Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 10)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 07/08/2022

Back to Blog

 

Το κείμενο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κανένας από τους χαρακτήρες που περιγράφονται δεν είναι πραγματικός. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, η Πηνελόπη Δέλτα και ο Ίων Δραγούμης είναι υπαρκτά, ιστορικά πρόσωπα. Η διασύνδεσή τους με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος  είναι φανταστική.

Αλεξάνδρεια – Κύπρος 1913 – 1916

Η Ζηνοβία περνούσε τις μέρες της στην επιχείρηση και τα βράδια στο σπίτι της. Δεν υπήρχαν εκπλήξεις στην καθημερινότητα της. Υπήρχαν μόνο ανησυχίες για την επιπολαιότητα με την οποία ο Ευάγγελος αντιμετώπιζε την επιχείρησή τους. Δεν ήταν ότι δεν προσπαθούσε να μάθει. Προσπαθούσε. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή δεν ήταν η προτεραιότητα της ζωής του. Και αυτό γέμιζε με ανασφάλεια τη Ζηνοβία.

Πίστευε ότι ο γάμος θα τον βοηθούσε να συμμαζευτεί, αλλά ο Ευάγγελος δεν είχε τέτοιες προθέσεις.

-Είμαι καλά όπως είμαι, της έλεγε. Είμαι πολύ νέος ακόμα. Γιατί να δεσμευτώ; Εξάλλου δεν αγαπώ καμιά κοπέλα. Όταν αγαπήσω θα παντρευτώ.

Η Ζηνοβία φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει εύκολα. Δεν κοίταζε τις κοπέλες σε βάθος. Τις έβλεπε σαν τρόπαια. Και δυστυχώς μάτωνε πολλές καρδιές με την επιπολαιότητά του. Ανάμεσα στα κορίτσια που τον έβλεπαν ερωτικά ήταν και μία, που η Ζηνοβία συμπαθούσε ιδιαιτέρως. Την έλεγαν Αντιγόνη. Ήταν μικρούλα και ορφανή από πατέρα. Δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα όμορφη, ούτε ιδιαίτερα πλούσια. Θύμιζε στην Ζηνοβία την ίδια στο χωριό της. Η Αντιγόνη φυσικά, ήταν πολύ πιο μορφωμένη και καλλιεργημένη από την εκείνη τότε. Είχε μια αγνότητα και μια ποιότητα που η Ζηνοβία ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να κάνει το γιο της ευτυχισμένο. Όμως δεν μπορούσε να πείσει τον Ευάγγελο. Έτσι περίμενε…

Το 1913 επέστρεψε και η φίλη της η Πηνελόπη Δέλτα στην Αλεξάνδρεια. Ήταν ανακούφιση για την Ζηνοβία να μοιράζεται τις σκέψεις της μαζί της. Από τότε που έχασε τον Δημήτριο, δεν είχε κανένα με τον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει από καρδιάς.  Φυσικά της ανέφερε τις ανησυχίες της για τον Ευάγγελο. Δεν την παραξένεψε καθόλου η αντίδραση της Πηνελόπης. Ήξερε ότι αυτό ήταν το σωστό.

-Όσο καιρό είσαι εδώ και σηκώνεις τα βάρη της ζωής του, ο Ευάγγελος δεν θα ωριμάσει της είχε πει.

Και είχε απόλυτο δίκαιο. Η Ζηνοβία το καταλάβαινε. Όμως δεν έπαιρνε την απόφαση να απομακρυνθεί. Προσπαθούσε να του δημιουργήσει τις συνθήκες που δεν θα του άφηναν περιθώρια να αποτύχει και μετά να φύγει.

Ο Δημήτριος, από την αρχή που ανέλαβε μόνος του την επιχείρηση, είχε ακολουθήσει μία αλάνθαστη πολιτική, που τους καθιστούσε την πιο αξιόπιστη επιχείρηση εξαγωγής βαμβακιού στην Αλεξάνδρεια. Και η Ζηνοβία πορευόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Αντίθετα με τους άλλους εμπόρους βαμβακιού, που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τους Αιγύπτιους καλλιεργητές και προμηθευτές, η δική τους επιχείρηση είχε ως αρχή να είναι δίκαια απέναντί τους και να τους αμείβει ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι καλλιεργητές να τους προτιμούν και έτσι είχαν πάντοτε το καλύτερο βαμβάκι για εξαγωγή. Με τον ίδιο τρόπο, είχαν ως μόνιμους  πελάτες τα καλύτερα εργοστάσια στην Αγγλία και την Γαλλία. Αυτός ήταν ένα βασικός λόγος που η επιχείρηση ήταν σταθερά μια από τις πιο προσοδοφόρες στην Αλεξάνδρεια.

Για να πετυχαίνουν αυτό το στόχο είχαν στη δούλεψή τους Αιγυπτίους που ήξεραν καλά τη γλώσσα και μπορούσαν να διαπραγματεύονται με τους καλλιεργητές. Επιπρόσθετα ήταν σε θέση να εντοπίσουν τυχόν πονηρούς ντόπιους που ήθελαν να τους γελάσουν και να τους πουλήσουν σκάρτο προϊόν.

Με τη σειρά τους άμειβαν τους Αιγυπτίους υπαλλήλους τους πλουσιοπάροχα και τους είχαν σαν μέλη της οικογένειάς τους. Αυτή η σχέση και η εμπιστοσύνη δημιουργούσε συνθήκες αφοσίωσης εκ μέρους των υπαλλήλων αυτών, που βασικά προέρχονταν από  την ίδια οικογένεια. Αρχικά ο Δημήτριος είχε συνεργαστεί με τον πατέρα και στη συνέχεια με τους δυο γιούς του, τον Μαχμούτ και τον Αχμέτ.

Η Ζηνοβία, μετά τον θάνατο του Δημητρίου, βασιζόταν πολύ σε αυτούς τους δύο Αιγυπτίους, ιδιαίτερα στον Μαχμούτ, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος και σοβαρός. Τον είχε σαν το δεξί της χέρι. Η ίδια ήξερε πολύ λίγα αραβικά και ήταν δύσκολο να διαπραγματεύεται με τους καλλιεργητές. Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα καθιστούσε την όλη κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη γιατί αυτοί οι αγρότες δεν μπορούσαν να διανοηθούν πώς μία γυναίκα, μπορούσε να έχει τέτοιες ικανότητες και τέτοιες εξουσίες.

Προσπαθούσε λοιπόν να δημιουργήσει συνθήκες εμπιστοσύνης μεταξύ του Ευάγγελου και του Μαχμούτ, γιατί πίστευε ότι έτσι ο γιος της θα είχε κάποιο σοβαρό στήριγμα, όταν αυτή θα έφευγε. Ο Ευάγγελος δεχόταν αυτή τη σχέση με ευχαρίστηση γιατί δεν του πολυάρεσε να διαπραγματεύεται ο ίδιος με τους αγρότες. Έτσι πρόθυμα αναγνώριζε την υπεροχή του Μαχμούτ σε αυτό το τομέα. Οι δυο τους φαίνεται ότι τα πήγαιναν αρκετά καλά. Αυτό έδινε ένα αίσθημα ανακούφισης στη Ζηνοβία.

Εκεί που προσπαθούσε να εκπαιδεύσει το γιο της, ήταν στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους αγοραστές των προϊόντων τους. Ο Ευάγγελος ήταν μορφωμένος, μιλούσε αγγλικά και γαλλικά, έτσι εύκολα μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Από την άλλη είχε το χάρισμα να είναι ευχάριστος και πάρα πολύ πρόθυμος να τους ξεναγεί στη νυχτερινή Αλεξάνδρεια, ξοδεύοντας, δυστυχώς, ένα σωρό χρήματα για να τους διασκεδάζει. Εδώ ήταν που πάσχιζε η Ζηνοβία να του εμπνεύσει κάποιο μέτρο, αλλά μάταια. Ο Ευάγγελός της δεν είχε αίσθηση του μέτρου και δεν είχε ούτε πρόθεση να τη μάθει.

Με την Πηνελόπη στην Αλεξάνδρεια, η Ζηνοβία είχε την κατάλληλη παρέα για να μοιράζεται τις ανησυχίες της και αυτό τη βοηθούσε πολύ. Φυσικά δεν ξεχνούσε την παραίνεση της φίλης της να απομακρυνθεί από την επιχείρηση, αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμη.

Από την πλευρά της η Πηνελόπη, την ενημέρωσε για την αλληλογραφία που είχε ξεκινήσει με διάφορες προσωπικότητες της εποχής, όπως  Γάλλο βυζαντινολόγο Gustave-Leon Schlumberger (Γκυστάβ Σλυμπερζέ), ώστε να πληροφορείται για τις σωστές ιστορικές λεπτομέρειες για τα βιβλία που ετοίμαζε. Η συγγραφή ήταν η πιο σημαντική της απασχόληση, μαζί με την  ανατροφή των παιδιών της. Ετοίμαζε μάλιστα και ένα βιβλίο για αυτό το θέμα με τίτλο: «Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας».

Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς της για τον Ίωνα Δραγούμη δεν είχε καταλαγιάσει, αλλά αυτός πλέον ήταν ζευγάρι με τη ηθοποιό του θεάτρου, Μαρίκα Κοτοπούλη και δεν υπήρχε καμία προοπτική να επιστρέψει στην ίδια. Έμενε μέσα της σαν ένα θλιβερό αγκάθι που κάποτε την πονούσε και κάποτε άνθιζε σαν μυρωδάτο ρόδο. Ήταν αυτό που είχε δώσει ένα άρωμα στη ζωή της και την άφησε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στον κόσμο, πέρα από το κατεστημένο που γνώριζε.

Όμως, αν και η Ζηνοβία δίσταζε να πάρει τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρει, η μοίρα δεν ξέρει να κάνει χατίρια και παρακάμψεις στην ροή των γεγονότων. Το 1913 έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον θείο της Ονούφριο που την καλούσε να επιστρέψει στη Κύπρο, γιατί η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. Την ίδια στιγμή η Πηνελόπη φεύγει οικογενειακώς από την Αλεξάνδρεια για την Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Ο πατέρας της, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος Αθηνών.

Χωρίς πολλές προετοιμασίες, η Ζηνοβία αναγκάζεται να φύγει για την Κύπρο. Ανεβαίνοντας στο καράβι, έκλαιγε ασταμάτητα. Κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο για την ίδια. Ίσως να  έκλαιγε για τον Δημήτριο που έφυγε για πάντα, ίσως να  έκλαιγε για την ανασφάλεια που ένοιωθε για τον γιο της, ίσως να έκλαιγε γιατί η ζωή της σε αυτή τη λαμπρή πόλη, τελείωνε.

Θυμήθηκε, όταν 26 χρόνια πριν, είχε μπει και τότε σε ένα καράβι για να έρθει για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια. Έκλαιγε και τότε. Από φόβο, από άγνοια, από ένα σκοτεινό άγνωστο που την περιέβαλε. Τώρα έκλαιγε για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Έκλαιγε γιατί άφηνε πίσω της ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της, ίσως το πιο δημιουργικό, και τον γιο της, που φοβόταν ότι δεν ήταν έτοιμος για αυτό τον αποχωρισμό.

Πριν φύγει, συνάντησε για τελευταία φορά τον Μαχμούτ και τον παρακάλεσε να φροντίζει τον Ευάγγελο. Του έδωσε την διεύθυνσή της και του ζήτησε, αν ποτέ τα πράγματα γίνουν πάρα πολύ άσχημα, να την ειδοποιήσει. Έπρεπε πάντως, να δώσουν χώρο και χρόνο στον Ευάγγελο να προσπαθήσει μόνος του.

Τους πρώτους μήνες στη Κύπρο, τους πέρασε στο προσκέφαλο της μητέρας της, Ελένης. Η κατάσταση της μητέρας της δεν της επέτρεπε να σκέφτεται και πολλά άλλα πράγματα. Προσπαθούσε συνεχώς να την ανακουφίσει, να την φροντίσει, να της δώσει την στοργή που είχε στερηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής της.

Τον Δεκέμβριο του 1913 η μητέρα της έφυγε ευτυχισμένη. Όσο και αν υπέφερε σε όλη της τη ζωή, η αγάπη και η φροντίδα της κόρης της σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, την γέμιζε ευγνωμοσύνη και δικαίωση.

Η κηδεία έγινε στο χωριό της, τον Στατό. Η εκκλησία αυτού του μικρού χωριού είναι αφιερωμένη στους αγίους Ζηνόβιο και Ζηνοβία. Αυτό από μόνο του συγκινούσε τη Ζηνοβία και την έκανε να αισθάνεται τόσο οικεία στο περιβάλλον αυτό. Η μητέρα της, Ελένη, τάφηκε στο κοιμητήριο του χωριού, δίπλα από τον πατέρα της, Γιάννη.

Μετά την κηδεία, η Ζηνοβία έμεινε μερικές μέρες στο χωριό, πριν επιστρέψει στο σπίτι της στο Κτήμα. Εκεί διαπίστωσε για ακόμα μια φορά την φτώχια και την μιζέρια των κατοίκων. Σχεδόν όλοι ήταν χρεωμένοι στους τοκογλύφους και συχνά, όταν δεν είχαν να πληρώσουν, έχαναν τα λιγοστά κτήματα που είχαν. Κορίτσια μικρά, από τα δέκα τους, πήγαιναν σε σπίτια στις πόλεις για να γίνουν υπηρέτριες, απλά για να έχουν ένα πιάτο φαΐ. Η μοίρα τους σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν στα χέρια των αφεντικών τους, με όλους τους κινδύνους που εμπεριείχε αυτό.

Η καρδιά της Ζηνοβίας μάτωσε όταν διαπίστωσε αυτή τη μιζέρια. Για πρώτη φορά κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει οικονομικά όλες αυτές τις κοπέλες, απλά  με τα χρήματα που της άφησε ο Δημήτριος. Ούτε με άλλα τόσα δεν θα μπορούσε. Το πρόβλημα ήταν καθολικό και τεράστιο. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο.

Τις μέρες που  βρισκόταν στο χωριό της, άρχισε να επισκέπτεται τους τόπους που μεγάλωσε, την Πάνω βρύση, την Κάτω βρύση, το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσορρογιάτισσας, λίγο έξω από το χωριό και την Ευρυδίκη, τη μοναδική συγγένισσα που είχε απομείνει εκεί.

Η Ευρυδίκη ήταν μία δεύτερη ξαδέλφη της με την οποία μεγάλωσαν μαζί. Είχαν περίπου την ίδια ηλικία και όταν ήταν μικρές, έβοσκαν μαζί τις κατσίκες τους στα βουνά που περιβάλλανε το χωριό τους. Η Ευρυδίκη ήταν η καλύτερη της φίλη και οι δυο τους μοιράζονταν τα παιδικά μυστικά τους.

Τώρα πια έμοιαζε να έχουν τουλάχιστον δέκα χρόνια διαφορά η μια με την άλλη. Η Ζηνοβία ήταν ακόμα καλοστεκούμενη στα 42 της χρόνια, με μερικά γκρίζα μαλλιά, αλλά αφράτη και όμορφη. Η ζωή της Ευρυδίκης υπήρξε πολύ πιο σκληρή. Ενώ είχαν την ίδια ηλικία, είχε σχεδόν όλα τα μαλλιά της άσπρα και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες, από την συνεχή έκθεση στον ήλιο, αφού δούλευε καθημερινά στα χωράφια. Η πλάτη της είχε καμπυλώσει από το συνεχές σκύψιμο και αυτό της προκαλούσε φρικτούς πόνους. Είχε τέσσερεις κόρες, από τις οποίες είχε παντρέψει τις τρεις και είχε εννιά εγγονάκια.

-Την Ευθυμία μου δεν την έχω παντρέψει ακόμα, έλεγε. Οι άντρες θέλουν προίκα και εγώ δεν έχω τίποτε να της δώσω. Τα πήραν όλα οι άλλες. Μαραζώνω πολύ γι’ αυτό.

-Να μην μαραζώνεις της είπε η Ζηνοβία. Αν η Ευθυμία αγαπά κανένα παιδί, πες της να τον πάρει. Θα την προικίσω εγώ. Θα της δώσω το σπίτι της μάνας μου, τις αίγες (κατσίκες) και όλα τα ζώα που ζουν στην αυλή. Όταν γυρίσω στο Κτήμα να έρθει μαζί μου να γίνει η μεταβίβαση. Τα άλλα χωράφια που έχω εδώ, ας τα καλλιεργούν οι άλλες κόρες σου. Μοίρασέ τους τα εσύ όπως νομίζεις.

Η Ευρυδίκη τα ‘χασε. Δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο. Παραλίγο να γονατίσει να φιλήσει τα πόδια της. Η Ζηνοβία την απέτρεψε με δάκρυα στα μάτια. Θυμόταν πολύ καλά τι είναι φτώχια. Και αν εκείνη υπήρξε τυχερή, αυτό είναι σπάνιο. Τα περισσότερα κορίτσια, μεγαλώνουν και πεθαίνουν στη μιζέρια τους.

Το σπίτι της μητέρας της Ζηνοβίας, όταν εκείνη έφυγε για την Αλεξάνδρεια, ήταν από τα πιο φτωχικά του χωριού. Αργότερα, με τα χρήματα που της έστελνε η κόρη της, το φρόντισε και μπορεί να ήταν μικρό μεν, αλλά από τα καλύτερα. Αποτελείτο από δύο δωμάτια, κτισμένα με τις πέτρες του βουνού, συνδεδεμένες ενδιάμεσα,  μεταξύ τους με μικρότερες πέτρες (χαλίκια, όπως τα έλεγαν) που γέμιζαν τα κενά και σταθεροποιούσαν την κατασκευή. Η οροφή (δώμα) ήταν επίπεδη, καμωμένη από κορμούς δένδρων, καλάμια και χώμα. Εκεί άπλωναν για να στεγνώσουν τους τραχανάδες τους και άλλα εδέσματα που έκαναν παστά. Από μέσα οι τοίχοι ήταν ασπρισμένοι με ασβέστη και λαμποκοπούσαν. Τα πάτωμα ήταν στρωμένο με πλάκες από κυπριακό μάρμαρο, ακόμα μια πολυτέλεια που προστέθηκε αργότερα. Το πάτωμα στα περισσότερα σπίτια του χωριού, ήταν απλό χώμα. Δίπλα είχαν κτίσει και ένα στάβλο για τις κατσίκες και το γαϊδούρι.

Η Ευθυμία τρελάθηκε από την χαρά της. Δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τη Ζηνοβία. Είχε πραγματικά ένα ενδιαφέρον για κάποιο νεαρό του χωριού, μα η μητέρα του δεν θα την δεχόταν ποτέ για νύφη, έτσι άπροικη. Τώρα πια που τα δεδομένα είχαν αλλάξει, ο δρόμος ήταν ανοικτός.

-Σκληρή η μοίρα των γυναικών, σκέφτηκε η Ζηνοβία. Δεν φτάνει που δουλεύουν μέρα – νύχτα, να μεγαλώσουν τα παιδιά και να καλλιεργούν τα χωράφια, έχουν και την υποχρέωση να παρέχουν και το σπίτι της οικογένειας. Πρέπει κάτι να σκεφτώ, πώς θα μπορούσα να βοηθήσω! Πώς θα μπορούσαν να προσθέσω έστω και ένα χαλικάκι στη πρόοδο αυτού του τόπου.

Μέχρι την άνοιξη  μεταβίβασε το σπίτι στο χωριό στην Ευθυμία και πάντρεψε η ίδια το νέο ζευγάρι. Η εκτίμηση που έλαβε από τους νεόνυμφους αλλά και όλη την οικογένεια της φίλης της Ευρυδίκης, ήταν απίστευτη. Ποτέ στη ζωή της δεν ένοιωσε πιο σημαντική. Όμως ήξερε ότι αυτό ήταν απλά η αρχή. Είχε ακόμα πολλά να προσφέρει στο τόπο της.

Πριν φύγει από το χωριό για να γυρίσει στο σπίτι της στο Κτήμα, βγήκαν για ένα τελευταίο περίπατο με την Ευρυδίκη στους τόπους που έβοσκαν μαζί τις κατσίκες, στα παιδικά τους χρόνια. Σε μια στιγμή η Ευρυδίκη της είπε:

-Πρέπει κάτι να σου πω από τα παλιά. Νομίζω πρέπει να το μάθεις.

Η Ζηνοβία την κοίταξε περίεργη. Τι θα μπορούσε άραγε να της πει;

Η Ευρυδίκη άρχισε να μιλά. Όση ώρα την άκουε η Ζηνοβία,  δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Στο τέλος έπεσε στην αγκαλιά της Ευρυδίκης, κλαίγοντας με αναφιλητά.

Βράδιασε μέχρι να γυρίσουν οι δύο φίλες στο χωριό. Η Ζηνοβία είχε συγκροτήσει τον εαυτό της και έτσι κανείς δεν κατάλαβε τίποτε. Την άλλη μέρα την συνόδεψε ο άντρας της Ευρυδίκης μέχρι το Κτήμα. Το ταξίδι γινόταν με άλογα ή γαϊδούρια. Ούτε δρόμοι υπήρχαν, ούτε αυτοκίνητα.

Όταν έφτασε στο σπίτι της, η Ζηνοβία ήταν εξαντλημένη σωματικά και ψυχικά. Στο νου της ήταν συνεχώς ο Δημήτριος. Είχε μια βαθιά επιθυμία να τον έχει δίπλα της, να του μιλήσει. Όταν έφυγε ο άντρας της Ευρυδίκης, κάθισε μόνη της και άρχισε να σκέφτεται.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να σηκωθεί για να πάει για ύπνο. Το πρωί που ξύπνησε, στάθηκε στο αγαπημένο της παράθυρο, που έβλεπε προς τη θάλασσα. Είδε το βαθύ γαλάζιο να λαμπυρίζει στον ορίζοντα, καθώς οι ακτίνες του ήλιου παιχνίδιζαν στην επιφάνεια του νερού. Σκέφτηκε τη φίλη της, Πηνελόπη, και είπε μεγαλόφωνα:

-Θα κάμω αυτό που κάνει η Πηνελόπη για να εξορκίσει τον πόνο της. Θα γράψω!

 

Πηνελόπη Δέλτα

Φωτογραφία: Το χωριό Στατός όπως είναι σήμερα που έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του

11 responses to “Το μυστικό της Ζηνοβίας (Κεφάλαιο 10)”

  1. Μόνικα Ανδρέου says:

    Πάντως η ζωή της Ζηνοβίας της γιαγιάς μου φαίνεται πολύ πιο ουσιαστική από τη ζωή της Ζηνοβίας της νεότερης, παρόλη τη λαμπρότητα της σύγχρονης κοινωνίας και την ανεξαρτησία και δυναμικότητα της ίδιας! Θα περιμένω όμως να δω τι θα γίνει πιο κάτω!

    • Maria Atalanti says:

      Η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι η Ζηνοβία γιαγιά. Ο ρόλος της Ζήνας είναι να ανακαλύψει και να φέρει στο φως τη ζωή της γιαγιάς, δίνοντας ταυτότητα συγχρόνως και στη δική της ζωή.

  2. Μόνικα Ανδρέου says:

    Α! Πολύ ωραία!

  3. Maria Klerides says:

    Μαρία μου έχεις καταπληκτική πέννα. Κρατάς αμείωτο το ενδιαφέρον. Πιστεύω πως μπορείς να εκδόσεις μυθιστορηματα και να γίνουν best seller.

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ πάρα πολύ! Ένα τέτοιο σχόλιο από εσένα ειδικά, αξίζει πολλά για μένα. Όσον αφορά την έκδοση των μυθιστορημάτων μου, χρειάζεται εκ μέρους μου να πάρω το θάρρος και να το αποφασίσω.

  4. andreas markides says:

    Hmm……Very intriguing! I wonder what follows.
    Keep them coming, Maria!

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ Ανδρέα μου. Μην νομίζεις, ενδιαφέρομαι και εγώ όσο εσείς για την συνέχεια της ιστορίας. Την παρακολουθώ και εγώ να εξελίσσεται.

  5. Μάρω Στυλιανού says:

    Μαρία μου, ό,τι είχα να γράψω το υπερκάλυψε η αγαπητή Μάρω Κληρίδη. Ως προς την έκδοση των μυθιστορημάτων σου, το θάρρος το έχεις, απλώς θα πρέπει να το ενεργοποιήσεις!

  6. Georgia Gouti says:

    Όσο συνεχίζεις οι εξελίξεις γίνονται πιο δυνατές. Οι γυναίκες πάντα ήταν το μυαλό στην οικογένεια και στις λύσεις των προβλημάτων αλλά δεν τους το αναγνώριζαν. Δεν υποτιμώ την ανδρική συνεισφορά απλά επισημαίνω την διάκριση που γίνεται.

    • Maria Atalanti says:

      Πόσο μάλλον εκείνη την εποχή Γεωργία μου! Η γυναίκα έπρεπε να παλέψει για να ακουστεί. Όμως μια δυνατή γυναίκα μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *