Μαρία (Κεφάλαιο 3)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 19/09/2021

Back to Blog

(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)

Λευκωσία Καλοκαίρι 1877

Οι άνεμοι της μοίρας φύσηξαν δυνατά και σάρωσαν τη ζωή του Αντώνιου Φίλιππου, δύο χρόνια από την άφιξη της οικογένειάς του στην Κύπρο. Η σύζυγός του Ελένη, η κόρη του Αθηνά και στη συνέχεια οι γονείς του, χάθηκαν από την αρρώστια που μάστιζε τον τόπο. Τη μαλάρια. Ο ίδιος είχε καταλήξει ένα κουφάρι που περπατούσε και υπέφερε. Δεν μπορούσε να δει κανένα μέλλον στη ζωή του. Και εκεί που η δύναμη της μοίρας του αφαίρεσε τα πάντα και ο καθένας θα νόμιζε ότι όλα θα τελειώσουν και για αυτόν, ένας άλλος άνεμος φύσηξε και φώλιασε στην ψυχή του.

Ξαφνικά άρχισε να νοιώθει μια  δύναμη να τον γεμίζει και έβλεπε μπροστά του ένα σκοπό που έπρεπε να εκπληρώσει. Άνθρωπος δυνατός καθώς ήταν, ήξερε πως η θλίψη και η μεμψιμοιρία δεν οδηγούν πουθενά. Αξιολόγησε τη ζωή και την ευλογία που του έδωσε με το να ζήσει με μία τόσο υπέροχη σύζυγο, όπως η Ελένη, μια τόσο λατρεμένη κόρη, όπως η Αθηνά και δυο τόσο υπέροχους και πρωτοποριακούς γονείς, που αποφάσισε να κρατήσει την ομορφιά της ανάμνησής τους, όχι τη θλίψη. Θυμήθηκε ξανά τα λόγια του πατέρα του, εκεί στην ακροθαλασσιά της Λάρνακας:

Εγώ θα σε περιμένω να γυρίσεις. Γιατί πρέπει να γυρίσεις. Μόνο οι μορφωμένοι μπορούν να σώσουν το τόπο μας!

Είχε μορφωθεί τόσο πολύ στη ζωή του! Έπρεπε να προσφέρει στο τόπο του, που ξέφτιζε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, ότι μπορούσε. Τα χρόνια που βρισκόταν στην Ευρώπη, αλλά και από κάποια βιβλία που του έστελναν οι φίλοι του από το Παρίσι με κανένα ναύτη, του έδωσαν την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τα λόγια του πατέρα του για  την επιθυμία πολλών ευρωπαϊκών κρατών να αποκτήσουν την Κύπρο.

Όταν ήταν στο Λονδίνο διάβασε το βιβλίο του Βρετανού στρατιωτικού και διπλωμάτη John Macdonald Kinneir, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1814 και  με το οποίο συμβούλευε την χώρα του να καταλάβει την Κύπρο. Μια τέτοια κατάκτηση θα της έδινε «ηγεμονική επιρροή» στη Μεσόγειο και «φοβερά καίρια θέση» ώστε να ελέγχει την τακτική της Υψηλής Πύλης και τις «υπερβάσεις» της Ρωσίας, όπως έγραφε.

Από τον πατέρα του γνώριζε ότι ο Γάλλος πρόξενος στη Λάρνακα, Adolphe Laffon, το 1871 είχε προτείνει στην κυβέρνησή του ενδεχόμενη εγκατάσταση Γάλλων προσφύγων στην Κύπρο, μετά την κατάληψη από τους Πρώσους της Αλσατίας και της Λωραίνης. Τις προτάσεις του Laffon επανέλαβε το 1874 και ο διάδοχός του Pierre Dubreuil.

Πρόσφατα μάλιστα είχε πληροφορηθεί από ένα βιβλίο που του έστειλε από το Παρίσι ένας φίλος του, ότι ο  Βέλγος βιομήχανος Edmond Paridant van der Cammen, είχε προτείνει στον Σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ τον εποικισμό της Κύπρου από Βέλγους μετανάστες, με τη σύμφωνο γνώμη της Υψηλής Πύλης και παράλληλη διασφάλιση της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί.

Όλα αυτά τον ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ήξερε φυσικά ότι οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή χώρα και αν ερχόταν στην Κύπρο κάτι καλύτερο θα έφερνε από το απόλυτο τέλμα της Οθωμανικής κυριαρχίας. Όμως παράλληλα γνώριζε ότι θα ήταν μια άλλη ξένη κατοχή, πολύ διαφορετική από  το όραμα των συμπατριωτών του που προσδοκούσαν απελευθέρωση και ένωση με το ελληνικό κράτος.

Προσπάθησε πολλές φορές να μεταφέρει αυτά τα μηνύματα, σε όσους τουλάχιστον μπορούσαν να τα καταλάβουν, όμως η ανταπόκριση ήταν χλιαρή.

Αποφάσισε να αφήσει τη Λάρνακα  και τις πικρές αναμνήσεις που τον κυνηγούσαν. Επέλεξε τη Λευκωσία γιατί ήταν η πρωτεύουσα του νησιού και διέθετε κάποια σχολεία στα οποία  μπορούσε να εργαστεί.

Η πόλη της Λευκωσίας ήταν πολύ διαφορετική από τη Λάρνακα. Βρισκόταν στο κέντρο του νησιού, μακριά από τη θάλασσα, μέσα στο  κάμπο της Μεσαορίας. Ήταν περιτοιχισμένη με τείχη που έκτισαν το 1567 οι Βενετοί για να την οχυρώσουν από ενδεχόμενη επίθεση των Οθωμανών. Δυστυχώς, δεν κατάφεραν να τη σώσουν και το 1570/1 έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Τα τείχη ήταν κτισμένα από πέτρα και είχαν έντεκα προμαχώνες. Γύρω από τα τείχη υπήρχε τάφρος, που όταν την είδε ο Αντώνιος, βοσκούσαν κοπάδια από πρόβατα. Η παλιά της δόξα, με τα παλάτια των Λουζινιανών που την κοσμούσαν, χάθηκε και κατάληξε μία φτωχή και βρώμικη πόλη. Όλοι οι κάτοικοί της, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Μωαμεθανοί, ζούσαν μέσα από τα τείχη.

Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στην πόλη από τις τρεις πύλες που άνοιγαν μόνο κατά τη διάρκεια της μέρας. Με τη δύση του ήλιου οι πύλες έκλειναν και χρειαζόταν ειδική άδεια από τον Τούρκο διοικητή για να περάσει κάποιος. Οι τρεις πύλες ονομάζονταν, Πύλη της Αμμοχώστου (που ήταν η μεγαλύτερη και η πιο επιβλητική), Πύλη της Πάφου και Πύλη της Κερύνειας. Οι πύλες πήραν το όνομά τους ανάλογα με το πού οδηγούσαν οι δρόμοι που ξεκινούσαν από αυτές.

Στην πόλη κατοικούσαν εκτός από τους Μωαμεθανούς, Έλληνες ορθόδοξοι, κάποιοι καθολικοί, κατάλοιπα των Λουζινιανών και Ενετών και Αρμένιοι. Οι Αρμένιοι ασχολούνταν με το εμπόριο και μερικοί από αυτούς είχαν εξέχουσα θέση στην κοινωνία. Εκτός από τις φτωχικές κατοικίες υπήρχαν πολλά περιβόλια, με φοινικιές, εσπεριδοειδή, ροδιές και πολλά λαχανικά, όπως καρότα, κρεμμύδια και λάχανα. Υπήρχαν επίσης και βιοτεχνίες που ασχολούνταν με την επεξεργασία βαμβακιού και με την κατασκευή βαμβακερών και μεταξωτών υφασμάτων. Στη Λευκωσία κατείχαν επίσης την τέχνη της βαφής δερμάτων με σουμάκι, καθώς και βαμβακερών υφασμάτων πολύ υψηλής ποιότητας.

Ο Αντώνιος δε δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει μία θέση δασκάλου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Εκεί κοντά στα παιδιά, βρήκε ένα στόχο και ένα σκοπό που του έδινε δύναμη να συνεχίσει. Παράλληλα, όποτε έβρισκε πρόσφορο έδαφος και έφεση για μάθηση,  δίδασκε όποιο παιδί ή ενήλικα συναντούσε. Ο χρόνος του ήταν γεμάτος με προσφορά και δημιουργικότητα. Το καλύτερο αντίδοτο στη θλίψη.

Βρήκε ένα μικρό σπίτι, δίπλα σε ένα τούρκικο αρχοντικό στην οδό Γενί Τζαμί.Το αρχοντικό αυτό ήταν παλιό παλάτι των Λουζινιανών και συγκεκριμένα κατοικία της Πριγκίπισσας Ανιές Ντε Λουζινιάν.* Η αυλή του σπιτιού του γειτνίαζε με το κήπο του αρχοντικού. Τους χώριζε απλά ο τοίχος της περίφραξης. Μπορούσε να βλέπει τα δένδρα του κήπου και να αισθάνεται τη δροσιά τους τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Το βράδυ, που στη Λευκωσία πάντοτε φυσούσε ένα δροσερό αεράκι,  καθόταν έξω και σκεφτόταν μια τη ζωή του και μια τη μοίρα του τόπου του.

Στη δική του μικρή αυλή υπήρχε μόνο μια συκιά. Τα κλαδιά της είχαν μεγαλώσει και κατεβεί μέχρι το έδαφος, δημιουργώντας ένα είδος φυσικής καλύβας. Ένα απόγευμα που πήγε να κόψει σύκα, του έπεσε ένα ζουμερό σύκο στο έδαφος και έσκυψε να το μαζέψει. Παρατήρησε τότε για πρώτη φορά μία τρύπα στο τοίχο περίφραξης του διπλανού σπιτιού από την οποία πρόβαλε το πρόσωπο ενός κοριτσιού. Του χαμογέλασε ντροπαλά και εκείνος τη ρώτησε στα τούρκικα:

-Πώς σε λένε;

-Με λένε Μαρία, του απάντησε, επίσης στα τούρκικα.

-Μαρία, μιλάς ελληνικά; Τη ρώτησε ξανά στα ελληνικά αυτή τη φορά.

Το κοριτσάκι δε φαίνεται να κατάλαβε και επανέλαβε;

-Μαρία.

-Είσαι χριστιανή; Την ξαναρώτησε στα τούρκικα.

-Δεν ξέρω τι είναι χριστιανή, απάντησε στα τούρκικα και πάλι.

Η όλη κατάσταση του προκάλεσε την περιέργεια και είπε στο κοριτσάκι.

-Θέλεις να έρθεις να σου δώσω ένα σύκο; Είναι πολύ γλυκά.

-Αν με δουν θα με δείρουν, απάντησε η Μαρία.

-Δεν θα σε δει κανένας. Θα κρυφτούμε κάτω από τα κλαδιά του δένδρου. Δες πόσο πυκνά είναι! Δε θα μας δει κανείς.

Η Μαρία, πέρασε από την τρύπα της περίφραξης και βρέθηκε κάτω από τη συκιά. Ο Αντώνιος έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της. Δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο κοριτσάκι. Παρά τα βρώμικα ρούχα που φορούσε, το προσωπάκι της έλαμπε. Είχε σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, μαύρα μάτια με τεράστια ματόκλαδα, κόκκινα σαρκώδη χείλη και λευκή επιδερμίδα. Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αρμονικά, μα εκείνο που ξεχώριζε ήταν η δύναμη του βλέμματός της. Πανέξυπνη, σκέφτηκε.

Εκείνη η μέρα  ήταν  η αρχή μιας σχέσης που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή της Μαρίας. Σιγά – σιγά ο Αντώνιος έμαθε διάφορες πληροφορίες για τη Μαρία. Ήταν γύρω στα έξι – περίπου όσο θα ήταν και η κόρη του – σκεφτόταν συχνά. Δεν ήξερε πώς βρέθηκε σε αυτό το σπίτι, δε θυμόταν τίποτε για την προηγούμενη ζωή της. Την είχαν πάντοτε στο κήπο να φροντίζει τις κότες, τα κουνέλια, τις κατσίκες και την αγελάδα τους. Δεν την άφηναν συχνά να μπαίνει στο σπίτι και ουδέποτε την άφηναν να βγει έξω από το σπίτι.

Ο Αφέντης της λεγόταν Σουλεϊμάν και η γυναίκα του Φατμά. Τους φοβόταν πολύ και τους δύο. Η Φατμά τη μισούσε και μόλις την έβλεπε, χωρίς κανένα προφανή λόγο, μπορούσε να την κτυπήσει. Τον αφέντη της δεν τον έβλεπε συχνά, και γενικά της καλομιλούσε, αλλά το βλέμμα του την τρόμαζε. Μια φορά δοκίμασε να τη χαϊδέψει και άρχισε να περνά τα δάχτυλά του πάνω στο σώμα της. Εκείνη άρχισε να τρέμει και να φωνάζει και τότε ήρθε η μεγάλη αφέντρα, η μάνα του, η Αϊσέ και τον έδιωξε θυμωμένη. Ο αφέντης φοβόταν πολύ τη μάνα του, μην τον καταραστεί. Η αφέντρα Αϊσέ ήταν η μόνη που υπερασπιζόταν τη Μαρία. Μετά το επεισόδιο με τον αφέντη, την έβαζε να κοιμάται στο δωμάτιό της, στο πάτωμα, για να μην κινδυνεύει από τον γιο της. Όταν την κακομεταχειρίζονταν, η μάνα Αϊσέ την έπαιρνε στην αγκαλιά της και την παρηγορούσε. Η Μαρία την αγαπούσε πολύ.

Η όλη κατάσταση του δημιουργούσε πολλά ερωτηματικά. Περισσότερα ερωτηματικά του προκάλεσε η ανακάλυψη ότι η Μαρία φορούσε ένα χρυσό σταυρό, κάτω από τα κουρέλια της. Ήταν φανερό πως ήταν χριστιανή. Όμως όπου και αν τη βρήκαν και την περιμάζεψαν, γιατί δεν της άλλαξαν το όνομά σε τουρκικό και γιατί δεν πήραν τον σταυρό της. Ήταν σίγουρο πως την έκρυβαν και δεν ήθελαν να τη δει κανείς, αλλά γιατί διατήρησαν τις αποδείξεις ότι ήταν χριστιανή;

Όλα αυτά του κίνησαν την περιέργεια και άρχισε να παρακολουθεί τους γείτονές του, στα κρυφά, κοιτάζοντας από την τρύπα του τοίχου κοντά στη συκιά. Ο Σουλεϊμάν ήταν ένας τυπικός Τούρκος, γύρω στα 35, μελαχρινός  με μογγολικά χαρακτηριστικά, μουστάκι και μεγάλο στομάχι. Όταν ήταν στο σπίτι διέταζε τους πάντες. Μόνο μπροστά στη μητέρα του φαινόταν να υποτάσσεται πλήρως. Όποτε την έβλεπε έσκυβε το κεφάλι και της φιλούσε το χέρι.

Η σύζυγός του, η Φατμά,  ήταν μια μελαχρινή Τουρκάλα, με έντονα μογγολικά χαρακτηριστικά, ξερακιανή, με μικρά σχιστά μάτια και λεπτά χείλη. Θα μπορούσες να την πεις και άσχημη. Ήταν γύρω στα 30 και δεν είχε καταφέρει να κάμει παιδιά. Αυτό ήταν ίσως που προκαλούσε τις κρίσεις υστερίας που την έπιαναν και γινόταν συχνά βίαιη. Φοβόταν ότι ο άντρας της θα έπαιρνε άλλη γυναίκα και έτσι ζήλευε όλες τις γυναίκες. Η Μαρία, παρόλο που ήταν παιδί, ήταν για αυτή μία υποψήφια αντίπαλος. Οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να παντρευτούν ένα κορίτσι 12 ή 13 ετών και η Μαρία δε θα αργούσε να φτάσει σε αυτή την ηλικία.

Η μάνα Αϊσέ όμως είχε άλλη εμφάνιση. Ήταν σαφώς διαφορετική. Ήταν σχετικά ψηλή, με πιο λευκή επιδερμίδα και κανονικά χαρακτηριστικά. Όλοι τη σέβονταν στο σπίτι, ακόμα και η νύφη της. Κατά βάθος γνώριζε ότι ένας από τους λόγους που ο άντρας της δεν είχε φέρει ακόμα άλλη σύζυγο στο σπίτι, ήταν η επιρροή της μητέρας του.

Οι συναντήσεις του Αντώνιου και της Μαρίας κάτω από τη συκιά έγιναν καθημερινές. Από την πλευρά του κήπου η Μαρία έκλεινε την τρύπα με ξερά κλαδιά και από την αυλή του Αντώνιου τους κάλυπταν πλήρως τα κλαδιά της συκιάς. Από τις πρώτες κιόλας μέρες ο Αντώνιος άρχισε να της μαθαίνει ελληνικά, ανάγνωση και γραφή. Αρχικά της έγραφε το αλφάβητο με το χέρι στο χώμα και αργότερα της έφερνε και βιβλία. Η ταχύτητα με την οποία μάθαινε η Μαρία τον είχε εντυπωσιάσει. Παρόλη την πείρα του με παιδιά δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Σε ένα χρόνο είχε μάθει άπταιστα ελληνικά, ανάγνωση και γραφή. Το κοριτσάκι ήταν φαινόμενο!

Η παρουσία της σε εκείνο το σπίτι, τον βασάνιζε τα βράδια. Ήθελε να την πάρει να φύγουν και να τη μεγαλώσει σαν την κόρη που έχασε. Όμως φοβόταν. Αν τους ανακάλυπταν, η μοίρα και των δυο τους θα ήταν τραγική.

Από την άλλη οι πληροφορίες του  έλεγαν, ότι πλησίαζε η ώρα η Κύπρος να αλλάξει χέρια και αφέντη. Παρόλο που ο ίδιος θα προτιμούσε μία Γαλλική κυριαρχία, όλα έδειχναν πως οι Βρετανοί θα κέρδιζαν το παιχνίδι. Η ήττα των Γάλλων από τους Πρώσους στον πρόσφατο πόλεμο και η αγορά εκ μέρους της Μ. Βρετανίας, το 1875, μεγάλου μέρους μετοχών της εταιρείας που είχε αναλάβει το έργο της διώρυγας του Σουέζ, αποδυνάμωσαν τη Γαλλική επιρροή.

Ο Αντώνιος, οσμίστηκε τον άνεμο που άρχισε να φυσά, και  δε δίστασε ούτε στιγμή. Άρχισε να μαθαίνει στη Μαρία Αγγλικά και Γαλλικά, με έμφαση στα Αγγλικά. Το κοριτσάκι θα πρέπει να είναι έτοιμο όταν θα άλλαζαν τα δεδομένα στην Κύπρο. Έτοιμο, όσο κανένα άλλο παιδί σε όλο το νησί.

 

*Το αρχοντικό  αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στην κατεχόμενη Λευκωσία και έχει ανακαινισθεί. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου στην Αρχιτέκτονα, κυρία Αγνή Πετρίδου για τις σχετικές πληροφορίες.

Βιβλιογραφία:

Μεγάλη  Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/chasiotis_cyprus_colonial/

Lefkosia  – Αρχιδούκα Luding Salvator of Austria

Φωτογραφία: Through Cyprus with a Camera in the Autumn of 1878 (Nicosia, from the city wall) Jonh Thomson

12 responses to “Μαρία (Κεφάλαιο 3)”

  1. Jacob says:

    Πολύ ωραίο! 😊

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ πολύ Jacob! Ελπίζω ότι είναι και ένας τρόπος να μαθαίνετε ιστορικά στοιχεία για την Κύπρο εκείνης της εποχής.

  2. MONIKA ANDREOU says:

    Μαρία μας κρατάς το ενδιαφέρον! Τι θα γίνει μετά; αλλά και πολύ χαίρομαι το ιστορικό μέρος !

    • Maria Atalanti says:

      Η προσπάθεια που γίνεται είναι να ενσωματωθούν ιστορικά στοιχεία σε μια ενδιαφέρουσα πλοκή ώστε ο αναγνώστης να θελήσει να μάθει τη συνέχεια.

  3. Tassou-Redor says:

    Mbravo Maria mou
    Poly endiaferon kai poly ndogumenté to mythistorima sou
    perimenoume me agonia to epomeno!!!

    • Maria Atalanti says:

      Ελπίζω να σας κρατώ σε αγωνία ώστε το ενδιαφέρον σας να διατηρείται ακέραιο!

  4. Μάρω Στυλιανού says:

    Μπράβο Μαρία μου! Πέραν της πλοκής του μυθιστορήματός σου, τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτεις – τα οποία με πολύ κόπο συλλέγεις – σίγουρα διατηρούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ακέραιο. Αναμένουμε το επόμενο….

    • Maria Atalanti says:

      Είναι σημαντικό να μαθαίνουμε την ιστορία του τόπου μας! Ίσως, έτσι καταλάβουμε να καλύτερα το μέλλον του.

  5. Georgia Gouti says:

    Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που αναφέρεις και πως συνδέονται με την ζωή των ανθρώπων και επηρεάζουν την εξέλιξη τους το κάνει να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μπράβο Μαρία !!

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ Γεωργία μου. Όλοι καθημερινά μέσα σε μια ιστορία ζούμε. Όταν περάσουν τα χρόνια τα γεγονότα της ζωής του καθενός γίνονται ιστορία. Η πατρίδα μας έχει περάσει πολλά σκαμπανεβάσματα και ακόμα περνά. Η ζωή των ανθρώπων ήταν πολύ δύσκολη τα χρόνια που περιγράφονται στο μυθιστόρημα αυτό.

  6. ANDREAS MARKIDES says:

    Action and history interwoven. Keep it going!

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ Ανδρέα μου. Τα καλά σας λόγια μου δίνουν το κουράγιο να συνεχίσω.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *