
Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 9)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 31/07/2022
Back to Blog
Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.
Μελβούρνη – Αυστραλία – Μάιος – Σεπτέμβριος 2020
Η καραντίνα σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχιζόταν και τους μήνες που ακολούθησαν. Το να συνηθίσεις τον εγκλεισμό δεν είναι εύκολο για κανένα άνθρωπο. Στην αρχή όλοι το είδαν σαν μια ευκαιρία να ξεκουραστούν, όσο περνούσε ο καιρός όμως η επιθυμία να κυκλοφορήσουν, να είναι ελεύθεροι και πάλι, άρχισε να τους γίνεται εμμονή. Ήταν η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα ζούσε τέτοια εμπειρία.
Σε διεθνές επίπεδο οι φαρμακευτικές εταιρείες συναγωνίζονταν η μια την άλλη ποια θα κατασκευάσει πρώτη το εμβόλιο που θα απέτρεπε την μετάδοση του ιού και την βαριά νοσηλεία. Παράλληλα έγινε υποχρεωτικό όλοι να φορούν μάσκα, να χρησιμοποιούν αντισηπτικά και να τηρούν αποστάσεις δύο μέτρων, στις περιορισμένες φορές που κυκλοφορούσαν για να προμηθευτούν τρόφιμα ή φάρμακα. Οι αγκαλιές τα φιλιά, ακόμα και οι χειραψίες είχαν απαγορευθεί. Ένας επιπρόσθετος λόγος που επιτρεπόταν η κυκλοφορία ήταν για να βγάλουν βόλτα το κατοικίδιό τους, είτε για προσωπική άσκηση. Για όσους παραβίαζαν τους κανονισμούς υπήρχαν τσουχτερά πρόστιμα. Όταν τα κρούσματα μειώνονταν οι απαγορεύσεις χαλάρωναν, αλλά με τη πρώτη αύξηση κρουσμάτων, ξεκινούσαν και πάλι. Όσοι έρχονταν από το εξωτερικό θα έπρεπε να μπαίνουν σε υποχρεωτική καραντίνα σε ξενοδοχεία για μία ή δύο εβδομάδες ανάλογα με τη χώρα.
Η Ζήνα και ο Αλέξης, ζώντας την αρχή του έρωτα τους, και έχοντας και οι δυο τις ασχολίες τους, το περνούσαν σχεδόν ανώδυνα. Είχαν ο ένας τον άλλο – τουλάχιστον πρόλαβαν να είναι μαζί – είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα και να μάθουν ο ένας για το παρελθόν του άλλου. Παράλληλα η Ζήνα μελετούσε την ελληνική γλώσσα και ήταν ενθουσιασμένη με την πρόοδο που έκανε. Ο Αλέξης συνέχιζε διαδικτυακά τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε ενήλικες, είχαν και οι δύο τους στόχους τους και δεν ήταν αδρανείς.
Την περίοδο αυτή, η Ζήνα γνώρισε την οικογένεια του Αλέξη γιατί είχαν συχνά διαδικτυακή επικοινωνία, μέσω skype.Ήταν πολύ ευχάριστοι άνθρωποι και απολάμβανε την κουβέντα μαζί τους. Φυσικά όλα τα θέματα περιστρέφονταν γύρω από την καραντίνα, τις ανησυχίες του κόσμου, αλλά και τα ευτράπελα της κατάστασης.
Η Ζήνα γέλασε πάρα πολύ όταν της διηγήθηκαν μία ιστορία για κάποιο νεαρό που κυκλοφορούσε με τη μοτοσυκλέτα του, ενώ απαγορευόταν η κυκλοφορία. Όταν τον σταμάτησε η αστυνομία, δικαιολογήθηκε λέγοντας:
-Βγάζω βόλτα το κατοικίδιό μου!
-Και πού είναι το κατοικίδιο σου; Τον ρώτησε ο αστυνομικός
-Εδώ δεν το βλέπεις;
Και τους έδειξε μία γυάλα με ένα ψάρι που κουβαλούσε πάνω στη μοτοσυκλέτα του!
Ήταν απίστευτες οι δικαιολογίες που εύρισκαν οι άνθρωποι για να κυκλοφορήσουν και να ξεγελάσουν την αστυνομία. Εξίσου απίστευτες, όσο η πρωτόγνωρη κατάσταση που επικρατούσε.
Σε αυτές τις συνδιαλέξεις προσπάθησαν στην αρχή να μιλούν στα ελληνικά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο για τη Ζήνα να παρακολουθήσει. Μιλούσαν γρήγορα και στην κυπριακή διάλεκτο, γεγονός που το καθιστούσε σχεδόν αδύνατο για κείνη να κατανοήσει τι λεγόταν. Έτσι το γύριζαν στα αγγλικά και κάποτε μισά – μισά, αλλά πάντως επικοινωνούσαν. Το περίεργο ήταν ότι η Ζήνα επιζητούσε αυτή την επαφή περισσότερο από τον Αλέξη. Ήταν για αυτή ένας νέος κόσμος, πολύ ενδιαφέρων.
Ανάμεσα στους συγγενείς του Αλέξη που είχε γνωρίσει σε αυτές τις συνομιλίες, ήταν και η Ελένη. Η Ελένη ήταν ξαδέλφη του Αλέξη, αρχιτέκτονας, γύρω στα 35 -38, που ζούσε μόνη της. Έτσι επιζητούσε και η ίδια την επαφή με άλλους ανθρώπους, σε αυτές τις ιδιόρρυθμες συνθήκες. Ήταν μια λεπτή κοπέλα με κοντά μαύρα μαλλιά και σπινθηροβόλα μάτια. Έμοιαζε περισσότερο με αγοροκόριτσο και η Ζήνα την συμπάθησε αμέσως μόλις την γνώρισε.
Συνομιλούσαν συχνά και η Ζήνα ένοιωσε ότι θα μπορούσε να την εμπιστευτεί. Της μίλησε για την οικογένειά της και το γράμμα που της άφησε ο πατέρας της. Η Ελένη της πρότεινε να της στείλει τους τίτλους ιδιοκτησίας και όταν θα επιτρεπόταν η διακίνηση θα πήγαινε στη Πάφο για να δει τα τεμάχια και να της στείλει και σχετικές φωτογραφίες. Η Ζήνα δεν δίστασε καθόλου. Της διαβίβασε τα σκαναρισμένα έγγραφα, που είχε δώσει στο δικηγόρο της και περίμενε.
Παράλληλα επικοινωνούσε συχνά και με το δικηγόρο της, ο οποίος την διαβεβαίωνε ότι προχωρούσαν καλά. Είχε ήδη αναθέσει σε ένα δικηγορικό γραφείο στη Πάφο την υπόθεση, το οποίο ανάλογα με την εξέλιξη των περιορισμών στην λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, θα την διεκπεραίωνε, μεταβιβάζοντας την περιουσία στη Κύπρο στο όνομά της. Τα έγγραφα στα αραβικά είχαν μεταφραστεί και πιστοποιηθεί από την πρεσβεία της Αιγύπτου στην Μελβούρνη. Ο πατέρας της είχε δίκαιο. Ανάμεσά τους ήταν τα πιστοποιητικά γεννήσεως του παππού και του πατέρα της, καθώς και μια βεβαίωση ότι ο παππούς της ήταν ο μόνος κληρονόμος των Δημητρίου και Ζηνοβίας Βασιλοπούλου. Άλλη βεβαίωση αφορούσε τον πατέρα της και ότι ήταν το μοναδικό παιδί των Ευάγγελου και Αντιγόνης Βασιλοπούλου. Όλα ήταν σε τάξη.
-Ο δρόμος έχει ανοίξει, σκεφτόταν η Ζήνα. Μοιάζει πολύ εύκολη υπόθεση. Ας δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Ο δικός της ρόλος τώρα ήταν να διαβάσει το γράμμα που άφησε ο παππούς της, Ευάγγελος, στο πατέρα της. Ήταν ένα πολύ μακροσκελές κείμενο που φαινόταν ότι γράφτηκε σε διάφορες χρονικές στιγμές, ανάλογα με την επιθυμία του Ευάγγελου να μιλήσει στο γιο του.
Η ανάγνωση των επιστολών δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τη Ζήνα. Χρησιμοποιούσε λεξικά, ρωτούσε τον Αλέξη, έπαιρνε σημειώσεις, τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε για να είναι σίγουρη ότι κατανοούσε το κείμενο. Όμως έβλεπε το όλο εγχείρημα σαν πρόκληση, γεγονός που της έδινε την κινητήρια δύναμη και τον ενθουσιασμό να προχωρεί.
-Δεν έχω δει άνθρωπο με μεγαλύτερη έφεση στη μάθηση της ελληνικής γλώσσας, την πείραζε ο Αλέξης. Έχεις μάθει περισσότερα σε μερικούς μήνες από ότι έχουν μάθει όλοι μαζί οι μαθητές μου σε δύο χρόνια!
-Οι μαθητές σου μαθαίνουν τη γλώσσα για το κέφι τους. Εγώ τη μαθαίνω για να γνωρίσω τον εαυτό και την οικογένειά μου, του απαντούσε.
Έτσι λοιπόν άρχισε να διαβάζει και αυτό το κείμενο, όπως ένας εξερευνητής που μπαίνει σε μια σκοτεινή σπηλιά και δεν ξέρει τι θα συναντήσει, μα αυτό είναι που τον σαγηνεύει.
Έγραφε λοιπόν ο παππούς Ευάγγελος:
22 Αυγούστου 1937
Αγαπημένο μου παιδί, Δημήτριε,
Σήμερα έκλεισες τα έξι σου χρόνια. Νοιώθω βαθιά συγκίνηση που μεγάλωσες τόσο και που κατάφερα, μετά την τόσο άστατη και επιπόλαια ζωή μου, να αφήσω έστω και ένα απόγονο.
Είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις αυτά που θα ήθελα να σου πω και για αυτό τα γράφω. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα ή όταν εσύ μεγαλώσεις θα ενδιαφέρεσαι να μάθεις την ιστορία της οικογένειας και τη δική μου πορεία στη ζωή. Εγώ στη νιότη μου δεν θα ενδιαφερόμουν. Ένα γραπτό κείμενο όμως μένει και κάποιος μπορεί να το διαβάσει όταν είναι έτοιμος να το εκτιμήσει.
Οι γονείς μου, Δημήτριος και Ζηνοβία Βασιλοπούλου δεν κατάγονταν από την Αλεξάνδρεια αλλά από την Κύπρο. Ο πατέρας μου από τη Λεμεσό και η μητέρα μου από ένα χωριό της Πάφου, που λέγεται Στατός. Ο πατέρας μου είχε ορφανέψει από μικρός και στα δέκα του περίπου μπήκε σε ένα καράβι και έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Εδώ δούλεψε με ένα μεγαλέμπορα βαμβακιού τον Αιμίλιο Βασιλόπουλο, ο οποίος του άφησε την περιουσία και το όνομά του. Βλέπεις το «Βασιλόπουλος» δεν είναι το πραγματικό όνομα της οικογένειάς μας. Κανείς δεν ξέρει ποιο ήταν το επίθετο του πατέρα μου.
Η μητέρα μου, Ζηνοβία, ήταν πολύ φτωχή και ορφανή από πατέρα. Για αυτό φαίνεται δέχθηκε να παντρευτεί τον πατέρα μου που ήταν σαράντα χρόνια μεγαλύτερός της. Παρά τη διαφορά ηλικίας όμως ήταν το πιο αγαπημένο ζευγάρι που γνώρισα στη ζωή μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δεμένοι ήταν!
Ο πατέρας μου, Δημήτριος, ήταν εξαιρετικά καλός και τρυφερός άνθρωπος. Ποτέ δεν μου χαλούσε χατίρι και αυτό πολλές φορές εκνεύριζε τη μητέρα μου. Ήμουν βλέπεις μοναχοπαίδι και μου είχε απίστευτη αδυναμία. Ίσως να ήθελε να δώσει σε μένα όσα στερήθηκε εκείνος. Ποιος ξέρει; Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Κοντά του ένοιωθα τόση ασφάλεια και μια ευτυχία που νόμιζα δεν θα τελείωνε ποτέ.
Η μητέρα μου ήταν πολύ πιο αυστηρή και συχνά είχαμε τις συγκρούσεις μας. Όσο μου έκανε τα χατίρια ο πατέρας, τόσο αυτή ήθελε να μου επιβάλει πειθαρχία και τάξη. Τώρα πια, ξέρω ότι είχε δίκαιο. Μα τότε, θύμωνα πολύ μαζί της. Ερχόμασταν συχνά σε σύγκρουση και παρόλο που κατάφερνε με τον τρόπο της να ομαλοποιήσει την κατάσταση στο τέλος, εγώ ήμουνα επιφυλακτικός μαζί της, καλού, κακού. Το μεγάλο επίτευγμα της μητέρας μου όμως ήταν ότι, παρόλο που ήταν ένα αμόρφωτο κορίτσι από ένα χωριό της Πάφου, κατάφερε να μορφωθεί και να διοικεί μαζί με τον πατέρα μου την επιχείρησή μας. Ήταν φαινόμενο για την εποχή εκείνη.
Υπήρξα λοιπόν, ένα καλοαναθρεμμένο παιδί με όλα τα καλά του κόσμου στα πόδια του. Μεγάλωσα και μορφώθηκα σε μια πόλη που το ελληνικό στοιχείο μεγαλουργούσε. Ήμουνα όμορφος νέος, πλούσιος, μορφωμένος και όλες οι ωραίες Ελληνίδες, γυναίκες της Αλεξάνδρειας ήταν στα πόδια μου. Ποτέ μου όμως δεν εκμεταλλεύτηκα καμιά τους. Φλέρταρα με όλες, αλλά μέχρι εκεί. Η Ζηνοβία μου κρατούσε σφιχτά τα λουριά. Ήταν κέρβερος σε αυτό το θέμα. Μου άρεσε όμως να διασκεδάζω, να έχω πολλούς φίλους, να βγαίνω έξω και να ξενυχτώ. Η δουλειά στην επιχείρηση ήταν για μένα κάπως βαρετή, όμως ένοιωθα την υποχρέωση να συμβάλω. Δεν καταλάβαινα όμως, για πολλά χρόνια, ότι ήταν και ευθύνη μου.
Ανάμεσα στους φίλους που είχα, ήταν και ένας Άραβας που λεγόταν Χακίμ. Ο Χακίμ έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου και θα πρέπει να σου μιλήσω για αυτόν. Τον γνώρισα όταν ήμασταν παιδιά. Εγώ είχα όλα τα καλά του κόσμου και αυτός ήταν ένα φτωχό παιδί, που δεν είχε τίποτε δικό του. Γίναμε φίλοι και εγώ του χάριζα τα ρούχα μου, τα παιχνίδια μου, τον έπαιρνα συχνά στο σπίτι για φαγητό και ο πατέρας μου, του πλήρωσε και πήγε στο αραβικό σχολείο. Δεν ξέρω αν είχε οικογένεια. Ποτέ δεν με πήρε στο σπίτι του ή τελοσπάντων εκεί που ζούσε. Η δική μου οικογένεια όμως του χάρισε τόσα πολλά, όσα ελάχιστα παιδιά Αράβων είχαν τότε.
Είχα αντιληφθεί από τότε, που ήμασταν παιδιά, ότι πολλές φορές πουλούσε τα παιχνίδια που του έδινα για να πάρει χρήματα. Εμένα δεν με ένοιαζε. Είχα πολλά. Το θεωρούσα φυσιολογικό. Ο Χακίμ ήταν για μένα αυτός από τους φίλους μου που με έπαιρνε στα καταγώγια μαζί του, αυτός μου γνώρισε τον αγοραίο έρωτα και προσπάθησε να με εμπλέξει στον κόσμο του τζόγου. Εδώ όμως απέτυχε. Η Ζηνοβία μου είχε εμφυτεύσει τέτοιες αρχές που σε μερικά θέματα μπορούσα να αντισταθώ. Όλα αυτά φυσικά δεν τα γνώριζαν οι γονείς μου, παρόλο που η μητέρα μου ήταν καχύποπτη.
Όταν ο πατέρας μου αρρώστησε και η μητέρα μου έμενε σχεδόν μόνιμα μαζί του, το βάρος της επιχείρησης έπεσε πάνω μου. Τότε ο Χακίμ με παρότρυνε πολλές φορές να πάρω χρήματα από αυτά της εταιρείας για να διασκεδάσουμε παρέα. Ομολογώ ότι μερικές φορές το είχε σχεδόν καταφέρει, όμως γνώριζα ότι η Ζηνοβία παρακολουθούσε τα οικονομικά της εταιρείας και θα το καταλάβαινε. Έτσι συγκρατήθηκα.
Εκείνη την εποχή, είχα αρχίσει να χάνω μερικά από τα ρούχα μου και αντικείμενα αξίας από το δωμάτιό μου. Υποψιάστηκα τον Χακίμ, αλλά δεν είπα τίποτε. Μέχρι που μια μέρα τον είδε η μητέρα μου και τον ακολουθήσε. Όταν ο Χακίμ κατάλαβε ότι το σχέδιο του αποκαλύφθηκε, εξαφανίστηκε. Ο Χακίμ, παρόλα τα ελαττώματά του, σεβόταν πολύ τη μητέρα μου.
Το 1912, ο πατέρας μου έσβησε ήρεμος και ευτυχισμένος στην αγκαλιά της μητέρας μου. Εγώ πόνεσα βαθιά για το θάνατό του. Τότε κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα. Ένα μεγάλο κενό γέμισε τον κόσμο μου και δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω στη ζωή, χωρίς την σιωπηλή υποστήριξή του.
Η μητέρα μου, παρά τη μεγάλη της θλίψη, ανέλαβε δυναμικά τη διοίκηση της επιχείρησης. Διόρθωσε τα λάθη και τις παραλήψεις μου, όταν εγώ διεύθυνα την εταιρεία, αλλά προσπαθούσε συγχρόνως να με καταρτίσει ώστε να είμαι σε θέση να τα αναλάβω όλα μόνος μου. Η ίδια εξάλλου ήθελε να φύγει, για να ζήσει στη Κύπρο.
Δυστυχώς, γιε μου, δεν κατάλαβα ποτέ την αγωνία αυτής της γυναίκας να μου δώσει τα μέγιστα εφόδια για να διαχειρίζομαι τη ζωή μου σωστά. Από τη μια δυσανασχετούσα μαζί της και από την άλλη βασιζόμουν στο γεγονός ότι όλα θα πήγαιναν καλά με την παρουσία της. Πήγαινα στην επιχείρηση κάθε μέρα, και τα βράδια διασκέδαζα με τους φίλους μου. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ ότι από τη μια μέρα στην άλλη όλα θα μπορούσαν να καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι.
Το 1916, η μητέρα μου πήρε ένα τηλεγράφημα από το θείο της Ονούφριο, ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και αν ήθελε να την προλάβει ζωντανή θα έπρεπε να φύγει για την Κύπρο. Τότε είδα για πρώτη φορά στα μάτια της την αγωνία. Φοβόταν να φύγει και να με αφήσει μόνο μου, αλλά ήξερε ότι θα έπρεπε να πάει στη Κύπρο. Και γνώριζε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ποτέ δεν θα γύριζε πίσω.
Έκλαιγε πολύ φεύγοντας. Ποτέ δεν την είχα δει να κλαίει τόσο. Ούτε στη κηδεία του πατέρα μου. Φοβόταν για μένα. Εγώ την καθησύχαζα ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι ήμουν σε θέση να χειριστώ τη ζωή μου και ότι θα επικοινωνούσαμε.
Τα αισθήματά μου όταν μπήκε στο καράβι ήταν ανάμεικτα. Από τη μια ένας αέρας ελευθερίας γέμισε τον κόσμο μου, από την άλλη φοβόμουν. Η μητέρα μου ήταν αυτή που έλυνε όλα μου τα προβλήματα. Θα τα κατάφερνα άραγε χωρίς αυτή;
Ενώ βρισκόμουν σε αυτή τη παραζάλη συναισθημάτων και αμφιβολιών, εμφανίστηκε ξανά στη ζωή μου ο Χακίμ. Ένα βράδυ, σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα που σύχναζα, τον είδα. Στην αρχή ήταν επιφυλακτικός αλλά βλέποντας εμένα να είμαι φιλικός και να μην αναφέρω καθόλου το επεισόδιο εκείνο με τη μητέρα μου, ξεθάρρεψε. Και αυτή ήταν μια κομβική στιγμή στη ζωή μου, γιε μου.
-Θα αφήσεις τη μελέτη, να πάμε να περπατήσουμε, την διέκοψε ο Αλέξης. Σε λίγο θα αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν θα προλάβουμε.
-Με έκοψες πάνω στο καλύτερο, αλλά δεν πειράζει. Έχω ήδη κουραστεί αρκετά.
Φόρεσαν τις μάσκες τους και βγήκαν στο δρόμο. Ελάχιστοι άνθρωποι περπατούσαν, όλοι φορώντας τις μάσκες τους και κρατώντας αποστάσεις. Η υφήλιος ζούσε κάτω από την απειλή της θανατηφόρας πανδημίας.
Η Μελβούρνη θεωρείται η πόλη των ανέμων. Τώρα, Ιούνιο μήνα, αρχές του χειμώνα ένας τσουχτερός αέρας φυσούσε και τους πάγωσε. Οι εναλλαγές στη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της μέρας είναι συχνές και έτσι τώρα, παρά το γεγονός ότι όλη τη μέρα ο καιρός ήταν ήπιος, είχε κρύο. Περπατούσαν κατά μήκος του ποταμού Γιάρρα γρήγορα, για να ζεσταθούν.
-Πρώτη φορά στη ζωή μου αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλο δώρο είναι να μπορείς να περπατάς ελεύθερα, είπε η Ζήνα. Πράγματα που ήταν δεδομένα μέχρι χθες, τώρα είναι είδος πολυτελείας. Ποιος θα το πίστευε πριν μερικούς μήνες;
-Η ζωή είναι γεμάτη ανατροπές, το λέμε συχνά, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνουμε τι σημαίνει. Αυτή η πανδημία μας άλλαξε τα φώτα. Ελπίζω σύντομα να βρεθούν τα εμβόλια, για να μπορέσουμε να κυκλοφορήσουμε ελεύθερα και να πάρουμε τις ζωές μας πίσω.
Συνέχισαν να περπατούν σιωπηλά, νοιώθοντας τον κρύο αέρα στο πρόσωπό τους. Η Ζήνα κοίταξε τα σύννεφα στον ουρανό που ταξίδευαν με ταχύτητα, έρμαια στους δυνατούς ανέμους. Το ποτάμι ήταν ασυνήθιστα σιωπηλό και άδειο. Μια πόλη, μια μεγαλούπολη, νεκρή, υποκλινόμενη μπροστά σε ένα αόρατο ιό, που με την παρουσία του γονάτισε την υφήλιο.
-Όπως φυσά ο άνεμος και παρασέρνει τα σύννεφα, ας φυσήξει και ο αέρας που θα διώξει αυτή την πανδημία, ευχήθηκε μεγαλόφωνα η Ζήνα.
-Να χαίρεσαι που δεν είναι πόλεμος, της είπε ο Αλέξης. Το μεγαλύτερο από τα κακά που μαστίζουν την ανθρωπότητα, είναι ο πόλεμος. Και καλύτερα να μην τον γνωρίσεις ποτέ! Τώρα οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διαχειριστούν την κατάσταση. Σε ένα πόλεμο, υπάρχει το χάος και το χειρότερο, όλα τα ποταπά της ανθρώπινης φύσης βγαίνουν στην επιφάνεια. Οι άνθρωποι γίνονται κατώτεροι από τα ζώα!
-Καλύτερα να μην γνωρίσεις ποτέ τον πόλεμο!
Η Ζήνα τον κοίταξε, κάπως έκπληκτη για αυτό το ξέσπασμα. Ο Αλέξης δεν είχε βιώσει τον πόλεμο, αλλά οι δικοί του ήταν πρόσφυγες και σίγουρα θα του είχαν μιλήσει για αυτό. Του έσφιξε το χέρι και του είπε τρυφερά:
-Ώρα να γυρίσουμε πίσω. Τελείωσε ο χρόνος της σωματικής μας άσκησης. Να είσαι σίγουρος ότι κανείς δεν θέλει να ζήσει ένα πόλεμο.
-Υπάρχουν και αυτοί που προκαλούν τους πολέμους, της απάντησε. Και να ξέρεις: ποτέ οι λόγοι τους οποίους επικαλούνται δεν είναι οι πραγματικοί. Δεν υπάρχουν πόλεμοι δικαιολογημένοι. Όλα γίνονται για την δύναμη και εξουσία των λίγων. Ποτέ, για την ευτυχία των πολλών!
Συνέχισαν να προχωρούν προς το σπίτι σιωπηλοί. Η Ζήνα είδε απέναντι της ένα άλλο ζευγάρι να περπατά με τα πρόσωπα σκεπασμένα με μάσκες.
-Ποιος θα το πίστευε ότι θα ζούσαμε ποτέ στον αστερισμό της μάσκας! Είπε, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Έχουμε όμως, Αλέξη μου, ο ένας τον άλλο. Και αυτό είναι ευτυχία! Ας την χαρούμε όσο υπάρχει. Οι άνεμοι που φυσούν μπορεί να την σκορπίσουν. Ας ζήσουμε το τώρα!
Μαρία μου, θίγεις όλα τα θέματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους! Ο άνθρωπος που προσπαθεί να νικήσει τη φύση, ο άνθρωπος που προσπαθεί να προστατεύσει τα παιδιά του, ο άνθρωπος που προσπαθεί να υπερισχύσει πάνω σε όλα για δικό του όφελος. Όμως μέσα στην εξίσωση μπαίνουν άλλες δυνάμεις που ο άνθρωπος δεν γνωρίζει. Εδώ τίθενται πολλά ερωτήματα…
Ναι έχεις δίκαιο. Η ιστορία μας όμως ακολουθεί τους ρυθμούς της καθημερνής αντίληψης του ανθρώπου. Οι πνευματικές ερμηνείες και συλλογισμοί ανήκουν στον καθένα από εμάς. Και θα ήταν καλό να μοιραστείς τις δικές σου μαζί μας.
Μέσα από κάποιες καταστάσεις που ζούμε έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε. Βλέπουμε τα σημάδια αλλά για κάποιο λόγο δικό μας τα αγνοούμε. Τίποτα δεν πάει χαμένο σ’ αυτή τη ζωή κάθε εμπειρία είναι πολύτιμη
Αν μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι η ζωή είναι ένα σχολείο και κάθε εμπειρία καλή ή κακή έχει ένα μήνυμα να δώσει, σίγουρα έχουμε βρει το νόημα της ζωής. Δυστυχώς όμως είναι για όλους μας πολύ δύσκολο. Προτιμούμε την αυτολύπηση, αντί την καθάρια σκέψη.