κίτρινα από τη καλοκαιρινή ξηρασία.

-Πολύ όμορφο τοπίο! Της είπε ο Αλέξης.

-Πραγματικά! Είναι εντελώς διαφορετικά εδώ. Ας ελπίσουμε ότι και το χωριό θα είναι εξ ίσου όμορφο. Από ότι έχω διαβάσει στο google όμως, το αρχικό χωριό Στατός έχει εγκαταλειφθεί τη δεκαετία του εξήντα, μετά από κάποιες κατολισθήσεις και έχει κτιστεί νέο χωριό λίγο ψηλότερα, που λέγεται Στατός – Άγιος Φώτιος ή Αμπελίτης. Το χωριό της Ζηνοβίας φυσικά είναι το παλιό και εκεί θα πρέπει να πάμε αρχικά, αν και δεν νομίζω να κατοικείται.

Σε μισή ώρα περίπου έφτασαν στο χωριό. Τα πέτρινα  σπίτια ήταν πια μισογκρεμισμένα. Παντού επικρατούσε μια ερήμωση. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και άρχισαν να περπατούν στους άδειους δρόμους. Δεν ήταν και πολλοί. Ήταν φανερό, πως ακόμα και το καιρό που το χωριό ανθούσε, ήταν πολύ μικρό. Όπως προχωρούσαν είδαν την εκκλησία, που στεκόταν ακόμα όρθια, αλλά εγκαταλειμμένη και άδεια.

-Η εκκλησία των αγίων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας! Είπε η Ζήνα. Εδώ τάφηκε η Ζηνοβία. Θυμάσαι Αλέξη εκείνη την κηδεία που περιέγραψε ο παππούς Ευάγγελος στο γράμμα του;

-Ναι, τη θυμάμαι. Ήταν σαν να έθαψε η Πάφος την καρδιά της!

Προσπάθησαν να μπουν μέσα αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Γύρω από την πετρόκτιστη εκκλησία ήταν ένας ανοικτός χώρος και από τη μια πλευρά μπορούσες να δεις τη θέα που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου, καθώς τα βουνά κατηφόριζαν προς τη θάλασσα. Ήταν πανέμορφα.

-Στην κηδεία της Ζηνοβίας θα πρέπει όλος αυτός ο χώρος να ήταν γεμάτος με κόσμο, σχολίασε η Ζήνα.

Ξαφνικά ένοιωσε ότι θα έπρεπε να σωπάσει και να αφουγκραστεί τους ήχους από το παρελθόν, που έφερνε η μνήμη του χώρου στη καρδιά της.

-Είναι περίεργο, αλλά τέτοια μέρη είναι σαν ζωντανά, είναι σαν μηχανή του χρόνου που μπορούν να σε ταξιδέψουν χρόνια πίσω και να νοιώσεις τους παλμούς της εποχής εκείνης. Νομίζω ακούω τα μοιρολόγια των γυναικών που πενθούσαν εκείνη, που προσπάθησε να τις βγάλει από την ανυπαρξία.

-Έλα, ας προχωρήσουμε, της είπε ο Αλέξης. Ίσως βρούμε κάποιο άνθρωπο να μας καθοδηγήσει.

Συνέχισαν να περπατούν στο δρόμο που έμοιαζε ο κύριος δρόμος του χωριού και προς μεγάλη τους έκπληξη, ανάμεσα στα ερείπια και τα χαλάσματα είδαν ένα σπίτι ανακαινισμένο. Ήταν το μοναδικό σε ολόκληρο το χωριό φάντασμα. Έμειναν να το περιεργάζονται, όμως ήταν κλειστό και δεν φαινόταν να μένει κανείς μέσα. Εκείνη την ώρα είδαν μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, να κατηφορίζει το δρόμο με μερικές κατσίκες. Μόλις τους είδε σταμάτησε.

-Γυρεύετε κανένα; Ρώτησε.

Ο Αλέξης προσπάθησε να της εξηγήσει το λόγο της επίσκεψής τους ότι δηλαδή έψαχναν τους απογόνους της Ευρυδίκης και της Ευθυμίας αλλά δεν φαινόταν να γνώριζε. Η Ζήνα πρόσεξε ότι το κυπριακά που μιλούσε η γυναίκα ήταν κάπως διαφορετικά από αυτά που είχε συνηθίσει να ακούει μέχρι τώρα. Αν δεν ήταν μαζί της ο Αλέξης, ίσως να μην καταλάβαινε. Τους συμβούλεψε πάντως να επισκεφθούν το καινούργιο χωριό, τον Αμπελίτη, γιατί ίσως κάποιος εκεί να μπορούσε να τους βοηθήσει.

Πριν φύγουν ο Αλέξης τη ρώτησε για το ανακαινισμένο σπίτι. Του απάντησε ότι τελευταία είχαν φέρει ηλεκτρισμό στο χωριό και μια παλιά κάτοικός του ανακαίνισε το σπίτι των γονιών της και ερχόταν για διακοπές.

-Ω, πόσο ωραία θα ήταν αν μπορούσαν να ανακαινισθούν όλα τα σπίτια, είπε η Ζήνα καθώς έφευγαν. Θα ήταν σαν να έκανες βήματα στο παρελθόν. Στην Αυστραλία έχει μερικές μικρές πόλεις των πρώτων αποίκων, που έχουν ανακαινισθεί και τις επισκέπτονται οι τουρίστες. Αυτό σίγουρα έχει μεγαλύτερη ιστορία!

Το χωριό Αμπελίτης, βρισκόταν 2 -3 χιλιόμετρα ψηλότερα. Εδώ τα σπίτια ήταν σχετικά καινούργια και φαινόταν ότι ήταν σύγχρονο χωριό από τη ρυμοτομία του. Οι δρόμοι ήταν ευθείς και τέμνονταν κάθετα από άλλους, σχηματίζοντας τετράγωνα. Σχεδόν σε όλους τους δρόμους υπήρχαν δενδροστοιχίες με καρυδιές και φάνταζε διαφορετικό από όλα τα χωριά από τα οποία πέρασαν. Ήταν φανερό ότι ήταν ένα χωριό, μιας σύγχρονης εποχής. Δεν σε ταξίδευε πίσω στο χρόνο, ήταν όμως όμορφο μέσα στο πράσινο.

Έψαξαν και βρήκαν το καφενείο.

-Εδώ, της είπε ο Αλέξης, θα βρούμε τους ηλικιωμένους του χωριού. Αυτοί είναι οι μόνοι που μπορεί να έχουν αναμνήσεις για τα άτομα που ψάχνουμε.

Πραγματικά στο καφενείο, οι θαμώνες ήταν 75 χρονών και άνω. Καθόντουσαν,  πίνοντας τον καφέ τους και παίζοντας χαρτιά. Η είσοδος των ξένων τους ξάφνιασε ευχάριστα. Σταμάτησαν το παιχνίδι τους και τους κοίταζαν γεμάτοι περιέργεια. Ο Αλέξης τους εξήγησε τον λόγο της επίσκεψής τους και τους ρώτησε αν γνώριζαν κάτι για τις δυο αυτές γυναίκες ή αν άκουσαν ποτέ για τη Ζηνοβία.

Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους διαφωνώντας και διαψεύδοντας ο ένας τον άλλο. Ήταν φανερό πως αυτό που τους ζητούσαν ξεπερνούσε τις αναμνήσεις που είχαν πρόχειρες στο μυαλό τους. Σε μια στιγμή, ένας ηλικιωμένος, θα ήταν πάνω από 90, σήκωσε το χέρι του για να κάνει τους άλλους να σωπάσουν. Έπιασε το μπαστούνι του και στάθηκε, σαν να ήταν να κάνει μια βαρυσήμαντη ομιλία.

-Ήμουν μικρός, θα πήγαινα δημοτικό, όταν άκουσα τη γιαγιά μου να μιλά για μια Ζηνοβία από το χωριό μας που ήθελε να σώσει τις γυναίκες από τη φτώχια, αλλά δεν πρόλαβε. Πέθανε και ότι έκτισε, διαλύθηκε. Όμως όλοι ήταν περήφανοι που ήταν χωριανή μας. Το θυμάμαι γιατί μάλωνε με μια γυναίκα από τη Παναγιά (διπλανό χωριό) που έλεγε ότι το δικό τους χωριό ήταν καλύτερο. Και τότε η γιαγιά μου της είπε για τη Ζηνοβία.

-Οι άλλες γυναίκες που ρωτάτε, νομίζω κατάλαβα ποιες είναι. Πέθαναν και οι δυο, πριν από πολλά χρόνια. Η Ευθυμία είχε δύο κόρες. Πούλησαν ότι είχαν στο χωριό και πήγαν στη Λεμεσό.

Μετά από αυτή τη δήλωση ο ηλικιωμένος κύριος κάθισε και γύρισε στη σιωπή του. Ο Αλέξης κάτι πήγε να ρωτήσει αλλά ένας νεότερος, γύρω στα 75, του είπε ότι δεν πρόκειται να μιλήσει άλλο. Αυτή η δήλωση ήταν μια αναλαμπή για τον γέρο Χρίστο. Συνήθως ζούσε στο σκοτάδι της άνοιας.

Έπιασαν λοιπόν κουβέντα με τον κύριο αυτό που ονομαζόταν, Φίλιππος. Τους είπε ότι είχε υπάρξει δάσκαλος στο χωριό, τον παλιό καιρό που εδώ υπήρχε σχολείο.

-Τώρα πια δεν υπάρχει, εξήγησε. Βλέπετε μόνο ηλικιωμένοι ζουν εδώ, τώρα πια. Δεν υπάρχουν οικογένειες με μικρά παιδιά. Και αν πολύ σπάνια υπάρξει κανένα παιδί, φοιτά σε σχολείο σε διπλανό χωριό.

Εκείνη τη στιγμή η Ζήνα ένιωσε ένα πόνο στη καρδιά. Κατάλαβε ότι όλες οι προσπάθειες της Ζηνοβίας να δώσει δύναμη και ελευθερία στις γυναίκες στα χωριά της Πάφου δεν πέτυχαν. Εκείνες με τον ένα ή άλλο τρόπο έφυγαν από τα χωριά τους και πήγαν στις πόλεις. Έτσι πολλά χωριά, σαν τον Στατό, έχασαν τους κατοίκους τους και σ΄ αυτά πια διέμεναν μόνο γέροι.

Ο Αλέξης προσπαθούσε μιλώντας με τον κύριο Φίλιππο να μάθει αν ήταν δυνατό να τους δώσουν κάποιο τηλέφωνο των απογόνων της Ευρυδίκης και της Ευθυμίας στη Λεμεσό για να πάνε να τις επισκεφθούν. Στην κουβέντα είχε μπει τώρα και ο καφετζής.

-Νομίζω κατάλαβα ποιες είναι. Η κόρη μου, τον καιρό που μέναμε στη Λεμεσό, ήταν συμμαθήτρια με κάποια από αυτές και μπορεί να ξέρει το τηλέφωνό της. Μια στιγμή να πάρω τη γυναίκα μου.

Απομακρύνθηκε για λίγο και όταν γύρισε ήταν χαρούμενος και γελαστός.

-Η γυναίκα μου λέει ότι θα πρέπει να είναι η Βίκυ που μένει στη Λεμεσό. Θα μάθει το τηλέφωνό της από τη κόρη μας και θα μας το πει. Ώστε η κοπέλα κατάγεται από εδώ;

Και έδειξε τη Ζήνα.

-Όχι ακριβώς, του απάντησε ο Αλέξης. Η προγιαγιά της η Ζηνοβία καταγόταν από εδώ. Οι παππούδες της ήταν από την Αλεξάνδρεια και αυτή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία. Η μητέρα της ήταν Αυστραλή.

-Αφού η προγιαγιά της καταγόταν από εδώ είναι και αυτή χωριανή, ξαναείπε ο καφετζής.

-Ναι, είμαι χωριανή απάντησε η Ζήνα. Όμως θα ήθελα να μάθω για την προγιαγιά μου τη Ζηνοβία. Ξέρει κανείς κάτι;

-Ότι σου είπε ο γέρο Χρίστος, κόρη μου. Κανείς δεν φαίνεται να θυμάται κάτι άλλο.

Εκείνη την ώρα κατέφθασε τρέχοντας η γυναίκα του καφετζή. Κρατούσε στο ένα χέρι ένα χαρτάκι και στο άλλο μια τσάντα.

-Α, σας πρόλαβα, ευτυχώς!

Τους έδωσε το χαρτάκι που έγραφε ένα τηλέφωνο.

-Αυτό είναι το τηλέφωνο της Βίκυς, από το Ευρυδίκη δηλαδή. Μένει στη Λεμεσό. Αν την βρείτε δώστε της χαιρετισμούς από την Χρυστάλλα και τη κόρη της την Τερέζα. Αυτά είναι μερικά πράγματα από το χωριό μας για να τα πάρετε μαζί σας. Είναι λίγος σουτζούκος, ζιβανία, μερικά μήλα, δύο χαλούμια και ένα φρέσκο κουλούρι που έψησα στο φούρνο με τα ξύλα.

Η Ζήνα τα ‘χασε. Ήταν έτοιμη να αρνηθεί αλλά ο Αλέξης της είπε στα αγγλικά:

-Πάρε τα, θα τους προσβάλεις διαφορετικά.

Η Ζήνα τα πήρε και δεν ήξερε πώς να τους ευχαριστήσει. Πρώτη φορά στη ζωή της συνάντησε τέτοια φιλοξενία. Ξεκίνησαν να φύγουν πριν νυχτώσει. Η Ζήνα ήθελε και πάλι να δει το ηλιοβασίλεμα από το σπίτι της Ζηνοβίας.

Ευτυχώς το πρόλαβαν. Για ακόμα μια φορά η Ζήνα βυθίστηκε στη σιωπή και παρακολουθούσε τον ήλιο να βυθίζεται και να βάφει το τοπίο στα χρώματά του. Ένοιωθε ότι αυτές οι στιγμές την έφερναν κοντά στη Ζηνοβία γιατί ήταν σίγουρη ότι και εκείνη τις ζούσε κάθε ηλιοβασίλεμα.

Το βράδυ καθίσαν στη βεράντα του δωματίου τους και έφαγαν από τα υπέροχα τρόφιμα που τους χάρισε η γυναίκα του καφετζή.

-Δεν έχω φάει ωραιότερο χαλούμι στη ζωή μου! Είπε η Ζήνα. Μυρίζει υπέροχα! Και το ψωμί είναι εξαιρετικό. Όσο για τη ζιβανία, δυνατό ποτό. Σου χαλαρώνει όλες τις αισθήσεις.

-Λέγεται ότι τα χαλούμια της Πάφου είναι τα καλύτερα, εξ αιτίας των φυτών που τρώνε οι κατσίκες. Πόσο μάλλον εδώ, που δεν φαντάζομαι να τις ταΐζουν με οτιδήποτε άλλο από αυτά που βοσκούν στη φύση. Αυτή είναι η αγνή Κύπρος, η Κύπρος της παράδοσης. Μόνο σε τέτοια μέρη μπορεί κανείς να τη βρει.

Με τη ζιβανία που ήπιαν, κοιμήθηκαν βαθιά  εκείνο το βράδυ. Άφησαν το μυαλό τους να αφομοιώσει τις πολλαπλές και έντονες συγκινήσεις της ημέρας, μέχρι που μια άλλη μέρα θα ξημέρωνε με καινούργιες προοπτικές.

 

Στατός

 

(Κεφάλαιο 20)

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός. Ο Λέλλος Δημητριάδης, ο Μουσταφά Ακιντζή, ο Γλαύκος Κωνσταντινίδης και η Αγνή Πετρίδου είναι υπαρκτά πρόσωπα και οι ρόλοι που τους αποδίδονται στο κεφάλαιο, είναι οι πραγματικοί τους ρόλοι.

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Την άλλη μέρα η Ζήνα ξύπνησε κεφάτη, έκανε το κολύμπι της, πήραν μαζί με τον Αλέξη το πρόγευμά τους και άρχισαν να κάνουν σχέδια για την ημέρα.

-Νομίζω θα πρέπει να επικοινωνήσουμε άμεσα με την Βίκυ, είπε η Ζήνα. Δεν θα ήθελα να το καθυστερήσουμε άλλο. Εξ άλλου εδώ που τα λέμε είναι η τελευταία μου ελπίδα να βρω το μυστικό της Ζηνοβίας. Αν δεν ξέρει και αυτή κάτι, δεν μπορώ να φανταστώ πια τι να σκεφτώ!

-Ναι συμφωνώ, θα της τηλεφωνήσουμε και αν μπορεί, θα πάμε να την επισκεφθούμε σήμερα κιόλας. Θα πρέπει να μπορούμε να αποκλείσουμε και αυτή τη πιθανότητα για να προχωρήσουμε πάρα κάτω.

-Πού πάρα κάτω θα προχωρήσουμε, Αλέξη; Δε μπορώ να φανταστώ τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε!

-Ποτέ δεν ξέρεις, πάντα υπάρχουν απρόσμενες πιθανότητες σε απίθανα μέρη. Προς το παρόν τηλεφώνησε στη Βίκυ; Θέλεις να της μιλήσω εγώ;

-Όχι, θα μιλήσω απευθείας. Αν δεν καταλαβαίνει τα ελληνικά μου, θα σου τη δώσω.

Πήρε τον αριθμό της Βίκυς και περίμενε λίγο μέχρι να απαντήσει. Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να καταλάβει τι της έλεγε η Ζήνα και τους πρότεινε να πάνε στο σπίτι της στη Λεμεσό, μετά της πέντε το απόγευμα που θα σχολνούσε από τη δουλειά. Τους έδωσε τη διεύθυνσή της και είπε ότι θα τους περιμένει.

Στις πέντε το απόγευμα ακριβώς βρέθηκαν έξω από το διαμέρισμα της Βίκυς στη Λεμεσό. Βρισκόταν σε μια πολυκατοικία απέναντι από τη θάλασσα και σίγουρα η θέα θα ήταν φανταστική.

Η Βίκυ ήταν μια πρόσχαρη κοπέλα στην ηλικία της Ζήνας. Με δύο αγόρια όμως, μεταξύ 8 – 10 να μπλέκονται στα πόδια της και να κοιτάζουν με απορία τους δύο ξένους, η Ζήνα κατάλαβε ότι αυτή είχε από χρόνια κάνει οικογένεια. Τους πέρασε στο σαλόνι, που όντως είχε μια φανταστική θέα στη θάλασσα. Θύμισε στην Ζήνα το δικό της διαμέρισμα στη Μελβούρνη που έβλεπε στον ποταμό Γιάρρα.

Αφού πέρασαν οι πρώτες τυπικότητες, η Ζήνα με τη βοήθεια του Αλέξη αναγκάστηκε να εξηγήσει ξανά στη Βίκυ το λόγο της επίσκεψής τους. Εκείνη τους κοίταζε μαγεμένη. Ήταν φανερό ότι η ιστορία τους της φάνηκε πολύ ρομαντική και σαν βγαλμένη από παραμύθι. Όταν τελείωσαν απάντησε με κάποια αμηχανία.

-Τι να σας πω, δεν ξέρω τίποτα από αυτά που με ρωτάτε. Εμένα η προγιαγιά μου δεν ήταν η Ευρυδίκη, αλλά η Ευθυμία. Είμαι μια γενιά νεότερη από εσάς, είπε στη Ζήνα. Η μητέρα μου, ήταν εγγονή της Ευθυμίας. Η γιαγιά μου, η κόρη της Ευθυμίας έφυγε από το χωριό και ήρθε στη Λεμεσό, αφού πούλησε ότι είχε και δεν είχε στο χωριό. Πηγαίναμε που και που στο Στατό, αλλά δεν είχαμε κάτι δικό μας. Κανείς δεν μου είπε ποτέ ότι υπήρχε κάποιο έγγραφο που θα έπρεπε να φυλάξουμε. Η γιαγιά μου, που την έλεγαν και εκείνη Ευρυδίκη – τώρα που το λέτε – κάτι μου ανάφερε όταν ήμουν μικρή για μια Ζηνοβία που έδωσε το σπίτι στη δική της γιαγιά, αλλά δεν θυμάμαι κάτι άλλο.

-Ναι έχετε δίκαιο ότι είστε από νεότερη γενιά. Στη δική μας οικογένεια παντρεύονταν όλοι σε μεγάλη ηλικία. Μήπως η γιαγιά σας, η Ευρυδίκη, ζει; Η μητέρα σας;

-Η μητέρα μου δυστυχώς έχει πεθάνει. Η γιαγιά μου ζει αλλά είναι πολύ ηλικιωμένη και βρίσκεται σε γηροκομείο. Λόγω της πανδημίας κανείς δεν μπορεί να την επισκεφθεί, για λόγους ασφαλείας. Αλλά εκτός του γεγονότος ότι πάσχει από άνοια και είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μαζί της, δεν έχει οποιαδήποτε υπάρχοντα. Όσα από τα πράγματά της δεν έχουν πωληθεί, έχουν πεταχτεί. Δεν είχε εξάλλου κάτι αξιόλογο στη κατοχή της. Λυπούμαι πραγματικά, αλλά δεν ξέρω πώς να σας βοηθήσω.

-Δεν πειράζει, σας ευχαριστούμε που μας δεχθήκατε. Και χαιρόμαστε επίσης που σας γνωρίσαμε. Η προ-προγιαγιά σας Ευρυδίκη, ήταν η καλύτερη φίλη της προγιαγιάς μου Ζηνοβίας.

-Και εγώ χάρηκα που σας γνώρισα. Να έρθετε όποτε θέλετε ξανά. Το σπίτι μου είναι ανοιχτό για σας.

Φεύγοντας η Ζήνα της άφησε τον αριθμό του τηλεφώνου της, σε περίπτωση που θυμηθεί κάτι.

-Θα μιλήσω και με την αδελφή του και με τις ξαδέλφες μου. Αν κάποια θυμάται έστω και μια πληροφορία θα επικοινωνήσω μαζί σας. Αλλά φοβάμαι πως είναι σχεδόν αδύνατο. Έχουν περάσει εκατό χρόνια!

Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο η Ζήνα ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Αλέξης δεν το περίμενε και ξαφνιάστηκε.

-Έλα μην απογοητεύεσαι, της είπε. Κάτι θα σκεφτούμε.

-Πώς να μην απογοητεύομαι Αλέξη! Ήταν η τελευταία μου ελπίδα! Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Και θέλω τόσο πολύ να βρω το μυστικό της Ζηνοβίας! Για τον πατέρα μου, για τον παππού Ευάγγελο, μα προπάντων για την ίδια την Ζηνοβία που ήθελε να το μοιραστεί. Δεν ήθελε να το πάρει μαζί της! Νοιώθω πως είναι ο ρόλος της ζωής μου να βρω αυτό το μυστικό!

-Αν είναι ο ρόλος της ζωής σου να το βρεις, θα το βρεις. Όμως τώρα προτείνω κάτι άλλο. Νομίζω εξαντλήσαμε αυτά που θα θέλαμε να κάνουμε στη Πάφο. Αυτή τη στιγμή δεν βλέπω πού θα μπορούσαμε να αποταθούμε. Ξεμείναμε από ιδέες. Εισηγούμαι αύριο να φύγουμε για τη Λευκωσία. Εκεί έχουμε πολλά να κάνουμε. Θα πρέπει να βρούμε δικηγόρο, θα πρέπει να συνεννοηθείς με την Ελένη, τι είδους σπίτι θέλεις να κτίσεις και μην ξεχνάς, η Λευκωσία έχει άλλες προοπτικές. Δεν είναι η πόλη της χαλάρωσης. Είναι η πόλη της δράσης. Εσύ το είχες πει αυτό. Θα μπορούσες να βρεις ένα δημοσιογραφικό θέμα να ασχοληθείς. Σκούριασες εδώ και ενάμιση χρόνο.

-Έχεις δίκαιο. Δεν ωφελεί να ψάχνω για το μυστικό, ενώ βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Εξ άλλου κάτι μπορεί να βρει η Βίκυ και να μας πάρει τηλέφωνο. Ας περιμένουμε. Όσο για το δημοσιογραφικό θέμα, κάτι έχω στο μυαλό μου! Άσε να πάμε και θα σου μιλήσω για αυτό. Θα δω τι προοπτικές παρουσιάζονται και θα ενεργήσω ανάλογα. Σε ευχαριστώ!

-Δεν είναι του χαρακτήρα μου να απελπίζομαι αλλά για περισσότερο από ένα χρόνο ασχολούμαι με αυτό το θέμα και μου έχει γίνει εμμονή. Θα πρέπει να αποστασιοποιηθώ λίγο και να το ξαναδώ με καθαρή ματιά. Πίσω στο ξενοδοχείο λοιπόν. Αύριο φεύγουμε για Λευκωσία.

Ήταν για μια εβδομάδα τώρα στη Λευκωσία ο Αλέξης και η Ζήνα και δεν προλάβαιναν να διευθετούν συναντήσεις και παίρνουν αποφάσεις. Η Ζήνα κατακρίβεια έπαιρνε τις αποφάσεις, αλλά ο Αλέξης δίπλα της ήταν πολύ υποστηρικτικός. Και όταν η Ζήνα μπερδευόταν με τους συναισθηματισμούς της, η δική του φωνή ήταν στα πλαίσια της λογικής και καθάριζε το τοπίο.

Αποφάσισαν ότι ο φίλος της Ελένης, ο δικηγόρος, κύριος Ευγενίου, ήταν αρκετά αξιόπιστος για να διαχειριστεί την υπόθεση με τον κύριο Νικολάου. Η έρευνα των τοπογράφων απέδειξε ότι υπήρχε σοβαρή παραβίαση συνόρων και η απαίτηση για αποζημιώσεις θα ήταν ανάλογη. Η Ζήνα του το ανέθεσε εξ ολοκλήρου, μη θέλοντας η ίδια να ξανασυναντήσει τον κύριο Νικολάου.

Τούτες τις μέρες που γύριζε την Κύπρο και έβλεπε τα χωριά και τις πόλεις, εκείνο που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το ανακαινισμένο σπίτι που είχε δει στο χωριό Στατός. Από τη στιγμή που το είχε αντικρύσει είχε αποφασίσει ότι κάτι τέτοιο θα ζητούσε από την Ελένη να κάνει με το σπίτι της Ζηνοβίας. Τα παραδοσιακά σπίτια φαίνονται σαν να φυτρώνουν μέσα από το τοπίο, διατηρώντας τα χρώματα της γης, του βουνού και του κάμπου. Ήθελε, η Ζήνα, το σπίτι της στη Κύπρο να είναι τέτοιο. Σαν να το γέννησε η γη.

Το μίλησαν πολύ με την Ελένη. Παρόλο που το περιτριγύριζαν μοντέρνες επαύλεις, λόγω της μεγάλης έκτασης που το περιέβαλε, θα μπορούσαν με την ανέγερση ενός φράκτη και την φύτευση δένδρων να το απομονώσουν, Εξ άλλου η Ζήνα είχε αποφασίσει ότι ένα μέρος του κτήματος  θα πουλιόταν και από τα χρήματα που θα έπαιρνε θα χρηματοδοτούσε την ανέγερση της δικής της κατοικίας.

Η Ελένη είχε αποτυπώσει το αρχικό σχέδιο του σπιτιού και τα δωμάτια που υπήρχαν. Το μελέτησαν πολύ και αποφάσισαν να προσθέσουν ακόμα μερικά δωμάτια για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα. Ο εξοπλισμός και οι ανέσεις φυσικά του θα ήταν σύμφωνα  με σύγχρονα πρότυπα, όμως η κατοικία θα διατηρούσε τον παραδοσιακό της χαρακτήρα. Αν τα κατάφερναν θα αποκαθιστούσαν και το παλιό πηγάδι, το οποίο με μια σύγχρονη τουρμπίνα θα μπορούσε να ικανοποιεί τις ανάγκες του κήπου για νερό.

Αφού τα διευθέτησε όλα αυτά αποφάσισε να αφιερωθεί στο δημοσιογραφικό θέμα που την ενδιέφερε. Ήθελε να συλλέξει πληροφορίες για τα δύο άτομα που, όπως είχε ενημερωθεί λίγες μέρες προηγουμένως, ενήργησαν πολύ λίγα χρόνια μετά την εισβολή του 1974 για τη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων: Τον Λέλλο Δημητριάδη και τον Μουσταφά Ακιντζή. Συζητώντας το θέμα με τον Αλέξη, του είπε γιατί αυτοί οι δύο άνθρωποι τράβηξαν την προσοχή της:

-Αν ανοίξεις οποιοδήποτε βιβλίο της ιστορίας οποιασδήποτε χώρας, οι βασικές πληροφορίες που θα βρεις είναι για τους πολέμους που έχει κάνει ή έχει υποστεί αυτή η χώρα. Ήρωες είναι αυτοί που σκοτώθηκαν στο πόλεμο ή αυτοί που σκότωσαν σε ένα πόλεμο. Πολύ λίγα λόγια θα βρεις για τις ειρηνικές πράξεις και τους δρόμους επικοινωνίας που άνοιξαν κάποιοι από τους κατοίκους αυτών των χωρών. Αυτό πάντοτε με προβλημάτιζε και σε όποια χώρα και να πήγαινα, προσπαθούσα να εντοπίσω τέτοιο υλικό. Πόσο μάλλον στη Κύπρο, που με τον ένα ή άλλο τρόπο είναι η πατρίδα μου. Μου μίλησε για αυτούς τους δύο ανθρώπους η Ελένη και από εκείνη τη στιγμή θα ήθελα να τους γνωρίσω.

-Εξ όσων γνωρίζω ο Λέλλος είναι πολύ άρρωστος και δεν θα μπορέσεις να τον δεις, αλλά τον Μουσταφά Ακιντζή, θεωρώ ότι θα μπορούσες. Απλά θα πρέπει να βρούμε στοιχεία επικοινωνίας για να ζητήσεις μια συνάντηση μαζί του. Για το Λέλλο, έχουμε κάποιους φίλους που ήταν στενοί συνεργάτες τους και ίσως έχουν κάποιο υλικό που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο.

-Πώς θα μπορούσα να δω αυτούς τους φίλους σας;

-Θα πω στο πατέρα μου να τους καλέσει ένα βράδυ στο σπίτι του και να τους ενημερώσει και για το λόγο της πρόσκλησης. Έτσι αν έχουν κάποιο υλικό θα το φέρουν μαζί τους, για να μην χάνουμε χρόνο. Είναι η Αγνή Πετρίδου και ο Γλαύκος Κωνσταντινίδης. Η Αγνή είναι αρχιτέκτονας και ο Γλαύκος πολεοδόμος.

-Ποιοι ακριβώς είναι αυτοί;

-Ήταν πολύ στενοί συνεργάτες του στο Master Plan. Το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο για την ανάπτυξη της Λευκωσίας δηλαδή, που περιλάμβανε και τις δύο πλευρές της μοιρασμένης πόλης. Εκτελούσαν το όραμα των δύο, Λέλλου Δημητριάδη και Μουσταφά Ακιντζή, σαν τεχνοκράτες, στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Είναι πολύ ευχάριστοι άνθρωποι. Θα σου αρέσουν.

-Σύντομα όμως γιατί θα πρέπει να φύγουμε για τη Πάφο.

-Σκέφτηκες κάτι άλλο για το μυστικό της Ζηνοβίας και βιάζεσαι να πας στη Πάφο;

-Όχι, αλλά η πηγή οποιασδήποτε πληροφορίας είναι εκεί. Θα τελειώσω με την έρευνά μου και θα φύγουμε.

Το επόμενο βράδυ, μαζεύτηκαν και πάλι κάτω από τις λεμονιές στην αυλή των γονιών του Αλέξη. Η Ζήνα συνάντησε για πρώτη φορά την  Αγνή Πετρίδου και τον Γλαυκό Κωνσταντινίδη, που ήταν από τους πρώτους συνεργάτες του Λέλλου Δημητριάδη, στα χρόνια της λειτουργίας και δημιουργίας του Master Plan, περίπου στα 1987 και μέχρι την αποχώρησή του δημάρχου από το Δήμο Λευκωσίας, το 2001. Και οι δύο υπήρξαν διαδοχικά, συντονιστές της τεχνικής ομάδας της ελληνοκυπριακής πλευράς και μαζί με τους Τουρκοκύπριους συναδέλφους τους προωθούσαν αντίστοιχα έργα και στις δύο πλευρές της Λευκωσίας.

Ο Γλαύκος Κωνσταντινίδης εξακολουθεί ακόμα να εργάζεται για την προώθηση δικοινοτικών δράσεων, σαν μέλος της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά. Η Επιτροπή αυτή δραστηριοποιείται και στις δύο κοινότητες με στόχο την αποκατάσταση μνημείων, εκκλησιών κλπ. που αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου, λόγω της εισβολής της Τουρκίας του 1974 και του διαχωρισμού των ανθρώπων σε δύο τμήματα  μιας μοιρασμένης πατρίδας. Από την πλευρά του έδωσε στη Ζήνα μια παλιά συνέντευξη που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1997, σε διεθνές περιοδικό και από τους δύο δημάρχους. Μίλησε όμως και για την εμπειρία του σε δικοινοτικά θέματα.

-Οι δικοινοτικές δραστηριότητες απαιτούν από τους συμμετέχοντες επικοινωνιακές δεξιότητες. Είναι απαραίτητο να μάθεις  να συνεργάζεσαι, να ανακαλύπτεις, να ακούς, να εκτιμάς, να εξετάζεις  και να μοιράζεσαι ιδέες και λύσεις με επαγγελματίες με διαφορετικές εμπειρίες και απόψεις Δεν είναι ασυνήθιστο να αρχίσεις να εργάζεσαι σε ένα θέμα σχεδιασμού, με ένα σύνολο ιδεών που βασίζονται στον δικό σου «μικρόκοσμο», για να ανακαλύψεις ότι οι συνάδελφοι από την άλλη κοινότητα έχουν ένα μάλλον διαφορετικό σύνολο ιδεών. Πρέπει να σταματήσεις και να ακούσεις σοβαρά την άλλη άποψη, να την συζητήσεις σε βάθος και  ανάλογα να προσαρμοστείς  ή να επηρεάσεις, καταλήγοντας ποια θα είναι τα βήματα που θα ακολουθηθούν.

-Το μήνυμα είναι ότι οι επαγγελματικές δεξιότητες είναι εξίσου σημαντικές με τις δεξιότητες επικοινωνίας και την ικανότητα κατανόησης της άλλης άποψης. Όλα μαζί συμβάλουν στην δημιουργία ενός πολύτιμου πόρου για την κοινωνία και την πόλη*.

Η Ζήνα άκουσε με προσοχή αυτά που είπε ο Γλαύκος και κατέγραψε στην μνήμη της τη φράση κλειδί: «Να μάθεις να ακούς». Άραγε πόσα κακά θα προλαβαίνονταν αν οι άνθρωποι μάθαιναν ν΄ ακούν τον άλλο, αντί να ακούν μόνο ότι λένε οι ίδιοι, διερωτήθηκε.

Η Αγνή Πετρίδου, της έφερε ένα βιβλίο που γράφτηκε από το φιλόλογο Ανδρέα Χατζηθωμά το 2017, με τίτλο: Ο Δήμος Λευκωσίας επί Δημαρχίας Λέλλου Δημητριάδη 1971 – 2001.

-Εδώ θα βρεις όλα τα έργα που προώθησε ο Λέλλος στη Λευκωσία και πολύτιμο φωτογραφικό υλικό, της είπε. Ευελπιστώ πως μέσα από τις σελίδες του θα μπορέσεις να καταλάβεις την αγάπη του για τη πόλη της Λευκωσίας και το όραμα του για την ενοποίηση της Κύπρου. Αλήθεια γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για όλα αυτά;

-Εγώ είμαι Αυστραλή δημοσιογράφος που πάντοτε με ενδιέφερε το περιβάλλον και η ειρήνη. Γράφω για αυτά τα θέματα και προβάλλω πράξεις γενναίων ανθρώπων που προώθησαν την ειρήνη και προστάτευσαν το περιβάλλον. Στην Κύπρο ήρθα για διαφορετικό λόγο. Όταν πέθανε ο πατέρας μου το 2019, μου άφησε ένα κουτί με γράμματα με την ιστορία της οικογένειάς μου. Τα γράμματα αυτά με οδήγησαν στην Κύπρο, ψάχνοντας να βρω ένα μυστικό εκατό χρόνων.

-Κατά την παρουσία μου εδώ όμως, έμαθα για το πρόβλημα της Κύπρου. Η οικογένεια του Αλέξη, όπως γνωρίζετε, είναι πρόσφυγες από το Μαραθόβουνο. Οι ιστορίες που μου διηγήθηκαν, τα συρματοπλέγματα που είδα στη πράσινη γραμμή στη Λευκωσία, και το πρόβλημα που υπάρχει εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, έγειραν μέσα μου ένα ερώτημα: Δε υπήρξε ποτέ κανείς που να πετύχει κάτι ουσιαστικό και μετρήσιμο για το καλό αυτού του τόπου; Και τότε έμαθα για τους δύο αυτούς ανθρώπους που συνεργάστηκαν τόσο σύντομα μετά την εισβολή. Τότε που υπήρχε τόσο μίσος και καχυποψία!

-Προτίθεμαι να γράψω ένα βιβλίο για ανθρώπους από όλο το κόσμο που ξεπέρασαν τα εμπόδια, δούλεψαν και δημιούργησαν μέσα από αντίξοες συνθήκες εχθρότητας. Συχνά η ιστορία αυτούς τους ξεχνά. Έτσι είπα να μιλήσω εκ μέρους τους.

Και γυρνώντας στην Αγνή τη ρώτησε:

-Μπορείς να μου μιλήσεις Αγνή για την εμπειρία σου στο Master Plan Λευκωσίας. Πολύ θα με ενδιέφερε να ακούσω.

Η Αγνή την κοίταξε και τα μάτια της φωτίστηκαν. Ήταν φανερό πως της ξυπνούσε ευχάριστες αναμνήσεις.

-Η συμμετοχή μου στη δικοινοτική ομάδα του Nicosia Master Plan ήταν η ωραιότερη εμπειρία της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας. Η δομή αυτής της συνεργασίας περιείχε πολλά καινοτόμα στοιχεία: Αρχικά, δόθηκε για  πρώτη φορά η δυνατότητα να σχεδιαστεί από κοινού το μέλλον της μοιρασμένης πρωτεύουσας

-Ήταν επίσης η πρώτη φορά που νεαροί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι επαγγελματίες δούλεψαν σε τόσο καλό κλίμα με κοινό όραμα και καλή συνεργασία, η οποία με τον καιρό μετατράπηκε σε στενή φιλία που κρατά μέχρι σήμερα.

-Μέσα στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας το Τμήμα Πολεοδομίας του Κράτους και ο Δήμος Λευκωσίας δούλεψαν σε κοινή ομάδα, για χρόνια, για το καλό της πόλης.

-Μας δόθηκε η ευκαιρία να συμμετέχουμε εμείς, οι  ντόπιοι τεχνικοί, με  μια εκτεταμένη διεπιστημονική ομάδα ξένων συμβούλων, από τους οποίους μάθαμε πολλά

-Νοιώθω πολύ τυχερή που ήμουν μέλος της ομάδας του Master Plan από τα πρώτα της χρόνια. Μιας ομάδα με όραμα που κυνηγούσε την καινοτομία. Ο Λέλλος και ο Ακιντζή απέδειξαν με τη συνεργασία αυτή  ότι όλα μπορούν να γίνουν.*

Η Ζήνα σημείωνε τα λόγια της Αγνής. Ήταν μια ζωντανή μαρτυρία πώς μπορούσε να λειτουργήσει η συνεργασία, σε ένα εχθρικό περιβάλλον, όταν υπάρχει καλή θέληση και το όραμα της ειρήνης.

Η βραδιά πέρασε ευχάριστα και η Ζήνα ένοιωσε μια ικανοποίηση ότι πετύχαινε κάτι, μετά τις απανωτές απογοητεύσεις σχετικά με το μυστικό της Ζηνοβίας. Αυτό γέμισε με αισιοδοξία την καρδιά της και αναπτέρωσε τις ελπίδες της, ότι για όλα θα βρισκόταν μια διέξοδος.

 

*Τα λόγια που καταγράφονται εδώ είναι οι απόψεις του Γλαύκου Κωνσταντινίδη και της Αγνής Πετρίδου, όπως οι ίδιοι τα εξέφρασαν.

 

(Κεφάλαιο 21)

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός. Ο Λέλλος Δημητριάδης, ο Μουσταφά Ακιντζή, ο Γλαύκος Κωνσταντινίδης, η Αγνή Πετρίδου η Κάτια Ταουσιάνη και ο Μάνθος Μαυρομμάτης και οι συνεργάτιδες του κυρίου Ακιντζή είναι υπαρκτά πρόσωπα και οι ρόλοι που τους αποδίδονται στο κεφάλαιο, είναι οι πραγματικοί τους ρόλοι.

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

Η Ζήνα δεν έχασε καιρό. Ζήτησε να της φέρουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ένα μικρό τραπέζι που χρησιμοποιούσε σαν γραφείο, έβαλε εκεί τον υπολογιστή της, το βιβλίο που της έδωσε η Αγνή, τη συνέντευξη που της έδωσε ο Γλαύκος και άρχισε να μελετά. Συγχρόνως συζητούσε με τον Αλέξη με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τον Μουσταφά Ακιντζή.

-Ρώτησα τον Γλαύκο Κωνσταντινίδη και την Αγνή κατά πόσο θα ήταν εύκολο να μου βρουν κάποιο τρόπο επικοινωνίας και μου είπαν ότι δεν είχαν οι ίδιοι κάποιο στοιχείο. Τι νομίζεις μπορούμε να κάνουμε.

-Έχω κάτι άλλο υπόψη μου. Πριν μερικά χρόνια, που είχα έρθει από τη Μελβούρνη και ήθελα υλικό για μια πολιτιστική εκδήλωση εκεί, επισκέφθηκα το Δήμο Λευκωσίας και συνάντησα την πολιτιστική λειτουργό, την κυρία Κάτια Ταουσιάνη. Ήταν μια πολύ ευγενική και πολύ μορφωμένη κυρία, που με εξυπηρέτησε άμεσα. Αυτή είναι που διοργάνωνε τις πολιτιστικές δραστηριότητες, όταν ήταν δήμαρχος ο Λέλλος Δημητριάδης και από ότι μου έλεγε έκαμναν πολύ ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις. Προωθούσαν συγχρόνως παραδοσιακά πολιτιστικά στοιχεία, επιμορφωτικές δραστηριότητες όπως το Ανοικτό Πανεπιστήμιο και ψηλού επιπέδου πνευματικές εκδηλώσεις με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως το Μάριο Τόκα. Ο Μάριος Τόκας ήταν ένας Ελληνοκύπριος συνθέτης που μεγαλούργησε στην Ελλάδα. Τα έργα του είναι αριστουργήματα και έχουν παρουσιαστεί σε πολλές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Δυστυχώς πέθανε νέος. Αυτό και πολλά άλλα αποτελούσαν την μεγάλη γκάμα των εκδηλώσεων που γίνονταν! Είχα εντυπωσιαστεί.

-Κουβεντιάζοντας τότε, μου είπε ότι ο σύζυγός της ήταν Πρόεδρος του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και είχε συχνά επαφές με το αντίστοιχο Τουρκοκυπριακό Επιμελητήριο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το όνομά του ήταν Μάνθος Μαυρομμάτης. Παρόλο που τώρα πια θα έχει αφυπηρετήσει, έχω το τηλέφωνό της και μπορεί να δοκιμάσω. Ίσως μέσω του συζύγου της να μπορέσει να μας βρει κάτι.

-Μπράβο Αλέξη! Είναι χρήσιμο να γνωρίζεις τέτοιους αξιόλογους ανθρώπους. Αν έχουμε χρόνο θα ήθελα να την συναντήσω. Φυσικά μόλις τελειώσουμε απ’ εδώ θα πρέπει να πάμε στη Πάφο, αλλά ίσως αργότερα. Ψάξε εσύ την κυρία Ταουσιάνη και εγώ θα συνεχίσω την μελέτη μου.

Δεν πέρασε περισσότερο από μισή ώρα και ο Αλέξης επέστεψε με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη του.

-Την βρήκα! Χάρηκε πολύ που με άκουσε. Αμέσως προθυμοποιήθηκε να ζητήσει από το σύζυγό της κάποιο στοιχείο επικοινωνίας που θα μου στείλει στο κινητό μου. Αν τα καταφέρουμε θα πρέπει να πάμε να δούμε αυτούς τους ανθρώπους. Φυσικά της εξήγησα ότι εγώ θα φύγω σύντομα και εσύ έχεις ταχθεί να βρεις το μυστικό της Ζηνοβίας, όμως θα τους έχουμε υπόψη μας.

-Ωραία. Μόλις έχουμε τα στοιχεία θα επικοινωνήσω με τον κύριο Ακιντζή και ελπίζω να με δεχθεί σύντομα. Λυπούμαι πραγματικά που δεν μπορώ να μιλήσω με το Λέλλο Δημητριάδη. Θα προσπαθήσω από το βιβλίο που μου έδωσε η Αγνή να εντοπίσω τα δικά του λόγια και το δικό του πνεύμα για την περίοδο που εξετάζω.

-Θα πρέπει να έχεις υπόψη σου ότι το πρόβλημα στη Κύπρο εντοπίζεται σε μια σειρά πολλών γεγονότων, παρεμβάσεις από τρίτους που προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και φοβίες που η συλλογική μνήμη των ανθρώπων κουβαλά στο DNA της. Μην ξεχνάς ότι η Κύπρος ήταν για 300 χρόνια κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία και οι κάτοικοί της έζησαν τρομερή καταπίεση, αυταρχισμό και πολιτική εξισλαμισμού. Έπειτα η εισβολή του 1974, ήταν ότι βιαιότερο και καταστροφικότερο έγινε ποτέ στη πατρίδα μας. Πολλοί από τους σύγχρονους Ελληνοκύπριους μπορεί να μην γνωρίζουν λεπτομέρειες για την περίοδο εκείνη, όμως η συλλογική μνήμη είναι εκεί και όσον αφορά το 1974, ακόμα αιμορραγεί.

-Από την άλλη, πολλοί από τους σύγχρονους Τουρκοκύπριους αισθάνονται ότι οι Ελληνοκύπριοι θέλουν να τους επιβληθούν και να τους εκμεταλλευτούν, όντας η πολυπληθέστερη κοινότητα του νησιού και αντιμετωπίζουν τις πράξεις τους με δυσπιστία και σκεπτικισμό. Βασίζονται κυρίως στα γεγονότα του 1963, με τα οποία αναγκάστηκαν να περιοριστούν σε μερικούς θύλακες σε διάφορα σημεία του νησιού. Φυσικά υπάρχει και η αντίστοιχη ερμηνεία της Ελληνοκυπριακής πλευράς γιατί συνέβη αυτό, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Η παλαιότερα δεδηλωμένη επιθυμία των ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα είναι ακόμα μια αιτία που τους καθιστά επιφυλακτικούς. Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έγιναν βιαιότητες και ακρότητες και από τις δύο πλευρές, ούτε ότι υπάρχουν φανατικά, εθνικιστικά στοιχεία που θέλουν να τορπιλίσουν τις προσπάθειες για λύση. Όμως αν παραμείνουμε εκεί δεν θα υπάρξει ποτέ πρόοδος.

-Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο γεγονός ότι η Τουρκία κατέχει το 37% περίπου του νησιού και αυτό δεν συμφέρει ούτε στους Ελληνοκύπριους, ούτε στους Τουρκοκύπριους, που κάθε μέρα που κινδυνεύουν να χάσουν την ταυτότητά τους. Η επιδίωξη κάθε Κύπριου θα πρέπει να είναι η επανένωση της πατρίδας του και ο οραματισμός ενός κοινού μέλλοντος, που να μπορεί να φέρει ευημερία και στις δύο κοινότητες. Έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από την εισβολή του 1974 και φαίνεται ότι η συλλογική μνήμη και των δύο πλευρών στέκεται μεταξύ τους και τους εμποδίζει να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Φυσικά ο μεγαλύτερος παίχτης είναι η Τουρκία και τα επεκτατικά της σχέδια, όμως εμείς οι Κύπριοι δεν έχουμε άλλο σύμμαχο από τους ίδιους τους εαυτούς μας και τη μεταξύ μας συναίνεση και συμπόρευση. Μια μικρή ποσότητα από  προζύμι μπορεί να αλλάξει τη σύσταση τεράστιας ποσότητας ζύμης. Έτσι πρέπει να ενεργήσουμε και εμείς αν θέλουμε να αλλάξουμε τη μοίρα της πατρίδας μας.

-Ευχαριστώ Αλέξη για αυτή την ανάλυση. Ξέρεις για μένα, σαν άτομο που δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες που γνωρίζετε εσείς, όλα αυτά μου φαίνονται περίπλοκα και δυσνόητα. Όμως ακούγοντάς τα, επιβεβαιώνω ότι η επικέντρωσή μου σε αυτούς τους δύο ανθρώπους, είναι πολύ σωστή. Σίγουρα και αυτοί θα είχαν τις αναστολές και τις πληγές που περιγράφεις, όμως για το καλό της πόλης και της πατρίδας τους, τις υπερπήδησαν.

-Σε αφήνω να μελετήσεις και πηγαίνω να κάμω μερικά τηλεφωνήματα. Α, περίμενε. Έχω μήνυμα από την Κάτια με τα στοιχεία επικοινωνίας του κυρίου Ακιντζή. Σου τα δίνω και τώρα πια η δουλειά είναι στο χέρι σου!

-Δώσε μου τα στοιχεία και ευχαρίστησε την Κάτια και τον Μάνθο.

Αμέσως η Ζήνα έγραψε στον κύριο Ακιντζή, εξηγώντας ποια είναι και τους λόγους που θα ήθελα να τον συναντήσει το συντομότερο, γιατί θα έπρεπε να φύγει για την Πάφο. Ύστερα συνέχισε με την μελέτη της.

Το βιβλίο που της έφερε η Αγνή και που εκδόθηκε το 2017,  έγραφε πολλές λεπτομέρειες για τις προσπάθειες που έγιναν για την ολοκλήρωση του αποχετευτικού συστήματος Λευκωσίας, αμέσως μετά την εισβολή του 1974, εξυπηρετώντας και τις δύο πλευρές της Λευκωσίας. Όμως εκείνη θα ήθελε να επικεντρωθεί στις σκέψεις και τα λόγια του ίδιου του κυρίου Λέλλου Δημητριάδη. Ήθελε να καταλάβει την ορμή του και την ευρύτητα του πνεύματός τους. Στην αρχή του βιβλίου είχε ένα χαιρετισμό από τον ίδιο, από τον οποίο επέλεξε να σημειώσει δύο χαρακτηριστικές παραγράφους:

…Η Λευκωσία υπέστη και αυτή μια ιδιαίτερα δύσκολη δοκιμασία. Ακρωτηριάστηκε οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, πολεοδομικά. Έως σήμερα παραμένει η μονή μοιρασμένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, όμως η ιστορική αυτή πόλη δεν τήρησε μοιρολατρική στάση ούτε επέδειξε παθητική συμπεριφορά. Η δημοτική αρχή και οι δημότες της ανασκουμπώθηκαν και ρίχθηκαν σε αγώνα συντήρησης και ανοικοδόμησης της πόλης τους, με στόχο να ξαναδώσουν πνοή στον Δήμο τους για να συνεχίσει την περίλαμπρη ιστορία του και να ανακτήσει την αίγλη του. Γιατί πίστευαν πως, όσο δημιουργούμε, δεν χανόμαστε, όπως είπε και ο αείμνηστος Ανδρέας Χριστοφίδης, διευθυντής του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου…

…( Ο Δήμος) Οργάνωσε και σχεδίασε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Πόλης και στα δύο μέρη της μοιρασμένης, πολύπαθης πρωτεύουσας, έργα τα οποία ούτε η ίδια η Κυβέρνηση μπορούσε να επιτελέσει, αφού ο φραγμός ήταν η Πράσινη Γραμμή, ο επίσημα απροσπέλαστος χώρος επί πολλές δεκαετίες. Μόνο η τοπική αρχή μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτό το επίτευγμα χωρίς νομοσχέδια, πολιτικούς σχεδιασμούς, επίσημα έγγραφα και πρωτόκολλα, αλλά άγραφες συμφωνίες που ισχύουν και εφαρμόζονται έως σήμερα και κανένας Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος ηγέτης τοπικής ή άλλης αρχής δεν θέλησε να σταματήσει…

Εκείνη την ώρα επέστρεψε ο Αλέξης και η Ζήνα τον ρώτησε:

-Γιατί η διαχωριστική γραμμή, λέγεται Πράσινη Γραμμή;

-Για ένα πολύ πεζό λόγο. Όταν αρχίσαν οι ταραχές στη Κύπρο μεταξύ των δύο κοινοτήτων το 1963, ο Άγγλος στρατηγός Γιανγκ χάραξε με πράσινο μολύβι στο χάρτη τη γραμμή που θα χώριζε τους Ελληνοκύπριους από τους Τουρκοκύπριους στη Λευκωσία, όταν έγινε κατάπαυση του πυρός. Μετά το 1974 ο όρος επεκτάθηκε σε όλη τη διαχωριστική γραμμή.

-Ενδιαφέρον. Μια γραμμή με πράσινο μολύβι, έμεινε να χαρακτηρίζει τη διαίρεση ενός νησιού!

-Πώς τα πας με τη μελέτη σου;

-Η συνέντευξη που έφερε ο Γλαύκος, και δόθηκε το 1997, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με τον χαιρετισμό στο βιβλίο. Ο κ. Δημητριάδης αναφέρει μεταξύ άλλων:

… Μόλις το επέτρεψαν οι συνθήκες μετά το 1974, προσέγγισα την άλλη πλευρά της Πράσινης γραμμής. Το έργο ήταν δύσκολο, αλλά στα τέλη του 1977 είχα την πρώτη μου συνάντηση με τον Μουσταφά Ακιντζή, τον ομόλογό μου στην τουρκοκυπριακή διοίκηση της πόλης. Συναντηθήκαμε κατ’ ιδίαν στο σπίτι μου με τις συζύγους μας, αξιωματούχους του Βορρά και αξιωματικούς της δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο.

-Και συνεχίζει παρακάτω:

Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά. Πήραμε την ευλογία των αρχών και από τις δύο πλευρές και μπορέσαμε να ξεκινήσουμε δικοινοτικές συναντήσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, στις οποίες συμμετείχαν όχι μόνο πολιτικοί ηγέτες αλλά και τεχνικοί. Αυτοί συγκρότησαν την Ομάδα Ρυθμιστικού Σχεδίου Λευκωσίας και αντιμετώπισαν πλήθος προβλημάτων. Ένα από τα πρώτα από αυτά ήταν το αποχετευτικό σύστημα, το οποίο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί πριν από την εισβολή του 1974. Χάρη στις προσπάθειες της ομάδας άρχισε να λειτουργεί τον Μάιο του 1980, εξυπηρετώντας και τις δύο πλευρές της Λευκωσίας, με το εργοστάσιο επεξεργασίας στην τουρκοκυπριακή πλευρά και το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου στην ελληνοκυπριακή πλευρά… Το σχέδιο ολοκληρώθηκε από μέλη της ομάδας υπό την καθοδήγηση του ΟΗΕ και παραδόθηκε το 1987. Τώρα επικεντρωνόμαστε στις εργασίες συντήρησης της πόλης και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής, για να αναζωογονήσουμε την καρδιά της Λευκωσίας και να διασφαλίσουμε ότι αυτή η περιοχή δεν θα υποβαθμιστεί λόγω της εγγύτητάς της με τη διαχωριστική γραμμή.

Ο ρόλος του ΟΗΕ ήταν συνεχής: χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν συναντήσεις και ο συντονισμός θα ήταν αδύνατος…

…Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό που πετύχαμε θα βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων της Κύπρου, αλλά νομίζω ότι οι γέφυρες που έχουμε χτίσει είναι απαραίτητες και συμβάλλουν σε μια συμφωνία για ολόκληρο το νησί. Μέχρι σήμερα συνεχίζω την πολιτική μου να εργάζομαι για τη δημιουργία μιας ενοποιημένης πατρίδας. Θα επιμείνω στην πολιτική μου για σεβασμό των ανθρώπων και δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Τουρκία. Χρειαζόμαστε συλλογική προσπάθεια, μια προσπάθεια τόσο τεράστια όσο και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουμε…

-Πόσο ουσιαστικά είναι όντως τα λόγια του! Πόσο θα ήθελα να τον γνωρίσω!

Εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα ήχο να βγαίνει από τον υπολογιστή της. Ήταν ένα μήνυμα από την συνεργάτιδα του κυρίου Μουσταφά Ακιντζή, Dr Meltem Onurkan Samani. Η πρότασή της είχε γίνει αποδεκτή και θα την συναντούσε σε δύο μέρες στο γραφείο του, στην κατεχόμενη  Λευκωσία. Απλά της ζητούσε να του στείλει τις ερωτήσεις προηγουμένως για να είναι έτοιμος.

Η Ζήνα ενθουσιάστηκε. Δεν περίμενε τόσο σύντομη ανταπόκριση. Κάθισε αμέσως,  έγραψε τις ερωτήσεις και τις προώθησε στη Dr Meltem Onurkan Samani.

Στο δρόμο για το οδόφραγμα στο Λήδρα Πάλας, όπου θα την παραλάβαινε η  συνεργάτιδα του κυρίου Ακιντζή, η Ζήνα ένοιωθε μια αγωνία. Ο άνθρωπος που θα συναντούσε αντιπροσώπευε αυτό, που στο δικό της σύμπαν, είναι ο ήρωας. Θυμήθηκε μια παράγραφο από το βιβλίο που της είχε φέρει η Αγνή:

Μέσα από άοκνες και συνεχείς προσπάθειες, ο Δήμαρχος  κατέληξε στην απόφαση να έλθει σε επαφή με την αντίστοιχη «τοπική αρχή» των Τουρκοκυπρίων. Έκρινε ότι το έργο αφορούσε εξίσου και την άλλη πλευρά και η υλοποίησή του και ήταν προς το δικό της συμφέρον. Ο Δήμαρχος Λευκωσίας των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Μουσταφά Ακιντζή, άνθρωπος με όραμα και πνευματικότητα, σύνεση και ρεαλιστικές τοποθετήσεις σε όλο αυτό το σημαντικό θέμα. Έτσι επετεύχθη το πρώτο βήμα και το πιο ουσιαστικό: οι δύο άνδρες κατάφεραν να επαναφέρουν – μετά από τρία χρόνια και με τεράστιες δυσκολίες – στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το Αποχετευτικό Σχέδιο. Ακολούθησαν δε και άλλα έργα ευημερίας των δύο κοινοτήτων. Η συνεννόηση καρποφορούσε, γιατί οι δύο εκπρόσωποι των δήμων πίστεψαν στο έργο, αλλά και στον κοινό σκοπό των προσπαθειών που κατέβαλλαν, προκειμένου η πόλη τους να αναζωογονηθεί και να λειτουργήσει τουλάχιστον στο τομέα της δημόσιας υγείας.

Με αυτά τα λόγια χαρακτηριζόταν ο Μουσταφά Ακιντζή, σε ένα βιβλίο που αφορούσε το Λέλλο Δημητριάδη και το έργο του. Τέτοιοι άνθρωποι με έμφαση στην υπέρβαση που έκαναν για το κοινό καλό, θα έπρεπε να προβάλλονται,  κατά την γνώμη της, από τους δέκτες των τηλεοράσεων του κόσμου, αντί καλλίγραμμες αειθαλείς κυρίες και γοητευτικοί άνδρες, που έχουν να μιλήσουν μόνο για τον εαυτό τους.

Η Dr Meltem Onurkan Samani ήταν μια ευχάριστη Κύπρια, τονίζω τον όρο Κυπρία γιατί εμφανισιακά οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν διαφέρουν, με χαμόγελο, που έκαμε την Ζήνα να νοιώσει αμέσως άνετα. Μαζί της ήταν και μια άλλη συνεργάτιδα, η Εύη. Την οδήγησαν σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της Λευκωσίας, με όμορφες κατοικίες της δεκαετίας του 1960, που θύμιζε τις περιοχές Άγιος Ανδρέας και Άγιος Δομέτιος στην ελληνοκυπριακή πλευρά.

-Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται, σκέφτηκε. Και όμως τους χωρίζει μία «Πράσινη Γραμμή», εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα.

Ύστερα θυμήθηκε ότι ο πατέρας του Αλέξη της είχε πει, ότι πριν τις 23 Απριλίου 2003 που άνοιξε τα οδοφράγματα, μετά από μια δυναμική κινητοποίηση των Τουρκοκυπρίων, για να πάει κάποιος από την ελληνοκυπριακή πλευρά στη τουρκοκυπριακή πλευρά, έπρεπε να ταξιδέψει με αεροπλάνο στο εξωτερικό, να πάει στην Τουρκία και μετά να έρθει στα κατεχόμενα. Ήταν πιο εύκολο δηλαδή κάποιος να πάει στην Αυστραλία από την Κύπρο, παρά να διασχίσει 50 μέτρα στη Λευκωσία!

Το γραφείο του κυρίου Ακιντζή βρισκόταν στο ισόγειο ενός διώροφου κτηρίου με κήπο, στην περιοχή αυτή. Τίποτα το εξεζητημένο δηλαδή. Τους υποδέχθηκε η γραμματέας του και στην συνέχεια οδηγήθηκαν στο γραφείο του κυρίου Ακιντζή.

Ένας κύριος με ευγενικά χαρακτηριστικά, που εξέπεμπε ηρεμία και απλότητα, πλησίασε τη Ζήνα και την χαιρέτισε με μια θερμή χειραψία. Αφού πέρασαν οι πρώτες φιλοφρονήσεις, ο κύριος Ακιντζή, πρότεινε στη Ζήνα  να την κεράσει κυπριακό καφέ. Μια χαμογελαστή νεαρή κοπέλα έφερε τον καφέ. Τον ήπιαν συζητώντας ευχάριστα και στη συνέχεια ο κ. Ακιντζή απάντησε τις ερωτήσεις της Ζήνας. Ήταν φανερό πως η επιστροφή σε εκείνα τα χρόνια, που μαζί με τον Λέλλο Δημητριάδη αγωνίζονταν για να έχει η πόλη τους ένα κοινό μέλλον,  ήταν για τον ίδιο μια ευχάριστη ανάμνηση.

 

Λέλλος Δημητριάδης – περισσότερες πληροφορίες

 

(Κεφάλαιο 22)

Ο Λέλλος Δημητριάδης και  ο Μουσταφά Ακιντζή είναι υπαρκτά πρόσωπα και οι ρόλοι που τους αποδίδονται στο κεφάλαιο, είναι οι πραγματικοί τους ρόλοι. Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι πραγματική συνέντευξη με τον κύριο Ακιντζή και οι απαντήσεις δόθηκαν από τον ίδιο, χωρίς να διαφοροποιηθούν τα λόγια του.

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021

-Κύριε Akinci είμαι Αυστραλή δημοσιογράφος, με κυπριακή καταγωγή. Ήρθα στην Κύπρο για να βρω τις ρίζες μου. Ως δημοσιογράφος, όμως, ενδιαφέρομαι για το κυπριακό πολιτικό πρόβλημα. Έχω μιλήσει με πολύ κόσμο και έχω ακούσει πολλά από αυτά που έχουν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Από όλα αυτά εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που εσείς και ο κ. Λέλλος Δημητριάδης, είχατε δράσει μετά το 1974. Η υγεία του κ. Λέλλου Δημητριάδης δεν του επιτρέπει να δίνει συνεντεύξεις, οπότε είστε ο μόνος που μπορεί να μου πει τι είχε συμβεί και το κίνητρο που είχατε.  Υπήρξατε δήμαρχος του τουρκοκυπριακού τμήματος της Λευκωσίας και ο κ. Λέλλος Δημητριάδης του ελληνοκυπριακού τμήματος. Γνωρίζατε τον κ. Δημητριάδη, πριν από τα γεγονότα του 1974;

Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας για το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας και τη συνεργασία μας με τον κ. Δημητριάδη. Όπως λέτε, ήμασταν οι αντίστοιχοι δήμαρχοι της Λευκωσίας. Ο Λέλλος ήταν δήμαρχος από το 1971 και εγώ δήμαρχος το 1976. Δεν γνωριζόμασταν πριν από το 1974.

-Πώς αποφασίσατε να συνεργαστείτε με τον κ. Δημητριάδη, για αυτόν τον σκοπό; Υπήρξε αιματηρός διαχωρισμός της Λευκωσίας και ενεργήσατε, πολύ σύντομα μετά, για τη μελλοντική ενοποίηση της Λευκωσίας. Αυτό ήταν πολύ γενναίο και από τους δύο. Ποιος έκανε το πρώτο βήμα;

Η ειλικρινής απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι αρχικά, η αμοιβαία ανάγκη απαιτούσε αυτή τη συνεργασία. Το αποχετευτικό έργο της Λευκωσίας βρισκόταν σε εξέλιξη μόνο από την ελληνοκυπριακή πλευρά πριν από τα γεγονότα του 1974, αλλά όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι εργασίες σταμάτησαν τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η κατασκευή της μονάδας επεξεργασίας λυμάτων που βρίσκεται στα ανατολικά της πόλης κοντά στη Μια Μηλιά / Haspolat έμεινε ημιτελής και ορισμένοι από τους κύριους κορμούς αποχέτευσης βρίσκονταν τώρα στην Πράσινη Γραμμή, πράγμα που σημαίνει ότι και αυτοί δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν.

Σε αυτό το σημείο λοιπόν η ελληνοκυπριακή πλευρά βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Εισέπρατταν φόρους από τους Ελληνοκύπριους κατοίκους της πόλης, συγκεντρώνοντας κεφάλαια για το αποχετευτικό σύστημα κυρίως μέσω του φόρου ακίνητης περιουσίας όλων των νοικοκυριών που επρόκειτο να συνδεθούν με το σύστημα. Όταν όμως το έργο αναγκάστηκε να σταματήσει και το σύστημα δεν μπορούσε να αρχίσει να λειτουργεί, ο ελληνοκυπριακός δήμος αντιμετώπισε πραγματικά προβλήματα.

Πέρα από το θέμα της είσπραξης των φόρων, το αποχετευτικό σύστημα ήταν απολύτως απαραίτητο στη Λευκωσία λόγω του ότι η πόλη ήταν πυκνοκατοικημένη. Πολλοί άνθρωποι ζούσαν σε πολυώροφα κτήρια και η πόλη χρειαζόταν αναβάθμιση των υποδομών για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Στα βόρεια, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη γιατί δεν είχαμε καθόλου σε εξέλιξη κανένα έργο εκείνη την περίοδο και το έδαφος στο βόρειο τμήμα της πόλης ήταν αργιλώδες στις περισσότερες περιοχές, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να απορροφήσει τα λύματα που έρχονταν από τα σπίτια. Η εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για τον δήμο. έπρεπε να προσπαθήσουν να αδειάσουν τους λάκκους απορρόφησης από τα νοικοκυριά, τα οποία γέμιζαν μέσα σε λίγες ώρες από την άδειασή τους. Ως εκ τούτου, στη μία πλευρά της πόλης υπήρχαν συνεχιζόμενα αποχετευτικά έργα τα οποία σταμάτησαν λόγω των γεγονότων του καλοκαιριού, ενώ από την άλλη πλευρά δεν υπήρχε καν ένα έργο υπό μελέτη.

Έτσι, όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά ήθελε να κάνει κάτι για αυτή την κατάσταση, είχε δύο επιλογές. Η πρώτη επιλογή ήταν να προσπαθήσουμε να κατασκευάσουμε μια άλλη μονάδα επεξεργασίας αλλού, δεδομένου ότι αυτή στη Μία Μηλιά βρισκόταν τώρα βόρεια της διαχωριστικής γραμμής και επομένως ήταν απρόσιτη για αυτούς. Ωστόσο, αυτή η επιλογή ήταν φυσικά και οικονομικά ανέφικτη, δεδομένου ότι μια νέα τοποθεσία θα σήμαινε ότι τα λύματα θα λειτουργούσαν ενάντια στη βαρύτητα, επομένως θα έπρεπε να αντλούν συνεχώς γεγονός που απαιτούσε  περισσότερη ενέργεια και περισσότερα κεφάλαια. Η δεύτερη επιλογή ήταν να βρεθούν τρόποι συνεργασίας με την τουρκοκυπριακή πλευρά για να λειτουργήσει το σύστημα.

Αυτή η ιδέα για συνεργασία προέκυψε το 1977, όταν ήμουν περίπου ένα χρόνο στη δημαρχία μου. Όπως εξήγησα, ένα σημαντικό ζήτημα για εμάς ήταν η ανάγκη για σωστή αποχέτευση στο βόρειο τμήμα της πόλης, καθώς οι λάκκοι απορρόφησης δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθουν. Επιπλέον, υπήρχαν τρία εργοστάσια  ( ένα αλευροποιίας, ένα αναψυκτικών και ένα γαλακτοκομείο) τα οποία απορρίπταν όλα τα λύματα τους χωρίς προηγούμενη επεξεργασία στην κοίτη του ποταμού Πεδιαίου, δημιουργώντας πραγματική ενόχληση και δυνητικό κίνδυνο για την υγεία. Με άλλα λόγια, είχαμε επίσης επείγουσα ανάγκη για ένα αποχετευτικό σύστημα στο βορρά.

Βλέπετε, λοιπόν, οι συνθήκες ήταν αυτές που επέβαλαν αυτή τη συνεργασία. Ξεκίνησε με μια αμοιβαία ανάγκη, αλλά από εκεί και πέρα, όπως μπορείτε να φανταστείτε, απαιτήθηκε πραγματική ηγεσία και από τις δύο πλευρές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και τα εμπόδια που δημιουργήθηκαν από ορισμένους πολιτικούς παράγοντες που ήταν κατά των δικοινοτικών σχεδίων. Αλλά και υλικοτεχνικά, αυτό ήταν ένα τεράστιο έργο. Η εφαρμογή ενός αποχετευτικού συστήματος σε ήδη κατοικημένες πόλεις είναι ένα από τα πιο δύσκολα δυνατά έργα υποδομής. Η αποχέτευση είναι ένα από τα πρώτα στοιχεία υποδομής που απαιτούνται για την οικοδόμηση μιας πόλης από το μηδέν, αλλά η πόλη μας είχε ήδη κατοικηθεί για εκατοντάδες χρόνια. Φανταστείτε ότι πρέπει να σκάψετε το πάτωμα για να εκτελέσετε εργασίες επισκευής σε ένα σπίτι στο οποίο ζείτε ήδη – είναι το ίδιο για τις πόλεις.

Αντιμετωπίσαμε επίσης ένα άλλο πρόβλημα στο βόρειο τμήμα της περιτειχισμένης πόλης της Λευκωσίας. Οι δρόμοι στην παλιά πόλη της Λευκωσίας είναι στενοί και εκτός από την έλλειψη αποχέτευσης δεν είχαμε σωστή παροχή νερού. Έπρεπε να σκάψουμε δύο τάφρους, έναν για το αποχετευτικό δίκτυο και έναν για τους σωλήνες ύδρευσης. Έτσι, σε ορισμένες περιοχές, ολόκληροι δρόμοι ήταν σκαμμένοι και ήταν αδύνατο να περπατήσει κάποιος σε αυτούς.

Προσπάθησα επίσης να επιτύχω κάτι που δεν ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου. Συμφώνησα να συνεργαστώ με την ελληνοκυπριακή πλευρά υπό τον όρο ότι το έργο θα επεκταθεί προς τα βόρεια. Δεν θεώρησα ότι θα ήταν δίκαιο να συμφωνήσουμε ότι θα οριστικοποιήσουμε τη μονάδα επεξεργασίας και τους κύριους κορμούς για να ξεκινήσουμε τη λειτουργία του συστήματος χωρίς να συμφωνήσουμε να προσθέσουμε το βόρειο τμήμα της πόλης στο σύστημα. Έτσι συμφωνήθηκε ότι περιοχές της τουρκοκυπριακής πλευράς της Λευκωσίας θα προστεθούν στο έργο σε φάσεις. Στην πρώτη φάση ενσωματώθηκε στο έργο το βόρειο μισό της περιτειχισμένης πόλης και η περιοχή του Çağlayan, στα βόρεια της περιτειχισμένης πόλης. Σήμερα, όπως όλοι γνωρίζουν, όχι μόνο το νότιο τμήμα της Λευκωσίας συνδέεται με το σύστημα, αλλά και το βόρειο τμήμα συμπεριλαμβανομένου και του Gönyeli. Και λειτουργεί καλά. Είναι ίσως ένα από τα πολύ σπάνια παραδείγματα όπου Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι συνεργάστηκαν και πέτυχαν κάτι συλλογικά. Εκεί που δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν.

Πέρα από τη συμπερίληψη του βόρειου τμήματος της πόλης στο σύστημα, ένα άλλο μέρος της συμφωνίας ήταν να μοιραστούν τα έξοδα δίκαια. Σε αυτό το σημείο, επέμεινα ότι η οικονομική συνεισφορά θα πρέπει να αποφασίζεται με βάση τη χρήση, δηλαδή και οι δύο πλευρές θα συνεισφέρουν ανάλογα με το πόσα λύματα αντλούν. Υπήρχαν και άλλα θέματα που έπρεπε να συμφωνηθούν, αλλά αυτά τα δύο ήταν τα πιο σημαντικά.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το έργο.

Μετά την επιτυχία μας με το αποχετευτικό σύστημα ετοιμάσαμε το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας το οποίο ήταν ένα άλλο πολύ σημαντικό έργο για την πόλη. Η ομάδα του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου  Λευκωσίας (Master Plan) αποτελούνταν από αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, μηχανικούς, κοινωνιολόγους κ.λπ. Συνεργαστήκαμε με τη βοήθεια του World Habitat και διεθνών εμπειρογνωμόνων για να προετοιμάσουμε ένα σχέδιο που θα περιλαμβάνει τις δύο πλευρές της Λευκωσίας. Κατά την άποψή μου, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Σχεδίου ήταν ότι καταφέραμε να σώσουμε την περιτειχισμένη πόλη της Λευκωσίας.

Η σημασία των ιστορικών κτιρίων καθώς και του ιστού της περιτειχισμένης πόλης αναδείχθηκε σε αυτό το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο και μπορέσαμε να ευαισθητοποιήσουμε ώστε να διατηρήσουμε και να εμφυσήσουμε ζωή σε αυτό το τμήμα της Λευκωσίας. Συγκεκριμένα, το 1986 φέραμε πεζοδρόμηση στην παλιά πόλη, δηλαδή στην οδό Αράστας στα βόρεια και στις οδούς Λήδρας και Ονασαγόρου στα νότια. Το τείχος στο Lokmaci ήταν φυσικά ακόμα στη θέση του εκείνες τις μέρες, αλλά το όραμά μας ήταν ότι μια μέρα θα γκρεμιζόταν. Θεωρήσαμε ότι η ύπαρξη πεζοδρομοποιημένης ζώνης από τη μία πλευρά και κυκλοφοριακής συμφόρησης από την άλλη θα έθετε σε κίνδυνο την αίσθηση της αρμονίας και έτσι πεζοδρομήσαμε ολόκληρη την περιοχή. Η ελπίδα ήταν ότι μια μέρα, οι άνθρωποι θα περπατούσαν και θα ψώνιζαν στους δρόμους με ασφάλεια και θα κάθονταν και θα απολάμβαναν τον καφέ τους. Σε αυτό τα καταφέραμε. Από το 2008, όταν έπεσε ο τοίχος διαχωρισμού στο κέντρο της Λευκωσίας (μεταξύ Lokmaci και Λήδρας) , κάθε φορά που πηγαίνω στην περιοχή νιώθω μια αίσθηση ευτυχίας γνωρίζοντας ότι η περιοχή χρησιμοποιείται όπως είχαμε προβλέψει. Επιπλέον, αυξήσαμε την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των παλιών πανδοχείων μας, των Büyük Han και Kumarcılar Hanı. Αυτή η κληρονομιά πεζοδρόμησης συνεχίστηκε με διαδοχικούς δημάρχους και τον σημερινό δήμαρχο Mehmet Harmancı, ο οποίος πρόσφατα πεζοδρόμησε την οδό Zahra απέναντι από το Λήδρα Πάλας.

Έτσι, το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας ήταν το δεύτερο επίτευγμα μετά το αποχετευτικό σύστημα που ξεκίνησε από τον Λέλλο και εμένα. Μας απονεμήθηκε το Μετάλλιο Τιμής της Europa Nostra για αυτό το έργο. Το Ρυθμιστικό Σχέδιο αναγνωρίστηκε επίσης από διεθνείς οργανισμούς, για παράδειγμα λάβαμε το Βραβείο World Habitat, καθώς επίσης και το βραβείο Aga Khan τα οποία ήταν μια άλλη περήφανη στιγμή για εμάς ως εμπνευστές του έργου.

-Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε τις πρακτικές δυσκολίες; Υπήρχαν και άλλες αρχές και από τις δύο πλευρές που θα έπρεπε να πείσετε ότι ο σκοπός σας ήταν σημαντικός και θα έπρεπε να σας βοηθήσουν, ή τουλάχιστον να μην σας αποτρέψουν. Είμαι βέβαιος ότι υπήρχαν φανατικοί άνθρωποι, και από τις δύο πλευρές, που ήταν αντίθετοι σε αυτές τις ενέργειες. Πώς καταφέρατε να τους αντιμετωπίσετε;

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε σε αυτό το στάδιο ότι το έργο χρηματοδοτήθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα. Αργότερα, όταν οι δύο πλευρές άρχισαν να συνεργάζονται, η ΕΕ άρχισε επίσης να παρέχει κάποια βοήθεια σε αυτό το έργο. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τα δικοινοτικά έργα υποδομής στο νησί έλαβαν κονδύλια της ΕΕ. Εκείνη την εποχή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε ακόμη υποβάλει αίτηση για ένταξη στην ΕΕ, αλλά υπήρχαν χρηματοδοτικά πρωτόκολλα μέσω των οποίων παρείχαν βοήθεια για να βοηθήσουν στην αναβάθμιση της οικονομίας. Κάποια στιγμή λάβαμε και κονδύλια μέσω αυτού του πρωτοκόλλου. Έτσι, όπως μπορείτε να δείτε, συμμετείχαν διεθνείς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του ΟΗΕ. Αλλά υπήρχαν φυσικά τοπικοί παράγοντες που δεν τους άρεσε η ιδέα, ιδιαίτερα από την πλευρά μας. Τότε ανήκα σε κόμμα της αντιπολίτευσης και όχι στο κόμμα της κεντρικής κυβέρνησης. Ακούσαμε φανατικά εθνικιστικά επιχειρήματα να με κατηγορούν ότι φέρνω ελληνοκυπριακά λύματα στα τουρκοκυπριακά εδάφη και ότι δημιουργώ ενόχληση. Ομολογουμένως, τα λύματα δεν είναι το πιο ευχάριστο από όλα τα πράγματα, αλλά σε αυτή την περίπτωση τα λύματα προέρχονταν και από τις δύο πλευρές. Ήταν ανάμεικτο και δεν μπορούσε να διαχωριστεί.

Κάποιοι φανατικοί κατά καιρούς ζητούσαν από τις αρχές να μπλοκάρουν το αποχετευτικό σύστημα για να εμποδίσουν τους Ελληνοκύπριους να στείλουν τα λύματα τους, αλλά τους επισήμανα ότι το προεδρικό μέγαρο (στην βόρεια πλευρά) ήταν επίσης συνδεδεμένο με το σύστημα και ότι αν προέκυπταν μπλοκαρίσματα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πού θα έβγαιναν τα λύματα! Υποστήριξα επίσης ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του τι παράγουν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Μυρίζει το ίδιο και έχει το ίδιο χρώμα.

Έτσι στο μυαλό κάποιων φανατικών εθνικιστικών κύκλων ήμουν προδότης. Αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν το έργο. Συνεχίστηκε υπό διάφορους δημάρχους μέχρι σήμερα. Το σύστημα επεξεργασίας που ανεγείραμε και αρχίσαμε να λειτουργούμε το 1980 ήταν ένα σύστημα δεξαμενών. Για ένα σύστημα όπως αυτό χρειάζεστε μια μεγάλη περιοχή και μερικές φορές οι αεριστήρες για τις δεξαμενές δεν λειτουργούσαν σωστά, γεγονός που προκαλούσε δυσοσμία. Πριν από περίπου 10-15 χρόνια δημιουργήθηκε ένα νέο σύστημα με τη βοήθεια  της ΕΕ, που ονομάζεται σύστημα συμπαγών μεμβρανών. Αυτή είναι μια νεότερη τεχνολογία από το σύστημα των δεξαμενών. Απαιτεί πολύ λιγότερη έκταση και είναι καθαρότερο, οπότε τώρα τα λύματα υποβάλλονται σε πολύ καλύτερη επεξεργασία. Είναι κρίμα που δεν έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν το νερό, π.χ. για αρδευτικούς σκοπούς.

Ήταν σημαντικό για μένα να κερδίσω την υποστήριξη του κόσμου. Διοργάνωσα ένα δείπνο για δημοσιογράφους – κυρίως εκείνους που ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί για το έργο – και εξέθεσα τους παλιούς σωλήνες πόσιμου νερού σε ένα κοντινό τραπέζι. Ένας από τους δημοσιογράφους που ήταν παρόντες, σχολίασε ότι βλέποντας αυτούς τους σωλήνες σε μια τόσο σκουριασμένη, σπασμένη και ανθυγιεινή κατάσταση, δυσκολευόταν να φάει σωστά το γεύμα, βοηθώντας να καταλάβουν όλοι πόσο σημαντικό ήταν το έργο.

Οι άνθρωποι στην παλιά Λευκωσία άρχισαν να έχουν νερό στα σπίτια τους με πίεση για πρώτη φορά και ήταν ευχαριστημένοι με το νέο σύστημα. Ολοκληρώσαμε την πρώτη φάση του αποχετευτικού έργου το 1986, αλλά δεν είχαμε ακόμη ασφαλτοστρώσει όλους τους δρόμους. Αλλά όταν οι άνθρωποι βλέπουν το όφελος από κάτι, κερδίζεται η υποστήριξή τους και στο τέλος επανεκλέχτηκα. Οι φανατικοί υπήρχαν βέβαια, όπως υπάρχουν και σήμερα και θα υπάρχουν αύριο και από τις δύο πλευρές. Για να ανταποκριθείτε στις προκλήσεις, είναι σημαντικό να κερδίσετε την υποστήριξη των ανθρώπων σας.

-Πιστεύω ότι ήταν δύσκολο να πάρετε την απόφαση να ξεκινήσετε όλα αυτά. Αφού αποφασίσετε όμως, θα ήθελα να μου περιγράψετε τα συναισθήματά σας και το όραμά σας για το μέλλον της Λευκωσίας και της Κύπρου. Νομίζω, και διορθώστε με αν κάνω λάθος, ότι από όλες τις ενέργειες που έγιναν από όλους τους πολιτικούς, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η μόνη που πέτυχε μέχρι το τέλος. Παρακαλώ σχολιάστε το.

Νομίζω ότι η εκτίμησή σας ότι αυτή ήταν η μόνη επιτυχημένη πρωτοβουλία από την αρχή μέχρι το τέλος είναι σωστή, και μάλιστα συνεχίζεται με επιτυχία. Ελπίζω ότι θα συνεχίσει να είναι επιτυχής για όσο υπάρχει η Λευκωσία, διότι πρόκειται για ένα κοινό και αδιαχώριστο σύστημα. Ακριβώς όπως οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς νεφρά, έτσι μια πόλη δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς μια μονάδα επεξεργασίας λυμάτων.

-Κύριε Akinci, εκπροσωπήσατε τους Τουρκοκύπριους στις Διακοινοτικές Συνομιλίες για μια περίοδο πέντε ετών. Αν και αυτές οι προσπάθειες δεν κατάφεραν να λύσουν το Κυπριακό, όλοι οι Ελληνοκύπριοι που έχω γνωρίσει, σκέφτονται καλύτερα για σας και σας σέβονται πάρα πολύ. Θα ήθελα να ακούσω το όραμά σας για το μέλλον της Κύπρου και αν πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να ενωθούμε στο εγγύς μέλλον.

Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, όχι μόνο όταν εκπροσωπούσα την κοινότητά μου ως πρόεδρος* για πέντε χρόνια, αλλά και όταν ήμουν δήμαρχος, ή αρχηγός κόμματος ή βουλευτής, προσπάθησα με κάθε τρόπο να βοηθήσω στην επίλυση του Κυπριακού. Η προεδρία* μου ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία μου να εργαστώ για την επίτευξη αυτού του στόχου, και μετά την χαμένη ευκαιρία του σχεδίου Ανάν, φτάσαμε πολύ κοντά στη δυνατότητα εξεύρεσης λύσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Δυστυχώς, εξ αιτίας πολύ γνωστών λόγων, που έχω εξηγήσει σε πολλές περιπτώσεις, δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε μια λύση.

Για το εγγύς μέλλον, δυστυχώς δεν βλέπω καμία ευκαιρία να δημιουργήσουμε μια ομοσπονδιακή ενωμένη Κύπρο, η οποία από μόνη της φαίνεται να είναι η μόνη αμοιβαία αποδεκτή λύση. Οι θέσεις των δύο πλευρών προς το παρόν απέχουν πολύ μεταξύ τους.

Η μέχρι τώρα εμπειρία μου έχει δείξει ότι δεν θα είναι ρεαλιστικό από εδώ και στο εξής, να περιμένουμε μια λύση από τους ηγέτες. Θα πρέπει να προέλθει από τη βάση και από τις δύο πλευρές.

Είναι δυνατόν; Είναι φυσικά πολύ δύσκολο· απαιτεί αποφασιστικότητα και σκληρή δουλειά. Αλλά οι μελλοντικές γενιές δεν πρέπει να χάσουν την ελπίδα τους.

-Ευχαριστώ πολύ κύριε Akinci για αυτή την τόσο λεπτομερή και αναλυτική περιγραφή των γεγονότων εκείνης της εποχής. Εύχομαι και άλλοι πολιτικοί αυτού του τόπου να ακολουθήσουν το παράδειγμά σας. Αυτός είναι ο λόγος που καταγράφω αυτά τα γεγονότα. Ίσως να μπορέσω να εμπνεύσω τους ανθρώπους να υπερπηδήσουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εχθρότητας και καχυποψίας και να αγωνιστούν για την ειρήνη.

 

Σημείωση από την συγγραφέα ιστολογίου του  Cosmosblog:

*Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» αναγνωρίζεται ως Κράτος μόνο από την Τουρκία.

Βιογραφία του κυρίου Ακιντζή

(Κεφάλαιο 23)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Ο Αλέξης ξύπνησε το πρωί και είδε ότι η Ζήνα δεν κοιμόταν στο πλάι του.

-Θα πήγε για κολύμπι σκέφτηκε.

Αμέσως ήρθαν στο νου του τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Είχαν φύγει από τη Λευκωσία νωρίς το πρωί. Όταν ολοκλήρωσε η Ζήνα την συνέντευξή της με τον Μουσταφά Ακιντζή, τίποτα πια δεν την κρατούσε εκεί.

-Είμαι πολύ ευχαριστημένη από την συνάντησή μου με τον κύριο Ακιντζή, του είπε. Στάθηκε πολύ γενναιόδωρος μαζί μου. Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα. Τώρα θα πρέπει να γυρίσουμε στη Πάφο. Το δημοσιογραφικό κομμάτι τελείωσε, είναι ώρα να επικεντρωθώ ξανά στο μυστικό της Ζηνοβίας.

-Τι έχεις υπόψη σου; Την ρώτησε.

-Δεν ξέρω. Όταν βρίσκομαι εκεί, η ενέργεια γύρω μου δρα διαφορετικά. Ξέρω πως κάπου βρίσκεται το κείμενο που έγραψε η Ζηνοβία. Και θα το βρω!

Η αποφασιστικότητά της είχε εντυπωσιάσει τον Αλέξη.

-Έτσι θα πρέπει να ενεργούσε και η Ζηνοβία, σκέφτηκε. Έβαζε στόχους και τους πετύχαινε. Είχε πίστη, όχι αναστολές.

Το πρόβλημα μεταξύ τους δημιουργήθηκε μέσα στο αυτοκίνητο καθοδόν προς την Πάφο. Ο ίδιος ένοιωθε ότι ήταν καιρός να κάνουν αυτή τη συζήτηση και έτσι βρήκε αφορμή από το ευχάριστο κλίμα που επικρατούσε και την ανάλαφρη διάθεση της Ζήνας.

-Ξέρεις, της είπε, εγώ σε δέκα μέρες θα πρέπει να φύγω. Αν θέλεις μπορώ να προσπαθήσω να το αναβάλω για ακόμα δεκαπέντε μέρες. Θα επικοινωνήσω με τον συνάδελφό μου που με αντικαθιστά και θα τον παρακαλέσω να αναλάβει για ακόμα λίγο τις ομάδες μου.

-Αυτό θα ήταν καλό νοουμένου ότι θα έχω βρει την άκρη σε δεκαπέντε μέρες. Αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο θα πάρει. Μπορώ να συνεχίσω και μόνη μου. Ήσουν μαζί μου στις δύσκολες στιγμές, νομίζω μπορείς να επιστρέψεις, δεν είναι σωστό να εκμεταλλευτείς τον συνάδελφό σου.

-Ξέρεις, έχω και κάτι άλλο υπόψη μου. Τώρα που βρισκόμαστε εδώ και είναι οι γονείς και η οικογένειά μου κοντά θα μπορούσαμε να παντρευτούμε. Δεν έχουμε και πολλά χρόνια μπροστά μας για να κάνουμε οικογένεια. Είμαστε και οι δύο πάνω από 40 χρονών. Δεν χρειάζονται πολλά, πολλά. Ένας απλός γάμος, πολιτικός κατά προτίμηση, για να ισχύει και στην Αυστραλία. Τι λες;

Αμέσως την είδε ότι αναστατώθηκε. Ήξερε ότι οι αντιλήψεις της για το γάμο ήταν αρνητικές, αλλά ο ίδιος δεν θα ενέδιδε. Ήταν άνθρωπος κατά βάση παραδοσιακός και δεν του άρεσαν οι μοντέρνες οικογένειες, χωρίς θεσμικές βάσεις. Ήθελε τα παιδιά, που ήλπιζε να κάνει, να φέρουν το όνομά του και να αναγνωρίζουν τον παππού και την γιαγιά τους. Εκείνη απάντησε με ένα γενικό:

-Δεν είναι ώρα τώρα για τέτοιες συζητήσεις, προσπαθώντας να το σταματήσει εδώ.

Ο ίδιος όμως συνέχισε:

-Και όμως, τώρα είναι η ώρα. Είμαστε σχεδόν εδώ και δυο χρόνια μαζί. Νομίζω ταιριάζουμε και είμαστε ευτυχισμένοι ο ένας με τον άλλο. Βρισκόμαστε στη Κύπρο, που είναι η μόνη χώρα στο κόσμο που έχουμε κάποιους συγγενείς και θα μπορούσαμε να μοιραστούμε αυτές τις στιγμές μαζί τους. Ο γάμος είναι κατά βάση μια μεγάλη υπόσχεση για κοινή ζωή και ένα κοινό δικαίωμα στην ευτυχία. Αξίζει να έχουμε κοντά μας ανθρώπους δικούς μας, για να είναι μάρτυρες σε αυτή μας την δέσμευση.

-Από την άλλη ξέρεις ότι είμαι παραδοσιακός. Δεν μου αρέσουν οι χαλαρές οικογένειες που τώρα είναι μαζί και αύριο τα διαλύουν όλα. Πρέπει, Ζήνα, να αποφασίσεις αν θέλεις να είμαστε για πάντα μαζί ή τώρα περνούμε καλά και έχει ο Θεός.

Ήταν φανερό ότι συγχύστηκε. Καταλάβαινε ότι μέσα της πάλευαν οι παλιές αρχές της, οι ιδέες που είχε μια ζωή για το γάμο και την δέσμευση και αυτή ήταν μια  καινούργια προοπτική, που η ίδια κάποτε χλεύαζε. Εκείνος όμως δεν είχε διάθεση να κάνει πίσω. Θα το πάλευε ως το τέλος.

-Θυμάσαι, της είπε, τότε που πήγαμε στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι που έκανε ο κύριος Jacob Papadopoulos και ένοιωσες για πρώτη φορά την αίσθηση της οικογένειας, πόσο σου άρεσε; Ήθελες τότε να ζήσεις και εσύ μια τέτοια ζωή. Ο μόνος τρόπος για να τη ζήσεις, Ζήνα, εσύ και τα παιδιά σου, είναι να κάμεις οικογένεια. Και αυτό είναι που προσπαθώ να σου προσφέρω τώρα. Δεν πρέπει να τρομάζεις.

-Καταλαβαίνω πλήρως, Αλέξη. Μην νομίζεις ότι δεν εκτιμώ αυτά που μου λες ή ότι δεν θυμάμαι τα αισθήματά μου εκείνη την μέρα. Όμως φαίνεται στο DNA που μεταφέρω μέσα μου υπάρχει κάτι, ας πούμε τσιγγάνικο, που όλο θέλει να φεύγει. Αν εξαιρέσουμε τη Ζηνοβία που παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία, οι άλλοι όλοι παντρεύτηκαν σε μεγάλη ηλικία. Οι δικοί μου γονείς μάλιστα δεν παντρεύτηκαν καθόλου. Η μητέρα μου το έσκασε μπροστά στην ευθύνη να μεγαλώσει ένα παιδί.

-Δεν θα ήθελες να το αλλάξεις αυτό; Μπροστά σου ανοίγεται μια καινούργια προοπτική χωρίς πολλά προβλήματα. Ο παππούς σου και ο πατέρας σου είχαν έντονα οικονομικά προβλήματα και δεν μπόρεσαν να κάμουν οικογένεια νωρίς. Φυσικά και για μας δεν το λες «νωρίς». Είμαστε στη δική τους ηλικία, όταν αποφάσισαν να αποκτήσουν παιδιά. Όμως, επαναλαμβάνω: Δεν έχουμε κανένα εμπόδιο για να προχωρήσουμε. Δεν έχουμε κανένα οικονομικό, αλλά ούτε και άλλο πρόβλημα. Έχουμε μια υπέροχη σχέση και νομίζω νοιάζεσαι για μένα, όσο νοιάζομαι εγώ για σένα. Τι σε τρομάζει;

-Μακάρι να ήξερα. Απλά μου ήρθε πολύ απότομα. Και αυτές οι τυπικές τελετές με τρομάζουν. Μεταφέρω το τσιγγάνικο της μητέρας μου στα γονίδιά μου, είναι η πιθανότερη εξήγηση.

-Δεν σου μιλώ για μια τυπική τελετή με πολλούς καλεσμένους και παραδοσιακή αμφίεση νύφης και γαμπρού. Ούτως ή άλλως οι περιορισμοί εξαιτίας της πανδημίας δεν επιτρέπουν ένα ανοικτό γάμο. Μιλώ για μια απλή τελετή σε ένα δημαρχείο με τους γονείς και τα αδέλφια μου. Τίποτε περισσότερο. Όσο για τα τσιγγάνικα γονίδια της μητέρας σου, μπορείς να τα αγνοήσεις. Δεν σε καθορίζουν. Ποιος ξέρει πώς μεγάλωσε εκείνη; Εσύ όμως μεγάλωσες μέσα σε απλόχερη αγάπη από τον πατέρα σου. Δες τον εαυτό σου τώρα! Αφιερώνεις τόσο χρόνο και τόση ενέργεια για να βρεις ένα οικογενειακό μυστικό. Η οικογένεια έχει μεγάλη σημασία για σένα, όσο και αν δεν θέλεις να το παραδεχθείς.

-Δεν διαφωνώ με τίποτε από όσα λες. Απλά δεν είμαι έτοιμη. Θα πρέπει να μου δώσεις λίγο χρόνο.

-Δεν υπάρχει χρόνος, Ζήνα. Εγώ πρέπει να φύγω σε δέκα μέρες. Και αν δέχεσαι να παντρευτούμε, θα ζητήσω να καθυστερήσω για ακόμα δύο εβδομάδες.

-Εντάξει. Θα σου απαντήσω αύριο.

Η συζήτηση έληξε εκεί, όμως είχε δημιουργηθεί μια ψυχρότητα μεταξύ τους. Ο ίδιος είχε εκνευριστεί με την επιμονή της Ζήνας να αρνείται να δεσμευτεί για μη ουσιαστικούς λόγους και η Ζήνα, που δεν ήταν συνηθισμένη να ενδίδει σε εκβιασμούς, είχε πεισμώσει.

Η σημερινή μέρα, όμως, με το δωμάτιο να φωτίζεται από τον πρωινό ήλιο έκανε τον Αλέξη αισιόδοξο ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Η Ζήνα θα σταματούσε τα πείσματα. Δεν ήταν δα και καμιά παράλογη! Απλά της ζητούσε να κάνει κάτι πέρα από τις πεποιθήσεις μιας ζωής και ήθελε λίγο χρόνο. Μπαίνοντας στο μπάνιο για να ετοιμαστεί είδε κρεμασμένο στο ντους το μαγιό που φόρεσε η Ζήνα το προηγούμενο βράδυ, όταν πήγε να κολυμπήσει.

-Θα έβαλε άλλο σήμερα, σκέφτηκε.

Όταν τελείωσε την τουαλέτα του και βγήκε από το μπάνιο, παρατήρησε ότι η Ζήνα δεν είχε ακόμα επιστρέψει. Αυτό τον παραξένεψε. Συνήθως επέστρεφε από το κολύμπι της αυτή την ώρα. Τότε πρόσεξε ότι δεν είχε πάρει μαζί της το κινητό της τηλέφωνο, αλλά αυτό ήταν συνηθισμένο. Δεν το χρειαζόταν στη παραλία. Εκείνο που τον ξένισε ήταν όταν παρατήρησε ότι έλειπαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και διαπίστωσε ότι πραγματικά το αυτοκίνητο δεν ήταν σταθμευμένο εκεί που το είχαν αφήσει το προηγούμενο βράδυ.

-Ίσως να ήθελε να μείνει μόνη για να σκεφτεί, συλλογίστηκε. Όμως γιατί δεν πήρε το κινητό της τηλέφωνο; Δεν ήθελε καμιά επικοινωνία μαζί μου;

Είχε αρχίσει να ανησυχεί και να αναρωτιέται αν την πίεσε πολύ την προηγούμενη μέρα. Ήξερε, ότι παρά τον δυναμισμό της, ήταν ευαίσθητη και εύθραυστη κατά βάθος. Για αυτό την αγαπούσε. Ενώ ήταν ένα ηφαίστειο που έβγαζε φωτιά και λάβα, το χάδι της ψυχής της ήταν τρυφερό και απαλό σαν πέταλο τριαντάφυλλου. Θα  γινόταν μια εξαίρετη μητέρα. Χαμογέλασε με την σκέψη ότι σίγουρα δεν θα επέτρεπε στα παιδιά της να την εκμεταλλεύονται όπως εκείνη εκμεταλλευόταν τον πατέρα της!

-Όμως που να είναι; Διερωτήθηκε ξανά. Άργησε πολύ!

Σκέφτηκε να κατεβεί μόνος του για πρόγευμα, σε λίγο θα έκλεινε η τραπεζαρία, όμως είπε να περιμένει ακόμα λίγο. Δεν ήθελε να δώσει το μήνυμα ότι ήταν θυμωμένος μαζί της. Αντίθετα θα ήθελε η κατάσταση να εξομαλυνθεί.

Κοίταξε το ρολόι του και η ώρα ήταν 9.45 π.μ. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για την τραπεζαρία, όταν η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η Ζήνα. Φαινόταν αλαφιασμένη, τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και κάτι κρατούσε στα χέρια της. Η φράση «Πού χάθηκες;» πάγωσε στα χείλη του όταν είδε ότι το δεξί της πόδι ήταν γεμάτο αίματα.

Τρομαγμένος έτρεξε κοντά της.

-Τι έπαθες; Την ρώτησε γεμάτος αγωνία. Έλα κάθισε να δω το πόδι σου. Πού κτύπησες;

-Μην ανησυχείς, Αλέξη, του απάντησε. Δεν είναι τίποτε. Δες τι βρήκα!

Και θριαμβευτικά σήκωσε ένα σκονισμένο κουτί που κρατούσε στα χέρια της.

-Τι είναι αυτό; Τη ρώτησε. Πού το βρήκες;

-Το βρήκα στο σπίτι της Ζηνοβίας. Εδώ θα πρέπει να είναι το μυστικό. Είναι όμως κλειδωμένο και δεν μπορώ να το ανοίξω.

-Τι εννοείς το βρήκες στο σπίτι της Ζηνοβίας; Εκεί δεν υπάρχει τίποτε. Μόνο ερείπια.

Τότε η Ζήνα άρχισε να του διηγείται τι συνέβηκε το πρωί.

-Ήμουν αναστατωμένη από το χθεσινή μας συζήτηση και όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Σηκώθηκα πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει και αποφάσισα να πάω στο σπίτι της Ζηνοβίας να δω την ανατολή του ήλιου. Πίστευα ότι αυτό θα με βοηθήσει να καθαρίσω τις σκέψεις μου και να καταλάβω τι θέλω. Νόμιζα ότι θα επέστρεφα μέχρι να ξυπνήσεις για αυτό δεν σου άφησα σημείωση.

-Περίμενε! Της είπε ο Αλέξης. Πρέπει πρώτα να φροντίσουμε το πόδι σου πριν πάθεις καμιά μόλυνση.

Πήρε αμέσως τηλέφωνο την υποδοχή και ζήτησε να τους φέρουν πρόγευμα, επιδέσμους και αντισηπτικό για να περιποιηθούν ένα τραύμα. Μέχρι η Ζήνα να πάει στο μπάνιο να καθαριστεί και να αλλάξει τα ρούχα της που ήταν σκονισμένα, όλα όσα παρήγγειλε ο Αλέξης ήταν στο δωμάτιό τους.

Αφού της περιποιήθηκε το πόδι και θεώρησε ότι το τραύμα κοντά στον αστράγαλο δεν ήταν πολύ  σοβαρό, κάθισαν στο μπαλκόνι για να πάρουν το πρόγευμά τους.

-Τώρα μπορείς να μου πεις τι έγινε, της είπε

-Όπως σου είπα ήμουν πολύ αναστατωμένη και ήθελα να βρεθώ στο σπίτι της Ζηνοβίας. Ένοιωθα πως εκείνος ο χώρος θα με βοηθούσε. Ξέρω φαίνεται ανόητο, αλλά όλους αυτούς τους μήνες που ασχολούμαι αποκλειστικά σχεδόν με αυτό το θέμα, έχω αρχίσει να αισθάνομαι τη παρουσία της Ζηνοβίας δίπλα μου, σαν να είναι ζωντανή.

-Έφτασα λοιπόν εκεί την ώρα που χάραζε το φως. Δεν μπορείς να δεις την ανατολή τόσο καθαρά όσο βλέπεις τη δύση, έτσι σκέφτηκα να ανεβώ σε εκείνο το χαμηλό τοίχο που παρέμεινε εκεί, ίσως μπορέσω να δω καλύτερα. Θυμάσαι ότι κοντά στο τοίχο, παραμένουν ακόμα κάποιες από τις παλιές πλάκες που ήταν καλυμμένο το πάτωμα του σπιτιού. Πάτησα με δύναμη λοιπόν σε μια πλάκα για να πάρω ώθηση και να ανεβώ στο τοίχο. Δεν τα κατάφερα με την πρώτη και ξαναδοκίμασα, κτυπώντας πιο δυνατά το πόδι μου αυτή τη φορά.

-Τότε η πλάκα υποχώρησε και το πόδι μου βρέθηκε σε μια τρύπα. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω. Για αυτό τα αίματα και τα χώματα στα ρούχα μου. Κατάλαβα αμέσως ότι εκεί ήταν μια κρύπτη. Μια κρύπτη, που για ένα μυστηριώδη λόγο δεν αποκαλύφθηκε για εκατό χρόνια!

-Γονάτισα και άρχισα να αφαιρώ τα κομμάτια της μαρμάρινης πλάκας. Είδα από κάτω ότι υπήρχε ένα κενό και μέσα αυτό το κουτί που έφερα. Δεν μπορείς να φανταστείς την συγκίνησή μου όταν το πήρα στα χέρια μου. Έτρεμα ολόκληρη. Ούτε που κατάλαβα ότι αιμορραγούσα. Μόνο όταν είδα την δική σου τρομάρα πρόσεξα το αίμα στο πόδι μου.

-Καλά, γιατί δεν πήρες το τηλέφωνό σου; Θα μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις και εγώ θα ερχόμουν αμέσως.

-Το ξέχασα. Ήμουν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις μου που δεν θυμήθηκα το τηλέφωνό μου. Δυστυχώς ή ευτυχώς το κουτί είναι κλειδωμένο και δεν μπορούσα να το ανοίξω.

-Γιατί ευτυχώς;

-Γιατί έτσι έμεινε σφραγισμένο καλά και ελπίζω να μην καταστράφηκε το περιεχόμενό του, τόσα χρόνια μέσα στη γη. Ξέρεις, Αλέξη, η κρύπτη αυτή ήταν σκονισμένη μεν, αλλά επενδυμένη με μάρμαρο. Η Ζηνοβία είχε φροντίσει να φυλάξει καλά το μυστικό της.

-Όλα τώρα έχουν μια λογική. Εμείς ψάχναμε το μυστικό της Ζηνοβίας εδώ και εκεί αλλά δεν σκεφτήκαμε ότι εφόσον πέθανε από ατύχημα και ξαφνικά, δεν θα είχε προλάβει να το δώσει πουθενά. Θα έπρεπε να βρισκόταν στο σπίτι της.

-Πώς να φανταστεί κανείς ότι μέσα σε εκείνα τα ερείπια μπορεί να κρυβόταν ένα μυστικό! Ξέρεις, θυμούμαι μια παράγραφο από το γράμμα που μου άφησε ο πατέρας μου και το διάβασα μετά το θάνατό του. Είναι προφητική. Έλεγε λοιπόν ο πατέρας μου:

Θα μου πεις έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τότε και αν δεν το βρήκε ο παππούς σου, εσύ πώς θα το βρεις; Το ίδιο θα έλεγα και εγώ αν ήμουν στην ηλικία σου. Όμως τα χρόνια που πέρασαν και οι εμπειρίες που έζησα, με έκαναν να καταλάβω ότι οι κύκλοι της ζωής δεν κλείνουν συνήθως μέσα στην ίδια γενεά, αλλά μπορεί να διατηρηθούν ημιτελείς για πολλές γενεές. Θεωρώ, Ζήνα μου, ότι εναπόκειται σε σένα να κλείσεις το κύκλο της ζωής της γιαγιάς  Ζηνοβίας. Μιας γυναίκας με ισχυρή προσωπικότητα και δύναμη θέλησης. Σε αυτό μοιάζετε πολύ!

-Έχεις δίκαιο. Είναι απίστευτο! Τώρα τι θέλεις να κάνουμε; Να ανοίξουμε το κουτί με κανένα αιχμηρό αντικείμενο;

-Όχι, δεν θέλω να το σπάσουμε. Έψαξα μέσα στη κρύπτη αλλά δεν βρήκα το κλειδί. Ίσως πρέπει να ξαναδοκιμάσουμε. Σε περίπτωση που και πάλι δεν θα το βρούμε, θα πρέπει να πάμε σε κάποιο κλειδαρά να το ανοίξει για μας. Μόλις τελειώσουμε το πρόγευμά μας, να ξεκινήσουμε. Αγωνιώ να δω τι βρίσκεται μέσα.

-Σίγουρα και εγώ αγωνιώ. Όμως θα ήθελα να σου πω ακόμα κάτι. Κατακρίβεια θα ήθελα να σου απολογηθώ που σε πίεζα τόσο πολύ χθες να αποφασίσεις για τον γάμο. Μπορείς να έχεις όσο χρόνο θέλεις. Περιμέναμε και οι δυο τόσα χρόνια. Ας περιμένουμε ακόμα λίγο καιρό. Δεν χάθηκε ο κόσμος.

-Όχι, Αλέξη. Έχω πάρει την απόφασή μου. Δεν θέλω τίποτε περισσότερο στο κόσμο από το να σε παντρευτώ, τώρα. Και εννοώ το τώρα. Ίσως να είναι η επίδραση της Ζηνοβίας, ίσως γιατί έχεις απόλυτο δίκαιο. Είναι σπουδαίο οι άνθρωποι να έχουν οικογένεια. Και εγώ πλέον δεν έχω καμιά οικογένεια εκτός από εσένα. Και είμαι πολύ τυχερή για αυτό.

-Αγάπη μου, φώναξε ενθουσιασμένος και πετάχτηκε πάνω από το τραπέζι και τη φίλησε.

-Σιγά, Αλέξη! Θα αναποδογυρίσεις το τραπέζι, του φώναξε γελώντας.

-Θα κάνουμε και πολλά παιδιά, θα δεις!

-Αμφίβολο στην ηλικία που είμαστε, αλλά θα προσπαθήσουμε. Τα γονίδια της Ζηνοβίας πρέπει να διατηρηθούν!

Μόλις σηκώθηκαν από το τραπέζι η Ζήνα έβρεξε μια πετσέτα και καθάρισε το κουτί. Φάνηκαν τότε τα πανέμορφα νερά του ξύλου.

-Πρέπει να είναι ελιά, της είπε ο Αλέξης. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο κουτί. Αν δεν κάνω λάθος η κλειδαριά είναι ασημένια. Δεν είμαι βέβαιος φυσικά, αλλά βλέπεις δεν έχει σκουριάσει. Έχει μόνο μαυρίσει.

Πήραν το κουτί και ξεκίνησαν να περάσουν πρώτα από το σπίτι της Ζηνοβίας και μετά για την πόλη της Πάφου. Τους είχαν προτείνει από το ξενοδοχείο ένα κλειδαρά για να πάνε, σε περίπτωση που δεν εύρισκαν το κλειδί στη κρύπτη.

-Πριν πάμε στον κλειδαρά, θα περάσουμε από το νοσοκομείο να δουν το πόδι σου. Πρόσεξα ότι κουτσαίνεις.

-Όχι, όχι. Θέλω να πάω στον κλειδαρά πρώτα, αν δεν βρούμε το κλειδί στην κρύπτη.

-Ξέχασέ το. Θα πάμε πρώτα στο νοσοκομείο. Μου υποσχέθηκες ότι θα με παντρευτείς και δεν θα με γελάσεις προφασιζόμενη ότι κτύπησες το πόδι σου και δεν μπορείς να σταθείς!

-Καλά, καλά. Εγώ για αυτό δεν ήθελα να παντρευτώ. Για να μην έχω κανένα άλλο να αποφασίζει για μένα!

Γελώντας και οι δύο ευτυχισμένοι ξεκίνησαν για το σπίτι της Ζηνοβίας αρχικά και στη συνέχεια για την πόλη της Πάφου. Ένα νέο κεφάλαιο είχε ανοίξει στη ζωή τους.

 

 

(Κεφάλαιο 24)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι της Ζηνοβίας. Η Ζήνα έμεινε στο αυτοκίνητο για να μην κουράσει περισσότερο το πόδι της και κατέβηκε μονάχα ο Αλέξης.

Μπαίνοντας στο γκρεμισμένο σπίτι γρήγορα εντόπισε την τρύπα που δημιουργήθηκε από το πόδι της Ζήνας. Ήταν όντως μια κρύπτη σύριζα στο τοίχο. Γονάτισε και έβαλε το χέρι του μέσα. Ήταν πολύ καλά κτισμένη και προφυλαγμένη από τα στοιχεία της φύσης. Όπως έκλεινε από πάνω με την πλάκα που έσπασε, μόνο τυχαία θα μπορούσε κάποιος να την ανακαλύψει. Και φαίνεται πως για εκατό χρόνια, αυτή η τυχαία στιγμή περίμενε τη Ζήνα. Ένοιωσε μια ανατριχίλα από τις συμπτώσεις που τους οδήγησαν μέχρι εδώ.

Ψαχούλεψε καλά την κρύπτη, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Το φως του ήλιου ήταν τόσο λαμπερό που ξεγύμνωνε τα πάντα. Αν υπήρχε κάτι θα το έβλεπε. Σηκώθηκε και επέστρεψε στο αυτοκίνητο.

-Δεν υπάρχει κάτι, είπε στη Ζήνα που περίμενε με αγωνία. Θα πρέπει να πάμε στο κλειδαρά. Και είναι φυσικό. Αλλού θα φύλαγε το κουτί η Ζηνοβία και αλλού το κλειδί. Μην ξεχνάς ότι το σπίτι της θα ήταν γεμάτο με γυναίκες που ασχολούνταν με την υφαντική και το εμπόριο. Δεν θα διακινδύνευε το μυστικό της.

-Σωστά. Έχεις δίκαιο. Η Ζηνοβία ήταν πολύ προνοητική, έξυπνη και οργανωτική γυναίκα. Δεν άφηνε τίποτα στη τύχη.

-Και όμως είναι στη τύχη που εμπιστεύτηκε το μυστικό της και είναι η τύχη που σου το παρέδωσε τώρα!

-Αν το θέτεις έτσι, έχεις δίκαιο. Ποιος μπορεί να ερμηνεύσει τις συμπτώσεις που μας οδήγησαν εδώ;

-Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Άντε ευθεία για το νοσοκομείο τώρα!

Ο γιατρός που εξέτασε τη Ζήνα στο τμήμα Πρώτων Βοηθειών ήταν νεαρός και ευχάριστος. Βρήκε ότι, παρά το γεγονός ότι ο Αλέξης είχε πλύνει τη πληγή, είχαν παραμείνει μερικές ακαθαρσίες μέσα και καλά έκαναν και επισκέφθηκαν το νοσοκομείο. Καθάρισε την πληγή ξανά και της έβαλε ένα ισχυρό αντισηπτικό που την έτσουξε πολύ. Της έδωσε μάλιστα και αντιβίωση για να μην προκληθεί μόλυνση.

Κουτσαίνοντας η Ζήνα βγήκε έξω που την περίμενε ο Αλέξης. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για τον κλειδαρά. Δεν δυσκολεύτηκαν να τον βρουν και να του εξηγήσουν το λόγο της επίσκεψής τους.

Ο κλειδαράς εντυπωσιάστηκε από την κατασκευή του κουτιού.

-Δεν έχω ξαναδεί πιο αριστοτεχνική κατασκευή, τους είπε. Οι παλιοί μάστορες ήταν πραγματικοί τεχνίτες. Βλέπετε τις πλευρές πώς ταιριάζουν απόλυτα, χωρίς σχεδόν να δημιουργείται κανένα κενό; Είναι απίστευτο.

Και γυρίζοντας στον Αλέξη, που του είχε υποβάλει μερικές ερωτήσεις προηγουμένως, πρόσθεσε:

-Δεν είναι από ξύλο ελιάς, αλλά από ξύλο αγριελιάς. Το πιο σκληρό ξύλο που υπάρχει. Όσο για την κλειδαριά, είναι όντως ασημένια. Μιλούμε για ένα αριστούργημα. Θα προσπαθήσω να το ανοίξω χωρίς να κάνω κάποια ζημιά.

-Σας παρακαλώ, του είπε η Ζήνα. Μήπως θα μπορούσατε να φτιάξετε ένα άλλο κλειδί, ώστε να μπορεί να κλειδώσει ξανά;

-Θα το προσπαθήσω. Είναι δύσκολο φυσικά να είναι ασημένιο γιατί δεν είμαι χρυσοχόος, αλλά θα δω τι μπορεί να γίνει.

Ύστερα σώπασε για λίγο, πήρε ένα εργαλείο και το έβαλε στην κλειδαρότρυπα. Δεν άργησε να ανοίξει τη κλειδαριά και ο πρώτος που κοίταξε μέσα, περιμένοντας ίσως να δει πολύτιμα κοσμήματα, ήταν εκείνος. Όταν διαπίστωσε ότι το μόνο που περιείχε ήταν ένα βελούδινο ύφασμα που περιτύλιγε ένα σωρό από γραμμένες σελίδες, έχασε το ενδιαφέρον του.

Για την Ζήνα όμως, ήταν τόσο συγκινητικό που δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Πήρε στα χέρια της το βελούδινο ύφασμα, που εκτός από σκονισμένο ήταν σχετικά σε καλή κατάσταση και το άνοιξε με προσοχή. Μέσα ήταν αρκετές γραμμένες σελίδες, με τα γράμματα της Ζηνοβίας, όπως τα θυμόταν από τις επιστολές στο γιο της. Το μελάνι είχε ξεθωριάσει όμως μπορούσες να διαβάσεις με άνεση αυτά που έγραφε.

-Είναι επειδή το κουτί ήταν τόσο ερμητικά κλειστό, της εξήγησε ο κλειδαράς. Για αυτό δεν καταστράφηκε ούτε το ύφασμα ούτε το χαρτί.

-Είναι σαν θαύμα, ψιθύρισε η Ζήνα. Αυτό το κουτί έχει εκατό χρόνια να ανοίξει. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς δεν καταστράφηκε.

-Είναι το ξύλο, είπε ο κλειδαράς. Είναι το πιο γερό ξύλο που υπάρχει. Και η κατασκευή! Εξαιρετική κατασκευή!

-Θα σας αφήσουμε το κουτί για να φτιάξετε άλλο κλειδί, του είπε η Ζήνα, γιατί ήθελε να φύγει για να διαβάσει τα γραφόμενα της Ζηνοβίας.

-Ελάτε σε μερικές μέρες, είπε ο κλειδαράς. Θα δω τι μπορώ να κάνω με το κλειδί. Ίσως συνεργαστώ με κανένα χρυσοχόο και σας το κάνω ασημένιο.

Φεύγοντας από τον κλειδαρά, ο Αλέξης προειδοποίησε τη Ζήνα να μην ανοίξει τις σελίδες στο φως του ήλιου.

-Μπορεί να καταστραφούν της είπε. Όταν θα πάμε στο ξενοδοχείο θα τις φωτογραφίσω και θα τις έχουμε σε ηλεκτρονικό αρχείο. Έτσι θα μπορείς να διαβάσεις με την άνεσή σου το μυστικό της Ζηνοβίας. Αυτές θα πρέπει να τις φυλάξουμε, ίσως πίσω στο κουτί που τις προστάτευαν τόσα χρόνια. Θα ήταν μάλιστα καλό να ρωτήσουμε και κάποιο ειδικό για τους τρόπους συντήρησής τους.

-Αλέξη, αυτό που συνέβη είναι μαγικό. Είναι σαν σε παραμύθι.

-Και το παραμύθι τι είναι Ζήνα; Η ζωή συμπυκνωμένη σε γρίφους. Για να μαγεύονται τα μικρά παιδιά και να προετοιμάζονται να ερμηνεύσουν τα μυστήρια της ζωής.

-Είπες και πάλι τη σοφία σου! Τι ωραία ερμηνεία Αλέξη!

Μέχρι να φτάσουν  στο ξενοδοχείο είχε μεσημεριάσει. Παρήγγειλαν φαγητό στο δωμάτιό τους και η Ζήνα ξάπλωσε. Όσο περνούσε η ώρα το πόδι της την πονούσε περισσότερο.

Ο Αλέξης έκλεισε τις κουρτίνες για να σκοτεινιάσει το δωμάτιο και άρχισε να φωτογραφίζει τις σελίδες. Στην συνέχεια δημιούργησε ένα ηλεκτρονικό αρχείο που έστειλε στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Ζήνας. Τις ίδιες τις σελίδες τις τύλιξε ξανά στο βελούδινο ύφασμα, που ξεσκόνισε όσο καλύτερα μπορούσε και τις κλείδωσε στο χρηματοκιβώτιο του δωματίου τους.

-Ο κόσμος φυλάει εδώ κοσμήματα, εμείς φυλάμε τα γραπτά της Ζηνοβίας! Σχολίασε εύθυμα η Ζήνα.

Πήραν βιαστικά το γεύμα τους και η Ζήνα βολεύτηκε όπως μπορούσε καλύτερα στο κρεβάτι, τοποθετώντας μαξιλάρια στη πλάτη της. Άνοιξε τον φορητό υπολογιστή στα πόδια της και άρχισε να διαβάζει. Το κείμενο ήταν γραμμένο σε μορφή επιστολής και απευθυνόταν στον Ευάγγελο, το γιο της Ζηνοβίας.

Έγραφε λοιπόν η Ζηνοβία, εκατό χρόνια προηγουμένως:

Αγαπητό μου παιδί Ευάγγελε,

Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ και ξέρεις πόσο νοιάζομαι και αγωνιώ για σένα. Ο πατέρας σου και εγώ σε μεγαλώσαμε σαν πρίγκηπα, αλλά κάποτε σκέφτομαι ότι η πραγματική  ζωή δεν είναι καμωμένη για πρίγκηπες, αλλά για σκληρά δοκιμαζόμενους ανθρώπους. Και είτε το θέλω είτε όχι θα έρθει η ώρα που και εσύ θα δοκιμασθείς για να βρεις το δρόμο σου.

Όμως γιε μου, υπάρχει μια ιστορία που θα πρέπει να ξέρεις και άσχετα πώς θα πορευθείς στη ζωή σου και τι θα συναντήσεις, θα σου την διηγηθώ. Είτε την πεις παραμύθι είτε σκληρή πραγματικότητα σε έχει στιγματίσει, χωρίς να το γνωρίζεις. Μέσα στη δική μου ψυχή πάντως, παλεύει ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ώρες – ώρες δεν ξέρω ποιο από τα δυο είναι.

Θυμάσαι που σου είχα πει ότι ήμουν φτωχή και ορφανή από πατέρα, σε μια εποχή σκληρή, όταν η ζωή ήταν ανελέητη για τους μη προνομιούχους, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του λαού; Κανείς δεν είχε το παραμικρό περίσσευμα για να δώσει στον πλησίον του.

Η μητέρα μου, μέσα από την ανασφάλεια που της προκαλούσε η κατάσταση της χηρείας της, ήταν σκληρή μαζί μου και με ανάγκαζε να φορώ μαύρα ρούχα και μαντήλα στο κεφάλι που την κατέβαζα χαμηλά, για να μην μπορεί κάποιος να δει το πρόσωπό μου.

Μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια δεν είχα φύγει από το χωριό μου. Την μοναδική φορά που με άφησε να πάω στο Κτήμα στο σπίτι του θείου Ονούφριου, η θεία Ελπινίκη μου έραψε ένα ωραίο φόρεμα και για πρώτη φορά έδειξα και εγώ σαν κοπέλα.  Ο πατέρας σου, που ήταν συνεργάτης του θείου Ονούφριου, βρισκόταν τότε στη Κύπρο και έτυχε να με δει. Δεν ξέρω αν ήταν εσκεμμένο από το θείο, πάντως σε αυτή τη συνάντηση ο πατέρας σου με ερωτεύτηκε.

Εγώ, τότε στα δεκαπέντε μου, σαν κάθε κοπελίτσα της ηλικίας μου ονειρευόμουν να παντρευτώ κάποιο νέο από το χωριό μου ή έστω από την περιοχή μας. Δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό το κύριο με τα γκρίζα μαλλιά και το μουστάκι σαν μέλλοντα γαμπρό, έστω και αν ήταν πολύ ευπαρουσίαστος, με την ευθυτενή κορμοστασιά του και τα ακριβά ρούχα του. Τον έβλεπα σαν παππού μου και με την διαφορά ηλικίας που είχαμε, θα μπορούσε να ήταν παππούς μου!

Έτσι, όχι μόνο δεν δέχθηκα όταν μου το πρότεινε ο θείος, αλλά έκλαιγα και συνεχώς. Η μητέρα μου τότε ήρθε και με πήρε πίσω στο χωριό και μου ξαναφόρεσε τα μαύρα ρούχα. Νομίζω θα ήταν μέσα του Απρίλη.

Αυτό το περιστατικό μου δημιούργησε μεγάλη ανασφάλεια γιατί τότε κατάλαβα πως η μοίρα μου, ένεκα της φτώχιας,  μία ίδια ή και παρόμοια πορεία θα είχε. Έτσι έπεσα σε κατάθλιψη. Η μάνα μου, παρά την σκληράδα της, μαράζωνε που με έβλεπε έτσι.

Τέλος του Απρίλη, αρχές του Μάη, μια ομάδα από το χωριό μας, κάθε χρόνο, ξεκινούσε με τα πόδια και πήγαινε στη πεδιάδα της Μεσαριάς για να θερίσει. Βλέπεις, εμείς στη Πάφο είμαστε οι πιο φτωχοί. Κατοικούσαμε σε ορεινές περιοχές που δεν είχαν εύφορα χωράφια. Έτσι αποτελούσε για πολλούς ένα επιπλέον εισόδημα, να πάνε στο κάμπο, να θερίσουν και να πληρωθούν. Το ίδιο έκαναν και άνθρωποι από άλλα χωριά της περιοχής, μέχρι τη Τυλληριά, που ήταν η πιο απομακρυσμένη περιοχή της Πάφου.

Από την άλλη,  τα χωριά της Μεσαριάς είχαν πολλά εύφορα χωράφια να σπείρουν και την ώρα του θερισμού ήθελαν βοήθεια. Έτσι αυτή η συνήθεια συνεχιζόταν για δεκάδες χρόνια, εξυπηρετώντας και τις δύο κατηγορίες αγροτών. Στις εξορμήσεις αυτές συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες. Οι άνδρες για να θερίζουν και οι γυναίκες για να βοηθούν.

Από το χωριό μας, εκείνη τη χρονιά θα πήγαιναν δέκα άνδρες και έξι γυναίκες. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η φίλη μου η Ευρυδίκη με την μητέρα της, Βασιλεία, που ήταν ξαδέλφη της δικής μου μητέρας. Δεν ξέρω πώς, αλλά η θεία Βασιλεία έπεισε την μητέρα μου να με αφήσει να πάω και εγώ μαζί τους. Την διαβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, ότι θα με πρόσεχε εκείνη και στο τέλος θα είχα ένα σίγουρο ποσό για την προίκα μου. Αρχηγός μας θα ήταν ο κυρ. Κώστας, ένας μεγάλος άνδρας από το χωριό μας, που είχε πάει πολλές φορές και γνώριζε και το δρόμο και τους αφέντες για  τους οποίους θα εργαζόμασταν.

Η διαδρομή θα έπαιρνε αρκετές μέρες γιατί θα την κάναμε με τα πόδια. Θα ανεβαίναμε τα βουνά του Τροόδους και θα κατεβαίναμε προς την πεδιάδα της Μεσαριάς. Είχαμε μαζί μας ένα κάρο που το τραβούσε ένα άλογο και ένα γαϊδούρι. Σε αυτά φορτώναμε τα λιγοστά πράγματα που κουβαλούσαμε, λίγα τρόφιμα, ελιές, χαλούμι και ψωμί και λίγα ρούχα για να ξαπλώνουμε τη νύχτα. Την ημέρα που φύγαμε η μητέρα μου με ορμήνεψε να προσέχω και να μην πλησιάζω τους άνδρες. Μου έλεγε ότι μπορεί να με χαλάσουν και να μην μπορέσω να παντρευτώ. Γιε μου, θα πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι δεν καταλάβαινα τι ακριβώς εννοούσε η μάνα μου με αυτή την απειλή, όμως ήμουν αποφασισμένη να υπακούσω.

Εδώ  η Ζήνα σταμάτησε και ρώτησε τον Αλέξη:

-Το διαβάζεις και συ;

-Όχι φυσικά, της απάντησε. Είναι μυστικό της δίκης σου οικογένειας. Διάβασέ το εσύ πρώτα και βλέπουμε αν θέλεις να το διαβάσω εγώ.

-Αφού είμαστε και εμείς τώρα μια οικογένεια. Διάβαζέ το και εσύ γιατί έτσι θα μπορούσα να το σχολιάζω μαζί σου. Η γιαγιά Ζηνοβία είχε το χάρισμα του λόγου. Με μεταφέρει στην εποχή της, μια εποχή καθόλου κολακευτική για τις γυναίκες. Καταλαβαίνω γιατί ήθελε να βοηθήσει τις γυναίκες του τόπου της. Η ίδια έζησε μες την μιζέρια στα νεανικά της χρόνια.

-Εντάξει. Δώσε μου λίγο χρόνο και θα σε φτάσω. Πώς είναι το πόδι σου;

-Έχει μουδιάσει. Θα σηκωθώ να περπατήσω λίγο, μέχρι να προχωρήσεις το διάβασμα μέχρι στο σημείο που έφτασα εγώ.

Έτσι η Ζήνα σηκώθηκε και προχώρησε κουτσαίνοντας προς το μπαλκόνι. Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά και έβλεπε στο βάθος την θάλασσα να λαμπυρίζει από τις ακτίνες του. Κάθισε για λίγο, απολαμβάνοντας την λαμπρότητα του φωτός και ύστερα γύρισε στο δωμάτιο.

Ο Αλέξης είχε προχωρήσει στο διάβασμα και συμφώνησαν να διαβάζει εκείνος μεγαλόφωνα τη συνέχεια για να μπορεί η ίδια να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί καλύτερα. Συνέχισε λοιπόν την ανάγνωση ο Αλέξης:

Αυτό το ταξίδι ήταν για μένα μεγάλη εμπειρία. Αρχικά περπατούσαμε στο δάσος της Πάφου κατευθυνόμενοι προς το μοναστήρι του Κύκκου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω γιε μου, πόσο όμορφο είναι αυτό το δάσος. Πυκνό, με ψηλά δένδρα που έκρυβαν το φως του ήλιου. Το βράδυ ξαπλώναμε στην ύπαιθρο κάτω από τα αστέρια. Όλοι κοιμόντουσαν βαθιά από την κούραση αλλά εγώ ξαγρυπνούσα πολύ ώρα, θαυμάζοντας την ομορφιά του ουρανού που ήταν απέραντος, γεμάτος φώτα που τρεμόπαιζαν. 

Την μέρα οι κοπέλες που ήταν μαζί μας τραγουδούσαν και οι άνδρες έλεγαν ιστορίες, ιδιαίτερα από άλλα ταξίδια που είχαν κάνει στη Μεσαριά. Σε μερικά σημεία του δρόμου φαινόταν από μακριά η θάλασσα, ο κόλπος της Χρυσοχούς και ο κόλπος της Μόρφου. Μας την έδειχναν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να την ξεχωρίσω από το γαλάζιο του ουρανού. Έβλεπα μόνο την ακτογραμμή να σχηματίζεται μέσα στο θολό από την απόσταση τοπίο. Όλα αυτά όμως ήταν για μένα μαγικά. Ένας κόσμος άγνωστος που οι άνθρωποι έμοιαζαν πιο ανέμελοι και πιο ευτυχισμένοι.

Όταν φτάσαμε στο μοναστήρι του Κύκκου συναντήσαμε ανθρώπους και από άλλα χωριά που πήγαιναν στη Μεσαριά για να θερίσουν. Έτσι γίναμε μια μεγάλη ομάδα και προχωρούσαμε μαζί. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας πιο ηλικιωμένος που τον φώναζαν δάσκαλο. Αυτός έλεγε ιστορίες για κάποιους αρχαίους θεούς, που εγώ για πρώτη φορά άκουγα. Έτσι περπατούσα πίσω του για να παρακολουθώ τι έλεγε. Μιλούσε για τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, για το Δία που κοιμόταν με τις γυναίκες των ανθρώπων και έκανε παιδιά, για την Αφροδίτη που γεννήθηκε στη Πάφο, για την Αθηνά που ήταν σοφή και για όλους τους άλλους . Ο θεός όμως που με εντυπωσίασε εμένα περισσότερο ήταν ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός και της μουσικής. Τον φανταζόμουν να λάμπει ολόχρυσος και πανέμορφος.

Η θεία Βασιλεία μου φώναζε να επιστρέψω κοντά της, όμως δεν μπορούσα να αντισταθώ στη μαγεία των λόγων του δασκάλου και την παράκουα. Εγώ η τόσο υπάκουη και υποταγμένη μέχρι εκείνη τη στιγμή κοπέλα! Εκείνο το ταξίδι με δίδαξε πως ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος από τα βοσκοτόπια του χωριού μου και μπορεί να κρύβει μαγεία και μυστικά που ο κάθε άνθρωπος αξίζει να μάθει.

Σιγά – σιγά γείραμε τα βουνά του Τροόδους και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τη Λευκωσία, την Χώρα όπως την έλεγαν. Ο δρόμος ήταν πλέον κατηφορικός και τα πεύκα είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Δεν αργήσαμε να δούμε την απέραντη πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά μας. Πρώτη φορά στη ζωή μου είχα δει τόση απλοχωριά. Ένας τόπος επίπεδος, κίτρινος από τα σπαρτά που είχαν πλέον ωριμάσει και στο βάθος μια οροσειρά, Πενταδάκτυλος λεγόταν, μου είπανε.

-Ο κόσμος έχει πολλές όψεις, σκέφτηκα. Εδώ δεν μοιάζει καθόλου με το χωριό μου. Είναι εντελώς διαφορετικό τοπίο.

Σιγά – σιγά οι ομάδες του κάθε χωριού ξεχώρισαν και άρχισαν να προχωρούν με διαφορετικό βήμα. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στη Χώρα και θα περίμεναν τους αφέντες από τη Μεσαριά να έρθουν να τους πάρουν στη δούλεψή τους. Η δική μας ομάδα με αρχηγό τον κυρ. Κώστα όμως θα πήγαινε απευθείας στο δικό μας αφέντη. Κάθε χρόνο οι άνθρωποι από το χωριό μας πήγαιναν στο ίδιο χωριό και δούλευαν για την ίδια οικογένεια.

Παρόλα αυτά περάσαμε και εμείς από τη Χώρα. Μου έκανε εντύπωση έτσι που ήταν περιτριγυρισμένη με τα τείχη (τειχιά όπως τα έλεγαν) και γύρω – γύρω ένα μεγάλο χαντάκι που έβοσκαν πρόβατα. Για να μπεις μέσα έπρεπε να περάσεις από τις Πόρτες, όπως έλεγαν τις εισόδους προς την πόλη. Το βράδυ έκλειναν και κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει. Τα σπίτια ήταν διαφορετικά από εκείνα του χωριού μου. Δεν ήταν κτισμένα με την πέτρα του βουνού  αλλά με πλινθάρι  (πλίνθους) και ασπρισμένα με γύψο. Μερικά, τα πιο πλούσια, ήταν κτισμένα με πέτρες τετραγωνισμένες, σε  κίτρινο χρώμα. Αυτά ήταν πολύ εντυπωσιακά. Είχε και ένα μεγάλο παζάρι, το μεγαλύτερο που είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή μου.

Όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια πήγαν στο παζάρι. Πήγα και εγώ μαζί τους παρόλο που δεν είχα χρήματα για να αγοράσω οτιδήποτε. Είχε τόσα πράγματα εκεί! Κεντήματα, κιλίμια, πήλινα δοχεία, ρούχα γυναικεία, βράκες και ότι φανταστείς. Η θεία Βασιλεία αγόρασε της Ευρυδίκης ένα μαντήλι λευκό με μαύρα κρόσσια και πολύχρωμα λουλούδια για να φορεί στην εκκλησιά.

-Όταν πληρωθούμε από την δουλειά που θα κάνουμε θα μπορείς να αγοράσεις και εσύ, μου είπε.

-Τι να το κάνω θειά, της απάντησα. Αφού η μάνα μου δεν θα με αφήνει να το φορώ.

Στη Χώρα πήγαμε ομαδικά σε ένα σκαρπάρη (υποδηματοποιό) και μας έβαλε σόλες στις ποδίνες (μπότες) μας που είχαν λιώσει από το περπάτημα. Για μένα πλήρωσε ο κυρ. Κώστας, με την υπόσχεση να του τα δώσω όταν θα πληρωθώ.

Όταν τελειώσαμε από την Χώρα, ο κύρ. Κώστας έδωσε το πρόσταγμα:

-Δρόμο τώρα για το Μαραθόβουνο, είπε. Αύριο πιάνουμε δουλειά.

Εδώ ο Αλέξης σταμάτησε. Ξαφνιάστηκε από το όνομα του χωριού. Γύρισε στη Ζήνα έκπληκτος:

-Πόσες συμπτώσεις Ζήνα! Αυτό είναι το όνομα του χωριού των γονιών μου. Τι συμβαίνει επιτέλους εδώ;

Όμως η Ζήνα είχε αποκοιμηθεί. Το γεγονός ότι δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, οι απανωτές συγκινήσεις της ημέρας και η ανακούφιση ότι επιτέλους κρατούσε το μυστικό της Ζηνοβίας στα χέρια της, την χαλάρωσαν και παραδόθηκε στον ύπνο.

Ο Αλέξης την σκέπασε και βγήκε στο μπαλκόνι. Η ώρα του δειλινού πλησίαζε. Ο ήλιος είχε γύρει και σε λίγο θα κοκκίνιζε την θάλασσα και τον ουρανό.

-Όλο και γίνεται πιο ενδιαφέρον, ψιθύρισε.

 

 

(Κεφάλαιο 25)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησε ο Αλέξης, είδε τη Ζήνα να κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και να διαβάζει.

-Καλημέρα, της είπε. Πώς είσαι σήμερα;

-Καλύτερα. Θα κοιμήθηκα περισσότερο από δέκα ώρες ψες. Το πόδι μου πονά ακόμα, αλλά ευτυχώς που δεν έσπασε. Είναι απλά μια πληγή που θα πάρει τις μέρες της να επουλωθεί. Χθες, φαίνεται ότι την ώρα που εσύ διάβαζες, εγώ κοιμόμουν γιατί δεν θυμάμαι τίποτα από το σημείο που είχα σταματήσει μόνη μου.

-Ναι, είχες κοιμηθεί. Εγώ έφτασα μέχρι εκεί που ξεκίνησαν για το Μαραθόβουνο. Έχω μείνει έκπληκτος με τις συμπτώσεις που επιφυλάσσει αυτή η ιστορία.

-Το πρόσεξα και εγώ. Οι κύκλοι της ζωής φαίνεται ότι επαναλαμβάνονται και τέμνονται. Αν δεν προσπαθούσα να βρω το μυστικό της Ζηνοβίας ποτέ δεν θα ανακαλύπταμε αυτή τη σχέση με το παρελθόν. Άραγε πόσα τέτοια συμβαίνουν στις ζωές μας και δεν τα μαθαίνουμε ποτέ;

-Καθώς εγώ θα ετοιμάζομαι για να κατεβούμε στο πρόγευμα, διάβαζε εσύ παρακάτω. Ή μήπως δεν θέλεις να κατεβούμε και να ζητήσουμε να μας φέρουν κάτι εδώ.

-Καλύτερα να κατεβούμε. Δεν θέλω να νοιώθω ανάπηρη. Είμαι μια χαρά! Διαβάζω παρακάτω λοιπόν:

Περπατούσαμε όλη τη μέρα για να φτάσουμε στο χωριό. Περάσαμε από το Καϊμακλί, την Μια Μηλιά και άλλα χωριά που δεν τα θυμάμαι τώρα. Στα αριστερά μας ήταν ο Πενταδάκτυλος, μια οροσειρά πιο χαμηλή από την οροσειρά του Τροόδους, που είχαμε αφήσει πίσω μας. Ο ήλιος ήταν καυτός και δένδρα δεν υπήρχαν. Μόνο μερικές ελιές που και που, μα δεν ήταν αρκετές για να μας δώσουν λίγη δροσιά. Παντού ήταν σπαρμένα σιτηρά, που χόρευαν στη παραμικρή ριπή του ανέμου. Στις άκρες των χωραφιών είχε κόκκινες παπαρούνες, κίτρινες μαργαρίτες και πολύχρωμα αγριολούλουδα. Κοπάδια έβοσκαν παντού, πολύ μεγαλύτερα σε αριθμό από τις λιγοστές κατσίκες που είχαμε εμείς στο χωριό μας.

 Για μας όμως, τους βουνίσιους,  η απεραντοσύνη του κάμπου, έδινε μια εντύπωση μονοτονίας αλλά και απλοχωριάς. Οι άνθρωποι εδώ σίγουρα ήταν σε καλύτερη μοίρα από εμάς, στα φτωχά χωριά της Πάφου, όμως εκεί το τοπίο ήταν πιο όμορφο. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα εγώ.

Το απόγευμα φτάσαμε στο Μαραθόβουνο. Ο κυρ. Κώστας μας ζήτησε να περιμένουμε λίγο έξω από το χωριό και πήγε να βρει τον αφέντη. Τα σπίτια εδώ ήταν κτισμένα με πλινθάρι (πλίνθους), όπως στη Λευκωσία. Πολλά από αυτά ήταν διώροφα. Σκέφτηκα ότι οι άνθρωποι εδώ θα είναι πλούσιοι. Η εκκλησιά φαινόταν να δεσπόζει σε ένα ύψωμα στο κέντρο του χωριού. Και ενώ εγώ κάπου μέσα μου προσπαθούσα να κατανοήσω το τόσο διαφορετικό ήταν αυτό το τοπίο από ότι γνώριζα, γύρισε ο κυρ. Κώστας με τον αφέντη. Αυτό που αντίκρυσα δεν το περίμενα ποτές στη ζωή μου!

Ο αφέντης ήταν νέος, λεβέντης και καθόταν πάνω σε ένα άσπρο άλογο. Η κορμοστασιά του δέσποζε ασυνήθιστα ψηλή σε σχέση με  τους ανθρώπους που γνώριζα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και τα μάτια του γαλανά. Αμέσως ήρθε στο νου μου ο δάσκαλος που μιλούσε για τους θεούς του Ολύμπου.

-Θα είναι ο Απόλλωνας, σκέφτηκα. Σίγουρα είναι θεός. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μου!

Οι γυναίκες που ήταν μαζί μας, και ιδιαίτερα οι νεαρές έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Ερωτισμός έπαιζε στο βλέμμα τους, μα εκείνος ούτε που γύρισε να μας κοιτάξει.

Ξεκίνησε καβάλα μπροστά, αγέρωχος και εμείς τον ακολουθούσαμε με τα πόδια. Φτάσαμε έξω από το χωριό, σε μια περιοχή που ήταν μόνο χωράφια με σπαρτά. Δίπλα ήταν ένα χωράφι με λίγες ελιές και αυτό ήταν όλο. Υπήρχε και μια καλύβα πάρα πέρα, αλλά αυτή ήταν για τον αφέντη. Εμείς δεν μπορούσαμε να μείνουμε μέσα. Μας έδειξε ένα χώρο κάτω από τις ελιές που θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Είχε  και μια πρόχειρη κατασκευή από καλάμια και χόρτα που σε περίπτωση βροχής θα μπορούσαμε να κρυφτούμε από κάτω. Λίγο παρακάτω είχε ένα λάκκο- πηγάδι που θα μπορούσαμε να τραβούμε νερό με το αλακάτι. Μας άφησε αρκετά ψωμιά, ελιές, χαλούμια και ντομάτες για να δειπνήσουμε, σπιρούνιασε το άλογό του και έφυγε.

-Αύριο το πρωί θα ξεκινήσουμε δουλειά από τις τέσσερεις, μας είπε ο κυρ. Κώστας. Πριν βγει ο ήλιος και ξεραθούν τα σπαρτά. Κόβονται πιο εύκολα όταν είναι υγρά. Πλυθείτε, φάτε και κοιμηθείτε.

Τραβήξαμε  νερό από το πηγάδι και πλυθήκαμε όπως – όπως, ιδιαίτερα εμείς οι γυναίκες. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά. Λίγο το πρόσωπό μας, λίγο τα χέρια μας, λίγο τα πόδια μας. Πώς να πλυθείς φορώντας όλα σου τα ρούχα; Όμως κάτι ήταν και αυτό. Κάποιος άναψε μια μικρή φωτιά. Καθίσαμε γύρω – γύρω και φάγαμε τα φαγητά που μας άφησε ο αφέντης. Ύστερα απλώσαμε τα ρούχα μας και κοιμηθήκαμε κάτω από τις ελιές. Χωριστά οι άνδρες, χωριστά οι γυναίκες. Όπως όλα τα βράδια.

Νόμισα ότι μόλις είχα κλείσει τα μάτια μου, όταν άκουσα τη φωνή του κυρ. Κώστα που μας καλούσε να σηκωθούμε.

-Γρήγορα – γρήγορα, τεμπέληδες φώναζε. Θα βγει ο ήλιος σε λίγο.

Ο αφέντης με το άσπρο άλογο ήταν ήδη εκεί. Σηκωθήκαμε βιαστικά, ρίξαμε λίγο νερό στο πρόσωπό μας και ξεκινήσαμε από το διπλανό χωράφι. Όταν ο αφέντης έδωσε το σύνθημα, άρχισε ο θερισμός.

Οι άνδρες πήραν τα δρεπάνια τους και ο κυρ. Κώστας που ήταν ο πρωταρκάτης (πρώτος εργάτης), άρπαξε το δικό του και ξεκίνησε πρώτος, χαράζοντας μια γραμμή ανάμεσα στα σιτηρά. Οι άλλοι ακολουθούσαν, θερίζοντας σε παράλληλες γραμμές. Ο τελευταίος στη σειρά λεγόταν «ραάρης» (φθορά της λέξης ουραδάρης). Εμείς οι γυναίκες, ακολουθούσαμε, μας έλεγαν «αγκαλιαρκές», μαζεύαμε τα θερισμένα σιτηρά και τα δέναμε σε δεμάτια.  Ο κάθε θεριστής έπρεπε να έχει πίσω του μια «αγκαλιαρκά». Αγόρια πηγαινοέρχονταν και κουβαλούσαν νερό για να πίνουμε και βοηθούσαν, μαζεύοντας τα δεμάτια και μεταφέροντάς τα σε ένα σημείο για να μετακινηθούν αργότερα στο αλώνι.

Οι  άνδρες τραγουδούσαν και έκαναν πειράγματα σε αυτόν που έμενε πίσω ή άφηνε αθέριστα σιτηρά. Όταν σταματούσαν το τραγούδι  εκείνοι, άρχιζαν οι γυναίκες. Ήταν μια σκληρή εργασία, μα έμοιαζε με γιορτή. Υπήρχε κέφι και ομαδικότητα. Όλα ήταν καθορισμένα πώς θα συμβούν και κανείς δεν διερωτάτο τι θα κάνει. Κατά το μεσημέρι ερχόταν η μητέρα του αφέντη και οι αδελφές του και έφερναν φαγητό για όλους.  Συνήθως ήταν πιλάφι πουργούρι με κομμάτια από ζωικό λίπος, ψωμί, χαλούμι και ελιές. Οι εργάτες έπρεπε να τρώνε καλά, για να δουλεύουν καλά.

Όπως προχωρούσαμε άκουα τις άλλες κοπέλες που σχολίαζαν πόσο όμορφος ήταν ο αφέντης και χαρά σε κείνη που θα τον πάρει. Τον έτρωγαν με τα μάτια τους, αλλά εκείνος δεν τους χάριζε ούτε ένα βλέμμα. Ήταν φαίνεται συνηθισμένος να είναι το κέντρο της προσοχής. Εγώ δεν έλεγα τίποτε, ούτε τον κοίταζα, γιατί έτσι όπως ήμουν ντυμένη στα μαύρα, έμοιαζα με γριά και σίγουρα δεν υπήρχε πιθανότητα να με προσέξει.

Αρχίζαμε δουλεία πριν να ανατείλει ο ήλιος, μέχρι τη δύση του. Όταν πέρασε η πρώτη μέρα, εγώ είχα εξαντληθεί από την κούραση. Εκείνο όμως που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν  ότι μύριζα σαν κοπριά και είχα φαγούρα σε όλο μου το σώμα. Φαίνεται με είχε πειράξει το άχυρο του σιταριού που όπως διαλυόταν σε μικρά κομματάκια είχε εισχωρήσει στα ρούχα μου και ερέθισε το δέρμα μου. Το είπε στη θεία Βασιλεία, αλλά δεν μου έδωσε σημασία.

-Άστο, θα περάσει, μου είπε. Θα συνηθίσεις.

Η φαγούρα όμως όλο και μεγάλωνε. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Την ώρα που όλοι έτρωγαν, εγώ πήγα στο πηγάδι και έβγαλα ένα κάδο με νερό. Τον έκρυψα πίσω από μια ελιά και συνέχισα το φαγητό με τους άλλους. Ο αφέντης έφαγε μαζί μας και ύστερα καβαλίκεψε το άλογό του και έφυγε. Δεν άργησαν να κοιμηθούν όλοι. Ήταν άλλωστε εξαντλημένοι από την κούραση.

Σιγουρεύτηκα ότι κανείς δεν ήταν ξύπνιός από τα ροχαλητά τους και σηκώθηκα σιγά – σιγά. Πήγα πίσω από την ελιά που είχα αφήσει τον κάδο με το νερό και άρχισα να προσπαθώ να πλυθώ, μήπως και σταματήσει η φαγούρα. Όμως ήταν πολύ δύσκολο χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου. Δεν τολμούσα όμως να ξεντυθώ, έστω και αν όλοι κοιμόντουσαν, γιατί φοβόμουν μήπως ξυπνήσει κάποιος. Η φαγούρα όμως δεν σταματούσε. Ήθελα να ξύνομαι συνεχώς.

Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Κοίταξα την άδεια καλύβα και σκέφτηκα:

-Αφού ο αφέντης έφυγε γιατί να μην πάω να πλυθώ στην καλύβα; Εκεί δεν θα με δει κανένας και θα μπορώ να βγάλω όλα τα ρούχα μου.

Πήρα λοιπόν τον κουβά και σιγά – σιγά έφτασα στην καλύβα. Κοίταξα αρχικά μέσα προσεχτικά, βεβαιώθηκα ότι δεν είχε κανένα, γύρισα πίσω και μέτρησα αυτούς που κοιμόντουσαν και τότε μόνο μπήκα. Στην αρχή ήταν πολύ σκοτάδι  όμως σιγά – σιγά τα μάτια μου συνήθισαν .Η φαγούρα με βασάνιζε συνεχώς.

 Έβγαλα πρώτα την σαγιά μου (εξωτερικό φόρεμα) και την τίναξα για να πέσουν τα άχυρα. Ύστερα τρέμοντας από φόβο έβγαλα τη σάρκα (βαμβακερό εσωτερικό πουκάμισο που έφτανε μέχρι τα πόδια) και άρχισα να πλένομαι. Η ανακούφιση ήταν άμεση.  Ήμουν έτοιμη να βγάλω και το βρατζί μου (μακρύ βαμβακερό εσώρουχο σαν παντελόνι), όταν άκουσα ένα άλογο να χλιμιντρίζει. Γύρισα τρομαγμένη και είδα τον αφέντη να στέκει στην είσοδο. Εγώ βρισκόμουν εκεί, στη μέση της καλύβας, ημίγυμνη, με τα μαλλιά μου ξέπλεκα και εκείνος με κοίταζε χωρίς να μιλά. Αμέσως λιποθύμησα από ντροπή.

Όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα της καλύβας, σκεπασμένη όπως – όπως με τα ρούχα μου και εκείνος καθόταν και με κοίταζε. Ήμουν έτοιμη να τσιρίξω από φόβο αλλά μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του.

-Μη, μου είπε. Θα σε ακούσουν και θα είναι χειρότερα. Μην φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό. Γιατί ήρθες εδώ;

Με φωνή που έτρεμε και τραυλίζοντας του εξήγησα ότι ήθελα να πλυθώ και ήταν ο μόνος τόπος που μπορούσα να κρυφτώ, χωρίς να με δει κανένας. Τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα, ζητώντας του συνεχώς να με συγχωρήσει.

Δεν είπε τίποτα. Μόνο σηκώθηκε και πήγε στο άλογό του. Γυρίζοντας έφερε μαζί του ένα μπουκαλάκι. Σήκωσε από πάνω μου τα ρούχα και άρχισε να με αλείφει με λάδι. Το σώμα μου τρανταζόταν από το τρέμουλο.

-Μην φοβάσαι. Αυτό θα σε ανακουφίσει, μου είπε.

Εγώ είχα σταματήσει να μιλώ. Αυτό που συνέβαινε ήταν πέρα από κάθε πραγματικότητα που μπορούσε να φανταστεί το φτωχό μυαλό μου. Όταν τελείωσε μου είπε:

-Ντύσου τώρα και πήγαινε να κοιμηθείς. Θα έρθεις και αύριο; Θα σε περιμένω. Αν δεν θέλεις να έρθεις, μην έρθεις, δεν θα θυμώσω. Αν έρθεις όμως, θα σε κάνω δική μου.

Συνεχίζοντας να τρέμω, φόρεσα τα ρούχα μου και έφυγα τρέχοντας. Δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ, και ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος. Έβλεπα τον θεό Απόλλωνα να κατεβαίνει από τον Όλυμπο για να με πάρει μαζί του. Έβγαλα μια κραυγή και ξύπνησα.

-Τι έπαθες; Με ρώτησε η Ευρυδίκη. Γιατί φωνάζεις;

-Ένα κακό όνειρο, της απάντησα.

Όλη τη μέρα λειτουργούσα σαν φάντασμα. Δυο φράσεις βούιζαν συνεχώς στο μυαλό μου. Την μητέρα μου να μου λέει:

-Μην πηγαίνεις κοντά σε άνδρες. Θα σε χαλάσουν!

Και τον αφέντη να λέει:

-Θα σε περιμένω. Αν δεν θέλεις να έρθεις, μην έρθεις, δεν θα θυμώσω. Αν έρθεις όμως, θα σε κάνω δική μου.

Χωρίς να είμαι και εντελώς σίγουρη τι σήμαιναν ακριβώς αυτά τα δυο, ήξερα όμως ότι εννοούσαν το ίδιο πράγμα.

Το βράδυ ο αφέντης έφερε μπόλικο κρασί στους εργάτες. Έβαλε και τις γυναίκες να πιούν. Κατάλαβα τον σκοπό του. Ήθελε να τους κάνει να κοιμηθούν βαριά. Ύστερα έφυγε με το άλογό του.

Εγώ δεν κοιμόμουν. Χωρίς να αποφασίσω τι θα κάνω, σαν ήρθε η ώρα, σηκώθηκα και πήγα στη καλύβα σαν να με τραβούσε κάτι άγνωστο από το χέρι.

Δεν άργησε να φτάσει και εκείνος.

-Έλα, βγάλε τα ρούχα σου, μου είπε. Έφερα νερό να πλυθείς και ένα πιο καλό λάδι που θα σου απαλύνει τον πόνο από τα άχυρα.

Έβγαλα τα ρούχα μου σαν υπνωτισμένη και άρχισα να πλένομαι. Εκείνος με κοίταζε και ύστερα άρχισε να με αλείφει με λάδι και συγχρόνως να με φιλά. Κάθε αντίσταση είχε χαθεί.

Μου έλεγε πως είμαι όμορφη, πως το δέρμα μου λάμπει κάτω από το φως του φεγγαριού, πως είμαι ανεράδα. Δεν είχα αίσθηση τι γινόταν γύρω μου. Αφέθηκα στα χέρια του και έγινα δική του, αγνοώντας όλες τις φωνές που βούιζαν στο κεφάλι μου και πάσχιζαν να με σταματήσουν. Στο τέλος σώπασαν όλες. Ένας άλλος κόσμος γεννήθηκε για μένα.

Στο Μαραθόβουνο μείναμε περισσότερο από ένα μήνα. Ώσπου να θερίσουμε όλα τα χωράφια του αφέντη και να μεταφέρουμε όλα τα δεμάτια στο αλώνι με τις βοδάμαξες.  Όλες τις νύχτες που ακολούθησαν, εγώ κοιμόμουν στην αγκαλιά του αφέντη  μέσα στη μικρή καλύβα. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση τι γινότανε. Το κρασί που έπιναν κάθε βράδυ και η κούραση της μέρας τους βύθιζε σε ένα βαθύ ύπνο, σαν λήθαργο. Εγώ ξυπνούσα πριν χαράξει και έτρεχα και ξάπλωνα δίπλα από την Ευρυδίκη και τη μητέρα της.

Ο αφέντης μου έλεγε συνεχώς πόσο όμορφη είμαι, κάτι που εγώ δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή, αφού δεν είχα δει ποτέ τον εαυτό μου σε καθρέφτη. Τα μαύρα ρούχα που με έβαζε να φορώ η μάνα μου, εμπόδιζαν και όλους τους άλλους να εκφράσουν οποιοδήποτε θαυμασμό. Έτσι άκουγα τα λόγια του έκπληκτη. Του μίλησα για τη μάνα μου και τους φόβους ότι θα με σκότωνε, όταν θα μάθαινε τι συνέβηκε στο θερισμό. Όμως, δεν με ένοιαζε, γιατί είχα γνωρίσει την αγάπη και την ευτυχία. Ας πέθαινα!

Όμως εκείνος με κοίταζε στα μάτια, χάιδευε τα μαλλιά μου και μου υποσχόταν ότι θα ερχόταν στο χωριό μου να με ζητήσει από τη μάνα μου.

-Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα στους γονείς μου, έλεγε. Θα περιμένω να φύγετε, και θα μιλήσω πρώτα στον πατέρα μου. Είναι πιο ανοιχτόμυαλος. Τον λένε Νικόλα. Ύστερα έχω και μια ιστορία με μια κοπέλα από το χωριό που πρέπει να λήξω. Μην ανησυχείς θα έρθω σύντομα. Μέχρι εσείς να πάτε με τα πόδια, εγώ θα έρθω με το άλογο και θα σας φτάσω.

Όταν τον ρωτούσα για αυτή τη κοπέλα στο χωριό, έλεγε:

-Ήταν ένα μεγάλο λάθος. Εγώ ποτέ δεν ήθελα. Είναι εκείνη που επέμενε να σμίξουμε. Τώρα όμως θα λήξει.

Σκοτείνιαζαν τα μάτια του σαν μιλούσε για αυτή. Μέσα στη μαύρη νύχτα έβλεπα πάντοτε να λάμπει το βλέμμα κάτω από το φως των αστεριών. Όμως στη σκέψη της, η λάμψη χανόταν. Φαίνεται ότι πολύ τον βασάνιζε τούτη  η ιστορία.

Παρά την κούραση και την εξάντληση, η ευφορία που ένοιωθα έκανε αυτό το μήνα τον πιο ευτυχισμένο μήνα της ζωής μου. Δεν ήξερα ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να εμπειραθεί τόση ευτυχία!

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα κτύπημα στη πόρτα. Η Ζήνα σαν να ξύπνησε από ένα άλλο κόσμο. Έκπληκτοι κατάλαβαν και οι δυο τους ότι είχε περάσει η ώρα και έχασαν το πρόγευμα. Στην πόρτα ήταν η καμαριέρα που είχε έρθει να καθαρίσει το δωμάτιο. Μάζεψαν λοιπόν τα πράγματά τους και κατέβηκαν στη πισίνα.

Παράγγειλαν από ένα καφέ και ένα σνακ και άρχισαν να σχολιάζουν αυτά που διάβασαν.

-Στην εποχή μας, που ο ερωτισμός και το σεξ μονοπωλούν τα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και τα βιβλία, έρχεται η μικρή, αδαής Ζηνοβία να μας καθηλώσει, χωρίς καν να περιγράψει ούτε μια ερωτική σκηνή!

-Αυτό είναι Αλέξη μου, ο έρωτας δεν είναι επίδειξη, είναι συναίσθημα. Κάπου τα έχουμε μπερδέψει στη δική μας εποχή.

-Λες, ο παππούς Ευάγγελος να είναι γιος του αφέντη και όχι του Δημητρίου;

-Ποιος ξέρει; Ένα μήνα έκαναν σεξ τα παιδιά! Από την άλλη όμως, ο Δημήτριος λάτρευε τον Ευάγγελο. Του είχε περισσότερη αδυναμία από τη Ζηνοβία, έτσι τουλάχιστον κατάλαβα από τις επιστολές. Εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολο κάποιος να δεχθεί ένα ξένο παιδί σαν δικό του. Εκτός φυσικά αν δεν το ήξερε! Υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο. Να τον ξεγέλασε η Ζηνοβία. Αλλά νομίζω κάτι τέτοιο δεν ήταν του χαρακτήρα της.

-Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν παντρεύτηκε τον αφέντη. Το πιθανότερο είναι να την ξέχασε, όταν εκείνη έφυγε.

-Υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο: να έκαμε παιδί η Ζηνοβία μαζί με τον αφέντη και να το έδωσε για υιοθεσία. Αλλά πάλι μέσα σε τόση άθλια φτώχια, ποιος θα υιοθετούσε ένα ξένο παιδί;

-Ξέρεις, η γιαγιά μου, μου έλεγε ότι η μοίρα των νόθων παιδιών, των μπαστάρδων όπως τα έλεγαν, ήταν άθλια. Τα περιφρονούσαν και τα χλεύαζαν. Οι μητέρες τους δε, είχαν χειρότερη μοίρα. Όλοι τις απέφευγαν σαν να είχαν μίασμα. Πολλές γυναίκες, που δεν ήταν παντρεμένες και έμεναν έγκυες, σκότωναν τα παιδιά τους μόλις γεννιόντουσαν για να γλιτώσουν από την κατακραυγή και περιφρόνηση της κοινωνίας.

-Σταμάτα Αλέξη! Θα αρρωστήσω. Τι είναι αυτά που μου λες;

-Νομίζεις σήμερα δεν γίνονται; Σε κλειστές κοινότητες, σε μουσουλμανικές κοινωνίες, γίνονται ίδια και χειρότερα.

-Έχεις δίκαιο. Τώρα καταλαβαίνω περισσότερο την προσπάθεια της Ζηνοβίας να υποστηρίξει τις γυναίκες! Ήθελε να βοηθήσει να μην ζήσουν άλλες αυτό που η ίδια έζησε, αν και δεν είμαστε βέβαιοι ακόμα, πώς ακριβώς εξελίχθηκε η ιστορία.

-Θα μάθουμε σε λίγο. Για να το φυλάει τόσα χρόνια και να το κρύβει από όλους ήταν κάτι που την σημάδεψε βαθύτατα.

-Στο τέλος – τέλος όμως στάθηκε τυχερή. Φαίνεται ότι ήταν τρισευτυχισμένη με τον Δημήτριο, έστω και αν την περνούσε σαράντα χρόνια. Χαίρομαι ιδιαίτερα που ήταν η δική μου μοίρα να μάθω πρώτη το μυστικό της Ζηνοβίας. Σαν γυναίκα, καταλαβαίνω καλύτερα τον ψυχισμό της και τα αισθήματα που οδηγούσαν τα βήματά της.

-Και τώρα κάτι άσχετο: Θα με παντρευτείς;

-Θα σε παντρευτώ ανόητε! Τώρα που βλέπω τι πάθαιναν οι καημένες οι γυναίκες που δεν είχαν σύζυγο, θέλω να με αποκαταστήσεις!

Γέλασαν και οι δυο ευτυχισμένοι.

 

 

(Κεφάλαιο 26)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Το μεσημέρι η Ζήνα και ο Αλέξης πήγαν να γευματίσουν στο παραθαλάσσιο εστιατόριο που την πήρε την πρώτη μέρα που ήρθε ο κύριος Νεοφύτου και είχε εκείνη την τραυματική συνάντηση με τον κύριο Νικολάου. Η Ζήνα έλπιζε να μην συναντήσουν ξανά κανένα από τους δυο και ο Αλέξης ήταν έτοιμος να ξεκινήσει καυγά με τον κύριο Νικολάου, αν τον έβλεπαν μπροστά τους. Ευτυχώς δεν είδαν κανένα.

Το φαγητό ήταν εξαιρετικό και παράλληλα η θέα της θάλασσας και η ανεμελιά των τουριστών, που έτρωγαν στα διπλανά τραπέζια, τους χαλάρωσε κάπως από την ανάγνωση του μυστικού της Ζηνοβίας.

-Ξέρεις, κατά βάθος το μυστικό αυτό φέρνει μαζί του ένα βάρος συναισθημάτων και πρέπει να αφήνεις λίγο χώρο και λίγο χρόνο στον εαυτό σου για να το διαχειριστεί.

-Έχεις δίκαιο, απάντησε ο Αλέξης. Θα συνεχίσουμε την ανάγνωση το απόγευμα. Νομίζω τώρα γνωρίζουμε το κύριο κορμό του μυστικού. Παραμένει να μάθουμε πώς η Ζηνοβία κατέληξε να παντρευτεί το Δημήτριο.

-Τι έγινε με τον κύριο Νικολάου και την αποζημίωση που θα πληρώσει για την καταπάτηση που έκανε;

-Ο δικηγόρος που του το αναθέσαμε είναι σκληρός διαπραγματευτής. Φαίνεται ότι τον έχει στριμώξει άγρια και θα τον αναγκάσει να πληρώσει ένα αρκετά μεγάλο ποσό. Του έχω πει ότι η αμοιβή του θα είναι το 10% των χρημάτων που θα καταβάλει ο κύριος Νικολάου και το έχει πάρει πολύ ζεστά. Σκέφτομαι παράλληλα, να αφήσω πληρεξούσιο στον πατέρα σου για να αναλάβει την πώληση του μέρους του κτήματος που δεν θα αξιοποιήσω εγώ, γιατί με αυτά τα χρήματα θα πληρώσω την αποκατάσταση του σπιτιού της Ζηνοβίας.

-Πολύ καλή ιδέα! Ο πατέρας μου θα το αναλάβει σαν να ήταν δικό του. Με τις διασυνδέσεις που έχει θα βρει τον καταλληλότερο αγοραστή.

-Φτάνει να μην είναι ο κύριος Νικολάου!

-Σίγουρα όχι! Αρκετά πήρε αυτός από μόνος του!

-Τι θα γίνει με το γάμο; Έκανες κάποιες ενέργειες;

-Ναι έχω ζητήσει από τον πατέρα μου να επικοινωνήσει με το Δήμο Λευκωσίας για να μάθουμε το διαδικαστικό μέρος. Θα πρέπει φυσικά να επικοινωνήσουμε με την πρεσβεία της Αυστραλίας στη Λευκωσία για την εξασφάλιση των απαραίτητων εγγράφων και μόλις επιστρέψουμε πίσω να προχωρήσουμε με την αίτηση γάμου.

-Μου φαίνεται σαν παραμύθι! Εγώ να παντρεύομαι!

-Μην σε πιάσουν οι αμφιβολίες και πάλι!

-Όχι, όχι, μην ανησυχείς. Τώρα που το δέχτηκα, όλο και περισσότερο μου αρέσει η ιδέα. Προς το παρόν είμαι συγκεντρωμένη στο σπίτι που ανέθεσα στην Ελένη να σχεδιάσει. Από ότι ξέρω βρίσκεται στο τελικό στάδιο και όταν πάμε στη Λευκωσία θα δώσουμε τις τελικές παρατηρήσεις μας.

-Φαίνεται ότι όλα έχουν αρχίσει να μπαίνουν σε μια σειρά και τώρα απομένει να αποφασίσουμε πού θα ζήσουμε. Στην Κύπρο ή στην Αυστραλία;

-Έχω κάτι στο μυαλό μου για αυτό το θέμα, αλλά άστο. Θα το μελετήσουμε αργότερα, όταν ξεκαθαρίσουν όλα τα προηγούμενα. Εσύ τι προτιμάς;

-Νομίζω ότι προτιμώ να ζήσουμε εδώ. Αλλά έχεις δίκαιο. Καλύτερα να περιμένουμε για λίγο. Ακόμα δεν έχουμε ολοκληρώσει το μυστικό της Ζηνοβίας! Πόσα μοναδικά μας επιφύλαξε αυτό το ταξίδι! Φαίνεται ότι θα είναι μια σημαντική καμπή στη ζωή μας, στην οποία ανατρέπονται όλες τις προηγούμενες αποφάσεις και ανοίγονται καινούργιες προοπτικές, που ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί προηγουμένως.

-Έχεις δίκαιο. Οι δικές μου προηγούμενες πεποιθήσεις έχουν γίνει θρύψαλα και για πρώτη φορά διαπίστωσα ότι δεν υπάρχουν παγιωμένες απόψεις. Όλα αλλάζουν ανάλογα με τα δεδομένα που παρουσιάζονται.

-Ο αρχαίος προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος έλεγε για αυτό: «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Δηλαδή όλα κινούνται και αλλάζουν. Επίσης είναι αυτός που είπε «κανείς δεν μπορεί να μπει δυο φορές στο ίδιο ποτάμι», δηλαδή το νερό στο ποτάμι δεν είναι ποτέ το ίδιο γιατί συνεχώς τροφοδοτείται από καινούργιο. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η ζωή.

-Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά και κάποια στιγμή θα τα μελετήσω. Αλλά τώρα ας πάμε πίσω γιατί θέλω να διαβάσουμε τη συνέχεια του μυστικού.

-Έχεις δίκαιο. Να πληρώσω και φύγαμε.

Όταν επέστρεψαν στο ξενοδοχείο τους, κάθισαν αναπαυτικά στις πολυθρόνες του μπαλκονιού τους και ο Αλέξης άρχισε να διαβάζει τη συνέχεια του μυστικού της Ζηνοβίας:

Όταν ήρθε η  τελευταία μέρα, όλα έμοιαζαν με γιορτή. Εμείς οι εργάτες ήμασταν ευτυχισμένοι γιατί η δουλειά μας είχε τελειώσει και θα πληρωνόμασταν, οι δεν αφέντες ήταν ικανοποιημένοι που επιτέλους τα χωράφια τους θερίστηκαν και φέτος και θα είχαν να τρων όλο το χρόνο.  Η τελευταία πράξη του θερισμού περιελάβανε το εξής δρώμενο:

Οι θεριστές άφησαν ένα κομμάτι στο κέντρο του χωραφιού αθέριστο και αφού σήκωσαν στα χέρια τους τον αφέντη, τον έβαλαν να καθίσει σε αυτό το σημείο, λέγοντας του διάφορα τραγούδια μέχρι αυτός να τους υποσχεθεί ένα πλουσιοπάροχο δείπνο, κάτι σαν αποχαιρετιστήριο γεύμα. Ο αφέντης το υποσχέθηκε φυσικά, εφόσον αυτό ήταν η καθορισμένη παράδοση.

Έτσι το βράδυ πήγαμε όλοι στο σπίτι του αφέντη και φάγαμε μαζί με την οικογένειά του. Το γεύμα ήταν πλουσιοπάροχο, με όρνιθες βραστές, ψητά στο φούρνο και ότι φανταστείς. Έφεραν και ένα βιολιστή που έπαιζε μουσική και όλοι χόρεψαν. Ο αφέντης χόρεψε το χορό του δρεπανιού. Κρατούσε ένα δρεπάνι στο χέρι του και μιμείτο τις κινήσεις του θερισμού, ενώ συγχρόνως το γύριζε πάνω από το κεφάλι του στο ρυθμό της μουσικής. Ήταν τόσο λεβέντης και τόσο όμορφος. Εγώ τον θαύμαζα σιωπηλά, περήφανη για τον άνδρα που αγαπούσα. Όλες τον κοίταζαν ξελιγωμένες. Αλλά ήταν ο δικός μου αυτός ο θεός Απόλλωνας, που επισκέφθηκε τη γη.

Αργά το βράδυ επιστρέψαμε στο χωράφι με τις ελιές και εγώ γλίστρησα και πάλι κρυφά στην μικρή καλύβα που είχε γίνει η φωλιά της αγάπης μας για ένα μήνα. Ήρθε και εκείνος αργότερα. Όλο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε. Μιλούσαμε για το μέλλον μας και κοιτάζοντας τα μάτια του, έβλεπα την ειλικρίνεια και την αγάπη του για μένα. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι θα ερχόταν να με ζητήσει από την μητέρα μου. Ένοιωσα ασφάλεια και βεβαιότητα εκείνη τη νύχτα.

Την άλλη μέρα, πριν  ξεκινήσουμε για το γυρισμό, ο αφέντης ήρθε και μας πλήρωσε. Οι γυναίκες πήραμε τα μισά από όσα πήραν οι άνδρες. Όμως για πρώτη φορά είχα τόσα χρήματα! Ήμουν περήφανη για τον εαυτό μου. Με το συναίσθημα ευφορίας που γέμισε η καρδιά μου το προηγούμενο βράδυ, ένοιωθα ανάλαφρη και χαρούμενη. Η Ευρυδίκη με κοίταζε παραξενεμένη.

-Δεν μπορώ να καταλάβω, μου έλεγε, πώς όλοι εμείς μυρίζουμε σαν κοπριά και εσύ έχεις ένα καθαρό πρόσωπο του λάμπει!

-Πλενόμουν συχνά, της απάντησα αόριστα. Και έτσι που είμαι τυλιγμένη στα μαύρα δεν με πιάνει ο ήλιος για να μαυρίσω.

Όταν φτάσαμε στη Χώρα ξαναπεράσαμε από τον σκαρπάρη (υποδηματοποιό) για  να βάλει σόλες στις ποδίνες ( μπότες) μας ώστε να αντέξουν στη μακριά διαδρομή πίσω στο χωριό. Επέστρεψα και στον κυρ. Κώστα τα οφειλόμενα που είχε πληρώσει στον πηγαιμό μας για μένα.

Ύστερα επισκεφθήκαμε το παζάρι και αγόρασα και εγώ ένα μαντήλι, ίδιο με της Ευρυδίκης.

-Όταν αρραβωνιαστώ και πάω στα πεθερικά μου, σκέφτηκα, να έχω κάτι να φορέσω, να μην είμαι σαν γριά.

Τώρα ο δρόμος της επιστροφής μου φαινόταν μακρύς και ανυπομονούσα να επιστρέψω στο χωριό μου και να περιμένω τον αφέντη να έρθει να με ζητήσει. Όπως περπατούσαμε μια μέρα με την Ευρυδίκη και κουβεντιάζαμε, δεν ξέρω πώς, της εκμυστηρεύθηκα τι είχε συμβεί με τον αφέντη.

Τα μάτια της γέμισαν τρόμο.

-Τι έκαμες ανόητη, μου είπε, προσπαθώντας να μην φωνάξει για να ακούσουν οι άλλοι. Φυσικά και δεν θα έρθει να σε ζητήσει. Αυτός ήδη θα σ’ έχει ξεχάσει. Η μάνα σου θα σε σκοτώσει και θα σκοτώσει και εμάς που δεν σε προσέχαμε.

-Όχι, όχι θα έρθει. Είμαι βέβαιη. Πραγματικά με αγαπά ο αφέντης. Πίστεψέ με Ευρυδίκη, κοντά του γνώρισα την αγάπη, την τρυφερότητα και την στοργή. Δεν ήταν ψέματα όλα αυτά. Ήταν αλήθεια!

Η Ευρυδίκη όμως δεν πειθόταν και εκεί που όλα μέσα μου ήταν ονειρικά και ο κόσμος γύρω μου έμοιαζε αγγελικά πλασμένος, άρχισαν σιγά – σιγά να δημιουργούνται ρωγμές και η ευτυχία μου να μαραίνεται και να φυλλοροεί. Είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου πόσο εύθραυστος είναι ο κόσμος της χαράς και πόσο εύκολο είναι να αλλάξουν τα συναισθήματα του ανθρώπου, όταν μια φαρμακερή φράση ηχήσει στα αφτιά του και ταράξει την αρμονία της ψυχής του. Ήταν ένα σκληρό μάθημα για μένα που ο απόηχός του με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή.

Έτσι σιγά – σιγά έχασα την ορμή μου και γέμισα αμφιβολίες κατά πόσο η μητέρα μου θα δεχόταν την ιστορία αγάπης που θα της έλεγα. Μέχρι να φτάσουμε στο χωριό η χαρά είχε χαθεί από το πρόσωπό μου και καθρέφτιζα μόνο την μελαγχολία και την ανησυχία.

Με την άφιξή μου στο σπίτι έδωσα στην μητέρα μου όλα τα χρήματα που κέρδισα. Της έδειξα και το μαντήλι που αγόρασα και δέχθηκα την παρατήρηση ότι ξόδεψα τα λεφτά μου αλόγιστα.

Ένα βράδυ που καθόμασταν και οι δυο μόνες μας, πήρα το θάρρος να της μιλήσω για το γεγονός ότι ο αφέντης με αγάπησε και θα έρθει να με ζητήσει σε γάμο. Δεν μπήκα σε καμιά λεπτομέρεια γιατί αλίμονό μου. Η αντίδρασή της ήταν γεμάτη δυσπιστία και απαξίωση. Δεν είπε όμως πολλά.

Εγώ περίμενα με αγωνία. Είχαν ήδη περάσει δύο εβδομάδες από την επιστροφή μας και ο αφέντης δεν φαινόταν. Άραγε να έχασε το δρόμο σκεφτόμουν, άραγε να αρρώστησε; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι με εγκατέλειψε, άσχετα με τα σχόλια των γύρω μου. Εγώ είχα δει στα μάτια του την αλήθεια. Αυτοί δεν ήξεραν.

Δεν έφτανε το γεγονός ότι  η κατάσταση ήταν αρκετά περίπλοκη ήδη, κατάλαβα ότι ήμουν έγκυος. Το κατάλαβε και η μητέρα μου από τις ζαλάδες και τους εμετούς που έκανα. Κατά ένα ακατανόητο λόγο σε μένα, δεν είπε, για ακόμα μια φορά, πολλά. Μόνο σηκώθηκε το πρωί και μου είπε να φορέσω το φόρεμα που μου είχε ράψει η θεία Ελπινίκη και το μαντήλι που είχα αγοράσει από τη Χώρα. Θα πηγαίναμε στο Κτήμα.

Στην διαδρομή μου έκανε σαφές ότι θα παντρευόμουν τον φίλο του θείου Ονούφριου, Δημήτριο και αν αυτός δεν με έπαιρνε θα βρίσκαμε μια γριά που ήξερε και θα μου έριχνε το παιδί. Καθαρές κουβέντες. Εγώ δεν μπορούσαν να γεννήσω κανένα μπάσταρδο.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να κλαίω και δεν μπορούσα να σταματήσω. Την διαβεβαίωνα ότι ο αφέντης θα ερχόταν, ότι δεν ήταν ψεύτης και ότι προτιμούσα να σκοτωθώ παρά να κάνω αυτά που η ίδια είχε αποφασίσει. Όμως με άρπαξε από τα μαλλιά και με τράβηξε για να προχωρήσω. Ένοιωθα καταδικασμένη σε θάνατο. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τον πόνο της ψυχής μου!

Όταν φτάσαμε στο σπίτι του θείου Ονούφριου, για καλή μου τύχη, η θεία Ελπινίκη έλειπε στο χωριό της. Δεν άντεχα άλλο εξευτελισμό! Με άφησαν μόνη μου για λίγο και μίλησαν οι δυο τους. Όταν τελείωσαν, ο θείος Ονούφριος μου ανακοίνωσε:

-Για καλή σου τύχη ο Δημήτριος είναι ακόμα στη Πάφο. Θα του μιλήσω απόψε και θα του πω ότι αποφάσισες να τον πάρεις. Αν σε θέλει ακόμα δηλαδή. Και δεν πρέπει να του πεις ότι είσαι έγκυος. Σε καμιά περίπτωση. Με ένα σύντομο γάμο μπορούμε να τον ξεγελάσουμε.

Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Δεν μπορούσαν καν να μιλήσω. Όμως κανείς δεν μου έδωσε σημασία.

Ο θείος έφυγε και καμιά ώρα μετά γύρισε με τον Δημήτριο αυτή τη φορά. Παρά την ευθυτενή κορμοστασιά του και τα ευρωπαϊκά ρούχα του, σε τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον άνθρωπο που εγώ αγαπούσα. Μόλις με αντίκρυσε όμως είδα στα μάτια του ότι κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα δικά μου μάτια ήταν κατακόκκινα από το κλάμα και είμαι σίγουρη ότι στο πρόσωπό μου ήταν ζωγραφισμένη η απελπισία. Ζήτησε τότε ο Δημήτριος να μας αφήσουν μόνους. Η μάνα μου δεν ήθελε με τίποτε, αλλά ο Δημήτριος ήταν ανένδοτος και έτσι ο θείος Ονούφριος την έβγαλε έξω από το δωμάτιο.

-Πες μου σε παρακαλώ, γιατί κλαις; Δεν θα σε πάρω με το ζόρι, μου είπε. Μόνο με τη δική σου θέληση θα γίνεις γυναίκα μου.

Εγώ δεν απαντούσα και εξακολουθούσα να κλαίω. Όμως η φωνή του ήταν ήρεμη και αυτό με έκανε να αισθανθώ κάποια ασφάλεια. Πήρε τότε το χέρι μου στο δικό του και με ρώτησε ξανά:

-Πες μου τι σου συμβαίνει. Μην φοβάσαι. Θα σε βοηθήσω να κάνεις αυτό που θέλεις.

Τότε ανάμεσα σε αναφιλητά και τρέμοντας ολόκληρη του είπα όλη την ιστορία με τον αφέντη, καθώς και το γεγονός ότι ήμουν έγκυος. Κατά βάθος έλπιζα ότι δεν θα ήθελα να με παντρευτεί, αν ήξερε.

-Πιστεύεις ότι θα έρθει να σε ζητήσει; Με ρώτησε.

-Ναι, αφού με αγαπά, του απάντησα. Το ξέρω ότι με αγαπά.

-Σε πιστεύω, μου είπε. Όμως μπορεί να μην ήρθε για χίλιους άλλους λόγους, που εσύ ποτέ να μην μάθεις. Όπως μου λες, θέλουν να σε κάνουν να ρίξεις το παιδί. Πώς θα το αντιμετωπίσεις αυτό; Εμένα δεν με πειράζει πως είσαι έγκυος. Πάντα θα ήθελα να έχω ένα παιδί και δεν ξέρω στην ηλικία μου αν θα μπορέσω να κάνω. Έχω τεράστια περιουσία και θέλω να έχω ένα απόγονο να την αφήσω. Αν πάλι κάνουμε και μαζί παιδιά, η περιουσία μου φτάνει για όλους.

Σταμάτησα να κλαίω και έμεινα να τον κοιτάζω. Αυτό δεν το περίμενα. Και συνέχισε ο Δημήτριος:

-Πίστεψέ με. Δεν θέλω να με παντρευτείς με το ζόρι. Αν ήξερα ότι θα έρθει ο αγαπημένος σου θα σε προστάτευα μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να τον πάρεις. Αλλά πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που τον είδες για τελευταία φορά;

-Κοντεύει μήνας, απάντησα. Κάναμε σχεδόν μια εβδομάδα να έρθουμε με τα πόδια και έχει σχεδόν τρεις εβδομάδες που είμαστε στη Πάφο.

-Έχει αργήσει πολύ, Ζηνοβία μου. Με το άλογό του θα μπορούσε να έρθει σε τρεις μέρες το πολύ. Αλλά και αν ακόμα δεν πάρεις εμένα, αλλά και αν ακόμα έρθει, εσύ θα έχεις χάσεις το παιδί. Δεν θα σε αφήσουν να το κρατήσεις. Και αυτό θα είναι πολύ κακό για σένα και την υγεία σου. Μπορεί να πεθάνεις!

-Δεν με νοιάζει αν πεθάνω, απάντησα πεισμωμένη.

-Αν πεθάνεις, σίγουρα δεν θα τον ξαναδείς. Αλλά εκείνο που ίσως δεν σκέφτηκες ποτέ, είναι ότι η μόνη ζωντανή απόδειξη του έρωτα που έζησες, είναι αυτό το παιδί. Γιατί να μην του δώσεις μια ευκαιρία να ζήσει;

Εδώ τα έχασα εντελώς. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Ο Δημήτριος μου έδινε μια διέξοδο στο πρόβλημά μου. Αλλά αυτή η διέξοδος είχε σαν προϋπόθεση να απαρνηθώ την αγάπη μου.

-Πώς τον λένε αυτό τον αφέντη; Με ρώτησε.

-Το όνομά του είναι Βαγγέλης του απάντησα.

-Τότε αυτό το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου θα το ονομάσουμε Ευάγγελο αν είναι αγόρι και Ευαγγελία αν είναι κορίτσι. Αν θελήσεις βέβαια να με παντρευτείς.

-Και αν έρθει; Τον ρώτησα. Δεν θα είμαι εγώ αυτή που τον απαρνήθηκε;

Συνέχισε να μου μιλά τρυφερά κρατώντας το χέρι μου και με επιχειρήματα μου άνοιξε ένα παράθυρο για να δω κατάματα την σκληρή πραγματικότητα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήξερα μόνο τι ήθελα, δεν είχα υπολογίσει καθόλου τα φρικτά δεδομένα της μοίρας μου. Στο τέλος μου είπε:

-Θα σε αφήσω μέχρι αύριο να αποφασίσεις. Αν θα με παντρευτείς θέλω να είναι με τη θέλησή σου. Δυστυχώς δεν μπορώ να περιμένω περισσότερο γιατί έχω καθυστερήσει πολύ και πρέπει να επιστρέψω στην Αλεξάνδρεια. Εξ άλλου, σύντομα θα φανεί και η δική σου κοιλιά. Δεν πρέπει να δώσουμε ευκαιρία στην κοινωνία να χύσει το φαρμάκι της. Είσαι πολύ αθώα για να της επιτρέψουμε να σε μολύνει.

Φεύγοντας είπε στη μητέρα και το θείο μου:

-Θα αποφασίσει μόνη της αν θέλει να με παντρευτεί. Σας παρακαλώ μην την πιέσετε. Δεν πρέπει να κλαίει στη κατάστασή της.

Μόλις εκείνος έφυγε η μητέρα μου με κοίταξε άγρια και με ρώτησε:

-Του είπες πως είσαι έγκυος;

-Ναι, του το είπα και δεν τον πειράζει. Θέλει μόνο να αποφασίσω εγώ τι θέλω να κάνω.

-Αν σε θέλει έτσι που είσαι, θα τον πάρεις! Μου είπε επιτακτικά.

Εγώ δεν μίλησα άλλο. Κάθισα σε μια γωνιά μόνη μου και όλη τη νύχτα σκεφτόμουν. Δεν μπορούσα να πάρω μια απόφαση. Το δίλημμα που είχα μπροστά μου, μου έσκιζε την καρδιά στα δυο. Με τίποτε δεν ήθελα να απαρνηθώ τον Βαγγέλη, αλλά από την άλλη ο Δημήτριος μου έδινε μια διέξοδο. Και φαινόταν πολύ καλός άνθρωπος. Κάθε λίγο και λιγάκι άγγιζα την κοιλιά μου. Ήξερα πως ότι και να γινόταν, το παιδί που είχα μέσα μου ήταν η απόδειξη της μεγάλης αγάπης που έζησα. Και ο μόνος τρόπος να ζήσει το παιδί, ήταν να παντρευτώ τον Δημήτριο.

Την άλλη μέρα απάντησα “ναι” στον Δημήτριο και σε μερικές μέρες παντρευτήκαμε στο Κτήμα. Αμέσως φύγαμε για την Αλεξάνδρεια. Και εγώ έκλαιγα ασταμάτητα. Από τους χίλιους λόγους που είχα να κλαίω, ένας ήταν ο πιο σημαντικός: αν ήμουνα εγώ αυτή που τελικά πρόδωσε την αγάπη μας. Αν θα ερχόταν ο Βαγγέλης στο τέλος και εγώ θα είχα φύγει.

Τα υπόλοιπα τα ξέρεις, γιε μου. Το μόνο που δεν ξέρεις είναι ότι αυτή η ιστορία δεν τελείωσε εδώ.

Σε αυτό το σημείο ο Αλέξης σταμάτησε να διαβάζει και γύρισε να κοιτάξει την Ζήνα. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της ακατάπαυστα.

-Είσαι καλά; Τη ρώτησε.

-Πώς να είμαι καλά Αλέξη! Αυτή η μοίρα των γυναικών να πληρώνουν τον έρωτα με αυτό τον φρικτό τίμημα, ενώ οι άνδρες μένουν στο απυρόβλητο, με τρελαίνει. Και ειδικά εκείνη την εποχή, το δίλημμα της Ζηνοβίας ήταν μια διπλή καταδίκη. Ότι και αν αποφάσιζε, έπρεπε να θυσιαστεί. Άσχετα αν ο Δημήτριος ήταν πολύ καλός άνθρωπος και έζησε ευτυχισμένη μαζί του. Δεν ήταν η αληθινή επιλογή της. Ήταν η λιγότερο σκληρή καταδίκη που είχε ενώπιό της.

-Κατά βάθος έτσι είναι η ζωή των ανθρώπων. Άσχετα αν σε αυτή τη περίπτωση και ειδικότερα εκείνη την εποχή, η μοίρα θυματοποιούσε περισσότερο τις γυναίκες. Όμως όλοι πολύ συχνά έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ δύο μη επιθυμητών επιλογών και διαλέγουμε τη λιγότερο επώδυνη. Δεν είναι έτσι;

-Άστο καλύτερα. Ας σταματήσουμε εδώ για σήμερα. Η Ζηνοβία μπορεί να συνεχίσει την αφήγησή της αύριο. Δεν αντέχω άλλο πόνο. Αν ήξερες πόσο έχω ταυτιστεί μαζί της! Και θυμήσου: Ήταν μόλις δεκαπέντε ετών.  

-Ναι, ήταν ένα κοριτσάκι που έπρεπε να επιλέξει την πορεία ολόκληρης της ζωής της μέσα σε μια νύχτα και κάτω από αφόρητη πίεση. Όμως ας περιμένουμε να δούμε τι έγινε παρακάτω. Η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια.

 

Ηράκλειτος

 

(Κεφάλαιο 27)

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Την άλλη μέρα το πρωί αποφάσισαν να κατεβούν πρώτα για πρόγευμα και μετά να ξεκινήσουν το διάβασμα. Έλπιζαν εκείνη τη μέρα να τελειώσουν την ανάγνωση γιατί δεν είχαν απομείνει ακόμα πολλές σελίδες. Έτσι όταν επέστρεψαν από την τραπεζαρία κάθισαν στο μπαλκόνι ατενίζοντας τη θάλασσα και ο Αλέξης άρχισε να διαβάζει.

Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια, στο καινούργιο μου σπίτι, έμεινα με το στόμα ανοικτό με την πολυτέλεια και την ομορφιά που αντίκρισα. Η νέα μου ζωή ήταν κάτι τόσο ξένο σε μένα. Αμέσως κατάλαβα ότι έπρεπε να αγωνιστώ να φτάσω στο επίπεδο της κοινωνίας που με περιέβαλε. Ζήτησα από το Δημήτριο να μου φέρει δασκάλους και άρχισα να μαθαίνω να διαβάζω, να γράφω και να συμπεριφέρομαι. Μάθαινα πολύ γρήγορα και οι δάσκαλοί μου ήταν ενθουσιασμένοι μαζί μου.

Από την άλλη, σύμφωνα με το χρόνο που απουσίαζε ο Δημήτριος από την Αλεξάνδρεια και μην γνωρίζοντας πότε ακριβώς έγινε ο γάμος μας, κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ότι το παιδί δεν ήταν δικό του Δημήτριου. Έτσι δεν υπήρξε ποτέ κανένας κίνδυνος αμφισβήτησης της πατρότητάς σου.

Εγώ σιγά – σιγά άρχισα να αγαπώ τον Δημήτριο, όχι για την νιότη και την ομορφιά του αλλά για  την σταθερότητα του χαρακτήρα του, την αγάπη του και την καλοσύνη του. Κοντά του ένοιωθα ασφάλεια και ευτυχία. Από την άλλη προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τον ευχαριστήσω και να μοιραστώ μαζί του τα πάντα. Ήμασταν ένα πολύ ευτυχισμένο ζευγάρι. Δεν το μετάνιωσα ποτέ που τον παντρεύτηκα, έστω και αν το κίνητρό μου αρχικά  ήταν άλλο. Η αγάπη μου για τον Δημήτριο νομίζω ότι ήταν ότι πιο ολοκληρωμένο είχα στη ζωή μου.

Δεν ξέχασα όμως ποτέ τον Βαγγέλη. Μόλις γεννήθηκες εσύ και του έμοιαζες τόσο πολύ, κάθε μέρα που σε έβλεπα, ήταν σαν ν’  αντίκριζα εκείνο να κάθεται πάνω στο άσπρο άλογο, αγέρωχος και να ιππεύει στο κάμπο της Μεσαριάς. Η έγνοια μου ότι μπορεί κάποτε να ήρθε να με ζητήσει και εγώ να είχα ήδη φύγει, δεν με εγκατέλειψε ποτέ στη ζωή μου. Και το κρατούσα κρυφό μέσα μου. Ήταν το μόνο πράγμα που δεν μοιράστηκα ποτέ μου με τον Δημήτριο.

Αν δεν υπήρχες εσύ, γιε μου, ίσως να νόμιζα καθώς περνούσαν τα χρόνια, ότι αυτό που είχα ζήσει στην μικρή καλύβα στο κάμπο της Μεσαριάς, ήταν ένα όνειρο των εφηβικών μου χρόνων και ότι ποτέ δεν συνέβηκε. Ότι ο Βαγγέλης ήταν ένας πρίγκηπας που βγήκε από το παραμύθι για να με πλανέψει και ύστερα επέστρεψε στο χώρο της ανυπαρξίας, απλά για να με συντροφεύει η μνήμη του και να επιβεβαιώνει ότι η γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό κόσμο και τη φαντασία είναι ανεπαίσθητη. Όμως εσύ ήσουν εκεί, πανέμορφος και ζωντανός: το παιδί του Βαγγέλη.

Για αυτό το λόγο, παιδί μου, κατανοούσα απόλυτα την Πηνελόπη που αγάπησε δύο άνδρες. Κατανοούσα το ξέσχισμα της ψυχής της και συγχρόνως τη δύναμη του έρωτα που δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει και την συντροφεύει από τότε επώδυνα στη ζωή της. Εγώ τουλάχιστον είχα τη τύχη να μην τους αγαπήσω ταυτόχρονα. Εκείνη ήταν πιο άτυχη από εμένα.

Όμως για να γυρίσουμε και στη δική μας ιστορία, πέρασαν τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια στο πλευρό του Δημήτριου, όπως τα γνωρίζεις. Εσύ στο πρόσωπό του βρήκες τον καλύτερο πατέρα στον κόσμο και εγώ τον καλύτερο σύζυγο. Δεν έχω κανένα παράπονο από την πορεία της ζωής μου, όπως ακολούθησε.

Όμως εκείνο το αγκάθι, εκείνη η απορία γιατί δεν ήρθε ο Βαγγέλης, ποτέ δεν με εγκατέλειψε. Σε κάποιο στάδιο της ζωής μου, πίστεψα ότι δεν θα μάθω ποτέ. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

Όταν ο πατέρας σου πέθανε και εγώ επέστρεψα στην Κύπρο για να φροντίσω την μητέρα μου, σκέφτηκα μερικές φορές να την ρωτήσω αν ήρθε κάποτε, έστω και αργά, ο Βαγγέλης να με ζητήσει. Όμως ήξερα ότι δεν θα μου απαντήσει και έτσι δεν τόλμησα. Παρόλα αυτά, η πληροφορία ήρθε από αλλού.

Μετά το θάνατο της μητέρας μου και τον ενταφιασμό της στο χωριό της, τον Στατό, έμεινα και εγώ λίγες μέρες εκεί και ξανάσμιξα με την παλιά μου φίλη, την Ευρυδίκη. Σαν είδα τη φτώχια και την δυστυχία που τους μάστιζε, έδωσα σε μια από τις κόρες της το σπίτι της μητέρας μου, σαν προίκα,  για να μπορέσει να παντρευτεί. Σε ένα από τους περιπάτους μας λοιπόν, στα βοσκοτόπια που γυρίζαμε μικρές, η Ευρυδίκη μου εκμυστηρεύτηκε την πιο κάτω ιστορία. Θα προσπαθήσω να σου την διηγηθώ,  παιδί μου, όπως μου την διηγήθηκε εκείνη, με τα δικά της λόγια, όσο μπορώ να θυμηθώ:

-Θυμάμαι που μια μέρα φύγατε ξαφνικά από το χωριό με τη μάνα σου, χωρίς να πείτε σε κανένα τίποτα. Όταν εκείνη επέστρεψε, μας είπε ότι παντρεύτηκες το Δημήτριο και πήγατε μαζί στην Αλεξάνδρεια. Εγώ τότε ξαφνιάστηκα πολύ. Ήξερα ότι αγαπούσες τον αφέντη, αλλά κατάλαβα ότι εκείνος δεν είχε έρθει να σε ζητήσει και για να μην μείνεις έτσι χαλασμένη, η μάνα σου σε πάντρεψε άρον – άρον. Λυπήθηκα που δεν σε αποχαιρέτησα και έχασα την καλύτερη μου φίλη, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι.

-Τον επόμενο χρόνο ξαναπήγαμε στο Μαραθόβουνο για να θερίσουμε, στον ίδιο αφέντη. Εγώ περίμενα με αγωνία να τον δω, μπας και καταλάβω γιατί δεν είχε έρθει να σε ζητήσει, αλλά για μεγάλη μου έκπληξη, δεν ήταν εκεί. Έρχονταν, αντίθετα, η αδελφή του με τον άντρα της και πρόσεξα ότι εκείνη φορούσε μαύρα. Προσπάθησα να την πλησιάσω και να πιάσω κουβέντα μαζί της. Στην αρχή ήταν επιφυλακτική, σάμπως και δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό το θέμα. Ύστερα σιγά – σιγά καθώς περνούσαν οι μέρες, αρχίσαμε να γινόμαστε φίλες και μου εμπιστεύτηκε τι είχε γίνει:

-Σαν φύγατε πέρσι, μου είπε, ο Βαγγέλης είπε στο πατέρα μας ότι ήθελε να παντρευτεί μια από το χωριό σας, Ζηνοβία την έλεγαν αν δεν κάνω λάθος. Για να πούμε την αλήθεια, η μάνα μας φώναζε που ο αγαπημένος της γιος ήθελε να πάρει μια φτωχή εργάτρια, αλλά ο Βαγγέλης ήταν ανένδοτος. Ο πατέρας μου, που είναι πιο ανοικτόμυαλος – και είχε μεγάλη αδυναμία στο γιο του – μαλάκωσε σιγά – σιγά και δέχτηκε. Όμως ο αδελφός μου είχε μια σχέση με μια από το χωριό μας και έπρεπε πρώτα να τα χαλάσει μαζί της. Για να πούμε την αλήθεια, προσπαθούσε από πριν να την χωρίσει, αλλά εκείνη τον ήθελε τόσο πολύ που δεν δεχόταν με τίποτε. Της είπε λοιπόν, ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει μαζί της άλλο, γιατί αγάπησε μια άλλη και θα την παντρευόταν. Εκείνη όμως δεν ήταν άνθρωπος που τα έβαζε εύκολα κάτω. Του ζήτησε να πάει για τελευταία φορά να την δει.

-Εν τω μεταξύ, επισκέφθηκε μια γριά μάγισσα και της ζήτησε να της δώσει κάτι να τον δέσει ώστε να μείνει για πάντα δικό της. Την πλήρωσε με ένα κωνσταντινάτο που πήρε κρυφά από τη μάνα της. Η μάγισσα της έδωσε ένα μαντζούνι και της είπε να το βάλει στο ποτό του και όταν το πιεί, δεν έχει μάτια για καμιά άλλη γυναίκα. Έτσι έγινε λοιπόν. Ο Βαγγέλης πήγε να την δει για τελευταία φορά και εκείνη του πρότεινε να πιούν μαζί το τελευταίο τους κρασί και ύστερα να χωρίσουν.

-Δεν ξέρω τι μαντζούνι ήταν αυτό που της έδωσε η μάγισσα, αλλά από την άλλη μέρα ο αδελφός μου αρρώστησε βαριά. Δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σε λίγες μέρες πέθανε. Η μάνα μου και ο πατέρας μου γέρασαν από το μαράζι τους. Είναι μια τραγική ιστορία για όλους μας. Ήταν ο ωραιότερος του χωριού μας και όλης της περιοχής. Σαν να μην τον ήθελε ο Θεός να ζήσει πολλά χρόνια. Εκείνη, η Ζηνοβία τι απέγινε; Δεν ήρθε φέτος. Θα νομίζει η καημένη κοπέλα ότι ο αδελφός μου την γέλασε.

-Της απάντησα ότι η Ζηνοβία είχε παντρευτεί και είχε φύγει για την Αλεξάνδρεια. Χάρηκε με την πληροφορία,  γιατί όπως είπε «δεν χαραμίστηκε και εκείνη τουλάχιστον, σαν τον αδελφό μου».

Δεν μπορώ να σου περιγράψω γιε μου, πόσο συγκλονίστηκα σαν άκουσα αυτή την ιστορία. Έτρεμα, έκλαιγα, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Η αγάπη του Βαγγέλη για μένα, τον σκότωσε. Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να μπορέσω να βρω την αυτοκυριαρχία μου και να επιστρέψουμε στο χωριό. Η Ευρυδίκη δεν είχε μιλήσει σε κανένα τούτα όλα τα χρόνια για το περιστατικό και εγώ την παρακάλεσα να μην το αναφέρει ποτέ ξανά.

Παρόλη την τραγικότητα της ιστορίας και τον αφόρητο πόνο που ένοιωσα, υπήρχε στο βάθος και μια δικαίωση για το γεγονός ότι  ο Βαγγέλης δεν με είχε προδώσει. Εκείνο που είχα δει στα μάτια του στη καλύβα, στο κάμπο της Μεσαριάς, ήταν αληθινό!

Δεν μπορώ να φανταστώ, γιε μου, τι αισθήματα προκαλεί στη δική σου καρδιά αυτή η ιστορία. Ξέρω πόσο πολύ αγαπούσες τον πατέρα σου, τον Δημήτριο, όμως την ύπαρξή σου την οφείλεις στον Βαγγέλη. Θα μπορούσα ποτέ να μην σου πω την αλήθεια, θα ήταν πιο εύκολο και για μένα, όμως θεωρώ ότι θα έπρεπε να την μάθεις. Ίσως κάποτε να μπορέσεις να επισκεφτείς το χωριό Μαραθόβουνος και να ανάψεις ένα καντήλι στο τάφο του πρώτου σου πατέρα, που έφυγε με αυτό τον τραγικό τρόπο. Εγώ δεν τόλμησα να πάω. Δεν θα μπορούσα να αντέξω τον πόνο…

Κάποτε αναλογίζομαι ότι αγάπησα δύο άνδρες στη ζωή μου. Ο πρώτος ήταν ο πιο όμορφος και ο δεύτερος ο πιο καλόψυχος, από όλους τους ανθρώπους που γνώρισα. Και οι δυο ήταν τρυφεροί, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι και οι δυο μου έδωσαν το δικαίωμα της επιλογής. Αυτό και αν είναι σπάνιο. Συνήθως η μοίρα των γυναικών είναι να υπακούουν στις επιταγές της οικογένειάς τους. Ποτέ δεν τις ρωτούν τι θέλουν. Αυτοί με ρώτησαν. Και ήμουν ένα κοριτσάκι μόλις δεκαπέντε χρονών. Δεν μετανιώνω, γιε μου, για τις επιλογές μου, όσο και αν μπορεί να κατακριθώ για αυτό.

Ο πατέρας σου, ο Δημήτριος, πάντοτε με ενθάρρυνε να παντρευτώ μετά το θάνατό του. Μα αυτό ήταν κάτι που εγώ δεν ήθελα. Είχα γνωρίσει τον έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, αντίστοιχο με εκείνο της Πηνελόπης, στα δεκαπέντε μου χρόνια, σε εκείνη την καλύβα. Τον χάρηκα για ένα μήνα, ένα μήνα μόνο από τη ζωή μου, αλλά αυτός ο μήνας έκανε τη γη να σειστεί και τον ουρανό να ανοίξει από την έντασή του.

Και ύστερα αγάπησα τον Δημήτριο. Αυτή η αγάπη ήταν ήρεμη, γεμάτη ασφάλεια και πληρότητα. Διεύρυνε το πνεύμα μου, μου έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψω τη δύναμη της ψυχής μου και να γίνω ένας άλλος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος χρήσιμος, δημιουργικός, με έκανε να αντιληφθώ ότι οι ικανότητές μου είναι απεριόριστες, άσχετα πως είμαι γυναίκα. Ίσως μάλιστα να είναι περισσότερες γιατί είμαι γυναίκα.

Από αυτή την άποψη γιε μου, δεν ζητώ τίποτε άλλο να μου προσφέρει η ζωή. Μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω. Το μόνο που εύχομαι και προσεύχομαι είναι εσύ να αφήσεις την άστατη ζωή, να παντρευτείς και να φτιάξεις οικογένεια. Έτσι θα διαιωνίσεις και τα γονίδια του Βαγγέλη, αλλά μέσα από τις πράξεις σου θα καλλιεργήσεις στα παιδιά σου και την καλοσύνη του Δημητρίου. Έχεις πολλά να μεταφέρεις γιε μου, από αυτό που σε γέννησε και από αυτό που σε ανάθρεψε. Ευλογημένη ας είναι η ζωή σου!

Με όλη μου την αγάπη

Η μητέρα σου

Ζηνοβία

Όταν τελείωσε την ανάγνωση ο Αλέξης και γύρισε προς τη Ζήνα, την είδε και πάλι να κλαίει. Δεν παραξενεύτηκε γιατί και αυτού βούρκωσαν τα μάτια του.

-Απρόσμενο τέλος της είπε.

-Ξέρεις Αλέξη, νομίζω δεν είναι τυχαίο που δεν βρήκε κανείς προηγουμένως το μυστικό της Ζηνοβίας. Δεν ξέρω αν ο γιος της, ίσως και ο πατέρας μου θα μπορούσαν να καταλάβουν, ιδιαίτερα μέσα στην κοινωνία που μεγάλωσαν, την διπλή αυτή αγάπη της Ζηνοβίας. Εγώ, όπως σου έχω ήδη πει, έχω ταυτιστεί μαζί της. Την θαυμάζω πραγματικά για το θάρρος και τη καθαρότητα της σκέψης της. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, που όχι μόνο δεν κατανοούσε τέτοιες συμπεριφορές, τις κατάτασσε μέσα στα θανάσιμα αμαρτήματα. Αυτή όμως, είχε αφήσει στο πλάι τις ενοχές και έδινε στους δύο άνδρες που αγάπησε, τη θέση που τους άξιζε στη ζωή της και στην καρδιά της.

-Ναι, πρέπει να ήταν πολύ γενναία και έξυπνη γυναίκα. Της μοιάζεις πάντως, αν και εσύ δεν χρειάστηκε ποτέ να ξεπεράσεις τα εμπόδια που εκείνη αντιμετώπισε στη ζωή της. Εγώ μένω κατάπληκτος για τις αποφάσεις της, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Δεν είναι μόνο ότι επέλεξε να παντρευτεί το Δημήτριο, στο κάτω – κάτω η επιλογή αυτή ήταν ένας μονόδρομος, είναι ο τρόπος που αντιμετώπισε τη ζωή της στην Αλεξάνδρεια. Η πόλη αυτή ήταν από τις πιο κοσμοπολίτικες του κόσμου εκείνη την εποχή και η Ζηνοβία, που αντιλήφθηκε αμέσως τις αδυναμίες της, κατάφερε να τις διορθώσει με τον καλύτερο τρόπο και άμεσα.

-Είχε φυσικά και την υποστήριξη του Δημητρίου, που και εκείνος ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα. Κάπου διαβάσαμε νομίζω, ότι ήταν και ο ίδιος αυτοδημιούργητος. Ένα παιδί, ορφανό, πεταμένο από τη ζωή και την κοινωνία που κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πιο πλούσιους της Αλεξάνδρειας, μη χάνοντας συγχρόνως την ποιότητα του χαρακτήρα του και την καλοσύνη του. Δεν είναι κάτι συνηθισμένο αυτό.

-Από την άλλη είναι και ο Βαγγέλης. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την προσωπικότητά του, όμως ο τρόπος που αντέδρασε όταν βρήκε τη Ζηνοβία γυμνή στην καλύβα του, ήταν εντυπωσιακός. Άλλος αφέντης στη θέση του, με την έννοια που είχε ο αφέντης εκείνη την εποχή, θα βίαζε τη μικρή εργάτρια που παραβίασε το χώρο του. Όμως εκείνος τη φρόντισε και της έδωσε την επιλογή, αν θα ήθελα να είναι μαζί του. Πολύ εντυπωσιακό!

-Όλα αυτά Αλέξη, με οδηγούν σε κάποιες υπαρξιακές ερωτήσεις. Είναι άραγε όλα αυτά καθορισμένα; Είναι μοιραίο ποιους ανθρώπους θα συναντήσουμε στη ζωή μας και ποιο ρόλο θα παίξουν σε αυτή; Είναι τυχαίο; Ποιες είναι οι επιλογές μας σαν άνθρωποι; Έχουμε επιλογές;

-Όπως αντιλαμβάνεσαι δεν ξέρω να σου απαντήσω. Αυτά τα ερωτήματα είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά. Οι διάφορες θρησκείες, φιλοσοφίες κλπ. έχουν απόψεις στο θέμα. Πρόσφατα παρακολουθούσα και κάποια επιστημονικά ντοκιμαντέρ που προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις, μελετώντας την έννοια του χρόνου και κατά πόσο υπάρχει χρόνος ή είναι δημιούργημα του ανθρώπου για να προσδιορίζει τη ζωή του, όπως νομίζω λέει και ο Αϊνστάιν. Δεν μπορώ να σου πω ότι τα κατάλαβα, αλλά για να τα μελετά η «άπιστη» επιστήμη σημαίνει ότι το ερώτημα αυτό δεν περνά απαρατήρητο ή είναι αφελές.

-Ξέρεις, με εκνευρίζει το γεγονός ότι μπορεί να μην έχω επιλογές στη ζωή μου. Ότι όλα είναι καθορισμένα. Το θεωρώ απαράδεκτο.

-Δεν νομίζω να είναι ακριβώς έτσι. Ας πάρουμε τη Ζηνοβία και τον Βαγγέλη. Μπορεί να ήταν μοιραίο να συναντηθούν με τον τρόπο που συναντήθηκαν. Οι προσωπικές τους συμπεριφορές όμως ήταν δική τους επιλογή. Κάτι τέτοιο περίπου έλεγε και το ντοκιμαντέρ που είδα. Ας πάρουμε όμως το μύθο, της ωραίας Ελένης και του Πάρη και στη συνέχεια του Τρωϊκού πολέμου. Ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας και  πατέρας του Πάρη, είχε λάβει χρησμό ότι το παιδί του, που θα γεννιόταν από την γυναίκα του την Εκάβη, θα έφερνε την καταστροφή της Τροίας. Για να γλυτώσει λοιπόν την χώρα του, τον έδωσε σε ένα υπηρέτη για να τον σκοτώσει. Ο υπηρέτης τον λυπήθηκε και τον άφησε στο δάσος. Τον βρήκε ένας βοσκός και τον μεγάλωσε. Στην συνέχεια επέστρεψε στο παλάτι του πατέρα του, πήγε στην Σπάρτη και έκλεψε την ωραία Ελένη, γυναίκα του Μενέλαου. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος προκλήθηκε ο Τρωϊκός πόλεμος που κατέστρεψε την Τροία. Αυτές οι ιστορίες – και υπάρχουν πολλές άλλες παρόμοιες – μας διδάσκουν ότι η βασική πορεία της ζωή μας είναι μοιραία.

-Δυστυχώς δεν γνωρίζω αυτούς τους μύθους και λυπάμαι πάρα πολύ για αυτό. Χαίρομαι τόσο πολύ Αλέξη, που θα μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου. Έχεις να με μάθεις πολλά. Άραγε να είναι τυχαίο ή μοιραίο που σε συνάντησα;

-Είτε τυχαίο είτε μοιραίο, έμπλεξες μαζί μου και δεν θα σε αφήσω ποτέ να μου φύγεις, της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.

-Το άλλο πώς το σχολιάζεις; Ότι δηλαδή ο Βαγγέλης καταγόταν από το χωριό των γονιών σου; Τυχαίο ή μοιραίο;

-Ποιος ξέρει; Άσε, θα λύσουμε μια άλλη ώρα τα υπαρξιακά μας. Τώρα θα πρέπει να ετοιμαστούμε να γυρίσουμε στη Λευκωσία. Το μυστικό το μάθαμε, έχουμε και ένα γάμο να οργανώσουμε.

-Έχεις δίκαιο. Ας αφήσουμε τη Ζηνοβία να αναπαύεται εκεί που είναι και ας αρχίσουμε να οργανώνουμε τη δική μας ζωή!

 

 

(Κεφάλαιο 28)

Κύπρος –  Τέλος Σεπτεμβρίου 2021 – Αεροδρόμιο Λάρνακας

Μόλις είχε ανακοινωθεί από τα μεγάφωνα, αλλά ήταν φανερό και από τον πίνακα των αναχωρήσεων, ότι η πτήσης της Ζήνας θα καθυστερούσε για δύο ώρες. Αυτό την εκνεύρισε κάπως αλλά προχώρησε προς την καφετέρια του αεροδρομίου και βρήκε ένα τραπεζάκι να καθίσει. Παρήγγειλε ένα καφέ και καθώς τον έπινε άρχισε να αναλογίζεται αυτό το μοναδικό καλοκαίρι που είχε ζήσει στη ζωή της.

Όλα άρχισαν φυσικά με το θάνατο του πατέρα της και τη δική της υπόσχεση να διαβάσει τα γράμματα που είχαν ανταλλάξει ο παππούς της Ευάγγελος με την προγιαγιά της Ζηνοβία. Αυτή η υπόσχεση την είχε οδηγήσει στον Αλέξη, αρχικά βέβαια για να του τα δώσει να τα μεταφράσει, αν και στη συνέχεια υποχρεώθηκε να μάθει η ίδια ελληνικά για να τα διαβάσει μόνη της. Προς μεγάλη της έκπληξη σήμερα μιλούσε και καταλάβαινε άνετα αυτή τη γλώσσα, που πριν μερικά χρόνια θεωρούσε αδύνατο να μάθει.

-Περίεργη που είναι η ζωή, σκέφτηκε. Έχουν περάσει δύο χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου και οι αλλαγές που έχουν γίνει είναι πολλαπλάσιες όσων μου συνέβησαν από τότε που γεννήθηκα μέχρι σήμερα. Δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δυσάρεστες αλλαγές, αντίθετα είναι ενδιαφέρουσες και υπόσχονται μια άλλη πορεία, άλλες χαρές και πιθανότατα άλλες λύπες.

Ύστερα θυμήθηκε το γάμο της με τον Αλέξη. Φεύγοντας από τη Πάφο και ερχόμενοι στη Λευκωσία, είχαν τρέξει όλες τις απαραίτητες διαδικασίες. Έτσι  στις 3 Σεπτεμβρίου 2021, ημέρα Παρασκευή,  στην αίθουσα γάμων του νέου Δημαρχείου Λευκωσίας, στην παρουσία μόνο των γονιών του Αλέξη και της Ελένης, που τελούσε χρέη μάρτυρα, πραγματοποιήθηκε η τελετή. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού δεν επιτρεπόταν η παρουσία περισσοτέρων ατόμων και αυτοί οι ελάχιστοι φορούσαν τις μάσκες τους.

Ο Αλέξης της είχε ζητήσει να φορέσει το μπλε φόρεμα που είχε βάλει εκείνη την ημέρα των Χριστουγέννων του 2019, που πήγαν στο πάρτι του κυρίου Jacob Papadopoulos στην Μελβούρνη. Το φόρεμα αυτό πραγματικά την κολάκευε και παρόλο που τα μάτια της δεν ήταν μπλε αλλά μαύρα τα έκανε να λάμπουν περισσότερο, από όσο έλαμπαν καθημερινά. Έτσι τουλάχιστον της έλεγε ο Αλέξης.

Δεν θα μπορούσε να ήταν πιο σεμνή η τελετή. Κάτι που την ίδια ικανοποιούσε, αφού ποτέ δεν πίστευε σε κατεστημένες καταστάσεις, ούτε σε παραδοσιακά δρώμενα. Ήθελε να είναι αδέσμευτη από όλα αυτά. Όμως η τελετή του γάμου τους με τον Αλέξη ήταν απλή και μίλησε στην καρδιά της.

Την επομένη του γάμου της ο Αλέξης έφυγε για την Αυστραλία, γιατί οι υποχρεώσεις του απέναντι στη δουλειά του δεν του επέτρεπαν να μείνει άλλο στη Κύπρο. Η ίδια παρέμεινε ακόμα τρεις εβδομάδες για να διευθετήσει τις τελευταίες εκκρεμότητες και να αποχαιρετήσει τους ανθρώπους που γνώρισε, αυτό το ιδιαίτερο καλοκαίρι της ζωής της.

Αρχικά επέστρεψε στη Πάφο και επισκέφθηκε τη φίλη που είχε γνωρίσει στο αεροπλάνο φτάνοντας στην Κύπρο, την κυρία Μαρία Στυλιανού. Μια κυρία που πραγματικά συμπάθησε για την φιλομάθεια και το φιλικό του χαρακτήρα της. Η Ζήνα ένοιωθε υπέροχα με την παρέα της και σίγουρα θα διατηρούσε μια φιλία μαζί της.

Πέρασε και από τον κλειδαρά και πήρε το κουτί που του είχαν αφήσει για να διορθώσει την κλειδαριά. Πραγματικά ο άνθρωπος πήρε τη δουλειά πολύ σοβαρά. Εκτός του γεγονότος ότι επιδιόρθωσε την κλειδαριά, κατασκεύασε με τη βοήθεια ενός χρυσοχόου ένα κλειδί ασημένιο, Καθάρισε το ξύλο της αγριελιάς και το πέρασε με ειδικό λάδι που αναδείκνυε τα υπέροχα χρώματα αλλά και τα πλούσια νερά του. Έγινε πραγματικά πανέμορφο. Η τιμή που χρέωσε τη Ζήνα ήταν κάπως τσουχτερή, αλλά χαλάλι. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό.

Ύστερα πέρασε από τη Λεμεσό και επισκέφθηκε την Βίκυ, που ήταν ότι κοντινότερο είχε από την Ζηνοβία. Όχι γιατί η Βίκυ ήταν συγγενής της Ζηνοβίας ή ήξερε κάτι για αυτή την εξαιρετική γυναίκα, αλλά γιατί κάποτε οι προγιαγιάδες τους υπήρξαν φίλες και μοιράστηκαν μυστικά. Και όταν οι καρδιές δυο ανθρώπων ενώνονται με αυτό το τρόπο, δημιουργείται μια πνευματική συγγένεια που η Ζήνα ήθελε να διατηρήσει. Η Βίκυ της υποσχέθηκε μάλιστα, ότι σε μια επόμενη επίσκεψή της θα καλούσε την αδελφή και τις ξαδέλφες της για να γνωριστούν και να μοιραστούν αναμνήσεις.

Νοιώθοντας ικανοποιημένη που  δημιούργησε κανάλια επικοινωνίας με τους ανθρώπους που γνώρισε στη Κύπρο και συμπάθησε ιδιαίτερα, επέστρεψε στη Λευκωσία. Εκεί έμεναν και κάποιοι άλλοι που θα ήθελε να συναντήσει. Ήταν ο Μάνθος Μαυρομμάτης και η Κάτια Ταουσιάνη. Οι άνθρωποι που την βοήθησαν να επικοινωνήσει με τον κύριο Μουσταφά Ακιντζή. Παρά το γεγονός ότι θα ήθελε να τους συναντήσει μαζί με τον Αλέξη, μια και αυτό δεν είχε γίνει κατορθωτό, έδωσαν ραντεβού και γνωρίστηκαν οι τρεις τους. Αμέσως αισθάνθηκε ότι είχαν πολλά κοινά μεταξύ τους και σίγουρα θα διατηρούσαν μια φιλία.

Παράλληλα  έπιασε δουλειά με την Ελένη για να κλείσουν όλες τις εκκρεμότητες που αφορούσαν την ανακατασκευή του σπιτιού της Ζηνοβίας και του δικού τους πλέον σπιτιού με τον Αλέξη. Αφού συμφώνησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες σε σχέση με τον σχεδιασμό, επέλεξαν τα είδη υγιεινής, τα πατώματα, τα πλακάκια και ότι άλλο θα χρειαζόταν το σπίτι για να ολοκληρωθεί. Ακόμα και για το κήπο η Ζήνα ενέκρινε ένα γενικό σχεδιασμό.

Από οικονομικής πλευράς οι πληρωμές διευθετήθηκαν αρχικά με την αποζημίωση που πλήρωσε ο κύριος Νικολάου για την καταπάτηση που έκανε στη περιουσία της και που έφτανε σχεδόν στο μισό εκατομμύριο. Ο φόβος να οδηγηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αλλά και το ενδεχόμενο να μην μπορέσει να πωλήσει τις επαύλεις που ανήγειρε, γιατί δεν θα μπορούσε να εκδώσει τίτλους ιδιοκτησίας, τον ανάγκασαν να συνθηκολογήσει και να πληρώσει.

Εν τω μεταξύ η Ζήνα είχε δώσει πληρεξούσιο στο πατέρα του Αλέξη, τον κύριο Νίκο, και πλέον πεθερό της, για να διαχειρίζεται τα οικονομικά της όσο η ίδια θα έλειπε και συγχρόνως να προχωρήσει με τις διαδικασίες για πώληση του μέρους της περιουσίας της που η ίδια δεν θα αξιοποιούσε. Έτσι από αυτή την άποψη ένοιωθε ασφάλεια. Ο πεθερός της, ούτως ή άλλως, άνθρωπος συνταξιούχος πια, ενθουσιάστηκε με την ιδέα ότι θα είχε κάτι χρήσιμο και ενδιαφέρον για να ασχολείται.

Η σχέση με τους γονείς του Αλέξη, έφερνε μια ζεστασιά στη καρδιά της. Από τότε που έχασε τον πατέρα της, που την φρόντιζε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, νόμιζε ότι έχασε για πάντα και τη γονική στοργή. Και όμως, οι γονείς του Αλέξη άνοιξαν την αγκαλιά τους και την δέχτηκαν σαν παιδί τους.

-Κόρη μου, κάνεις το γιο μου ευτυχισμένο και για μένα αυτό είναι το παν, της είχε πει μια μέρα η μητέρα του, η κυρία Αντρούλα. Νομίζαμε ότι θα μείνει στην Αυστραλία και ποτέ δεν θα παντρευτεί. Τώρα ελπίζουμε να πάρουμε εγγονάκια και να τα χαρούμε όσο ακόμα μπορούμε. Έχουμε φυσικά εγγόνια από τα άλλα μας παιδιά, αλλά θα θέλαμε να δούμε και τον Αλέξη μας ευτυχισμένο.

Πριν λίγο καιρό θα θεωρούσε αυτό το σχόλιο κοινότυπο και δεν θα την ενδιέφερε, όμως τώρα είχαν αλλάξει τόσα πολλά μέσα της που μέχρι συγκίνηση της έφερναν τα λόγια της κυρίας Αντρούλας. Ηχούσε συχνά στο μυαλό της η φράση «Κόρη μου, κάνεις το γιο μου ευτυχισμένο…». Μεγάλη κουβέντα, με μεγάλες προσδοκίες και πολλές υποχρεώσεις εκ μέρους της!

Οι σκέψεις της την οδήγησαν και πάλι στο σημαντικό αυτό γεγονός της ζωής της: τον γάμο της. Τώρα πια τον έβλεπε σαν μια δέσμευση απέναντι στον Αλέξη και την αγάπη τους. Μια υπόσχεση ότι θα αντιμετώπιζαν τα προβλήματα της ζωής από κοινού και αν έκαναν παιδιά, θα προσπαθούσαν να τους εμφυτεύσουν τις αρχές της ζωής στις οποίες οι ίδιοι πίστευαν, αλλά και κληροδότησαν από τους προγόνους τους, ώστε να είναι χρήσιμοι άνθρωποι σε αυτό το πλανήτη.

Φυσικά ήταν βέβαιη ότι δεν θα ήταν όλα ρόδινα. Το δικό της ατίθασο ταπεραμέντο και οι παραδοσιακές αρχές του Αλέξη, σίγουρα θα συγκρούονταν, αλλά ήταν αποφασισμένη να βρει τον τρόπο να το διαχειριστεί. Στο κάτω – κάτω η ζωή της είχε χαρίσει ένα υπέροχο σύντροφο. Δεν υπήρχε λόγος να χαραμίσει αυτή την ευτυχία με πείσματα. Ο Αλέξης ήταν πολύ υπομονετικός και η ίδια εύκολα μπορούσε να κατανοήσει ένα λογικό επιχείρημα. Ήταν στο χέρι τους να βρουν τον καλύτερο τρόπο συμβιβασμού και συνεννόησης.

Το είχαν συζητήσει διεξοδικά με τον Αλέξη και είχαν αποφασίσει να ζήσουν τα επόμενα χρόνια της ζωής τους στη Κύπρο. Η Ζήνα, εφόσον είχε παντρευτεί, θα ήθελε πάρα πολύ να κάνει παιδιά. Τώρα που γνώρισε τι σήμαινε «οικογένεια», θα ήθελε η ζωή να συνεχίσει να διαιωνίζεται και μέσω των δικών της απογόνων.

Όλοι αυτοί οι συνειρμοί έφεραν στην μνήμη της μια άλλη απόφαση που είχε πάρει πρόσφατα. Την ζωή της μέχρι τώρα την είχε αφιερώσει κύρια σε ενέργειες για προστασία του πλανήτη από την οικολογική καταστροφή. Ένοιωθε πως ήταν ένας στόχος ιερός και πρέπει όλοι οι άνθρωποι, που αγαπούν τη γη μας, να το κάνουν. Στην πατρίδα της, την Αυστραλία, αυτό είναι μια προτεραιότητα και η ίδια το είχε υπηρετήσει με πάθος. Κάτι που σίγουρα θα συνεχίσει να κάνει και στο μέλλον.

Όμως ερχόμενη στη Κύπρο και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τα δεινά που συσσωρεύουν οι πόλεμοι, πώς χωρίζουν τους ανθρώπους και πώς ξεριζώνουν τα βιώματα μιας ζωής, με τον πιο βίαιο τρόπο, αποφάσισε να δουλέψει για την ειρήνη.

Με τις νέες αποφάσεις που είχε πάρει για τη ζωή της δεν υπήρχε χώρος για μάχιμη δημοσιογραφία με τον τρόπο που την ασκούσε στο παρελθόν. Δεν θα μπορούσε πλέον να ταξιδεύει και να κάνει ρεπορτάζ. Κάνοντας παιδιά θα ήθελε να είναι κοντά τους και να βιώσει το μεγάλωμά τους, κάτι που η ίδια δεν είχε στη ζωή της. Από την άλλη η ηλικία της δεν της επέτρεπε να καθυστερήσει την δημιουργία της οικογένειάς της. Έπρεπε να το κάνει άμεσα. Και ήθελε να το κάνει καλά.

Μετά τη συνάντησή της με τον κύριο Μουσταφά Ακιντζή και όσα διάβασε για τον Λέλλο Δημητριάδη κατάλαβε ότι η καταγεγραμμένη ιστορία πολύ λίγο μιλά για τους υπηρέτες της ειρήνης. Αναφέρεται πολύ περισσότερο στους υποστηρικτές του πολέμου και έστω και αν επικρίνει τις πράξεις τους, αυτούς κατονομάζει και διατηρεί τα ονόματά τους μέσα στους αιώνες: Αττίλας, Τζένκινς Χαν, Χίτλερ, Μουσολίνη και πάρα πολλοί άλλοι είτε ένδοξοι είτε κατακριτέοι στρατηλάτες. Οι εργάτες της ειρήνης είτε δεν αναφέρονται καθόλου, είτε οι πράξεις τους γράφονται με μικρά γράμματα.

Κατά τα διάφορα ταξίδια της, στο παρελθόν, σε εμπόλεμες περιοχές είχε συναντήσει και άλλους ανθρώπους με ανάλογες ενέργειες. Ανθρώπους που έβαζαν στο πλάι τις διαφορές των λαών τους και αγωνίζονταν για την ευημερία τους. Είχε πάρει αρκετές συνεντεύξεις τότε και είχε φυλάξει αυτό το υλικό. Τώρα ήρθε η ώρα να γράψει ένα βιβλίο για όλους αυτούς: για τους εργάτες της ειρήνης.

Από την άλλη είχε πολλές πληροφορίες για να γράψει ένα βιβλίο για την οικογένειά της και ιδιαίτερα για τη Ζηνοβία. Θεωρούσε ότι η ιστορία της προγιαγιάς της ήταν τρυφερή, ρομαντική, δυναμική, επαναστατική μα πάνω από όλα σκιαγραφούσε μια εποχή που χάθηκε. Και η Ζήνα ήθελε να προβάλει μέσα από το βιβλίο της αυτή την εποχή με τις δυσκολίες και τα προβλήματά της.

Αν το πρώτο βιβλίο που ήθελε να γράψει ήταν για να τιμήσει και να προβάλει τους ανθρώπους που προώθησαν και προωθούν την ειρήνη, αυτό το δεύτερο βιβλίο ήταν για την καθημερινότητα. Αυτή την καθημερινότητα που πλάθει τη ζωή και εξελίσσει την ανθρωπότητα, με τους αγώνες ανώνυμων ανθρώπων σαν την Ζηνοβία και σαν τον Δημήτριο. Που διδάσκει ότι άνθρωποι με εκθαμβωτική ομορφιά σαν του Βαγγέλη, μπορεί να είναι πυροτεχνήματα στον κόσμο αυτό, που λάμπουν δυνατά και διαρκούν για λίγο. Και αν σήμερα ζούμε σε μια εποχή που οι «αστέρες» καλύπτονται κατά κόρον από τα φώτα της δημοσιότητας, πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι όλοι διάττοντες. Η ποιότητα και η διάρκεια είναι μέσα στις ταπεινές ανώνυμες υπάρξεις.

Ένοιωσε μια ζεστασιά στη καρδιά με αυτή την προοπτική. Ονειρευόταν να κάθεται στο γραφείο της, στο σπίτι της στη Πάφο και να ατενίζει τη θάλασσα, όπως ατένιζε τον ποταμό Γιάρρα στη Μελβούρνη. Εκεί ήταν μια πόλη πολύβουη που ταίριαζε με τη δυναμική ζωή που έκανε τότες. Εδώ το τοπίο είναι ήρεμο, ιδανικό για να την οδηγήσει στα βαθύτερα στρώματα του είναι της και να ανιχνεύσει τις λέξεις και τα νοήματα που θα την βοηθούσαν να εκφράσει αυτά που ήθελε να πει. Χαμογέλασε με αυτή την προοπτική.

Κοίταξε το ρολόι της. Ακόμα είχε τριάντα λεπτά μέχρι να έρθει η ώρα της αναχώρησης. Πλήρωσε και άρχισε να κατευθύνεται σιγά – σιγά μέχρι την πύλη επιβίβασης. Πρόσεξε ότι και μερικοί άλλοι κάθονταν εκεί διαβάζοντας και περιμένοντας.

Βολεύτηκε σε μια μοναχική θέση και συνέχισε να σκέφτεται. Ένοιωθε ωραία με την περισυλλογή της. Δεν ήταν σκόρπιες ανήσυχες σκέψεις. Ήταν μεστοί συλλογισμοί για το μέλλον της. Ασυναίσθητα άγγιξε την κοιλιά της. Πίστευε ότι ήταν έγκυος. Δεν είχε πάει ακόμα στο γιατρό και δεν το είχε πει σε κανένα. Ήθελε ο πρώτος που θα το μάθει να είναι ο Αλέξης και λογάριαζε να του το πει, μόλις θα τον έβλεπε. Μόνο που σκεφτόταν τη χαρά του, χαμογελούσε ευτυχισμένη.

Αυτό το ενδεχόμενο θα καθόριζε και το χρόνο επιστροφής τους στη Κύπρο. Θα ήθελε να γεννήσει το παιδί της στην Αυστραλία, που θεωρούσε ότι οι ιατρικές υπηρεσίες είναι πιο οργανωμένες και αργότερα να έρθουν στη Κύπρο. Έτσι η επιστροφή τους θα έπαιρνε τουλάχιστον 10 – 12 μήνες, χρόνος αρκετός για να ολοκληρωθεί και η κατασκευή του σπιτιού τους.  Ήταν βέβαιη ότι η Ελένη και ο πεθερός της θα έκαναν το παν ώστε όλα να είναι στην εντέλεια. Από αυτή την άποψη ένοιωθε μεγάλη ασφάλεια.

Όσο και αν της φαινόταν υπέροχο που θα γινόταν μητέρα, άλλο τόσο της φαινόταν περίεργο. Εκτός του γεγονότος ότι ουδέποτε προηγουμένως στη ζωή της είχε τέτοια επιθυμία, η ίδια δεν είχε γνωρίσει ποτέ την μητρική στοργή. Μια μέρα που μιλούσαν με τον Αλέξη και του ανάφερε τους φόβους της, εκείνος την ενθάρρυνε λέγοντάς της:

-Μην ανησυχείς η μητρική, καθώς και η πατρική αγάπη είναι έμφυτες. Είναι μια ιδιότητα που η φύση χαρίζει στα έμβια όντα της για να διαιωνίζονται τα είδη. Δες πώς σε μεγάλωσε εσένα ο πατέρας σου, μόνος του, μη γνωρίζοντας τίποτε. Και σε έκανε μια χαρά άνθρωπο. Λίγο κακομαθημένη φυσικά, αλλά δυνατή και ελεύθερη!

Αν και το κακομαθημένη, το είπε για να την πειράξει, ήξερε ότι κατά βάθος είχε δίκαιο. Ένοιωσε μια συγκίνηση στη καρδιά της στη σκέψη του πατέρα της, του πιο αγαπημένου ανθρώπου στη ζωή της μέχρι να γνωρίσει τον Αλέξη. Τώρα και τους δυο τους είχε στο ίδιο πάνθεο. Εκεί που στο μέλλον θα ήθελε να ανεβάσει και τα παιδιά που θα έκανε.

Εκείνη την ώρα ακούστηκε η ανακοίνωση για έναρξη της επιβίβασης. Οι επιβάτες φορώντας τις μάσκες τους και διατηρώντας απόσταση μεταξύ τους άρχισαν να προχωρούν κρατώντας τα διαβατήρια και τις κάρτες επιβίβασης.

-Ήρθε η ώρα σκέφτηκε, να αφήσω την Κύπρο και να συναντήσω τον Αλέξη στη Μελβούρνη. Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Από την μία χαίρομαι, από την άλλη λυπάμαι που θα αφήσω αυτό το τόπο, που μου χάρισε τόσες εκπλήξεις και μου άνοιξε τόσους ορίζοντες. Θα ξανάρθω όμως!

Μπαίνοντας στο αεροπλάνο, βρήκε γρήγορα τη θέση της. Ευτυχώς ήταν δίπλα στο παράθυρο και θα έβλεπε την απογείωση και το ταξίδι μέχρι το Ντουμπάι, που θα έκαναν στάση. Στο διπλανό κάθισμα ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος με πολύ ευγενική φυσιογνωμία. Αμέσως του συστήθηκε:

-Ονομάζομαι Ζήνα Βασιλόπουλος και ταξιδεύω για την Μελβούρνη του είπε.

-Ω, χαίρω πολύ, απάντησε ο ευγενικός κύριος. Το όνομά μου είναι Στυλιανός Νεοφύτου. Είμαι συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου και ταξιδεύω επίσης για την Μελβούρνη. Μένουν ο γιος μου με τη γυναίκα του εκεί και πάω να τους επισκεφθώ, αν και δύσκολοι καιροί για ταξίδια.

-Έχετε δίκαιο, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Θα πρέπει να προσέχουμε και να προσπαθούμε για το καλύτερο.

-Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Δεν ξέρω πόσο καιρό ακόμα θα ζήσω και θα ήθελα να τους χαρώ, τώρα που μπορώ.

Μέχρι να απογειωθεί το αεροπλάνο, είχαν πιάσει κουβέντα και η Ζήνα αισθάνθηκε ότι το ταξίδι της θα ήταν ευχάριστο.

-Είμαι τυχερή που θα ταξιδέψουμε μαζί του είπε. Η παρέα σας μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα.

-Το ίδιο θα πω και εγώ και για σας, γοητευτικότατη κυρία μου, απάντησε ο κύριο Νεοφύτου.

Και ενώ το αεροπλάνο ανέβαινε στους ουρανούς και περνούσε πάνω από τα σύννεφα οι δύο συνταξιδιώτες, διεύρυναν το πεδίο της γνωριμίας τους, απολαμβάνοντας την παρέα ο ένας του άλλου.

 

 

(Κεφάλαιο 29)

Αεροπορικό ταξίδι προς Μελβούρνη Αυστραλίας

Η Ζήνα μόλις πήρε το θάρρος του κυρίου Νεοφύτου του είπε ότι είναι ο δεύτερος με το όνομα Νεοφύτου που συναντά στη Κύπρο. Τότε εκείνος της έδωσε κάποιες εξηγήσεις για την προέλευση του ονόματος:

-Ο Νεόφυτος είναι τοπικός άγιος της Πάφου με μεγάλη εκτίμηση από τους κατοίκους. Συνήθως όσοι ονομάζονται Νεόφυτος κατάγονται από την επαρχία της Πάφου. Αξίζει τον κόπο να επισκεφθείτε ο μοναστήρι του λίγο έξω από τη πόλη της Πάφου. Είναι αρχαιότατο. Ο Άγιος Νεόφυτος που έζησε και αγίασε εκεί κατά τον 12ο αιώνα μ.Χ., έγραψε εκτεταμένα κείμενα που αφορούν την ιστορία της Κύπρου αλλά και άλλα σημαντικά γεγονότα της εποχής του.

-Δυστυχώς κατά την παραμονή μου στη Κύπρο πολύ λίγα πράγματα γνώρισα από τους θησαυρούς που υπάρχουν εδώ. Έπρεπε να τρέξω μια οικογενειακή υπόθεση, ένα μυστικό από το παρελθόν, κατακρίβεια.

-Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον!

Η Ζήνα για ένα πολύ παράξενο λόγο ένοιωθε πολύ άνετα με τον κύριο Νεοφύτου και χωρίς να καταλάβει πώς, του διηγήθηκε όλη την ιστορία της οικογένειάς της. Και κατέληξε λέγοντάς του την πρόθεσή της να γράψει δύο βιβλία: ένα για τους εργάτες της ειρήνης και ένα για την προγιαγιά της και τη ζωή που έζησε.

-Ξέρετε κύριε Νεοφύτου, συμπλήρωσε, την συγκεκριμένη περίοδο αυτά τα δύο θέματα με απασχολούν ιδιαίτερα. Θυμώνω με τον τρόπο που η κοινωνία αντιμετώπιζε και ακόμα αντιμετωπίζει τις γυναίκες και κάθε εγκυμοσύνη που γίνεται εκτός γάμου, εκτός δηλαδή του αποδεκτού πλαισίου που η κοινωνία καθορίζει. Και δυστυχώς αυτή την απόρριψη βιώνουν βασικά οι γυναίκες σαν να είναι μόνο αυτές οι συμμετέχουσες στη πράξη και στο αποτέλεσμα.

-Αγαπητή μου Ζήνα, υπήρξα για χρόνια καθηγητής κοινωνιολογίας αλλά έχω ενδιαφερθεί και μελετήσει και άλλους κλάδους, όπως αρχαιολογία και ιστορία. Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι τα θέματα που σας απασχολούν συνδέονται μεταξύ τους, έστω και αν φαίνονται διαφορετικά. Και εννοώ ο πόλεμος και η θέση της γυναίκας στη κοινωνία. Τα πάντα στη ζωή είναι συγκοινωνούντα δοχεία και αυτός ο κατακερματισμός σε ειδικότητες στην εποχή μας, πολλές φορές περιορίζει τη θέαση, καθώς επικεντρώνεται σε σημεία και όχι στην ολότητα.

-Πολύ ενδιαφέρον! Θα μπορούσατε να μου το εξηγήσετε περισσότερο.

-Βεβαίως. Πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, στην Ευρώπη αλλά και στη Κίνα, δηλαδή σε δύο πολύ απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη, έχουν φέρει στο φως πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας την Λίθινη εποχή και αργότερα για την εποχή του Χαλκού, κατά την οποία οι άνθρωποι είχαν οργανωθεί σε κοινωνίες και είχαν εγκατασταθεί σε συγκεκριμένο τόπο.

-Την Λίθινη εποχή, οι άνθρωποι ήταν βασικά τροφοσυλλέκτες, κατοικούσαν σε σπήλαια και μετακινούνταν για να κυνηγήσουν τα ζώα με τα οποία τρέφονταν. Αυτή τη περίοδο, λοιπόν, υπήρχε ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, γιατί κυνηγούσαν μαζί και τρέφονταν μαζί. Αυτό αποδεικνύεται από τις βραχογραφίες που βρέθηκαν σε διάφορές περιοχές που δείχνουν άνδρες και γυναίκες να κυνηγούν πλάι- πλάι. Επίσης από τάφους αυτής της εποχής είναι φανερό ότι επικρατούσαν τα ίδια ταφικά έθιμα για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Και τα δύο φύλα θάβονταν με τα όπλα τους και τις ίδιες τιμές. Από εξετάσεις που έγιναν σε οστά που βρέθηκαν έχει αποδειχθεί ότι τρέφονταν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Μοιράζονταν δηλαδή τους πόρους. Και για την εποχή που μιλούμε η τροφή ήταν το υπέρτατο αγαθό. Επίσης οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι έχουν διαπιστώσει από τις ίδιες εξετάσεις ότι οι γυναίκες σωματικά ήταν εξίσου δυνατές με ένα άνδρα ολυμπιακό αθλητή της εποχής μας.

-Αργότερα, όταν οι άνθρωποι οργανωθήκαν σε κοινωνίες και πλέον η κατάκτηση και η διαφύλαξη της γης και της περιουσίας τους, απέκτησαν μεγάλη σημασία για την επιβίωσή τους, τα πράγματα άλλαξαν εντελώς. Οι γυναίκες έμεναν στη κοινότητα, καλλιεργώντας τα χωράφια, γεννώντας και φροντίζοντας τα παιδιά τους, ενώ οι άνδρες εμπλέκονταν σε πολέμους για να προστατεύσουν την περιουσία τους ή να κατακτήσουν και άλλη. Έτσι ξεκίνησαν λοιπόν οι πόλεμοι. Όταν η κατοχή γης έγινε το σημαντικό αγαθό για την επιβίωσή του ανθρώπου.

-Πάρα πολύ ενδιαφέροντα αυτά που λέτε, κύριε Νεοφύτου. Για συνεχίστε. Τι έγινε λοιπόν τότε με τις γυναίκες; Πώς διαμορφώθηκε η θέση τους;

-Φαίνεται ότι η θέση των γυναικών τότε μειώθηκε σημαντικά, γιατί οι άνδρες ήταν αυτοί που διαφύλασσαν την κοινότητα από τους εχθρούς. Ο ρόλος τους ήταν πλέον καθοριστικός. Οι γυναίκες ασχολούνταν με εργασίες που δεν ανάπτυσσαν ιδιαίτερα τη μυϊκή τους δύναμη και σωματικά έγιναν πολύ πιο αδύνατες. Επίσης από εξέταση των οστών, που βρέθηκαν σε  τάφους αυτής της εποχής είναι φανερό ότι τρέφονταν και πολύ λιγότερο από τους άνδρες, βασικά φαίνεται ζούσαν με ότι περίσσευε από το γεύμα των ανδρών. Η ζωή σε κοινότητες διαμόρφωσε τις συνθήκες οι γυναίκες να κυοφορούν πιο συχνά και δυστυχώς πολλοί ήταν οι θάνατοι στις γέννες. Όλα αυτά υποβίβαζαν τη γυναίκα σε κατώτερο ον, με όλες τις συνέπειες που ακολούθησαν.

-Όπως και να το δεις, όπως και να το ερμηνεύσεις όλες αυτές οι εξελίξεις που περιγράφετε αδικούν κατάφορα τις γυναίκες. Παρόλα αυτά, ακούγοντάς σας έκανα ένα πολύ παράδοξο, θα μπορούσα να πω και αιρετικό συνειρμό, σε σχέση με τις υπάρχουσες δοξασίες.

-Πέστε μου, είμαι όλος αφτιά. Και πιστέψετέ με, μου αρέσουν πολύ οι ανορθόδοξες σκέψεις!

-Εγώ κύριε Νεοφύτου, δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου θρησκευόμενο άτομο. Παρόλα αυτά, θυμάμαι κάποιες θρησκευτικές ιστορίες από το σχολείο. Και μια από αυτές είναι η ιστορία του Αδάμ και της Εύας και γενικά το προπατορικό αμάρτημα. Είμαι βέβαιή ότι υπάρχουν πολλές ερμηνείες για το τι σημαίνει αυτός ο μύθος, όμως μόλις τώρα, ακούγοντάς σας, κατέληξα και εγώ σε μια:

-Όπως λέει η ιστορία, δόθηκε ο παράδεισος στους δύο αυτούς πρώτους ανθρώπους για να τον απολαμβάνουν με όλα τα αγαθά που περιλάμβανε. Αργότερα – και πάλι εδώ κατηγορούν τη γυναίκα – με ευθύνη της Εύας λοιπόν, δοκιμάζουν τον απαγορευμένο καρπό από το δένδρο της γνώσης και εκπίπτουν από το παράδεισο. Η Λίθινη εποχή, όπως την περιγράφετε, ίσως να αποτελεί τον παράδεισο, δηλαδή όλα ήταν για όλους και αργότερα όταν οι άνθρωποι απέκτησαν την επιθυμία της ιδιοκτησίας, της κατοχής δηλαδή για δικό τους όφελος κομματιού από τον παράδεισο, να τον έχασαν. Και εδώ θα κάνω ένα φεμινιστικό σχόλιο. Μια που και πάλι κατηγορούν τη γυναίκα για την απώλεια του παραδείσου, ας μην ξεχνούμε ότι ήταν όταν χάσαμε το παράδεισο που εξελιχθήκαμε σαν είδος.

-Πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αγαπητή μου Ζήνα. Δεν γνωρίζω αν συμφωνούν οι θεολόγοι μαζί σας, αλλά εμένα μου αρέσει! Ξέρετε πολλοί μύθοι της αρχαιότητας ασχολούνται με τα θέματα που έχουν να κάνουν με την εξέλιξη του ανθρώπου μέσα στους αιώνες. Φαίνεται ότι στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας διατηρούνται κάποιες αναμνήσεις και με μύθους, που καμιά φορά είναι συνταρακτικοί, γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθεί αυτή η εξέλιξη Έχετε υπόψη σας τον ελληνικό μύθο του Προμηθέα;

-Ίσως να μου το ανέφερε ο Αλέξης. Δεν θυμάμαι. Παρακαλώ πέστε μου. Είμαι όλη αφτιά.

-Ο Προμηθέας ήταν ένας Τιτάνας που βοήθησε το Δία, τον ύψιστο θεό των αρχαίων Ελλήνων να καταλάβει την εξουσία, αντίθετα με τους άλλους Τιτάνες που πολέμησαν εναντίο του. Στην συνέχεια όμως χάρισε στους ανθρώπους την φωτιά και τους δίδαξε πολλές επιστήμες, παρακούοντας το Δία, ο οποίος δεν ήθελε οι άνθρωποι να προοδεύσουν. Εδώ θα έλεγα ότι η φωτιά συμβολίζει τη γνώση, όπως και στο μύθο που ανέφερες εσύ, όπου οι πρωτόπλαστοι δεν δικαιούντο να φάνε από το δένδρο της γνώσης.  Για την πράξη του αυτή πάντως, ο Προμηθέας τιμωρήθηκε σκληρά από το Δία. Οι άνθρωποι, από την άλλη, με τα δώρα του Προμηθέα εξελίχθηκαν σαν είδος, αλλά έγιναν και έρμαια του πολέμου. Κατά κάποιο τρόπο και στους δύο μύθους η πρόοδος τους ανθρωπίνου γένους, με την εισαγωγή της γνώσης, επέφερε αντιδικίες και πολέμους. Είναι αυτό που λέμε, ουδέν κακό αμιγές καλού ή και το αντίθετο.

-Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Είναι μεγάλο θέμα να ερμηνεύει κάποιος τους μύθους της αρχαιότητας. Όμως έχετε δώσει μια άλλη διάσταση στο θέμα της ειρήνης για το οποίο προτίθεμαι να γράψω. Σαν δημοσιογράφος έχω μάθει να περιορίζομαι στα γεγονότα και απλά να τα περιγράφω. Είναι πολύ ενδιαφέρον όμως να ανατρέχεις σε μύθους και άλλα θέματα, που μέσα από τους αιώνες καθόρισαν και καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δημιουργείται ένα πεδίο διεύρυνσης σε έκταση αλλά και σε βάθος των καταστάσεων που προκαλούν τα γεγονότα, που σε διευκολύνει να έχεις μια πιο ολιστική άποψη. Ίσως έτσι να κατανοήσω καλύτερα τον κόσμο γύρω μου και να έχω εισηγήσεις να κάνω, αντί απλά να επικρίνω.

-Είστε εξαιρετική Ζήνα. Μπράβο σας. Για όλα υπάρχει η αιτία και το αποτέλεσμα. Α να, φτάσαμε στο Ντουμπάι. Θα αλλάξουμε αεροπλάνο εδώ.

-Ναι θα πρέπει να κατεβούμε. Ελπίζω να είμαστε και στην άλλη πτήση μαζί.

-Βέβαια! Να το επιδιώξουμε. Έτσι το ταξίδι δεν θα μας φανεί τόσο μακρινό.

Μετά από μια αναμονή μερικών ωρών, επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο για το ταξίδι προς στην Αυστραλία. Είχε ήδη βραδιάσει. Αφού έφαγαν το γεύμα που τους πρόσφεραν, φόρεσαν τις μάσκες τους και προσπάθησαν να κοιμηθούν. Όσο μπορεί να κοιμηθεί κανείς σε μια καρέκλα αεροπλάνου, φορώντας τη μάσκα του. Κάποιοι με ακουστικά στα αφτιά παρακολουθούσαν ταινίες, από τις εκατοντάδες επιλογές που πρόσφερε η αεροπορική εταιρεία, στη μικρή οθόνη απέναντί τους.

Η Ζήνα παρατήρησε για μια στιγμή τους συνταξιδιώτες της. Ένα ανώνυμο πλήθος από  ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης, διαφορετικών φύλων, διαφορετικών φυλών και ηλικιών, στοιβαγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, πραγματικά σαν σαρδέλες, να διασχίζουν τους ουρανούς από το ένα σημείο του πλανήτη στο άλλο.

-Είμαι τυχερή σκέφτηκε που έχω δίπλα μου τον κύριο Νεοφύτου. Ένα τόσο μακρινό ταξίδι μες τη μοναξιά είναι δύσκολο.

Το αεροπλάνο ταξίδευε ανατολικά και έτσι δεν άργησε να ξημερώσει. Η Ζήνα σήκωσε λίγο το σκίαστρο του παραθύρου της για να μην ενοχλήσει τους γύρω της και κοίταξε έξω. Πετούσαν πάνω από τα σύννεφα, που απλώνονταν από κάτω αφρώδη και απαλά. Πολλές φορές, από μικρή, όταν ταξίδευε με το αεροπλάνο και κοίταζε τα σύννεφα, ήθελε να ξαπλώσει επάνω τους και να βυθιστεί στην αγκαλιά τους.

-Άραγε θα με κρατήσουν, σκέφτοταν ή θα πέσω στη γη! Αν με κρατήσουν όμως θα είναι το πιο υπέροχο συναίσθημα!

Γύρω  απλωνόταν ένα γλυκό φως. Το φως του ήλιου που χάιδευε τα σύννεφα και έστελνε ελπίδες και ζωογόνο δύναμη προς τη γη.

-Κάτω από τα σύννεφα θα έχει σκοτεινιά, συλλογίστηκε. Οι άνθρωποι θα είναι βυθισμένοι στην καθημερινότητα και τα προβλήματά τους και ξεχνούν πως πάνω από τα σύννεφα ο ήλιος λάμπει και μόλις αυτά μετακινηθούν λίγο θα τους φωτίσει με την λάμψη του. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε το φως, έστω και αν δεν το βλέπουμε. Αυτό είναι πάντα εκεί.

Εκείνη την ώρα τα φώτα του αεροπλάνου άναψαν και οι αεροσυνοδοί άρχισαν να μοιράζουν το πρόγευμα. Ο κύριος Νεοφύτου άνοιξε τα μάτια του και καλημέρισε τη Ζήνα. Εκείνη σήκωσε εντελώς πλέον το σκίαστρο από το παράθυρο και απολάμβανε το υπέροχο θέαμα της ανατολής πάνω από τα σύννεφα.

Αφού τελείωσαν το πρωινό και φορέσαν τις μάσκες τους, άρχισαν να κουβεντιάζουν και πάλι. Η Ζήνα είπε στο κύριο Νεοφύτου για τους συνειρμούς που έκανε σχετικά με το φως και τα σύννεφα.

-Ξέρετε, του είπε, δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τα αεροπορικά ταξίδια για τον συνωστισμό που βλέπετε γύρω σας και τον περιορισμό σε ένα τόσο μικρό χώρο. Όμως η μαγεία του να ταξιδεύεις πάνω από τα σύννεφα και να διασχίζεις τόσο μεγάλες αποστάσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι μαγική. Νικάς την βαρύτητα και κάνοντας παρέα με τον ήλιο και το φως.

-Πολύ ποιητική περιγραφή! Πρώτη φορά την ακούω. Συνήθως οι άνθρωποι είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους ή στις φοβίες τους. Εσείς όμως παρατηρείτε τον κόσμο γύρω σας. Για αυτό πιστεύω είστε μια καλή δημοσιογράφος.

-Αλήθεια, πώς βλέπετε την εποχή που ζούμε σήμερα; Αυτή τη φρενίτιδα που έγινε η καθημερινότητά μας στον αστερισμό του κορωνοϊού;

-Η ανθρωπότητα έχει βιώσει πανδημίες πολλές φορές, μάλιστα λέγεται ότι ζούμε μια, τέτοιας έκτασης, κάθε εκατό χρόνια. Και αν κρίνουμε από την προηγούμενη που ήταν η Ισπανική γρίπη, έχουν περάσει περίπου εκατό χρόνια. Φυσικά είναι η πρώτη φορά που υπάρχει τέτοια παγκοσμιοποίηση, που οι άνθρωποι ταξιδεύουν τόσο πολύ και μεταδίδουν τον ιό τόσο ευρέως και με μεγάλη ταχύτητα. Είναι βέβαια και η πρώτη φορά που κυκλοφορούν τόσα εμβόλια και οι κυβερνήσεις -τουλάχιστον οι δυτικές – κάνουν τόσες προσπάθειες να τον περιορίσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο. Γιατί όσοι περιορισμοί και να μπουν πάντοτε επαφίεται στο άτομο αν θα συναινέσει ουσιαστικά για να προστατεύσει τον εαυτό του και τους άλλους.

-Έχετε δίκαιο. Επανερχόμαστε πάντοτε στην προσωπική ευθύνη και στην ατομική ηθική.

-Αυτό που λέτε είναι απόλυτα σωστό. Οι άνθρωποι συνήθως υπακούουν από φόβο ή δεν υπακούουν από αντίδραση. Σπάνια η ηθική απέναντι στη κοινωνία καθορίζει την συμπεριφορά και τις αποφάσεις τους. Και όμως αν θα θέλαμε να είμαστε μια ευτυχισμένη κοινωνία θα έπρεπε να έχουμε ενσυναίσθηση και ευαισθησία για την ευημερία των γύρω μας.

-Ανοίγετε μεγάλα θέματα, κύριε Νεοφύτου. Η γενική άποψη είναι ότι η ηθική γύρω μας είναι διαβρωμένη και επικρατεί το κακό και η διαφθορά. Δεν διαφωνώ σε γενικές γραμμές. Όμως για να διατηρείται ο κόσμος και να έχουμε επιβιώσει σαν είδος μέχρι σήμερα, σημαίνει ότι έστω και στο ελάχιστον, το καλό νικά το κακό. Διαφορετικά θα είχαμε εξαφανιστεί.

-Σε αυτό έχετε δίκαιο. Άσχετα αν μας βομβαρδίζουν καθημερινά με κακές ειδήσεις, υπάρχουν πολλά θετικά που γίνονται σε αυτό το κόσμο και καλά θα κάνουμε να επικεντρωνόμαστε και σε αυτά. Εσείς σαν δημοσιογράφος θα μπορούσατε να συμβάλετε σε αυτό.

-Αυτός είναι ο στόχος μου γράφοντας ένα βιβλίο για τους εργάτες της ειρήνης. Πάντοτε θυμάμαι και έχω υπόψη μου ένα ντοκιμαντέρ που είδα για την δημιουργία του σύμπαντος. Έλεγε ότι μετά το big bang, τη μεγάλη έκρηξη δηλαδή, η ενέργεια άρχισε να μετατρέπεται σε σωματίδια ύλης και αντιύλης. Τα σωματίδια της ύλης μόλις έρθουν σε επαφή με τα σωματίδια της αντιύλης εξουδετερώνονται. Και παρόλο που δημιουργήθηκε περίπου ο ίδιος αριθμός και από τα δύο είδη ύλης, για να υπάρχει ο κόσμος σήμερα, σημαίνει ότι σε ένα τεράστιο αριθμό σωματιδίων αντιύλης, υπήρξε ένα περισσότερο σωματίδιο ύλης. Και χάρη σε αυτό το ένα επιπλέον σωματίδιο ύλης, υπάρχουμε εμείς οι δύο και καθόμαστε εδώ και τα κουβεντιάζουμε.

-Με εντυπωσιάζετε Ζήνα, με τους συνειρμούς και τη συσχέτιση που κάνετε με τα πάντα γύρω σας.

-Μα ο κόσμος είναι μια ολότητα. Δεν αποτελείται από διάσπαρτες μονάδες. Για αυτό αν καταστρέψουμε τη φύση γύρω μας θα καταστρέψουμε και τους εαυτούς μας. Όσοι μπορούμε, θα πρέπει να το φωνάξουμε αυτό. Όσο λίγο και να ακουστούμε θα είναι αρκετό για να νικήσουμε την αρνητική ενέργεια που θέλει να καταστρέψει τη ζωή.

-Πραγματικά είναι μια ευλογία που σας συνάντησα. Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα πιο ενδιαφέρον ταξίδι. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν τόσες ώρες.

-Πριν λίγες μέρες συζητούσαμε με τον Αλέξη αν οι άνθρωποι και τα γεγονότα που συναντούμε στη ζωή μας είναι αποτέλεσμα τύχης ή είναι μοιραία. Δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε συμπέρασμα. Μπορεί να μην μάθουμε ποτέ, φτάνει όμως να μπορέσουμε να τα αξιοποιήσουμε. Και στη δική μας περίπτωση νομίζω το καταφέραμε τα μέγιστα.

-Έχετε δίκαιο. Από τις συζητήσεις μας σε αυτό το ταξίδι, βγαίνω πιο κερδισμένος και πιο αισιόδοξος για το μέλλον του κόσμου και του πλανήτη μας.

-Και εγώ κύριε Νεοφύτου, έχω διευρύνει τις γνώσεις μου. Έχετε δώσει μια άλλη διάσταση για το κόσμο γύρω μου και τη σχέση του με τους μύθους των προγόνων μας. Πόσο θα πρέπει να εμβαθύνουμε σε αυτές τις ιστορίες!

-Δεν θα δυσκολευτείτε να το κάνετε. Είμαι βέβαιος!

Εκείνη την ώρα ο κυβερνήτης του αεροσκάφους ανακοίνωσε την άφιξή τους στη Μελβούρνη. Η Ζήνα κοίταξε από το παράθυρο και είδε τα περίχωρα της πόλης της, με τις ομοιόμορφες μονοκατοικίες και τους πράσινους κήπους. Εδώ που βρισκόταν το αεροδρόμιο, έξω από το κέντρο της πόλης, δεν υπήρχαν ψηλά κτήρια και πολυκατοικίες. Ένοιωσε μια συγκίνηση στη καρδιά της. Επέστρεφε στη πατρίδα της. Θα συναντούσε τον Αλέξη και θα του έλεγε για την εγκυμοσύνη της.

-Έφυγα, σκέφτηκε ένας άλλος άνθρωπος και επέστρεψα σοφότερη και πιο δυνατή. Ήταν ένα ευλογημένο ταξίδι που μου άλλαξε τη ζωή. Συναντήθηκα με τους προγόνους μου και έμαθα από αυτούς. Έχω μπροστά μου πολλά έργα να επιτελέσω. Και ότι και να συμβεί θα παλέψω. Για την ευτυχία και για ένα καλύτερο κόσμο. Όσο μπορώ. Σαν την Ζηνοβία.

Το αεροπλάνο άρχισε την κατάβαση για την προσγείωση. Αυτό το ταξίδι τελείωσε. Ένα άλλο αρχίζει.

 

Άγιος Νεόφυτος

Προμηθέας

 

(Κεφάλαιο 30) Επίλογος

Όλους αυτούς τους μήνες, μέσα από ένα καλειδοσκόπιο παρακολουθήσαμε τις ζωές  της Ζηνοβίας και της Ζήνας. Ίσως να ταυτιστήκαμε κάποιες στιγμές, ίσως να προβληματιστήκαμε, ίσως να συγκινηθήκαμε. Δεν έχει σημασία. Οι δυο αυτές γυναίκες οι οποίες συντρόφευαν την καθημερινότητα μας, μας δίδαξαν κάποια πράγματα που αναδύθηκαν μέσα από το σύμπαν της ανθρώπινης γνώσης, εκεί που φυλάγονται όλα όσα έγιναν και όλα όσα θα γίνουν. Εκεί επέστρεψαν και αυτές. Θα υπάρχουν πάντοτε στο κόσμο των ιδεών γιατί διαβάζοντας την ιστορία τους και προφέροντάς τα ονόματά τους, τις καταστήσαμε υπαρκτές.

Αισθάνομαι ότι οφείλω να σας δώσω κάποιες εξηγήσεις για το πώς η ιστορία αυτή ξεκίνησε και άσχετα με την εξέλιξη που πήρε, που πολλές φορές λειτουργούσε αυτόματα και εθελούσια εκ μέρους των πρωταγωνιστών, είχε ένα έναυσμα από τις αναμνήσεις της δική μου ζωής.

Η μητέρα μου ονομαζόταν Βασιλεία και ο πατέρας μου Κώστας. Η μητέρα μου καταγόταν από το χωριό Στατός της Πάφου και ο πατέρας μου από το χωριό Μαραθόβουνος της Μεσαορίας. Ήταν και οι δυο άνθρωποι φτωχοί, ιδιαίτερα η μητέρα μου, όμως πολύ φιλομαθείς και φιλοπρόοδοι. Η μητέρα μου μόλις είχε φοιτήσει μέχρι την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου και μάλιστα διακεκομμένα γιατί έπρεπε να φροντίζει τα μικρότερά της αδέλφια, όταν οι γονείς της πήγαιναν στις αγροτικές εργασίες. Ο πατέρας μου, από την άλλη, είχε τελειώσει το δημοτικό με άριστα. Επειδή ήταν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου, του είχε απονεμηθεί το μετάλλιο της Βασίλισσας Βικτώριας, εκ μέρους της αποικιοκρατικής κυβέρνησης. Δυστυχώς δεν τον έστειλαν να φοιτήσει στο γυμνάσιο, αν και κανονικά θα μπορούσαν να το κάνουν από οικονομικής άποψης. Το είχε μεγάλο παράπονο σε όλη του τη ζωή.

Όταν ήμασταν μικρές με την αδελφή μου, η μητέρα μου μας έλεγε πολλές ιστορίες από τη ζωή της και από αυτές που είχε ακούσει από τη δική της μητέρα. Εμένα με μάγευαν αυτές οι ιστορίες και καθόμουν και τις άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον. Συχνά της ζητούσα να τις επαναλάβει, νομίζοντας ότι θα τις θυμόμουν πάντοτε με όλες τις λεπτομέρειες. Δυστυχώς, η ζωή με δίδαξε αργότερα, ότι η χοάνη του χρόνου σβήνει τις μνήμες. Εκείνος ο πλούτος εμπειριών που αποκομίσαμε όλοι από τα παιδικά μας χρόνια, ισοπεδώνεται σιγά – σιγά και παραμένει μια θολή ανάμνηση.

Τις ώρες που η μητέρα μου σιδέρωνε, καθόμασταν στο πάτωμα και εκείνη μας απάγγελνε τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη: «Η Χιώτισσα» και «Η 9η Ιουλίου». Παρόλο που τα είχαμε ακούσει δεκάδες φορές, πάντα της ζητούσαμε να τα επαναλαμβάνει. Εκείνη τότε, που τα ήξερε απέξω, με το θούριο ύφος που χαρακτήριζε τους ποιητάρηδες της εποχής, τα απάγγελε για το χατίρι μας δυνατά και καθαρά.

Ο πατέρας μου από την άλλη ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, χαμηλών τόνων που εργαζόταν μέχρι αργά. Το βράδυ όμως που επέστρεφε στο σπίτι, αφού εμείς είχαμε ξαπλώσει, ερχόταν στο δωμάτιό μας και μας διάβαζε ιστορίες από ένα βιβλίο που είχε πολλούς μύθους από την αρχαία Ελλάδα. Εμένα μου άρεσε περισσότερο ο μύθος της Αταλάντης και έτσι του ζητούσα να μας τον διαβάζει συχνά.

Ανάμεσα στις ιστορίες που μας έλεγε η μητέρα μου, ένα γεγονός που μου είχε κάμει μεγάλη εντύπωση ήταν η ιστορία που είχε ακούσει και η ίδια από τη δική της μητέρα και αφορούσε το ταξίδι των χωριανών της, ανδρών και γυναικών, στη Μεσαορία για να βοηθήσουν στο θερισμό και να πληρωθούν. Με τα δεδομένα της εποχής, τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, μου φαινόταν πολύ δύσκολο ταξίδι, όπως θα πρέπει να ήταν φυσικά.

Κάποιες άλλες ιστορίες που μας διηγόταν με τρόμαζαν και τις διατήρησα στη μνήμη μου σαν αποτρόπαιες πράξεις, που ήταν όμως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής. Αναφέρομαι στον εξαναγκασμό γυναικών που κυοφορούσαν εκτός γάμου, να εξαφανίσουν τα παιδιά που γεννούσαν είτε σκοτώνοντάς τα είτε αφήνοντας τα να πεθάνουν από την πείνα. Η παιδική μου ψυχή προσπαθούσε πάντοτε να βρει μια διέξοδο, ώστε τα πράγματα να μην φαντάζουν τόσο φρικτά, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε. Ο Δημήτριος, μέσα από τις σελίδες του «Μυστικού της Ζηνοβίας», ήρθε να δώσει τη λύση που έψαχνα απελπισμένα στα παιδικά μου χρόνια.

Από την άλλη, ο Βαγγέλης ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν αδελφός της γιαγιάς μου Λαζαρούς, μητέρας του πατέρα μου από ο Μαραθόβουνο. Άκουγα από πολύ μικρή για αυτόν γιατί φαίνεται ότι η οικογένειά του δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τον πρόωρο  θάνατό του. Την εκδοχή ότι τον σκότωσε μια αγαπημένη του στη προσπάθειά της να τον κρατήσει κοντά της, την έμαθα πρόσφατα από κάποιες ξαδέλφες μου. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά σίγουρα από άγνοια έτσι λειτουργούσαν πολλοί άνθρωποι της εποχής, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν αυτά που ήθελαν.

Θέλησα, γράφοντας το Μυστικό της  Ζηνοβίας να σμίξω όλες αυτές τις οικογενειακές ιστορίες και παράλληλα να τιμήσω τους γονείς μου. Εδώ θα σας εκμυστηρευθώ μια πολύ προσωπική ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια, που κατά κάποιο τρόπο μου επέβαλε το καθήκον να κάμω κάτι για την οικογένειά μου. Έχουν περάσει από τότε πάρα πολλά χρόνια, αλλά παρέμεινε στη μνήμη μου σαν μια επιταγή που θα έπρεπε να πραγματώσω.

Ήμουν λοιπόν γύρω στα έξι. Είχα μόλις πάει στο δημοτικό σχολείο. Πριν πάω στο δημοτικό σχολείο, ζούσα σε ένα πολύ προστατευμένο περιβάλλον και οι μόνες εμπειρίες που είχα ήταν στην αυλή του σπιτιού μου, να παίζω με την αδελφή μου. Το μέσο μαζικής επικοινωνίας που είχαμε τότε ήταν ένα ραδιόφωνο που βασικά, εκτός από τις ειδήσεις, ίσως μερικά τραγούδια και καμιά παιδική εκπομπή, δεν έλεγε και πολλά. Καμία σχέση δηλαδή με τα σημερινά παιδιά που βομβαρδίζονται από χιλιάδες ειδήσεις και πληροφορίες. Η ψυχή μου ήταν ένα άγραφο βιβλίο. Το σχολείο υπήρξε για μένα μια κοσμοϊστορική αλλαγή. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από την αυλή μας και υπήρχαν και τόσα πολλά πράγματα να μάθω και να σκεφτώ.

Μια μέρα λοιπόν, εγέρθηκε μέσα μου το υπαρξιακό ερώτημα:

-Γιατί γεννήθηκα, γιατί γεννήθηκα σε αυτή την οικογένεια και σε αυτό το τόπο; Τι ήρθα να κάνω σε αυτή τη γη;

Θεώρησα ότι ο μόνος που θα ήξερε να μου απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις θα ήταν ο Θεός. Γνώριζα φυσικά ότι ο Θεός κατοικεί στους ουρανούς και ο ουρανός είναι ψηλά, πάνω από τα κεφάλια μας.

Στην αυλή του σχολείου μας είχαμε πολλές ελιές. Σε ένα από τα διαλείμματα, πήγα και στάθηκα κάτω από μια ελιά. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό και υπέβαλα την ερώτησή μου στο Θεό, ακριβώς όπως την αναφέρω πιο πάνω.

Περίμενα με υπομονή και ο Θεός απάντησε μέσα στο κεφάλι μου λέγοντάς μου τα εξής:

-Δεν είναι η πρώτη φορά που γεννήθηκες. Έχεις ξαναγεννηθεί. Ήρθες σε αυτή την οικογένεια για να τους βοηθήσεις ( ή να τους κάνεις ευτυχισμένους).

Ίσως να υπήρχαν πιο πολλά λόγια και λεπτομέρειες που δεν θυμάμαι. Το βασικό νόημα όμως ήταν αυτό. Χαρούμενη εγώ που πήρα μια σαφή απάντηση από το Θεό, πήγα στο σπίτι και τα είπα όλα στη μητέρα μου. Εκείνη ήταν μάλλον αρνητική.

-Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα, μου είπε. Η θρησκεία μας δεν τα δέχεται.

Εγώ όμως ήξερα σίγουρα ότι αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε ο Θεός στα ερωτήματά μου. Δεν την επανέλαβα σε κανένα άλλο τότε, αλλά ούτε και την ξέχασα. Μετά, όταν μεγάλωσα, έμαθα ότι υπάρχει μια τέτοια θεωρία για επανάληψη της γέννησης των ψυχών, σε διαφορετικά σώματα, σε άλλες θρησκείες. Τότε όμως εγώ δεν γνώριζα τέτοιες θεωρίες. Η απάντηση αυτή ήρθε αυτούσια και αυθεντική στο παιδικό, αγνό μυαλό μου.

Πάντοτε όμως με προβλημάτιζε εκείνο το: «Ήρθες σε αυτή την οικογένεια για να τους βοηθήσεις( ή να τους κάνεις ευτυχισμένους)». Δεν θεωρούσα ότι έκανα ποτέ κάτι ιδιαίτερο για να βοηθήσω τους γονείς μου. Αντίθετα, με το ανεξάρτητο του χαρακτήρα μου, ένοιωθα ότι πολλές φορές τους δυσκόλευα.

Τα χρόνια περνούσαν και παρόλο που δεν μπορώ να πω ότι σκεφτόμουν συχνά αυτή τη παιδική μου εμπειρία, κάπου στο βάθος υπήρχε εκείνο ότι δεν πρόσφερα κάτι ιδιαίτερα θετικό στους γονείς μου, όπως μου είχε πει ο Θεός.

Γράφοντας λοιπόν σήμερα αυτές τις ιστορίες, αισθάνομαι ότι τιμώ τη μνήμη τους και ζωντανεύω το πνεύμα τους, εκεί που είναι, όπου και να είναι.

Αφιερώνω λοιπόν το «Μυστικό της Ζηνοβίας» στους γονείς μου Κώστα και Βασιλεία, που μέσα στην ανωνυμία και την αφάνειά τους στο πέρασμά τους από αυτή τη ζωή, υπήρξαν δύο ξεχωριστοί άνθρωποι. Αυτό το ταξίδι όμως και αυτή η εμβάθυνση στο κόσμο των προγόνων με έκαμε να καταλάβω ότι η κληρονομική γραμμή της ζωής δεν είναι άσχετη με αυτό που είμαστε και μέσα σε αυτό το πλαίσιο θέλω να τιμήσω όλους αυτούς που προϋπήρξαν.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, που έδωσαν ένα πολύ σημαντικό πολιτισμό, από τους σημαντικότερους της ανθρώπινης φυλής πάνω στη γη, πίστευαν ότι για να υπάρξει ένας νεκρός μετά θάνατο θα πρέπει να προφέρεται το όνομά του. Το ίδιο θεωρώ ότι πρεσβεύει και η θρησκεία μας, αναφέροντας το όνομα του νεκρού στους σταυρούς στους τάφους και επαναλαμβάνοντάς το στα μνημόσυνα. Έτσι και εγώ στα γραφόμενά μου επαναλαμβάνω τα ονόματα των προγόνων μου για να δώσω υπόσταση στη μνήμη και στην ύπαρξή τους σε αυτή τη γη και ίσως πάρα πέρα.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω εσάς που με ακολουθήσατε σε αυτό το ταξίδι, και να σας παρακαλέσω να πάρετε λίγο χρόνο να γράψετε τις εντυπώσεις και τα σχόλιά σας, όπως αυθόρμητα θα βγουν από μέσα σας. Τα λόγια αυτά θα είναι σίγουρα η πιο σημαντική βοήθεια για μένα για το μέλλον.

 

 

Βασίλης Μιχαηλίδης

Αταλάντη

Οι πιο κάτω παραπομπές αφορούν προηγούμενες ιστορίες που ασχολούνται με την οικογένειά μου και διαβάζοντάς τις θα κατανοήσετε καλύτερα και το πιο πάνω κείμενο.

Το ψωμί

Το σπίτι με τους πλίνθους

Ο Βαγγέλης

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *