Μαρία (Κεφάλαιο 2)

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 12/09/2021

Back to Blog

(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)

Λονδίνο 1925

Η Λαίδη Mary William Moore καθόταν στο πίσω μέρους του αυτοκινήτου της, φεύγοντας από το γραφείο του δικηγόρου της οικογένειας στο κεντρικό Λονδίνο. Ήταν μια πολύ κομψή κυρία, γύρω στα 50 –  55. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά, στο ύψος των αυτιών,  σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Φορούσε ένα γκρι φόρεμα ριχτό, με μια φαρδιά ζώνη, χαλαρά δεμένη κάτω από τη μέση. Μία μακριά  σειρά από μαργαριτάρια, που έφτανε κάτω από το στήθος, ήταν το μοναδικό στολίδι στην αμφίεσή της. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μικρό καπέλο, εφαρμοστό, με ένα μικρό βέλο που σκέπαζε ελαφρά τα μάτια της. Ήταν συγχρόνως πολύ μοντέρνα, αλλά και αριστοκρατικά κομψή. Με το γαντοφορεμένο χέρι της έγνεψε στον οδηγό να προχωρήσει για το σπίτι.

Αναστέναξε με ανακούφιση. Επιτέλους είχε διευθετήσει όλα τα κληρονομικά, μετά το θάνατο του συζύγου  της του Λόρδου William Moore, από ανακοπή καρδίας, στα εξήντα του χρόνια. Τα είχε αφήσει όλα στην κόρη της, το σπίτι, τα μετρητά και τον πύργο στην εξοχή. Για τον εαυτό της κράτησε μόνο την περιουσία που είχε πάρει από τους γονείς της. Δεν ήταν καθόλου μεγάλη σε σύγκριση με αυτή του συζύγου της, όμως για αυτή ήταν αρκετή για να έχει ένα ετήσιο εισόδημα και να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή. Δεν είχε ανάγκη από μεγαλεία.

Ήταν ευτυχισμένη που ο άνδρας της πρόλαβε να παντρέψει την κόρη τους με τον James Macdonald, ένα αριστοκράτη σκωτσέζικης καταγωγής, πολύ μορφωμένο, που δίδασκε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η κόρη της τον γνώρισε κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν αυτή βοηθούσε σαν νοσοκόμα και εκείνος ήταν γιατρός. Αρχικά ο άνδρας της διαφωνούσε με αυτό το γάμο. Ήθελε η κόρη του να παντρευτεί ένα αριστοκράτη με τίτλο, όπως ήταν και ο ίδιος, όμως  αυτή τον έπεισε ότι  οι μορφωμένοι άνθρωποι θα  ήταν η νέα ελίτ της χώρας, όπως θα διαμορφωνόταν μετά τον Πόλεμο. Ο James την ευγνωμονούσε γι’ αυτό, γιατί πραγματικά αγαπούσε την Αλεξάνδρα, την κόρη της.

Η Μαίρη ένοιωθε πολλές τύψεις σαν μητέρα. Γέννησε την κόρη της τον Ιούνιο του  1897. Ο σύζυγός της διορίστηκε αξιωματικός στις Ινδίες, τον Αύγουστο του 1898 και μητέρα και κόρη, τον ακολούθησαν. Μέχρι το 1907 η Μαίρη φρόντιζε για τις σπουδές της κόρης της η ίδια, μια και ήταν ασυνήθιστα μορφωμένη και καλλιεργημένη σε σχέση με τις άλλες Αγγλίδες της εποχής της. Όμως τότε ο σύζυγός της σκέφτηκε ότι οι Ινδίες δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για την ανατροφή μίας Αγγλίδας αριστοκράτισσας και αποφάσισε να τη στείλει στην Αγγλία, εσώκλειστη σε σχολείο για κορίτσια. Όσο και αν διαφώνησε μαζί του η Μαίρη, στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσει. Όταν τον  απείλησε ότι θα επιστρέψει και η ίδια στην Αγγλία για να είναι κοντά στην κόρη της, της υπενθύμισε την προγαμιαία της δέσμευση ότι θα έμενε μαζί του, όπου και αν βρισκόταν αυτός.

Έτσι το μόνο που μπόρεσε να καταφέρει ήταν να συνοδέψει την κόρη της στο The Cheltenham Ladies’ College και να την αποχαιρετίσει. Ευτυχώς, έπεισε τη μητέρα της να φύγει από την Κύπρο και να μετακομίσει στο Λονδίνο για να είναι κοντά στην Αλεξάνδρα. Εκείνη επέστρεψε στις Ινδίες.

Από τότε οι σχέσεις της με τον άνδρα της ήταν ψυχρές και τυπικές. Τήρησε την προγαμιαία υπόσχεση που του είχε δώσει αλλά απομακρύνθηκε από κοντά του.

Τώρα πια ήταν ελεύθερη. Για πρώτη φορά! Ήταν πολύ παράξενο το συναίσθημα. Κανένας, από αυτούς που διαφέντευαν τη ζωή της και επέλεγαν για αυτή ποια  πορεία θα ακολουθούσε, δε ζούσε πια. Οι γονείς της είχαν πεθάνει εδώ και καιρό και δύο χρόνια πριν είχε χάσει και τον σύζυγό της. Το μόνο δικό της πλάσμα που είχε στο κόσμο ήταν η Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα της ήταν ανεξάρτητη και δυναμική. Σε αυτό έμοιασε στη μητέρας της, έστω και αν στην όψη έμοιαζε με τον πατέρα της.

Είχε αποφασίσει να μιλήσει στην Αλεξάνδρα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Η Αλεξάνδρα είχε μεγαλώσει σαν Αγγλίδα αριστοκράτισσα, περήφανη για την καταγωγή της και για τους τίτλους που έφερε η οικογένειά της. Ήταν ένα επώνυμο μέλος της βρετανικής αυτοκρατορίας και οτιδήποτε άλλο, ήταν κατά κάποιο τρόπο υποδεέστερο.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα την επισκεπτόταν για να την ενημερώσει για τη μεταφορά όλη της περιουσίας του πατέρα της, στο όνομά της. Θα της παρέδιδε και όλους τους σχετικούς τίτλους. Και τότε θα της μιλούσε και θα της ανακοίνωνε την απόφασή της να επιστρέψει στην Κύπρο. Με όποιο κόστος.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι της στο Notting Hill. Ευχαρίστησε τον οδηγό και κατέβηκε.

Πίνοντας σε λίγο το τσάι της στο γραφείο της, και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τον κήπο, προσπάθησε να ετοιμάσει τα λόγια της και να βάλει σε σειρά τι θα έλεγε στην κόρη της. Άσχετα με την όποια πιθανή αντίδραση της Αλεξάνδρας, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι η ίδια δε θυμόταν πολλά πράγματα. Οι αναμνήσεις της ήταν θολές και συγκεχυμένες.

Χρόνια οι γονείς της και ιδιαίτερα η μητέρα της Evelyn McCain προσπαθούσαν να την κάμουν να ξεχάσει. Και αν δεν ξεχνούσε, δε θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ, να μιλήσει για αυτό.

Έκλεισε τα μάτια και έφερε στο νου της τις πρώτες εικόνες από τη ζωή της. Μια γριά που μιλούσε τούρκικα να την προστατεύει και να μην αφήνει εκείνη τη γυναίκα με τα μικρά λοξά μάτια να την κτυπήσει με τη βέργα. Ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες; Μήπως είμαι Τουρκάλα; Σκέφτηκε. Μα γιατί με έλεγαν Μαρία; Θα ήθελε τόσο πολύ να βρει τη γριά! Μα πώς θα ήταν αυτό δυνατό; Αποκλείεται να ζούσε.

Έπειτα, θυμήθηκε τον δάσκαλο. Στη σκέψη του χαμογέλασε. Αυτό τον θυμόταν καλά. Τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά πριν φύγει από την Κύπρο. Αυτός της έμαθε να γράφει να διαβάζει, της έμαθε αγγλικά, γαλλικά, να μελετά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Της είχε μάθει ακόμα και τούρκικα. Τον έλεγαν Αντώνιο Φιλίππου. Άραγε αυτός ζούσε; Πολύ απίθανο.

Ένοιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά. Για αυτή ήταν ο πατέρας της. Παρόλο που ο Michael McCain, στρατιωτικός διοικητής Λευκωσίας, τη λάτρευε και ήταν λιγότερο αυστηρός μαζί της από τη μητέρα της, εκείνη βαθιά μέσα στην καρδιά της, θεωρούσε το δάσκαλο πατέρα της. Εκείνος της έμαθε σχεδόν όλα όσα ήξερε και της άνοιξε τη λεωφόρο της γνώσης.

Ξαναπροσπάθησε να θυμηθεί. Πέραν από τις συγκεχυμένες αναμνήσεις στο τούρκικο σπίτι, οι υπόλοιπες αναμνήσεις της άρχιζαν στο σπίτι των γονιών της. Όταν πήγε εκεί πρέπει να ήταν γύρω στα εφτά με οκτώ. Θυμόταν ότι στην αρχή έμενε σε ένα δωμάτιο και ο δάσκαλος ερχόταν κάθε μέρα και τη δίδασκε. Ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ακόμα και Λατινικά. Όταν εύρισκε ευκαιρία της δίδασκε και τούρκικα. Εκείνη μάθαινε εύκολα, δεν ξεχνούσε τίποτα.

Μετά ερχόταν η μητέρα της,  της μάθαινε καλούς τρόπους και διόρθωνε την προφορά της στα αγγλικά. Μα πάνω απ’ όλα της μάθαινε να έχει αυτοπεποίθηση. Δε θυμόταν πόσο καιρό διήρκεσε αυτό. Πάντως, όταν αποφάσισαν να τη βγάλουν έξω και να την παρουσιάσουν στους φίλους των γονιών της, ήταν μία τέλεια Αγγλίδα δεσποινίς με άπταιστους τρόπους και καλλιέργεια. Είχαν εξηγήσει στο κύκλο τους ότι η κόρη τους μόλις είχε επιστρέψει από ένα σχολείο στην Ελβετία. Η μητέρα της, της είχε απαγορεύσει να μιλά για την προηγούμενή της ζωή και σχεδόν είχε πιστέψει ότι έτσι γεννήθηκε και ότι ήταν η κόρη του ζεύγους McCain. Η δεσποινίδα  Mary McCain, που όλοι θαύμαζαν.

Όμως στα όνειρα και στους εφιάλτες της έβλεπε συχνά το τούρκικο σπίτι, εκείνη την άσχημη γυναίκα με τα μικρά μάτια να την κυνηγά και τη γριά να την προστατεύει. Μερικές φορές ξυπνούσε μέσα στη νύχτα και ούρλιαζε, αλλά αυτές τις φορές ο εφιάλτης ήταν χειρότερος. Έβλεπε ένα άντρα να σκύβει από πάνω της και να τη χαϊδεύει με τα χοντρά του χέρια, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν. Και σε αυτές τις περιπτώσεις ερχόταν η γριά γυναίκα  να την προστατεύσει. Τα πρώτα χρόνια του γάμου της, όταν ξυπνούσε μες τη νύχτα ουρλιάζοντας, ο σύζυγός της προσπάθησε να καταλάβει το λόγο. Ποτέ δεν του μίλησε όμως. Δεν ήταν πληροφορία αυτή να τη μάθει ένας Άγγλος Λόρδος!

Στην πραγματικότητα δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανένα για το παρελθόν της. Για όλους ήταν η Mary McCain, μια καλοαναθρεμμένη Αγγλίδα αριστοκράτισσα. Οτιδήποτε άλλο θα έβαζε σε κίνδυνο τη δική της θέση και τη θέση των γονιών της στην αγγλική κοινωνία. Τώρα όμως έπρεπε να μιλήσει στην κόρη της. Και τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα, γιατί και η κόρη της ήταν μέλος αυτής της κοινωνίας των αριστοκρατών και παράλληλα είχε τον εκρηκτικό χαρακτήρα του πατέρα της.

Είχε βραδιάσει όταν αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα να σκέφτεται άλλο. Δεν είχε καταλήξει  πώς θα εξηγούσε στην Αλεξάνδρα τους λόγους που ήθελε να επιστρέψει στην Κύπρο.

Ξαφνικά θυμήθηκε το έγγραφο που βρήκε στο γραφείο του πατέρα της μετά το θάνατο του, καλά κρυμμένο στο διπλό πάτο ενός συρταριού. Ήταν το έγγραφο της υιοθεσίας της. Έψαξε και το βρήκε, εκεί που το φύλαξε. Με αυτό θα άρχιζε τη συνομιλία με την κόρη της!

Η λαίδη Mary William Moore επέλεξε να επισκεφθεί την κόρη της ημέρα Τετάρτη. Την ημέρα αυτή το υπηρετικό προσωπικό είχε έξοδο και ο σύζυγος της Αλεξάνδρας θα έλειπε στην εργασία του. Έτσι όποια και αν ήταν η αντίδραση της κόρης της, δε θα υπήρχε κανένας να ακούσει. Η συνομιλία τους θα ήταν ιδιωτική.

Άρχισε με την παραχώρηση σε εκείνη όλης της περιουσίας του πατέρα της. Η Αλεξάνδρα έμεινε έκπληκτη. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο. Κάποιος θα περίμενε ότι η μητέρα της θα εξακολουθούσε να ζει την πλούσια ζωή με την οποία ήταν συνηθισμένη, για πολλά χρόνια ακόμα. Δεν ήταν δα και τόσο γριά! Αντίθετα, ήταν μια ιδιαίτερα ωραία κυρία, που όλες τη ζήλευαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει την απόφασή της.

-Θα φύγω από το Λονδίνο, συνέχισε η μητέρα της. Θα επιστρέψω στην Κύπρο. Τα χρήματα που μου άφησαν οι γονείς μου είναι αρκετά για να ζω εκεί.

-Και γιατί να το κάνεις αυτό; Ρώτησε έκπληκτη η Αλεξάνδρα. Τώρα που εγώ παντρεύτηκα και θα κάνω παιδιά εσύ θα φύγεις; Πότε επιτέλους θα είσαι δίπλα μου όταν σε χρειάζομαι! Τι νόημα έχει αυτή η κίνησή σου; Και πού θα μένεις εκεί; Δεν έχεις κανένα στην Κύπρο και από ότι ξέρω είναι ένας πολύ υποανάπτυκτος τόπος σε σχέση με το Λονδίνο. Είναι παράλογο αυτό που μου λες.

Η Μαίρη δεν απάντησε, απλά της έδωσε το έγγραφο της υιοθεσίας. Η Αλεξάνδρα το διάβασε πολλές φορές μέχρι να καταλάβει τι έλεγε. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Τώρα πια δε μιλούσε. Φώναζε:

-Μου λες ότι είσαι υιοθετημένη; Και τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις από πού προέρχεσαι; Τι νόημα έχει αυτό; Σε τι θα σε ωφελήσει. Απλά θα μας προσβάλεις και θα δώσεις τροφή σε κουτσομπολιά. Τι θα πω εγώ στον άντρα μου;

Πριν προλάβει να απαντήσει η Μαίρη, μια φωνή ακούστηκε από το πόρτα του δωματίου. Γύρισαν και οι δύο έκπληκτες και είδαν τον James, το σύζυγο της Αλεξάνδρας, να στέκεται και να παρακολουθεί τη συνομιλία τους.

-Αγάπη μου μη μιλάς έτσι στη μητέρα σου, είπε στην Αλεξάνδρα. Η Μαίρη έχει δικαίωμα να μάθει από πού προέρχεται και εμείς θα τη βοηθήσουμε.

-Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Ψέλλισε η Αλεξάνδρα.

-Δεν έχει σημασία αυτό. Ήρθα να πάρω κάτι που ξέχασα και άκουσα τη συνομιλία σας. Η μητέρα σου Αλεξάνδρα, ήταν πάντοτε, κάτω από την καθώς πρέπει της συμπεριφορά, μελαγχολική και τώρα καταλαβαίνω το λόγο. Ήξερα ότι ο πατέρας σου διαφέντευε τη ζωή της – εσύ άλλωστε μου είπες ότι ήταν δική του απόφαση να σε στείλουν εσώκλειστη στο Λονδίνο, και εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά, μα δεν μπόρεσε να του αλλάξει γνώμη. Είναι κρίμα, αγάπη μου, να την αποπαίρνουμε, ας την ακούσουμε και ας σχεδιάσουμε μαζί αυτό το ταξίδι.

Η Μαίρη που έκλαιγε σιωπηλά, κατά τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας, άρχισε τώρα να κλαίει με αναφιλητά και δεν μπορούσε να σταματήσει. Για πρώτη φορά στη ζωή της, τη μυστική ζωή της, είχε ένα σύμμαχο και τα συναισθήματα που την έπνιγαν περισσότερο από πενήντα χρόνια, άρχισαν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν ένας ασταμάτητος χείμαρρος.

Η Αλεξάνδρα, που για πρώτη φορά στη ζωή της είχε δει τη μητέρα της να κλαίει, έτρεξε και την αγκάλιασε και της ζητούσε συνεχώς συγνώμη.

Όταν η Μαίρη κατάφερε να συγκροτήσει τον εαυτό της και να δώσει τέλος σε αυτή την έντονα συναισθηματική στιγμή, κάθισαν και οι τρεις τους αναπαυτικά και η Μαίρη άρχισε να τους διηγείται τι θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια. Τους εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη της, ότι ίσως να ήταν  μουσουλμάνα, παρόλο που την έλεγαν Μαρία.

Τότε η Αλεξάνδρα έτρεξε στο δωμάτιό της και επέστρεψε κρατώντας ένα κουτάκι.

-Μου το έδωσε η γιαγιά Evelyn, όταν ήρθα να μείνω στο Λονδίνο και έκλαιγα που δεν ήταν μαζί μου η μητέρα μου. Μια μέρα μου έδωσε αυτό το κουτάκι και μου είπε ότι ανήκε στη μητέρα μου και να το έχω πάντοτε μαζί μου για να τη θυμάμαι.

Άνοιξε το κουτάκι και έβγαλε από μέσα ένα χρυσό σταυρό. Ήταν ένας απλός σταυρός, σαν αυτούς που φορούσαν οι ορθόδοξοι στην Κύπρο, όπως εξήγησε η Μαίρη. Η ίδια όμως δεν τον θυμόταν. Πιθανόν, να τον φορούσε όταν πήγε να μείνει στο σπίτι της μητέρας της και εκείνη της τον αφαίρεσε, για να μην έχει τίποτε που να τη συνδέει με το παρελθόν της.

Έμεναν πολύ αργά εκείνο το βράδυ και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, για να μην ακούσουν οι υπηρέτες,  που είχαν εν τω μεταξύ επιστρέψει. Η Μαίρη συμφώνησε ότι όλες οι κινήσεις θα έπρεπε να γίνουν διακριτικά, γιατί δεν υπήρχε λόγος να διαρρεύσει το μυστικό τους και να δώσουν τροφή για κουτσομπολιά.

Κατέληξαν στα πιο κάτω δεδομένα και κινήσεις που έπρεπε να κάνει η Μαίρη, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα:

Μετά από τόσα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να βρουν την αλήθεια όμως η Μαίρη θα προσπαθούσε.

Η παρουσία της στο τούρκικο σπίτι αποτελούσε ένα μυστήριο και ίσως αυτό να ήταν το κλειδί για την καταγωγή της.

Ο μόνος άνθρωπος που πιθανόν να ήξερε κάτι ήταν ο δάσκαλος Αντώνιος Φιλίππου, που ήταν απίθανο να ζούσε. Η Μαίρη θυμήθηκε ότι όταν θα έφευγε από την Κύπρο της είχε υποσχεθεί ότι θα έψαχνε να βρει το παρελθόν της. Μετά όμως δεν υπήρξε καμιά αλληλογραφία μεταξύ τους. Δεν ήρθαν ποτέ δικά του γράμματα, αλλά φαίνεται δεν πήγαν ποτέ και τα δικά της. Η αλληλογραφία γινόταν μέσω του αγγλικού στρατού και σίγουρα η μητέρα της φρόντισε να μη συνεχιστεί η επικοινωνία μεταξύ τους.

Ο χρυσός σταυρός, ήταν μια απόδειξη για τη χριστιανική καταγωγή της, όμως τίποτα περισσότερο. Ήταν ένας πολύ συνηθισμένος σταυρός, που απλά υπονοούσε ότι η οικογένειά της ήταν αρκετά ευκατάστατη, ώστε να της τον χαρίσει.

Η πράξη υιοθεσίας δεν έλεγε τίποτε για την οικογένειά της. Ανέφερε απλά, «ορφανό παιδί, αγνώστων γονέων».

Η πρώτη κίνηση που θα έκανε ήταν να γράψει στη γυναίκα του νυν στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας και να της εξηγήσει ότι προβλήματα υγείας την ανάγκαζαν να εγκαταλείψει το Λονδίνο και θα ήθελε να επιστρέψει στην Κύπρο για κάποιο χρονικό διάστημα. Θα την παρακαλούσε να της βρει σπίτι στη Λευκωσία.

Πριν αποχαιρετιστούν εκείνο το βράδυ, ο γαμπρός της, της πήρε το χέρι και τη διαβεβαίωσε.

-Μην ανησυχείς Μαίρη. Θα έρθουμε να σε δούμε στην Κύπρο.

Εκείνη τη νύχτα, ένοιωσε πραγματική ασφάλεια για πρώτη φορά στη ζωή της. Ένοιωσε ότι δεν ήταν μόνη και ότι είχε δικούς της ανθρώπους που θα στέκονταν στο πλευρό της. Έκλαψε από ευτυχία.

Το ταξίδι στο ομιχλώδες παρελθόν της είχε ξεκινήσει.

 

Φωτογραφία: https://mattsko.com/2018/05/08/london-1920s-1930s/

 

 

 

 

9 responses to “Μαρία (Κεφάλαιο 2)”

  1. MONIKA ANDREOU says:

    Ωραία πλοκή!

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ πολύ! Είναι σημαντικό για μένα να το βρίσκετε ενδιαφέρον.

  2. Georgia Gouti says:

    Έχει μεγάλο ενδιαφέρον πως μπλέκονται οι ζωές των ηρώων σου. Περιμένουμε……..

  3. Tassou-Redor says:

    Exeretiko Maria mou.Perimenw to kefalaio 3
    Stin kato paragrafo nomizw pos einai stin mitera -sou-
    Αγάπη μου μη μιλάς έτσι στη μητέρα του, είπε στην Αλεξάνδρα. Η Μαίρη έχει δικαίωμα να μάθει από πού προέρχεται και εμείς θα τη βοηθήσουμε.

  4. Ροδούλα Σερδάρη says:

    Πολύ ωραία, ανατρεπτική πλοκή Μαρία μου!
    Μπράβο σου!

  5. Georgia Ioannou says:

    Εξαιρετικό… Πολύ καλό Μαρία μου πάω για το τρίτο κεφάλαιο

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *