Μαρία (Κεφάλαιο 20)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 16/01/2022

Back to Blog

(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)

Λιμάνι Αμμοχώστου, Ιούνιος 1927

Η Αλεξάνδρα ολόρθη  στο κατάστρωμα του πλοίου, κρατούσε στην αγκαλιά της την Ελεονόρα – Μαρία και κοίταζε βουρκωμένη την αποβάθρα. Δίπλα της στεκόταν ο James, σιωπηλός και φανερά συγκινημένος. Κουνούσε το χέρι του σε αποχαιρετισμό. Έβλεπαν τη μητέρα της, κρεμασμένη από το μπράτσο του Kristian, να τους χαιρετά με δάκρυα στα μάτια. Ήταν η επωδός μιας υπέροχης τρίμηνης παραμονής στην Κύπρο, γεμάτης από τη συγκίνηση του αποχωρισμού.

Καθώς το καράβι είχε ήδη ξεκινήσει και απομακρυνόταν από το λιμάνι, οι μορφές της Μαρίας και του Kristian χάνονταν. Παρόλα αυτά η Αλεξάνδρα έμενε εκεί, ακίνητη, να κοιτάζει σαν να προσπαθούσε να μειώσει την απόσταση με τη δύναμη της όρασής της. Ο James πήρε το παιδί από την αγκαλιά της και ξεκίνησε για την καμπίνα τους. Καταλάβαινε ότι για την Αλεξάνδρα η παρούσα ώρα ήταν σχεδόν ιερή και έτσι την άφησε μόνη της, να τη βιώσει.

Από τη μνήμη της Αλεξάνδρας πέρασαν όλες οι στιγμές από την άφιξή της σε αυτό το νησί, μέχρι τώρα που έφευγε. Μπορούσε να πει χωρίς δισταγμό ότι αυτοί οι τρεις μήνες ήταν οι ωραιότεροι μήνες της ζωής της. Μετά τα συνταρακτικά γεγονότα των πρώτων ημερών, όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια σχετικά με το σκοτεινό παρελθόν της μητέρας της, εκείνη προσπάθησε να τους προσφέρει ότι μπορούσε για να γνωρίσουν την πατρίδα της.

Την επόμενη μέρα, όταν πια όλη η ιστορία είχε αποκαλυφθεί, η μητέρα της είχε γράψει στον Kristian και τον ενημέρωσε για τα πάντα. Περίμενε την απάντησή του σε δύο – τρεις εβδομάδες περίπου, τόσο παίρνουν τα γράμματα από την Αγγλία να φθάσουν στην Κύπρο. Αντί επιστολής όμως, σε μια εβδομάδα πήρε ένα τηλεγράφημα που έλεγε:

«Φθάνω στην Κύπρο σε δυο εβδομάδες. Θέλω να  γνωρίσω την κόρη σου. Έγινα μέλος της Σουηδικής Αποστολής. Αν θέλεις μπορούμε να παντρευτούμε.»

Η έκπληξη, αλλά και η χαρά της μητέρας της ήταν απερίγραπτες. Η Αλεξάνδρα δεν είχε καμία ένσταση για αυτό το γάμο. Αντίθετα, ήταν ευτυχισμένη που η μητέρα της, δε θα ήταν πια μόνη στην Κύπρο. Θα είχε ένα σύντροφο. Στην αρχή η Μαρία σκέφτηκε να παντρευτούν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δίπλα από το σπίτι της, μα τελικά κατάλαβαν ότι αυτό δε θα ήταν δυνατό. Κανένας από τους δύο δεν ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος, αν και η Μαρία θα έπρεπε να είχε βαφτιστεί όταν ήταν παιδί. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν πολιτικό γάμο, που η Αγγλία είχε θεσπίσει με νόμο από το 1836.

Μέχρι την άφιξη του Kristian, η Μαρία τους ξενάγησε στην πόλη της Λευκωσίας. Η Αλεξάνδρα έμεινε έκπληκτη που αυτή η μικρή και φτωχική πόλη, έκλεινε μέσα της τόση ιστορία. Πίσω από τους προμαχώνες στα τείχη, κρύβονταν οι Φράγκοι ιππότες και οι Βενετσιάνοι άρχοντες. Οι εικόνες,  στις μικρές εκκλησίες της Λευκωσίας, μαρτυρούσαν τον Βυζαντινό πολιτισμό, οι φοινικιές, οι μιναρέδες και η φωνή του χότζα κάθε μεσημέρι, την επέλαση των Οθωμανών. Στο Παγκύπριο Γυμνάσιο έμαθε για τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους άλλους επισκόπους που οι Τούρκοι σκότωσαν το 1821, πριν τολμήσουν οι Έλληνες αυτού του τόπου να επαναστατήσουν. Το κυβερνείο, οι αγγλικές σημαίες και οι στρατιώτες δήλωναν την παρουσία των Βρετανών. Ατελείωτοι οι κατακτητές και όλοι άφησαν πίσω τη σφραγίδα τους.

Οργάνωσαν ένα απλό γάμο και σε αυτό τους βοήθησε η φίλη της μητέρας της, η σύζυγος του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας, η κυρία Jennifer Thomson. Κανόνισε να εκδοθούν γρήγορα όλες οι απαραίτητες άδειες και τον γάμο τέλεσε ο σύζυγός της. Οι προσκεκλημένοι ελάχιστοι. Εκτός από την οικογένεια Thomson και τη δική της οικογένεια, προσκλήθηκαν η κυρία Βασιλεία με την οικογένειά της, ο δικηγόρος Γεώργιος Αντωνίου με τη σύζυγό του και προς έκπληξη όλων παρευρέθηκαν και ο Δημήτριος Δημητρίου με την κόρη του. Ο Kristian είχε επίσης καλέσει μερικά μέλη της Σουηδικής αποστολής.

Μετά την τελετή πήγαν όλοι στο σπίτι της μητέρας της για δείπνο, εκτός από τον κύριο Δημητρίου με την κόρη του. Θα ήταν αδύνατο να τον διατηρήσει σε έλεγχο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της τέλεσης του γάμου, ο Δημήτριος ήταν συγκινημένος και ψιθύριζε συνέχεια:

-Αντώνιε, φίλε μου, μεγάλη στιγμή. Η Μαρία μας παντρεύεται!

Πέρασαν υπέροχα στο δείπνο. Τα φαγητά της κυρίας Βασιλείας ήταν εξαιρετικά και όλοι τα τίμησαν δεόντως. Μετά το φαγητό ο Kristian, τραγούδησε τραγούδια του γάμου της χώρας του. Η Αλεξάνδρα πρόσεξε ότι είχε υπέροχη φωνή. Προς το τέλος, και όταν όλοι ήταν περίπου μεθυσμένοι, η κυρία Βασιλεία σηκώθηκε και άρχισε να τραγουδά το κυπριακό τραγούδι του γάμου:

Ώρα καλή τζ’ ώρα χρυσή τζ’ ώρα ευλοημένη

τούτη η δουλειά π’ αρκέψαμε να βκεί στερεωμένη

Τη συνόδεψαν ο Γεώργιος Αντωνίου με τη σύζυγό του καθώς και οι κόρες της. Όταν εξήγησαν στους μη ελληνόφωνους τα λόγια, βρήκαν ότι εξέφραζαν μία πολύ ουσιαστική ευχή για κάθε νέο ζευγάρι.

Η γιορτή έκλεισε με χορό. Ξεκίνησαν με ένα ταγκό που χόρεψαν η Μαρία με τον Kristian. Τον χώρο γέμιζε η μουσική που έπαιζε ο φωνογράφος που είχε φέρει μαζί της η μητέρα της από το Λονδίνο. Όλοι τους χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Ήταν ένα τόσο ταιριαστό ζευγάρι! Συνέχισαν και οι υπόλοιποι  με άλλους χορούς της εποχής και στο τέλος οι Κύπριοι χόρεψαν κυπριακούς χορούς.

Η Αλεξάνδρα σε κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πατέρα της. Πώς θα του φαινόταν άραγε αυτός ο γάμος; Πώς θα αντιδρούσε; Τι θα έλεγε; Μάλλον, θα το εύρισκε ανόητο που η γυναίκα του θυσίασε τους τίτλους και τα πλούτη για να παντρευτεί ένα Σουηδό αρχαιολόγο. Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε.

-Πατέρα, σκέφτηκε, η μαμά είναι ευτυχισμένη και αυτό μετρά. Να είσαι και εσύ χαρούμενος για αυτή. Το αξίζει!

Μετά τον γάμο, ο Kristian κατάφερε να απουσιάσει μερικές μέρες από την αρχαιολογική αποστολή. Έτσι πήγαν  όλοι μαζί  στο Τρόοδος, την ψηλότερη οροσειρά της Κύπρου για διακοπές. Το ύψος της κορυφής του Τροόδους, φτάνει στα 1951 μέτρα. Εκεί έμειναν σε ένα από τα σπίτια που είχαν κτίσει οι Άγγλοι για να παραθερίζουν. Ήταν ένα γαμήλιο δώρο από την κυρία Jennifer Thomson προς το ζευγάρι. Τους παραχώρησε επίσης και τον οδηγό της με το αυτοκίνητο για να τους μεταφέρει εκεί, ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στη Λευκωσία.

Εδώ η Αλεξάνδρα γνώρισε μια εντελώς διαφορετική όψη της Κύπρου. Ήταν ήδη τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου και οι πρώτες καλοκαιρινές ζέστες είχαν κάμει την εμφάνισή τους στη Λευκωσία. Τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μέρας, ένοιωθαν δυσφορία, μιας και όλοι τους ήταν συνηθισμένοι σε πιο ψυχρά κλίματα. Τα σπαρτά είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν και παρόλο που υπήρχαν πανέμορφα αγριολούλουδα παντού η Κύπρος είχε ξεκινήσει να παίρνει το κιτρινωπό καλοκαιρινό της χρώμα.

Στα βουνά ο καιρός ήταν δροσερός, τα βράδια κάπως ψυχρός και  το τοπίο καταπληκτικό, ολοπράσινο. Το σπιτάκι, που τους παραχωρήθηκε βρισκόταν  μέσα στο δάσος και γύρω- γύρω έστεκαν πανύψηλα πεύκα. Η Αλεξάνδρα παραξενεύτηκε που η κορυφή των δένδρων ήταν επίπεδη. Της εξήγησαν ότι εδώ τον χειμώνα χιονίζει, το χιόνι βαραίνει τα δένδρα και προκαλεί αυτό το φαινόμενο.

Έκαναν καθημερινούς περιπάτους και απολάμβαναν την αναζωογονητική καθαρότητα του αέρα, εμπλουτισμένη με τη μυρωδιά των πεύκων. ‘Ένα άρωμα που δεν είχαν συναντήσει ποτέ στα δικά τους δάση.  Η Ελεονόρα – Μαρία μεγάλωνε εντυπωσιακά και τα μαγουλάκια της είχαν γίνει ολοκόκκινα από υγεία. Ήταν η λατρεία όλων τους. Κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες από φρούτα, κεράσια, μήλα, και ότι άλλο μπορούσαν να προμηθευτούν από τους χωριάτες των γύρω περιοχών. Έπιναν γάργαρο νερό από την πηγή και έτρωγαν φρέσκα  αβγά, ελιές χαλούμι και χωριάτικο ψωμί. Ήταν σαν να ζούσαν σ’ ένα παράδεισο, μακριά από τον πολιτισμό.

Μια μέρα ο Kristian έφυγε με ένα Άγγλο που επίσης παραθέριζε στην περιοχή και όταν επέστρεψε το βράδυ έφερε μαζί του και ένα αυτοκίνητο. Τον υποδέχθηκαν όλοι με κραυγές ενθουσιασμού. Τώρα πια θα μπορούσαν να επισκεφθούν και τα χωριά της περιφέρειας.

Από την επόμενη μέρα κιόλας άρχισαν τα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Ταξίδεψαν σε πολλά χωριά της περιοχής, όπως τον Πρόδρομο, τον Πεδουλά, το Μουτουλά, τον Καλοπάναγιωτη, το μοναστήρι του Κύκκου και φυσικά τις πανέμορφες Πλάτρες. Οι δρόμοι ήταν άθλιοι και συχνά αναγκάζονταν να κατεβούν για να σπρώξουν το αυτοκίνητο, μα και αυτό ήταν μέρος της διασκέδασής τους – μια περιπέτεια στα βουνά της Κύπρου.

Η Αλεξάνδρα για πρώτη φορά στις Πλάτρες άκουσε τα αηδόνια να κελαηδούν και μαγεύτηκε. Είδαν τα γάργαρα νερά να τρέχουν,  απόλαυσαν την πανέμορφη παρθένα φύση και τη φιλοξενία των φτωχών χωρικών.  Ήταν για όλους μια πρωτόγνωρη εμπειρία.

Ο Kristian ήταν φανερό ότι αγαπούσε τη μητέρα της. Τα δειλινά πήγαιναν περίπατο στο δάσος, μόνοι τους και  εύρισκαν χίλια θέματα να συζητήσουν. Είχαν τόσα κοινά οι δυο τους! Η Αλεξάνδρα θυμόταν ότι η μητέρα της και ο πατέρας της δε μιλούσαν ιδιαίτερα μεταξύ τους, εκτός από τα απαραίτητα οικογενειακά θέματα. Ήταν υπέροχο που έστω και τώρα η μητέρα της βρήκε ένα σύντροφο να μοιράζεται τις σκέψεις και τις απόψεις της.

Από την άλλη παρατήρησε ότι ο Kristian είχε άπειρες γνώσεις.  Τα βράδια που η Ελεονόρα – Μαρία κοιμόταν, καθόντουσαν όλοι στο σαλόνι και ο Kristian τους μιλούσε για την αρχαία ιστορία της Κύπρου. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ότι οι γνώσεις του εκτείνονταν και σε άλλα πεδία, εκτός από την ιστορία και αρχαιολογία. Τους περιέγραφε πώς η Κύπρος είχε αναδυθεί από τον βυθό της θάλασσας και ότι η γεωλογία του Τροόδους παρουσιάζει τις διαστρωματώσεις του βυθού της θάλασσας. Πολλοί επιστήμονες έρχονται να μελετήσουν το Τρόοδος για να μάθουν για τον ωκεάνιο φλοιό της γης.

Πέρασαν έτσι δύο εβδομάδες. Έπρεπε να διακόψουν τις διακοπές τους, ώστε ο Kristian να επιστρέψει στη σουηδική αποστολή και οι ίδιοι να ετοιμαστούν για το Λονδίνο. Αποχαιρέτισαν τα βουνά της Κύπρου με πόνο ψυχής. Πόσο θα ήθελαν να μείνουν και άλλο! Ευτυχώς, είχαν βγάλει αρκετές φωτογραφίες για να θυμούνται τον τόπο, αλλά και τις εμπειρίες τους.

Μόλις έφθασαν στη Λευκωσία, ο Kristian έφυγε με το αυτοκίνητο για να συναντήσει τους άλλους αρχαιολόγους. Οι ίδιοι άρχισαν να ετοιμάζονται για το ταξίδι της επιστροφής. Δεν ήξεραν πώς να καταφέρουν να χωρέσουν μέσα στις αποσκευές τους τα άπειρα αντικείμενα που αγόρασαν ή τους χάρισε η Μαρία.

Τότε ήταν που η Αλεξάνδρα κατάλαβε ότι ήταν και πάλι έγκυος. Ένοιωσε τη νέα ύπαρξη να κινείται στα σπλάχνα της και το εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα της. Η Μαρία αυθόρμητα της είπε:

-Αν είναι αγόρι να τον ονομάσετε Αντώνιο.

Αμέσως όμως μετάνιωσε, γιατί θυμήθηκε ότι είχε και ο James δικαίωμα στην ονομασία του παιδιού. Είχε άλλωστε και δικούς του γονείς. Η Αλεξάνδρα όμως την καθησύχασε:

-Ο James δε θα είχε καμία ένσταση να ονομάσουμε ένα παιδί μας Αντώνιο. Έχει συγκινηθεί πολύ από την αυτοθυσία αυτού του ανθρώπου και είμαι βέβαιη ότι θα ήθελε να τον τιμήσει. Εξ άλλου στην Αγγλία μπορούμε να δώσουμε περισσότερα από ένα ονόματα στο κάθε παιδί. Και μην ξεχνάς. Εμείς θα θέλαμε να κάνουμε πολλά παιδιά και να τιμήσουμε όλους τους ανθρώπους που συνέβαλαν στη ζωή του James και στη δική μας ζωή. Είναι και οι δικοί σου Άγγλοι γονείς και ο δικός μου πατέρας. Όλους αξίζει να διατηρηθεί η μνήμη τους.

Ξαφνικά, η Αλεξάνδρα ήρθε στην πραγματικότητα και κατάλαβε ότι το καράβι είχε απομακρυνθεί τόσο από τη στεριά που δεν μπορούσε να δει ούτε τη μητέρα της, ούτε τις ακτές της Κύπρου. Αποφάσισε να επιστρέψει στην καμπίνα τους και να ασχοληθεί με την κόρη τους. Κατεβαίνοντας όμως τα σκαλιά άρχισε να σκέφτεται κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της στην Κύπρο.

Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Η ζωή στο Λονδίνο της άρεσε. Είχε μεγαλώσει να ζει στην πολυτέλεια. Χαιρόταν το σπίτι της, τα υπέροχα έπιπλα, τους ακριβούς πίνακες, την πλούσια κοινωνική ζωή, τα θέατρα του Λονδίνου. Ήταν μια ζωή διαφορετική, άνετη. Σίγουρα δε συγκρινόταν με τον απλοϊκό τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι στην Κύπρο. Όμως εδώ είχε φως, είχε χαρά, εδώ ήταν η μητέρα της! Έβγαλε γρήγορα αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Δεν ήταν μόνη της. Ήταν και ο James, εκεί ήταν η δουλειά του. Αν η μητέρα της έμενε εδώ θα έρχονταν να τη βλέπουν, αλλά μόνο αυτό.

Η καρδιά της όμως της έλεγε άλλα…

Όταν η Αλεξάνδρα ήρθε στην καμπίνα ο  James κατέβηκε στο σαλόνι του πλοίου μήπως βρει καμιά αγγλική εφημερίδα να διαβάσει τις τελευταίες ειδήσεις. Παρασυρόμενοι από την ανέμελη ζωή των διακοπών είχαν ξεχάσει τον υπόλοιπο κόσμο και τις δολοπλοκίες του, που καθόριζαν τις τύχες των λαών.

Σε ένα τραπεζάκι του σαλονιού ήταν πεταμένη μια παλιά εφημερίδα των Times του Λονδίνου. Ήταν τουλάχιστον μιας εβδομάδας. Δεν είχε όμως σημασία. Η δική του ενημέρωση για τις ειδήσεις στο κόσμο ήταν τουλάχιστον τριών μηνών παλαιότερη. Την πήρε στα χέρια του, παράγγειλε ένα τσάι και άρχισε να διαβάζει. Εκείνο που τράβηξε την προσοχή του ήταν ένα άρθρο από ένα έγκριτο Άγγλο δημοσιογράφο σχετικά με τις τελευταίες πολιτικές  εξελίξεις στη Γερμανία.

Ο James είχε υπηρετήσει σαν γιατρός στον τελευταίο πόλεμο από το 1914 μέχρι το 1918 και είχε ζήσει όλη την αθλιότητα και βαρβαρότητα. Ο απολογισμός: 8.500.000 νεκροί στρατιώτες και 14.500.000 άμαχοι. Ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ ότι υπάρχει πόλεμος με ιδεολογικό υπόβαθρο. Ίσως, κάποια απελευθερωτικά κινήματα, μα και για αυτά πιθανόν να μπορούσε να βρεθεί άλλος τρόπος διεκδίκησης.

Έγραφε λοιπόν αυτός ο δημοσιογράφος για κάποιο ανερχόμενο Γερμανό  πολιτικό με το όνομα Αδόλφος Χίτλερ. Τον χαρακτήριζε ιδεολόγο, φανατικό και εθνικιστή. Θανατηφόρος συνδυασμός, σκέφτηκε ο James. Σαν ιδεολόγος εμπνέει τα πλήθη γιατί τους μιλά για κάποιες μεγάλες αξίες, που τους παρασύρουν. Σαν φανατικός δεν έχει κανένα περιθώριο συνδιαλλαγής, μα το χειρότερο σαν εθνικιστής υποστηρίζει όλα τα  θετικά και όλα τα συμφέροντα που αφορούν τη δική του φυλή, αγνοώντας τα δικαιώματα των άλλων λαών. Τέτοιοι ανθρώπου είναι αυτοί που προκαλούν τους πολέμους. Και αυτή τη στιγμή απευθύνεται σε ένα λαό που έχει ηττηθεί, είναι φτωχός και νοιώθει ντροπιασμένος. Σίγουρα βρίσκει άπλετο χώρο για απήχηση ανάμεσα στα πλήθη.

Και συνέχιζε ο δημοσιογράφος. Ο Αδόλφος Χίτλερ δοκίμασε το 1923 ένα αποτυχημένο πραξικόπημα στο Μόναχο για το οποίο καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και εκτέλεσε μόνο ένα. Ακόμα μια  απόδειξη πως οι αρχές έχουν ανοχή σε τέτοιες ιδεολογίες. Στη φυλακή έγραψε το πρώτο τόμο του βιβλίου του, το οποίο έκδωσε το 1925 με τον τίτλο «Mein Kampf», (Ο Αγών μου). Στη συνέχεια το 1926 εξέδωσε και το δεύτερο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο. Και στα δύο βιβλία εξηγεί με σαφήνεια τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1925 πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του Ναζιστικού κόμματος. Είχε μπει για καλά στην πολιτική και φαίνεται ότι οι στόχοι του είναι υψηλοί.

Καταλήγοντας ο αρθρογράφος εξέφραζε τις ανησυχίες του για το μέλλον της Ευρώπης εστιάζοντας σε ένα ενδεχόμενο δεύτερο πόλεμο που θα προερχόταν από την ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία. Ηγέτες με τα ρητορικά χαρίσματα και τον φανατισμό του Χίτλερ θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τα πλήθη και να τον προκαλέσουν.

Ο  James τρόμαξε. Δεν είχε καμία διάθεση να ζήσει ένα δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Προπάντων τώρα που είχε οικογένεια. Η Αλεξάνδρα ήταν έγκυος το δεύτερό τους παιδί. Όχι, ψιθύρισε. Αν οι λαοί της Ευρώπης ήθελαν να ξανασκοτωθούν μεταξύ τους, αυτός δε θα συμμετείχε σε αυτή την παράκρουση.

Και τότε για πρώτη φορά έλαμψε μια ιδέα στο μυαλό του. Θα παρακολουθούσε την εξέλιξη των γεγονότων και αν φαινόταν ότι τα τύμπανα του πολέμου θα ηχούσαν και πάλι, θα έφευγαν από το Λονδίνο. Ένοιωσε ότι είχαν ένα τόπο να ζήσουν. Αυτό το νησί το αγάπησε. Ναι, αυτό το νησί θα μπορούσε να γίνει μια δεύτερη πατρίδα για τον James  και την οικογένειά του.

Φυσικά, δε θα ήταν εύκολο να αφήσουν το Λονδίνο και τη ζωή τους εκεί, όμως δε θα επέτρεπε να ζήσει η οικογένειά του ένα Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέσσερα χρόνια στην πρώτη γραμμή του πολέμου, σε πρόχειρα νοσοκομεία, να ακρωτηριάζει ανθρώπους και να βλέπει νέα παιδιά να πεθαίνουν, μόνα, μακριά από τους αγαπημένους τους, ήταν αρκετά. Είχε προσφέρει στην πατρίδα του ότι του αναλογούσε.

Θυμήθηκε τα φοιτητικά του χρόνια, τον ιδεαλισμό που εμπότιζε τα όνειρά του τότε, και έδινε δύναμη στην ψυχή του. Ήθελε να σπουδάσει γιατρός για να προσφέρει στους φτωχούς και αδύναμους. Η Κύπρος ήταν μια φτωχή χώρα και σίγουρα χρειαζόταν γιατρούς. Ήταν βέβαιος ότι οι υπηρεσίες του εδώ θα ήταν πολύ πιο σημαντικές από το Λονδίνο.

Φυσικά, δε θα έπρεπε να βιαστεί να  πάρει τέτοια απόφαση. Ήταν όμως μια σοβαρή επιλογή σε περίπτωση που η Ευρώπη θα παρασυρόταν και πάλι σε πόλεμο. Και ήταν βέβαιος, όλη η οικογένεια θα ήταν ευτυχισμένη σε αυτό το νησί. Στη Λευκωσία είχε ιδρυθεί ένα πολύ υψηλού επιπέδου αγγλικό σχολείο, το Newham  και έτσι τα παιδιά του δε θα στερούντο μόρφωσης. Αυτά ήταν σοβαρά επιχειρήματα που θα εξασθένιζαν οποιαδήποτε αντίθετη άποψη. Παρόλα αυτά χαμογέλασε.

-Βεβιασμένες σκέψεις, σκέφτηκε. Είμαι επηρεασμένος από τη στεναχώρια του αποχωρισμού και καταλήγω να σκέφτομαι αφήσω το Λονδίνο. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!

Σηκώθηκε και ξεκίνησε για την καμπίνα του αφήνοντας την εφημερίδα στο τραπεζάκι, αποφασισμένος να μην ξανασκεφτεί το θέμα. Όμως το ενδεχόμενο είχε πάρει μια θέση στο πίσω μέρος του μυαλού του και περίμενε να εμφανιστεί, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν.

 

Βιβλιιογραφια:

Τροόδος

Φωτογραφία: Μια εξοχική κατοικία των Βρετανών στο Τρόοδος

 

8 responses to “Μαρία (Κεφάλαιο 20)”

  1. Μόνικα Ανδρέου says:

    Πώς ξετυλίγεται το νήμα του παραμυθιού!!!!

    • Maria Atalanti says:

      Καμιά φορά δεν ξέρουμε αν είναι παραμύθι. Στη σφαίρα των πιθανοτήτων όλα είναι δυνατά!

  2. Tassou-Redor says:

    Maria, einai ekpliktiko to historiko thema pou anoikses gia na sinexiseis to mythistorima sou.Tha dwsei stous neous mia europaiki historia pou den tin kseroun kala.
    Bravo!

    • Maria Atalanti says:

      Δεν ξέρω Άννα μου αν οι νέοι διαβάζουν το μυθιστόρημά μου. Περισσότερο θα ήθελα να δείξω ότι όσο όμορφα και αν φαίνονται τα γεγονότα σίγουρα στη στροφή του δρόμου περιμένουν και οι καταστροφές. Και οι Ευρωπαίοι δεν έμαθαν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και προχώρησαν σε δεύτερο. Το χειρότερο κατά τη γνώμη είναι ότι επικαλούνται τα φιλοπατριωτικά αισθήματα των λαών για να προωθούν τους πολέμους. Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στους πατριωτικούς παιάνες. Τις περισσότερες φορές είναι παγίδες.

  3. Georgia Gouti says:

    Η συνέχεια της μυθοπλασίας είναι ενδιαφέρουσα. Το κουβάρι της ζωής της κατάφερε να το ξεδιπλώσει και να αρχίζει να έχει και ευχάριστες στιγμές στη ζωή της. Σημαντικές είναι και οι πληροφορίες που δίνεις για την Κύπρο και τα γεγονότα που εξελίσσονται τη περίοδο εκείνη. Ίσως κάποτε μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Μπράβο σου συνέχισε δυνατά

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ Γεωργία μου. Τα γεγονότα συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο της ιστορικής εποχής που ζουν οι ήρωες της ιστορίας. Οι άνθρωποι όμως και οι αντιδράσεις τους, διαχρονικά, παραμένουν οι ίδιες.

  4. ANDREAS MARKIDES says:

    It flows beautifully. Well done!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *