
Μαρία (Κεφάλαιο 18)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 02/01/2022
Back to Blog(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία άνοιξη 1927
-Πώς κατάλαβες ότι ήμουν εγώ, η Μαρία, αυτή που σε έψαχνε; Τη ρώτησε, όσο πιο ευγενικά μπορούσε
-Είχα ακούσει κάτι μέσες άκρες τότε που εκείνος ο δάσκαλος επισκέφτηκε τη μάνα Αϊσέ και κατάλαβα ότι σε πήρε η Εγγλέζα που ήρθε τότε στο σπίτι. Ήταν εύκολο να καταλάβω ποια ήταν η Εγγλέζα κυρά που έψαχνε, τώρα, εμένα. Τι θέλεις λοιπόν; Ρώτησε απότομα
-Αρχικά θα ήθελα να σε κεράσω κάτι, πρότεινε η Μαρία. Θα ήθελες ένα τσάι, ένα καφέ;
-Δε θέλω τίποτα. Πες μου μόνο τι με ήθελες;
Πριν απαντήσει η Μαρία πήγε στον μπουφέ και πήρε το κουτί με τα ακριβά ελβετικά σοκολατάκια που της είχε φέρει η κόρη της. Κέρασε την Εμινέ, που πρώτη φορά στη ζωή της είχε δει ή είχε γευτεί σοκολάτα. Της άρεσαν τόσο πολύ που πήρε και δεύτερο.
-Πάρε όλο το κουτί. Είναι δικό σου, της είπε η Μαρία. Σε έψαχνα Εμινέ γιατί ήθελα να σε ρωτήσω αν γνώριζες κάτι για την καταγωγή μου. Πέρασα όλη τη ζωή μου μη γνωρίζοντας ποια είμαι και από πού έρχομαι. Τώρα πια ήρθαν στην κατοχή μου κάποια στοιχεία που μου άφησε ο δάσκαλός μου, ο Αντώνιος Φιλίππου, όπως του τα είπε η μάνα Αϊσέ και έτσι γνωρίζω την καταγωγή μου. Αν ξέρεις όμως κάτι περισσότερο για τους γονείς μου, μια και ζεις στην Πάφο, θα ήθελα να μου το πεις.
Η Εμινέ, μασουλώντας τα σοκολατάκια απάντησε, γεμάτη πικρία:
-Βλέπω εσύ έχεις και κόρη! Και εξακολουθείς να είσαι όμορφη! Και πλούσια! Ενώ εγώ είμαι μια άσχημη γριά που ποτέ δεν έκαμε παιδιά και έζησα όλη τη ζωή μου να υπηρετώ τον αφέντη Σουλεϊμάν, τη στριμμένη γυναίκα του τη Φατμά και τη μάνα Αϊσέ. Δεν παντρεύτηκα όσο ήμουν νέα, δεν έχω παιδιά, δεν έχω τίποτε στη ζωή μου!
-Εμένα με έκλεψαν από τους γονείς μου, τόλμησε να πει η Μαρία.
-Και τι μ’ αυτό; Συνέχισε η Εμινέ. Εμένα οι γονείς μου με έδωσαν στη μάνα Αϊσέ γιατί δεν είχαν να με ταΐσουν και δε νοιάστηκαν ποτέ για μένα. Εσύ ήσουν πάντα η όμορφη, η τυχερή. Σε αγαπούσε η μάνα Αϊσέ, εμένα κανείς δε με αγαπούσε.
Η Μαρία δεν περίμενε ποτέ να βρεθεί άνθρωπος που θα τη ζήλευε για την άθλια ζωή που έκανε στο τούρκικο σπίτι. Και όμως, αυτή η γερασμένη γυναίκα απέναντί της, τη θεωρούσε πιο τυχερή από την ίδια!
-Δεν μπορεί, η μάνα Αϊσέ θα σε αγαπούσε, είπε η Μαρία. Ήταν πολύ καλή γυναίκα.
-Ναι, ήταν τόσο καλή που μου άφησε το σπίτι της στα Βρέτσια, όταν πέθανε. Μα εγώ είχα πια γεράσει και δεν έκανα παιδιά. Παντρεύτηκα τότε ένα χήρο μεθύστακα που με ξυλοφόρτωνε χωρίς λόγο και ευτυχώς πέθανε σε μερικά χρόνια. Τώρα μένω μόνη μου και περιμένω να πεθάνω. Τίποτε άλλο.
Η καρδιά της Μαρίας βάρυνε από αυτή την πικρή εξομολόγηση της Εμινέ. Ήταν δύσκολο να αντιτάξει οποιοδήποτε επιχείρημα στα ωμά λόγια που άκουσε. Παρόλα αυτά απάντησε με θετικό πνεύμα, προσπαθώντας να ενθαρρύνει αυτή την απογοητευμένη από τη ζωή, γυναίκα.
-Και όμως, Εμινέ, ζεις στο χωριό σου, έχεις το δικό σου σπίτι, είσαι ανεξάρτητη. Είμαι βέβαιη ότι εκεί έχεις και συγγενείς και φίλους. Αφού δεν έκανες δικά σου παιδιά, θα μπορούσες να βοηθάς τους δικούς σου με τα δικά τους παιδιά. Εγώ δεν ήμουν παιδί των γονιών που με μεγάλωσαν και όμως με αγάπησαν με την ίδια δύναμη που αγαπούν οι φυσικοί γονείς. Όταν δώσεις αγάπη θα πάρεις αγάπη, έτσι λειτουργούν οι νόμοι της φύσης.
Η Εμινέ την κοίταξε χωρίς να απαντήσει. Κατά βάθος εύρισκε δίκαιο στα επιχειρήματα της Μαρίας, όμως είχε συνηθίσει στην αυτολύπηση και τη βόλευε αυτή η αντιμετώπιση της ζωής της. Αγνόησε τα τελευταία λόγια της Μαρίας και συνέχισε, απαντώντας στο αρχικό της ερώτημα:
-Όταν χάθηκες σε σκεφτόμουν συχνά και σε ζήλευα. Φανταζόμουν ότι έγινες βασίλισσα και ταξίδευες με μια χρυσή άμαξα. Ήθελα να έρθει κάποιος να πάρει και μένα από το απαίσιο εκείνο σπίτι. Όταν πέθαναν όλοι και πήγα στην Πάφο, στο χωρίο μου τα Βρέτσια, άρχισα να ρωτώ για σένα. Λίγοι θυμόντουσαν την ιστορία σου. Είχαν περάσει πολλά χρόνια και ο καθένας νοιαζόταν για τα δικά του βάσανα.
-Ήξερα ότι σε είχε κλέψει ο αφέντης Σουλεϊμάν από το χωριό Στατό. Ήταν τόση η περιέργεια μου που μια μέρα πήγα στο πανηγύρι στην Παναγία τη Χρυσορρογιάτισσα μαζί με κάποιες χριστιανές από το χωρίο μου. Ξέρεις, πηγαίνουμε και μεις στα πανηγύρια των χριστιανών, δεν πειράζει που είμαστε μουσουλμάνοι. Αυτό το μοναστήρι είναι κοντά στο Στατό. Πολλοί χωριάτες ήταν εκεί. Άλλοι πουλούσαν τις πραμάτειες τους, άλλοι πήγαιναν να προσκυνήσουν την Παναγία.
-Καθίσαμε με τις χωριανές μου σε ένα τόπο να φάμε λουκουμάδες. Δίπλα μας ήταν μια παρέα γυναικών από το Στατό. Πιάσαμε την κουβέντα και εγώ δεν ντράπηκα και τις ρώτησα, αν ήξεραν την ιστορία της Μαρίας που την είχε κλέψει ο Τούρκος ο Σουλεϊμάν. Οι νεότερες δεν ήξεραν τίποτε, μα μια γριά με κοίταξε καχύποπτα και με ρώτησε:
-Πώς ξέρεις εσύ για τη Μαρία;
-Δούλευα για τον αφέντη Σουλεϊμάν, στο σπίτι του στη Χώρα και γνώριζα τη Μαρία. Χάθηκε όμως από το σπίτι μας και νομίζω την πήραν οι Εγγλέζοι, της απάντησα. Είμαι περίεργη, τι να έγιναν άραγε οι δικοί της;
-Ξέρεις πού βρίσκεται η Μαρία; με ρώτησε ξανά.
-Όχι, δεν ξέρω. Και τώρα που μιλώ για αυτή την ιστορία είναι γιατί έχουν πεθάνει όλοι στο σπίτι του αφέντη μου. Διαφορετικά δε θα μπορούσα να μιλήσω.
-Η μάνα της Μαρίας, η Ελεονόρα, ήταν φράγκισσα αρχόντισσα από την Έμπα, μοναχοπαίδι, άρχισε τη διήγηση η γριά. Τέτοια όμορφη γυναίκα δεν είχε γεννηθεί ξανά. Μια μέρα την είδε ο Τούρκος, ο Σουλεϊμάν και την πόθησε. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, πήρε τη γυναίκα του και την κόρη τους και έφυγαν από την Έμπα. Ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό μας, για να γλιτώσει την Ελεονόρα.
-Όλα τα παλληκάρια του χωριού μας την ερωτεύτηκαν, τόση ήταν η ομορφιά της. Ο πατέρας της όμως διάλεξε τον πιο δυνατό, τον Αλέξανδρο και την πάντρεψε. Ο Αλέξανδρος ήταν ορφανός και φτωχός, αλλά παλληκάρι. Όχι, μόνο του χωριού μας, αλλά όλης της Πάφου. Κάθε Λαμπρή, στα παιχνίδια που γίνονταν στην εκκλησιά, μόνο αυτός μπορούσε να σηκώσει το διτζίμι (τεράστιο ογκόλιθο που μόνο κάποιος πολύ δυνατός μπορούσε να μετακινήσει). Όλοι τον φοβόντουσαν. Ήταν όμως πολύ καλός και αγαπούσε πολύ την Ελεονόρα.
-Όταν απέκτησαν τη Μαρία, όλοι τους ζήλευαν για την ευτυχία τους. Την ονόμασαν Μαρία γιατί ήταν το όνομα της μακαρίτισσας της μητέρας του, που είχε πεθάνει νέα. Η Μαρία ήταν όμορφη, έμοιαζε της Ελεονόρας όμως δεν ήταν ξανθή. Είχε τα μαύρα μαλλιά του Αλέξανδρου. Έχει μια παροιμία που λέει: η ανθρώπινη ευτυχία όταν φτάσει σε ένα ορισμένο ύψος, τραβά πάνω της τον κεραυνό. Αυτό έπαθαν αυτοί οι άνθρωποι!
-Όταν χάθηκε το παιδί, όλοι κατάλαβαν πως την πήρε ο Τούρκος. Ο Αλέξανδρος πήγε στα Βρέτσια να τον βρει – θα τον σκότωνε σίγουρα – μα αυτός είχε εξαφανιστεί. Κανείς δεν ήξερε που πήγε. Μαζί του χάθηκε και η οικογένειά του. Όλοι νόμισαν ότι έφυγαν από την Κύπρο.
-Η Ελεονόρα δεν έζησε πολύ μετά από αυτό. Πέθανε σε μερικούς μήνες από το μαράζι της. Ο Αλέξανδρος, απελπισμένος, έψαξε ακόμα λίγο καιρό για τον Τούρκο και μετά έφυγε. Μπάρκαρε σε ένα καράβι και χάθηκε για πάντα. Δεν πέρασε πολύς καιρός, πέθαναν και οι γονείς της Ελεονόρας. Ξεκληρίστηκε όλη η γενιά τους.
-Όταν τελείωσε τη διήγησή της η γριά, όλες άρχισαν να ρωτούν για να μάθουν περισσότερα, μα εκείνη δε μίλησε άλλο. Όλη αυτή η ιστορία τους φαινόταν σαν παραμύθι. Δεν πίστευαν ότι ήταν αληθινή. Εγώ όμως ήξερα ότι όλα αυτά συνέβησαν.
-Το βράδυ μας φιλοξένησαν στο χωριό τους, γιατί ήταν πολύ μακριά να γυρίσουμε πίσω την ίδια μέρα. Το πρωί, πριν φύγουμε, η γριά με πήρε στο νεκροταφείο και μου έδειξε τον τάφο της Ελεονόρας.
Οι λεπτομέρειες της διήγησης της Εμινέ, συγκίνησαν και πόνεσαν τη Μαρία. Ήταν η μοναδική περιγραφή που είχε για τους γονείς της. Πόσο πολύ θα ήθελε να ακούσει και άλλα! Ρώτησε με πνιγμένη φωνή την Εμινέ:
-Ζει αυτή η γριά;
-Δεν ξέρω, δε νομίζω. Απάντησε η Εμινέ.
-Εμινέ σε ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθες να με δεις, παρά την πικρία που αισθάνεσαι για τη ζωή σου. Είσαι ο μόνος άνθρωπος από το παρελθόν μου που ζει και όσο παράξενο και αν σου φανεί, νοιώθω πως είσαι συγγενής μου. Ο μόνος συγγενής μου. Θα μπορούσα να έρθω να σε επισκεφτώ στα Βρέτσια;
Η Εμινέ τα έχασε. Δεν περίμενε ποτέ να ακούσει τέτοια λόγια από τη Μαρία, που ήταν τώρα μια Εγγλέζα αρχόντισσα, ιδιαίτερα μετά όσα της είπε για τα δικά της αισθήματα.
-Και δεν έρχεσαι! Θα σκάσουν όλοι από τη ζήλια τους όταν σε δουν! Το σπίτι μου είναι μεγάλο. Έχει τόπο να μείνεις αν θέλεις. Μπορούμε να πάμε και στο Στατό, να σου δείξω τον τάφο της μάνας σου. Και πού ξέρεις, μπορεί να μάθουμε και κάτι άλλο για τους γονείς σου.
-Πού θα μείνεις απόψε; Τη ρώτησε η Μαρία. Μπορείς να μείνεις εδώ αν θέλεις.
-Δεν είναι ανάγκη. Θα μείνω με την Αϊντάν. Με περιμένει, άλλωστε.
-Εμινέ, πριν φύγεις θα ήθελα να σου χαρίσω κάτι, ένα δώρο για να σε ευχαριστήσω που ήρθες να με δεις. Ζήτα μου ότι θέλεις.
-Τι να μου δώσεις Μαρία; Τα ρούχα σου; Δεν μπορώ να τα φορέσω; Τα στολίδια σου; Θα νομίσουν ότι τα έκλεψα. Θα πάρω μόνο αυτά.
Και έδειξε τα σοκολατάκια. Σηκώθηκε να φύγει και σαν έφτασε στην πόρτα, στάθηκε και γύρισε πίσω.
-Είναι κάτι που μπορείς να κάμεις για μένα, Μαρία. Η Αϊντάν μου είπε ότι γράφεις ένα βιβλίο. Γράψε και για μένα σε αυτό. Για να ξέρουν οι άνθρωποι ότι γεννήθηκα και ότι έζησα στο κόσμο αυτό.
Η Μαρία με δάκρυα στα μάτια, την αγκάλιασε και της είπε:
-Θα γράψω για σένα Εμινέ. Για να ξέρουν όλοι ότι έζησες και αφιέρωσες όλη τη ζωή σου να φροντίζεις τους άλλους. Και αυτό είναι σπουδαίο.
