
Το λαχείο
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 21/03/2021
Back to BlogΑφιερωμένο στη μητέρα μου Βασιλεία και τη θεία μου Ελένη
Θα ήμουν γύρω στα 13 -14. Ήταν καλοκαίρι, ένα από τα ζεστά καλοκαίρια της Κύπρου μας. Η ζωή των ανθρώπων τότε ήταν διαφορετική και οι καθημερινές δραστηριότητες είχαν άλλη βαρύτητα. Το πρόγραμμα του σπιτιού μας καθόριζε ότι η κάθε Πέμπτη θα ήταν αφιερωμένη στο πλύσιμο των λερωμένων ρούχων, ολόκληρης της εβδομάδας. Τι σήμαινε αυτό; Ήταν μία σοβαρή διαδικασία που θα προσπαθήσω να σας περιγράψω, όπως τουλάχιστον τη θυμάμαι.
Αρχικά θα πρέπει να σημειώσω ότι δεν είχαμε πλυντήριο. Όλα γίνονταν χειρωνακτικά, με τον πατροπαράδοτο τρόπο που οι οικοκυρές της Κύπρου ακολουθούσαν για αιώνες. Η αυλή μας ήταν σκεπασμένη με κληματαριές, οι οποίες διασφάλιζαν κάποια σκιά από τις καυτές αχτίνες του ήλιου. Η μητέρα μου και η θεία μου – που έμενε τότε μαζί μας – ξεκινούσαν πολύ πρωί, ανάβοντας φωτιά στην αυλή και τοποθετώντας επάνω ένα μεγάλο καζάνι (χαρτζί στην κυπριακή διάλεκτο), μέσα στο οποίο έβαζαν νερό και τριμμένες νιφάδες πράσινου σαπουνιού, ή ακόμη το σαπούνι για τα ρούχα της εποχής, το επονομαζόμενο ΣΙΒΑ, για μαζί να βράσουν μέχρι να κοχλάσουν. Στη συνέχεια τοποθετούσαν μέσα όλα τα άσπρα ρούχα (π.χ. σεντόνια) και τα ανακάτευαν με ένα ξύλο μέχρι να καθαρίσουν. Δε χρειάζεται να σας πω πόσο πολύ καθάριζαν τα ρούχα μετά από αυτή τη διαδικασία. Απαστράπταν!
Για τα χρωματιστά ρούχα ακολουθούσαν μία άλλη μέθοδο: γέμιζαν τα παιδικά μπανάκια, που χρησιμοποιούν για το πλύσιμο των μωρών, με χλιαρό νερό και έβαζαν μαζί μόνο τα ρούχα που προσομοίαζαν τα χρώματα τους, αρχικά τα πιο ανοιχτόχρωμα, στο τέλος τα σκούρα, και τα έπλεναν στο χέρι. Όπου υπήρχαν επίμονοι λεκέδες τους έτριβαν με πράσινο σαπούνι μέχρι να καθαρίσουν. Χρησιμοποιούσαν το ίδιο νερό για να μην κάνουν σπατάλη νερού, αλλά τα ρούχα γίνονταν σαν καινούργια χωρίς να φθείρονται.
Η τελική πινελιά υψηλού επιπέδου, αφορούσε το τελευταίο ξέπλυμα των άσπρων ρούχων. Το μυστικό για να λάμπουν, ήταν το λουλάκι. Τι είναι αυτό; Ακριβώς δεν ξέρω, όμως ήταν ένα υλικό, λιλά χρώματος, που το διέλυαν στο νερό του τελευταίου ξεπλύματος και μετά έβαζαν μέσα τα ασπρόρουχα. Η τέχνη ήταν να μην βάλεις μεγάλη ποσότητα, αλλά ακριβώς την σωστή, διαφορετικά τα ρούχα θα γίνονταν μπλε. Η μητέρα μου, που ήταν τέλεια οικοκυρά, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος. Έτσι όταν απλώνονταν στο τέλος τα σεντόνια κάτω από τις κληματαριές, κυμάτιζαν κατάλευκα με μια αδιόρατη μπλε λάμψη. Η καθαριότητα σε όλο της το μεγαλείο!
Μέσα σε αυτή την ιεροτελεστία – γιατί ιεροτελεστία ήταν – ο δικός μας ρόλος, της μικρότερης αδελφής μου και εμένα , ήταν δευτερεύον έως ανύπαρκτος. Βοηθούσαμε ελάχιστα, χωρίς να ταλαιπωρηθούμε καθόλου. Σε αυτή την ηλικία που περιγράφω, είχα αναλάβει τον ρόλο της ετοιμασίας του μεσημεριανού φαγητού. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Τα καλοκαίρια λοιπόν, που δεν είχα σχολείο, μαγείρευα το μοναδικό φαγητό που ήξερα να κάνω: μελιτζάνες και κολοκύθια τηγανιτά με πατάτες και σαλάτα. Ένοιωθα περηφάνια, όταν η μητέρα και η θεία μου, εξαντλημένες από την κούραση έρχονταν να φάνε και μου έλεγαν ότι ήταν νόστιμο το φαγητό!
Το απόγευμα η ιεροτελεστία συνεχιζόταν. Αφού στέγνωναν τα ρούχα, έπρεπε να μαζευτούν και να διπλωθούν. Σε αυτό λαμβάναμε όλες μέρος. Τα σεντόνια, τα διπλώναμε δύο – δύο. Η μία έπαιρνε τη μία μεριά κατά μήκος και η άλλη την άλλη. Καθώς τα διπλώναμε, τα τραβούσαμε διαγώνια, ώστε να μη «κρεμάσουν» οι άκρες τους και να μείνουν σε απόλυτο ορθογώνιο σχήμα. Καμία σχέση με το σημερινό δίπλωμα των σεντονιών.
Άλλο ενδιαφέρον δίπλωμα, αφορούσε τις κάλτσες. Ήταν μία εργασία που δεν άρεσε ούτε σε μένα, ούτε στην αδελφή μου. Παίρναμε όλες τις κάλτσες σε μία λεκάνη και έπρεπε αρχικά να τις χωρίσουμε σε ζευγάρια (μπορεί να ήταν και περισσότερα από 25 ζευγάρια). Στη συνέχεια διπλώναμε την κάθε κάλτσα ξεχωριστά με ένα ιδιαίτερο τρόπο, ούτως ώστε, όπως έλεγε η μητέρα μου, αυτός που θα τη φορέσει να τη βάλει στη μύτη του ποδιού του και να την τραβήξει πάνω και να εφαρμόσει τέλεια. Ύστερα ξαναδιπλώναμε τις κάλτσες σε ζευγάρια και τις φυλάγαμε.
Η μητέρα μου και η θεία μου αναλάμβαναν το σιδέρωμα των ρούχων που πλύθηκαν. Τα πουκάμισα και πολλά φορέματα, τα κόλλαραν με ειδική κόλλα, για να μην έχουν καμία ζάρα. Αργά το βράδυ, όλα τελείωναν και το σπίτι ήταν γεμάτο με καθαρά, σιδερωμένα και φυλαγμένα ρούχα, μέχρι την επόμενη Πέμπτη που όλα θα άρχιζαν και πάλι ξανά. Μία από αυτές τις Πέμπτες όμως αρρώστησε η μητέρα μου. Όταν συνέβαινε αυτό η μητέρα μου δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Υπέφερε συγχρόνως με ίλιγγο και πολύ δυνατή ημικρανία. Έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για μερικές μέρες, στο σκοτάδι και με απόλυτη ησυχία.
Τι θα γινόταν λοιπόν με το πλύσιμο των ρούχων; Η θεία μου δεν ήταν δυνατό να αναλάβει μόνη της το πλύσιμο των ρούχων, μίας εβδομάδας για 5 – 6 άτομα, ! Και τότε προθυμοποιήθηκα εγώ να τη βοηθήσω!
Δε θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες από την όλη διαδικασία. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι όταν το μεσημέρι τελειώσαμε το πλύσιμο και μπήκαμε μέσα για να φάμε, νόμισα κυριολεκτικά ότι θα πεθάνω από την κούραση. Δεν υπερβάλω, δεν είχα φανταστεί μέχρι τότε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να κουραστεί τόσο πολύ! Δεν ένοιωθα το σώμα μου και ήθελα να λυγίσω και να πέσω. Ευτυχώς, η θεία ανέλαβε το σιδέρωμα και δε συνέχισα το απόγευμα.
Αυτή η εμπειρία με προβλημάτισε πολύ. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς η μητέρα μου ζούσε αυτή την κούραση κάθε εβδομάδα. Άρχισα να σκέπτομαι λοιπόν πώς θα μπορούσα να βοηθήσω. Ήξερα ότι στα σύγχρονα σπίτια υπήρχαν πλυντήρια, που έκαναν το πλύσιμο των ρούχων παιχνιδάκι. Εμείς όμως δεν είχαμε πλυντήριο. Κυρίως γιατί δεν είχαμε την οικονομική ευχέρεια να το αποκτήσουμε, αλλά επίσης γιατί η μητέρα μου θεωρούσε ότι το πλυντήριο δεν καθάριζε τα ρούχα, όπως το πλύσιμο στο χέρι. Σε αυτό δεν είχε άδικο. Ποτέ δεν έχω δει τόσο καθαρά σεντόνια σαν εκείνα που κυμάτιζαν, κάτω από τις κληματαριές, στην αυλή του σπιτιού μου, εκείνα τα χρόνια. Ποτέ δεν έχω μυρίσει πιο καθαρά ρούχα από εκείνα, έστω και αν σήμερα βάζουμε, τόσο εύοσμα μαλακτικά ρούχων.
Όμως η σκέψη του πλυντηρίου σφηνώθηκε στο μυαλό μου και μου είχε γίνει εμμονή. Ρωτούσα τις συμμαθήτριες μου πόσο κάνουν τα πλυντήρια και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι με εκατό λίρες θα μπορούσα να αγοράσω ένα πλυντήριο για τη μητέρα μου, για να μην κουράζεται τόσο. Όμως πού θα εύρισκα τις εκατό λίρες; Εγώ το μόνο χαρτζιλίκι που έπαιρνα ήταν πέντε σελίνια την εβδομάδα (κάθε λίρα είχε είκοσι σελίνια) και με αυτά θα έπρεπε να πληρώνω το λεωφορείο και να μου μένει μισό σελίνι, με το οποίο αγόραζα μία φορά την εβδομάδα μία λιχουδιά από την καντίνα του σχολείου.
Αρχικά σκέφτηκα να σταματήσω να τρώω τη λιχουδιά και να φυλάω το μισό σελίνι. Όμως θα χρειάζονταν 4000 εβδομάδες για να μαζέψω τις 100 λίρες. Ήταν και αδύνατο και εξωπραγματικό! Κατέληξα λοιπόν στη λύση που καταλήγουν όλοι οι αφελείς και ονειροπόλοι αυτού του κόσμου: να αγοράσω ένα λαχείο!
Δεν είπα σε κανένα τίποτα. Σταμάτησα λοιπόν να τρώω τη λιχουδιά και κάθε εβδομάδα φύλαγα το μισό σελίνι μέχρι να μαζέψω το ποσό που στοίχιζε ένα λαχείο (τρία ή πέντε σελίνια, δε θυμάμαι ακριβώς).
Ύστερα εξήγησα στο Θεό τις προθέσεις μου: θα αγόραζα το λαχείο, δεν ήθελα να κερδίσω τον πρώτο λαχνό. Ήθελα να κερδίσω μόνο εκατό λίρες, για να αγοράσω πλυντήριο στη μητέρα μου, να μην κουράζεται. Απλή και σαφής παράκληση. Ο Θεός σίγουρα θα συναινούσε!
Σαν μάζεψα τα χρήματα πήγα σε ένα λαχειοπώλη που στεκόταν στη στάση του λεωφορείου και αγόρασα το πρώτο λαχείο της ζωής μου. Με τρεμάμενα χέρια το διάλεξα και περίμενα το Σάββατο να γίνει η κλήρωση. Μέσα μου είχα μία βεβαιότητα ότι θα κέρδιζα.
Το Σάββατο ήρθε και έλεγξα δύο φορές το λαχείο μου. Μία φορά όταν ανακοίνωναν τα αποτελέσματα από το ράδιο και μια φορά από την εφημερίδα. Δεν κέρδισα, αν είναι δυνατό! Δεν κέρδισα τίποτα. Ούτε μία λίρα! Το όνειρό μου να αγοράσω το πλυντήριο έσκασε σαν σαπουνόφουσκα στον αέρα. Η απογοήτευσή μου ήτα εμφανής. Θύμωσα. Δε θα ξαναγοράσω λαχείο στη ζωή μου, αποφάσισα. Και σχεδόν το έκανα, για να είμαστε ειλικρινείς. Σπάνια αν όχι σπανιότατα εμπιστεύομαι πλέον στην τύχη τα όνειρα και τις επιδιώξεις μου. Και σίγουρα δεν τα εμπιστεύομαι στα λαχεία!
Η μητέρα μου απέκτησε πλυντήριο πολύ αργότερα, αλλά και πάλι δεν το εμπιστευόταν. Πολλά ρούχα τα έπλενε στο χέρι για καλύτερα αποτελέσματα. Μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν δύσπιστη σε αυτό το μηχάνημα που φτιάχτηκε για να βοηθά τις γυναίκες, αλλά δεν είχε καθόλου αγάπη ούτε για τα ρούχα, ούτε για την οικογένεια την οποία φρόντιζε.
Για μένα όλο αυτό ήταν ένα μάθημα. Φυσικά, πολύ αργότερα το κατάλαβα. Πέρα από τα προφανή μηνύματα, ότι η ζωή δεν είναι δίκαιη και ότι τα λαχεία δεν είναι λύση στα προβλήματά μας, υπάρχουν άλλα, πολύ πιο σημαντικά. Η λειτουργία του σύμπαντος και των νόμων που το διέπουν, δεν έχουν να κάνουν με τις ατομικές ανάγκες και επιθυμίες του καθενός μας, όσο απαραίτητες και δίκαιες και αν φαντάζουν στα δικά μας μάτια. Η λειτουργία του σύμπαντος έχει άλλους ρυθμούς και άλλες προδιαγραφές που δεν αφορούν τους δικούς μας ατομικούς μικρόκοσμους. Ίσως, να μην καταλάβουμε ποτέ, όσο κοιτάζουμε με τα δικά μας μάτια, τη μεγαλοσύνη του σύμπαντος. Θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεπεράσουμε εαυτό και να σταθούμε κάπου στο άπειρο, για να δούμε τον κόσμο από την προοπτική της ολότητας.
Προς το παρόν εγώ κρατώ την ανάμνηση με τα λευκά σεντόνια να λαμπυρίζουν στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, εκεί μακριά, μέσα στην άχλυ των παιδικών μου χρόνων, και την τρυφερή καρδιά ενός κοριτσιού που ήθελε, μόνο, να κάνει το καλό.
❤️❤️
Ευχαριστώ Κλειώ μου!
Τι μου θύμησες Μαρία μου. Και εγώ είχα ρόλο στην εβδομαδιαία μπουγάδα. Από 8 χρονών δική μου δουλειά ήταν να πλένω τις κάλτσες, και αργότερα μου έμαθαν να τις μαντάρω αν είχαν τρύπες. Και από τα 11 μου έκανα και το περισσότερο σιδέρωμα. Τα παιδιά τότε είχαν και καθήκοντα!
Χαίρομαι τόσο πολύ για το σχόλιό σου! Ναι, τότε τα παιδιά είχαν καθήκοντα γιατί αναμενόταν κάποτε να αναλάβουν τις υποχρεώσεις της ζωής μόνα τους και αυτό νομίζω ήταν υγιές. Σήμερα περιμένουν ότι κάποιος άλλος θα κάνει τις δουλειές για αυτούς! Αλλά οι καιροί αλλάζουν. Ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο;
Μαρία μου πολύ ωραίο το κειμένο σου! Μου θύμισες την αγαπημένη μου γιαγιά που έκανε ακριβώς το ίδιο:)
Ναι Ειρήνη μου. Αυτός ήταν ο τρόπος των γενεών που πέρασαν και αξίζει να τον θυμόμαστε!
I remember SIVA soap as well as the bright white sheets that my mother hang in the sun to dry.
My own duty was to polish the shoes of all the family (5 children plus parents) and every Saturday to sweep every corner of the garden and the front of the house!
Ναι, εκείνα τα χρόνια που όλα ήταν πιο δύσκολο να γίνουν και η συμμετοχή όλων των μελών της οικογένειας ήταν απαραίτητη. Πόση ομαδικότητα όμως υπήρχε!