Τα γονίδια

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 04/07/2021

Back to Blog

Αφιερωμένο στην εξαδέλφη μου Σωτηρούλα, η οποία ζει στην Αυστραλία, και μέσα από τις αναμνήσεις που διέσωσε μου έδωσε τα βασικά στοιχεία ώστε να γράψω αυτή την ιστορία. Η πλοκή της ιστορίας είναι μυθοπλασία.

Ο Νικόλας καθότανε κάτω από μια ελιά και κοίταζε τον ατελείωτο κάμπο της Μεσαορίας. Ήτανε καλοκαίρι και τα σπαρτά κυμάτιζαν χρυσά κάτω από τον καυτό ήλιο. Όπως πηγαινοέρχονταν σε κάθε πνοή του αέρα, θύμισαν στο γέρο Νικόλα κάποια άλλα κύματα, γαλάζια και λευκά, να παφλάζουν πάνω στις πέτρες και τους βράχους στις ακρογιαλιές της νιότης του.

Ήταν αρχές του 20ού αιώνα και ο Νικόλας είχε περάσει για τα καλά τα 60 του χρόνια. Ίσως, και να ήταν και 70, ο ίδιος σίγουρα δε θυμόταν την ηλικία του. Θυμόταν όμως τη ζωή του. Μια ζωή διαφορετική από τη ζωή των κατοίκων αυτού του χωριού, που γνώριζαν μόνο αυτό τον κάμπο και ποτέ δεν είχαν δει τη θάλασσα.

Θυμήθηκε τη θάλασσα με νοσταλγία και πόθο, όμως γνώριζε ότι ποτέ πια δε θα είχε τη δύναμη να περπατήσει να πάει να την ξαναδεί. Κοίταξε ξανά τον κάμπο. Ατελείωτος μέχρι που έφτανε το βλέμμα του. Τα δένδρα λιγοστά, μόνο κάποιες ελιές πού και πού. Έκλεισε τα μάτια του και όπως ήταν ακουμπισμένος στον κορμό της ελιάς αποκοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε ο ήλιος πήγαινε να δύσει. Ο κάμπος χρύσιζε και ο Νικόλας βυθίστηκε στις αναμνήσεις της ζωής του. Δεν καταγόταν από αυτό το χωριό της Μεσαορίας, το Μαραθόβουνο. Αυτός γεννήθηκε στη Σκάλα, πλάι στη θάλασσα. Δεν έμοιαζε με τους ανθρώπους του χωριού. Ήταν ψηλός, ξανθός, με γαλάζια μάτια σαν τη θάλασσα. Έμοιαζε του πατέρα του. Αυτού του πατέρα που ποτέ δεν παντρεύτηκε τη μητέρα του.

Σαν θυμήθηκε τη μητέρα του, Μαργαρίτα την έλεγαν, και τη φώναζαν Μαρκαρού, η καρδιά του σφίχτηκε. Υπέφερε πολλά για να τον κρατήσει στη ζωή. Η κοινωνία της Κύπρου καταδίκαζε σε απομόνωση και περιφρόνηση μια γυναίκα με παιδί, που δεν ήταν παντρεμένη.

Η μητέρα του ήταν όμορφη. Ήταν πολύ πιο ανοιχτόχρωμη από τις άλλες κοπέλες της Κύπρου. Στα δεκαπέντε της πήγε να εργαστεί στο κονσουλάτο (πρεσβεία) της Σουηδίας σαν καμαριέρα. Εκεί στη Σκάλα και τη Λάρνακα είχε πολλά κονσουλάτα. Εκτός από αυτό της Σουηδίας, ήταν τα κονσουλάτα της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Βενετίας και πολλών άλλων χωρών.

Η Σκάλα και η Λάρνακα που κάποτε ήταν δύο χωριά, ενωθήκαν σε μια πόλη με ευρωπαϊκό αέρα. Θυμόταν στις γιορτές που όλοι οι πρόξενοι και οι υποπρόξενοι, ντυμένοι με τις επίσημες στολές τους περπατούσαν στους δρόμους, συνοδευόμενοι από τους καβάζηδες, φρουρούς τους, πόση εντύπωση έκαναν. Οι Κύπριοι συνωστίζονταν στους δρόμους να τους δουν να περνούν. Όσοι χωριάτες τύχαινε να βρίσκονται εκείνη την ημέρα στην πόλη, νόμιζαν ότι έβλεπαν ένα παραμύθι, με πρίγκηπες και βασιλιάδες.

Ένας από αυτούς τους εντυπωσιακούς ξένους ήταν και ο πατέρας του. Τον είχε δει πολλές φορές να περπατά καμαρωτός στους δρόμους, στολισμένος με παράσημα και σιρίτια και το ψηλό καπέλο του με τα φτερά. Κατά βάθος τον καμάρωνε, έστω και αν δεν τον είχε αποκαλέσει ποτέ πατέρα και αυτός ποτέ γιό του.

Η μητέρα του, όταν πήγε λοιπόν να εργαστεί στο κονσουλάτο, αντίκρισε αυτό το ψηλό Σουηδό με τα γαλάζια μάτια και τα χρυσά μαλλιά και η καρδιά της ράγισε. Ο Σουηδός δεν άργησε να την προσέξει. Η ομορφιά της άνθιζε στα μάτια του σαν τριαντάφυλλο που μοσχοβολούσε.

Οι παροτρύνσεις της μητέρας της να μην ενδώσει στον εντυπωσιακό Σουηδό, δεν μπόρεσαν να χαλιναγωγήσουν την επιθυμία και τον έρωτά της. Όταν έμεινε έγκυος, εκείνος της έκαμε σαφές ότι δεν μπορούσε να την παντρευτεί. Στη Σουηδία είχε γυναίκα και παιδιά. Η μητέρα της με οργή και συχνά με βία προσπάθησε να την αναγκάσει να αποβάλει το παιδί. Ακόμα και την ώρα της γέννησης του παιδιού ζήτησε να το σκοτώσει, μα η Μαρκαρού αρνήθηκε. Τον πήρε στην αγκαλιά της και έτρεξε στο κονσουλάτο.

Ο Σουηδός, ήθελε να αποφύγει το σκάνδαλο, και συναίνεσε να τους παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο κονσουλάτο να ζουν και η μητέρα του να εξακολουθήσει να εργάζεται σαν καμαριέρα. Αυτό ήταν το μόνο που έκαμε. Δεν είχε ποτέ ξανά καμιά σχέση με τη μητέρα του. Δεν του μίλησε ποτέ σαν πατέρας, δεν τον χάιδεψε ποτέ. Μεγάλωσε στη σκιά του σαν ένας ξένος, αλλά η σκιά του τους προστάτευε από κάθε επιβουλή.

Η μητέρα του, μετά τον μεγάλο έρωτα που νόμιζε πως έζησε, είδε όχι μόνο να φυλλορροούν τα όνειρά της, αλλά να καταπατούνται βίαια από την ωμή κοινωνία γύρω της και τον αδιάφορο πατέρα του παιδιού της. Έκανε τα πάντα ώστε το παιδί της να έχει μια φυσιολογική ζωή. Η ίδια ζούσε περιφρονημένη από την οικογένειά της και την κοινωνία γενικότερα. Όμως το γεγονός ότι έμενε στο κονσουλάτο, της έδινε κάποια προστασία από χειρότερες εκδηλώσεις μίσους.

Φαίνεται ότι ο πατέρας του της έδινε κάποια χρήματα για τον ίδιο γιατί είχε πάντοτε παπούτσια και ρούχα, φτωχικά μεν, αλλά καλύτερα από αυτούς που δεν είχαν τίποτα. Πολλές φορές οι συνομήλικοί του επιχειρούσαν να τον κοροϊδέψουν φωνάζοντάς τον μπάσταρδο, όμως η σωματική του διάπλαση και δύναμη, τους τρόμαζε και σιωπούσαν μόλις αυτός πρότασσε την κορμοστασιά του.

Όταν ήταν μικρός έπαιζε με τα άλλα παιδιά στη θάλασσα. Κολυμπούσαν γυμνοί και ψάρευαν με καλάμι από τα βράχια κοντά στο κάστρο. Του άρεσε πολύ η θάλασσα. Έβλεπαν τα πλοία στο λιμάνι και τους ξένους που πηγαινοέρχονταν, ξεφόρτωναν εμπορεύματα, και φόρτωναν σιτάρι, αλάτι, βαμβάκι, μαλλί, κριθάρι, κρασιά, ακόμα και μετάξι για τις χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Όποτε έβλεπαν ελληνικό καράβι, στέκονταν και καμάρωναν την ελληνική σημαία.

Μερικές φορές έκαναν τον περίπατό τους στο λιμάνι περπατώντας στους λασπωμένους δρόμους ανάμεσα στα καταστήματα που πουλούσαν βαμβακερά και μεταξωτά υφάσματα, σιδερένια σκεύη και πολλά άλλα προϊόντα που δεν τα εύρισκες αλλού. Μπορούσες ακόμα να αγοράσεις και ελληνικά βιβλία. Τους δρόμους σκέπαζαν κληματαριές που πρόσφεραν σκιά και δροσιά το καλοκαίρι και στους κήπους των σπιτιών άνθιζαν γιασεμιά και τριαντάφυλλα. Ήταν όμορφη η πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε!

Στο κονσουλάτο της Σουηδίας έμενε ακόμα μία οικογένεια. Ήταν η μαγείρισσα η Ελένη με τον άνδρα της τον Χρίστο, που ήταν ο κηπουρός. Αυτός φρόντιζε τους κήπους με μεγάλη επιτυχία. Το κονσουλάτο τους είχε τον ωραιότερο κήπο. Αυτοί είχαν ένα γιο που τον έλεγαν Δημήτρη. Ο Δημήτρης ήταν έξυπνο παιδί και ήξερε γράμματα. Ήταν μεγαλύτερος από τον Νικόλα, αλλά έκαναν παρέα. Αυτός ο Δημήτρης ήταν που του δίδαξε τα γράμματα που ήξερε. Καθόντουσαν στον κήπο, και μέσα από ένα ελληνικό βιβλίο του μάθαινε να διαβάζει και να γράφει. Τον δίδαξε επίσης πρόσθεση και αφαίρεση. Άραγε ο Δημήτρης να ζει ακόμα ή πέθανε, σκέφτηκε ο Νικόλας.

Έπειτα θυμήθηκε τότε, θα ήταν πέντε χρονών, που ήρθε η γυναίκα του πατέρα του από τη Σουηδία. Ήταν ψηλή, ξανθιά, φορούσε ωραία χρωματιστά φορέματα και είχε τα μαλλιά της κότσο. Είχε και δύο παιδιά μαζί της – τα αδέλφια του – ένα κορίτσι και ένα αγόρι, μεγαλύτερα από αυτόν. Ήταν πολύ όμορφα και ντυμένα με υπέροχα ρούχα. Του είχαν απαγορεύσει να τους πλησιάζει και έτσι τους έβλεπε στα κρυφά, από μακριά.

Της γυναίκας του πατέρα του δεν της άρεσε η Λάρνακα. Είχε ζέστη και κουνούπια και πολλοί άνθρωποι αρρώσταιναν με μαλάρια. Το καλοκαίρι ο πατέρας του πήρε την οικογένειά του και πήγαν στα βουνά. Έμειναν μερικούς μήνες εκεί στην εξοχή. Όταν γύρισαν, η Σουηδέζα πήρε τα παιδιά της και έφυγε. Δεν επέστρεψε ποτέ ξανά.

Έτσι μεγάλωνε ο Νικόλας. Σε ένα πλούσιο σπίτι, αλλά ο ίδιος φτωχός, δίπλα στον πατέρα του, αλλά ανύπαρκτος σαν φάντασμα για αυτόν και με μια μητέρα που τον λάτρευε. Ήταν το μοναδικό δικό της πλάσμα και κάθε ανάσα της ήταν για τον γιο της. Συγγενείς άλλους δε γνώρισε γιατί η οικογένεια της μητέρας του δεν ήθελε να έχει τίποτα μαζί τους. Αυτή τους είχε ντροπιάσει και αυτός ήταν ένας μπάσταρδος.

Αυτά μέχρι τα δώδεκά του χρόνια. Τότε ο πατέρας του έφυγε από την Κύπρο. Πριν φύγει, τον φώναξε για πρώτη φορά και του έδωσε δύο χρυσές λίρες. Αυτές τις δύο λίρες δεν τις ξόδεψε για πολλά χρόνια. Τις φύλαξε, σαν το μοναδικό πράγμα που είχε από τον πατέρα του μέχρι που παρουσιάστηκε μια μεγάλη ανάγκη.

Ο άλλος Σουηδός πρόξενος που ήρθε, ένας γέρος και ιδιότροπος, δεν ήθελε τη μητέρα και το παιδί στο σπίτι. Με συνοπτικές διαδικασίες τους έδιωξε. Ήταν η πρώτη φορά που θα έμεναν μακριά από το άσυλο που τους παρείχε το κονσουλάτο. Αμέσως ένοιωσαν στο πετσί τους τη ρετσινιά της κοινωνίας.

Δυσκολεύτηκαν πολύ να βρουν δωμάτιο να νοικιάσουν. Όλοι τους έδιωχναν σαν να είχαν λέπρα. Τους βοήθησε ο κυρ Χρίστος, ο κηπουρός και πήραν ένα δωμάτιο στο λιμάνι, δίπλα από το τελωνείο, που το είχε ένας συγγενής του. Η μητέρα του δούλευε πλύστρα σε πλουσιόσπιτα και ο ίδιος βοηθούσε όπου εύρισκε δουλειά για μερικά γρόσια. Σιγά – σιγά οι γείτονες μαλάκωσαν και τους αποδέχτηκαν. Δεν προκαλούσαν εξάλλου και δεν έκαναν κακό σε κανένα.

Μια μέρα ένας γείτονας, ο κυρ Λευτέρης του είπε: Δεν έρχεσαι να με βοηθάς στο μαγαζί και να σου μάθω την τέχνη μου. Το πρώτο καιρό δε θα σε πληρώνω, θα σε ταΐζω μόνο. Αν είσαι καλός και γρήγορος σε έξι μήνες, ένα χρόνο, θα αρχίσω να σε πληρώνω.

Ο κυρ Λευτέρης ήταν πογιατζής – έβαφε βράκιες. Ήταν τεχνίτης με λίγα λόγια και οι τεχνίτες πληρώνονταν καλά και είχαν πάντοτε σίγουρη δουλειά. Ο Νικόλας δεν δίστασε. Δέχθηκε. Έβαλε τα δυνατά του και σε έξι μήνες ο κυρ Λευτέρης άρχισε να τον πληρώνει. Λίγα γρόσια τον μήνα φυσικά στην αρχή, μα σιγά -σιγά το μεροκάματο μεγάλωνε.

Η ζωή τους άρχισε να παίρνει ένα ρυθμό και να νοιώθουν σαν άνθρωποι της κοινωνίας κι αυτοί. Η Μαρκαρού καμάρωνε τον γιο της γιατί της βγήκε προκομμένος, αλλά και γιατί ήταν λεβέντης και όμορφος, όμως η ίδια έλιωνε μέρα με τη μέρα. Η σκληρή δουλειά, η πικραμένη της ζωή, αλλά και η μαλάρια που καραδοκούσε σε κάθε δάγκωμα των μολυσμένων κουνουπιών, την έκαναν να φαίνεται πολύ γερασμένη και ας μην είχε φτάσει ακόμα τα τριανταπέντε της χρόνια.

Ο Νικόλας ανησυχούσε που έβλεπε τη μητέρα του να χλομιάζει. Την πήρε στο γιατρό. Μαλάρια ήταν η διάγνωση. Πρότεινε να την πάει στα βουνά, να αλλάξει αέρα, μα ο γιατρός τον σταμάτησε. Δεν υπάρχει χρόνος, του είπε. Μείνε κοντά της. Το τέλος δεν είναι μακριά.

Στην κηδεία της μητέρας του ο Νικόλας έκλαιγε με αναφιλητά. Οι λιγοστοί παρευρισκόμενοι, ο κυρ. Χρίστος, η κυρία Ελένη, ο κυρ Λευτέρης με τη γυναίκα του και κάποιες γειτόνισσες έκλαιγαν και αυτοί. Αναλογίζονταν την πικραμένη ζωή της γυναίκας που έφυγε, και την ταύτιζαν με τα δικά τους βάσανα και απογοητεύσεις. Τέτοιες στιγμές ο πόνος δεν έχει σύνορα. Κανείς δεν ξεχωρίζει πού τελειώνει το ξένο και πού αρχίζει το προσωπικό. Είναι όλα ταυτόσημα.

Ξαφνικά μια φωνή ξύπνησε τον Νικόλα από το ονειροπόλημά του.

—Ε, μουχτάρη, νύχτωσε, τι κάνεις εδώ. Θα σε περιμένει η γυναίκα σου! Έλα να πάμε μαζί στο χωριό.

Ήταν ένας βοσκός που γύριζε από τον κάμπο να πάει στο σπίτι του. Τα βελάσματα και τα κουδούνια των προβάτων, έφεραν το Νικόλα στην πραγματικότητα. Σηκώθηκε με την βοήθεια της μαγκούρας του και ακολούθησε τον βοσκό. Ο κάμπος ήταν τώρα η ζωή του. Η θάλασσα, τα καράβια και τα κονσουλάτα γλίστρησαν στα βάθη του μυαλού του και σώπασαν. Ένοιωσε τον δροσερό αέρα του δειλινού να τον κτυπά στο πρόσωπο και μύρισε το κοπάδι δίπλα του.

—Ο κάμπος είναι τώρα η ζωή μου! Επανέλαβε στο μυαλό του και άνοιξε το βήμα του.

 

Συνεχίζεται…

 

 

Τα στοιχεία σχετικά με την πόλη της Λάρνακας τη συγκεκριμένη εποχή λήφθηκαν από τη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 8, σελίδα 267.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *