
Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 30) Επίλογος
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 25/12/2022
Back to Blog
Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.
Επίλογος
Όλους αυτούς τους μήνες, μέσα από ένα καλειδοσκόπιο παρακολουθήσαμε τις ζωές της Ζηνοβίας και της Ζήνας. Ίσως να ταυτιστήκαμε κάποιες στιγμές, ίσως να προβληματιστήκαμε, ίσως να συγκινηθήκαμε. Δεν έχει σημασία. Οι δυο αυτές γυναίκες οι οποίες συντρόφευαν την καθημερινότητα μας, μας δίδαξαν κάποια πράγματα που αναδύθηκαν μέσα από το σύμπαν της ανθρώπινης γνώσης, εκεί που φυλάγονται όλα όσα έγιναν και όλα όσα θα γίνουν. Εκεί επέστρεψαν και αυτές. Θα υπάρχουν πάντοτε στο κόσμο των ιδεών γιατί διαβάζοντας την ιστορία τους και προφέροντάς τα ονόματά τους, τις καταστήσαμε υπαρκτές.
Αισθάνομαι ότι οφείλω να σας δώσω κάποιες εξηγήσεις για το πώς η ιστορία αυτή ξεκίνησε και άσχετα με την εξέλιξη που πήρε, που πολλές φορές λειτουργούσε αυτόματα και εθελούσια εκ μέρους των πρωταγωνιστών, είχε ένα έναυσμα από τις αναμνήσεις της δική μου ζωής.
Η μητέρα μου ονομαζόταν Βασιλεία και ο πατέρας μου Κώστας. Η μητέρα μου καταγόταν από το χωριό Στατός της Πάφου και ο πατέρας μου από το χωριό Μαραθόβουνος της Μεσαορίας. Ήταν και οι δυο άνθρωποι φτωχοί, ιδιαίτερα η μητέρα μου, όμως πολύ φιλομαθείς και φιλοπρόοδοι. Η μητέρα μου μόλις είχε φοιτήσει μέχρι την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου και μάλιστα διακεκομμένα γιατί έπρεπε να φροντίζει τα μικρότερά της αδέλφια, όταν οι γονείς της πήγαιναν στις αγροτικές εργασίες. Ο πατέρας μου, από την άλλη, είχε τελειώσει το δημοτικό με άριστα. Επειδή ήταν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου, του είχε απονεμηθεί το μετάλλιο της Βασίλισσας Βικτώριας, εκ μέρους της αποικιοκρατικής κυβέρνησης. Δυστυχώς δεν τον έστειλαν να φοιτήσει στο γυμνάσιο, αν και κανονικά θα μπορούσαν να το κάνουν από οικονομικής άποψης. Το είχε μεγάλο παράπονο σε όλη του τη ζωή.
Όταν ήμασταν μικρές με την αδελφή μου, η μητέρα μου μας έλεγε πολλές ιστορίες από τη ζωή της και από αυτές που είχε ακούσει από τη δική της μητέρα. Εμένα με μάγευαν αυτές οι ιστορίες και καθόμουν και τις άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον. Συχνά της ζητούσα να τις επαναλάβει, νομίζοντας ότι θα τις θυμόμουν πάντοτε με όλες τις λεπτομέρειες. Δυστυχώς, η ζωή με δίδαξε αργότερα, ότι η χοάνη του χρόνου σβήνει τις μνήμες. Εκείνος ο πλούτος εμπειριών που αποκομίσαμε όλοι από τα παιδικά μας χρόνια, ισοπεδώνεται σιγά – σιγά και παραμένει μια θολή ανάμνηση.
Τις ώρες που η μητέρα μου σιδέρωνε, καθόμασταν στο πάτωμα και εκείνη μας απάγγελνε τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη: «Η Χιώτισσα» και «Η 9η Ιουλίου». Παρόλο που τα είχαμε ακούσει δεκάδες φορές, πάντα της ζητούσαμε να τα επαναλαμβάνει. Εκείνη τότε, που τα ήξερε απέξω, με το θούριο ύφος που χαρακτήριζε τους ποιητάρηδες της εποχής, τα απάγγελε για το χατίρι μας δυνατά και καθαρά.
Ο πατέρας μου από την άλλη ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, χαμηλών τόνων που εργαζόταν μέχρι αργά. Το βράδυ όμως που επέστρεφε στο σπίτι, αφού εμείς είχαμε ξαπλώσει, ερχόταν στο δωμάτιό μας και μας διάβαζε ιστορίες από ένα βιβλίο που είχε πολλούς μύθους από την αρχαία Ελλάδα. Εμένα μου άρεσε περισσότερο ο μύθος της Αταλάντης και έτσι του ζητούσα να μας τον διαβάζει συχνά.
Ανάμεσα στις ιστορίες που μας έλεγε η μητέρα μου, ένα γεγονός που μου είχε κάμει μεγάλη εντύπωση ήταν η ιστορία που είχε ακούσει και η ίδια από τη δική της μητέρα και αφορούσε το ταξίδι των χωριανών της, ανδρών και γυναικών, στη Μεσαορία για να βοηθήσουν στο θερισμό και να πληρωθούν. Με τα δεδομένα της εποχής, τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, μου φαινόταν πολύ δύσκολο ταξίδι, όπως θα πρέπει να ήταν φυσικά.
Κάποιες άλλες ιστορίες που μας διηγόταν με τρόμαζαν και τις διατήρησα στη μνήμη μου σαν αποτρόπαιες πράξεις, που ήταν όμως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής. Αναφέρομαι στον εξαναγκασμό γυναικών που κυοφορούσαν εκτός γάμου, να εξαφανίσουν τα παιδιά που γεννούσαν είτε σκοτώνοντάς τα είτε αφήνοντας τα να πεθάνουν από την πείνα. Η παιδική μου ψυχή προσπαθούσε πάντοτε να βρει μια διέξοδο, ώστε τα πράγματα να μην φαντάζουν τόσο φρικτά, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε. Ο Δημήτριος, μέσα από τις σελίδες του «Μυστικού της Ζηνοβίας», ήρθε να δώσει τη λύση που έψαχνα απελπισμένα στα παιδικά μου χρόνια.
Από την άλλη, ο Βαγγέλης ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν αδελφός της γιαγιάς μου Λαζαρούς, μητέρας του πατέρα μου από ο Μαραθόβουνο. Άκουγα από πολύ μικρή για αυτόν γιατί φαίνεται ότι η οικογένειά του δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τον πρόωρο θάνατό του. Την εκδοχή ότι τον σκότωσε μια αγαπημένη του στη προσπάθειά της να τον κρατήσει κοντά της, την έμαθα πρόσφατα από κάποιες ξαδέλφες μου. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά σίγουρα από άγνοια έτσι λειτουργούσαν πολλοί άνθρωποι της εποχής, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν αυτά που ήθελαν.
Θέλησα, γράφοντας το Μυστικό της Ζηνοβίας να σμίξω όλες αυτές τις οικογενειακές ιστορίες και παράλληλα να τιμήσω τους γονείς μου. Εδώ θα σας εκμυστηρευθώ μια πολύ προσωπική ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια, που κατά κάποιο τρόπο μου επέβαλε το καθήκον να κάμω κάτι για την οικογένειά μου. Έχουν περάσει από τότε πάρα πολλά χρόνια, αλλά παρέμεινε στη μνήμη μου σαν μια επιταγή που θα έπρεπε να πραγματώσω.
Ήμουν λοιπόν γύρω στα έξι. Είχα μόλις πάει στο δημοτικό σχολείο. Πριν πάω στο δημοτικό σχολείο, ζούσα σε ένα πολύ προστατευμένο περιβάλλον και οι μόνες εμπειρίες που είχα ήταν στην αυλή του σπιτιού μου, να παίζω με την αδελφή μου. Το μέσο μαζικής επικοινωνίας που είχαμε τότε ήταν ένα ραδιόφωνο που βασικά, εκτός από τις ειδήσεις, ίσως μερικά τραγούδια και καμιά παιδική εκπομπή, δεν έλεγε και πολλά. Καμία σχέση δηλαδή με τα σημερινά παιδιά που βομβαρδίζονται από χιλιάδες ειδήσεις και πληροφορίες. Η ψυχή μου ήταν ένα άγραφο βιβλίο. Το σχολείο υπήρξε για μένα μια κοσμοϊστορική αλλαγή. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από την αυλή μας και υπήρχαν και τόσα πολλά πράγματα να μάθω και να σκεφτώ.
Μια μέρα λοιπόν, εγέρθηκε μέσα μου το υπαρξιακό ερώτημα:
-Γιατί γεννήθηκα, γιατί γεννήθηκα σε αυτή την οικογένεια και σε αυτό το τόπο; Τι ήρθα να κάνω σε αυτή τη γη;
Θεώρησα ότι ο μόνος που θα ήξερε να μου απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις θα ήταν ο Θεός. Γνώριζα φυσικά ότι ο Θεός κατοικεί στους ουρανούς και ο ουρανός είναι ψηλά, πάνω από τα κεφάλια μας.
Στην αυλή του σχολείου μας είχαμε πολλές ελιές. Σε ένα από τα διαλείμματα, πήγα και στάθηκα κάτω από μια ελιά. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό και υπέβαλα την ερώτησή μου στο Θεό, ακριβώς όπως την αναφέρω πιο πάνω.
Περίμενα με υπομονή και ο Θεός απάντησε μέσα στο κεφάλι μου λέγοντάς μου τα εξής:
-Δεν είναι η πρώτη φορά που γεννήθηκες. Έχεις ξαναγεννηθεί. Ήρθες σε αυτή την οικογένεια για να τους βοηθήσεις ( ή να τους κάνεις ευτυχισμένους).
Ίσως να υπήρχαν πιο πολλά λόγια και λεπτομέρειες που δεν θυμάμαι. Το βασικό νόημα όμως ήταν αυτό. Χαρούμενη εγώ που πήρα μια σαφή απάντηση από το Θεό, πήγα στο σπίτι και τα είπα όλα στη μητέρα μου. Εκείνη ήταν μάλλον αρνητική.
-Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα, μου είπε. Η θρησκεία μας δεν τα δέχεται.
Εγώ όμως ήξερα σίγουρα ότι αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε ο Θεός στα ερωτήματά μου. Δεν την επανέλαβα σε κανένα άλλο τότε, αλλά ούτε και την ξέχασα. Μετά, όταν μεγάλωσα, έμαθα ότι υπάρχει μια τέτοια θεωρία για επανάληψη της γέννησης των ψυχών, σε διαφορετικά σώματα, σε άλλες θρησκείες. Τότε όμως εγώ δεν γνώριζα τέτοιες θεωρίες. Η απάντηση αυτή ήρθε αυτούσια και αυθεντική στο παιδικό, αγνό μυαλό μου.
Πάντοτε όμως με προβλημάτιζε εκείνο το: «Ήρθες σε αυτή την οικογένεια για να τους βοηθήσεις( ή να τους κάνεις ευτυχισμένους)». Δεν θεωρούσα ότι έκανα ποτέ κάτι ιδιαίτερο για να βοηθήσω τους γονείς μου. Αντίθετα, με το ανεξάρτητο του χαρακτήρα μου, ένοιωθα ότι πολλές φορές τους δυσκόλευα.
Τα χρόνια περνούσαν και παρόλο που δεν μπορώ να πω ότι σκεφτόμουν συχνά αυτή τη παιδική μου εμπειρία, κάπου στο βάθος υπήρχε εκείνο ότι δεν πρόσφερα κάτι ιδιαίτερα θετικό στους γονείς μου, όπως μου είχε πει ο Θεός.
Γράφοντας λοιπόν σήμερα αυτές τις ιστορίες, αισθάνομαι ότι τιμώ τη μνήμη τους και ζωντανεύω το πνεύμα τους, εκεί που είναι, όπου και να είναι.
Αφιερώνω λοιπόν το «Μυστικό της Ζηνοβίας» στους γονείς μου Κώστα και Βασιλεία, που μέσα στην ανωνυμία και την αφάνειά τους στο πέρασμά τους από αυτή τη ζωή, υπήρξαν δύο ξεχωριστοί άνθρωποι. Αυτό το ταξίδι όμως και αυτή η εμβάθυνση στο κόσμο των προγόνων με έκαμε να καταλάβω ότι η κληρονομική γραμμή της ζωής δεν είναι άσχετη με αυτό που είμαστε και μέσα σε αυτό το πλαίσιο θέλω να τιμήσω όλους αυτούς που προϋπήρξαν.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, που έδωσαν ένα πολύ σημαντικό πολιτισμό, από τους σημαντικότερους της ανθρώπινης φυλής πάνω στη γη, πίστευαν ότι για να υπάρξει ένας νεκρός μετά θάνατο θα πρέπει να προφέρεται το όνομά του. Το ίδιο θεωρώ ότι πρεσβεύει και η θρησκεία μας, αναφέροντας το όνομα του νεκρού στους σταυρούς στους τάφους και επαναλαμβάνοντάς το στα μνημόσυνα. Έτσι και εγώ στα γραφόμενά μου επαναλαμβάνω τα ονόματα των προγόνων μου για να δώσω υπόσταση στη μνήμη και στην ύπαρξή τους σε αυτή τη γη και ίσως πάρα πέρα.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω εσάς που με ακολουθήσατε σε αυτό το ταξίδι, και να σας παρακαλέσω να πάρετε λίγο χρόνο να γράψετε τις εντυπώσεις και τα σχόλιά σας, όπως αυθόρμητα θα βγουν από μέσα σας. Τα λόγια αυτά θα είναι σίγουρα η πιο σημαντική βοήθεια για μένα για το μέλλον.
Οι πιο κάτω παραπομπές αφορούν προηγούμενες ιστορίες που ασχολούνται με την οικογένειά μου και διαβάζοντάς τις θα κατανοήσετε καλύτερα και το πιο πάνω κείμενο.
Μαρία μου, ο επίλογος επισκιάζει το όλο μυθιστόρημα. Είναι αγνός, καθαρός και βγαίνει από την καρδιά σου. Απόλαυσα όλη τη διαδρομή με τη Ζηνοβία, όπως και με τη Μαρία, το προηγούμενο μυθιστόρημα σου, και πολύ χαιρόμουν όταν έβλεπα τα αγαπημένα ονόματα μέσα. Νομίζω ότι έκανες και κανεις πολλά για να φέρεις ευτυχία στους άλλους και έχεις τηρήσει πίστα την εντολή που σου δόθηκε. Εύχομαι να συνεχίσεις να γράφεις και να μοιράζεσαι τις σκέψεις σου και την καρδιά σου απλόχερα. Είναι μεγάλο δώρο!
Ευχαριστώ πάρα πολύ! Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους τι σημαίνουν όλα αυτά!
Μαρία μου, ευχαριστούμε για αυτό το ταξίδι
Ο συγκινητικός επίλογος μας αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση
Γλυκιά ένεκα της αριστοτεχνική γραφής και πικρή για την βασανισμένη γενιά που μας χάρισε το ακριβό δώρο της ζωής
Εύχομαι ευεξία και ευδαιμονία στις διαδρομές που θα ακολουθήσουν
Ευχαριστώ πάρα πολύ Νίκο. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που διαβάζεις το μπλοκ μου! Σημαίνει πολλά για μένα.
Μαρία μου ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, την ιστορια την διαβαζα με μεγάλο ενδιαφέρο, σου ευχω μαι συντομα να αρχισεις κατι αλλο το ιδιο
Ευχαριστώ πολύ Κούλα μου. είναι μεγάλη χαρά που για μένα που παρακολουθείς το μπλογκ μου και μεγαλύτερη χαρά που σου αρέσουν αυτά που γράφω. Είναι και ένας τρόπος επικοινωνίας μια και δεν βλεπόμαστε συχνά.
Μαρία μου,
Σε ευχαριστούμε πολύ για το υπέροχο μυθιστόρημα σου. Μας κράτησε το ενδιαφέρον συνέχεια και ανυπομονούσαμε μέχρι να έλθει η επόμενη Κυριακή! Οι χαρακτήρες , κυρίως της Ζηνοβίας, ζυμωμένοι στα προβλήματα της ζωής, που ήταν μια στυγνή πραγματικότητα για τις γυναίκες της υπαίθρου την τότε εποχή. Αυτό είναι που τους έκανε όλους να φαίνονται ρεαλιστικοί, μα και ανθρώπινοι, με όλα τα προτερήματα και τις αδυναμίες τους. Ελπίζουμε να συνεχίσεις το γράψιμο, διότι φαίνεται ότι έχεις πραγματικά ταλέντο!
Ευχαριστώ πάρα πολύ Μάνθο μου! Είναι σημαντικό για μένα να ακούω ότι ανυπομονούσατε για τη συνέχεια. Θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σας. Γράφοντας επικοινωνώ με τους ανθρώπους και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Σιγά- σιγά ανοίγει η καρδιά μου και βγαίνουν καινούργια πράγματα από μέσα…
Μαρία μου ο επίλογος δένει απόλυτα με το μυθιστόρημα και δίνει υπόσταση στους χαρακτήρες. Πιστεύω ότι τιμας και με το παραπάνω τη μνήμη των γονιών σου, διαμορφώνοντας μια ιστορία που έχει τα στοιχεία των παιδικών σου αναμνήσεων και εμπειριών. Μπράβο για το άψογο αποτέλεσμα!!!! Πολύ απόλαυσα τη Ζηνοβία όπως και τη Μαρία σου. Συνέχισε να γράφεις
Μάρω μου τα λόγια σου έχουν μεγάλη βαρύτητα για μένα και σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την ενθάρρυνση. Θα συνεχίσω να προσπαθώ όπως άλλωστε θα πρέπει να κάνεις και σύ! Είμαστε συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι.
Your story was excellent and is definitely worth publishing.
As I had said before, your use of the Greek language is exemplary and I learned a lot from it. Above all it’s YOUR personality and virtues that come through -a very genuine person that shines in the writing as well as in your life. We are all blessed to have you as our friend.
Most important message -please continue to write. You have a lot to give.
ANDREAS
Σε ευχαριστώ Ανδρέα μου! Μα τι ωραία λόγια είναι αυτά! Για μένα είναι τιμή που σε έχω σαν φίλο! Και πάλι σε ευχαριστώ !