Η Εμινέ φεύγοντας, ένοιωσε να τη γεμίζει ένα αίσθημα ελπίδας. Ένα αίσθημα που είχε χρόνια να νοιώσει. Σάμπως και η Μαρία της είχε δώσει κάτι από την ενέργειά της, κάτι από τη δύναμη της στη ζωή.
Η Αλεξάνδρα ανυπόμονη εμφανίστηκε μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει.
-Τι σου είπε; ρώτησε τη Μαρία. Προσπαθούσα να ακούσω μα μιλούσατε στα τούρκικα και δεν καταλάβαινα λέξη.
Η Μαρία της διηγήθηκε τι της είχε πει η Εμινέ και συμπλήρωσε:
-Η επίσκεψη της Εμινέ ήταν για μένα αποκάλυψη. Σε όλη μου τη ζωή θεωρούσα τον εαυτό μου αδικημένο γιατί δεν είχα τους γονείς μου και όμως αυτή η γυναίκα, που είχε γονείς, ήταν σε πιο άθλια μοίρα από μένα. Αυτό το γεγονός με έχει συγκλονίσει!
-Ίσως, εμείς να καθορίζουμε τη ζωή μας, πέρα από τα γεγονότα που συναντούμε στην πορεία μας, απάντησε η Αλεξάνδρα. Μην ξεχνάς τη δική σου έφεση για μάθηση που σε έφερε κοντά στο δάσκαλο και σου άνοιξε το δρόμο για την ελευθερία. Νομίζεις η Εμινέ θα ακολουθούσε την ίδια πορεία, αν συναντούσε εκείνη το δάσκαλο;
-Δεν ξέρω, είπε σκεφτική η Μαρία. Είναι πολύ δύσκολο να αναλύσεις τα γεγονότα της ζωής και τις επιλογές των ανθρώπων. Παρόλα αυτά αναγνωρίζω ότι υπήρξα πολύ τυχερή μετά τη γνωριμία μου με το δάσκαλο. Είχα όμως έντονα μέσα μου μια απεριόριστη δίψα για μάθηση και μια έφεση για τη ζωή, που με ξεπερνούσαν. Ίσως, αυτά να ήταν η κινητήριος δύναμη που έλκυε τα γεγονότα στη ζωή μου. Γιατί ότι και να μου συνέβαινε εγώ προσπαθούσα να το αξιοποιήσω. Δεν έμεινα ποτέ να κλαίω τη μιζέρια μου. Και δυστυχώς αυτό κάνει η Εμινέ. Για αυτό είναι τόσο δυστυχισμένη.
Εκείνη την ώρα ήρθε και ο James. Τον κατατόπισαν για ότι είχε συμβεί και για τις σκέψεις που αντάλλασσαν για τη ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων.
-Μαρία έχεις δίκαιο, της είπε. Σαν γιατρός μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή και την ασθένειά τους με θάρρος και αισιοδοξία έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να αναρρώσουν. Η αυτολύπηση είναι ο χειρότερος σύμβουλος στις κρίσιμες ώρες της ζωής μας.
-Πάντως, από τη στιγμή που βρέθηκε η άκρη για την καταγωγή σου, τα γεγονότα τρέχουν, παρατήρησε η Αλεξάνδρα. Ποιος περίμενε να έρθει σήμερα η Εμινέ!
-Στις αρχές της ερευνάς μου την έψαχνα με αγωνία, είπε η Μαρία, αλλά μετά τα στοιχεία που συγκέντρωσα για το δάσκαλό μου και ιδιαίτερα μετά την ανάγνωση της διήγησης της μάνας Αϊσέ, την είχα ξεχάσει εντελώς. Και όμως, σίγουρα αυτή είναι ένα από τα άτομα που γνώριζαν την αλήθεια. Όλα τα άκουγε και τα επεξεργαζόταν στο μυαλό της. Το γεγονός ότι ξέρει πού είναι ο τάφος της μητέρας μου είναι για μένα πολύ σημαντικό.
-Θα μπορούσαμε να πάμε όλοι μαζί, πρότεινε ο James.
-Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στην Πάφο και από ότι ξέρω είναι πολύ μακριά για τα δεδομένα της Κύπρου. Αυτά τα χωριά που αναφέρουν, νομίζω βρίσκονται στα βουνά της Πάφου, που σημαίνει ότι είναι ακόμα πιο μακριά. Από ότι γνωρίζω οι δρόμοι δεν είναι σε καλή κατάσταση στην ύπαιθρο και δεν έχουμε ούτε αυτοκίνητο. Θα πρέπει να το μελετήσουμε καλά πριν πάρουμε τέτοια απόφαση. Μην ξεχνάς έχουμε και την Ελεονόρα – Μαρία. Δε θα ήταν σωστό να την ταλαιπωρήσουμε με άγνωστες διαδρομές.
-Φυσικά, θα μπορούσα να μείνω εγώ εδώ με το παιδί, είπε η Αλεξάνδρα και να πάτε οι δυο σας. Όμως έχει δίκαιο η μητέρα. Θα πρέπει να το μελετήσουμε πρώτα. Έπειτα είναι και τα γράμματα του δασκάλου. Δεν ξέρουμε τι γράφει αυτός.
-Δεν έχω διαβάσει ακόμα τα γράμματά του είπε η Μαρία. Τις δύο τελευταίες μέρες οι πληροφορίες είναι καταιγιστικές και δεν έχω προλάβει να τις αφομοιώσω.
-Καλύτερα να φάμε κάτι πρόχειρο και να ξαπλώσουμε να ξεκουραστούμε, πρότεινε ο James. Αύριο είναι μια καινούργια μέρα και πάντοτε το πρωί τα πράγματα φαίνονται πιο καθαρά.
Ξάπλωσαν νωρίς για ύπνο γιατί με τον ένα ή άλλο τρόπο κανείς δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Η Μαρία, παρόλη τη συναισθηματική της εξάντληση, βρισκόταν σε υπερδιέγερση και δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Οι σκηνές από το κείμενο που διάβασε, η Εμινέ και οι διηγήσεις της, όλα κυκλοφορούσαν στο μυαλό της, ακολουθώντας άταχτες διαδρομές. Κατάλαβε ότι με αυτό το τρόπο θα ήταν αδύνατο να κοιμηθεί και προσπάθησε να εστιάσει σε ένα μόνο θέμα. Στη μητέρα της. Στην Ελεονόρα.
Η παρουσία της μητέρας της ήταν διάχυτη τις τελευταίες ώρες. Εκείνα τα λίγα χρόνια που είχε αναπαυθεί στην αγκαλιά της και είχε εμπειραθεί την αγάπη της, άρχισαν να ζωντανεύουν στη μνήμη της. Δεν ήταν τόσο εικόνες, όσο αισθήματα φροντίδας και ασφάλειας. Όπως έκλεινε τα μάτια νόμιζε πως ήταν παιδί, πως κούρνιαζε σε μια αγκαλιά και όλες οι ανάγκες της ήταν ικανοποιημένες. Σε μια στιγμή ψιθύρισε: μάνα, μάνα. Ξαφνιάστηκε με το άκουσμα αυτών των λέξεων και άνοιξε τα μάτια της. Τα έκλεισε όμως αμέσως και έτσι όπως βρισκόταν στην αγκαλιά της Ελεονόρας, αποκοιμήθηκε.
Φωτογραφία: Μοναστήρι Παναγίας Χρυσορρογιάτισσας
https://www.google.com/search?q=%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1+%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1&sxsrf=AOaemvJXM15RspqsOSlvue1ujQpkHMSkow:1640502943281&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwjopL_Z9YD1AhV9DmMBHWVmCm4Q_AUoAXoECAIQAw&biw=1904&bih=912&dpr=1#imgrc=_6_zSN4bPH_vgM
Θαυμάσιο!
Ευχαριστώ!
Quelle imagination ! maria mou
Αν ποτέ καταφέρω να φτάσω τα επίπεδα φαντασίας που είχα στην παιδική μου ηλικία, τότε θα δείτε τι έχει να γίνει! Προς το παρόν βρισκόμαστε σε μέτρια επίπεδα.
Τέλειο Μαρία μου! Πέραν τούτου κρατώ την παροιμία, την οποία αναφέρεις – δεν την είχα υπόψη – που όντως συναντούμε στην καθημερινότητά μας: ” η ανθρώπινη ευτυχία όταν φτάσει σε ένα ορισμένο ύψος, τραβά πάνω της τον κεραυνό”
Πιστεύω ότι αυτή η ρήση έχει στόχο να διατηρεί τους ανθρώπους ταπεινούς. Όχι ηττοπαθείς. Έχει σημασία να δούμε τη διαφορά.
Μαρία μου χρόνια πολλά! Καλή χρονιά!
Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωσή και των 18 κεφαλαίων! Την απόλαυσα!! Σ’ ευχαριστώ!
Η γρήγορη γραφή σου, και η άριστη πλοκή κράτα μόνιμα, αμείωτο το ενδιαφέρον.
Με μεγάλη ανυπομονησία περιμένω τη συνέχεια!
Υ.Γ.
Χαίρομαι πολύ τις πινελιές αλήθειας μέσα στον μύθο. (Κάποιων προσώπων, αλλά και συναισθημάτων-αναμνήσεων)
Χρόνια πολλά Ροδούλα μου! Χαίρομαι πραγματικά που μπόρεσες να το διαβάσεις. Επειδή το διάβασες όλο συνεχόμενα, θεωρώ ότι ίσως να έχεις μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Δεν έμεινε πολύ μέχρι το τέλος και ελπίζω να το βρίσκετε μέχρι την τελευταία στιγμή ενδιαφέρον. Ναι, έχω βάλει κάποια στοιχεία μέσα που αφορούν πραγματικότητες γιατί ήθελα να καταγραφούν και να διαφυλαχθούν.
Μαρία μου χρόνια πολλά! Καλή χρονιά!
Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωσή και των 18 κεφαλαίων! Την απόλαυσα!! Σ’ ευχαριστώ!
Η γρήγορη γραφή σου, και η άριστη πλοκή κράτα μόνιμα, αμείωτο το ενδιαφέρον.
Με μεγάλη ανυπομονησία περιμένω τη συνέχεια!
Υ.Γ.
Χαίρομαι πολύ τις πινελιές αλήθειας μέσα στον μύθο. (Κάποιων προσώπων, αλλά και συναισθημάτων-αναμνήσεων)
Είμαι σίγουρη Μαρία μου ότι μέχρι το τέλος το ενδιαφέρον μας θα είναι αμείωτο!
Ανυπομονώ!
Δε θα αργήσει αυτή η ώρα! Ελπίζω να σας αρέσει το τέλος
On top of my enjoyment of the excellent plot, I wanted to say once again how much I admire your Greek. It’s so good and I’m someone who likes looking for mistakes but in your case, I cannot find any!
One small point -my father has always talked to me about a ”thigimmi” which was a game/contest of strength that our villagers used to play at the fair. It was good to see you mention it in your story!
Ανδρέα μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα σχόλια και τις επισημάνσεις σου. Τα εκτιμώ πάρα πολύ. Προσπαθώ να γράφω ότι γνωρίζω για τις παραδόσεις του τόπου μας. Το θέμα είναι ότι δεν έχω μεγαλώσει σε χωριό και δε γνωρίζω πολλά πράγματα για τα έθιμα εκεί. Ότι ξέρω όμως το παραθέτω.