
Το καλόκαρδο συννεφάκι
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 01/04/2023
Back to Blog
Πολύ λίγα σύννεφα κυκλοφορούσαν στον ουρανό στολίζοντας με λευκές πινελιές το γαλάζιο χρώμα του. Ήταν χαρά Θεού! Όλα έλαμπαν κάτω από ένα λαμπρό ήλιο. Όμορφη μέρα.
Η Νεφέλη, ένα μικρό σύννεφο, μόλις είχε ξεκινήσει την περιοδεία της στο κόσμο. Πίσω της και σε μικρή απόσταση βρισκόταν η μητέρα της, η Λευκοθέα, που την παρακολουθούσε και την συμβούλευε. Ο πατέρας της, ο Αιθέρας, δεν ήταν μαζί τους. Ταξίδευε μακριά σε άλλους κόσμους.
Η Νεφέλη κοίταζε εκστατική τον όμορφη φύση που απλωνόταν στην επιφάνεια της γης και ρωτούσε συνεχώς την μητέρα της:
-Πού θα πάμε σήμερα μαμά; Τι άλλο θα γνωρίσουμε;
-Πριν προχωρήσουμε, Νεφέλη μου, και πριν χαθούμε στον απέραντο ουρανό θα πρέπει να μάθεις ορισμένα πράγματα για μας. Ποιοι είμαστε εμείς τα σύννεφα; Τι ρόλο έχουμε σε αυτό το κόσμο;
-Σε ακούω μαμά, είπε η Νεφέλη και σταμάτησε το τρέξιμο.
-Είμαστε παιδιά του νερού και του ήλιου. Όταν ο πατέρας μας, ο ήλιος, ζεσταίνει με τις ακτίνες του τη μητέρα μας, που κατοικεί στη θάλασσα, τα ποτάμια και τις λίμνες της γης, το νερό εξατμίζεται και ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό. Εδώ η ατμόσφαιρα είναι πιο ψυχρή και τα σταγονίδια αυτά μετατρέπονται σε νέφη. O αέρας με τα χάδια και τις ριπές του μας βοηθά να αποκτήσουμε το σχήμα μας. Εσύ ήσουν ένα μέρος του δικού μου σώματος και ο άνεμος που φυσούσε σε ξεχώρισε και σου έδωσε υπόσταση. Κάποια από εμάς είναι ανάλαφρα, ταξιδιάρικα, κάποια βαριά, γεμάτα βροχή και κεραυνούς. Όλα όμως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα πέσουμε κάτω στη γη για να την ποτίσουμε και με τη σειρά της θα ανθίσει και θα ομορφύνει τον κόσμο.
-Και τι θα γίνει μετά; Ρώτησε με αγωνία η Νεφέλη. Θα χαθούμε, θα πάψουμε να υπάρχουμε;
-Αυτό εξαρτάται μικρή μου Νεφέλη. Εξαρτάται από τι εμείς θα θελήσουμε να δώσουμε πίσω στο κόσμο. Εξαρτάται από τις επιλογές μας.
-Και τι σημαίνει αυτό; Ρώτησε η Νεφέλη.
-Έλα, ας καβαλικέψουμε τον άνεμο για να ταξιδέψουμε μαζί του μακριά για να δούμε τι συμβαίνει σε αυτό το κόσμο που υπάρχουμε. Δεν είναι όλα όμορφα. Υπάρχουν και κακά. Αν καταφέρουμε, με τις επιλογές μας, να απαλύνουμε τα κακά και να δώσουμε χαρά, θα αποκτήσουμε συνείδηση και η συνείδηση ποτέ δεν χάνεται. Παραμένει για πάντα.
-Δεν καταλαβαίνω, προβληματίστηκε η Νεφέλη.
-Έλα, θα σου δείξω. Βλέπεις εκεί κάτω αυτούς τους ανθρώπους που τους κυνηγά κάποιος να τους κάνει κακό;
-Τους βλέπω. Τι μπορώ να κάνω εγώ;
-Θα κατεβούμε εμείς, σαν ομίχλη και θα τους κρύψουμε. Έτσι δεν θα τους βρουν αυτοί που τους ψάχνουν. Θα τους σώσουμε.
Βούτηξαν και οι δυο κάτω και μια ομίχλη σκέπασε τη γη. Οι κυνηγημένοι άνθρωποι κρύφτηκαν μέσα σε αυτή και οι διώκτες τους τους έχασαν. Έτσι σώθηκαν. Όταν όλα ηρέμισαν η Νεφέλη με την μητέρα της άρχισαν να ανεβαίνουν ψηλά.
-Τώρα θα μικρύνω περισσότερο, σκέφτηκε η Νεφέλη. Η θερμοκρασία στη γη είναι ψηλότερη και άφησα αρκετά από τα σταγονίδιά μου εκεί. Θα έχω διαλυθεί.
Όμως ένοιωθε πιο βαριά, ανεβαίνοντας.
-Τι συμβαίνει μαμά; Ξέρω ότι άφησα αρκετά από τα σταγονίδιά μου κάτω και όμως είμαι πιο βαριά. Πώς γίνεται αυτό;
-Έχεις αρχίσει να αποκτάς συνείδηση γιατί έκανες μια καλή πράξη. Βοήθησες κάποιους που σε είχαν ανάγκη. Δες, μέσα σου που υπάρχει ένα φως. Αυτό είναι η συνείδηση. Και η συνείδηση έχει βαρύτητα που ποτέ δεν χάνεται.
-Α, τι ωραία! Αναφώνησε η Νεφέλη. Μαμά, βλέπω ένα φως και μέσα σε εσένα! Έχεις και συ συνείδηση!
-Ναι! Για αυτό υπάρχω τόσο καιρό και δεν χάνομαι. Σε λίγο θα βραδιάσει και ο αέρας θα κοπάσει. Αύριο, που θα ξεκινήσει να φυσά θα ταξιδέψουμε μαζί του μακριά, στην Αφρική.
Εκείνο το βράδυ, μες το σκοτάδι, η μικρή Νεφέλη δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά πράγματα πάνω στη γη. Μόνο τα φώτα των πόλεων που τρεμόπαιζαν σαν διαμαντάκια. Όμως εκείνο που ήταν ομορφότερο ήταν ο μαύρος ουρανός με τα αστέρια και το φεγγάρι.
-Τι ομορφιά! Σκέφτηκε. Πώς λάμπουν όλα μέσα στο σκοτάδι!
Τότε κατάλαβε πως ανάμεσα σε όλα αυτά τα υπέροχα φώτα, έλαμπε και το δικό της φωτάκι, η δική της συνείδηση και ένοιωσε τόσο υπερήφανη για αυτό.
Σαν ξημέρωσε η επόμενη μέρα, η μητέρα της, την υπενθύμισε για το ταξίδι στην Αφρική. Η Νεφέλη ήταν πανέτοιμη.
-Άνεμε, μίλησε η μητέρα της, η Λευκοθέα. Θα φυσήξεις για να μας πας στην Αφρική;
-Ω, ω βαριέμαι, απάντησε ο Άνεμος. Είναι μακριά και κάνει πολλή ζέση εκεί κυρία Λευκοθέα. Δεν καθόμαστε εδώ που είμαστε;
-Όχι κύριε Άνεμε. Έχω να διδάξω στη Νεφέλη το δεύτερο μάθημα, πώς να αποκτήσει συνείδηση.
-Καλά, καλά, είπε ο Άνεμος. Αφού είναι για τη Νεφέλη θα το κάνω.
Και άρχισε να φυσά δυνατά παρασύροντας την κυρία Λευκοθέα, την Νεφέλη και μερικά άλλα σύννεφα που τους ακολούθησαν. Δεν άργησαν να φτάσουν στην Αφρική.
Εκεί η Νεφέλη είδε ότι η γη ήταν ξερή, τα ζώα δεν έβρισκαν νερό να πιούν και τα παιδάκια έκλαιγαν λυπημένα, τραβώντας την μητέρα τους από τη φούστα.
-Πόσο στεναχωριέμαι με αυτό που βλέπω! Είπε η Νεφέλη.
-Στεναχωριέσαι γιατί απέκτησες συνείδηση, της είπε η μητέρα της. Διαφορετικά δεν θα σε ένοιαζε. Όμως εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε. Για αυτό ήρθαμε εδώ.
-Πώς; Ρώτησε η Νεφέλη.
-Τώρα θα δεις, είπε η μητέρα της και απευθύνθηκε και πάλι στον Άνεμο. Σε παρακαλώ, του είπε τρέξε και φέρε τον σύζυγό μου τον Αιθέρα. Δεν είναι μακριά. Δεν θα αργήσεις.
Ο Άνεμος μουρμουρίζοντας έφυγε για λίγο και επέστρεψε με τον Αιθέρα. Η Νεφέλη χάρηκε που είδε τον πατέρα της, έστω και αν φαινόταν γκρίζος και αυστηρός. Η μητέρα της του είπε γιατί τον είχε φωνάξει και αμέσως εκείνος άρχισε να μουγκρίζει και να καλεί όλα τα σύννεφα κοντά του.
Τότε άρχισε ένα τρελό πάρτι. Τα σύννεφα κτυπούσαν τα κεφαλάκια τους και ακούγονταν βροντές. Συγχρόνως αστραπές και κεραυνοί φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό. Μα το πιο σημαντικό: βροχή άρχισε να πέφτει στη γη και να ποτίζει τα διψασμένα ζώα και τους ανθρώπους. Τα παιδάκια σήκωναν ψηλά τα χέρια τους από χαρά και άνοιγαν τα στόματά τους για να πιούν το νερό που έπεφτε από τον ουρανό. Μέχρι να τελειώσει η καταιγίδα, τα σύννεφα είχαν διαλυθεί και εξαφανιστεί. Το μόνο που έμεινε ήταν η συνείδηση που είχαν μερικά από αυτά. Όσα δεν είχαν, χάθηκαν για πάντα. Η Νεφέλη και οι γονείς της, που νοιάζονταν για τους ανθρώπους και τη φύση, διατήρησαν την ύπαρξή τους έστω και αν είχαν χάσει τα σταγονίδιά τους.
-Μην φοβάσαι, είπε η κυρία Λευκοθέα στη Νεφέλη. Άλλα σταγονίδια θα μαζευτούν σε λίγο και θα πλαισιώσουν την συνείδησή μας. Δεν θα αργήσουμε να γίνουμε και πάλι σύννεφα γεμάτα αφρό και ομορφιά.
Πραγματικά, όπως τα παράσερνε ο άνεμος, σταγονίδια ανέβαιναν από την επιφάνεια της γης και συγκεντρώνονταν γύρω από την φωτεινή συνείδησή τους. Αυτή τη φορά η Νεφέλη ένοιωσε ότι είχε μεγαλώσει περισσότερο και γέμισε αυτοπεποίθηση και χαρά
-Τώρα τι θα κάνουμε μαμά; Ρώτησε τη μητέρα της, Λευκοθέα.
-Έχεις μάθει μέχρι τώρα δύο από τα τρία μαθήματα που πρέπει να ξέρεις. Πρώτο έμαθες να προστατεύεις τους αδύνατους και τους κυνηγημένους. Δεύτερο έμαθες να φροντίζεις τους διψασμένους και φτωχούς. Το τρίτο μάθημα που θα σε διδάξω είναι λιγάκι διαφορετικό: πώς θα ομορφαίνεις τη ζωή των ανθρώπων και να τους δίνεις ελπίδα. Θα πάμε σε μια χώρα που έχει πόλεμο.
-Τι είναι ο πόλεμος; Ρώτησε η Νεφέλη.
-Είναι το πιο κακό πράγμα πάνω στη γη. Οι άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους από εγωισμό, απληστία και ανοησία. Αυτοί που ζουν σε ένα πόλεμο είναι δυστυχισμένοι και φοβισμένοι. Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά για αυτό, αλλά κάτι μπορούσε να τους προσφέρουμε.
-Τι; Ρώτησε η Νεφέλη.
-Ομορφιά και ελπίδα.
Ταξίδεψαν λοιπόν, καβάλα στον άνεμο σε μια χώρα που είχε πόλεμο. Η Νεφέλη είδε τα καταστραμμένα σπίτια, τα έρημα χωριά, τα καμένα δάση, τα παιδιά που έκλαιγαν και τους στρατιώτες που ήταν πολύ λυπημένοι.
Ήταν απόγευμα και ο ήλιος πήγαινε να δύσει.
-Έλα, της είπε η μητέρα της. Πάρε θέση εδώ απέναντι στον ήλιο, που καθώς δύει οι ακτίνες του θα αντανακλούν πάνω στα σταγονίδιά σου και θα σου χαρίζουν όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, του ροζ και του πορτοκαλί. Θα είσαι ότι ωραιότερο έχει να προσφέρει η φύση.
Στάθηκε η Νεφέλη δίπλα στη μητέρα της και σε λίγο χίλιες αποχρώσεις φωτεινές τις στόλισαν. Η Νεφέλη κοίταζε κάτω εκεί που τα παιδιά, οι μητέρες τους και οι στρατιώτες κάθονταν λυπημένοι και φοβισμένοι. Στην αρχή, όλοι ήταν τόσο κλεισμένοι στους εαυτούς τους και τη δυστυχία τους, που δεν πρόσεξαν το πανέμορφο θέαμα. Δύο δάκρυα κύλησαν από την καρδιά της Νεφέλης. Το ένα έσταξε πάνω σε ένα παιδάκι και το άλλο σε ένα στρατιώτη. Και οι δυο κοίταξαν ψηλά. Και τότε αντίκρυσαν όλη την ομορφιά που απλωνόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Το παιδάκι σήκωσε το χέρι του και είπε:
-Δες μαμά. Ο ουρανός πήρε φωτιά! Τι όμορφος που είναι!
Ο στρατιώτης στάθηκε και κοίταζε ψηλά. Οι άλλοι στρατιώτες σήκωσαν τα κεφάλια τους και είδαν το πανέμορφο θέαμα. Για λίγα λεπτά η ψυχή τους γέμισε από την ομορφιά του ουρανού και ξέχασαν ότι πολεμούσαν. Εκείνα τα φωτεινά σύννεφα τους γέμισαν με την προσδοκία της ειρήνης.
-Να ‘ρθούμε και αύριο, είπε η Νεφέλη στη μητέρα της.
-Ναι, θα ερχόμαστε κάθε μέρα, μέχρι να γίνει ειρήνη.
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ και ταξιδεύοντας και πάλι στον ουρανό, η Νεφέλη ένοιωσε τη συνείδησή της να μεγαλώνει και να λάμπει περισσότερο.
-Είναι η καλοσύνη, της είπε η μητέρα της. Η καλοσύνη που κάθε φορά που την προσφέρεις γίνεται μεγαλοσύνη. Φωτίζει εσένα και όλη τη πλάση γύρω σου!
Πολύ όμορφο το παραμύθι σου Μαρία, για όλους!
Ίσως έτσι, μέσα από την τρυφερή καρδιά των παιδιών να κατανοήσουμε όλοι μας τον κόσμο!
Très beau récit Maria.Mou dineis tin Idea n’a zwgrafisw gia n’a kanoume ENA vivlio gia tin engoni mou tin Nefeli . An ta kataferw tha sou to pw. To kimeno tha einai diko sou. Exw kanei ENA vivlio gia ta agoria mas kai etimasa ENA gia tin Junon. Filia
Άννα μου θα ήταν μεγάλη χαρά μου να ζωγραφίσεις τα παραμυθάκια που γράφω. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε να τα εκδώσουμε. Σκέψου το!
Ok tha einai wreo programma
Θα περιμένω με αγωνία το αποτέλεσμα!
Πολύ τρυφερό και διδακτικό το παραμύθι σου Μαρία μου. Μακάρι να καταφέρεις να το εκδώσεις.
Ευχαριστώ Μάρω μου. Ευχαριστώ πολύ!