Το σπίτι με τους πλίνθους

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 06/06/2021

Back to Blog

Η Χοιροκοιτία είναι ο αρχαιότερος νεολιθικός οικισμός της Κύπρου. Κατοικείτο από τη 7η χιλιετία π.Χ., ίσως και παλαιότερα. Σήμερα σώζονται αρκετές κατοικίες του οικισμού αυτού, μερικές από τις οποίες έχουν ανακατασκευαστεί. Είναι κυκλικές με βάση από πέτρα και το υπόλοιπο μέρος από άψητους πλίνθους και επίπεδη οροφή.

Το σπίτι που γεννήθηκα, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην πόλη, έχει βάση από πέτρα και οι τοίχοι είναι κτισμένοι με άψητους πλίνθους. Η στέγη είναι κατασκευασμένη από κεραμίδια. Περισσότερο από 9 χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου, έκτιζαν με τον ίδιο τρόπο τα σπίτια τους.

Για όσους δεν το γνωρίζουν οι πλίνθοι (πλινθάρια στην Κύπρο) είναι άψητα τούβλα, κατασκευασμένα με πηλό από χώμα και άχυρο και στεγνωμένα στον ήλιο. Αρχαιότατη και πολύ απλή μέθοδος. Οι άνθρωποι τα έφτιαχναν από μόνοι τους και στη συνέχεια έκτιζαν τα ταπεινά τους σπίτια. Οι τοίχοι επιχρίονταν με ασβέστη ή γύψο, έφτιαχναν μία στέγη από κορμούς δένδρων (βολίτζια στην Κυπριακή διάλεκτο), έβαζαν από πάνω πλεκτά καλάμια και χώμα (αυτού του τύπου η επίπεδη στέγη, λεγόταν δώμα). Σε μεταγενέστερες κατασκευές έβαζαν κεραμίδια, σε κεκλιμένες στέγες και το σπίτι ήταν έτοιμο. Η χρήση των πλίνθων ήταν πιο διαδεδομένη στις πεδινές περιοχές. Στα βουνά χρησιμοποιούσαν πέτρες, που αφθονούσαν στο περιβάλλον. Έτσι κάθε οικογένεια στέγαζε τα παιδιά και τα όνειρά της. Εκεί αντιμετώπιζαν το κρύο του χειμώνα και τα ζεστά καλοκαίρια της Μεσογείου, με μεγάλη επιτυχία.

Η δική μου οικογένεια, όπως και πολλές άλλες της περιόδου πριν το ’60 ήταν πολύ φτωχή. Ήταν άνθρωποι, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και ήρθαν στην πόλη για να «βρουν την τύχη τους», να έχουν δηλαδή μία καλύτερη ευκαιρία στη ζωή. Φύλαγαν σελίνι – σελίνι τα λιγοστά χρήματα που έπαιρναν και το όνειρό τους αρχικά ήταν να αγοράσουν ένα οικόπεδο και μετά να κτίσουν ένα σπίτι.

Η μητέρα μου είχε αγοράσει ένα οικόπεδο σε μία περιοχή, που τότε ήταν απομακρυσμένη και ακατοίκητη. Σήμερα θεωρείται σχεδόν κέντρο πόλης. Θυμάμαι που μου έλεγε ότι δε διάλεξε το γωνιακό οικόπεδο, για να μην έχει κίνηση και να κινδυνεύουν τα παιδιά της από τα αυτοκίνητα – όταν θα έκανε παιδιά – έτσι, πήρε το δεύτερο συνεχόμενο. Το είχε αγοράσει τότε γύρω στις εκατό λίρες, που συγκέντρωσε με μεγάλες στερήσεις και κόπους. Όταν αντιλήφθηκε όμως ότι η αδελφή της, η Ελένη, δε θα μπορούσε να αγοράσει δικό της οικόπεδο, της έδωσε το μισό.

Έτσι γύρω στο ’50 αποφάσισαν να κτίσουν δύο πανομοιότυπα σπίτια (διπλοκατοικία). Το σχέδιο του σπιτιού το έκανε ένας νεαρός, που νομίζω δεν ήταν αρχιτέκτονας, αλλά ήθελε να σπουδάσει αρχιτέκτονας, και βασικά ήταν ένα απλό σκίτσο που σκιαγραφούσε τα δωμάτια και τις αναλογίες τους. Το υπέβαλαν στο Κτηματολόγιο και πήραν την σχετική άδεια.

Με τα λιγοστά χρήματα που είχαν, δεν μπορούσαν να πληρώσουν εργολάβο για να κτίσει το σπίτι. Έτσι όλη η οικογένεια ανασκουμπώθηκε. Οι τέσσερεις αδελφές – Βασιλεία, Ελένη, Σουσάννα και Ελπινίκη – μαζί με τον μεγάλο αδελφό Χρίστο. Υπήρχε και ένα άλλος αδελφός, ο Νεόφυτος, αλλά αυτός ήταν ο γόης και ο κοσμογυρισμένος της οικογένειας, με εντελώς διαφορετική ζωή. Ίσως, μιλήσουμε για αυτόν μία άλλη φορά.

Λοιπόν, ο θείος Χρίστος, δεν ήταν κτίστης αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να έχει το γενικό πρόσταγμα της κατασκευής. Προσέλαβε δύο νεαρούς, εντελώς ανειδίκευτους και με όλες τις αδελφές να συμμετέχουν ξεκίνησαν το μεγάλο εγχείρημα. Αρχικά, χρησιμοποιώντας χώμα από την αυλή και άχυρο, έφτιαχναν τον πηλό, τον οποίο τοποθετούσαν σε καλούπια για να σχηματιστούν οι πλίνθοι (τα πλινθάρια, όπως τα έλεγαν), τα οποία στη συνέχεια τοποθετούσαν στον ήλιο να στεγνώσουν. Νομίζω εκείνη την εποχή ο πατέρας μου δεν είχε εμφανιστεί στον ορίζοντα ακόμα. Μετά άρχισαν την κατασκευή, ο θείος μου και οι ανειδίκευτοι νεαροί.

Τελείωσαν πρώτα το ένα σπίτι, το πατρικό μου, και το νοίκιασαν σε οικογένεια Άγγλων στρατιωτικών για να έχουν ένα εισόδημα, και όλοι οι υπόλοιποι έμεναν στο άλλο σπίτι – αυτό της θείας Ελένης – που ήταν ατελείωτο. Υπήρχαν φυσικά οι τοίχοι και η στέγη, πιθανόν και το πάτωμα. Δεν υπήρχαν όμως επιχρίσματα στους τοίχους και από τους πλίνθους θρυμματίζονταν μικρά κομματάκια που έπεφταν στο πάτωμα. Η θεία Σουσάννα, που είχε εμμονή με την τάξη και την καθαριότητα, έλυσε το πρόβλημα επενδύοντας τους τοίχους με παλιές εφημερίδες, σαν ταπετσαρία. Σήμερα μία τέτοια άποψη ίσως να φάνταζε προχωρημένα καλλιτεχνική, τότε όμως ήταν αποτέλεσμα έλλειψης χρημάτων. Την ιστορία μου διηγήθηκε η ίδια, όταν είχε έρθει στην Κύπρο από την Αυστραλία, σε δύο περιπτώσεις, για να φροντίζει τις δύο αδελφές της, Βασιλεία και Ελένη, όταν αρρώστησαν με καρκίνο.

Κάποτε τελείωσαν και τα δύο σπίτια, παντρεύτηκαν και οι δύο αδελφές και στέγασαν μέσα τις οικογένειές τους, Το δικό μας σπίτι, για το οποίο μπορώ να μιλήσω περισσότερο – όσο καιρό ζούσε η μητέρα μου τουλάχιστον – ήταν αγκαλιά αγάπης και φωλιά για κάθε γνωστό ή συγγενή που ήθελε κάπου να μείνει. Θυμούμαι κατά καιρούς συγγενείς και φίλους που έμεναν κοντά μας για κάποιο χρονικό διάστημα, είτε για να κάνουν μία δουλειά στην πόλη, είτε γιατί έπρεπε να επισκεφθούν τον γιατρό κλπ. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το σπίτι μας ήταν πολύ μικρό, μόλις δύο υπνοδωματίων και όλοι αυτοί, είτε κοιμούνταν στη σαλοτραπεζαρία, είτε στην κουζίνα. Κατά τη μητέρα μου: μόνο τους πελλούς εν φορούν οι τόποι (μόνο τους τρελούς δε χωρούν οι τόποι).

Όταν πέθαναν οι γονείς μου και έμεινα μόνη στο σπίτι, ήρθε μία στιγμή που έπρεπε να αποφασίσω τι θα το έκανα. Θα το χαλούσα; Θα το πουλούσα; Θα το επισκεύαζα; Και ενώ όλοι οι συλλογισμοί και όλα τα επιχειρήματα έτειναν προς το να το πουλήσω, άρχισε η καρδιά να επιχειρηματολογεί και να μου λέει τα πλεονεκτήματα του σπιτιού. Στο τέλος κέρδισε και κατάφερα να μετατρέψω το ταπεινό σπιτάκι της οικογένειας, σε ένα μικρό παλατάκι για μένα, διατηρώντας το στυλ και προσθέτοντας όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Πολλές φορές όταν ανοίγω την πόρτα και οι επισκέπτες βλέπουν το εσωτερικό του σπιτιού, βγάζουν επιφωνήματα θαυμασμού γι’ αυτό που αντικρίζουν.

Οι ένοικοι του διπλανού σπιτιού, αυτού της θείας Ελένης, έφυγαν από τη ζωή, με τραγικό τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς. Το σπίτι έμεινε άδειο και εγκαταλειμμένο. Ευτυχώς, είχε προλάβει να το αγοράσει η αδελφή μου. Οι συγκυρίες δύσκολες και το σπίτι φαινόταν να έχει παραδοθεί στο ανελέητο μαγκανοπήγαδο του χρόνου.

Μέχρι που η Άρτεμις, η μικρή κόρη της αδελφής μου, αποφάσισε να το ανακαινίσει και να το κάνει δικό της σπίτι. Εκεί που όλοι στη γειτονιά περίμεναν να έρθει μια μπουλντόζα να το κατεδαφίσει, ήρθαν οι κτίστες και σιγά – σιγά έβγαλαν όλα τα επιχρίσματα από τους τοίχους και φάνηκαν τα πλινθάρια. Εκείνα τα πλινθάρια τα οποία κατασκεύασαν οι νεαρές τότε αδελφές, που έφτασαν από το χωριό και με τα δυο τους χέρια έκτιζαν τα όνειρά τους, με πηλό και άχυρο.

Τελευταία παρακολουθώ μία εκπομπή με ένα κυνηγό αντικών που οργώνει με το αυτοκίνητό του το Ηνωμένο Βασίλειο και μαζεύει έπιπλα και έργα τέχνης, από περασμένους αιώνες. Τα πουλάει πανάκριβα σε πελάτες που επιθυμούν να κοσμούν τα σπίτια τους με αντικείμενα, που έχουν χαραγμένη τη «πατίνα» της ιστορίας την επιφάνειά τους. Η αγάπη αυτή ίσως να εκφράζει την επιθυμία του ανθρώπου να δένεται με το παρελθόν και να κλέβει, μέσα από υλικά αντικείμενα, την ενέργεια και την ποιότητα από τις προσπάθειες και τη ζωή των προγόνων του.

Για μένα αυτά τα πλινθάρια είναι πανάκριβες αντίκες. Δεν τα κατασκεύασαν διάσημες εταιρείες του παρελθόντος, ούτε σημαντικοί τεχνίτες. Έχουν την προέλευσή τους στη νεολιθική Χοιροκοιτία και την αξία τους στον ιδρώτα των ανθρώπων της Κύπρου, που μέσα από τους αιώνες κατάφεραν να οικοδομήσουν ζωή και πατρίδα. Η διαχρονικότητά τους έμεινε ανέγγιχτη και μπορούν – αν το θελήσουμε – να μας συνδέσουν άρρηκτα με το παρελθόν, την ιστορία, μα προπάντων τις ρίζες μας.

 

 

 

4 responses to “Το σπίτι με τους πλίνθους”

  1. mojodigital says:

    Μαρία, πολύ ωραία ιστορία!

    • Maria Atalanti says:

      Αξίζει να τη θυμάστε. Έτσι θα αγαπήσετε περισσότερο το σπίτι μέσα στο οποίο θα κατοικείτε.

  2. Νικος says:

    Οι πλίνθοι ειναι σαν αγκαλιές των αγαπημένων σου Μαρια
    Πολυ συγκινητική αφήγηση

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ Νίκο. Πάντοτε νοιώθω ότι η σύνδεση με το παρελθόν μας θα πρέπει να μας δίνει δύναμη!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *