
Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 27)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 04/12/2022
Back to Blog
Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.
Κύπρος – Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)
Την άλλη μέρα το πρωί αποφάσισαν να κατεβούν πρώτα για πρόγευμα και μετά να ξεκινήσουν το διάβασμα. Έλπιζαν εκείνη τη μέρα να τελειώσουν την ανάγνωση γιατί δεν είχαν απομείνει ακόμα πολλές σελίδες. Έτσι όταν επέστρεψαν από την τραπεζαρία κάθισαν στο μπαλκόνι ατενίζοντας τη θάλασσα και ο Αλέξης άρχισε να διαβάζει.
Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια, στο καινούργιο μου σπίτι, έμεινα με το στόμα ανοικτό με την πολυτέλεια και την ομορφιά που αντίκρισα. Η νέα μου ζωή ήταν κάτι τόσο ξένο σε μένα. Αμέσως κατάλαβα ότι έπρεπε να αγωνιστώ να φτάσω στο επίπεδο της κοινωνίας που με περιέβαλε. Ζήτησα από το Δημήτριο να μου φέρει δασκάλους και άρχισα να μαθαίνω να διαβάζω, να γράφω και να συμπεριφέρομαι. Μάθαινα πολύ γρήγορα και οι δάσκαλοί μου ήταν ενθουσιασμένοι μαζί μου.
Από την άλλη, σύμφωνα με το χρόνο που απουσίαζε ο Δημήτριος από την Αλεξάνδρεια και μην γνωρίζοντας πότε ακριβώς έγινε ο γάμος μας, κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ότι το παιδί δεν ήταν δικό του Δημήτριου. Έτσι δεν υπήρξε ποτέ κανένας κίνδυνος αμφισβήτησης της πατρότητάς σου.
Εγώ σιγά – σιγά άρχισα να αγαπώ τον Δημήτριο, όχι για την νιότη και την ομορφιά του αλλά για την σταθερότητα του χαρακτήρα του, την αγάπη του και την καλοσύνη του. Κοντά του ένοιωθα ασφάλεια και ευτυχία. Από την άλλη προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τον ευχαριστήσω και να μοιραστώ μαζί του τα πάντα. Ήμασταν ένα πολύ ευτυχισμένο ζευγάρι. Δεν το μετάνιωσα ποτέ που τον παντρεύτηκα, έστω και αν το κίνητρό μου αρχικά ήταν άλλο. Η αγάπη μου για τον Δημήτριο νομίζω ότι ήταν ότι πιο ολοκληρωμένο είχα στη ζωή μου.
Δεν ξέχασα όμως ποτέ τον Βαγγέλη. Μόλις γεννήθηκες εσύ και του έμοιαζες τόσο πολύ, κάθε μέρα που σε έβλεπα, ήταν σαν ν’ αντίκριζα εκείνο να κάθεται πάνω στο άσπρο άλογο, αγέρωχος και να ιππεύει στο κάμπο της Μεσαριάς. Η έγνοια μου ότι μπορεί κάποτε να ήρθε να με ζητήσει και εγώ να είχα ήδη φύγει, δεν με εγκατέλειψε ποτέ στη ζωή μου. Και το κρατούσα κρυφό μέσα μου. Ήταν το μόνο πράγμα που δεν μοιράστηκα ποτέ μου με τον Δημήτριο.
Αν δεν υπήρχες εσύ, γιε μου, ίσως να νόμιζα καθώς περνούσαν τα χρόνια, ότι αυτό που είχα ζήσει στην μικρή καλύβα στο κάμπο της Μεσαριάς, ήταν ένα όνειρο των εφηβικών μου χρόνων και ότι ποτέ δεν συνέβηκε. Ότι ο Βαγγέλης ήταν ένας πρίγκηπας που βγήκε από το παραμύθι για να με πλανέψει και ύστερα επέστρεψε στο χώρο της ανυπαρξίας, απλά για να με συντροφεύει η μνήμη του και να επιβεβαιώνει ότι η γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό κόσμο και τη φαντασία είναι ανεπαίσθητη. Όμως εσύ ήσουν εκεί, πανέμορφος και ζωντανός: το παιδί του Βαγγέλη.
Για αυτό το λόγο, παιδί μου, κατανοούσα απόλυτα την Πηνελόπη που αγάπησε δύο άνδρες. Κατανοούσα το ξέσχισμα της ψυχής της και συγχρόνως τη δύναμη του έρωτα που δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει και την συντροφεύει από τότε επώδυνα στη ζωή της. Εγώ τουλάχιστον είχα τη τύχη να μην τους αγαπήσω ταυτόχρονα. Εκείνη ήταν πιο άτυχη από εμένα.
Όμως για να γυρίσουμε και στη δική μας ιστορία, πέρασαν τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια στο πλευρό του Δημήτριου, όπως τα γνωρίζεις. Εσύ στο πρόσωπό του βρήκες τον καλύτερο πατέρα στον κόσμο και εγώ τον καλύτερο σύζυγο. Δεν έχω κανένα παράπονο από την πορεία της ζωής μου, όπως ακολούθησε.
Όμως εκείνο το αγκάθι, εκείνη η απορία γιατί δεν ήρθε ο Βαγγέλης, ποτέ δεν με εγκατέλειψε. Σε κάποιο στάδιο της ζωής μου, πίστεψα ότι δεν θα μάθω ποτέ. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Όταν ο πατέρας σου πέθανε και εγώ επέστρεψα στην Κύπρο για να φροντίσω την μητέρα μου, σκέφτηκα μερικές φορές να την ρωτήσω αν ήρθε κάποτε, έστω και αργά, ο Βαγγέλης να με ζητήσει. Όμως ήξερα ότι δεν θα μου απαντήσει και έτσι δεν τόλμησα. Παρόλα αυτά, η πληροφορία ήρθε από αλλού.
Μετά το θάνατο της μητέρας μου και τον ενταφιασμό της στο χωριό της, τον Στατό, έμεινα και εγώ λίγες μέρες εκεί και ξανάσμιξα με την παλιά μου φίλη, την Ευρυδίκη. Σαν είδα τη φτώχια και την δυστυχία που τους μάστιζε, έδωσα σε μια από τις κόρες της το σπίτι της μητέρας μου, σαν προίκα, για να μπορέσει να παντρευτεί. Σε ένα από τους περιπάτους μας λοιπόν, στα βοσκοτόπια που γυρίζαμε μικρές, η Ευρυδίκη μου εκμυστηρεύτηκε την πιο κάτω ιστορία. Θα προσπαθήσω να σου την διηγηθώ, παιδί μου, όπως μου την διηγήθηκε εκείνη, με τα δικά της λόγια, όσο μπορώ να θυμηθώ:
-Θυμάμαι που μια μέρα φύγατε ξαφνικά από το χωριό με τη μάνα σου, χωρίς να πείτε σε κανένα τίποτα. Όταν εκείνη επέστρεψε, μας είπε ότι παντρεύτηκες το Δημήτριο και πήγατε μαζί στην Αλεξάνδρεια. Εγώ τότε ξαφνιάστηκα πολύ. Ήξερα ότι αγαπούσες τον αφέντη, αλλά κατάλαβα ότι εκείνος δεν είχε έρθει να σε ζητήσει και για να μην μείνεις έτσι χαλασμένη, η μάνα σου σε πάντρεψε άρον – άρον. Λυπήθηκα που δεν σε αποχαιρέτησα και έχασα την καλύτερη μου φίλη, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
-Τον επόμενο χρόνο ξαναπήγαμε στο Μαραθόβουνο για να θερίσουμε, στον ίδιο αφέντη. Εγώ περίμενα με αγωνία να τον δω, μπας και καταλάβω γιατί δεν είχε έρθει να σε ζητήσει, αλλά για μεγάλη μου έκπληξη, δεν ήταν εκεί. Έρχονταν, αντίθετα, η αδελφή του με τον άντρα της και πρόσεξα ότι εκείνη φορούσε μαύρα. Προσπάθησα να την πλησιάσω και να πιάσω κουβέντα μαζί της. Στην αρχή ήταν επιφυλακτική, σάμπως και δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό το θέμα. Ύστερα σιγά – σιγά καθώς περνούσαν οι μέρες, αρχίσαμε να γινόμαστε φίλες και μου εμπιστεύτηκε τι είχε γίνει:
-Σαν φύγατε πέρσι, μου είπε, ο Βαγγέλης είπε στο πατέρα μας ότι ήθελε να παντρευτεί μια από το χωριό σας, Ζηνοβία την έλεγαν αν δεν κάνω λάθος. Για να πούμε την αλήθεια, η μάνα μας φώναζε που ο αγαπημένος της γιος ήθελε να πάρει μια φτωχή εργάτρια, αλλά ο Βαγγέλης ήταν ανένδοτος. Ο πατέρας μου, που είναι πιο ανοικτόμυαλος – και είχε μεγάλη αδυναμία στο γιο του – μαλάκωσε σιγά – σιγά και δέχτηκε. Όμως ο αδελφός μου είχε μια σχέση με μια από το χωριό μας και έπρεπε πρώτα να τα χαλάσει μαζί της. Για να πούμε την αλήθεια, προσπαθούσε από πριν να την χωρίσει, αλλά εκείνη τον ήθελε τόσο πολύ που δεν δεχόταν με τίποτε. Της είπε λοιπόν, ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει μαζί της άλλο, γιατί αγάπησε μια άλλη και θα την παντρευόταν. Εκείνη όμως δεν ήταν άνθρωπος που τα έβαζε εύκολα κάτω. Του ζήτησε να πάει για τελευταία φορά να την δει.
-Εν τω μεταξύ, επισκέφθηκε μια γριά μάγισσα και της ζήτησε να της δώσει κάτι να τον δέσει ώστε να μείνει για πάντα δικό της. Την πλήρωσε με ένα κωνσταντινάτο που πήρε κρυφά από τη μάνα της. Η μάγισσα της έδωσε ένα μαντζούνι και της είπε να το βάλει στο ποτό του και όταν το πιεί, δεν έχει μάτια για καμιά άλλη γυναίκα. Έτσι έγινε λοιπόν. Ο Βαγγέλης πήγε να την δει για τελευταία φορά και εκείνη του πρότεινε να πιούν μαζί το τελευταίο τους κρασί και ύστερα να χωρίσουν.
-Δεν ξέρω τι μαντζούνι ήταν αυτό που της έδωσε η μάγισσα, αλλά από την άλλη μέρα ο αδελφός μου αρρώστησε βαριά. Δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σε λίγες μέρες πέθανε. Η μάνα μου και ο πατέρας μου γέρασαν από το μαράζι τους. Είναι μια τραγική ιστορία για όλους μας. Ήταν ο ωραιότερος του χωριού μας και όλης της περιοχής. Σαν να μην τον ήθελε ο Θεός να ζήσει πολλά χρόνια. Εκείνη, η Ζηνοβία τι απέγινε; Δεν ήρθε φέτος. Θα νομίζει η καημένη κοπέλα ότι ο αδελφός μου την γέλασε.
-Της απάντησα ότι η Ζηνοβία είχε παντρευτεί και είχε φύγει για την Αλεξάνδρεια. Χάρηκε με την πληροφορία, γιατί όπως είπε «δεν χαραμίστηκε και εκείνη τουλάχιστον, σαν τον αδελφό μου».
Δεν μπορώ να σου περιγράψω γιε μου, πόσο συγκλονίστηκα σαν άκουσα αυτή την ιστορία. Έτρεμα, έκλαιγα, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Η αγάπη του Βαγγέλη για μένα, τον σκότωσε. Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να μπορέσω να βρω την αυτοκυριαρχία μου και να επιστρέψουμε στο χωριό. Η Ευρυδίκη δεν είχε μιλήσει σε κανένα τούτα όλα τα χρόνια για το περιστατικό και εγώ την παρακάλεσα να μην το αναφέρει ποτέ ξανά.
Παρόλη την τραγικότητα της ιστορίας και τον αφόρητο πόνο που ένοιωσα, υπήρχε στο βάθος και μια δικαίωση για το γεγονός ότι ο Βαγγέλης δεν με είχε προδώσει. Εκείνο που είχα δει στα μάτια του στη καλύβα, στο κάμπο της Μεσαριάς, ήταν αληθινό!
Δεν μπορώ να φανταστώ, γιε μου, τι αισθήματα προκαλεί στη δική σου καρδιά αυτή η ιστορία. Ξέρω πόσο πολύ αγαπούσες τον πατέρα σου, τον Δημήτριο, όμως την ύπαρξή σου την οφείλεις στον Βαγγέλη. Θα μπορούσα ποτέ να μην σου πω την αλήθεια, θα ήταν πιο εύκολο και για μένα, όμως θεωρώ ότι θα έπρεπε να την μάθεις. Ίσως κάποτε να μπορέσεις να επισκεφτείς το χωριό Μαραθόβουνος και να ανάψεις ένα καντήλι στο τάφο του πρώτου σου πατέρα, που έφυγε με αυτό τον τραγικό τρόπο. Εγώ δεν τόλμησα να πάω. Δεν θα μπορούσα να αντέξω τον πόνο…
Κάποτε αναλογίζομαι ότι αγάπησα δύο άνδρες στη ζωή μου. Ο πρώτος ήταν ο πιο όμορφος και ο δεύτερος ο πιο καλόψυχος, από όλους τους ανθρώπους που γνώρισα. Και οι δυο ήταν τρυφεροί, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι και οι δυο μου έδωσαν το δικαίωμα της επιλογής. Αυτό και αν είναι σπάνιο. Συνήθως η μοίρα των γυναικών είναι να υπακούουν στις επιταγές της οικογένειάς τους. Ποτέ δεν τις ρωτούν τι θέλουν. Αυτοί με ρώτησαν. Και ήμουν ένα κοριτσάκι μόλις δεκαπέντε χρονών. Δεν μετανιώνω, γιε μου, για τις επιλογές μου, όσο και αν μπορεί να κατακριθώ για αυτό.
Ο πατέρας σου, ο Δημήτριος, πάντοτε με ενθάρρυνε να παντρευτώ μετά το θάνατό του. Μα αυτό ήταν κάτι που εγώ δεν ήθελα. Είχα γνωρίσει τον έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, αντίστοιχο με εκείνο της Πηνελόπης, στα δεκαπέντε μου χρόνια, σε εκείνη την καλύβα. Τον χάρηκα για ένα μήνα, ένα μήνα μόνο από τη ζωή μου, αλλά αυτός ο μήνας έκανε τη γη να σειστεί και τον ουρανό να ανοίξει από την έντασή του.
Και ύστερα αγάπησα τον Δημήτριο. Αυτή η αγάπη ήταν ήρεμη, γεμάτη ασφάλεια και πληρότητα. Διεύρυνε το πνεύμα μου, μου έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψω τη δύναμη της ψυχής μου και να γίνω ένας άλλος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος χρήσιμος, δημιουργικός, με έκανε να αντιληφθώ ότι οι ικανότητές μου είναι απεριόριστες, άσχετα πως είμαι γυναίκα. Ίσως μάλιστα να είναι περισσότερες γιατί είμαι γυναίκα.
Από αυτή την άποψη γιε μου, δεν ζητώ τίποτε άλλο να μου προσφέρει η ζωή. Μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω. Το μόνο που εύχομαι και προσεύχομαι είναι εσύ να αφήσεις την άστατη ζωή, να παντρευτείς και να φτιάξεις οικογένεια. Έτσι θα διαιωνίσεις και τα γονίδια του Βαγγέλη, αλλά μέσα από τις πράξεις σου θα καλλιεργήσεις στα παιδιά σου και την καλοσύνη του Δημητρίου. Έχεις πολλά να μεταφέρεις γιε μου, από αυτό που σε γέννησε και από αυτό που σε ανάθρεψε. Ευλογημένη ας είναι η ζωή σου!
Με όλη μου την αγάπη
Η μητέρα σου
Ζηνοβία
Όταν τελείωσε την ανάγνωση ο Αλέξης και γύρισε προς τη Ζήνα, την είδε και πάλι να κλαίει. Δεν παραξενεύτηκε γιατί και αυτού βούρκωσαν τα μάτια του.
-Απρόσμενο τέλος της είπε.
-Ξέρεις Αλέξη, νομίζω δεν είναι τυχαίο που δεν βρήκε κανείς προηγουμένως το μυστικό της Ζηνοβίας. Δεν ξέρω αν ο γιος της, ίσως και ο πατέρας μου θα μπορούσαν να καταλάβουν, ιδιαίτερα μέσα στην κοινωνία που μεγάλωσαν, την διπλή αυτή αγάπη της Ζηνοβίας. Εγώ, όπως σου έχω ήδη πει, έχω ταυτιστεί μαζί της. Την θαυμάζω πραγματικά για το θάρρος και τη καθαρότητα της σκέψης της. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, που όχι μόνο δεν κατανοούσε τέτοιες συμπεριφορές, τις κατάτασσε μέσα στα θανάσιμα αμαρτήματα. Αυτή όμως, είχε αφήσει στο πλάι τις ενοχές και έδινε στους δύο άνδρες που αγάπησε, τη θέση που τους άξιζε στη ζωή της και στην καρδιά της.
-Ναι, πρέπει να ήταν πολύ γενναία και έξυπνη γυναίκα. Της μοιάζεις πάντως, αν και εσύ δεν χρειάστηκε ποτέ να ξεπεράσεις τα εμπόδια που εκείνη αντιμετώπισε στη ζωή της. Εγώ μένω κατάπληκτος για τις αποφάσεις της, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Δεν είναι μόνο ότι επέλεξε να παντρευτεί το Δημήτριο, στο κάτω – κάτω η επιλογή αυτή ήταν ένας μονόδρομος, είναι ο τρόπος που αντιμετώπισε τη ζωή της στην Αλεξάνδρεια. Η πόλη αυτή ήταν από τις πιο κοσμοπολίτικες του κόσμου εκείνη την εποχή και η Ζηνοβία, που αντιλήφθηκε αμέσως τις αδυναμίες της, κατάφερε να τις διορθώσει με τον καλύτερο τρόπο και άμεσα.
-Είχε φυσικά και την υποστήριξη του Δημητρίου, που και εκείνος ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα. Κάπου διαβάσαμε νομίζω, ότι ήταν και ο ίδιος αυτοδημιούργητος. Ένα παιδί, ορφανό, πεταμένο από τη ζωή και την κοινωνία που κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πιο πλούσιους της Αλεξάνδρειας, μη χάνοντας συγχρόνως την ποιότητα του χαρακτήρα του και την καλοσύνη του. Δεν είναι κάτι συνηθισμένο αυτό.
-Από την άλλη είναι και ο Βαγγέλης. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την προσωπικότητά του, όμως ο τρόπος που αντέδρασε όταν βρήκε τη Ζηνοβία γυμνή στην καλύβα του, ήταν εντυπωσιακός. Άλλος αφέντης στη θέση του, με την έννοια που είχε ο αφέντης εκείνη την εποχή, θα βίαζε τη μικρή εργάτρια που παραβίασε το χώρο του. Όμως εκείνος τη φρόντισε και της έδωσε την επιλογή, αν θα ήθελα να είναι μαζί του. Πολύ εντυπωσιακό!
-Όλα αυτά Αλέξη, με οδηγούν σε κάποιες υπαρξιακές ερωτήσεις. Είναι άραγε όλα αυτά καθορισμένα; Είναι μοιραίο ποιους ανθρώπους θα συναντήσουμε στη ζωή μας και ποιο ρόλο θα παίξουν σε αυτή; Είναι τυχαίο; Ποιες είναι οι επιλογές μας σαν άνθρωποι; Έχουμε επιλογές;
-Όπως αντιλαμβάνεσαι δεν ξέρω να σου απαντήσω. Αυτά τα ερωτήματα είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά. Οι διάφορες θρησκείες, φιλοσοφίες κλπ. έχουν απόψεις στο θέμα. Πρόσφατα παρακολουθούσα και κάποια επιστημονικά ντοκιμαντέρ που προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις, μελετώντας την έννοια του χρόνου και κατά πόσο υπάρχει χρόνος ή είναι δημιούργημα του ανθρώπου για να προσδιορίζει τη ζωή του, όπως νομίζω λέει και ο Αϊνστάιν. Δεν μπορώ να σου πω ότι τα κατάλαβα, αλλά για να τα μελετά η «άπιστη» επιστήμη σημαίνει ότι το ερώτημα αυτό δεν περνά απαρατήρητο ή είναι αφελές.
-Ξέρεις, με εκνευρίζει το γεγονός ότι μπορεί να μην έχω επιλογές στη ζωή μου. Ότι όλα είναι καθορισμένα. Το θεωρώ απαράδεκτο.
-Δεν νομίζω να είναι ακριβώς έτσι. Ας πάρουμε τη Ζηνοβία και τον Βαγγέλη. Μπορεί να ήταν μοιραίο να συναντηθούν με τον τρόπο που συναντήθηκαν. Οι προσωπικές τους συμπεριφορές όμως ήταν δική τους επιλογή. Κάτι τέτοιο περίπου έλεγε και το ντοκιμαντέρ που είδα. Ας πάρουμε όμως το μύθο, της ωραίας Ελένης και του Πάρη και στη συνέχεια του Τρωϊκού πολέμου. Ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας και πατέρας του Πάρη, είχε λάβει χρησμό ότι το παιδί του, που θα γεννιόταν από την γυναίκα του την Εκάβη, θα έφερνε την καταστροφή της Τροίας. Για να γλυτώσει λοιπόν την χώρα του, τον έδωσε σε ένα υπηρέτη για να τον σκοτώσει. Ο υπηρέτης τον λυπήθηκε και τον άφησε στο δάσος. Τον βρήκε ένας βοσκός και τον μεγάλωσε. Στην συνέχεια επέστρεψε στο παλάτι του πατέρα του, πήγε στην Σπάρτη και έκλεψε την ωραία Ελένη, γυναίκα του Μενέλαου. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος προκλήθηκε ο Τρωϊκός πόλεμος που κατέστρεψε την Τροία. Αυτές οι ιστορίες – και υπάρχουν πολλές άλλες παρόμοιες – μας διδάσκουν ότι η βασική πορεία της ζωή μας είναι μοιραία.
-Δυστυχώς δεν γνωρίζω αυτούς τους μύθους και λυπάμαι πάρα πολύ για αυτό. Χαίρομαι τόσο πολύ Αλέξη, που θα μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου. Έχεις να με μάθεις πολλά. Άραγε να είναι τυχαίο ή μοιραίο που σε συνάντησα;
-Είτε τυχαίο είτε μοιραίο, έμπλεξες μαζί μου και δεν θα σε αφήσω ποτέ να μου φύγεις, της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.
-Το άλλο πώς το σχολιάζεις; Ότι δηλαδή ο Βαγγέλης καταγόταν από το χωριό των γονιών σου; Τυχαίο ή μοιραίο;
-Ποιος ξέρει; Άσε, θα λύσουμε μια άλλη ώρα τα υπαρξιακά μας. Τώρα θα πρέπει να ετοιμαστούμε να γυρίσουμε στη Λευκωσία. Το μυστικό το μάθαμε, έχουμε και ένα γάμο να οργανώσουμε.
-Έχεις δίκαιο. Ας αφήσουμε τη Ζηνοβία να αναπαύεται εκεί που είναι και ας αρχίσουμε να οργανώνουμε τη δική μας ζωή!
Πολύ φιλοσοφημενο αυτό το κεφάλαιο! Όμορφο και φιλοσοφημενο και αγγίζει πανάρχαια ερωτήματα που διευρύνουν το νου. Και αν “κανένα πρό του τέλους μακάριζε”, η Ζηνοβία ανήκει σε εκείνους που μακαρίζονται! Και μένει το ερώτημα. Εσύ τι θα έκανες στη θέση της ή καλύτερα, εσύ πώς αντιμετωπίζεις τα διλήμματα της δικής σου ζωής; πόσο ελεύθερος είναι ο δικός σου νους για να βλέπει καθαρά;
Ίσως για αυτό οι πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων να είναι πάντοτε ιδιαίτερα πρόσωπα. Για να μας δίνουν τη δύναμη να κατανοήσουμε καλύτερα τις δικές μας ζωές και να παλέψουμε για την ευτυχία μας. Δεν είναι μια εύκολη ζωή που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Είναι η δύναμη να παλέψεις με τις αντιξοότητες να δεις τα νοήματα πίσω από τα γεγονότα.
Πολύ ενδιαφέρουσα η εξέλιξη του μυστικού της Ζηνοβίας. Πολύ πιο ενδιαφέρον οι έννοιες που προβάλλεις και προβληματίζουν τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Συνέχισε Μαρία μου με την ίδια ένταση και πάθος να θέτεις σημαντικά ζητήματα της ύπαρξης μας ως τροφή για σκέψη
Ο καθένας που παρατηρεί τη ζωή του από απόσταση μπορεί να εντοπίσει το μοτίβο των υπαρξιακών ερωτημάτων που την συνθέτουν και έστω και αν ακόμα δεν μπορεί να τα απαντήσει – που συνήθως αυτό συμβαίνει – θα καταλάβει ίσως ότι αποτελεί μέρος ενός τεράστιου δράματος που επαναλαμβάνεται, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές κάθε φορά
Paris of Troy and the best example of course is Oedipus! One of the best plays by Sophocles.
You raise lots of BIG questions in this one. Well Done!
Έχεις δίκαιο Ανδρέα μου. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Επέλεξα το συγκεκριμένο γιατί είναι πιο γνωστό και πιο κατανοητό στους περισσότερους αναγνώστες.