
Το ψωμί
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 20/06/2021
Back to BlogΑφιερωμένο στην θεία Ελπινίκη που ζει ακόμα και στη μνήμη όλων των υπολοίπων που αναφέρονται στην ιστορία. Μια ιστορία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Στυλλής περπατούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όμως το κουτσό του πόδι δεν τον βοηθούσε. Είχε ξεκινήσει από το χωριό του βαθύ σκοτάδι και φοβόταν ότι ο ήλιος θα έδυε και αυτός θα ήταν ακόμη στο δρόμο. Μα περισσότερο από όλα τον βάρυνε η καρδιά του. Γύριζε πίσω με άδεια χέρια.
Στο σπίτι τον περίμεναν τα πέντε παιδιά του και η έγκυος γυναίκα του. Περίμεναν να τους πάρει ψωμί να φάνε. Το τελευταίο κομμάτι που είχαν, μπλε από την μούχλα το πήρε αυτός μαζί του, μαζί με λίγες ελιές για να αντέξει στο δρόμο. Δεν είχε διάθεση ούτε και αυτό να φάει. Το στόμα του ήταν πικρό και το σώμα του εξαντλημένο. Βρισκόταν σε απόλυτη απελπισία και φοβόταν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα κάτι να αλλάξει.
Έφερε στο νου του την ζωή του. Ήταν ένας λεβέντης, με πράσινα μάτια, καστανόξανθος, πρώτος στο χορό και στα αγωνίσματα. Μα πάνω απ’ όλα είχε φωνή αηδονιού, και αυτό μάγευε τις γυναίκες. Οι κατακτήσεις του ξεπερνούσαν τα όρια του χωριού του και είχε να το παινευτεί είχε κρατήσει στην αγκαλιά του πολλές γυναίκες, παντρεμένες και λεύτερες. Έτσι έπαθε και τη ζημιά στο πόδι του. Μια νύχτα που ξάπλωνε με μία παντρεμένη, γύρισε ο άντρας της και αυτός για να γλυτώσει πήδησε τον μαντρότοιχο, δύο μέτρα ύψος και κτύπησε το πόδι του. Από τότε έμεινε κουτσός και δεν μπορούσε να δουλέψει.
Η γυναίκα του, η Μαρία ήταν άξια. Δούλευε στα χωράφια και μεγάλωνε και τα παιδιά της. Τα φρόντιζε περισσότερο από τις άλλες γυναίκες του χωριού. Κουβαλούσε νερό από την βρύση και τα έλουζε μία φορά την εβδομάδα. Άσπριζε το σπίτι τους δυο φορές τον χρόνο και όλα έλαμπαν εκεί μέσα. Ήξερε πως εκείνο δεν τον θεωρούσαν σπουδαίο πατέρα, γιατί δεν μπορούσε να δουλέψει σκληρά, όμως τα παιδιά του τα αγαπούσε. Σπάραζε η καρδιά του τώρα που επέστεφε στο σπίτι χωρίς το ψωμί που τους είχε υποσχεθεί.
Το ’27 και το ’28 είχε βρέξει λίγο. Από τα λιγοστά χωράφια που είχαν, μάζεψαν αρκετό σιτάρι για να έχουν να φάνε ψωμί όλο τον χρόνο. Έμεινε και για να πληρώσουν και το φόρο στους Εγγλέζους. Το ένα δέκατο της σοδειάς τους. Δεν τους περίσσεψε όμως καθόλου σιτάρι για να σπείρουν για τον επόμενο χρόνο. Πήγε στον κουμπάρο του και τον παρακάλεσε:
—Κουμπάρε δώσε μου ένα σάκο σιτάρι για να σπείρω και όταν θερίσω θα του δώσω πίσω δύο σάκους.
Ο κουμπάρος του Χρίστος, ο πλούσιος του χωριού, του είχε βαφτίσει και το δεύτερο γιο του, τον Χρίστο, δεν είχε συναισθηματικούς ενδοιασμούς. Το επάγγελμά του ήταν τοκογλύφος, ένας από τους πολλούς που αφθονούσαν στην ύπαιθρο της Κύπρου εκείνη την εποχή.
—Θα σου δώσω, κουμπάρε, όμως αν δε μου φέρεις τους δύο σάκους σιτάρι θα σου πάρω το χωράφι σου.
Ο Στυλλής δέχθηκε. Δεν είχε επιλογή. Προσευχόταν στο Θεό να βρέξει εκείνη τη χρονιά. Το ’29 – ’31 έβρεξε και ο Στυλλής κράτησε το λόγο του και επέστρεψε τους δύο σάκους σιτάρι. Πλήρωσε και τον φόρο στους Εγγλέζους. Όμως αυτό σήμαινε ότι όταν έφθασε ο καιρός να σπείρει, το Φθινόπωρο του 1931, το σιτάρι δεν ήταν αρκετό και πήγε ξανά στον κουμπάρο του. Το σκηνικό επαναλήφθηκε, αλλά το ’31 –’32 η ανομβρία ήταν από τις χειρότερες που έγιναν ποτέ στην Κύπρο. Δε θέρισαν σχεδόν καθόλου σιτάρι και ο κουμπάρος δεν δίστασε να τους πάρει το μοναδικό χωράφι που τους συντηρούσε.
Τώρα, αρχές του ’33, είχε δύο χρόνια να δουν βροχή. Η γυναίκα του η Μαριού, ήταν έγκυος το έκτο τους παιδί και δεν είχαν τίποτε να φάνε. Αναγκάστηκαν να πουλήσουν την αγελάδα τους για πενταροδεκάρες στον κουμπάρο. Δεν μπορούσε να αγοράσει σιτάρι από κανένα, γιατί κανένας δεν είχε αποθέματα. Στα βουνά της Πάφου, που ήταν το χωριό τους, ο Στατός, η γη δεν ήταν παχιά και εύφορη όπως στις πεδιάδες και το λιγοστό σιτάρι που γιωρκούσαν (έβγαζαν) μόλις που έφτανε για κάθε οικογένεια να ικανοποιήσει τις ανάγκες της για ένα χρόνο. Αν τον επόμενο χρόνο δεν έβρεχε, δεν είχαν να φάνε. Απλά πράγματα. Αν ήσουν φτωχός, περίμενες από τη γη να σε θρέψει. Αν η γη αδυνατούσε, πεινούσες.
Μέσα στην απελπισία του αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το Κτήμα, την πόλη της Πάφου, για να αγοράσει ένα ψωμί ή και δυο αν εύρισκε. Με τα λίγα λεφτά που του περίσσευαν ίσως να μπορούσε να αγοράσει και λίγο σιτάρι για να περάσουν για ακόμα λίγο καιρό. Ξεκίνησε σκοτάδι από το χωριό και περπατούσε ώρες. Ίσως, πέντε, ίσως έξι, ποιος ξέρει. Όταν έφτασε στο Κτήμα, πήγε στην αγορά και έψαξε για ψωμί ή έστω για λίγο σιτάρι. Τίποτε. Τα ελάχιστα που υπήρχαν πουλήθηκαν. Τα πήραν οι χωριάτες από χωριά πιο κοντά στην πόλη. Ώσπου να φθάσει αυτός, χάθηκαν όλα.
Δεν περίμενε ούτε λεπτό. Δεν είχε νόημα. Άρχισε να ανηφορίζει προς το χωριό του. Ήταν τέλος του Μάρτη. Κανονικά η φύση θα έπρεπε να σφύζει από ζωή, τα χωράφια να είναι πράσινα, τα σπαρτά να κυματίζουν στο παραμικρό φύσημα του αέρα, όμως το τοπίο ήταν φτωχό, στερημένο. Θα περπατούσε για καμιά ώρα και ξαφνικά ένιωσε την κούραση να τον καταβάλλει. Κάθισε κάτω από μια ελιά. Άρχισε να σκέφτεται τα παιδιά του.
Η Βασιλεία του, η μεγάλη, ήταν γύρω στα 11. Ήταν σοβαρή και έξυπνη. Όταν πήγε κανένα δύο χρόνια στο δημοτικό σχολείο η δασκάλα τη θεωρούσε την πιο καλή μαθήτρια. Όμως την έβγαλαν από το σχολείο γιατί έπρεπε να φροντίζει τα μικρά και να βόσκει τις αίγες μαζί με τον αδελφό της, το Χρίστο. Τι να τα κάμεις τα γράμματα όταν δεν έχεις να φάεις! Μεγάλωσε, σκέφτηκε, καιρός να αρχίσει να φέρνει λεφτά στο σπίτι. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι. Θα πέθαιναν από την πείνα. Θα μπορούσε να τη στείλει υπηρέτρια στη Λευκωσία. Σε κανένα πλουσιόσπιτο. Όχι, όπου – όπου, θα το έψαχνε καλά. Σε σοβαρή οικογένεια. Ήταν άξια η Βασιλεία του. Θα τα κατάφερνε. Έμαθε ότι μπορούσε να βγάζει μέχρι πέντε λίρες τον χρόνο. Θα τους τις έστελνε και δε θα φοβούνταν να πεινούσαν πια. Εκείνη δε θα χρειαζόταν λεφτά γιατί θα έτρωγε και θα κοιμόταν στο σπίτι που θα δούλευε. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να ζήσουν.
Ο Χρίστος του, γύρω στα 10 τώρα, ήταν και αυτός σοβαρός και έξυπνος. Έμοιαζαν της μάνας τους αυτοί οι δυο. Σε κανένα χρόνο θα μπορούσε και αυτός να φύγει να πάει να δουλέψει σε κανένα σπίτι, παραγιός. Θα τον έστελνε και αυτόν στη Λευκωσία. Για να είναι κοντά οι δυο τους. Ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. Ο ένας θα φρόντιζε τον άλλο.
Κι ύστερα ήταν ο Νεόφυτός του. Ο αγαπημένος του. Αυτός του έμοιαζε. Ήταν ατίθασος, μάλωνε με τα παιδιά του χωριού, δεν υποτασσόταν. Ήταν έξυπνος, σπιρτόζος. Όμως και αυτός θα έπρεπε να πάει να δουλέψει. Δύσκολα θα συμβιβαζόταν, όμως έπρεπε. Θα τον έστελνε και αυτό στη Λευκωσία για να τον προσέχουν οι άλλοι δυο.
Σαν σκέφτηκε την Ελένη του, η καρδιά του σφίχτηκε. Αυτή δε μεγάλωνε σαν τα άλλα τα παιδιά. Δεν έτρωγε, ήταν αδύνατη, η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη και στο πρόσωπό της το μόνο που έβλεπες ήταν δυο μεγάλα μάτια. Συχνά την έβλεπαν να βγάζει με το δάχτυλο χώμα από τους τοίχους και να το τρώει. Δεν ήξερε αν θα ζήσει η Ελένη του.
Ύστερα ήταν το μωρό, η Σουσάνα του. Αυτή μόλις δυο χρονών, ήταν πολύ όμορφη και είχε δυο πανέξυπνα μαύρα μάτια.
Αν η Βασιλεία του έπιανε δουλειά στην πόλη, ίσως αυτές οι μικρές να είχαν καλύτερη ζωή. Ίσως, μάλιστα να έπαιρναν και την Ελένη στο γιατρό!
Έπειτα θυμήθηκε μία φορά που είχε πάει στο Κτήμα και αγόρασε τρία πορτοκάλια. Χαρά που έκαναν τα παιδιά του όταν τους τα έφερε! Δεν είχαν ξαναδεί πορτοκάλια! Η σκέψη του όμως έμεινε μετέωρη. Ένα κρώξιμο πουλιού τον ξύπνησε από το ονειροπόλημά του. Τώρα γύριζε στο σπίτι με άδεια χέρια. Η απελπισία τον κυρίευσε και πάλι. Ήπιε μια γουλιά νερό και σηκώθηκε για να ξεκινήσει. Δεν είχε μείνει πολύ ώρα μέχρι να βραδιάσει. Έπρεπε να βιαστεί.
– Γεια σου χωριανέ, άκουσε μία φωνή από πίσω του.
Γύρισε και είδε κάποιο να πλησιάζει. Ήταν ψηλός, όμορφος και περπατούσε δίπλα από τον γάιδαρό του. Ο γάιδαρος ήταν φορτωμένος με δυο σακιά σιτάρι. Τα ρούχα του δεν ήταν γεμάτα μπαλώματα σαν τα δικά του. Ένοιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά του. Τι διαφορά οι δυο τους!
Στην αρχή δεν τον γνώρισε, αλλά σαν πλησίασε κατάλαβε πως ήταν ο Ανδρέας Μαυρίου, από το διπλανό χωριό, την Χούλου.
-Γεια σου χωριανέ, απάντησε θλιμμένα.
Συνέχισαν να περπατούν μαζί. Ο Ανδρέας ήταν ευχάριστος και φιλικός άνθρωπος και προσπαθούσε να ζωντανέψει την κουβέντα. Μιλούσε για την ανομβρία, για την έλλειψη αγαθών, για τους Εγγλέζους. Ο Στυλλής απαντούσε μονολεκτικά, δεν είχε διάθεση για πολλά – πολλά. Η ψυχή του ήταν εξαντλημένη και το σώμα του βαρετό. Το κουτσό πόδι του δεν τον βοηθούσε να αναπτύξει το βήμα του και ο Ανδρέας, με αβρότητα, χαμήλωσε τη δική του ταχύτητα. Σε μια στιγμή, δεν άντεξε και τον ρώτησε:
-Τι έχεις χωριανέ; Φαίνεσαι μαραζωμένος.
Ο Στυλλής ξεροκατάπιε. Να μιλήσει ή να μη μιλήσει. Φαινόταν καλός άνθρωπος, αλλά αυτός ήταν πλούσιος. Θα καταλάβαινε το δικό του πόνο, τη δική του τραγική θέση; Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε για πρώτη φορά τον ορίζοντα. Είδε το φως του απογεύματος να λαμπυρίζει γλυκά πάνω από τα βουνά του τόπου του. Ένα αίσθημα ελπίδας γέμισε την ψυχή του, σάμπως και το φως ήταν ένα σημάδι από το Θεό. Πήρε θάρρος και μίλησε αργά:
-Δεν έχουμε τίποτε να φάμε στο σπίτι. Έχω πέντε παιδιά και η γυναίκα μου είναι έγκυος. Πούλησα την αγελάδα μας και πήγα στο Κτήμα για να αγοράσω ένα ψωμί και λίγο σιτάρι, μα δεν βρήκα τίποτε. Γυρίζω σπίτι με άδεια χέρια και δεν ξέρω τι να πω στα παιδιά μου.
Ο Ανδρέας, χωρίς να απαντήσει, άνοιξε το ταγάρι του και έβγαλε ένα ψωμί και του το έδωσε:
-Πάρ’ το, του είπε. Εγώ βρήκα δύο ψωμιά, πάρε εσύ το ένα να ταΐσεις τα παιδιά σου.
Ο Στυλλής τα έχασε. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
-Φχαριστώ σε! Να σε πλερώσω, ψιθύρισε
-Δε θέλω πλερωμή απάντησε ο Ανδρέας. Τούτους τους δύσκολους καιρούς όλοι πρέπει να ζήσουμε. Όταν φτάσουμε στο χωριό μου, να έρθεις στο σπίτι μου, να ξεφορτώσω τον ένα σάκο σιτάρι και το άλλο να το πάρεις στο δικό σου. Αύριο μου επιστρέφεις τον γάιδαρο. Πλερωμή δε θέλω. Όταν έρθουν καλύτεροι καιροί μου δίνεις πίσω ένα σάκο με σιτάρι.
Ο Στυλλής λίγο έλειψε να γονατίσει και να του φιλήσει τα πόδια. Άνθρωπος ήταν αυτός ή άγγελος από το Θεό;
Είχε βραδιάσει όταν ο Στυλλής έφτασε στο σπίτι του και μοίρασε στα παιδιά του το ψωμί. Η Μαρία, τον κοίταζε έκπληκτη όταν της διηγήθηκε την απίστευτη ιστορία. Μια σκέψη βασάνιζε όμως το μυαλό και των δύο. Πώς να ευχαριστήσουν αυτό τον άνθρωπο; Μέσα στην απόλυτη ένδεια που ζούσαν δεν είχαν τίποτε να του δώσουν!
Στις 17 του Απρίλη του 1933, η Μαρία γέννησε το έκτο της παιδί. Ο Στυλλής καθόταν στον καφενέ του χωριού, όταν του είπαν ότι απόκτησε ακόμα μία κόρη. Ξεκίνησε αμέσως. Όχι, για το σπίτι του. Πήγε στο διπλανό χωριό, τη Χούλου, στο σπίτι του Ανδρέα.
-Κουμπάρε, φώναξε. Δεν έχω τίποτε να σου δώσω για το καλό που μου ‘καμες. Σήμερα η γυναίκα μου γέννησε μία κόρη. Θέλεις να τη βαφτίσεις;
Ο Ανδρέας βάφτισε την κόρη του Στυλλή. Την ονόμασαν Ελπινίκη. Σαν την ελπίδα που ανάτειλε εκείνη τη μέρα, την ώρα που έδυε ο ήλιος και σαν τη νίκη της μεγαλοσύνης ενός ανθρώπου, απέναντι στη σκληρότητα και την αθλιότητα της κοινωνίας της Κύπρου του 1933.
Αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες για αυτή την ιστορική περίοδο ακολουθήστε στον σύνδεσμο πιο κάτω:
https://cosmosblog.io/ιστορικά-στοιχεί…ν-κύπρο-του-1930/
Σημείωση: Τα πρόσωπα που φαίνονται στη φωτογραφία είναι της εποχής αυτής δεν είναι όμως κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ιστορία.
Mαρία μου, δεν ξέρω πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει ο μύθος. Όμως η ιστορία αυτή μου δημιούργησε πολλά συναισθήματα:
Θυμό, για την σκληροκαρδία κάποιων ανθρώπων. Και την αγάπη τους για το χρήμα, που το βάζουν πάνω από Θεό και συνάνθρωπο.
Στεναχώρια για τον κόσμο που τραβά μόνος του τον γολγοθά του. Χωρίς κανένας να νοιάζεται γι’ αυτόν.
Μα, κυρίως, χαρά και συγκίνηση, για την ανθρωπιά και το αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Και μια μεγάλη εσωτερική χαρά και ασφάλεια, επειδή η αλήθεια είναι, ότι κανείς μας δεν είναι στην ουσία ποτέ μόνος του. Υπάρχουν οι επίγειοι άγγελοι. Οι ”δούλοι” Θεού.
Η ιστορία σου είναι επίκαιρη και διαχρονική.
Σ’ ευχαριστώ για άλλη μια φορά!
Ροδούλα μου η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Μόνο οι λεπτομέρειες και οι διάλογοι είναι προϊόν φαντασίας. Η θεία Ελπινίκη ακόμα ζει και είναι περήφανη για τον νονό της. Τα ονόματα επίσης είναι αληθινά. Μου τη διηγόταν η μητέρα μου. Αυτή ήταν η Κύπρος του 1930.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την απάντηση. Το κατάλαβα ότι είναι η οικογένεια της αγαπημένης μου θείας Βασιλείας. Και κάποια ονόματα όπως της θείας σου της Σουσάννας, τα θυμάμαι να τα αναφέρει η γιαγιά μου. “Η κουμέρα η Σουσάννα ” την έλεγε.
Να μου φιλήσεις τη θεία σου την Ελπινίκη!
Να είσαι πάντα καλά Μαρία μου, να μας γράφεις τόσο όμορφες ιστορίες.
Ανυπομονώ για την επόμενη!