
Το σπήλαιο των εμπνεύσεων
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 22/01/2023
Back to Blog
Ο κύριος Χρίστος καθόταν στο καφενείο του μικρού χωριού και έπινε το καφέ του. Ήταν πια συνταξιούχος όμως δεν έπαυε να χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τους κατοίκους. Κατακρίβεια δεν είχε ζήσει ποτέ στο χωριό τους μόνιμα, όμως η οικογένειά του καταγόταν από εδώ. Αυτός είχε ανακαινίσει το παλιό σπίτι του παππού του και ερχόταν συχνά τα καλοκαίρια. Όλοι τον ήξεραν και καμάρωναν που αυτός ο σημαντικός αρχαιολόγος θα μπορούσε να ονομαστεί και συγχωριανός τους.
Σήμερα στο καφενείο, πέραν από κάποιους ηλικιωμένους κάτοικους του χωριού που έπαιζαν τάβλι, ήταν και ένα ζευγάρι που καταγόταν από εδώ, αλλά ζούσε στο Λονδίνο. Είχαν έρθει για διακοπές και πέρασαν από το καφενείο για να πιούν τον καφέ τους και να μιλήσουν με τους χωριανούς. Ξενιτεμένοι όπως ήταν, εκτιμούσαν περισσότερο τον τόπο τους και τους άρεσε να ακούουν ιστορίες από τα παλιά. Όταν είδαν τον κύριο Χρίστο, που φαινόταν διαφορετικός από τους άλλους, έπιασαν κουβέντα μαζί του και ενδιαφέρθηκαν για το επάγγελμα που είχε ασκήσει στη ζωή του.
Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ατμόσφαιρα παρεΐστικη και με την ενθάρρυνση των δύο Λονδρέζων, ο κύριος Χρίστος άρχισε να μιλά για το παρελθόν του.
-Ξέρετε, τους είπε, εδώ σε αυτό το χωριό πήρα την απόφαση να σπουδάσω αρχαιολόγος. Αν θέλετε θα σας πω την ιστορία, πώς ξεκίνησε αυτό. Νομίζω έχει κάποιο ενδιαφέρον.
Όσοι έπαιζαν τάβλι, το άφησαν και κάθισαν γύρω από τον κύριο Χρίστο. Οι Λονδρέζοι παράγγειλαν καφέ για όλους και ακόμα ο καφετζής, αφού έφερε τους καφέδες, κάθισε μαζί τους.
Ο κύριος Χρίστο κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα στο κενό, σαν να βυθιζόταν στο μακρινό παρελθόν και άρχισε τη διήγηση:
-Ήταν στην δεκαετία του ’50. Η Κύπρος ήταν ακόμα αποικία των Εγγλέζων. Εγώ ήμουν γύρω στα έντεκα κι η αδελφή μου η Ειρηνούλα γύρω στα έξι. Εκείνο το χρόνο είχε γίνει ένας δυνατός σεισμός και το χωριό εδώ είχε επηρεαστεί αρκετά. Πολλά σπίτια είχαν πάθει ζημιές, ανάμεσα τους και αυτό του παππού μου, του πατέρα της μητέρας μου. Όταν έκλεισαν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακοπές μετακομίσαμε όλοι εδώ για κανένα μήνα, για να βοηθήσει ο πατέρας μου, που ήταν κτίστης, στην επιδιόρθωση του σπιτιού.
-Τότε τα παιδιά κυκλοφορούσαν ελεύθερα, έπαιζαν όλη μέρα και κανείς δεν ανησυχούσε. Δεν ήταν σαν σήμερα που οι γονείς θέλουν να γνωρίζουν κάθε στιγμή που βρίσκονται τα παιδιά τους.
-Έτσι και εγώ έφευγα κάθε πρωί με το φίλο και συνομήλικό μου Αντώνη, στα χωράφια, που πήγαινε να βοσκήσει τις κατσίκες του. Προς μεγάλη απογοήτευση και των δυο μας, η μητέρα μου με ανάγκαζε να κουβαλώ μαζί μου και τη μικρή μου αδελφή, την Ειρηνούλα.
-Η Ειρηνούλα τότε ήταν ένα κλαψιάρικο κοριτσάκι που ήθελε να κάνει ότι κάναμε εμείς. Ήταν μεγάλο εμπόδιο και για τους δυο μας που θέλαμε να σκαρφαλώνουμε στα βουνά σαν τα αγριοκάτσικα, να ανεβαίνουμε στα δένδρα και συχνά να εγκαταλείπουμε τις κατσίκες στο έλεος του Θεού. Αυτή έτρεχε ξοπίσω μας κλαψουρίζοντας και απειλώντας μας ότι θα μας καταγγείλει στους γονείς μας. Έτσι πολύ συχνά αναγκαζόμουν να την κουβαλώ στη πλάτη μου και να της κάνω όλα τα χατίρια ή ακόμα και να την απειλώ, για να μην μιλήσει.
-Η Ειρηνούλα είχε μια πάνινη κούκλα που της είχε δώσει το παράξενο όνομα Πούπα. Την αγαπούσε πάρα πολύ και δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Είχε κόκκινα μαλλιά, δύο μάτια από κουμπιά και ένα κουρελιασμένο φόρεμα. Πολύ συχνά έβγαιναν τα πόδια της ή τα χέρια της με τον τρόπο που την κρατούσε και η μητέρα μου της τα έραβε ξανά γιατί η Ειρηνούλα δεν δεχόταν να παίξει με καμιά άλλη κούκλα. Η Πούπα ήταν το παιδί της.
-Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, είχαμε και πάλι μαζί μας την Ειρηνούλα με την κούκλα της. Καθόταν σε μια πέτρα και της μιλούσε και εμείς οι δυο κουβεντιάζαμε πώς θα της ξεφύγουμε και να σκαρφαλώσουμε στην βραχώδη πλαγιά του λόφου απέναντι. Όπως ήμασταν απορροφημένοι στη κουβέντα μας, δεν προσέξαμε μια κατσίκα που είχε απομακρυνθεί. Το πήραμε είδηση όταν αυτή ήταν πια μακριά και βέλαζε. Είχε ανεβεί στην απόκρημνη πλαγιά που λογαριάζαμε και εμείς να πάμε. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι ήταν καλή δικαιολογία να αφήσουμε την Ειρηνούλα να κάθεται στη πέτρα με τη κούκλα της και να ανεβούμε στους βράχους.
-Όμως η Ειρηνούλα ήταν ανένδοτη. Έκλαιγε και φώναζε ότι θα το πει στη μαμά αν δεν την πάρουμε μαζί μας. Έτσι εγώ αναγκάστηκα να την ανεβάσω στη πλάτη μου. Την έβαλα να με κρατά σφικτά και στηριζόμενος σε μια βέργα αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τη πλαγιά. Μπροστά πήγαινε ο Αντώνης, σφυρίζοντας και φωνάζοντας το όνομα της κατσίκας. Εμείς ακολουθούσαμε με μεγάλη δυσκολία.
-Σε κάποια στιγμή χάσαμε εντελώς την κατσίκα από τη θέα μας. Ο Αντώνης τάχυνε τότε το βήμα του και ανέβηκε αρκετά πιο ψηλά από εμάς. Σε λίγο δεν έβλεπα ούτε και αυτόν. Άρχισα να του φωνάζω, μα δεν έπαιρνα καμία απάντηση.
-Ήμουν αφάνταστα εκνευρισμένος που είχα την Ειρηνούλα στη πλάτη μου. Και το χειρότερο: εκείνη είχε αρχίσει και πάλι τα κλάματα. Αγκομαχώντας και ιδρωμένος έφτασα κάποια στιγμή και εγώ στην κορυφή. Κατέβασα την Ειρηνούλα και άρχισα να φωνάζω τον Αντώνη, που δεν έβλεπα πουθενά. Όπως προχωρούσα με δυσκολία ανάμεσα στις πέτρες, ψάχνοντας τον φίλο μου, είδα την είσοδο μιας σπηλιάς. Ήταν μισόκλειστη από ένα μεγάλο βράχο, που φαίνεται ότι είχε μετακινηθεί όταν έγινε ο σεισμός, και έτσι φάνηκε το στόμιό της. Φώναξα πιο δυνατά:
-Αντώνη που είσαι;
-Εδώ, άκουσα μια φωνή από το βάθος. Βρήκα την κατσίκα μου. Έρχομαι.
-Σε λίγο βγήκε έξω με την κατσίκα του. Τα μάτια του ήταν διασταλμένα από το έντονο φως που αντίκρυσε βγαίνοντας, αλλά και από τον ενθουσιασμό του για την ανακάλυψη της σπηλιάς.
-Φίλε, μου είπε. Αυτή η σπηλιά δεν ήταν εδώ προηγουμένως. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε.
-Θα μετακινήθηκε ο βράχος από το σεισμό, του είπα και του έδειξα το μεγάλο βράχο που μισοέκλεινε την είσοδο.
-Έχεις δίκαιο, μου απάντησε. Όμως πρέπει να την εξερευνήσουμε. Είναι τεράστια. Δεν μπόρεσα να προχωρήσω πολύ, γιατί μέσα είναι βαθύ σκοτάδι. Δεν μπορούσα να δω τίποτε.
-Πώς θα το κάνουμε αυτό; Απάντησα εγώ, επισημαίνοντάς του την Ειρηνούλα που είχε αρχίσει πάλι να κλαίει και να φωνάζει.
-Σε λίγο πήγαμε κοντά της. Μέσα μου είχα μια επιθυμία να την σπρώξω κάτω από την πλαγιά. Τόσο είχα βαρεθεί τα καμώματά της. ‘Όμως συγκρατήθηκα και την πήρα και πάλι στην πλάτη μου. Κατεβαίνοντας, αρχίσαμε να οργανώνουμε με τον Αντώνη την εξερεύνηση της σπηλιάς. Εγώ ήμουν πιο μορφωμένος γιατί πήγαινα δημοτικό σχολείο στη πόλη, ενώ εκείνος τις περισσότερες μέρες έβγαινε να βοσκήσει τις κατσίκες και πολύ λίγα μάθαινε ή θυμόταν από το σχολείο. Έτσι του μίλησα για τον μύθο του Θησέα και της Αριάδνης και πώς ο Θησέας κατάφερε με τη βοήθεια της Αριάδνης να βγει από το Λαβύρινθο.
-Εφόσον η σπηλιά είναι πολύ μεγάλη, συνέχισα, θα πρέπει να πάρουμε ένα κουβάρι με σκοινί και να το δέσουμε σε μια πέτρα στην είσοδο της σπηλιάς. Μετά θα το ξεδιπλώνουμε λίγο – λίγο καθώς προχωρούμε και έτσι ακολουθώντας στη συνέχεια το σκοινί πίσω, θα επιστρέψουμε στην είσοδο. Με αυτό τον τρόπο συμβούλεψε και η Αριάδνη τον Θησέα για να βγει από το Λαβύρινθο. Είναι δοκιμασμένο σου λέω!
-Δεν έχει πρόβλημα, μου απάντησε. Θα φέρω εγώ το σκοινί. Μα είναι και σκοτάδι εκεί μέσα. Πώς θα βλέπουμε;
-Αυτό θα το κανονίσω εγώ, του είπα. Θα φέρω μια λάμπα πετρελαίου από το σπίτι. Με τη φασαρία που υπάρχει εκεί μέσα κανείς δεν θα το προσέξει. Θα φέρω και το παγούρι μου γεμάτο νερό, μήπως διψάσουμε.
-Θα φέρω και εγώ το φαΐ που μου ετοιμάζει η μάνα μου. Ελιές, ψωμί και ντομάτα, δηλαδή.
-Με τον ενθουσιασμό που μας συνεπήρε, οργανώνοντας την επιχείρηση εξερεύνησης, ξεχάσαμε την Ειρηνούλα που κουλουριασμένη στη πλάτη μου τα άκουγε όλα.
-Όταν φτάσαμε κάτω στη πεδιάδα και την κατέβασα, μας είπε θριαμβευτικά:
-Σας άκουσα! Θα τα πω όλα στη μαμά!
-Εκείνη τη στιγμή όλος ο θυμός και ο εκνευρισμός που είχα μαζί της βγήκε στην επιφάνεια. Άρπαξα αμέσως την κούκλα από τα χέρια της και πήρα με το ένα χέρι μου το κεφάλι της και με το άλλο το υπόλοιπο σώμα έτοιμος να τα τραβήξω και να την διαμελίσω.
-Αν πεις κάτι η κούκλα σου θα πεθάνει και θα την ταΐσω στα σκυλιά. Δεν θα την ξαναδείς ποτέ! Την απείλησα.
-Αμέσως άρχισε και πάλι να κλαίει και να με παρακαλεί να της δώσω πίσω την κούκλα.
-Δεν θα πω τίποτε. Ορκίζομαι, έλεγε συνέχεια.
-Της έδωσα πίσω την κούκλα, κάνοντάς της ξανά σαφές ότι δεν θα την ξανάβλεπε αν μιλούσε.
-Οι μέρες περνούσαν. Με τον Αντώνη είχαμε μαζέψει τις προμήθειες που χρειαζόμασταν και τις είχαμε βάλει σε μια κρυψώνα στη περιοχή. Το πρόβλημά μας ήταν η Ειρηνούλα. Δεν μπορούσαμε φυσικά να την κουβαλήσουμε μαζί μας στη σπηλιά. Έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο να μην έρθει εκείνη τη μέρα. Μετά από μια εβδομάδα η λύση βρέθηκε. Στο χωριό είχε έρθει μια ξαδέλφη της μητέρας μου, που είχε μια κόρη στην ηλικία της Ειρηνούλας. Έτσι η αδελφούλα μου έμεινε να παίξει μαζί της. Μεγάλη ανακούφιση για μας.
-Ξεκινήσαμε λοιπόν, ενθουσιασμένοι για την περιπέτεια που μας ανέμενε. Αφήσαμε τις κατσίκες κάτω στη πεδιάδα να βόσκουν και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τη βραχώδη πλαγιά. Όλα ήταν πολύ εύκολα χωρίς την Ειρηνούλα στη πλάτη μου! Σε λίγο φτάσαμε στη σπηλιά. Δέσαμε το σκοινί σε μια πέτρα και ο Αντώνης το ξετύλιγε λίγο, λίγο καθώς προχωρούσαμε μέσα. Εγώ κρατούσα την λάμπα του πετρελαίου και είχα κρεμασμένο στον ώμο μου το παγούρι με το νερό.
-Η σπηλιά ήταν τεράστια. Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε και δεν τελείωνε. Είχε διάφορες διακλαδώσεις και ευτυχώς που είχαμε μαζί μας το σκοινί. Δεν θα μπορούσαμε διαφορετικά να γυρίσουμε πίσω. Σε μερικά σημεία αναγκαζόμασταν να σκύβουμε. Τόσο στενά και χαμηλά ήταν. Σε μια στιγμή, μου είπε ο Αντώνης:
-Φίλε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο. Το σκοινί τελειώνει.
-Μόνο μερικά βήματα του είπα. Εκεί βλέπω ένα άνοιγμα. Άσε κάτω το σκοινί και όταν επιστρέψουμε το παίρνουμε.
-Πραγματικά σε μερικά βήματα η σπηλιά άνοιγε και ένας μεγάλος θάλαμος ήταν μπροστά μας. Σταλακτίτες φύτρωναν από το έδαφος και σταλαγμίτες κρέμονταν από την οροφή. Όπως κτυπούσε το φως της λάμπας πάνω τους, έλαμπαν λευκοί, σαν διαμάντια. Μείναμε και οι δύο εκστατικοί. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Τέτοια ομορφιά δεν είχαμε ξαναδεί.
-Προχωρούσαμε αργά πάνω στο ανώμαλο έδαφος, θαυμάζοντας το απροσδόκητο θέαμα, όταν σε ένα σημείο είδαμε μερικά οστά και κάποια σπασμένα αγγεία. Πλησιάσαμε φοβισμένοι στην θέα των οστών. Εγώ άφησα κάτω τη λάμπα και έσκυψα για να δω καλύτερα. Ανάμεσά τους ήταν και ένα αγαλματίδιο από πέτρα ή μάρμαρο, μιας γυναικείας μορφής. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, δεκαπέντε με είκοσι εκατοστά. Τώρα πια μπορώ να συμπεράνω, από όσο το θυμάμαι, ότι θα ανήκε στην νεολιθική εποχή. Τότε φυσικά δεν γνώριζα.
-Το πήρα λοιπόν στα χέρια μου και ένοιωσα την κρύα υφή του. Όπως το κρατούσα όμως στις παλάμες μου άρχισε να ζεσταίνεται. Και τότε αισθάνθηκα ότι είναι ζωντανό. Το χάιδευα και θυμήθηκα την Ειρηνούλα με την κούκλα της. Σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα την ένοιωθε και εκείνη. Τα οστά δεν τα αγγίξαμε. Φοβόμασταν.
-Εκείνη τη στιγμή όμως συνέβηκε το αναπάντεχο. Όπως κινούμασταν με δυσκολία, ένας από τους δυο μας έσπρωξε τη λάμπα που καθόταν στο πάτωμα και εκείνη κατρακύλησε στο ανώμαλο έδαφος. Το γυαλί της έσπασε και το πετρέλαιο χύθηκε. Ήμουν έτοιμος να τρέξω να την πάρω, αλλά δεν πρόλαβα. Όπως χύθηκε το πετρέλαιο άναψε μια φωτιά, που φώτισε σαν πυροτέχνημα την σπηλιά για λίγα λεπτά και ύστερα έσβησε. Όμως εκείνα τα λίγα λεπτά, παρά την τρομάρα μας, το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Ήταν σαν να ζωντάνευαν οι για χρόνια κοιμισμένοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες και έβγαζαν έξω όλη την ομορφιά που κρυβόταν για αιώνες στην παγωμένη καρδιά τους.
-Μετά ήρθε το απόλυτο σκοτάδι. Τόσο σκοτάδι, δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου!
Εκείνη τη στιγμή ο κύριος Χρίστος σώπασε. Σαν να είχε βυθιστεί στις αναμνήσεις του. Πρέπει η εμπειρία αυτή να ήταν από τις πιο έντονες της ζωής του.
-Καλά και πώς βγήκατε από εκεί μέσα; Τον ρώτησε ο καφετζής.
-Στην αρχή προσπαθήσαμε ψαχουλευτά να βρούμε τη διαδρομή που ακολουθήσαμε αφού μπήκαμε στο θάλαμο με τους σταλακτίτες, όμως ήταν αδύνατο. Το σκοινί το είχαμε αφήσει έξω από το θάλαμο και από τον ενθουσιασμό μας με το θέαμα που είχαμε αντικρύσει, δεν παρατηρούσαμε πώς προχωρούσαμε. Είχαμε χάσει εντελώς τον προσανατολισμό μας. Από την άλλη σκουντουφλούσαμε στο ανώμαλο έδαφος και υπήρχε κίνδυνος να τραυματιστούμε σοβαρά. Βρήκαμε λοιπόν μια γωνιά και καθίσαμε κλαίγοντας. Είχαμε ξεχάσει εντελώς ότι θεωρούσαμε τους εαυτούς μας εξερευνητές και αρχίσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν τρομαγμένα παιδιά.
-Θα πεθάνουμε εδώ μέσα, μου είπε ο Αντώνης. Δεν θα μας βρουν ποτέ!
-Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα την Ειρηνούλα.
-Η Ειρηνούλα ξέρει πού είμαστε και θα τους πει. Μην φοβάσαι, τον παρηγόρησα. Μην την βλέπεις έτσι κλαψιάρα. Είναι έξυπνη.
-Μα εσύ την απείλησες να μην πει τίποτε!
-Η μαμά μου ξέρει τον τρόπο να την κάνει να μιλήσει. Μην φοβάσαι, του έλεγα για παρηγοριά.
-Εν τω μεταξύ είχαμε αρχίσει να κρυώνουμε. Έξω ήταν καλοκαίρι, η θερμοκρασία ήταν ψηλή, μα μέσα στη σπηλιά επικρατούσε κρύο και υγρασία. Εμείς φορούσαμε κοντά παντελονάκια και αμάνικες φανέλες. Θες από το κρύο, θες από το φόβο μας αρχίσαμε να τρέμουμε. Σκεφτήκαμε να φάμε κάτι από τις προμήθειες που είχαμε μαζί μας και σφιχτήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο, προσπαθώντας να ζεσταθούμε. Πρέπει κάποια στιγμή να κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Εγώ εξακολουθούσα να κρατώ το αγαλματίδιο στα χέρια μου. Ένοιωθα πως ήταν ζωντανό και μπορούσε να μας βοηθήσει.
-Έξω από τη σπηλιά, ο ήλιος ακολουθούσε όπως κάθε μέρα την πορεία του και πήγαινε προς τη δύση. Οι κατσίκες, όταν ήρθε η ώρα του δειλινού, ξεκίνησαν από μόνες τους και γύρισαν στο χωριό. Όταν ο πατέρας του Αντώνη, δεν είδε το γιο του να τις συνοδεύει, έτρεξε στους δικούς μου γονείς και τον έψαξε. Τότε κατάλαβαν όλοι, ότι δεν είχαμε επιστρέψει. Ξεκίνησαν θυμωμένοι, νομίζοντας ότι μείναμε στους αγρούς, παίζοντας και μας έψαξαν στα γνωστά βοσκοτόπια. Φυσικά δεν μας βρήκαν και εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει. Τότε ανησύχησαν πραγματικά.
-Δεν μπορούσαν να μας ψάξουν στο σκοτάδι και αποφάσισαν να γυρίσουν την άλλη μέρα, ειδοποιώντας και τον αστυνομικό που ήταν στο διπλανό χωριό. Η μητέρα μου όλο το βράδυ έκλαιγε. Η Ειρηνούλα που την είδε πήγε κοντά της και την χάιδευε τρυφερά, κλαίγοντας και εκείνη. Σε μια στιγμή, όταν πραγματικά αντιλήφθηκε το λόγο της απελπισίας της μητέρας μου, της είπε:
-Μην κλαις, ξέρω εγώ που είναι. Όμως ο Χρίστος μου είπε ότι θα σκοτώσει την Πούπα και θα τη δώσει στα σκυλιά, αν σας πω.
-Η μητέρα μου, προσπάθησε να συμπεριφερθεί ήρεμα και διαβεβαίωσε την Ειρηνούλα ότι κανείς δεν θα πειράξει την κούκλα της, φτάνει να τους έλεγε που βρισκόμασταν.
-Είναι στη σπηλιά! Απάντησε η Ειρηνούλα.
-Ποια σπηλιά, είπαν και οι δυο γονείς μου με ένα στόμα. Δεν έχει σπηλιά στη περιοχή.
-Έχει, εκεί που χάθηκε η κατσίκα του Αντώνη!
-Την άλλη μέρα, όταν μαζεύτηκαν για να ξεκινήσουν να μας βρουν, δηλαδή ο πατέρας του Αντώνη, ο αστυνομικός και κάποιοι άλλοι χωριανοί που ήθελαν να βοηθήσουν, όλοι διαβεβαίωναν ότι δεν είχε σπηλιά στη περιοχή. Παρόλα αυτά πήραν, καλού – κακού και την Ειρηνούλα μαζί τους, που στο μεταξύ τους είχε περιγράψει όλα τα σχέδιά μας. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι ήταν φαντασίες της, όμως η μητέρα μου την εμπιστευόταν.
-Φτάνοντας στα γνωστά βοσκοτόπια, η μητέρα μου είπε στην Ειρηνούλα να τους δείξει που είναι η σπηλιά. Αυτή δεν δίστασε καθόλου.
-Καλά, πώς ανέβηκες εσύ εκεί πάνω; Την ρώτησε ο πατέρας μου.
-Με πήρε ο Χρίστος στη πλάτη του, απάντησε εκείνη.
-Όταν το βρω θα τον σκοτώσω! Δεν φτάνει που ριψοκινδυνεύει ο ίδιος, παίρνει μαζί του και την Ειρηνούλα!
-Δεν λες ευτυχώς που την πήρε! Απάντησε η μητέρα μου. Μακάρι να τους βρούμε και δεν θα τον αφήσω ποτέ ξανά να φύγει από το σπίτι!
-Για να μην σας τα πολυλογώ με τις οδηγίες της Ειρηνούλας, βρήκαν την σπηλιά, που κανείς δεν ήξερε την ύπαρξή της. Όταν εντόπισαν και το σκοινί δεμένο σε μια πέτρα, κατάλαβαν ότι η ιστορία της Ειρηνούλας ήταν αληθινή. Ο πατέρας μου και ο πατέρας του Αντώνη αποφάσισαν να προχωρήσουν μέσα ακολουθώντας το σκοινί. Οι άλλοι περίμεναν έξω. Η Ειρηνούλα για πρώτη φορά στη ζωή της δεν κλαψούριζε. Ένοιωθε μάλιστα και ηρωίδα που τους έδειξε την είσοδο της σπηλιάς. Ευτυχώς είχαν φέρει και φανάρια μαζί τους, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν.
-Εμείς, που είχαμε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου, ακούσαμε σε κάποια στιγμή κάποιες φωνές να λένε τα ονόματά μας.
-Εδώ, εδώ, πατέρα! Απαντήσαμε και οι δυο με μια φωνή.
-Ακολουθώντας το σκοινί και τις φωνές μας δεν άργησαν να μας βρουν. Η πρώτη μας αντίδραση ήταν να τρέξουμε κοντά τους και η πρώτη δική τους αντίδραση ήταν μας θυμώσουν.
-Παλιόπαιδα, ξέρετε ότι θα μπορούσατε να πεθάνετε; Αν δεν ήταν η Ειρηνούλα δεν θα σας βρίσκαμε ποτέ!
-Όταν είδαν όμως σε πόσο άθλια κατάσταση βρισκόμασταν, μας λυπήθηκαν και το θέμα τελείωσε εκεί. Σχεδόν μας κουβάλησαν έξω γιατί τρέμαμε και οι δύο. Είχαμε πάθει φαίνεται υποθερμία, αλλά ήταν και απερίγραπτος ο τρόμος που πήραμε.
-Μόλις με είδε η Ειρηνούλα έτρεξε να με αγκαλιάσει και για πρώτη φορά κατάλαβα πόσο πολύ την αγαπούσα. Παρόλο που σχεδόν δεν μπορούσαμε να αντικρίσουμε το φως, από τις πολλές ώρες που μείναμε στο σκοτάδι, αντιλήφθηκα την παρουσία πολλών χωριανών και του αστυνομικού να μας περιμένουν. Εγώ κρατούσα ακόμα στο χέρι μου το αγαλματίδιο που βρήκα. Ήθελα να το χαρίσω στην Ειρηνούλα, μα δεν πρόλαβα. Μόλις το είδε ο αστυνομικός το άρπαξε από τα χέρια μου, λέγοντας:
-Αυτό θα το πάρω εγώ για να το παραδώσω στο μουσείο.
-Προσπάθησα να αντισταθώ, μα το άγριο βλέμμα του πατέρα μου με έκανε να το αφήσω. Τώρα πια είμαι βέβαιος ότι ουδέποτε το παράδωσε στο μουσείο. Εκείνη την εποχή, η αρχαιοκαπηλία ήταν πολύ σύνηθες φαινόμενο και οι άνθρωποι αρκετά φτωχοί και επιζητούσαν το εύκολο κέρδος.
Σε αυτό το σημείο ένας από τους χωριανούς σχολίασε:
-Τόσα χρονιά σε αυτό το χωριό και δεν ξέρω καμιά σπηλιά στη περιοχή. Κάτι θυμάμαι, όταν ήμουν και εγώ νέος, για κάποια παιδιά που χάθηκαν, αλλά τίποτα περισσότερο.
-Έχεις δίκαιο, του απάντησε ο κύριος Χρίστος. Την ψάχνω από τότε αλλά δεν την ξαναβρήκα.
Και συνέχισε την διήγησή του:
-Μετά την περιπέτεια αυτή γυρίσαμε στη πόλη. Η μητέρα μου δεν ήθελε να ξανακούσει για το χωριό. Έτσι έχασα και κάθε επαφή με τον Αντώνη. Δεν τον ξανάδα από τότε. Εκείνο όμως που έμεινε βαθιά χαραγμένο μέσα μου, ήταν η επαφή με το αρχαίο αγαλματίδιο. Η αίσθηση ότι ήταν ένα ζωντανό πλάσμα που μας προστάτεψε σε εκείνη τη σπηλιά, δεν με άφησε ποτέ. Έτσι μεγαλώνοντας έγινα αρχαιολόγος. Ήθελα να γνωρίσω τους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν και αυτά που άφησαν πίσω τους. Να καταλάβω την ιστορία της ανθρωπότητας και την ιστορία του τόπου μου.
-Αργότερα, επέστρεψα πολλές φορές και περπάτησα στους λόφους έξω από το χωριό, προσπαθώντας να ξαναβρώ τη σπηλιά. Στάθηκε αδύνατο. Στην αρχή είπα πως έκανα λάθος, μπορεί να μην ήταν ο λόφος που θυμόμουν, ίσως να ήταν κάποιος άλλος λόφος στη περιοχή και τους περπάτησα όλους. Πουθενά όμως η σπηλιά.
-Καλά πώς είναι δυνατό αυτό; Ρώτησε ο καφετζής.
-Σκέφτηκα διάφορα. Ίσως ο αστυνομικός, όταν κατάλαβε ότι η σπηλιά είχε μέσα αρχαία, να έκλεισε εσκεμμένα την είσοδο για να μην μπορέσει να τα βρει κανείς άλλος και να τα πουλήσει ο ίδιος. Ίσως η άγρια βλάστηση να έκλεισε σιγά – σιγά την είσοδο. Ίσως και τα δύο. Πάντως σπατάλησα ατελείωτες ώρες και δεν την βρήκα.
-Και ο Αντώνης; Τι έγινε ο Αντώνης;
-Όταν ήρθα στο χωριό και τον έψαξα, μου είπαν ότι πήγε στην Αγγλία σε ένα θείο του και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο χωριό. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε.
Οι δυο Λονδρέζοι που άκουγαν σιωπηλοί μέχρι εκείνη τη στιγμή, μίλησαν τότε:
-Θα είναι πολύ σημαντικό για το χωριό να βρεθεί μια σπηλιά με σταλαχτίτες. Θα έρθουν πολλοί τουρίστες. Να μας εξηγήσετε πού είναι και θα πάμε και εμείς να ψάξουμε.
-Θα σας πάρω εγώ ο ίδιος, τους είπε ο κύριος Χρίστος. Μπορεί να είναι η τύχη σας να την βρείτε. Κατά βάθος όμως πιστεύω ότι αν η γη δεν θέλει να ανοίξει την αγκαλιά της και να μας αποκαλύψει τα μυστικά της, δεν θα βρούμε την σπηλιά. Οι συγκυρίες βοήθησαν τότε να δούμε ένα κόσμο που ήταν αθέατος για αιώνες. Φανέρωσαν μπροστά στα μάτια μας τη συνέχεια της ζωής, τη σημασία και τη σύνδεση με τους προγόνους μας. Εξ αιτίας αυτής της αποκάλυψης εγώ έγινα αρχαιολόγος και πιστεύω ότι έκανα ότι μπορούσα για να βγάλω από το υπέδαφος στην επιφάνεια την ιστορία και τον πλούτο της πατρίδας μου. Έμαθα όμως ότι αν δεν έρθει ώρα, τα μυστικά της γης μένουν να κοιμούνται.
-Όμως θα μας πάρεις αύριο; Ξαναρώτησαν οι Λονδρέζοι.
-Θα σας πάρω. Ίσως είναι η ώρα να ξαναγίνει το θαύμα.
Φωτογραφία: Νεολιθικό αγαλματίδιο από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
Καλημέρα! Πολύ ωραία ιστορία! Τα σταυροσχημα αγαλματίδια της Κύπρου είναι από τα πιο αγαπημένα μου, αν και αυτό στην φωτογραφία δεν είναι σταυρόσχημα. Αλλά μια τέτοια περιπέτεια θα ήταν και μένα το όνειρο μου! Το κουβάρι της ανθρωπότητας, η χαμένη γνώση, η ανακάλυψη, θα μπορούσε να είναι ακόμα ένα μυθιστόρημα!
Τα παιδιά της υπαίθρου, στην Κύπρο αλλά και αλλού, έρχονταν σε επαφή με τη φύση και η φύση τους αποκάλυπτε τα μυστικά της. Η ιστορία του ανθρώπου βγαίνει μέσα από τα έγκατα της γης.
you have the ability to reproduce Cypriot life very well -and in a very enjoyable way!
Well done!
Ευχαριστώ Ανδρέα μου!
Πολύ ωραία η ιστορία σου Μαρία μου. Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και ταυτόχρονα φωτίζεις πτυχές της Κύπρου και του πολιτισμού της
Ευχαριστώ πολύ! Αν μου έλεγε κανείς πριν μερικά χρόνια ότι θα έγγραφα για αυτά τα θέματα δεν θα το πίστευα. Όμως κάθε που αρχίζω να γράφω αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια.
Πολύ ωραία η ιστορία Μαρία μου. Ένιωθα οτι ειμουν και εγώ εκεί. Θυμάμαι μικρός όταν παίζαμε στα χωράφια και στα αναχώματα εδώ στο Καιμακλι που βρίσκαμε κομμάτια απο βάζα και όστρακα μεσα στα χωματα.
Ευχαριστώ Ανδρέα μου! Χαίρομαι για το σχόλιό σου. Αυτός είναι ο σκοπός αυτής της ιστορίας. Να θυμίσει στους μεγάλους τα παιδικά τους χρόνια και να ταξιδέψει τα παιδιά σε κόσμους μαγικούς.