Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 12)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 21/08/2022

Back to Blog

 

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, η Πηνελόπη Δέλτα και ο Ίων Δραγούμης είναι υπαρκτά, ιστορικά πρόσωπα. Η διασύνδεσή τους με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος  είναι φανταστική.

Κύπρος 1916 – 1920

Το σπίτι της Ζηνοβίας στο Κτήμα, ήταν έξω από την μικρή αυτή επαρχιακή πόλη, σε μια πλαγιά που έβλεπε προς τη θάλασσα. Γύρω – γύρω η μητέρα της είχε φυτέψει δένδρα και είχε δημιουργήσει ένα περιβόλι, με ελιές, συκιές και μηλιές. Υπήρχε και ένα κοτέτσι με μερικές κοτούλες, δύο κατσίκες για το γάλα τους και το άλογο που έσερνε την άμαξα. Ένα πηγάδι στην αυλή, με αλακάτι εξυπηρετούσε τις ανάγκες του σπιτιού σε νερό. Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο, σε σύγκριση με το σπίτι που ζούσε η Ζηνοβία στην Αλεξάνδρεια, όμως ήταν πολύ μεγάλο για την πόλη της Πάφου. Αποτελείτο από τρία υπνοδωμάτια, ένα γραφείο, μία κουζίνα, ένα καθιστικό και  βοηθητικούς χώρους. Ήταν κτισμένο με πέτρα της περιοχής ως ένα σημείο και το υπόλοιπο με πλίνθους. Η στέγη ήταν καμωμένη με κορμούς δένδρων, ψάθες, χώμα και  πήλινα κεραμίδια. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με πλάκες από κυπριακό μάρμαρο.

Τους μήνες που ακολούθησαν η Ζηνοβία προσπάθησε να οργανώσει την ζωή της και να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει τις νεαρές κοπέλες που κυριολεκτικά φθείρονταν από τη φτώχια. Τις έβλεπε να χαραμίζονται, να γερνούν μέχρι τα τριάντα τους, να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Μια κυρία από το Κτήμα ερχόταν και τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Την έλεγαν, Σουσάνα. Η κυρία Σουσάνα λοιπόν ήταν το πρακτορείο ειδήσεων που ενημέρωνε τη Ζηνοβία για όλα τα τεκταινόμενα στο Κτήμα και τα γύρω χωριά. Ποιος πέθανε, ποιος παντρεύτηκε, ποια παιδιά έμειναν ορφανά και οτιδήποτε γινόταν, που η κοινωνία της εποχής σχολίαζε είτε θετικά είτε αρνητικά.

Με βάση τη πληροφόρηση της κυρίας Σουσάνας η Ζηνοβία ενίσχυσε οικονομικά μερικά κορίτσια για να παντρευτούν, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα. Βοήθησε δύο πάμφτωχες αδελφές, που αρφάνεψαν από πατέρα στα δεκατέσσερά τους, να μαθητεύσουν σε μια μοδίστρα και στη συνέχεια να ανοίξουν δική τους δουλεία, έχοντας έτσι ένα σημαντικό εισόδημα για την εποχή εκείνη.

Παρόλα αυτά καταλάβαινε ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει με αυτό το ρυθμό γιατί σύντομα τα χρήματά της θα εξανεμίζονταν και θα χρειαζόταν η ίδια βοήθεια οικονομική. Από την άλλη είχε ακουστεί ότι βοηθούσε όποιο είχε ανάγκη και πολλοί αποτείνονταν στη ίδια για να τους λύσει τα προβλήματά τους. Ένοιωθε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει. Παράλληλα είχε ενημερωθεί για την επανεμφάνιση του Χακίμ και την πρόσληψή του από το γιο της. Ο ίδιος δεν της είχε πει τίποτε, αλλά εκτός από το Μαχμούτ και άλλοι καλοθελητές την είχαν ενημερώσει.

Έπρεπε λοιπόν το κεφάλαιό της να παραμείνει και να βρει άλλο τρόπο να ενισχύσει τα φτωχά κορίτσια. Πρόσεξε ότι σχεδόν όλες οι κοπέλες είχαν στα σπίτια τους μια βούφα (αργαλειό) με την οποία ύφαιναν τη προίκα τους. Μάλλινα σεντόνια, μεταξωτά σεντόνια, χαλιά και οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν. Μόνο οι πάρα πολύ φτωχές, που δεν είχαν βούφα, δεν μπορούσαν να ετοιμάσουν τη προίκα τους. Μια μέρα η κυρία Σουσάνα της έφερε ένα πανέμορφο υφαντό με ζωηρά χρώματα και ζωντανά μοτίβα. Η Ζηνοβία δεν είχε δει ποτέ κάτι τέτοιο.

-Πού το βρήκες; Την ρώτησε

-Είναι από τη Φύτη, της είπε. Ένα χωριό στα βουνά της Πάφου. Φτιάχνουν αυτά τα υφαντά εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ξακουστά.

Εκείνη τη στιγμή μια ιδέα φώτισε το μυαλό της Ζηνοβίας. Θα προωθούσε μια επιχείρηση εξαγωγής κυπριακών υφαντών στην Αλεξάνδρεια και όχι μόνο. Το εμπόριο ήταν στις φλέβες της. Ήταν μια δουλειά που γνώριζε καλά. Θα χρηματοδοτούσε αρχικά τις υφάντρες για να φτιάξουν αρκετές ποσότητες και στη συνέχεια θα τις έστελνε στην Αλεξάνδρεια, σε εμπόρους που γνώριζε η ίδια.

Άρχισε με μια εκστρατεία στα γύρω χωριά, προσπαθώντας να πείσει τις νεαρές κοπέλες να λάβουν μέρος σε αυτή την προσπάθεια. Τους εξηγούσε ότι η ίδια αρχικά θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή των υφαντών και εκείνες θα λάμβαναν τα κέρδη. Συνάντησε μεγάλη δυσπιστία. Μόνο οι πολύ φτωχές, εκείνες που δεν είχαν τίποτα στη ζωή τους,  δέχτηκαν να συμμετέχουν. Αγόρασε πέντε βούφες (αργαλειούς ) και έκανε την εξής συμφωνία:

Δύο από τις βούφες θα πήγαιναν σε πολύ φτωχές κοπέλες στο χωριό Φύτη, που ήξεραν και την τέχνη, για να αρχίσουν να φτιάχνουν τα υφαντά. Όσες έπαιρναν τις βούφες και τα νήματα θα ήταν υποχρεωμένες να κατασκευάσουν ορισμένο αριθμό υφαντών, και σε πολύ καλή ποιότητα, για κάθε μήνα. Διαφορετικά η Ζηνοβία θα έπαιρνε τις βούφες πίσω. Δυο από τις βούφες θα έμεναν στο σπίτι της, όπου θα έρχονταν νεαρές που ήθελαν να μάθουν τη τέχνη για να εκπαιδευτούν, ώστε να παράγουν ικανοποιητικό αριθμό υφαντών για εξαγωγή. Την τελευταία βούφα θα την έδινε σε κάποια κοπέλα από τα γύρω χωριά που θα ήταν έτοιμη να συνεισφέρει. Κοπέλες που είχαν δική τους βούφα θα μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν.

Η επιχείρηση άρχισε στην αρχή δειλά, με τα σκαμπανεβάσματά της, σιγά – σιγά όμως άρχισε να στρώνει. Οι πρώτες που ενδιαφέρθηκαν ήταν λίγες, όταν παρόλα αυτά άρχισαν να έρχονται πίσω τα χρήματα και να πληρώνονται για τον κόπο τους, πολλές ενδιαφέρθηκαν. Από αυτές πάλι παρέμειναν μόνο καμιά τριανταριά, που ήταν πλέον οι μόνιμες υφάντρες της επιχείρησης. Το σπίτι της Ζηνοβίας έμοιαζε τώρα με εργοστάσιο. Εκεί ύφαιναν, εκεί αποθήκευαν τα εμπορεύματα, εκεί οργάνωναν τις αποστολές. Αυτό είχε αρχίσει να γίνεται πολύ κουραστικό για την ίδια, γιατί είχε πάψει πλέον να έχει ιδιωτική ζωή.

Έτσι σιγά – σιγά νοίκιασαν μια αποθήκη κοντά στο λιμανάκι της Κάτω Πάφου, που διαχειρίζονταν δύο κοπέλες, που ήταν πιο «μορφωμένες», ήξεραν δηλαδή να γράφουν, να διαβάζουν και να κάνουν αριθμητικές πράξεις. Αυτές παρελάμβαναν τα υφαντά,  τα κατέγραφαν, ετοίμαζαν τις αποστολές και πλήρωναν τις υφάντρες. Κάποτε πήγαιναν και οι ίδιες στην Αλεξάνδρεια. Έτσι γνώρισαν τους εμπόρους και έμαθαν την τέχνη της διαπραγμάτευσης.

Η Ζηνοβία παρακολουθούσε από κοντά την όλη επιχείρηση και διασφάλιζε ότι δεν θα υπήρχαν καταχρήσεις και κλοπές. Ήξερε πως άνθρωποι σαν τον Χακίμ υπάρχουν παντού και «όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά» κατά την λαϊκή ρήση. Παρόλο που στην αρχή, η ίδια είχε χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου το όλο εγχείρημα, με την άνθηση της επιχείρησης , άρχισε να αποσβένει το ποσό που έδωσε. Η συμφωνία τους ήταν το 80% του κέρδους να πηγαίνει στις υφάντρες και το 20% στην ίδια για να μπορέσει να διατηρήσει το κεφάλαιό της. Έτσι το έργο της στήριξης των κοριτσιών θα συνεχιζόταν. Από την άλλη τα μηνύματα που έπαιρνε από την Αλεξάνδρεια για την επιχείρηση του γιού της δεν ήταν καθόλου καλά και φοβόταν ότι θα ερχόταν μια στιγμή που θα έπρεπε να τον υποστηρίξει οικονομικά.

Η τομή που είχε επέλθει στη κοινωνία της Πάφου με την εισαγωγή της επιχείρησης «βούφα», ήταν σημαντική. Πολλά κορίτσια που μέχρι χθες δεν είχαν τίποτε και η ζωή τους ήταν καταδικασμένη στην εξαθλίωση, είδαν μια ελπίδα να ανατέλλει. Οι περισσότερες λάμβαναν μέρος στο πρόγραμμα για να εξασφαλίσουν την προίκα τους και να παντρευτούν. Αυτό το όνειρο, ήταν μονόδρομος για αυτές.

Κάποιες άλλες, είδαν ένα τρόπο για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους που ήταν χρεωμένες στους τοκογλύφους, να μην χάσουν τις περιουσίες τους. Η τοκογλυφία ανθούσε εκείνη την εποχή. Αυτή η μάστιγα των αγροτών έπνιγε σχεδόν κάθε οικογένεια και η ανάσα που έδινε η επιχείρηση που έστησε η Ζηνοβία, ήταν πολύτιμη.

Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία κοριτσιών, αυτές με τις οποίες ταυτιζόταν η Ζηνοβία, που με ένα βλέμμα πιο καθαρό, αναγνώριζαν την δύναμη που τους έδινε η οικονομική ανεξαρτησία. Σε αυτές εναπόθετε τις ελπίδες της για συνέχιση της επιχείρησης. Αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό, μα σαν το προζύμι είχαν την δυνατότητα να φουσκώσουν τη ζύμη.

Το όλο εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Εκτός από τα πρακτικά προβλήματα που αναφύονταν κάθε λίγο και λιγάκι, για να υπάρξει κέρδος πραγματικό τα κορίτσια έπρεπε να δουλεύουν ατελείωτες ώρες. Πολλές ξενυχτούσαν τα βράδια, γιατί τις μέρες τις περνούσαν στα χωράφια και στις σκληρές αγροτικές δουλειές. Με μόνο φως μια λάμπα πετρελαίου, σκυφτές πάνω στον αργαλειό, ύφαιναν την ελπίδα και τα όνειρά τους. Αυτό το μικρό εισόδημα  που λάμβαναν, ήταν μια σοβαρή πηγή τροφοδότησης της ζωής τους, που δεν εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες. Στηριζόταν αποκλειστικά στους δικούς τους κόπους και  επιμονή. Όλα τα άλλα στη καθημερινότητά τους ήταν συνάρτηση κυρίως της ικανοποιητικής βροχόπτωσης και της αποφυγής ακραίων καιρικών φαινομένων.

Πολλές οικογένειες ορθοπόδησαν, πολλά κορίτσια παντρεύτηκαν και κάποιες – λίγες – είδαν την άλλη όψη της ζωής, την ανεξάρτητη. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο κέρδος πήγαινε στις ίδιες και αμείβονταν ανάλογα με τη ποσότητα και ποιότητα που παρέδιδαν, υπερτερούσε σημαντικά από την εργασία της εργάτριας ή της υπηρέτριας. Πληρώνονταν την αξία του κόπου τους. Πράγμα σπάνιο για την εποχή.

Η Ζηνοβία είχε γίνει ένα είδος ηρωίδας, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα ανάμεσα στις γυναίκες της Πάφου. Παρόλα αυτά υπήρχαν και τα αρνητικά σχόλια και οι επικρίσεις.  Για πολλούς – κυρίως άνδρες – διατάρασσε την τάξη της κοινωνίας και τη θέση των γυναικών στην οικογένεια. Η ένδεια όμως που επικρατούσε και οι καθημερινές ανικανοποίητες ανάγκες τους ανάγκαζαν να σωπαίνουν ή να μην λαμβάνονται υπόψη. Σπάνια όμως τα κορίτσια που παντρεύονταν, συνέχιζαν να εργάζονται. Ήταν βασικά επάγγελμα για τις ελεύθερες κοπέλες.

Για τρία χρόνια η Ζηνοβία ζούσε καθημερινά τον πυρετό της επιχείρησης που έστησε και δεν είχε καθόλου χρόνο να σκεφτεί τον εαυτό της και τις δικές της έγνοιες. Στα τρία χρόνια όμως, που όλα είχαν πάρει την ροή τους και η καρδιά της επιχείρησης είχε μεταφερθεί στο λιμανάκι της Πάφου, η Ζηνοβία άρχισε να έχει ιδιωτική ζωή και να οργανώνει τη δική της καθημερινότητα.

Σηκωνόταν το πρωί, κατά τις 6, έβγαζε νερό από το πηγάδι που είχαν και πότιζε τα λουλούδια στις γλάστρες της. Το περιβόλι με τα δένδρα που περιστοίχιζε το σπίτι, ερχόταν ένας περιβολάρης, ο κυρ. Χρίστος,  και το φρόντιζε. Η κυρία Σουσάνα ασχολείτο με την καθαριότητα και το μαγείρεμα και έτσι η Ζηνοβία κλεινόταν κάθε μέρα για μία μέχρι δύο ώρες στο γραφείο της και μελετούσε ή έγραφε. Αυτό της έδινε μεγάλη ικανοποίηση. Απαντούσε την αλληλογραφία με φίλους ή συνεργάτες της από την Αλεξάνδρεια, τον γιο της και την Πηνελόπη. Aυτή η ώρα ήταν ένα ανοικτό παράθυρο στο κόσμο για κείνη.

Κάποιες άλλες ώρες όμως, τις μυστικές  ώρες, κατέγραφε και την ιστορία που ήθελε να αφήσει στο γιο της. Την ιστορία για την οποία της είχε μιλήσει η φίλη της η Ευρυδίκη στο χωριό, εκείνη τη μέρα. Αυτή η ιστορία ήταν ιερή για την Ζηνοβία και σκοπός της ήταν να μεταδώσει αυτή την ιερότητα και στον γιο της, πού ήλπιζε να ήταν ο μόνος αναγνώστης του κειμένου που συνέγραφε. Με την αναμπουμπούλα όμως που υπήρχε στο σπίτι τον περισσότερο καιρό, η Ζηνοβία φοβόταν ότι θα έπεφτε στα χέρια κάποιας από τα κορίτσια ή ακόμα χειρότερα κάποιος θα το πετούσε. Έτσι αυτό το κείμενο το φύλασσε σε ένα κουτί  από ξύλο αγριελιάς, που της είχε κατασκευάσει ένας ξυλουργός στο Κτήμα. Της είχε πει ότι είναι το πιο ανθεκτικό ξύλο και μπορεί να διατηρηθεί πολλά χρόνια. Το κλείδωνε και το έκρυβε σε μια μυστική κρυψώνα που μόνο η ίδια γνώριζε.

Γύρω στις 10 κάθε πρωί, που ο κυρ. Χρίστος τελείωνε την δουλειά του στο περιβόλι, την έπαιρνε με την άμαξα στο λιμανάκι και επισκεπτόταν τα κορίτσια στην αποθήκη. Καθημερινά, είχε να λύσει μικροπροβλήματα και μικροπαρεξηγήσεις, που αναφύονταν σαν τα μανιτάρια. Δυστυχώς, δεν είχε βρει ακόμα εκείνο το κορίτσι που με την προσωπικότητά του θα επιβαλλόταν και θα έπαιρνε την πρωτοβουλία. Υπήρχαν μερικές που ήταν πιο πρωτοβουλιακές από τις άλλες, όμως καμιά δεν ξεχώριζε. Έτσι η καθημερινή παρουσία της Ζηνοβίας ήταν απαραίτητη. Έμενε εκεί όσο χρειαζόταν, από δύο μέχρι και τέσσερεις ώρες, καμιά φορά.

Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, έτρωγε μαζί με την κυρία Σουσάνα το φαγητό που ετοίμαζε και ξεκουραζόταν για καμιά ώρα. Το απόγευμα έκανε ένα μακρινό περίπατο μέχρι το φάρο, που στεκόταν πάνω από το λιμανάκι για να προειδοποιεί τους ναυτικούς. Ήταν ένας μικρός φάρος που είχαν κτίσει οι Άγγλοι, τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ήρθαν στη Κύπρο. Της θύμιζε την Αλεξάνδρεια και τον Δημήτριο. Είχε γνωριστεί με τον φαροφύλακα και τη γυναίκα του και καθόταν μαζί τους και έπιναν τον καφέ τους.

Για μερικούς μήνες, αυτή η ρουτίνα χάριζε μια ευχάριστη ισορροπία στη ζωή της. Παρόλο που ανησυχούσε για το γιο της και την τροπή που είχε πάρει η επιχείρησή τους, είχε αποφασίσει να περιμένει την ζωή να  λύσει το πρόβλημα.

Κατά τον τέταρτο χρόνο λοιπόν της εγκατάστασής της στη Πάφο, δύο γεγονότα ανάτρεψαν την καθημερινή της γαλήνη. Είχε ενημερωθεί από το Μαχμούτ, αλλά και από τον διευθυντή της τράπεζας, που ήταν φίλος του Δημήτριου, ότι η επιχείρηση τους στην Αλεξάνδρεια είχε κτυπήσει κόκκινο και ο Ευάγγελος κινδύνευε να πάει στη φυλακή για χρέη. Η Ζηνοβία δεν ήταν άνθρωπος που λύγιζε με τις δυσκολίες. Αναλάμβανε δράση.

Τηλεγράφησε στον διευθυντή της τράπεζας ότι θα πλήρωνε η ίδια ένα μεγάλο μέρος από το υπέρογκο ποσό που χρωστούσε ο γιος της. Θα διευθετούσε με την τράπεζα στη Κύπρο να του στείλουν το ποσό το συντομότερο δυνατό. Του ζήτησε όμως να μην το αναφέρει στον Ευάγγελο, όταν θα τον ενημέρωνε για την χρεωκοπία.

Παράλληλα τηλεγράφησε στο Μαχμούτ και τον παρακάλεσε να έχει από κοντά τον Ευάγγελο μήπως πάνω στην απελπισία του κάνει καμιά τρέλα. Η ίδια προσευχόταν συνέχεια. Ήξερε πως είχε φτάσει στα άκρα, αλλά δεν έβλεπε άλλο τρόπο να συνετίσει τον γιο της. Σίγουρα ο Δημήτριος δεν θα συμφωνούσε. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνος χειρισμός. Η Ζηνοβία όμως τολμούσε.

Καθόταν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να της τηλεγραφήσει ο Μαχμούτ:

Όλα καλά. Ευάγγελος κατάλαβε την αλήθεια. Χακίμ έφυγε. Αρχίζει ξανά από την αρχή. Θα βοηθήσω.

Αυτά τα λίγα λόγια ήταν αρκετά να κάνουν την Ζηνοβία να κλάψει από χαρά. Στα γράμματά του γιού της που ακολούθησαν, έμαθε με λεπτομέρεια τα γεγονότα. Τώρα πια η αλληλογραφία τους δεν ήταν τυπική. Ο γιος της, της έγραφε όλη την αλήθεια. Είχε πια εντυπωσιαστεί από τη δύναμη και το πείσμα του.

-Τώρα είσαι γιος της μάνας σου, σκέφτηκε.

Το άλλο γεγονός που συγκλόνισε τη Ζηνοβία, έγινε λίγο καιρό αργότερα, την 31η Ιουλίου 1920. Ήταν η εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη από απόσπασμα της χωροφυλακής στην Αθήνα, με την κατηγορία ότι ήταν ο υπεύθυνος για την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι. Χωρίς δίκη, χωρίς κατηγορητήριο, χωρίς απολογία, εκτελέστηκε εν ψυχρώ. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν το έμαθε, αναφώνησε: «Φρικτό! Φρικτό! Φρικτό!».

Το ανακοίνωσαν οι λιγοστές εφημερίδες στην Κύπρο, αλλά της το έγραψε και η φίλη της. Το άδοξο αυτό τέλος του ανθρώπου που τόσο πολύ αγάπησε και τόσο πολύ θαύμασε για τα χαρίσματά του, καταρράκωσε την Πηνελόπη.

Έγραφε στην Ζηνοβία:

Όταν μία κοινωνία ελέγχεται όχι από τους νόμους και τη τάξη, αλλά με τη δύναμη και την ισχύ αυτών που κρατούν τα όπλα, η ανθρωπότητα γυρίζει πίσω στην προϊστορία και η έννοια του πολιτισμού διαγράφεται από προσώπου γης. Στην Αθήνα, την πόλη που γέννησε την φιλοσοφία και τη δημοκρατία, οι άνθρωποι εκτελούν ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά που γεννήθηκαν ποτέ… Δεν υπάρχουν λόγια και λέξεις για να εκφράσω τον αποτροπιασμό και τον πόνο μου…

Η Ζηνοβία, εκείνο το απόγευμα, στο περίπατό της, δεν πέρασε από τον φάρο για να πιει καφέ με το φαροφύλακα και τη γυναίκα του. Περπάτησε μέχρι τη θάλασσα και έμεινε να την κοιτάζει πολλή ώρα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Για το πόνο, για όλο το πόνο των ανθρώπων, μα πάνω απ’ όλα για την αδικία που προκαλεί άνθρωπος σε άνθρωπο.

Ήξερε πως η ζωή δεν είναι δίκαιη, ήξερε πως ο κόσμος θα είναι πάντοτε έτσι, όμως θα ήθελε, πολύ θα ήθελε να σηκώσει λίγο από το βάρος του πόνου που κουβαλούν οι άνθρωποι. Ήθελε να το κρατήσει με τα δυο της χέρια και να το πετάξει στη θάλασσα, αυτό το απέραντο και απύθμενο χωνευτήρι που εξαφανίζει τα πάντα. Ήθελε, μα δεν μπορούσε… Ο κάθε άνθρωπος, μόνος του, θα πρέπει να σηκώσει το δικό του μερίδιό στο πόνο.

 

 

 

 

 

Φωτογραφία 

Ίων Δραγούμης

 

Περισσότερα στοιχεία για την κατάσταση των χωρικών της Κύπρου την περίοδο αυτή μπορείτε να βρείτε, ακολουθώντας τον σύνδεσμο πιο κάτω:

https://cosmosblog.io/ιστορικά-στοιχεία-1930/

 

 

 

4 responses to “Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 12)”

  1. Μόνικα Ανδρέου says:

    Πολύ πιο δυνατό αυτό το κεφάλαιο!

  2. Andreas says:

    You are recording customs and the history of Cyprus through the years which is brilliant. The younger generation should read your book to know how life in our country has changed in 100 years. You have obviously done your research.
    Well done!

    • Maria Atalanti says:

      Αντρέα μου σε ευχαριστώ πολύ! Και να θέλω δεν μπορώ να απομακρυνθώ από την ιστορία της Κύπρου. Με τραβά, ίσως κυρίως γιατί όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου μου διηγόταν πολλά γεγονότα που άγγιζαν αυτά τα χρόνια και μέσα στο μυαλό μου δημιουργούνταν εικόνες, που φαίνεται ότι με συντροφεύουν μέχρι σήμερα. Θα ήμουν ευτυχής αν οι νέοι διαβάσουν το βιβλίο μου. Μακάρι να συμβεί κάτι τέτοιο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *