Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 11)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 14/08/2022

Back to Blog

 

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός.

Μελβούρνη – Αυστραλία –Σεπτέμβριος  2020

Η Ζήνα την επόμενη μέρα σηκώθηκε πρωί – πρωί πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος. Ήθελε να συνεχίσει το διάβασμα του κειμένου που είχε γράψει ο παππούς Ευάγγελος στον πατέρα της. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να το κατανοήσει και έτσι προτιμούσε την ησυχία του πρωινού.

Ο Αλέξης κοιμόταν ακόμα. Ετοίμασε το τσάι της και κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα απέναντι από το παράθυρο που έβλεπε προς τον ποταμό Γιάρρα. Είχε μόλις αρχίσει να ανατέλλει ο ήλιος και έβλεπε στον ορίζοντα ένα αχνό φως να απλώνεται και να χρωματίζει τον ουρανό.

-Τι γλυκιά η ώρα του πρωινού! Σκέφτηκε. Είναι η πιο υπέροχη στιγμή της ημέρας. Είμαι τυχερή που μπορώ να αντικρίζω τον κόσμο από ψηλά, έχοντας μπροστά μου μια ανεμπόδιστη θέα. Ας είναι καλά το ποτάμι.

Βολεύτηκε στην πολυθρόνα, πήρε ένα λεξικό στο χέρι και το γράμμα του παππού Ευάγγελου και συνέχισε από εκεί που είχε μείνει την προηγούμενη μέρα. Ξαναδιάβασε την τελευταία παράγραφο και συνέχισε:

……………………………………………………………………………………….

Ενώ βρισκόμουν σε αυτή τη παραζάλη συναισθημάτων και αμφιβολιών, εμφανίστηκε ξανά στη ζωή μου ο Χακίμ. Ένα βράδυ, σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα που σύχναζα, τον είδα. Στην αρχή ήταν επιφυλακτικός αλλά βλέποντας εμένα να είμαι φιλικός και να μην αναφέρω καθόλου το επεισόδιο εκείνο με τη μητέρα μου, ξεθάρρεψε. Και αυτή ήταν μια κομβική στιγμή στη ζωή μου, γιε μου.

Εκείνο το βράδυ ήταν διακριτικός και έφυγε νωρίς. Ξαναεμφανίστηκε όμως και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη. Ρωτούσε να μάθει τι είχε γίνει με τους γονείς μου και έδειχνε να στενοχωριόταν που δεν ήταν κοντά μου. Ποτέ δεν κατάλαβα αν έπαιζε θέατρο ή αν ήταν ειλικρινής. Μάλλον το πρώτο θα συνέβαινε.

Για να μην σου τα πολυλογώ, γιε μου, σε μερικές μέρες μου ζήτησε δουλειά. Μου είπε ότι δεν είχε καθόλου χρήματα και έπρεπε να εργαστεί. Καθώς του απαντούσα, άκουα μέσα στο κεφάλι μου τη φωνή της μητέρας μου που μου έλεγε «Όχι», την ώρα που εγώ έλεγα, «Ναι». Ντρεπόμουν να πω «Όχι»,  σε ένα παλιό φίλο. Πρέπει στη ζωή σου, γιε μου, να μάθεις να λέεις «Όχι»! Αυτό το «Όχι» μπορεί να σε γλυτώσει από πολλά δεινά.

Δεν φτάνει που του έδωσα δουλειά, ενώ είχε δώσει δείγματα της αναξιοπιστίας του στο παρελθόν, τον έβαλα δίπλα στους έμπιστους υπαλλήλους των γονιών μου, Μαχμούτ και Αχμέτ. Δεν ήθελα να νοιώθει μειονεκτικά!

Θυμάμαι ότι ο Μαχμούτ με κοίταξε με δυσπιστία, αλλά δεν είπε τίποτε. Έτσι οι τρεις τους συνδιαλέγονταν με τους ντόπιους παραγωγούς και εγώ με τους Ευρωπαίους εμπόρους. Αυτό με βόλευε και δεν ασχολούμουν και ιδιαίτερα με τη δική τους δουλειά.

Με τον Χακίμ εξακολουθούσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν φίλοι, να βγαίνουμε έξω παρέα, να διασκεδάζουμε. Ξέχασα τι είχε συμβεί στο παρελθόν και άρχισα να τον εμπιστεύομαι και πάλι.

Οι μήνες περνούσαν και σιγά – σιγά ο Χακίμ άρχισε να μου διαβάλλει τους Μαχμούτ και Αχμέτ. Μου έλεγε ότι πλήρωναν λιγότερα τους παραγωγούς και χρέωναν την επιχείρηση περισσότερα και άλλα παρόμοια. Δυστυχώς, ήμουν τόσο ηλίθιος, που τον πίστεψα!

Έτσι κάλεσα τους έμπιστους αυτούς ανθρώπους και τους είπα ότι δεν θα τους χρειαζόμουν άλλο γιατί ο Χακίμ θα αναλάμβανε όλη τη δουλειά μόνος του. Ντράπηκα να τους πω τι μου είπε, γιατί ίσως βαθιά μέσα μου ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια. Ο Μαχμούτ με κοίταξε με ένα ειρωνικό βλέμμα, αλλά δεν είπε τίποτε. Ευτυχώς γρήγορα βρήκαν δουλειά γιατί όλοι οι έμποροι βαμβακιού γνώριζαν τις ικανότητές τους και ήταν περιζήτητοι.

Εγώ εξακολουθούσα να πορεύομαι με τον Χακίμ στη πιο καίρια θέση της επιχείρησής μου και τα βράδια να διασκεδάζω μαζί του. Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι όλα τα έξοδα τα πλήρωνα εγώ, σαν πιο πλούσιος από τους δύο!

Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια, από τότε που έφυγε η μητέρα μου. Δεν της είχα πει ποτέ, στην αλληλογραφία που είχαμε, για τις ενέργειές μου αυτές. Αντίθετα της έλεγα ότι όλα ήταν καλά. Όμως σιγά – σιγά έβλεπα τους παραγωγούς να μας εγκαταλείπουν και τις εταιρείες του εξωτερικού να αγοράζουν από αλλού.

Μια μέρα με κάλεσε ο διευθυντής της τράπεζας και φίλος του πατέρα μου και μου είπε:

-Αγαπητέ Ευάγγελε, δυστυχώς δεν μπορείς να έχεις άλλη πίστωση. Ήδη τα πράγματα είναι πολύ κακά και ίσως θα έπρεπε να εξετάσεις την πιθανότητα να κηρύξεις πτώχευση. Σε είχα προειδοποιήσει εδώ και πολύ καιρό και δεν έκαμες κάτι να διορθώσεις την κατάσταση. Αν δεν κηρύξεις πτώχευση, κινδυνεύεις να πάεις φυλακή για χρέη.

Εκείνη τη μέρα έφυγα από την τράπεζα ένα ράκος. Προς μεγάλη μου έκπληξη έξω από το γραφείο του διευθυντή συνάντησα τον Χακίμ. Ήταν λες και με περίμενε.

-Τι συμβαίνει φίλε; Με ρώτησε.

Του απάντησα και εκείνος, είχε το θράσος να μου προτείνει να αγοράσει την επιχείρηση για ένα ευτελές ποσό. Ο Χακίμ, ο δήθεν φτωχός φίλος,  είχε λεφτά για να αγοράσει την επιχείρησή μου και εγώ δεν είχα δεκάρα! Ούτε που του απάντησα. Τον έσπρωξα και βγήκα έξω από την τράπεζα.

Άρχισα να περπατώ στους δρόμους σαν χαμένος. Έφτασα στο λιμάνι  και προχώρησα σε κάτι βράχια, εκεί που έλεγαν ότι στεκόταν τα παλιά χρόνια, ο φάρος της Αλεξάνδρειας. Έμεινα να κοιτάζω την θάλασσα, έτσι που μούγκριζε αγριεμένη και μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Να πέσω στη θάλασσα να σκοτωθώ. Δεν έβλεπα άλλη λύση. Ντρεπόμουν τόσο για την κατάντια μου!

Ξαφνικά, και προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα το Μαχμούτ να με πλησιάζει. Δεν ξέρω πώς με πρόλαβε πριν πηδήξω από τα βράχια. Η παρουσία του αύξησε το αίσθημα ντροπής και αηδίας του εαυτού μου. Με πήρε από το χέρι και με έβαλε να καθίσω. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου ασταμάτητα. Ο Μαχμούτ ήταν σιωπηλός. Δεν ήταν άλλωστε και άτομο που μιλούσε πολύ. Πέρασε λίγη ώρα και μετά μου έσφιξε το χέρι λέγοντας:

-Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Η μητέρα σου τα ξέρει όλα. Θα στείλει χρήματα στη τράπεζα για να σταματήσει την αγωγή εναντίον σου. Ήδη έχει ειδοποιήσει τον διευθυντή με τηλεγράφημα. Φυσικά τα χρήματα που θα στείλει δεν αρκούν αλλά θα είναι μια αρχή. Και ύστερα εσύ θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Τέρμα ο Χακίμ. Εγώ θα σε βοηθήσω, όπως μπορέσω.

Ένα άλλο κύμα ντροπής με κατέκλυσε. Η μητέρα μου τα ξέρει όλα!

-Ποιος ενημέρωσε τη μητέρα μου; Ρώτησα. Εσύ; Γιατί;

-Γιατί όταν έφυγε μου ζήτησε να σε προσέχω. Ήξερε πως μας έδιωξες. Ήξερε και για τον Χακίμ. Όμως με βαριά καρδιά ήθελε να το τραβήξει ως το τέλος. Διαφορετικά εσύ δεν θα μπορούσες να μάθεις.

Φεύγοντας εκείνη τη μέρα από το λιμάνι, δεν μπορώ να πω πως ένοιωθα καλύτερα. Ήμουν ένα ράκος. Όμως είχα αποφασίσει να προσπαθήσω. Θυμήθηκα το μυθικό πουλί, τον  φοίνικα, που αναγεννάται από τις στάχτες του. Ίσως να μπορούσα και εγώ να το κάνω.

Ο Χακίμ είχε αποδειχθεί ο χειρότερος φίλος που θα μπορούσε να έχει ο άνθρωπος. Συνειδητά είχε καταστρέψει την επιχείρηση. Αγόραζε φθηνά και χρέωνε την επιχείρηση ακριβά. Χάσαμε τους καλούς παραγωγούς και συγχρόνως χάσαμε και τους καλούς πελάτες. Την διαφορά την επωφελείτο ο ίδιος. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχε τσεπώσει δεκάδες χιλιάδες αγγλικές λίρες. Και εγώ δεν είχα δεκάρα. Μόνο χρέη.

Το πατρικό μου σπίτι το νοίκιασα και τα χρήματα πήγαιναν στη τράπεζα, για το χρέος. Κοιμόμουν στα γραφεία της επιχείρησης. Ο Μαχμούτ μου είχε βρει κάποιους νέους παραγωγούς και αγόραζα από αυτούς μικρές ποσότητες βαμβακιού, που πουλούσα σε μικρά εργοστάσια του εξωτερικού. Η μεγάλη πελατεία του πατέρα μου είχε χαθεί. Δούλευα ατελείωτες ώρες. Ήμουν ο διευθυντής, η γραμματέας, ο λογιστής, ακόμα και ο εργάτης. Δεν είχα να πληρώσω κανένα. Ο Μαχμούτ με βοηθούσε αρχικά μόνο συμβουλευτικά, αλλά μετά κανένα χρόνο, όταν μπορούσα να του παρέχω μισθό,  ήρθε να δουλέψει για μένα.  

Με συμβούλεψε από την αρχή να πάω να καταγγείλω τον Χακίμ στην αστυνομία.

-Και τι θα ωφελήσει αυτό; Τον ρώτησα. Κανείς δεν θα του κάνει τίποτε.

-Συμφωνώ μαζί σου, μου είπε. Όμως με τις διασυνδέσεις που έχει, θα το μάθει και θα φοβηθεί. Είναι πολύ θρασύδειλος ο Χακίμ. Θα φύγει από την Αλεξάνδρεια, πριν κάνει άλλη ζημιά.

Έτσι και έγινε. Ο Χακίμ εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω αν έφυγε από την Αλεξάνδρεια, σίγουρα όμως έφυγε από τη ζωή μου.

Τα χρόνια που ακολούθησαν εγώ εργαζόμουν πολύ σκληρά. Μέρα – νύκτα. Είχα ξεχάσει και τα γλέντια και τις γυναίκες, τα πάντα. Μόνο δουλειά, δουλειά, δουλειά. Όσο και αν σου φανεί παράξενο, θα ήθελα εδώ να σου εκμυστηρευθώ κάτι. Αυτή η περίοδος της ζωή μου, η φτωχική, η μοναχική, η χωρίς διασκεδάσεις, υπήρξε η πιο γόνιμη αν όχι η πιο γεμάτη απ’ όλα τα χρόνια που έζησα. Κάτω από εκείνες τις συνθήκες εγώ έπρεπε να δημιουργήσω. Και όταν ο άνθρωπος ανακαλύψει μέσα του εκείνη τη δύναμη της δημιουργίας, είναι σαν να γνωρίζει το Θεό. Είναι κάτι που σε αρπάζει και σε συντροβολεί στα ουράνια. Και όσο πιο μεγάλη η στέρηση, τόσο πιο μεγάλη η δύναμη. Και αυτό το χρωστώ στη μητέρα μου και στην δική της διάκριση να ξεχωρίσει ότι αυτό θα ήταν το φάρμακό μου. Ξέρω πόσο πολύ θα την πόνεσε αυτή η επιλογή της!

Η μητέρα μου με παρακαλούσε στα γράμματά της να πάω να τη δω, μα δεν μπορούσα να φύγω. Το ανέβαλα συνεχώς. Στην αρχή με κάποιες νύξεις, αλλά σιγά – σιγά ευθέως, άρχισε να μου μιλά για κάποιο μυστικό που ήθελα να μου αποκαλύψει πριν πεθάνει. Δεν ξέρω τι μυστικό θα μπορούσε να έχει η μητέρα μου, αλλά για μένα ήταν αδύνατο να φύγω. Στα τελευταία της γράμματα με ενημέρωνε ότι είχε γράψει για αυτό το μυστικό και είχε φυλάξει τα γραπτά της σε τόπο ασφαλή, μόνο για μένα. Δυστυχώς, γιε μου, δεν βρήκα ποτέ αυτά τα γραπτά.

Εκείνη την ώρα ξύπνησε ο Αλέξης και σηκώθηκε.

-Καλημέρα. Τι κάνεις; Ρώτησε τη Ζήνα. Βλέπω διαβάζεις ακόμα το γράμμα του παππού σου! Μπράβο μεγάλη πρόοδο έχεις κάνει.

-Καλημέρα Αλέξη. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ενδιαφέρουσα έχει γίνει αυτή η ιστορία! Μοιάζει με μυθιστόρημα. Ο φίλος του παππού, ο Χακίμ, τον κατάστρεψε οικονομικά και μετά από το σοκ, αυτός κατάφερε να ορθοποδήσει. Η γιαγιά η Ζηνοβία είχε ένα μυστικό που ήθελε να αποκαλύψει στο γιο της, μα αυτός δεν το έμαθε ποτέ. Πολύ ενδιαφέρον σου λέω!

