
Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 2)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 12/06/2022
Back to Blog
Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.
Αλεξάνδρεια 1900
Η Ζηνοβία κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και για ακόμα μια φορά ξαφνιάστηκε με την εικόνα της. Αυτή, η Ζηνοβία, που γεννήθηκε στο Στατό της Πάφου, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, με μια μητέρα που την ανάγκαζε να φορεί μόνο μαύρα ρούχα για να μοιάζει με γριά, μήπως και την ερωτευτούν οι άνδρες και την «χαλάσουν», όπως έλεγε, έστεκε εδώ, πανέμορφη, με τα ωραιότερα ρούχα που υπήρχαν.
-Παιχνίδια που μας παίζει η ζωή, σκέφτηκε.
Θυμήθηκε τη ζωή της στο χωριό. Γεννήθηκε το 1874 στο Στατό της Πάφου. Την μητέρα της την έλεγαν Ελένη και το πατέρα της Κωστή. Πέρασε τα πρώτα της χρόνια, απ’ όσο θυμόταν, στα βουνά της Πάφου να βόσκει κατσίκες με τις άλλες συνομήλικές της. Ήταν ευτυχισμένα εκείνα τα χρόνια. Το 1885, στα έντεκά της, ο πατέρας της πέθανε. Η μαυρίλα του πένθους που σκέπασε τη μάνα της και την ίδια, δεν περιγράφεται. Η μητέρα της μοιρολογούσε συνεχώς και δεν είχε άδικο. Από τη μια η φτώχια, από την άλλη η έλλειψη ενός προστάτη να τις φροντίζει, φάνταζε στα μάτια της σαν ένα μέλλον χωρίς ελπίδα.
Ο μόνος στενός συγγενής που είχαν ήταν ο αδελφός του πατέρα της ο Ονούφριος που έμενε στο Κτήμα, τη μεγαλύτερη πόλη της Πάφου. Αυτός ασχολείτο με το εμπόριο και όποτε μπορούσε, και αυτό δεν γινόταν συχνά, ερχόταν στο χωριό για να δει αν χρειάζονταν κάτι για να τις βοηθήσει. Η μητέρα της εναπόθετε όλες τις ελπίδες της σε αυτό για να μπορέσει να παντρέψει τη μοναχοκόρη της, έτσι όπως ήταν: χωρίς προίκα.
Μεγαλώνοντας η Ζηνοβία γινόταν πανέμορφη. Η μητέρα της, αντί να χαίρεται, τρόμαζε. Ένα αίσθημα ανασφάλειας την διακατείχε ότι κάποιος θα τη «χαλάσει» πριν το γάμο. Την ανάγκαζε να φορεί μαύρα ρούχα και μια μαντήλα στο κεφάλι για να μην φαίνεται το πρόσωπό της. Από την άλλη πίεζε τον Ονούφριο να της βρει γαμπρό, μόλις η Ζηνοβία έκλεισε τα δεκαπέντε.
Έτσι ο Ονούφριος την πήρε στο Κτήμα για να ζήσει λίγες μέρες με αυτό και τη γυναίκα του. Οι ίδιοι δεν είχαν παιδιά και ήταν χαρά τους να έχουν τη Ζηνοβία. Η θεία της, η Ελπινίκη, φρόντισε να της ράψουν ένα ωραίο φόρεμα, για να μην παρουσιάζεται με τα άθλια ρούχα που την ανάγκαζε η μητέρα της να φορεί. Εκεί, την είδε και ο Δημήτριος Βασιλόπουλος, έμπορος από την Αλεξάνδρεια, που είχε δοσοληψίες με το θείο της. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και ζήτησε από το θείο της να την παντρευτεί.
Ο Δημήτριος Βασιλόπουλος ήταν πάνω από πενήντα, ενώ η Ζηνοβία μόλις δεκαπέντε. Παρά την ηλικία του ήταν καλοστεκούμενος και αρκετά ευπαρουσίαστος. Ήταν ψηλός, με κανονικό σώμα, γκρίζα μαλλιά, γκρίζο μουστάκι και καστανά μάτια. Όσο και αν προσπαθούσε ο Ονούφριος να πείσει τη Ζηνοβία και τη μητέρα της, ότι εκτός του ότι ήταν πάμπλουτος, ήταν και ένας εξαιρετικά καλός άνθρωπος, και οι δυο αρνήθηκαν.
Η μητέρα της πήρε την Ζηνοβία πίσω στο χωριό και της φόρεσε ξανά τα μαύρα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν όμως και η άθλια φτώχια τους, ανάγκασε την Ζηνοβία να δεχτεί, και το 1890 παντρευτήκαν και έφυγαν για την Αλεξάνδρεια. Αυτός ο γάμος έμοιαζε για τη μάνα και τη κόρη με κηδεία.
Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, η Ζηνοβία έκλαιγε. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε ποτέ να ξαναδεί τη μάνα και το τόπο της. Ο Δημήτριος ήταν καλός και τρυφερός μαζί της και τη διαβεβαίωνε ότι θα έρχονταν να επισκέπτονται τη μητέρα της και η ίδια θα μπορούσε να έρθει να μείνει μαζί τους, αν το επιθυμούσε.
Όταν έφτασαν στην Αλεξάνδρεια και η Ζηνοβία είδε το σπίτι τους, έμεινε άναυδη. Δεν είχε δει ποτέ της τίποτε πιο ωραίο και πιο μεγάλο. Ήταν ένα διώροφο, πετρόκτιστο σπίτι, με κήπο, τέσσερα υπνοδωμάτια, δύο σαλόνια, βιβλιοθήκη, τραπεζαρία, κουζίνα, χώρους υγιεινής, αποθήκες, στάβλους για τα άλογα και δωμάτια για τους υπηρέτες
-Είναι παλάτι, σκέφτηκε.
Μα εκείνο που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η αγάπη και η καλοσύνη του άντρα της. Κοντά του είχε αρχίσει να αισθάνεται μια ασφάλεια, που σιγά – σιγά μετατράπηκε σε ευγνωμοσύνη, ευτυχία και στη συνέχεια σε βαθιά, σταθερή αγάπη.
Με τη γέννηση του γιου τους αρχές το 1891, η ευτυχία της συμπληρώθηκε. Τον ονόμασαν Ευάγγελο, μετά από επιθυμία της Ζηνοβίας. Τότε ήταν που η ίδια αντιλήφθηκε ότι ήταν πολύ αμόρφωτη και άτσαλη σε σχέση με την αριστοκρατική κοινωνία της Αλεξάνδρειας, με την οποία συναναστρέφονταν. Ζήτησε λοιπόν από τον άνδρα της να τη βοηθήσει να μορφωθεί, να μάθει να ντύνεται και να συμπεριφέρεται.
Την εποχή εκείνη, άκμαζε στην Αλεξάνδρεια η ελληνική κοινότητα που αριθμούσε περισσότερο από 60.000 κατοίκους. Ήταν μια οργανωμένη κοινότητα, που κρατούσε την οικονομία της πόλης στα χέρια της. Είχε ιδρύσει τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία, θέατρα, έλεγχε τη βιομηχανία και το εμπόριο. Οι κοινωνικές συγκεντρώσεις της Αλεξάνδρειας δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από αυτές των πιο σημαντικών πόλεων της Ευρώπης. Ένα απαίδευτο κορίτσι από τα βουνά της Πάφου, δεν ταίριαζε στο περιβάλλον αυτό.
Ο Δημήτριος δεν δίστασε ούτε λεπτό. Έφερε στο σπίτι τους καλύτερους δάσκαλους. Σύντομα η Ζηνοβία έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ενώ παράλληλα εντρύφησε στο κόσμο της μόδας και του savoir vivre της εποχής.
Η άξεστη χωριατοπούλα που έβοσκε κατσίκες στα βουνά της Πάφου, έγινε μια κομψή Αλεξανδρινή, αντάξια της θέσης του συζύγου της στη κοινωνία. Εκείνο όμως που ευχαριστούσε την Ζηνοβία περισσότερο από όλα, ήταν όταν τα βράδια καθόντουσαν και οι δύο στο σαλόνι και ο Δημήτριος της μιλούσε για την ημέρα του και τα προβλήματα που αντιμετώπισε. Μέσα από τη συζήτηση προσπαθούσε πάντοτε να τον βοηθήσει να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Αυτές οι ώρες, που τους έφερναν πιο κοντά, ήταν και για τους δυο η πραγματική ευτυχία.
Μια τέτοια βραδιά, ο Δημήτριος της μίλησε για τη ζωή του. Δεν ήταν πάντοτε ο πλούσιος αλεξανδρινός επιχειρηματίας. Κατ’ ακρίβεια δεν ήταν καν αλεξανδρινός. Είχε γεννηθεί στη Λεμεσό της Κύπρου, μέσα του 1830. Ο ίδιος δεν ήξερε ακριβώς πότε. Οι γονείς του είχαν πεθάνει όταν αυτός ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, από ελονοσία, κατά πάσα πιθανότητα. Η κακομεταχείριση που δεχόταν από τους συγγενείς του και η μόνιμη σχεδόν πείνα του, τον ανάγκασαν σε ηλικία περίπου δέκα χρόνων να μπει κρυφά σε ένα καράβι που ήταν στο λιμάνι. Το καράβι αυτό τον έφερε στην Αλεξάνδρεια. Δεν ήξερε που βρισκόταν, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν απλά μακριά από τη μίζερη ζωή που ζούσε.
Κατάφερε αρχικά να πιάσει δουλειά σε ένα Έλληνα έμπορο, σαν το παιδί για τα θελήματα. Κοιμόταν στο πάτωμα του μαγαζιού και έτρωγε μόνο ότι περίσσευε του αφεντικού του. Αυτή ήταν η αμοιβή του. Σιγά – σιγά, όπως γύριζε να εκτελεί τις παραγγελίες του έμπορα, γνώρισε διάφορους Έλληνες επιχειρηματίες και δέχθηκε καλύτερες προτάσεις. Όλοι τον συμπαθούσαν γιατί ήταν ευγενικός και δουλευτής. Έμαθε μόνος του να γράφει και να διαβάζει, ώστε να μην μειονεκτεί απέναντι στα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Αφού πέρασε από διάφορα αφεντικά κατέληξε στα 16 του χρόνια να ζητήσει δουλειά από το μεγαλέμπορα του βαμβακιού, Αιμίλιο Βασιλόπουλο.
Η πρώτη ερώτηση που του έκανε ο Βασιλόπουλος, ήταν:
-Ποιο είναι το όνομα και το επώνυμό σου;
-Το όνομά μου είναι Δημήτριος, επώνυμο δεν έχω, του απάντησε.
-Ένα παιδί χωρίς επώνυμο, ανώνυμο μέσα στο πλήθος, σχολίασε φιλοσοφικά ο Βασιλόπουλος. Η ζωή σου δεν έχει καμιά αξία σε αυτή τη κάλπικη κοινωνία παιδί μου.
-Έχει αξία για το Θεό, που με έφερε στο κόσμο, απάντησε με θάρρος ο Δημήτριος.
Αυτή η φράση εντυπωσίασε τον Βασιλόπουλο, που όχι μόνο προσέλαβε τον Δημήτριο, άρχισε να τον εμπιστεύεται για τις προσωπικές του δουλειές. Έτσι σιγά – σιγά καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Δημήτριος έμπαινε πιο βαθιά στην επιχείρηση του βαμβακιού και στο τέλος ο Βασιλόπουλος, που δεν είχε παιδιά, τον ονόμασε κληρονόμο του, με μόνο όρο να διατηρήσει το όνομά του. Έτσι το παιδί από τη Λεμεσό, χωρίς ταυτότητα, κληρονόμησε την αίγλη, το όνομα και την περιουσία ενός μεγαλέμπορου από την Αλεξάνδρεια, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη.
Στην αρχή όταν ανέλαβε μόνος του την επιχείρηση, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά.
-Δούλεψα σκληρά για να την φέρω στο σημείο που είναι σήμερα, συμπλήρωσε ο Δημήτριος. Και χαίρομαι τόσο πολύ που ότι έχω το μοιράζομαι μαζί σου και το γιο μας. Επειδή δεν παντρεύτηκα όσο ήμουν νέος, φοβήθηκα κάποια στιγμή ότι η περιουσία του Βασιλόπουλου θα σβήσει. Όμως τώρα, έχω και παιδί και ένα εξαίρετο συνεργάτη στο πλευρό μου!
Την κοίταξε με λατρεία και πήρε το χέρι της στο δικό του. Η Ζηνοβία, ένοιωσε ένα σκίρτημα στη καρδιά της. Πόσο πολύ αγαπούσε αυτό τον άνθρωπο!
Στο σπίτι, η Ζηνοβία είχε υπηρετικό προσωπικό και πολύ λίγα χρειαζόταν να κάνει η ίδια, πέραν από του να διευθύνει το νοικοκυριό. Αυτό της έδινε χρόνο να διαβάζει, να ασχολείται πολύ με το γιο της και τη μόρφωσή του και όποτε μπορούσε πήγαινε και στην επιχείρηση του άνδρα της. Ο Δημήτριος το εκτιμούσε πολύ αυτό, αν και δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην εποχή τους. Την ενημέρωνε για τις συνδιαλλαγές του, της γνώριζε τους συνεργάτες του και σύντομα η Ζηνοβία αποδείχθηκε μια πολύ έξυπνη επιχειρηματίας. Η γνώμη της είχε βαρύτητα και ο Δημήτριος την εμπιστευόταν. Ο ίδιος, έστω και έμπειρος επιχειρηματίας, σαν άνθρωπος ιδιαίτερα καλός, μερικές φορές δεν μπορούσε να υποψιαστεί τον κίνδυνο. Η Ζηνοβία όμως, δασκαλεμένη από την μητέρα της, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει επικίνδυνοι, ήταν πιο προσεχτική και προστάτευε τον σύζυγό της από κακοτοπιές.
Η ίδια εύρισκε ενδιαφέρουσα την ασχολία με τις επιχειρήσεις. Ήταν για αυτή μια πρόκληση που της έδινε την ευκαιρία να αναπτύξει ικανότητες που ποτέ δεν ήξερε ότι είχε. Από την άλλη, τη βοηθούσε να κρατά τη σκέψη της μακριά από την πατρίδα και τη μητέρα της. Όσο καλά και να περνούσε στην Αλεξάνδρεια, η νοσταλγία ήταν μια πληγή στη καρδιά της.
Ο Δημήτριος, γνωρίζοντας αυτή της την στέρηση, φρόντισε νωρίς να αγοράσει μια έκταση, λίγο έξω από το Κτήμα, με θέα τη θάλασσα και να κτίσει εκεί ένα σπίτι. Δεν ήταν φυσικά τόσο πολυτελές σαν το σπίτι τους στην Αλεξάνδρεια, αλλά εκεί μπορούσαν να περνούν τα καλοκαίρια τους και η Ζηνοβία να βλέπει τη μητέρα της. Η Ζηνοβία αγαπούσε πολύ αυτό το σπίτι. Η πανέμορφη θέα που είχε και το μέγεθός του, που ήταν στα μέτρα που αυτή γνώριζε, την έκαναν να το νοιώθει πιο δικό της από το μέγαρο στην Αλεξάνδρεια.
Έτσι η Ζηνοβία με τον Ευάγγελο περνούσαν όλα τα καλοκαίρια τους στη Πάφο. Όταν του το επέτρεπαν οι δουλειές του, ερχόταν και ο Δημήτριος μαζί τους.
Τους κρύους μήνες του χειμώνα, που στα βουνά της Πάφου χιόνιζε, η μητέρα της ερχόταν και έμενε στο σπίτι στο Κτήμα, που ο καιρός ήταν ήπιος και γλυκός. Είχε φέρει και μαζί της μερικές κατσίκες και κότες και ο Ευάγγελος χαιρόταν αγροτική ζωή, όταν ερχόταν στη Κύπρο. Παράλληλα η μητέρα της καλλιεργούσε διάφορα εποχιακά κηπευτικά και είχε φυτέψει οπωροφόρα δένδρα, όπως μηλιές και συκιές. Έτσι το σπίτι στο Κτήμα είχε μετατραπεί σε ένα κανονικό αγρόκτημα με όλα τα καλά για τη Ζηνοβία και το γιο της και παράλληλα ήταν ο παράδεισος, της άλλοτε τόσο άπορης μητέρας της.
Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που η Ζηνοβία είχε παντρευτεί τον Δημήτριο και έφυγε για την Αλεξάνδρεια. Η ζωή της είχε αλλάξει δραστικά. Ουδέποτε είχε ονειρευτεί τέτοια τύχη για την ίδια και τη μητέρα της. Ήταν μόλις 26 χρονών και πανέμορφη. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και τα μάτια της μεγάλα και μαύρα. Η επιδερμίδα της, τώρα που ζούσε στην Αλεξάνδρεια, μακριά από την καθημερινή έκθεση στον ήλιο, έλαμπε αλαβάστρινη, με ροδαλά μάγουλα και κόκκινα χείλη. Η ίδια είχε επίγνωση της ομορφιάς της. Την έβλεπε στον καθρέφτη της, μα πάνω απ’ όλα την έβλεπε στα μάτια των ανδρών που την κοίταζαν ξελιγωμένα. Μερικοί μάλιστα είχαν τον θράσος να την φλερτάρουν, θεωρώντας ότι έχοντας ένα ηλικιωμένο σύζυγο θα ήταν έτοιμη για περιπέτειες. Αυτούς τους κατακεραύνωνε. Η μόρφωση που είχε λάβει και η συνάφειά της με το κόσμο και τη κοινωνία, της είχαν ανοίξει άλλους ορίζοντες που δεν γνώριζε καν ότι υπήρχαν. Ήταν ευτυχισμένη η Ζηνοβία. Και ήταν πλήρης.
Η ανάμιξή της με τις επιχειρήσεις του άντρα της ήταν ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή της, που έβαζε αλατοπίπερο και έκανε τη καθημερινότητά της πικάντικη. Εύρισκε τις γυναικείες συνάξεις και τα κουτσομπολιά ανούσια και σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν για τις γυναίκες να μην εργάζονται, όταν είχαν αυτή την ευχέρεια. Ω ναι, η Ζηνοβία δεν ήθελε κάτι άλλο από τη ζωή της.
Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα αγκάθι που την απασχολούσε και κάποιες στιγμές αμαύρωνε αυτή τη πληρότητα που βίωνε. Ο σύζυγός της έδειχνε μεγάλη αδυναμία στο γιο τους σε βαθμό που δεν ήταν σε θέση να του επιβάλει κάποια πειθαρχία. Εκείνος το γνώριζε και ήξερε ότι όταν θα ήθελε κάτι υπερβολικό, ο μπαμπάς ήταν το κατάλληλο άτομο να το ζητήσει. Ο Δημήτριος λάτρευε τον Ευάγγελο και προσπαθούσε να του προσφέρει όλα εκείνα, που ποτέ δεν είχε στα παιδικά του χρόνια ο ίδιος. Αυτό ανησυχούσε την Ζηνοβία που μεγάλωσε με μία μητέρα παράλογα αυστηρή.
-Μην ανησυχείς της έλεγε ο Δημήτριος. Η αγάπη δεν έβλαψε ποτέ κανένα.
Η αλήθεια ήταν πως ο Ευάγγελος τους ήταν ένα πολύ όμορφο, έξυπνο και ικανό παιδί. Στα μαθήματά του ήταν πολύ καλός και αν δεν είχε τόσες απαιτήσεις και αν δεν ζητούσε τόσα χατίρια από τον πατέρα του, η Ζηνοβία δεν θα είχε κανένα παράπονο. Όμως μεγάλωνε γνωρίζοντας ότι μπορεί να έχει ότι ζητήσει και αυτό ήταν που ανησυχούσε τη Ζηνοβία. Η πλήρης άγνοια της πιθανότητας μη ικανοποίησης όλων των επιθυμιών του, απλά τον έβαζε σε μια πολύ εύθραυστη θέση. Τι θα γινόταν αν κάποια στιγμή δεν είχε τα μέσα, αλλά ούτε και τις ευνοϊκές συνθήκες για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του;
Η Ζηνοβία, μη μπορώντας να αναχαιτίσει την ασταμάτητη προσφορά του συζύγου της προς τον γιο τους, προσπαθούσε τουλάχιστον να τον νουθετήσει, μιλώντας του για την έλλειψη αγαθών και τη φτώχια στο κόσμο.
-Το ξέρω, μαμά, της απάντησε μια μέρα. Πολλές φορές δίνω τα δωράκια που μου κάνει ο μπαμπάς στα παιδάκια στο δρόμο, που δεν έχουν τίποτε. Έχω κάνει πολλούς φίλους έτσι. Τι να τα κάνω εγώ τόσα δώρα;
Η Ζηνοβία είχε μείνει άναυδη. Ίσως ο Δημήτριος να έχει δίκαιο, σκέφτηκε. Ίσως η πολλή αγάπη να μην βλάπτει κανένα. Όμως εξακολουθούσε να είναι προσεκτική και να μιλά με το γιο της. Η ζωή δεν είναι μόνο φρου – φρου και αρώματα. Είναι γεμάτη ανατροπές. Η ίδια το ήξερε πολύ καλά αυτό. Και ήθελε ο γιος της να είναι προετοιμασμένος για όλα τα ενδεχόμενα στη ζωή. Μια ζωή, που κανείς δεν ήξερε την εξέλιξή της.
Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η ηρεμία της γραφής!
Ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Είναι κάτι που δεν περίμενα να ακούσω. Ευχαριστώ.
Γενικά θεωρώ πολύτιμο ο,τιδήποτε αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές – πάντα βρίσκω κάτι που θα με εντυπωσιάσει: Στο τέλος του 19ου αιώνα μια κυπριοπούλα, που αρχικά έβοσκε γίδια, με την ισχύ που της έδωσε η μόρφωση στην Αλεξάνδρεια, έφτασε να γίνει σύμβουλος στις επιχειρήσεις του συζύγου της αλλά και να βρίσκει ανούσιες τις συνάξεις των γυναικών και τα κουτσομπολιά, θεωρώντας άδικο το να μην εργάζονται. Σκέφτομαι σε πόσο ευνοική θέση βρίσκεται σήμερα ο άνθρωπος, έχοντας όλη τη γνώση κ ευκαιρίες μόρφωσης στη διάθεσή του- φτάνει να το θελήσει!
Μπράβο Μάρω μου! Η μόρφωση είναι δύναμη και διαβατήριο. Εσύ είσαι ένα λαμπρό παράδειγμα της αξιοποίησης των ευκαιριών που έχει ο άνθρωπος στην σύγχρονη κοινωνία.
Σήμερα δεν είναι ανάγκη να σου παρουσιαστούν οι ευκαιρίες. Υπάρχουν. Απλά πρέπει να τις αξιοποιήσεις.
Οι ανατροπές είναι μέσα στη ζωή μας σε προηγούμενες εποχές, σήμερα και στο μέλλον. Όποιος έχει αποφασίσει να κάνει βήματα μπροστά στη ζωή του αξιοποιεί την βοήθεια που θα του δοθεί και θα προσπαθήσει για το καλύτερο αποτέλεσμα. Ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο έργο του. Η Ζηνοβία παρά τις αντίξοες συνθήκες ακολουθεί σωστό δρόμο γιατί έχει ένα ισχυρό και ανίκητο όπλο τη δίψα για γνώση
Πολύ ωραία η ανάλυσή σου Γεωργία μου. Αυτό είναι ένα μήνυμα: Να αξιοποιούμε ότι παρουσιάζεται στη ζωή μας.
Interesting developments!
Let’s see how her life and that of her son will change in the future….
Τα γυρίσματα της ζωής είναι απρόβλεπτα. Και στη πραγματικότητα και στα μυθιστορήματα. Αυτό κρατά το ενδιαφέρον. Δυστυχώς, όταν τα ζούμε όλα αυτά, υποφέρουμε. Αν τα δεις από απόσταση όμως είναι απλά, απρόβλεπτα γεγονότα.