
1974
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 09/09/2020
Back to Blog
22 Απριλίου 1974
Οι άνθρωποι που τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο
Οι άνθρωποι που αγωνιούν, που πνίγονται
Μια ανοιξιάτικη αυγή τα χάνεις όλα.
Αναζητάς λίγο οξυγόνο και πνίγεσαι
μες τη δύσπνοια του εαυτού σου.
Κτίσαμε τη ζωή μας πάνω σε μια ελπίδα
κι εκείνη μας πρόδωσε σαν μια γυναίκα δημόσια.
Η μαύρη μοίρα, η κακιά μοίρα,
Ω πόσο μας αγαπά όλους!
Πόσο μας πληγώνει η μοναξιά μας!
Είναι άσχημη η πίκρα που νοιώθω.
Δεν θέλω να ΄μαι μόνη.
Απόψε – κι ας λάμπει ο ήλιος –
εγώ θέλω αγάπη,
θέλω ανθρώπους κοντά μου.
Είχες ποτέ μέσα στον πυρετό σου ρίγος;
Ας είναι ένα παιδί, ένα μωρό
να μου κρατάει συντροφιά!
Πόσο βαριά είναι τα σωθικά μου!
Αποσπάσματα από ημερολόγιο
15 Ιουλίου 1974
Σήμερα τα πυροβόλα βρόντηξαν και γέμισαν τον αέρα με μπαρούτι. Σήμερα ένας ήλιος λαμπρός και πυρωμένος φώτιζε τη γη. Σκληρές ακτίνες κτυπούσαν την άσφαλτο που γυάλιζε. Τα τανκς περνούσαν, το ένα πίσω απ΄ τ΄ άλλο, όργωναν το δρόμο με το βάρος τους και πήγαιναν να σκοτώσουν…………
23 Ιουλίου 1974
Οι λέξεις δύσκολα βγαίνουν… Μέσα σε πέντε μέρες δύο πόλεμοι, χιλιάδες κορμιά ριγμένα στη θάλασσα, αίμα που χύθηκε για να δούμε το όνειρό μας να πεθαίνει. Ονειρευτήκαμε μια χαραυγή μέσα σ’ ένα χρυσό φως, μια γαλάζια θάλασσα και ελπίδες συσσωρευμένες μες την αγάπη. Θέλαμε, ποθούσαμε σ’ όλη μας τη ζωή ν’ αγγίξουμε τη λύτρωση στο γαλάζιο σου ακρογιάλι, πατρίδα μου. Ελπίζαμε να περάσουμε ξανά ανάμεσα στους λεμονανθούς για να δούμε τις βάρκες να λικνίζονται στα ήσυχα νερά του λιμανιού σου, πατρίδα μου.
Και τώρα μας λεν πως τα τανκς σάρωσαν τη νεραϊδένια ομορφιά σου, τώρα μας ανακοινώνουν πως λέρωσαν την αμόλευτη θάλασσά σου πτώματα παλικαριών δεκαοκτώ χρονών.
Μη με ρωτάτε ποιος πέθανε και ποιος ζει. Μη με ρωτάτε αν είναι εχθρός ή φίλος… Μη με ρωτάτε αν κλαίω ή αν πονώ.. Μόνο πέστε μου, σας ικετεύω πέστε μου, θα ξαναδούν τα μάτια μου το λιμανάκι της Κερύνειας; Θα ξαναδούν τον ήλιο να τρυπώνει στα γαλάζια νερά και να γράφει σερενάτες με το κύμα…
3 Αυγούστου 1974
Είδα απόψε ένα έργο στην τηλεόραση. Και γελούσα…. Φοβάμαι που γελούσα. Είναι τόσο φοβερό να γελάς σαν ζεις ένα πόλεμο. Το γέλιο σου μοιάζει με κραυγή αγωνίας, ένα μαντευτικό κρώξιμο της πιθανής αυριανής σου καταστροφής. Μες απ’ το γέλιο σου βλέπεις φόνους, λεηλασίες και απάνθρωπους βιασμούς. Δε θέλεις να είσαι το αυριανό θύμα, δε θέλεις άλλα θύματα, θέλεις ειρήνη, γαλήνη και ανθρωπιά..……..
28 Αυγούστου 1974
Τέλειωσαν τα όνειρα, χάθηκαν οι ελπίδες. Τι να πρωτοζητήσουμε τώρα που όλα πνίγηκαν μέσα σε ένα σύννεφο από αίμα. Θεέ μου πώς κύλησε το αίμα τούτες τις μέρες!! Η καταστροφή μας πλάκωσε και σάρωσε τον κόσμο μας…………
22 Δεκεμβρίου 1974
Το να ‘ναι Χριστούγεννα
πρέπει ν’ ‘χει κάποιο νόημα,
κάτι να σημαίνει.
Πρέπει μες τι καρδιές μας
να σταλάξει για λίγο το βάλσαμο,
να μας δροσίσει
η ελπίδα της λύτρωσης.
Μα τίποτε……
Φέτος τα Χριστούγεννα
δεν έχουμε καρδιά
για να δεχτεί ελπίδες
δεν έχουμε χείλι
για να γελάσει
δεν έχουμε όνειρα………
Μαζεύουμε
χαλίκι, χαλίκι
την πίκρα
την άρνηση
τη βιασμένη μας αξιοπρέπεια
και δε μοιρολογούμε.
Απέναντι ειν’ ο Πενταδάκτυλος
είναι τα όνειρα
είναι ένα λιμανάκι
κάτι σκοτωμένες ελπίδες
που τις ξεκοκαλίζουν οι γλάροι
κάτι λαβωμένα ιδανικά
που γονατίζουν και σκύβουν.
Έτσι είναι φέτος η «χαρά»…
Έτσι, γιατί τόσα χρόνια
δεν το κατορθώσαμε
να μάθουμε στην ψυχή μας
την ΠΙΣΤΗ
25 Δεκεμβρίου 1974
Τι να ‘ναι τούτα τα Χριστούγεννα
τα φετινά;
Τι να ‘ναι τούτος ο Άης Βασίλης
ο εγκλωβισμένος;
Τι να ‘ναι τούτες οι φάτνες
τα τσαντίρια;
Τι να ‘ναι τούτα τα παιδιά
τα προσφυγόπουλα;
Τι να ‘ναι τούτες οι ελπίδες
οι χαμένες;
Πώς γίνετε Χριστέ μου φέτος
να γεννήθηκες;
Κι όμως, Χριστέ μου
πιο βρώμικη φάτνη
απ’ τη γη μας σήμερα
δε θα βρεθεί ποτέ
για να λυτρώσεις
με τη θυσία σου.
Σε χρειαζόμαστε Χριστέ μου
τώρα που δεν σε πιστεύουμε
τώρα που δεν σε αγαπούμε
τώρα που σε χάσαμε
τώρα
τώρα σε θέλουμε.
31 Δεκεμβρίου 1974
Να μπορούσα να περπατήσω
να φτάσω στο τέρμα
κι ακόμα παρέκει
στο τέλος του κόσμου
στο άπειρο.
1 Ιανουαρίου 1975
Άνοιξα την πόρτα
και έδιωξα το 1974.
Στ’ ανάθεμα
χρόνε του πόνου
χρόνε του θανάτου
της πίκρας, της προσφυγιάς
της σφαγής……
Στ’ ανάθεμα 1974.
Είθε χρονιές σαν τη δική σου
να μην ξανάρθουν ποτέ!
Τα καλά σου
πνίγηκαν
μες την θύελλα των κακών σου
μες το ποτάμι των συμφορών σου.
Εσένα 1975
δεν το τολμώ
να σε καλωσορίσω
φοβάμαι να σου χαρίσω
ελπίδες…
Είναι τόσο βαθύ
το βούρκο των πάντων
που δεν μπορώ
να σε εμπιστευτώ
δεν έχω τη δύναμη.
Έξω έχει πυροβολισμούς.
Πυροβολούν.
Από χαρά
από λύτρωση
ποιος ξέρει;
……………
Όμως Θεέ μου
δεν το ξέρουν
πως δεν έχουμε
τη δύναμη
ν’ ακούμε
σφαίρες…
9 Ιανουαρίου 1975
Σαν δέσποζαν στον ουρανό τ’ αεροπλάνα
τα βομβαρδιστικά
σαν δέσποζαν στην ατμόσφαιρα οι ήχοι
οι θανατεροί
τότε το ‘λεγες πως η ύπαρξή σου
είναι ασήμαντη.
Γονάτιζε η ψυχή μας – το θυμάμαι –
και λέγαμε – θέλαμε να το πούμε –
πως ήταν όνειρο.
Το να πεθάνεις
δεν είναι τόσο φρικτό
όσο να πονέσεις
να καείς…
Θυμάμαι το βράδυ
με την ατέλειωτη σιγή
τα εμβατήρια στο ράδιο
την ασφυκτική αγωνία.
Και το άλλο το βράδυ
με τα πολυβόλα που φώναζαν
και τις καρδιές μας που κτυπούσαν
Δεν έχει αναπαμό ο πόλεμος
δεν έχει ανάσα.
Και ύστερα ήρθε η ήττα.
Η βαριά, ασήκωτη ήττα.
Κι’ ήρθαν τα λεωφορεία με τους στρατιώτες
τους βωβούς στρατιώτες
και η καρδιά τρελάθηκε.
Η προσφυγιά
σέρνεται στους κάμπους
και τα χωριά μας
-τα απομείναντα χωριά μας –
ο ήλιος καίει τρελά
στήνει άσεμνους χορούς
πάνω στα τσουρουφλισμένα βουνά μας
στα ακρωτηριασμένα παλικάρια μας
τις βιασμένες κόρες μας.
Αναίσθητος ο ήλιος
Φωτίζει με το ίδιο πάθος
τη ματωμένη χώρα μας.
Ήτανε πρωινό – θυμάμαι –
σαν τον αντίκρισα.
Πεντάμορφος, ολόχρυσος
δροσερός, ξυπνούσε
μέσα απ’ την ελαφριά πάχνη
ο Πενταδάκτυλος, ο τουρκοπατημένος.
Και ο νους δεν κρατιέται
Πετά, πάει μακριά
σ’ ένα λιμανάκι
μια αψεγάδιαστη ομορφιά
μια Κερύνεια.
Ύστερα δεν το θες
μα το ξέρεις
πως θα ‘ταν αναπαμός να δακρύσεις.
Κι όμως, τον κρατάς τον πόνο σου
το κρατάς το δάκρυ σου
για μια μελλούμενη χαρά
μια ελευθερία, μια ειρήνη…………
15 Ιανουαρίου 1975
Πέρα από το φαλακρό βουνό
ήταν οι φωτιές
μες τις αρτηρίες το αίμα
έκαιε, βογκούσε
το ράδιο επαναλάμβανε, απαίσια
ασταμάτητα:
Έκτακτο πολεμικό ανακοινωθέν…
Τόνιζε ξανά, ανεπανόρθωτα
«αι ημέτεραι δυνάμεις
αναδιπλούνται ομαλώς…»
Και οι καρδιές σταματούσαν
τα μάτια δεν ήθελαν να βλέπουν
η αγωνία έπνιγε…
Το αίμα…
Ω Θεέ μου, πώς πηδούσε το αίμα!
Ήθελα να το αφήσω να τρέξει
να λυτρωθώ……
Τα αυτοκίνητα
τα ατέλειωτα αυτοκίνητα
οι σκόνες
οι στρατιώτες
ο φόβος ο βασιλιάς.
Τα πάντα ψέματα, ψέματα, ψέματα.
Μα το χώμα το ιερό
ψέματα!
Ψέματα το ράδιο
ψέματα οι φωτιές
ψέματα η αγωνία.
Ψέματα…
Κλάμα στεγνό
λυγμοί σιωπηλοί…
Ψέματα!!
Το φωνάζω, το νοιώθω.
Ψεύτικες οι λέξεις
ψεύτικα τα νοήματα.
Τα πάντα ένα ψέμα.
Το αίμα…
Κάμε Θεέ μου
το αίμα
ν’ αργοκυλήσει στις φλέβες μου
κάμε την καρδιά μου ν’ αναπαυτεί
κάμε το χείλι μου να γελάσει
κάμε το στόμα να μιλήσει
κάμε, Θεέ μου, κάμε
να ΄ναι όλα ψέματα…
(πόσο φρικτή είναι η αλήθεια σήμερα)!
3 Μαρτίου 1975
Δεν μπορείς ν’ αντικρίσεις
το μέλλον
δίχως φόβο,
δεν μπορείς να χαρίσεις
ελπίδα στο αύριο
δεν μπορείς
να αναπολήσεις το χθες,
δεν μπορείς να ζήσεις στο σήμερα,
δεν μπορείς.
Σε ρουφά ο πόλεμος,
η αγωνία,
η πίκρα – δική και ξένη –
η αμφιβολία
το άγχος.
Η δύναμη……
Πού ‘ναι η δύναμη;
Σε ποιες ευθείες τη χάσαμε,
σε ποιες παράλληλες μας ξέφυγε;
Δεν τον μπορώ τον κόρο.
Τον κόρο τούτο της ύλης
και το απύθμενα δυσανάλογο
κενό του πνεύματος.
Μια αναγούλα
με τυλίγει.
Ο πόλεμος, η απελπισία
το ανέλπιδο αύριο…
Μέχρι πού θα πάμε;
Πού θα φτάσουμε;
Γη μας, πατρίδα μας,
σώσε μας,
γλύτωσέ μας.
Πονάω γη, πονάω……
Πονάω κι αηδιάζω.
13 Μαρτίου 1975
Ανάθεμα…
Κατάρα!!!
Η κοινωνία πικρή, κυνική
ποντίζει τα πάντα
σκοτώνει την ομορφιά,
την αρχοντιά.
Στρόβιλοι, κύκλοι
κι άγριοι άνεμοι
η ψυχή μου.
Φωτιά η σκέψη μου.
Μαρτύριο η απόφασή μου:
Συμβιβασμός, συμβιβασμός…………
Αντιλαλεί στο άπειρο
Στους άδειους τοίχους του κόσμου
στην ασήμαντη, μικρή κοινωνία.
Παίρνει τα βουνά η απόφασή μου
κατεβαίνει σε φαράγγια
και φωνάζει:
Συμβιβασμός, συμβιβασμός.
Άνθρωποι, μικροί, πρόστυχοι,
φρικτά παραδομένοι
σεβαστείτε!!
Σεβαστείτε! Την ομορφιά,
την παρθενιά, την αγριάδα.
Σεβαστείτε την άνοιξη την αμόλευτη
και τη σκέψη τη λεύτερη.
Σεβαστείτε!
Μην βεβηλώνετε πια, μη ………
Μετά σιγά – σιγά προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε να ζήσουμε τη ζωή σαν φυσιολογικοί άνθρωποι, που δε συντρίφτηκε η ζωή τους μέσα στις μυλόπετρες του πολέμου. Και καλά κάναμε. Γιατί η ζωή δεν είναι για να την κλαις. Είναι για να την αντιμετωπίζεις. Και η μεμψιμοιρία σε τίποτε δεν ωφελεί.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ένα οικονομικό θαύμα, αλλά στην Κύπρο ακόμα δε λύθηκε το κυπριακό πρόβλημα.
Οι νέες γενεές δεν καταλαβαίνουν και κατά βάθος ίσως καλύτερα που δεν μπορούν να καταλάβουν, τον ανθρώπινο σπαραγμό που ζήσαμε τότε. Σημασία έχει να κοιτάξουμε το μέλλον και να ευχηθούμε ποτέ, κανείς ποτέ, να μην ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Κανείς να μη δει τις παράλληλες γραμμές που καθορίζουν την ευρύτητα της ύπαρξής του και το στίγμα του στον πλανήτη γη, να συνθλίβονται.
Και όμως, αυτό συμβαίνει συνεχώς. Στον πλανήτη που ζούμε, άνθρωποι χάνουν καθημερινά την ταυτότητά τους από σκληρές δοκιμασίες και φρικτές καταστροφές. Όμως δέστε, εμάς, μπορούν να ορθοποδήσουν!
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε το εκλεκτό δημιούργημα του Θεού. Και μπορούμε να αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας. Αυτό είναι το ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτηριστικό μας.
Βγάζω από το συρτάρι αυτά τα ποιήματα γιατί είναι ιστορία. Και τα προσφέρω στις νέες γενεές. Την ιστορία είναι πάντα χρήσιμο να την μαθαίνουν οι νέοι.
Δεχθείτε την ταπεινή συνεισφορά μου.
13 Μαρτίου 2011
Αν επιθυμείτε να διαβάσετε σχετικές πληροφορίες για το 1974 μπορείτε να ακολουθήστε τον σύνδεσμο πιο κάτω:
Συνταρακτικά!
Ναι για μας που τα ζήσαμε ήταν συνταρακτικές εμπειρίες. Δυστυχώς σε κάποια μέρη του κόσμου, τα ζουν και τώρα.
Μαύρες ημέρες και ανεξίτηλες στη μνήμη μας. Ήμουν παιδί τότε αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τα δάκρυα του πατέρα μου στο άκουσμα της τραγικής αυτής είδησης. Μετά βέβαια κατάλαβα βλέποντας και ακούγοντας τις οδυνηρές συνέπειες
Πάντα έλεγα και πάντοτε θα λέγω ότι ο πόλεμος είναι το χειρότερο από τα κακά. Δεν είναι μόνο οι φοβερές καταστροφές, δεν είναι οι νεκροί και οι ξεριζωμοί, δεν είναι μόνο οι αγνοούμενοι, είναι και ότι η ανθρώπινη φύση βρίσκει μέσα στο χάος την ευκαιρία να εκδηλώσει την χειρότερη μορφή της! Σε ένα πόλεμο οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να συμπεριφερθούν σαν τέρατα. Σίγουρα όχι όλοι, αλλά εκείνοι που το κάνουν σπιλώνουν την ανθρωπότητα διαχρονικά, μέσα στους αιώνες. Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή, είναι ποτέ μα ποτέ να γίνει ξανά πόλεμος. Ανεδαφικό, θα μου πείτε. Μα έχω δικαίωμα να το ευχηθώ.
Maria mou, I had missed this post from you and I have just seen it. It’s a scream of pain against the world! It reminded me of my own pain at the time(I think that we are of similar age) but your work is very, very good. Why don’t you publish it? As you say, the youth need to be told about all this and without such writing, all they know about is Brad Pitt and Beyonce!
Αντρέα μου
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Είναι τιμή για μένα τα λόγια σου. Όμως ειλικρινά πιστεύεις ότι αν αυτά τα ποιήματα εκδοθούν, θα βρεθούν νέοι που θα τα αγοράσουν και θα τα διαβάσουν; Πολύ αμφιβάλλω. Ίσως κάποτε εκδώσω όλα τα γραφόμενά μου, απλά σαν υστεροφημία του περάσματός μου από αυτό το κόσμο. Είναι όμως μια πολυδάπανη και δύσκολη υπόθεση.