-Ξέρεις, δεν νομίζω ο άνθρωπος να μπορεί να γράψει σε μυθιστόρημα, κάτι που δεν μπορεί να γίνει στη ζωή. Μήπως δεν είναι η ζωή η έμπνευση του κάθε συγγραφέα; Έτσι και με την ιστορία της οικογένειάς σου. Αν δεν εύρισκες αυτά τα γράμματα και όλα τα γεγονότα συγκεντρωμένα σε μερικές σελίδες, δεν θα ήξερες ποτέ πώς μπλέχτηκαν τα υφάδια της ζωής και δημιούργησαν το ύφασμα της πραγματικότητας. Είναι η συμπύκνωση που τα κάνει τόσο ενδιαφέροντα. Έπειτα τώρα που τα διαβάζεις ο πόνος είναι πολύ περιορισμένος. Τότε που τα ζούσαν οι άνθρωποι, ο πόνος ήταν αβάστακτος.

-Τι ωραία που τα λες, Αλέξη! Με εντυπωσιάζεις, κάποτε, σε πόσο βάθος βλέπεις τα γεγονότα. Έλα να προγευματίσουμε τώρα και αργότερα αξίζει τον κόπο να το διαβάσεις και συ.

Άρχισαν να ετοιμάζουν μαζί το πρόγευμα, φρυγανιές, τυρί, φρούτα, μαρμελάδα και  καφέ. Ο Αλέξης σιγομουρμούριζε ένα ελληνικό τραγουδάκι και η Ζήνα ακολουθούσε λικνίζοντας το σώμα της ρυθμικά. Ένοιωθαν και οι δυο ευτυχισμένοι, ιδιαίτερα κάτω από αυτές τις συνθήκες του εγκλεισμού, που σε πολλούς ανθρώπους έφερναν άγχος και ανασφάλεια.

Μέσα σε αυτή την ευχάριστη ατμόσφαιρα, η Ζήνα άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο στο κινητό της, ειδοποιώντας της, ότι  είχε έρθει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. Το πήρε στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει.

-Είναι από το δικηγορικό γραφείο στη Κύπρο, είπε στον Αλέξη. Το στέλνει στο δικηγόρο μου και το κοινοποιεί και σε μένα. Λέει ότι το κτήμα στη Πάφο βρίσκεται σε τουριστική περιοχή και έχει μεγάλη αξία. Αναφέρεται σε €3.000.000 μέχρι €5.000.000! Προτείνει μάλιστα ότι κάτω από τις σημερινές συνθήκες, που είναι πολύ δύσκολο για κάποιο να ταξιδέψει, να εξουσιοδοτήσουμε το γραφείο με πληρεξούσιο για να αναλάβουν αυτοί την πώληση και να μου καταθέσουν τα χρήματα.

-Θα ήθελες κάτι τέτοιο; Ρώτησε ο Αλέξης.

-Όχι, σίγουρα θέλω να πάω στη Κύπρο, να γνωρίσω τον τόπο και να δω με τα μάτια μου το σπίτι της γιαγιάς Ζηνοβίας. Περίμενε τόσα χρόνια, ας περιμένει ακόμα λίγο. Όταν κυκλοφορήσουν τα εμβόλια θα μπορούσαν να εμβολιασθώ και να ταξιδέψω. Θα απαντήσω αρνητικά.

-Περίμενε να πάει η ξαδέλφη μου η Ελένη να το δει και να μας στείλει φωτογραφίες. Αξίζει να ακούσουμε και τη δική της εκτίμηση. Όσο μεγάλο και αν μας φαίνεται το ποσό που εισηγούνται, μπορεί να είναι υποτιμημένο.

-Έχεις δίκαιο. Σίγουρα θα απαντήσω αρνητικά. Η απόφασή μου, να πάω η ίδια στη Κύπρο, είναι αμετάκλητη.

Τελείωσαν το πρόγευμά τους και η Ζήνα έδωσε στον Αλέξη να διαβάσει το κείμενο μέχρι το σημείο που είχε διαβάσει η ίδια.

-Με εντυπωσιάζει η κίνηση της γιαγιάς σου να αφήσει το γιο της να καταρρεύσει εντελώς και μετά να επέμβει, ενώ του είχε τόση αδυναμία. Σκληρό καρύδι η γιαγιά σου! Τι δύναμη!

-Ναι, ήταν πολύ επικίνδυνο. Αν δεν τον προλάβαινε ο Μαχμούτ θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί.

-Λες ο Μαχμούτ να τον ακολουθούσε;

-Σίγουρα. Εφόσον ήταν συνεννοημένος με τη γιαγιά Ζηνοβία και γνώριζε τις προθέσεις του τραπεζίτη, θα ήξερε τους κινδύνους μιας τόσο απελπισμένης στιγμής. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο πατέρας μου ήταν τόσο επίμονος να πουλήσουμε την επιχείρησή του στους καλούς συνεργάτες του, έστω και στη ζημιά μας! Κουβαλούσε μέσα του την ευγνωμοσύνη του παππού Ευάγγελου προς τον Μαχμούτ. Και είμαι βέβαιη ότι και ο παππούς Ευάγγελος, αντάμειψε τον πιστό Μαχμούτ με κάποιο τρόπο.

-Αυτή η ιστορία μου θυμίζει πόσο σπάνια, αλλά και πόσο πολύτιμη είναι μια πραγματική φιλία. Συνήθως αποκαλούμε φίλους, αυτούς με τους οποίους μοιραζόμαστε κάποιες στιγμές, κάποιες χαρές και κυρίως ώρες διασκέδασης. Φίλοι είναι όμως μόνο εκείνοι, που όταν έρθει η ώρα της ανάγκης, βάζουν το προσωπικό τους συμφέρον σε δεύτερη μοίρα και προσφέρουν. Πράγμα σπάνιο, πάρα πολύ σπάνιο!

Μετά από αυτή τη ανάλυση των γεγονότων η Ζήνα κάθισε στον υπολογιστή της και έγραψε στην Ελένη:

Αγαπητή Ελένη,

Το δικηγορικό γραφείο που ανέλαβε την υπόθεση της μεταβίβασης της περιουσίας μου στη Πάφο με ενημέρωσε ότι η αξία του κτήματος ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των €3.000.000 μέχρι €5.000.000! Θα ήθελα και τη δική σου άποψη πάνω σε αυτό. Μου προτείνουν να το πουλήσω αλλά εγώ δεν έχω τέτοια πρόθεση. Το κρυφό μου όνειρο είναι να ξανακτίσω το σπίτι της γιαγιάς Ζηνοβίας και ένα μέρος από τη ζωή μου να το περνώ εκεί. Δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό. Σου αναθέτω, σαν αρχιτέκτονας, να εξετάσεις το ενδεχόμενο και να μου πεις την άποψή σου. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ίχνη της κατοικίας που στεκόταν κάποτε εκεί, αλλά αν υπάρχουν, σε παρακαλώ να τα καταγράψεις. Έστω και αν είναι ερείπια, δεν παύει να είναι το σπίτι της γιαγιάς μου.

Σε ευχαριστώ.

Με φιλικούς χαιρετισμούς

Ζήνα

Το ξαναδιάβασε ακόμα μια φορά και πάτησε το SEND. Το μήνυμα έφυγε. Δεν υπήρχε πια επιστροφή. Είχε καταγράψει τους ενδόμυχους πόθους της.

 

 

Φωτογραφία

 

 

 

4 responses to “Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 11)”

  1. andreas markides says:

    You surprised me with Hakim. I thought that he was going to turn out to be GOOD!

    • Maria Atalanti says:

      Αντρέα μου, δυστυχώς οι κακοί χαρακτήρες σπάνια αλλάζουν. Για αυτό θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Αληθινούς φίλους είμαστε τυχεροί αν συναντήσουμε στη ζωή μας. Και αν τους συναντήσουμε, είναι πολύτιμοι.

  2. Georgia Gouti says:

    Συνεχίζεις δυναμικά και η φαντασία μου οργιάζει. Ο “φίλος” έτοιμος να δώσει την τελευταία μαχαιριά. Το έχουμε ζήσει όλοι μας κάποια στιγμή στη ζωή μας.

    • Maria Atalanti says:

      Σίγουρα. Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο. Η ζωή επαναλαμβάνει τον εαυτό της.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *