Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 25)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 20/11/2022

Back to Blog

 

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησε ο Αλέξης, είδε τη Ζήνα να κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και να διαβάζει.

-Καλημέρα, της είπε. Πώς είσαι σήμερα;

-Καλύτερα. Θα κοιμήθηκα περισσότερο από δέκα ώρες ψες. Το πόδι μου πονά ακόμα, αλλά ευτυχώς που δεν έσπασε. Είναι απλά μια πληγή που θα πάρει τις μέρες της να επουλωθεί. Χθες, φαίνεται ότι την ώρα που εσύ διάβαζες, εγώ κοιμόμουν γιατί δεν θυμάμαι τίποτα από το σημείο που είχα σταματήσει μόνη μου.

-Ναι, είχες κοιμηθεί. Εγώ έφτασα μέχρι εκεί που ξεκίνησαν για το Μαραθόβουνο. Έχω μείνει έκπληκτος με τις συμπτώσεις που επιφυλάσσει αυτή η ιστορία.

-Το πρόσεξα και εγώ. Οι κύκλοι της ζωής φαίνεται ότι επαναλαμβάνονται και τέμνονται. Αν δεν προσπαθούσα να βρω το μυστικό της Ζηνοβίας ποτέ δεν θα ανακαλύπταμε αυτή τη σχέση με το παρελθόν. Άραγε πόσα τέτοια συμβαίνουν στις ζωές μας και δεν τα μαθαίνουμε ποτέ;

-Καθώς εγώ θα ετοιμάζομαι για να κατεβούμε στο πρόγευμα, διάβαζε εσύ παρακάτω. Ή μήπως δεν θέλεις να κατεβούμε και να ζητήσουμε να μας φέρουν κάτι εδώ.

-Καλύτερα να κατεβούμε. Δεν θέλω να νοιώθω ανάπηρη. Είμαι μια χαρά! Διαβάζω παρακάτω λοιπόν:

Περπατούσαμε όλη τη μέρα για να φτάσουμε στο χωριό. Περάσαμε από το Καϊμακλί, την Μια Μηλιά και άλλα χωριά που δεν τα θυμάμαι τώρα. Στα αριστερά μας ήταν ο Πενταδάκτυλος, μια οροσειρά πιο χαμηλή από την οροσειρά του Τροόδους, που είχαμε αφήσει πίσω μας. Ο ήλιος ήταν καυτός και δένδρα δεν υπήρχαν. Μόνο μερικές ελιές που και που, μα δεν ήταν αρκετές για να μας δώσουν λίγη δροσιά. Παντού ήταν σπαρμένα σιτηρά, που χόρευαν στη παραμικρή ριπή του ανέμου. Στις άκρες των χωραφιών είχε κόκκινες παπαρούνες, κίτρινες μαργαρίτες και πολύχρωμα αγριολούλουδα. Κοπάδια έβοσκαν παντού, πολύ μεγαλύτερα σε αριθμό από τις λιγοστές κατσίκες που είχαμε εμείς στο χωριό μας.

 Για μας όμως, τους βουνίσιους,  η απεραντοσύνη του κάμπου, έδινε μια εντύπωση μονοτονίας αλλά και απλοχωριάς. Οι άνθρωποι εδώ σίγουρα ήταν σε καλύτερη μοίρα από εμάς, στα φτωχά χωριά της Πάφου, όμως εκεί το τοπίο ήταν πιο όμορφο. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα εγώ.

Το απόγευμα φτάσαμε στο Μαραθόβουνο. Ο κυρ. Κώστας μας ζήτησε να περιμένουμε λίγο έξω από το χωριό και πήγε να βρει τον αφέντη. Τα σπίτια εδώ ήταν κτισμένα με πλινθάρι (πλίνθους), όπως στη Λευκωσία. Πολλά από αυτά ήταν διώροφα. Σκέφτηκα ότι οι άνθρωποι εδώ θα είναι πλούσιοι. Η εκκλησιά φαινόταν να δεσπόζει σε ένα ύψωμα στο κέντρο του χωριού. Και ενώ εγώ κάπου μέσα μου προσπαθούσα να κατανοήσω το τόσο διαφορετικό ήταν αυτό το τοπίο από ότι γνώριζα, γύρισε ο κυρ. Κώστας με τον αφέντη. Αυτό που αντίκρυσα δεν το περίμενα ποτές στη ζωή μου!

Ο αφέντης ήταν νέος, λεβέντης και καθόταν πάνω σε ένα άσπρο άλογο. Η κορμοστασιά του δέσποζε ασυνήθιστα ψηλή σε σχέση με  τους ανθρώπους που γνώριζα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και τα μάτια του γαλανά. Αμέσως ήρθε στο νου μου ο δάσκαλος που μιλούσε για τους θεούς του Ολύμπου.

-Θα είναι ο Απόλλωνας, σκέφτηκα. Σίγουρα είναι θεός. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μου!

Οι γυναίκες που ήταν μαζί μας, και ιδιαίτερα οι νεαρές έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Ερωτισμός έπαιζε στο βλέμμα τους, μα εκείνος ούτε που γύρισε να μας κοιτάξει.

Ξεκίνησε καβάλα μπροστά, αγέρωχος και εμείς τον ακολουθούσαμε με τα πόδια. Φτάσαμε έξω από το χωριό, σε μια περιοχή που ήταν μόνο χωράφια με σπαρτά. Δίπλα ήταν ένα χωράφι με λίγες ελιές και αυτό ήταν όλο. Υπήρχε και μια καλύβα πάρα πέρα, αλλά αυτή ήταν για τον αφέντη. Εμείς δεν μπορούσαμε να μείνουμε μέσα. Μας έδειξε ένα χώρο κάτω από τις ελιές που θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Είχε  και μια πρόχειρη κατασκευή από καλάμια και χόρτα που σε περίπτωση βροχής θα μπορούσαμε να κρυφτούμε από κάτω. Λίγο παρακάτω είχε ένα λάκκο- πηγάδι που θα μπορούσαμε να τραβούμε νερό με το αλακάτι. Μας άφησε αρκετά ψωμιά, ελιές, χαλούμια και ντομάτες για να δειπνήσουμε, σπιρούνιασε το άλογό του και έφυγε.

-Αύριο το πρωί θα ξεκινήσουμε δουλειά από τις τέσσερεις, μας είπε ο κυρ. Κώστας. Πριν βγει ο ήλιος και ξεραθούν τα σπαρτά. Κόβονται πιο εύκολα όταν είναι υγρά. Πλυθείτε, φάτε και κοιμηθείτε.

Τραβήξαμε  νερό από το πηγάδι και πλυθήκαμε όπως – όπως, ιδιαίτερα εμείς οι γυναίκες. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά. Λίγο το πρόσωπό μας, λίγο τα χέρια μας, λίγο τα πόδια μας. Πώς να πλυθείς φορώντας όλα σου τα ρούχα; Όμως κάτι ήταν και αυτό. Κάποιος άναψε μια μικρή φωτιά. Καθίσαμε γύρω – γύρω και φάγαμε τα φαγητά που μας άφησε ο αφέντης. Ύστερα απλώσαμε τα ρούχα μας και κοιμηθήκαμε κάτω από τις ελιές. Χωριστά οι άνδρες, χωριστά οι γυναίκες. Όπως όλα τα βράδια.

Νόμισα ότι μόλις είχα κλείσει τα μάτια μου, όταν άκουσα τη φωνή του κυρ. Κώστα που μας καλούσε να σηκωθούμε.

-Γρήγορα – γρήγορα, τεμπέληδες φώναζε. Θα βγει ο ήλιος σε λίγο.

Ο αφέντης με το άσπρο άλογο ήταν ήδη εκεί. Σηκωθήκαμε βιαστικά, ρίξαμε λίγο νερό στο πρόσωπό μας και ξεκινήσαμε από το διπλανό χωράφι. Όταν ο αφέντης έδωσε το σύνθημα, άρχισε ο θερισμός.

Οι άνδρες πήραν τα δρεπάνια τους και ο κυρ. Κώστας που ήταν ο πρωταρκάτης (πρώτος εργάτης), άρπαξε το δικό του και ξεκίνησε πρώτος, χαράζοντας μια γραμμή ανάμεσα στα σιτηρά. Οι άλλοι ακολουθούσαν, θερίζοντας σε παράλληλες γραμμές. Ο τελευταίος στη σειρά λεγόταν «ραάρης» (φθορά της λέξης ουραδάρης). Εμείς οι γυναίκες, ακολουθούσαμε, μας έλεγαν «αγκαλιαρκές», μαζεύαμε τα θερισμένα σιτηρά και τα δέναμε σε δεμάτια.  Ο κάθε θεριστής έπρεπε να έχει πίσω του μια «αγκαλιαρκά». Αγόρια πηγαινοέρχονταν και κουβαλούσαν νερό για να πίνουμε και βοηθούσαν, μαζεύοντας τα δεμάτια και μεταφέροντάς τα σε ένα σημείο για να μετακινηθούν αργότερα στο αλώνι.

Οι  άνδρες τραγουδούσαν και έκαναν πειράγματα σε αυτόν που έμενε πίσω ή άφηνε αθέριστα σιτηρά. Όταν σταματούσαν το τραγούδι  εκείνοι, άρχιζαν οι γυναίκες. Ήταν μια σκληρή εργασία, μα έμοιαζε με γιορτή. Υπήρχε κέφι και ομαδικότητα. Όλα ήταν καθορισμένα πώς θα συμβούν και κανείς δεν διερωτάτο τι θα κάνει. Κατά το μεσημέρι ερχόταν η μητέρα του αφέντη και οι αδελφές του και έφερναν φαγητό για όλους.  Συνήθως ήταν πιλάφι πουργούρι με κομμάτια από ζωικό λίπος, ψωμί, χαλούμι και ελιές. Οι εργάτες έπρεπε να τρώνε καλά, για να δουλεύουν καλά.

Όπως προχωρούσαμε άκουα τις άλλες κοπέλες που σχολίαζαν πόσο όμορφος ήταν ο αφέντης και χαρά σε κείνη που θα τον πάρει. Τον έτρωγαν με τα μάτια τους, αλλά εκείνος δεν τους χάριζε ούτε ένα βλέμμα. Ήταν φαίνεται συνηθισμένος να είναι το κέντρο της προσοχής. Εγώ δεν έλεγα τίποτε, ούτε τον κοίταζα, γιατί έτσι όπως ήμουν ντυμένη στα μαύρα, έμοιαζα με γριά και σίγουρα δεν υπήρχε πιθανότητα να με προσέξει.

Αρχίζαμε δουλεία πριν να ανατείλει ο ήλιος, μέχρι τη δύση του. Όταν πέρασε η πρώτη μέρα, εγώ είχα εξαντληθεί από την κούραση. Εκείνο όμως που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν  ότι μύριζα σαν κοπριά και είχα φαγούρα σε όλο μου το σώμα. Φαίνεται με είχε πειράξει το άχυρο του σιταριού που όπως διαλυόταν σε μικρά κομματάκια είχε εισχωρήσει στα ρούχα μου και ερέθισε το δέρμα μου. Το είπε στη θεία Βασιλεία, αλλά δεν μου έδωσε σημασία.

-Άστο, θα περάσει, μου είπε. Θα συνηθίσεις.

Η φαγούρα όμως όλο και μεγάλωνε. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Την ώρα που όλοι έτρωγαν, εγώ πήγα στο πηγάδι και έβγαλα ένα κάδο με νερό. Τον έκρυψα πίσω από μια ελιά και συνέχισα το φαγητό με τους άλλους. Ο αφέντης έφαγε μαζί μας και ύστερα καβαλίκεψε το άλογό του και έφυγε. Δεν άργησαν να κοιμηθούν όλοι. Ήταν άλλωστε εξαντλημένοι από την κούραση.

Σιγουρεύτηκα ότι κανείς δεν ήταν ξύπνιός από τα ροχαλητά τους και σηκώθηκα σιγά – σιγά. Πήγα πίσω από την ελιά που είχα αφήσει τον κάδο με το νερό και άρχισα να προσπαθώ να πλυθώ, μήπως και σταματήσει η φαγούρα. Όμως ήταν πολύ δύσκολο χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου. Δεν τολμούσα όμως να ξεντυθώ, έστω και αν όλοι κοιμόντουσαν, γιατί φοβόμουν μήπως ξυπνήσει κάποιος. Η φαγούρα όμως δεν σταματούσε. Ήθελα να ξύνομαι συνεχώς.

Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Κοίταξα την άδεια καλύβα και σκέφτηκα:

-Αφού ο αφέντης έφυγε γιατί να μην πάω να πλυθώ στην καλύβα; Εκεί δεν θα με δει κανένας και θα μπορώ να βγάλω όλα τα ρούχα μου.

Πήρα λοιπόν τον κουβά και σιγά – σιγά έφτασα στην καλύβα. Κοίταξα αρχικά μέσα προσεχτικά, βεβαιώθηκα ότι δεν είχε κανένα, γύρισα πίσω και μέτρησα αυτούς που κοιμόντουσαν και τότε μόνο μπήκα. Στην αρχή ήταν πολύ σκοτάδι  όμως σιγά – σιγά τα μάτια μου συνήθισαν .Η φαγούρα με βασάνιζε συνεχώς.

 Έβγαλα πρώτα την σαγιά μου (εξωτερικό φόρεμα) και την τίναξα για να πέσουν τα άχυρα. Ύστερα τρέμοντας από φόβο έβγαλα τη σάρκα (βαμβακερό εσωτερικό πουκάμισο που έφτανε μέχρι τα πόδια) και άρχισα να πλένομαι. Η ανακούφιση ήταν άμεση.  Ήμουν έτοιμη να βγάλω και το βρατζί μου (μακρύ βαμβακερό εσώρουχο σαν παντελόνι), όταν άκουσα ένα άλογο να χλιμιντρίζει. Γύρισα τρομαγμένη και είδα τον αφέντη να στέκει στην είσοδο. Εγώ βρισκόμουν εκεί, στη μέση της καλύβας, ημίγυμνη, με τα μαλλιά μου ξέπλεκα και εκείνος με κοίταζε χωρίς να μιλά. Αμέσως λιποθύμησα από ντροπή.

Όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα της καλύβας, σκεπασμένη όπως – όπως με τα ρούχα μου και εκείνος καθόταν και με κοίταζε. Ήμουν έτοιμη να τσιρίξω από φόβο αλλά μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του.

-Μη, μου είπε. Θα σε ακούσουν και θα είναι χειρότερα. Μην φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό. Γιατί ήρθες εδώ;

Με φωνή που έτρεμε και τραυλίζοντας του εξήγησα ότι ήθελα να πλυθώ και ήταν ο μόνος τόπος που μπορούσα να κρυφτώ, χωρίς να με δει κανένας. Τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα, ζητώντας του συνεχώς να με συγχωρήσει.

Δεν είπε τίποτα. Μόνο σηκώθηκε και πήγε στο άλογό του. Γυρίζοντας έφερε μαζί του ένα μπουκαλάκι. Σήκωσε από πάνω μου τα ρούχα και άρχισε να με αλείφει με λάδι. Το σώμα μου τρανταζόταν από το τρέμουλο.

-Μην φοβάσαι. Αυτό θα σε ανακουφίσει, μου είπε.

Εγώ είχα σταματήσει να μιλώ. Αυτό που συνέβαινε ήταν πέρα από κάθε πραγματικότητα που μπορούσε να φανταστεί το φτωχό μυαλό μου. Όταν τελείωσε μου είπε:

-Ντύσου τώρα και πήγαινε να κοιμηθείς. Θα έρθεις και αύριο; Θα σε περιμένω. Αν δεν θέλεις να έρθεις, μην έρθεις, δεν θα θυμώσω. Αν έρθεις όμως, θα σε κάνω δική μου.

Συνεχίζοντας να τρέμω, φόρεσα τα ρούχα μου και έφυγα τρέχοντας. Δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ, και ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος. Έβλεπα τον θεό Απόλλωνα να κατεβαίνει από τον Όλυμπο για να με πάρει μαζί του. Έβγαλα μια κραυγή και ξύπνησα.

-Τι έπαθες; Με ρώτησε η Ευρυδίκη. Γιατί φωνάζεις;

-Ένα κακό όνειρο, της απάντησα.

Όλη τη μέρα λειτουργούσα σαν φάντασμα. Δυο φράσεις βούιζαν συνεχώς στο μυαλό μου. Την μητέρα μου να μου λέει:

-Μην πηγαίνεις κοντά σε άνδρες. Θα σε χαλάσουν!

Και τον αφέντη να λέει:

-Θα σε περιμένω. Αν δεν θέλεις να έρθεις, μην έρθεις, δεν θα θυμώσω. Αν έρθεις όμως, θα σε κάνω δική μου.

Χωρίς να είμαι και εντελώς σίγουρη τι σήμαιναν ακριβώς αυτά τα δυο, ήξερα όμως ότι εννοούσαν το ίδιο πράγμα.

Το βράδυ ο αφέντης έφερε μπόλικο κρασί στους εργάτες. Έβαλε και τις γυναίκες να πιούν. Κατάλαβα τον σκοπό του. Ήθελε να τους κάνει να κοιμηθούν βαριά. Ύστερα έφυγε με το άλογό του.

Εγώ δεν κοιμόμουν. Χωρίς να αποφασίσω τι θα κάνω, σαν ήρθε η ώρα, σηκώθηκα και πήγα στη καλύβα σαν να με τραβούσε κάτι άγνωστο από το χέρι.

Δεν άργησε να φτάσει και εκείνος.

-Έλα, βγάλε τα ρούχα σου, μου είπε. Έφερα νερό να πλυθείς και ένα πιο καλό λάδι που θα σου απαλύνει τον πόνο από τα άχυρα.

Έβγαλα τα ρούχα μου σαν υπνωτισμένη και άρχισα να πλένομαι. Εκείνος με κοίταζε και ύστερα άρχισε να με αλείφει με λάδι και συγχρόνως να με φιλά. Κάθε αντίσταση είχε χαθεί.

Μου έλεγε πως είμαι όμορφη, πως το δέρμα μου λάμπει κάτω από το φως του φεγγαριού, πως είμαι ανεράδα. Δεν είχα αίσθηση τι γινόταν γύρω μου. Αφέθηκα στα χέρια του και έγινα δική του, αγνοώντας όλες τις φωνές που βούιζαν στο κεφάλι μου και πάσχιζαν να με σταματήσουν. Στο τέλος σώπασαν όλες. Ένας άλλος κόσμος γεννήθηκε για μένα.

Στο Μαραθόβουνο μείναμε περισσότερο από ένα μήνα. Ώσπου να θερίσουμε όλα τα χωράφια του αφέντη και να μεταφέρουμε όλα τα δεμάτια στο αλώνι με τις βοδάμαξες.  Όλες τις νύχτες που ακολούθησαν, εγώ κοιμόμουν στην αγκαλιά του αφέντη  μέσα στη μικρή καλύβα. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση τι γινότανε. Το κρασί που έπιναν κάθε βράδυ και η κούραση της μέρας τους βύθιζε σε ένα βαθύ ύπνο, σαν λήθαργο. Εγώ ξυπνούσα πριν χαράξει και έτρεχα και ξάπλωνα δίπλα από την Ευρυδίκη και τη μητέρα της.

Ο αφέντης μου έλεγε συνεχώς πόσο όμορφη είμαι, κάτι που εγώ δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή, αφού δεν είχα δει ποτέ τον εαυτό μου σε καθρέφτη. Τα μαύρα ρούχα που με έβαζε να φορώ η μάνα μου, εμπόδιζαν και όλους τους άλλους να εκφράσουν οποιοδήποτε θαυμασμό. Έτσι άκουγα τα λόγια του έκπληκτη. Του μίλησα για τη μάνα μου και τους φόβους ότι θα με σκότωνε, όταν θα μάθαινε τι συνέβηκε στο θερισμό. Όμως, δεν με ένοιαζε, γιατί είχα γνωρίσει την αγάπη και την ευτυχία. Ας πέθαινα!

Όμως εκείνος με κοίταζε στα μάτια, χάιδευε τα μαλλιά μου και μου υποσχόταν ότι θα ερχόταν στο χωριό μου να με ζητήσει από τη μάνα μου.

-Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα στους γονείς μου, έλεγε. Θα περιμένω να φύγετε, και θα μιλήσω πρώτα στον πατέρα μου. Είναι πιο ανοιχτόμυαλος. Τον λένε Νικόλα. Ύστερα έχω και μια ιστορία με μια κοπέλα από το χωριό που πρέπει να λήξω. Μην ανησυχείς θα έρθω σύντομα. Μέχρι εσείς να πάτε με τα πόδια, εγώ θα έρθω με το άλογο και θα σας φτάσω.

Όταν τον ρωτούσα για αυτή τη κοπέλα στο χωριό, έλεγε:

-Ήταν ένα μεγάλο λάθος. Εγώ ποτέ δεν ήθελα. Είναι εκείνη που επέμενε να σμίξουμε. Τώρα όμως θα λήξει.

Σκοτείνιαζαν τα μάτια του σαν μιλούσε για αυτή. Μέσα στη μαύρη νύχτα έβλεπα πάντοτε να λάμπει το βλέμμα κάτω από το φως των αστεριών. Όμως στη σκέψη της, η λάμψη χανόταν. Φαίνεται ότι πολύ τον βασάνιζε τούτη  η ιστορία.

Παρά την κούραση και την εξάντληση, η ευφορία που ένοιωθα έκανε αυτό το μήνα τον πιο ευτυχισμένο μήνα της ζωής μου. Δεν ήξερα ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να εμπειραθεί τόση ευτυχία!

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα κτύπημα στη πόρτα. Η Ζήνα σαν να ξύπνησε από ένα άλλο κόσμο. Έκπληκτοι κατάλαβαν και οι δυο τους ότι είχε περάσει η ώρα και έχασαν το πρόγευμα. Στην πόρτα ήταν η καμαριέρα που είχε έρθει να καθαρίσει το δωμάτιο. Μάζεψαν λοιπόν τα πράγματά τους και κατέβηκαν στη πισίνα.

Παράγγειλαν από ένα καφέ και ένα σνακ και άρχισαν να σχολιάζουν αυτά που διάβασαν.

-Στην εποχή μας, που ο ερωτισμός και το σεξ μονοπωλούν τα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και τα βιβλία, έρχεται η μικρή, αδαής Ζηνοβία να μας καθηλώσει, χωρίς καν να περιγράψει ούτε μια ερωτική σκηνή!

-Αυτό είναι Αλέξη μου, ο έρωτας δεν είναι επίδειξη, είναι συναίσθημα. Κάπου τα έχουμε μπερδέψει στη δική μας εποχή.

-Λες, ο παππούς Ευάγγελος να είναι γιος του αφέντη και όχι του Δημητρίου;

-Ποιος ξέρει; Ένα μήνα έκαναν σεξ τα παιδιά! Από την άλλη όμως, ο Δημήτριος λάτρευε τον Ευάγγελο. Του είχε περισσότερη αδυναμία από τη Ζηνοβία, έτσι τουλάχιστον κατάλαβα από τις επιστολές. Εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολο κάποιος να δεχθεί ένα ξένο παιδί σαν δικό του. Εκτός φυσικά αν δεν το ήξερε! Υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο. Να τον ξεγέλασε η Ζηνοβία. Αλλά νομίζω κάτι τέτοιο δεν ήταν του χαρακτήρα της.

-Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν παντρεύτηκε τον αφέντη. Το πιθανότερο είναι να την ξέχασε, όταν εκείνη έφυγε.

-Υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο: να έκαμε παιδί η Ζηνοβία μαζί με τον αφέντη και να το έδωσε για υιοθεσία. Αλλά πάλι μέσα σε τόση άθλια φτώχια, ποιος θα υιοθετούσε ένα ξένο παιδί;

-Ξέρεις, η γιαγιά μου, μου έλεγε ότι η μοίρα των νόθων παιδιών, των μπαστάρδων όπως τα έλεγαν, ήταν άθλια. Τα περιφρονούσαν και τα χλεύαζαν. Οι μητέρες τους δε, είχαν χειρότερη μοίρα. Όλοι τις απέφευγαν σαν να είχαν μίασμα. Πολλές γυναίκες, που δεν ήταν παντρεμένες και έμεναν έγκυες, σκότωναν τα παιδιά τους μόλις γεννιόντουσαν για να γλιτώσουν από την κατακραυγή και περιφρόνηση της κοινωνίας.

-Σταμάτα Αλέξη! Θα αρρωστήσω. Τι είναι αυτά που μου λες;

-Νομίζεις σήμερα δεν γίνονται; Σε κλειστές κοινότητες, σε μουσουλμανικές κοινωνίες, γίνονται ίδια και χειρότερα.

-Έχεις δίκαιο. Τώρα καταλαβαίνω περισσότερο την προσπάθεια της Ζηνοβίας να υποστηρίξει τις γυναίκες! Ήθελε να βοηθήσει να μην ζήσουν άλλες αυτό που η ίδια έζησε, αν και δεν είμαστε βέβαιοι ακόμα, πώς ακριβώς εξελίχθηκε η ιστορία.

-Θα μάθουμε σε λίγο. Για να το φυλάει τόσα χρόνια και να το κρύβει από όλους ήταν κάτι που την σημάδεψε βαθύτατα.

-Στο τέλος – τέλος όμως στάθηκε τυχερή. Φαίνεται ότι ήταν τρισευτυχισμένη με τον Δημήτριο, έστω και αν την περνούσε σαράντα χρόνια. Χαίρομαι ιδιαίτερα που ήταν η δική μου μοίρα να μάθω πρώτη το μυστικό της Ζηνοβίας. Σαν γυναίκα, καταλαβαίνω καλύτερα τον ψυχισμό της και τα αισθήματα που οδηγούσαν τα βήματά της.

-Και τώρα κάτι άσχετο: Θα με παντρευτείς;

-Θα σε παντρευτώ ανόητε! Τώρα που βλέπω τι πάθαιναν οι καημένες οι γυναίκες που δεν είχαν σύζυγο, θέλω να με αποκαταστήσεις!

Γέλασαν και οι δυο ευτυχισμένοι.

 

Φωτογραφία (Ο θερισμός)

 

6 responses to “Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 25)”

  1. Μόνικα Ανδρέου says:

    Πώς εξελίσσεται η ιστορία! Δεν το περίμενα! Για να δούμε παρακάτω!

  2. μαρία says:

    Μαρία μου κρατάς αμείωτο το ενδιαφέρον. Το διάβασα χωρίς ανάσα και ανυπομονώ για το παρακάτω!

  3. andreas markides says:

    Hmm! I never expected this. You are full of surprises.

    • Maria Atalanti says:

      Χαίρομαι Ανδρέα μου που σε εξέπληξα! Σημαίνει ότι ο σκοπός επιτεύχθηκε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *