
Η γέφυρα που διέσχισε το χρόνο
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 13/02/2022
Back to Blog
Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι χρόνος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου για να κατανοεί τη ζωή του. Όλα τα γεγονότα συμβαίνουν κατά κάποιο τρόπο ταυτόχρονα, αλλά εμείς για να μπορούμε να τα παρακολουθούμε, έχουμε καθορίσει την έννοια του χρόνου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια και ούτε μπορώ να πω ότι αντιλαμβάνομαι πώς λειτουργεί. Για την ιστορία όμως που θα σας διηγηθώ έχει σημασία και ένα βαθύτερο νόημα.
Η Σωτηρούλα γεννήθηκε στο χωριό Μαραθόβουνος, της επαρχίας Αμμοχώστου, αρχές της δεκαετίας του 1940. Εκεί πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Αργότερα όλη η οικογένεια μετανάστευσε στην Αυστραλία.
Όταν έγινε ο πόλεμος του 1974, χιλιάδες άνθρωποι έφυγαν από τα χωριά τους και άφησαν τα σπίτια τους, συμπεριλαμβανομένων και των κατοίκων του Μαραθόβουνου. Μέσα στο κάθε σπίτι που εγκατέλειψαν, είχαν ζήσει πολλές στιγμές της ζωής τους και σε κάθε γωνιά του ήταν αποθηκευμένα τα όνειρα και οι ελπίδες τους. Μετά από την παρέλευση τόσων χρόνων και την εξάλειψη κάθε φυσικού στοιχείου που τα αποτελούσε θα έλεγε κανείς πως έχει αλλοιωθεί εντελώς η ταυτότητα αυτών των τόπων. Υπάρχουν όμως οι αναμνήσεις των ανθρώπων και όσο αυτές οι αναμνήσεις ζουν, παραμένει ζωντανή και η ύπαρξή του σπιτιού και του χωριού τους.
Οι αναμνήσεις της Σωτηρούλας διατηρούν ζωντανό το σπίτι της γιαγιάς της, έστω και αν σήμερα στη θέση του δεν υπάρχει τίποτα, έστω και αν κάθε πέτρα που το αποτελούσε κονιορτοποιήθηκε. Μέσα από τη διήγηση που ακολουθεί θα συνοδεύσουμε και εμείς τη Σωτηρούλα καθώς κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι και μαζί της θα του δώσουμε ζωή και διάρκεια στο χρόνο.
Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα για τη μικρή Σωτηρούλα. Θα ερχόταν η γιαγιά της η Λαζαρού να την πάρει στο σπίτι της για να κοιμηθεί ένα βράδυ μαζί της. Σηκώθηκε πρωί – πρωί φόρεσε το φόρεμά της με τα μπλε λουλουδάκια, έβαλε τα κόκκινα παπούτσια που της είχε φέρει από τη Λευκωσία ο θείος Βενιζέλος και έτρεξε στη μητέρα της. Η Μιλιά (από το Αιμιλία) τάιζε το μικρότερο αδελφό της το Γιάννη. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η μαμά της με το Γιάννη και της ζήτησε να την κτενίσει. Τα μαλλιά της Σωτηρούλας ήταν ξανθά και τα μάτια της ανοιχτόχρωμα. Έμοιαζε στη γιαγιά της, τη Λαζαρού. Η Μιλιά της έφτιαξε τη χωρίστρα στη δεξιά πλευρά και έπιασε τα μαλλιά της στο πλάι με ένα κοτσιδάκι.
Κάθισε στην είσοδο του σπιτιού της και περίμενε τη γιαγιά της. Η γιαγιά Λαζαρού δεν άργησε να έρθει. Είχε και εκείνη την ίδια αγωνία με την εγγονή της. Ήθελαν και οι δύο να περάσουν τη μέρα μαζί.
-Γιαγιά, ρώτησε η Σωτηρούλα, πριν φύγουν, θα μου πεις δύο παραμύθια για να κοιμηθώ μαζί σου απόψε;
-Θα σου πω, μην ανησυχείς απάντησε η γιαγιά.
Η γιαγιά Λαζαρού ήταν ψηλή γυναίκα, ευθυτενής με φαρδιούς ώμους. Όταν ήταν νέα τα μαλλιά της ήταν ξανθά και τα μάτια της γαλάζια. Τώρα τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει. Φορούσε μαύρα ρούχα και μαντήλι στο κεφάλι γιατί ήταν χήρα. Ο άνδρας της ο Γιαννής είχε πεθάνει νέος, λίγους μήνες μετά τη γέννηση της Σωτηρούλας.
Περπατούσε λοιπόν η Σωτηρούλα με τη γιαγιά της στους δρόμους του χωριού. Όλοι οι χωριανοί που έβρισκαν τους χαιρετούσαν και άλλοι έπιαναν κουβέντα μαζί τους. Η Σωτηρούλα χοροπηδούσε χαρούμενη.
-Ψες ήρθαν ο Βενιζέλος και ο Κώστας από τη Λευκωσία και θα πρέπει να πλύνουμε τα ρούχα τους.
-Θα βοηθήσω και εγώ, προθυμοποιήθηκε η Σωτηρούλα.
Οι δύο από τους θείους της, γιατί η Σωτηρούλα είχε συνολικά τέσσερεις θείους από την πλευρά της μητέρας της, ζούσαν και δούλευαν στη Λευκωσία. Είχαν νοικιάσει ένα δωμάτιο στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Κασσιανού και έμεναν εκεί. Ο ένας έφτιαχνε παπούτσια και ο άλλος πουκάμισα. Κάποτε πήγαινε και η γιαγιά και έμενε μαζί τους για να τους φροντίσει, αλλά δεν της πολυάρεσε. Προτιμούσε το χωριό της.
Σαν έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς, η Σωτηρούλα το κοίταξε με θαυμασμό. Ήταν ψηλό και πολύ μεγαλύτερο από το δικό τους. Μπαίνοντας μέσα, στα αριστερά, ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που είχε μέσα τα κρεβάτια των θείων της, ένα ερμάρι και ένα τραπέζι στενόμακρο, με ένα μεγάλο καθρέφτη στο τοίχο από πάνω του. Ο καθρέφτης ήταν ακριβώς απέναντι από την πόρτα και έτσι η Σωτηρούλα μπαίνοντας, έβλεπε τον εαυτό της να καθρεφτίζεται. Με νάζι κρατούσε το φόρεμά της και καμάρωνε τα λουλουδάκια που είχε πάνω. Στεκόταν στις μύτες των ποδιών της και έβλεπε τα κόκκινα παπούτσια της και χαιρόταν πολύ για την εμφάνισή της. Ψηλά στο τοίχο είχε μία σουβάντζα (ράφι) που είχε πάνω στολισμένα σε σειρά πιάτα, ζωγραφισμένα με πετεινούς (κόκορες). Εδώ η Σωτηρούλα έκανε μία στάση. Τους κοίταζε προσεκτικά, έβλεπε τις πολύχρωμες ουρές τους, τα κόκκινα λειριά τους, τα φύλλα και τα λουλούδια που τους περιβάλλανε στο γείσο του πιάτου και έφτιαχνε ιστορίες με το μυαλό της. Εκείνος ο κόκορας στο τρίτο πιάτο από δεξιά, με το κίτρινο κεφάλι, σίγουρα ήταν κακός. Το βλέμμα του ήταν άγριο, ενώ ο άλλος, στο δεύτερο πιάτο, με το μπλε κεφάλι, φαινόταν καλός.
-Άραγε πού είναι οι κότες; Διερωτήθηκε.
Ρώτησε μια φορά τη γιαγιά της, αλλά δεν πήρε απάντηση.
Στο πιο μέσα δωμάτιο, που ήταν το κελάρι του σπιτιού, υπήρχε ένας κορυποστάς (στασίδι για κορύπες – πήλινα δοχεία για νερό). Το νερό το κουβαλούσαν στα σπίτια και το αποθήκευαν εδώ. Από πάνω σκέπαζαν τις στάμνες αυτές, για να μένει καθαρό. Πάνω από τον κορυποστά ήταν κρεμασμένα τα κοφίνια με τα ψωμιά. Η γιαγιά ζύμωνε μια φορά την εβδομάδα και φύλαγε εδώ ψηλά το ψωμί για να μην μπορούν να το φτάσουν τα ποντίκια και να μένει καθαρό. Στη μια άκρη ήταν το σέντε (αποθηκευτικός χώρος). Ήταν δίπατος, με μαρμάρινο πάτωμα (είδος μαρμάρου, κυπριακής προέλευσης). Στο ψηλότερο επίπεδο, η γιαγιά φύλαγε το σιτάρι και το κριθάρι, τοποθετημένα, ξεχωριστά, στις δύο άκρες. Στο κάτω επίπεδο φύλαγε σε μεγάλα δοχεία, τα χαλούμια της, τα λουκάνικα, το λάδι και πολλά άλλα τρόφιμα που φρόντιζε να διατηρούν στο κελάρι τους, για να τρώνε όλο το χρόνο. Η Σωτηρούλα έβλεπε αυτό το μεγάλο χώρο γεμάτο τρόφιμα και σκεφτόταν ότι η γιαγιά της ήταν πλούσια και είχε πολλά φαγητά.
Στο βάθος, πίσω από το κελάρι, ήταν άλλα δωμάτια, κλειστά και πολύ σκοτεινά, που η Σωτηρούλα φοβόταν να επισκεφθεί. Ήταν τα δωμάτια που έμενε, όταν ζούσε, ο παππούς ο Τύλληρος με τη γυναίκα του, τα πεθερικά της γιαγιάς Λαζαρούς, που ήταν και οι αρχικοί ιδιοκτήτες του σπιτιού.
Μπροστά από το μεγάλο δωμάτιο, ήταν ο ηλιακός. Αυτός ήταν ένας χώρος ανοικτός από την πλευρά της αυλής, για να φωτίζεται από τον ήλιο. Τον έκλειναν με ψηλά ξύλινα κάγκελα για να μην μπαίνουν στο σπίτι τα πρόβατα που είχαν στους στάβλους τους. Από το γάλα που έπαιρναν από αυτά τα ζώα η γιαγιά έφτιαχνε τα χαλούμια και τις αναράδες (μυζήθρες) της. Αυτές τις έβαζε σε μικρά ξύλινα ερμαράκια που είχαν όλες τις πλευρές τους επενδυμένες με λεπτό συρμάτινο πλέγμα, αρμαρολούδες όπως τις έλεγαν, ώστε να αερίζονται και να λιάζονται και τις κρεμούσαν στο ξύλινο φράκτη. Η γιαγιά έκαμνε τόσα πολλά χαλούμια και αναράδες, που πουλούσε και στους χωριανούς.
Στα αριστερά του ηλιακού ήταν ακόμα ένας χώρος με μαρμάρινο πάτωμα, σε ακανόνιστα σχήματα, όχι τετραγωνισμένα όπως στα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Εδώ φύλαγαν τις τροφές για τα ζώα, όπως ρόβιν (είδος δημητριακού για τα ζώα) και ροβάσιερον (άχυρο από στελέχη ροβιού).
Η Σωτηρούλα αφού περιπλανήθηκε σε όλα τα αυτά τα δωμάτια, αποφάσισε να προχωρήσει προς την τραπεζαρία. Έσκυψε από την πόρτα και κοίταξε μέσα. Στο τραπέζι καθόταν ο θείος ο Σταυρής και έτρωγε αβγά, χαλούμι και λουκάνικα. Ο θείος Σταυρής ήταν ο μεγάλος της θείος. Όπως είπαμε είχε τέσσερεις θείους. Ο μεγάλος ήταν ο Σταυρής, δεύτερος ήταν ο Πατσουρής (Παναγιώτης), ύστερα ο Βενιζέλος και ο μικρότερος ήταν ο Κώστας. Οι τρεις μεγαλύτεροι θείοι της ήταν ψηλοί και ξανθωποί, όπως τη γιαγιά Λαζαρού. Η μητέρα της, η Μιλιά και ο θείος Κώστας, ήταν πιο κοντοί και πιο καστανοί, έμοιαζαν του παππού Γιάννη που είχε πεθάνει. Έμεινε να κοιτάζει τον θείο που έτρωγε, αλλά δεν μπήκε στο δωμάτιο. Ντρεπόταν.
Το δωμάτιο αυτό δεν το αποκαλούσαν τραπεζαρία στο σπίτι της γιαγιάς της, το έλεγαν «τζι (εκεί) μέσα που τρώμε». Όπως έβλεπε κρυφά από την πόρτα, παρατήρησε την πιατοθήκη, που ήταν τοποθετημένη στη μια πλευρά του τοίχου, που εκτός από τα πιάτα περιείχε και τα μαχαιροπίρουνα. Στον απέναντι τοίχο ήταν τοποθετημένες οι καρέκλες και το τραπέζι στο μέσο του δωματίου.
Η Σωτηρούλα ήθελε να πάει στη γιαγιά της που βρίσκονταν στην κουζίνα και έτσι μπήκε στην τραπεζαρία, χαιρέτισε ντροπαλά το θείο της και έτρεξε να βρει τη γιαγιά της.
Η κουζίνα, μαειρκό (μαγειρείο), όπως την έλεγαν περιείχε μία σειρά από εστίες (νισκιές) για να μαγειρεύουν. Ήταν κτισμένες αρκετά ψηλά, ώστε να μη χρειάζεται να σκύβουν. Από κάτω έβαζαν ξύλα να καίνε και έτσι έψηναν τα φαγητά τους. Στο τέλος ήταν μια πιο μεγάλη εστία στην οποία τοποθετούσαν ένα μεγάλο χαρτζί (καζάνι), που έβραζαν το νερό για το πλύσιμο των ρούχων και για να κάνουν μπάνιο. Στο ίδιο καζάνι, έβραζαν και το γάλα για να φτιάξουν χαλούμια και αναράδες. Βρήκε τη γιαγιά της να πλένει τα ρούχα στη μεγάλη πέτρινη στρογγυλή γούρνα που βρισκόταν στα δεξιά της κουζίνας.
-Γιαγιά να σε βοηθήσω πρότεινε η Σωτηρούλα.
-Είναι ψηλά, δε φτάνεις εδώ πάνω, είπε η γιαγιά. Πήγαινε να μαζέψεις τα αβγά από τη γύστη (κοτέτσι).
Αυτή η δουλειά άρεσε πολύ στη Σωτηρούλα. Πήρε ένα μικρό καλάθι, έτρεξε έξω στην αυλή και μπήκε στο πρώτο από τους δύο στάβλους που είχε το σπίτι της γιαγιάς της. Εδώ στην άκρη έμεναν οι κότες μαζί με το γαϊδούρι. Γαϊδούρι είχαν όλα τα σπίτια του χωριού για να μεταφέρουν το νερό και να πηγαίνουν στα χωράφια. Η Σωτηρούλα μάζεψε τα αβγά από τις κότες, μίλησε λίγο με το γάιδαρο και πριν πάει στο σπίτι, επισκέφθηκε τον διπλανό στάβλο που φύλαγαν τα πρόβατα. Τώρα ήταν άδειος γιατί ο θείος Πατσουρής είχε πάρει το κοπάδι να βοσκήσει έξω στους κάμπους. Ο θείος Πατσουρής φρόντιζε τα πρόβατα και όταν θα παντρευόταν θα τα έπαιρνε μαζί του. Εκείνο που εντυπωσίαζε τη Σωτηρούλα, σε αυτό το στάβλο, ήταν ότι η στέγη του σταματούσε σε ένα σημείο και δημιουργείτο ένα κενό, για να μπαίνει το φως και να μην είναι σκοτάδι.
Θυμήθηκε μια μέρα, σε μια άλλη επίσκεψή της στη γιαγιά, που είδε πώς άρμεγαν τα πρόβατα. Τα μάζευαν όλα σε μια άκρη της αυλής και η γιαγιά καθόταν στη μέση με ένα μεγάλο πήλινο δοχείο, που το έλεγαν γαλευτήρι και με τη βοήθεια του θείου Βενιζέλου, τα άρμεγε ένα – ένα. Ο θείος κρατούσε την προβατίνα και η γιαγιά άρμεγε, πιέζοντας ρυθμικά τους μαστούς του ζώου. Μετά τα έβαζαν πίσω στο στάβλο. Η Σωτηρούλα αγαπούσε πολύ τα μικρά αρνάκια και όταν γεννούσαν οι προβατίνες πήγαινε, τα αγκάλιαζε και έπαιζε μαζί τους.
Στην αυλή ήταν ο φούρνος και δύο γούρνες για να πίνουν τα ζώα νερό. Η μία ήταν μεγάλη, σε ακανόνιστο σχήμα για τα πρόβατα και η άλλη μικρή (βουρνί) για να πίνουν οι κότες. Παρόλο που είχαν τόσα ζώα η αυλή της γιαγιάς της ήταν καθαρή, γιατί κάθε μέρα τη σκούπιζε.
Μέχρι να επιστρέψει στην κουζίνα η Σωτηρούλα η γιαγιά είχε τελειώσει την μπουγάδα της και βγήκε έξω στην αυλή να απλώσει τα ρούχα.
-Βάλε πιάτα στο τραπέζι και θα φάμε σε λίγο, είπε στη Σωτηρούλα. Βάλε τέσσερα. Ο Σταυρής έχει ήδη φάγει, ο Πατσουρής είναι στο κάμπο, θα φάμε εμείς, ο Βενιζέλος και ο Κώστας.
Η Σωτηρούλα χαρούμενη έστρωσε το τραπέζι. Ήταν ενθουσιασμένη που θα έτρωγε μαζί με τους θείους της. Της έλεγαν και ιστορίες από τη Χώρα (Λευκωσία) και της έκαναν όλα τα χατίρια. Ήταν και οι δυο τους πολύ καλοί μαζί της. Είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία στο Βενιζέλο αλλά αγαπούσε και το Κώστα πολύ. Ο θείος Κώστας είχε κτυπήσει όταν ήταν μικρός και του είχε μείνει μία δυσμορφία στο δεξί ώμο. Αυτό όμως δεν άλλαζε τίποτε στο γλυκό χαρακτήρα του. Η γιαγιά της, της είχε πει ότι είχε τελειώσει το δημοτικό με άριστα και του έδωσαν το μετάλλιο της Βασίλισσας Βικτώριας. Δυστυχώς, όμως δεν πήγε γυμνάσιο, παρόλο που θα το ήθελε πολύ. Μελετούσε όμως μόνος του.
Αυτοί οι δύο θείοι της ήταν πολύ φιλομαθείς και προοδευτικοί. Άρεσε πολύ στη Σωτηρούλα να είναι μαζί τους.
Το απόγευμα η γιαγιά της έφτιαξε χαλούμια και αναράδες (μυζήθρες). Έβρασε το γάλα στο μεγάλο καζάνι για αρκετή ώρα και αρχικά έφτιαξε τα χαλούμια. Μετά από τα υπολείμματα που έμειναν στο καζάνι έφτιαξε τις αναράδες. Τα έβαλε να στεγνώσουν πάνω σε ένα ξύλο με βαθουλώματα το οποίο είχε ένα αυλάκι για να φεύγουν τα υγρά (ο νωρός, όπως το έλεγαν). Το υγρό αυτό το μάζευαν, το ένωναν με τα πίτουρα και έφτιαχναν τροφή για τις κότες ή και τους χοίρους, όταν είχαν. Η γιαγιά είπε στη Σωτηρούλα να βάλει το στόμα της κάτω από το αυλάκι για να πιει η ίδια το υγρό, που ήταν πολύ νόστιμο, αλλά εκείνη δεν ήθελε.
Το βράδυ, πήγαν να ξαπλώσουν στο κρεβάτι της γιαγιάς που βρισκόταν στο ανώγι.
-Γιαγιά θα μου πεις για το παππού το Γιάννη; παρακάλεσε η Σωτηρούλα.
-Τι να σου πω; Ήταν ο άντρας μου, ήταν πολύ καλός και ευγενικός άνθρωπος. Του άρεσε να διασκεδάζει. Είχε πολλούς φίλους. Ήταν τσαγκάρης και είχε το μαγαζί του, δίπλα από το σπίτι σας. Στο κύριο δρόμο του χωριού, απέναντι από το χάνι. Έρχονταν στο μαγαζί του άνθρωποι από όλα τα γύρω χωριά, μέχρι από τα χωριά της Κερύνειας, για να τους φτιάξει ποδίνες (μπότες). Άφηναν το γάιδαρό τους στο χάνι και πήγαιναν στον παππού. Κάθε μεσημέρι, κάποιο έπρεπε να φέρει στο σπίτι για φαγητό. Εγώ τους τηγάνιζα αβγά, χαλούμι, λουκάνικα, ότι είχα τελοσπάντων. Το σπίτι αυτό ήταν δικό του. Πέθανε όμως νέος…
Τα μάτια της γιαγιάς βούρκωσαν και η Σωτηρούλα το πρόσεξε.
-Πες μου γιαγιά τα παραμύθια που μου υποσχέθηκες, της άλλαξε αμέσως θέμα.
Έτσι η γιαγιά άρχισε να διηγείται και σιγά – σιγά η Σωτηρούλα αποκοιμήθηκε. Στο ύπνο της είδε το κακό το πετεινό, να βγαίνει από το πιάτο και να την κυνηγά, αλλά ήρθε ο παππούς ο Γιάννης και τον έδιωξε.
Το πρωί που ξύπνησε, η γιαγιά Λαζαρού είχε σηκωθεί. Άκουγε φασαρία από κάτω και θυμήθηκε ότι θα ερχόταν και η μητέρα της να ζυμώσουν ψωμιά. Ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε στην κουζίνα.
Και τι δε γινόταν εκεί. Η γιαγιά ζύμωνε σε μια μεγάλη σκάφη, τοποθετημένη σε ένα σκαμνί σε μια γωνιά της κουζίνας και η μητέρα της έφτιαχνε τα ψωμιά και τα έβαζε σε ένα μακρύ ξύλο με βαθουλώματα (περίπου 10) για να «μπουν» (να φουσκώσουν) και να πάρουν σχήμα, μέχρι να τα πάρουν στο φούρνο, που ήταν αναμμένος έξω στην αυλή. Ο αδελφός της ο Γιάννης, κοιμόταν σε μια καρέκλα.
-Να βοηθήσω, να βοηθήσω, προθυμοποιήθηκε η Σωτηρούλα.
-Έλα να φτιάξεις τις γλισταρκές, της είπε η μητέρα της.
Της έδωσε ένα κομμάτι ζυμάρι και της έδειξε να το σχηματίζει σε μακριά μπαστούνια, να τα περιτυλίγει σε σουσάμι και αρχικά να φτιάχνει ένα μεγάλο κύκλο. Στη συνέχεια, έβαζε πιο μικρά μπαστούνια οριζόντια και κάθετα, μέσα στο κύκλο, σχηματίζοντας ένα πλέγμα. Αυτές ήταν οι γλισταρκές. Τις τοποθετούσε σε ταψιά για να ψηθούν τελευταίες, μετά τα ψωμιά, όταν ο φούρνος θα κρύωνε αρκετά ώστε να μείνουν μέσα, μέχρι να ξεραθούν και να γίνουν τραγανές.
Το πήγαινε – έλα στο φούρνο, η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, η επιτυχής κατασκευή των γλισταρκών από την ίδια, έκαναν τη Σωτηρούλα πολύ ευτυχισμένη. Αισθανόταν ότι όλος ο κόσμος βρισκόταν εδώ, στο σπίτι της γιαγιάς της.
Όταν αργότερα κάθισαν να φάνε πρόγευμα, δοκίμασαν το ζεστό ψωμί και φρέσκα αναρή (μυζήθρα) με το μέλι, η Σωτηρούλα αποφάσισε ότι δε θα ξεχνούσε ποτέ, μα ποτέ αυτή τη μέρα. Θα την κρατούσε ζωντανή όσα χρόνια και να περνούσαν. Αυτή ήταν η αληθινή ζωή της γιαγιάς της, του χωριού της, αλλά και της καταγωγής της.
Η ιστορία αυτή γράφτηκε με βάση της αναμνήσεις της Σωτηρούλας από το χωριό της και το σπίτι της γιαγιάς της. Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου στην ξαδέλφη Σωτηρούλα, που διέσωσε αυτές τις στιγμές στη μνήμη και την καρδιά της, ώστε να μπορέσω εγώ να τις καταγράψω με την ελπίδα ότι θα μείνουν για τις επόμενες γενεές.
Τα πιάτα με τους πετεινους! Πόσες αναμνήσεις! Ας είσαστε καλά η Σωτηρούλα και εσύ που ξανσζωντανεψατε αυτόν τον όμορφο κόσμο! Και αν ο νους ταξιδεύει στον χώρο με ταχύτητα αστραπής, ταξιδεύει και στον χρόνο με την ίδια ταχύτητα. Ότι είναι ζωντανό για αυτόν είναι και για μας. Και η μαγεία των λόγων τον ξύπνα!
Υπέροχο σχόλιο! Έτσι πιστεύω και εγώ. Με την καταγραφή της ιστορίας κρατούμε ζωντανή την ύπαρξη της ζωής αυτών των ανθρώπων
Όμορφο , νοσταλγικό ταξίδι στις παιδικές αναμνήσεις. Αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μας που μας καθόρισαν είναι πάντα κοντά μας
Ευχαριστώ Γεωργία μου. Θα ήθελα να διευκρινίσω εδώ, ότι ουδέποτε επισκέφθηκα αυτό το σπίτι προσωπικά. Η γιαγιά έμενε αλλού στη δική μου εποχή. Είναι οι αναμνήσεις της ξαδέρφης μου Σωτηρούλας που τις κατέγραψε και μου τις έστειλε. Τις βρήκα τόσο παραστατικές που αποφάσισα να τις μετατρέψω σε αυτή τη μικρή ιστορία, ίσως μείνουν για τις επόμενες γενεές.
Πόσο ωραία μας ταξίδεψες Μαρία μου και τι μνήμες μας ξύπνησες! Σ’ ευχαριστούμε.
Μάρω μου εσύ που μεγάλωσες σε χωριό σίγουρα θα γνωρίζεις όλα που περιγράφω στην ιστορία μου. Εγώ δεν τα έχω ζήσει αλλά τα βρίσκω μαγικά.
Υπέροχο το ταξίδι που μας πήρες πίσω στο χρόνο Μαρία μου. Ομολογώ ότι μου φαινόταν πολύ γνωστό. Ίσως γιατί ο παπάς μου μας έλεγε συχνά αυτές τις ιστορίες και εγώ με την παιδική μου φαντασία το έκανα εικόνες. Ίσως ακόμη επειδή εγώ μέχρι τα 12 μου χρόνια πήγαινα συχνά στο χωριό στην άλλη γιαγιά μου την Σιεγκου γιατί την γιαγιά την Λάζαρου δεν την γνώρισα. Μόνο μια ανάμνηση έχω άρρωστη βαριά σε ένα δωμάτιο στο σπίτι της θείας της Μιλιας.
Όλοι να ευχαριστούμε τη Σωτηρούλα. Ούτε εγώ γνώριζα αυτό το σπίτι και οι αναμνήσεις μου από το Μαραθόβουνο είναι ελάχιστες. Αξίζει όμως να παραμείνει στο χρόνο αυτός ο τρόπος ζωής.
Μαρία μου, τι όμορφη, τι ξεχωριστή έκπληξη ήταν αυτή η ιστορία! Σε ευχαριστώ!!
Δεν μπορείς να φανταστείς, πόσο πολύ με συγκίνησες!
Και πόσο πολύ με ταξίδεψες!
Μου έκανες εικόνα το σπίτι της γιαγιάς της Λαζαρούς! Την ζωντάνεψες! Ζωντάνεψες τους αγαπημένους μου θείο Βενιζέλο, θείο Πατσουρή και θείο Σταυρή! Είδα τον θείο Κώστα που δεν πολυγνώρισα. Πολύ λίγο τον θυμάμαι.
Ένιωσα να βρίσκομαι εκεί! Και να παρακολουθώ τα πάντα από κοντά! Άκουσα τη φωνή τους! Τους ήχους από τις δραστηριότητές τους! Μύρισα το κελάρι που φύλαγε η γιαγιά η Λαζαρού τα τρόφιμα. Αλλά και τη μυρωδιά από τα φρεσκοφουρνισμένα ψωμιά. Χάιδεψα με τη θεία την αγαπημένη μου θεία Σωτηρούλα το γαϊδουράκι και του μίλησα κι εγώ.
Ασυναίσθητα, φαντάστηκα και τη γιαγιά μου τη Χαμπού να μπαινοβγαίνει σ’ αυτό το σπίτι.
Μέσα απ’ αυτήν γνώρισα τη γιαγιά τη Λαζαρού, τη θκειάν της τη Λαζαρού, όπως την έλεγε. Τη μεγάλωσε όταν η δική της μάνα, η Σταυρού όπως την έλεγε -αδερφή της γιαγιάς της Λαζαρούς- χρειάστηκε να φύγει από κοντά τους, γιατί κόλλησε λέπρα. Όπως και η αδερφή της γιαγιάς μου.
Η γιαγιά η Λαζαρού, ήταν γι’ αυτήν μάνα από τα δέκα της και μετά. Χάρηκα πάρα πολύ, που είδα πού μεγάλωσε η γιαγιά μου! Ο θείος ο Βενιζέλος ήταν ο αγαπημένος της ξάδερφος. Είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο οι δυο τους. Και μεγάλη αγάπη ο ένας για τον άλλον. Ήταν γεννημένοι την ίδια χρονιά, με διαφορά ενός μήνα.
Πολύ χάρηκα που συνάντησα τη μικρή θεία Σωτηρούλα. Που επίσης γνώρισα και αγάπησα μέσα από την αγάπη της γιαγιάς μου για αυτήν, Η γιαγιά η Μηλιά, αγαπημένη και ξεχωριστή πρωτοξαδέρφη της γιαγιάς μου, ήταν σχεδόν καθημερινά στις συζητήσεις της.
Από την πολυλογία μου Μαρία μου, καταλαβαίνεις τον μεγάλο ενθουσιασμό μου, αλλά και την ακόμη μεγαλύτερη συγκίνησή μου!
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς!
Χαίρομαι πάρα πολύ που σου άρεσε. Προσωπικά δεν πήγα ποτέ σε αυτό το σπίτι. Η ιστορία γράφτηκε πάνω στις αναμνήσεις της Σωτηρούλας. Χαίρομαι που πρόσθεσες την γιαγιά σου Χαμπού στο όλο σκηνικό. Αν το ήξερα θα την έβαζα και εγώ. Γνώριζα ότι ήταν συνδεδεμένες, γιατί βασικά ήταν η μόνη συγγενής του μπαμπά μου που συνάντησα ποτέ, αλλά δεν γνώριζα ότι την μεγάλωσε η γιαγιά Λαζαρού. Προσπαθώ μέσα από αυτές τις ιστορίες να τιμήσω αυτούς τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή και έφυγαν και συγχρόνως να διατηρήσω τη μνήμη τους για όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα. Η δική σας συνεισφορά είναι ανεκτίμητη.
Εγώ Μαρία μου δεν έχω μνήμες από τον Μαραθόβουνο. Δυστυχώς.
Τον γνώρισα και τον αγάπησα μέσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου.
Όταν βρεθούμε , θα σου διηγηθώ πολλές ιστορίες που μου έλεγε.
Τη λεμονιά που έχουμε στο σπίτι μας, μου έλεγε ότι της την έδωσε η θκεια της η Λαζαρού όταν ήρθε στη χώρα. “Έναν κλωνίν ήταν” μου έλεγε, και μου έδειχνε με το χέρι της πόσο μεγάλο ήταν.
Αλλά και από όσα θυμόνταν και γελούσαν με τον θείο τον Βενιζέλο. Όποτε ερχόμασταν Κύπρο, όσο ζούσαν, την πηγαίναμε και τον έβλεπε. Να δεις που γίνονταν κι οι δυο τους παιδάκια, και ξαναζούσαν την παιδική τους ηλικία. Και έλεγαν ιστορίες απ’ όταν ήταν παιδάκια πέντε έξι χρονών, και γελούσαν. Κι εγώ χαιρόμουν να τους βλέπω τόσο ευτυχισμένους μαζί. Τόσο αναπαυμένη την ψυχούλα τους.