Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 24)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 13/11/2022

Back to Blog

 

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.

Κύπρος –  Καλοκαίρι 2021 (Πάφος)

Δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι της Ζηνοβίας. Η Ζήνα έμεινε στο αυτοκίνητο για να μην κουράσει περισσότερο το πόδι της και κατέβηκε μονάχα ο Αλέξης.

Μπαίνοντας στο γκρεμισμένο σπίτι γρήγορα εντόπισε την τρύπα που δημιουργήθηκε από το πόδι της Ζήνας. Ήταν όντως μια κρύπτη σύριζα στο τοίχο. Γονάτισε και έβαλε το χέρι του μέσα. Ήταν πολύ καλά κτισμένη και προφυλαγμένη από τα στοιχεία της φύσης. Όπως έκλεινε από πάνω με την πλάκα που έσπασε, μόνο τυχαία θα μπορούσε κάποιος να την ανακαλύψει. Και φαίνεται πως για εκατό χρόνια, αυτή η τυχαία στιγμή περίμενε τη Ζήνα. Ένοιωσε μια ανατριχίλα από τις συμπτώσεις που τους οδήγησαν μέχρι εδώ.

Ψαχούλεψε καλά την κρύπτη, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Το φως του ήλιου ήταν τόσο λαμπερό που ξεγύμνωνε τα πάντα. Αν υπήρχε κάτι θα το έβλεπε. Σηκώθηκε και επέστρεψε στο αυτοκίνητο.

-Δεν υπάρχει κάτι, είπε στη Ζήνα που περίμενε με αγωνία. Θα πρέπει να πάμε στο κλειδαρά. Και είναι φυσικό. Αλλού θα φύλαγε το κουτί η Ζηνοβία και αλλού το κλειδί. Μην ξεχνάς ότι το σπίτι της θα ήταν γεμάτο με γυναίκες που ασχολούνταν με την υφαντική και το εμπόριο. Δεν θα διακινδύνευε το μυστικό της.

-Σωστά. Έχεις δίκαιο. Η Ζηνοβία ήταν πολύ προνοητική, έξυπνη και οργανωτική γυναίκα. Δεν άφηνε τίποτα στη τύχη.

-Και όμως είναι στη τύχη που εμπιστεύτηκε το μυστικό της και είναι η τύχη που σου το παρέδωσε τώρα!

-Αν το θέτεις έτσι, έχεις δίκαιο. Ποιος μπορεί να ερμηνεύσει τις συμπτώσεις που μας οδήγησαν εδώ;

-Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Άντε ευθεία για το νοσοκομείο τώρα!

Ο γιατρός που εξέτασε τη Ζήνα στο τμήμα Πρώτων Βοηθειών ήταν νεαρός και ευχάριστος. Βρήκε ότι, παρά το γεγονός ότι ο Αλέξης είχε πλύνει τη πληγή, είχαν παραμείνει μερικές ακαθαρσίες μέσα και καλά έκαναν και επισκέφθηκαν το νοσοκομείο. Καθάρισε την πληγή ξανά και της έβαλε ένα ισχυρό αντισηπτικό που την έτσουξε πολύ. Της έδωσε μάλιστα και αντιβίωση για να μην προκληθεί μόλυνση.

Κουτσαίνοντας η Ζήνα βγήκε έξω που την περίμενε ο Αλέξης. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για τον κλειδαρά. Δεν δυσκολεύτηκαν να τον βρουν και να του εξηγήσουν το λόγο της επίσκεψής τους.

Ο κλειδαράς εντυπωσιάστηκε από την κατασκευή του κουτιού.

-Δεν έχω ξαναδεί πιο αριστοτεχνική κατασκευή, τους είπε. Οι παλιοί μάστορες ήταν πραγματικοί τεχνίτες. Βλέπετε τις πλευρές πώς ταιριάζουν απόλυτα, χωρίς σχεδόν να δημιουργείται κανένα κενό; Είναι απίστευτο.

Και γυρίζοντας στον Αλέξη, που του είχε υποβάλει μερικές ερωτήσεις προηγουμένως, πρόσθεσε:

-Δεν είναι από ξύλο ελιάς, αλλά από ξύλο αγριελιάς. Το πιο σκληρό ξύλο που υπάρχει. Όσο για την κλειδαριά, είναι όντως ασημένια. Μιλούμε για ένα αριστούργημα. Θα προσπαθήσω να το ανοίξω χωρίς να κάνω κάποια ζημιά.

-Σας παρακαλώ, του είπε η Ζήνα. Μήπως θα μπορούσατε να φτιάξετε ένα άλλο κλειδί, ώστε να μπορεί να κλειδώσει ξανά;

-Θα το προσπαθήσω. Είναι δύσκολο φυσικά να είναι ασημένιο γιατί δεν είμαι χρυσοχόος, αλλά θα δω τι μπορεί να γίνει.

Ύστερα σώπασε για λίγο, πήρε ένα εργαλείο και το έβαλε στην κλειδαρότρυπα. Δεν άργησε να ανοίξει τη κλειδαριά και ο πρώτος που κοίταξε μέσα, περιμένοντας ίσως να δει πολύτιμα κοσμήματα, ήταν εκείνος. Όταν διαπίστωσε ότι το μόνο που περιείχε ήταν ένα βελούδινο ύφασμα που περιτύλιγε ένα σωρό από γραμμένες σελίδες, έχασε το ενδιαφέρον του.

Για την Ζήνα όμως, ήταν τόσο συγκινητικό που δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Πήρε στα χέρια της το βελούδινο ύφασμα, που εκτός από σκονισμένο ήταν σχετικά σε καλή κατάσταση και το άνοιξε με προσοχή. Μέσα ήταν αρκετές γραμμένες σελίδες, με τα γράμματα της Ζηνοβίας, όπως τα θυμόταν από τις επιστολές στο γιο της. Το μελάνι είχε ξεθωριάσει όμως μπορούσες να διαβάσεις με άνεση αυτά που έγραφε.

-Είναι επειδή το κουτί ήταν τόσο ερμητικά κλειστό, της εξήγησε ο κλειδαράς. Για αυτό δεν καταστράφηκε ούτε το ύφασμα ούτε το χαρτί.

-Είναι σαν θαύμα, ψιθύρισε η Ζήνα. Αυτό το κουτί έχει εκατό χρόνια να ανοίξει. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς δεν καταστράφηκε.

-Είναι το ξύλο, είπε ο κλειδαράς. Είναι το πιο γερό ξύλο που υπάρχει. Και η κατασκευή! Εξαιρετική κατασκευή!

-Θα σας αφήσουμε το κουτί για να φτιάξετε άλλο κλειδί, του είπε η Ζήνα, γιατί ήθελε να φύγει για να διαβάσει τα γραφόμενα της Ζηνοβίας.

-Ελάτε σε μερικές μέρες, είπε ο κλειδαράς. Θα δω τι μπορώ να κάνω με το κλειδί. Ίσως συνεργαστώ με κανένα χρυσοχόο και σας το κάνω ασημένιο.

Φεύγοντας από τον κλειδαρά, ο Αλέξης προειδοποίησε τη Ζήνα να μην ανοίξει τις σελίδες στο φως του ήλιου.

-Μπορεί να καταστραφούν της είπε. Όταν θα πάμε στο ξενοδοχείο θα τις φωτογραφίσω και θα τις έχουμε σε ηλεκτρονικό αρχείο. Έτσι θα μπορείς να διαβάσεις με την άνεσή σου το μυστικό της Ζηνοβίας. Αυτές θα πρέπει να τις φυλάξουμε, ίσως πίσω στο κουτί που τις προστάτευαν τόσα χρόνια. Θα ήταν μάλιστα καλό να ρωτήσουμε και κάποιο ειδικό για τους τρόπους συντήρησής τους.

-Αλέξη, αυτό που συνέβη είναι μαγικό. Είναι σαν σε παραμύθι.

-Και το παραμύθι τι είναι Ζήνα; Η ζωή συμπυκνωμένη σε γρίφους. Για να μαγεύονται τα μικρά παιδιά και να προετοιμάζονται να ερμηνεύσουν τα μυστήρια της ζωής.

-Είπες και πάλι τη σοφία σου! Τι ωραία ερμηνεία Αλέξη!

Μέχρι να φτάσουν  στο ξενοδοχείο είχε μεσημεριάσει. Παρήγγειλαν φαγητό στο δωμάτιό τους και η Ζήνα ξάπλωσε. Όσο περνούσε η ώρα το πόδι της την πονούσε περισσότερο.

Ο Αλέξης έκλεισε τις κουρτίνες για να σκοτεινιάσει το δωμάτιο και άρχισε να φωτογραφίζει τις σελίδες. Στην συνέχεια δημιούργησε ένα ηλεκτρονικό αρχείο που έστειλε στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Ζήνας. Τις ίδιες τις σελίδες τις τύλιξε ξανά στο βελούδινο ύφασμα, που ξεσκόνισε όσο καλύτερα μπορούσε και τις κλείδωσε στο χρηματοκιβώτιο του δωματίου τους.

-Ο κόσμος φυλάει εδώ κοσμήματα, εμείς φυλάμε τα γραπτά της Ζηνοβίας! Σχολίασε εύθυμα η Ζήνα.

Πήραν βιαστικά το γεύμα τους και η Ζήνα βολεύτηκε όπως μπορούσε καλύτερα στο κρεβάτι, τοποθετώντας μαξιλάρια στη πλάτη της. Άνοιξε τον φορητό υπολογιστή στα πόδια της και άρχισε να διαβάζει. Το κείμενο ήταν γραμμένο σε μορφή επιστολής και απευθυνόταν στον Ευάγγελο, το γιο της Ζηνοβίας.

Έγραφε λοιπόν η Ζηνοβία, εκατό χρόνια προηγουμένως:

Αγαπητό μου παιδί Ευάγγελε,

Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ και ξέρεις πόσο νοιάζομαι και αγωνιώ για σένα. Ο πατέρας σου και εγώ σε μεγαλώσαμε σαν πρίγκηπα, αλλά κάποτε σκέφτομαι ότι η πραγματική  ζωή δεν είναι καμωμένη για πρίγκηπες, αλλά για σκληρά δοκιμαζόμενους ανθρώπους. Και είτε το θέλω είτε όχι θα έρθει η ώρα που και εσύ θα δοκιμασθείς για να βρεις το δρόμο σου.

Όμως γιε μου, υπάρχει μια ιστορία που θα πρέπει να ξέρεις και άσχετα πώς θα πορευθείς στη ζωή σου και τι θα συναντήσεις, θα σου την διηγηθώ. Είτε την πεις παραμύθι είτε σκληρή πραγματικότητα σε έχει στιγματίσει, χωρίς να το γνωρίζεις. Μέσα στη δική μου ψυχή πάντως, παλεύει ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ώρες – ώρες δεν ξέρω ποιο από τα δυο είναι.

Θυμάσαι που σου είχα πει ότι ήμουν φτωχή και ορφανή από πατέρα, σε μια εποχή σκληρή, όταν η ζωή ήταν ανελέητη για τους μη προνομιούχους, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του λαού; Κανείς δεν είχε το παραμικρό περίσσευμα για να δώσει στον πλησίον του.

Η μητέρα μου, μέσα από την ανασφάλεια που της προκαλούσε η κατάσταση της χηρείας της, ήταν σκληρή μαζί μου και με ανάγκαζε να φορώ μαύρα ρούχα και μαντήλα στο κεφάλι που την κατέβαζα χαμηλά, για να μην μπορεί κάποιος να δει το πρόσωπό μου.

Μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια δεν είχα φύγει από το χωριό μου. Την μοναδική φορά που με άφησε να πάω στο Κτήμα στο σπίτι του θείου Ονούφριου, η θεία Ελπινίκη μου έραψε ένα ωραίο φόρεμα και για πρώτη φορά έδειξα και εγώ σαν κοπέλα.  Ο πατέρας σου, που ήταν συνεργάτης του θείου Ονούφριου, βρισκόταν τότε στη Κύπρο και έτυχε να με δει. Δεν ξέρω αν ήταν εσκεμμένο από το θείο, πάντως σε αυτή τη συνάντηση ο πατέρας σου με ερωτεύτηκε.

Εγώ, τότε στα δεκαπέντε μου, σαν κάθε κοπελίτσα της ηλικίας μου ονειρευόμουν να παντρευτώ κάποιο νέο από το χωριό μου ή έστω από την περιοχή μας. Δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό το κύριο με τα γκρίζα μαλλιά και το μουστάκι σαν μέλλοντα γαμπρό, έστω και αν ήταν πολύ ευπαρουσίαστος, με την ευθυτενή κορμοστασιά του και τα ακριβά ρούχα του. Τον έβλεπα σαν παππού μου και με την διαφορά ηλικίας που είχαμε, θα μπορούσε να ήταν παππούς μου!

Έτσι, όχι μόνο δεν δέχθηκα όταν μου το πρότεινε ο θείος, αλλά έκλαιγα και συνεχώς. Η μητέρα μου τότε ήρθε και με πήρε πίσω στο χωριό και μου ξαναφόρεσε τα μαύρα ρούχα. Νομίζω θα ήταν μέσα του Απρίλη.

Αυτό το περιστατικό μου δημιούργησε μεγάλη ανασφάλεια γιατί τότε κατάλαβα πως η μοίρα μου, ένεκα της φτώχιας,  μία ίδια ή και παρόμοια πορεία θα είχε. Έτσι έπεσα σε κατάθλιψη. Η μάνα μου, παρά την σκληράδα της, μαράζωνε που με έβλεπε έτσι.

Τέλος του Απρίλη, αρχές του Μάη, μια ομάδα από το χωριό μας, κάθε χρόνο, ξεκινούσε με τα πόδια και πήγαινε στη πεδιάδα της Μεσαριάς για να θερίσει. Βλέπεις, εμείς στη Πάφο είμαστε οι πιο φτωχοί. Κατοικούσαμε σε ορεινές περιοχές που δεν είχαν εύφορα χωράφια. Έτσι αποτελούσε για πολλούς ένα επιπλέον εισόδημα, να πάνε στο κάμπο, να θερίσουν και να πληρωθούν. Το ίδιο έκαναν και άνθρωποι από άλλα χωριά της περιοχής, μέχρι τη Τυλληριά, που ήταν η πιο απομακρυσμένη περιοχή της Πάφου.

Από την άλλη,  τα χωριά της Μεσαριάς είχαν πολλά εύφορα χωράφια να σπείρουν και την ώρα του θερισμού ήθελαν βοήθεια. Έτσι αυτή η συνήθεια συνεχιζόταν για δεκάδες χρόνια, εξυπηρετώντας και τις δύο κατηγορίες αγροτών. Στις εξορμήσεις αυτές συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες. Οι άνδρες για να θερίζουν και οι γυναίκες για να βοηθούν.

Από το χωριό μας, εκείνη τη χρονιά θα πήγαιναν δέκα άνδρες και έξι γυναίκες. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η φίλη μου η Ευρυδίκη με την μητέρα της, Βασιλεία, που ήταν ξαδέλφη της δικής μου μητέρας. Δεν ξέρω πώς, αλλά η θεία Βασιλεία έπεισε την μητέρα μου να με αφήσει να πάω και εγώ μαζί τους. Την διαβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, ότι θα με πρόσεχε εκείνη και στο τέλος θα είχα ένα σίγουρο ποσό για την προίκα μου. Αρχηγός μας θα ήταν ο κυρ. Κώστας, ένας μεγάλος άνδρας από το χωριό μας, που είχε πάει πολλές φορές και γνώριζε και το δρόμο και τους αφέντες για  τους οποίους θα εργαζόμασταν.

Η διαδρομή θα έπαιρνε αρκετές μέρες γιατί θα την κάναμε με τα πόδια. Θα ανεβαίναμε τα βουνά του Τροόδους και θα κατεβαίναμε προς την πεδιάδα της Μεσαριάς. Είχαμε μαζί μας ένα κάρο που το τραβούσε ένα άλογο και ένα γαϊδούρι. Σε αυτά φορτώναμε τα λιγοστά πράγματα που κουβαλούσαμε, λίγα τρόφιμα, ελιές, χαλούμι και ψωμί και λίγα ρούχα για να ξαπλώνουμε τη νύχτα. Την ημέρα που φύγαμε η μητέρα μου με ορμήνεψε να προσέχω και να μην πλησιάζω τους άνδρες. Μου έλεγε ότι μπορεί να με χαλάσουν και να μην μπορέσω να παντρευτώ. Γιε μου, θα πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι δεν καταλάβαινα τι ακριβώς εννοούσε η μάνα μου με αυτή την απειλή, όμως ήμουν αποφασισμένη να υπακούσω.

Εδώ  η Ζήνα σταμάτησε και ρώτησε τον Αλέξη:

-Το διαβάζεις και συ;

-Όχι φυσικά, της απάντησε. Είναι μυστικό της δίκης σου οικογένειας. Διάβασέ το εσύ πρώτα και βλέπουμε αν θέλεις να το διαβάσω εγώ.

-Αφού είμαστε και εμείς τώρα μια οικογένεια. Διάβαζέ το και εσύ γιατί έτσι θα μπορούσα να το σχολιάζω μαζί σου. Η γιαγιά Ζηνοβία είχε το χάρισμα του λόγου. Με μεταφέρει στην εποχή της, μια εποχή καθόλου κολακευτική για τις γυναίκες. Καταλαβαίνω γιατί ήθελε να βοηθήσει τις γυναίκες του τόπου της. Η ίδια έζησε μες την μιζέρια στα νεανικά της χρόνια.

-Εντάξει. Δώσε μου λίγο χρόνο και θα σε φτάσω. Πώς είναι το πόδι σου;

-Έχει μουδιάσει. Θα σηκωθώ να περπατήσω λίγο, μέχρι να προχωρήσεις το διάβασμα μέχρι στο σημείο που έφτασα εγώ.

Έτσι η Ζήνα σηκώθηκε και προχώρησε κουτσαίνοντας προς το μπαλκόνι. Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά και έβλεπε στο βάθος την θάλασσα να λαμπυρίζει από τις ακτίνες του. Κάθισε για λίγο, απολαμβάνοντας την λαμπρότητα του φωτός και ύστερα γύρισε στο δωμάτιο.

Ο Αλέξης είχε προχωρήσει στο διάβασμα και συμφώνησαν να διαβάζει εκείνος μεγαλόφωνα τη συνέχεια για να μπορεί η ίδια να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί καλύτερα. Συνέχισε λοιπόν την ανάγνωση ο Αλέξης:

Αυτό το ταξίδι ήταν για μένα μεγάλη εμπειρία. Αρχικά περπατούσαμε στο δάσος της Πάφου κατευθυνόμενοι προς το μοναστήρι του Κύκκου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω γιε μου, πόσο όμορφο είναι αυτό το δάσος. Πυκνό, με ψηλά δένδρα που έκρυβαν το φως του ήλιου. Το βράδυ ξαπλώναμε στην ύπαιθρο κάτω από τα αστέρια. Όλοι κοιμόντουσαν βαθιά από την κούραση αλλά εγώ ξαγρυπνούσα πολύ ώρα, θαυμάζοντας την ομορφιά του ουρανού που ήταν απέραντος, γεμάτος φώτα που τρεμόπαιζαν. 

Την μέρα οι κοπέλες που ήταν μαζί μας τραγουδούσαν και οι άνδρες έλεγαν ιστορίες, ιδιαίτερα από άλλα ταξίδια που είχαν κάνει στη Μεσαριά. Σε μερικά σημεία του δρόμου φαινόταν από μακριά η θάλασσα, ο κόλπος της Χρυσοχούς και ο κόλπος της Μόρφου. Μας την έδειχναν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να την ξεχωρίσω από το γαλάζιο του ουρανού. Έβλεπα μόνο την ακτογραμμή να σχηματίζεται μέσα στο θολό από την απόσταση τοπίο. Όλα αυτά όμως ήταν για μένα μαγικά. Ένας κόσμος άγνωστος που οι άνθρωποι έμοιαζαν πιο ανέμελοι και πιο ευτυχισμένοι.

Όταν φτάσαμε στο μοναστήρι του Κύκκου συναντήσαμε ανθρώπους και από άλλα χωριά που πήγαιναν στη Μεσαριά για να θερίσουν. Έτσι γίναμε μια μεγάλη ομάδα και προχωρούσαμε μαζί. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας πιο ηλικιωμένος που τον φώναζαν δάσκαλο. Αυτός έλεγε ιστορίες για κάποιους αρχαίους θεούς, που εγώ για πρώτη φορά άκουγα. Έτσι περπατούσα πίσω του για να παρακολουθώ τι έλεγε. Μιλούσε για τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, για το Δία που κοιμόταν με τις γυναίκες των ανθρώπων και έκανε παιδιά, για την Αφροδίτη που γεννήθηκε στη Πάφο, για την Αθηνά που ήταν σοφή και για όλους τους άλλους . Ο θεός όμως που με εντυπωσίασε εμένα περισσότερο ήταν ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός και της μουσικής. Τον φανταζόμουν να λάμπει ολόχρυσος και πανέμορφος.

Η θεία Βασιλεία μου φώναζε να επιστρέψω κοντά της, όμως δεν μπορούσα να αντισταθώ στη μαγεία των λόγων του δασκάλου και την παράκουα. Εγώ η τόσο υπάκουη και υποταγμένη μέχρι εκείνη τη στιγμή κοπέλα! Εκείνο το ταξίδι με δίδαξε πως ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος από τα βοσκοτόπια του χωριού μου και μπορεί να κρύβει μαγεία και μυστικά που ο κάθε άνθρωπος αξίζει να μάθει.

Σιγά – σιγά γείραμε τα βουνά του Τροόδους και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τη Λευκωσία, την Χώρα όπως την έλεγαν. Ο δρόμος ήταν πλέον κατηφορικός και τα πεύκα είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Δεν αργήσαμε να δούμε την απέραντη πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά μας. Πρώτη φορά στη ζωή μου είχα δει τόση απλοχωριά. Ένας τόπος επίπεδος, κίτρινος από τα σπαρτά που είχαν πλέον ωριμάσει και στο βάθος μια οροσειρά, Πενταδάκτυλος λεγόταν, μου είπανε.

-Ο κόσμος έχει πολλές όψεις, σκέφτηκα. Εδώ δεν μοιάζει καθόλου με το χωριό μου. Είναι εντελώς διαφορετικό τοπίο.

Σιγά – σιγά οι ομάδες του κάθε χωριού ξεχώρισαν και άρχισαν να προχωρούν με διαφορετικό βήμα. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στη Χώρα και θα περίμεναν τους αφέντες από τη Μεσαριά να έρθουν να τους πάρουν στη δούλεψή τους. Η δική μας ομάδα με αρχηγό τον κυρ. Κώστα όμως θα πήγαινε απευθείας στο δικό μας αφέντη. Κάθε χρόνο οι άνθρωποι από το χωριό μας πήγαιναν στο ίδιο χωριό και δούλευαν για την ίδια οικογένεια.

Παρόλα αυτά περάσαμε και εμείς από τη Χώρα. Μου έκανε εντύπωση έτσι που ήταν περιτριγυρισμένη με τα τείχη (τειχιά όπως τα έλεγαν) και γύρω – γύρω ένα μεγάλο χαντάκι που έβοσκαν πρόβατα. Για να μπεις μέσα έπρεπε να περάσεις από τις Πόρτες, όπως έλεγαν τις εισόδους προς την πόλη. Το βράδυ έκλειναν και κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει. Τα σπίτια ήταν διαφορετικά από εκείνα του χωριού μου. Δεν ήταν κτισμένα με την πέτρα του βουνού  αλλά με πλινθάρι  (πλίνθους) και ασπρισμένα με γύψο. Μερικά, τα πιο πλούσια, ήταν κτισμένα με πέτρες τετραγωνισμένες, σε  κίτρινο χρώμα. Αυτά ήταν πολύ εντυπωσιακά. Είχε και ένα μεγάλο παζάρι, το μεγαλύτερο που είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή μου.

Όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια πήγαν στο παζάρι. Πήγα και εγώ μαζί τους παρόλο που δεν είχα χρήματα για να αγοράσω οτιδήποτε. Είχε τόσα πράγματα εκεί! Κεντήματα, κιλίμια, πήλινα δοχεία, ρούχα γυναικεία, βράκες και ότι φανταστείς. Η θεία Βασιλεία αγόρασε της Ευρυδίκης ένα μαντήλι λευκό με μαύρα κρόσσια και πολύχρωμα λουλούδια για να φορεί στην εκκλησιά.

-Όταν πληρωθούμε από την δουλειά που θα κάνουμε θα μπορείς να αγοράσεις και εσύ, μου είπε.

-Τι να το κάνω θειά, της απάντησα. Αφού η μάνα μου δεν θα με αφήνει να το φορώ.

Στη Χώρα πήγαμε ομαδικά σε ένα σκαρπάρη (υποδηματοποιό) και μας έβαλε σόλες στις ποδίνες (μπότες) μας που είχαν λιώσει από το περπάτημα. Για μένα πλήρωσε ο κυρ. Κώστας, με την υπόσχεση να του τα δώσω όταν θα πληρωθώ.

Όταν τελειώσαμε από την Χώρα, ο κύρ. Κώστας έδωσε το πρόσταγμα:

-Δρόμο τώρα για το Μαραθόβουνο, είπε. Αύριο πιάνουμε δουλειά.

Εδώ ο Αλέξης σταμάτησε. Ξαφνιάστηκε από το όνομα του χωριού. Γύρισε στη Ζήνα έκπληκτος:

-Πόσες συμπτώσεις Ζήνα! Αυτό είναι το όνομα του χωριού των γονιών μου. Τι συμβαίνει επιτέλους εδώ;

Όμως η Ζήνα είχε αποκοιμηθεί. Το γεγονός ότι δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, οι απανωτές συγκινήσεις της ημέρας και η ανακούφιση ότι επιτέλους κρατούσε το μυστικό της Ζηνοβίας στα χέρια της, την χαλάρωσαν και παραδόθηκε στον ύπνο.

Ο Αλέξης την σκέπασε και βγήκε στο μπαλκόνι. Η ώρα του δειλινού πλησίαζε. Ο ήλιος είχε γύρει και σε λίγο θα κοκκίνιζε την θάλασσα και τον ουρανό.

-Όλο και γίνεται πιο ενδιαφέρον, ψιθύρισε.

 

3 responses to “Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 24)”

  1. Μαρια Κληριδη says:

    Ολο και γινεται πιο ενδιαφερον Μαρια μου.
    Κρατάς τον αναγνώστη σε εγρήγορση.

    • Maria Atalanti says:

      Προσπαθώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις ενός μυθιστορήματος μυστηρίου. Αν αυτό επιτυγχάνεται, με κάνει να χαίρομαι πάρα πολύ!

  2. Μαρια Κληριδη says:

    Ολο και γινεται πιο ενδιαφερον Μαρια μου.
    Κρατάς τον αναγνώστη σε εγρήγορση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *