
Μαρία (Κεφάλαιο 16)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 19/12/2021
Back to Blog(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία άνοιξη 1927
Έφτασαν στη Λευκωσία, γύρω στις πέντε το απόγευμα. Η κυρία Βασιλεία τους περίμενε με το τραπέζι στρωμένο με όλα τα κυπριακά γλυκά: δάχτυλα, μπουρέκια, κουλουράκια και μικρά σάντουιτς με χαλούμι. Μέχρι να κατεβάσουν τις αποσκευές τους ετοίμασε γρήγορα – γρήγορα και μία τσαγιέρα με αγγλικό τσάι.
Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και ανάμεσα σε μια ζωηρή συζήτηση για να συμπληρώσουν τα νέα τους και τις πρώτες εντυπώσεις τους από την Κύπρο, δοκίμαζαν και τα γλυκά της κυρίας Βασιλείας. Ο James δε χόρταινε να τρώει τα μπουρεκάκια, ενώ η Αλεξάνδρα εύρισκε πολύ νόστιμα τα δάχτυλα και πεντανόστιμα τα σάντουιτς με το χαλούμι.
Η Μαρία ένοιωθε πολύ ευτυχισμένη με αυτή την υπέροχη συντροφιά που γέμιζε το σπιτικό της. Είχε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πληρότητας από την παρουσία των ανθρώπων που αγαπούσε. Στο βάθος όμως υπόβοσκε μια αγωνία για το ξύλινο κουτί και το περιεχόμενό του. Μέχρι τώρα δεν είχε μιλήσει κανένας τους για αυτό.
Μετά το απογευματινό τσάι η κόρη της πήγε στο δωμάτιό τους για να θηλάσει και να κοιμίσει την κόρη της. Η Μαρία κάθισε με τον James στο σαλόνι και αναγκαστικά μίλησαν για το ξύλινο κουτί. Εκείνος το παρέδωσε στη Μαρία, η οποία έμεινε μερικά λεπτά να το κοιτάζει μην ξέροντας πώς να το ανοίξει, αλλά κατά βάθος τρομάζοντας για το περιεχόμενό του.
Ο James καταλαβαίνοντας την αμηχανία της, το πήρε από τα χέρια της, πήρε ένα αιχμηρό αντικείμενο και έβγαλε τα καρφιά. Σήκωσε το σκέπασμα και φάνηκε το περιεχόμενό του που ξεχείλισε στο πάτωμα. Ήταν γεμάτο με γράμματα που δε στάλθηκαν ποτέ, γραπτά πολυσέλιδα κείμενα και ένα χοντρό τετράδιο που έγγραφε:
Για τη Μαρία – Η ιστορία της ζωής της όπως τη διηγήθηκε η μάνα Αϊσέ.
Ο James παρόλο δεν ήξερε να διαβάσει τι έγραφε το εξώφυλλο του τετραδίου με χοντρά γράμματα, αντιλήφθηκε τη σημασία του και το έδωσε στη Μαρία αποχωρώντας διακριτικά.
Εκείνη έμεινε να το κρατά στα χέρια της και να διαβάζει ξανά και ξανά τα μαύρα γράμματα σάμπως και δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημά τους. Ύστερα γύρισε και κοίταξε τα υπόλοιπα περιεχόμενα του κουτιού: γράμματα κιτρινισμένα από τον καιρό, ομιλίες και άρθρα που είχε γράψει ο δάσκαλό της, σκόρπια στο πάτωμα, σαν να διεκδικούσαν δικαίωμα στην ύπαρξη μετά από τόσα χρόνια. Ήταν η φωνή του δασκάλου της βγαλμένη μέσα από το ξύλινο κουτί.
Κρατούσε ακόμα το χοντρό τετράδιο στα χέρια της, χωρίς να το έχει ανοίξει, όταν η Αλεξάνδρα μπήκε στο σαλόνι. Κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε τρυφερά:
-Θέλεις να το διαβάσουμε μαζί;
-Ευχαριστώ πολύ, αλλά δε νομίζω, απάντησε η Μαρία. Τα ελληνικά που ξέρεις είναι πολύ λίγα – όσα σου έμαθα εγώ μέχρι τα δέκα σου χρόνια – και θα ήθελα να το διαβάσω πρώτα εγώ. Δεν ξέρω τι περιέχει αλλά σίγουρα δε θα είναι ευχάριστο. Θα περιμένω μετά το δείπνο και θα σου μεταφράσω το πρωί τα σημαντικά σημεία. Τώρα θέλω να απολαύσω εσάς και την παρουσία σας.
Λέγοντας αυτά σηκώθηκε, μάζεψε το περιεχόμενο του κουτιού από το πάτωμα και το συγύρισε. Ύστερα πήγε στην κουζίνα να βοηθήσει την κυρία Βασιλεία με την ετοιμασία του δείπνου.
Όταν κάθισαν στο τραπέζι σχεδόν κανένας τους δεν πεινούσε, μετά το πλουσιοπάροχο απογευματινό τσάι που είχαν πάρει. Έτσι παρά τα νόστιμα φαγητά που είχε ετοιμάσει η κυρία Βασιλεία, έφαγαν πολύ λίγο σχετικά. Κατά βάθος διακατείχε και τους τρεις η αγωνία για το περιεχόμενο του χοντρού τετραδίου.
Μετά το δείπνο πήραν το τσάι τους και ο James με την Αλεξάνδρα αποσύρθηκαν διακριτικά στο δωμάτιό τους, αφήνοντας τη Μαρία μόνη της. Εκείνη δεν το ανέβαλε άλλο. Πήρε το τετράδιο στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει.
Όπως ήταν γραμμένο το κείμενο σε πρώτο πρόσωπο, με τον τρόπο που το διηγήθηκε η μάνα Αϊσέ, η Μαρία νόμιζε ότι την άκουγε να μιλά. Την έβλεπε να κάθεται στην πολυθρόνα της και να διηγείται την ιστορία. Της φαινόταν σαν ένα παραμύθι, που δεν την αφορούσε και δυσκολευόταν να ταυτιστεί με το περιεχόμενό της, ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες.
Αρχικά μιλούσε για την ίδια και το γεγονός ότι ενώ γεννήθηκε χριστιανή, οι σκληρές συγκυρίες της εποχής την έκαναν μουσουλμάνα. Ύστερα μιλούσε για τον γιο της, πόσο τον κανάκεψε και ήταν εμφανές ότι προσπαθούσε να τον δικαιολογήσει για τις πράξεις του.
Διάβασε αρκετές σελίδες μέχρι να φτάσει στο σημείο που αναφερόταν στη μητέρα της. Έβαλε σημάδι για να αρχίσει να μεταφράζει για την Αλεξάνδρα:
-Ο γιος μου έκανε εμπόριο. Μάζευε από τα χωριά τα χαρούπια και τα έπαιρνε στη Σκάλα για εξαγωγή. Έβγαζε πολλά λεφτά από αυτή τη δουλειά και ήταν πλούσιος. Αυτό τον έκαμνε να καμαρώνει και να πιστεύει ότι όποια γυναίκα ήθελε αυτή θα γινόταν δική του. Εγώ του το έλεγα: Γιε μου, βρες μια κοπέλα από το χωριό μας να παντρευτείς. Μην ψάχνεις σε άλλα χωριά. Και μην κοιτάζεις τις χριστιανές. Ο πατέρας σου δε θα σε αφήσει ποτέ να παντρευτείς καμιά χριστιανή. Δε με άκουγε. Ο νους του είχε πάρει αέρα.
-Εμείς ζούσαμε στα Βρέτσια. Το χωριό ήταν μεικτό. Ήξερα ότι ο άντρας μου είχε συμφωνήσει με τον πατέρα της Φατμά να τους παντρέψουν. Η Φατμά ήταν πλούσια και στον άντρα μου άρεσαν τα πλούτη. Προσπάθησα να το πω στον γιο μου, αλλά αυτός νόμιζε ότι μπορούσε να αψηφήσει τον πατέρα του. Ο άντρας μου ήταν σκληρός άνθρωπος. Κτύπησε τον Σουλεϊμάν μου και τον απείλησε ότι θα του πάρει ότι είχε και δεν είχε και θα τον άφηνε στο δρόμο. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τη Φατμά, αλλά ποτέ δεν την αγάπησε.
-Μια μέρα πήγε σ΄ ένα χωριό της Πάφου, την Έμπα. Εκεί είδε μια κοπέλα που του άρεσε πολύ. Την ερωτεύτηκε αμέσως. Του είπαν ότι είναι χριστιανή, αλλά δεν τον ένοιαζε.
-Η κοπέλα αυτή, μόλις αντιλήφθηκε τον Τούρκο που την κοίταζε έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι της. Ο γιος μου την ακολούθησε και τότε έμαθε για την καταγωγή της. Καταγόταν από μια αρχοντική οικογένεια, φράγκικη. Ο πατέρας της ήταν απόγονος του Ιωάννη Δενόρες που ήταν βάιλος (διοικητής) της Έμπας και των γύρω χωριών, τον καιρό που είχαν την Κύπρο οι Φράγκοι. Δεν ξέρω πώς ξέκοψε στην Κύπρο η οικογένεια του πατέρα της, όταν όλοι οι άλλοι έφυγαν. H Ελεονόρα, έτσι την έλεγαν, ήταν αρχόντισσα. Πανέμορφη γιε μου, η Μαρία της έμοιαζε πολύ. Δεν υπήρχε ωραιότερή της σε όλη την Πάφο. Ήξερε και να διαβάζει. Σπάνιο πράγμα για την εποχή.
-Ο πατέρας της, όταν του είπε η κόρη του τι έγινε, καθώς και άλλοι χωριανοί που είδαν τον γιο μου να την ακολουθεί, θύμωσε αλλά και φοβήθηκε. Οι Τούρκοι τότε είχαν μεγάλη δύναμη, έκαναν ότι ήθελαν και πού να βρεις δικαιοσύνη; Πούλησε ότι είχε και δεν είχε και έφυγε από την Έμπα.
-Όταν ξαναπήγε ο γιος μου είχαν εξαφανιστεί. Ο Σουλεϊμάν μου έγινε έξαλλος, απείλησε τους χωριανούς να του πουν πού πήγαν αλλά κανείς δεν ήξερε. Εν τω μεταξύ η Φατμά έμαθε την ιστορία και άρχισε να ζηλεύει αφάνταστα. Ο γιος μου, δεν την ήθελε που δεν την ήθελε εξ αρχής, μετά που δεν απόκτησαν ούτε παιδιά, σχεδόν τη μισούσε. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τους φέρω κοντά αλλά τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
-Από τη μοίρα του ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει, γιε μου. Σαν πέρασαν μερικά χρόνια ο γιος μου πήγε σε ένα άλλο χωριό της Πάφου, τον Στατό. Δίψασε και πέρασε από τη βρύση να πιει νερό. Εκεί είδε την Ελεονόρα. Γέμιζε τις κούζες (κανάτες) της νερό από τη βρύση και τις φόρτωνε στο γαϊδούρι της. Ο γιος μου κρύφτηκε για να μην τον δει. Πάνω στο γαϊδούρι καθόταν και ένα κοριτσάκι, πανέμορφο και αυτό. Ήταν η κόρη της, η Μαρία. Τρελάθηκε από τη ζήλια του.
-Ρώτησε από εδώ, ρώτησε από εκεί και έμαθε. Όταν έφυγαν από την Έμπα, πήγαν στον Στατό και αγόρασαν το μεγαλύτερο σπίτι στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Είπαμε, ήταν άρχοντες. Ο πατέρας της διάλεξε το πιο δυνατό παλληκάρι του χωριού και την πάντρεψε. Τον έλεγαν Αλέξανδρο. Δεν ήταν πλούσιος αλλά ήταν πολύ δυνατός. Πίστευε ότι έτσι η κόρη του θα ήταν προστατευμένη.
Η Μαρία εδώ σταμάτησε συγκλονισμένη. Αντιλήφθηκε ότι από τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα, που σχεδόν δεν έβλεπε να διαβάσει. Αλλά εκείνο που την καθήλωσε, ήταν το όνομα του πατέρα της.
-Αλέξανδρος, ψιθύρισε. Ο πατέρας μου λεγόταν Αλέξανδρος.
Θυμήθηκε τη δική της επιμονή να ονομάσουν την κόρη τους Αλεξάνδρα και τον αγώνα που έκανε να πείσε τον σύζυγό της. Δεν ήξερε το γιατί αλλά μια εσωτερική ανάγκη την ωθούσε σε αυτό το όνομα. Το όνομα του πατέρα της!
Σηκώθηκε και ετοίμασε ένα φλυτζάνι τσάι, προσπαθώντας να ηρεμίσει. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Η ώρα ήταν 2.30 τα ξημερώματα. Δεν είχε καμία διάθεση να κοιμηθεί. Θα διάβαζε την ιστορία μέχρι το τέλος. Ήταν η ιστορία της ζωής της και όσο τραγική και αν ήταν, έπρεπε να την γνωρίζει.
Άκουσε το παιδί στο δωμάτιο να κλαίει και κατάλαβε ότι η Αλεξάνδρα σηκώθηκε να το θηλάσει. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και η Αλεξάνδρα βγήκε από το δωμάτιο και ήρθε κοντά της. Ήταν φανερό ότι ήταν ανήσυχη και φαινόταν ξαγρυπνισμένη.
-Πώς πάνε τα πράγματα; Τη ρώτησε. Διάβασες το τετράδιο που σου άφησε ο δάσκαλός σου;
-Τον παππού σου τον έλεγαν Αλέξανδρο, απάντησε η Μαρία με δάκρυα στα μάτια, σαν αυτό να ήταν το σημαντικότερο από όσα διάβασε.
-Δεν έχω τελειώσει την ανάγνωση του ακόμα. Παρόλο που όσα ήξερα μέχρι τώρα οδηγούσαν με τον ένα ή άλλο τρόπο σε ένα αχνό περίγραμμα της ιστορίας, είναι συγκλονιστικό να διαβάζεις τις λεπτομέρειες.
-Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για ότι έμαθες; Την παρακάλεσε η Αλεξάνδρα.
-Όχι, άστο καλύτερα μέχρι να τελειώσω. Φαντάζομαι τι έγινε αλλά θέλω να το διαβάσω, όσο επώδυνο και αν είναι. Δεν θα είναι ούτε για σένα εύκολο. Προσπάθησε να κοιμηθείς και θα μιλήσουμε το πρωί.
Απρόθυμα η Αλεξάνδρα επέστρεψε στο δωμάτιό της και η Μαρία πήρε μια βαθιά αναπνοή και συνέχισε την ανάγνωση.
-Ο γιος μου από εκείνη τη στιγμή τρελάθηκε. Κατάλαβε πως τώρα πια δεν θα μπορούσε να κάμει δική του την Ελεονόρα αλλά το χειρότερο ήταν ότι αυτή είχε κάμει παιδί, ενώ εκείνος είχε μείνει άτεκνος. Χίλιοι δαίμονες μπήκαν στο μυαλό του.
-Γιε μου ο έρωτας μπορεί να είναι μια μεγάλη αρρώστια. Η μεγαλύτερη που υπάρχει, άμα δεν μπορείς να έχεις αυτόν που αγαπάς. Ο Σουλεϊμάν μου, έμαθε πάντοτε να αποχτά αυτό που επιθυμούσε και για αυτό φταίω εγώ. Πολύ κακό να δίνεις στα παιδιά ότι ποθούν. Γίνονται άπληστα, η απληστία κυβερνά τη ζωή τους και τους οδηγεί σε δρόμους σκοτεινούς.
-Από εκείνη τη στιγμή τον χάναμε συνεχώς. Δεν έλεγε σε κανένα πού πήγαινε και έλειπε για μέρες. Η Φατμά κόντευε να τρελαθεί από τη ζήλεια της. Ο άντρας μου είχε ήδη πεθάνει και δεν είχε κανένα να φοβάται πια. Εγώ τον απειλούσα ότι θα τον καταραστώ, αν έκαμνε κάτι κακό – μια κατάρα που φοβόταν πολύ – όμως εκείνη την εποχή, δεν με άκουε με τίποτε.
-Μια ημέρα ήρθε και μας είπε ότι αγόρασε σπίτι μακριά και θα πηγαίναμε να ζήσουμε εκεί. Η Φατμά έκλαιγε, δεν ήθελε να φύγει από το χωριό και τους δικούς της. Δεν μας έδωσε κανένα περιθώριο.
-Αύριο φεύγουμε, είπε. Πάρτε μαζί σας μόνο τα ρούχα σας. Για όλα τα άλλα έχω φροντίσει εγώ. Θα σας πάρω σε ένα παλάτι που τα έχει όλα.
-Την άλλη μέρα φύγαμε. Πήραμε μαζί μας μόνο τα ρούχα μας και την Εμινέ, που την είχα για ψυχοκόρη. Κανείς δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Όλοι οι δικοί μας έκλαιγαν και μαζί τους κλαίγαμε και μεις.
-Μας έφερε εδώ σε αυτό το σπίτι. Δεν ξέραμε κανένα και ούτε μας ήξερε κανένας. Μας διέταξε να μην κάνουμε παρέα με τους γείτονες. Το σπίτι ήταν πραγματικό παλάτι, όμως για μας ήταν φυλακή. Είχαμε και οι δυο ζήσει στο χωριό, με τους συγγενείς και τους φίλους μας, ανοίγαμε την πόρτα μας, λέγαμε καλημέρα σε όλους, πίναμε τον καφέ μας, κουβεντιάζαμε. Εδώ ούτε καλημέρα δεν μπορούσαμε να πούμε.
-Δεν πέρασαν πολλές μέρες και έφυγε πάλι. Μας έτρωγε και τις δυο η αγωνία τι θα συνέβαινε αυτή τη φορά. Ένα βράδυ επέστρεψε και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μπόγο. Μόλις μπήκε μέσα άνοιξε το μπόγο και είδαμε και οι δύο ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία με τέσσερα να κλαίει σιωπηλά. Ήταν κατατρομαγμένο. Έδωσε το κοριτσάκι στη Φατμά και της είπε: «Αυτή εδώ είναι η κόρη μας».
-Τι έγινε τότε, γιε μου, είναι απερίγραπτο. Η Φατμά έπαθε υστερική κρίση και φώναζε. Άρπαξε το κοριτσάκι και προσπαθούσε να το πνίξει. Με δυσκολία τη σώσαμε από τα χέρια της. Το κοριτσάκι, η Μαρία, άρχισε να ουρλιάζει με τρόμο, η Φατμά στρίγγλιζε, κτυπιότανε και ούτε η δύναμη του Σουλεϊμάν δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει.
Εδώ η Μαρία σταμάτησε να διαβάζει. Την είχαν πνίξει τα αναφιλητά. Οι εφιάλτες που την ξυπνούσαν χρόνια τώρα στον ύπνο της, ήταν απόηχος αυτής της σκηνής.
-Τι σκληρό, τι απάνθρωπο, σκέφτηκε. Την είχαν πραγματικά κλέψει! Είχε δίκαιο η κυρία Αϊντάν. Και η μάνα Αϊσέ, πώς μπόρεσε να το ανεχτεί αυτό;
Δεν ήταν πλέον σε θέση να ελέγξει τις σκέψεις της. Ο εγκέφαλός της σταμάτησε να λειτουργεί. Έγειρε εξουθενωμένη το κεφάλι της στην πολυθρόνα και σχεδόν λιποθύμησε.
Το πρωί που σηκώθηκε η Αλεξάνδρα βρήκε τη μητέρα της να κοιμάται στην πολυθρόνα κρατώντας στο χέρι της το τετράδιο με το χοντρό εξώφυλλο. Το στήθος της αναταρασσόταν από μικρά βογγητά και ήταν φανερό ότι υπέφερε.
Αναρωτιόταν αν έπρεπε να την ξυπνήσει ή όχι, όταν η Μαρία άνοιξε τα μάτια της. Ήταν κατακόκκινα. Φαινόταν ότι είχε κλάψει πολύ. Μόλις όμως είδε την κόρη της το πρόσωπό της ηρέμησε.
-Τι συμβαίνει μητέρα; Τι γράφει αυτό το τετράδιο, τη ρώτησε η Αλεξάνδρα.
-Γράφει αυτό που κατά βάθος πάντοτε ήξερα βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Γράφει αυτό που έβλεπα στους εφιάλτες μου. Νόμιζα ότι ήταν σκληρό και για τις δυο μας που ο πατέρας σου μας χώρισε στα δέκα σου χρόνια. Δεν είναι τίποτε όμως μπροστά σε αυτό που έζησε η δική μου μητέρα!
-Πες μου μητέρα, τι γράφει το τετράδιο; Κοντεύω να σκάσω από αγωνία.
-Κάθισε και θα σου πω. Θα σου μεταφράσω τις σελίδες που αφορούν άμεσα τη δική μου ζωή, γιατί υπάρχουν και πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή της τούρκικης οικογένειας. Αυτά θα σου τα μεταφράσω αργότερα.
Εν τω μεταξύ, ξύπνησε και ο James και κάθισε μαζί τους. Η Μαρία τους διηγήθηκε την ιστορία μέχρι εκεί που την είχε διαβάσει. Η Αλεξάνδρα βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Σαν νέα μητέρα, ερωτευμένη με την κόρη της, δεν μπορούσε να φανταστεί τι πέρασε η γιαγιά της. Ο εγκέφαλός της πήγαινε να σπάσει.
-Τι έγινε μετά; Ρώτησε ο James. Γράφει κάτι για τη μητέρα και τον πατέρα σου;
-Δε διάβασα περισσότερο, απάντησε η Μαρία. Θα πρέπει να συνεχίσω την ανάγνωση και θα σας πω αργότερα. Δεν άντεχα άλλο.
-Μητέρα θα πρέπει να ξαπλώσεις για λίγο, την προέτρεψε η Αλεξάνδρα. Φαίνεσαι εξαντλημένη. Δε θα αλλάξει κάτι αν μάθουμε τη συνέχεια αργότερα. Αυτά τα γεγονότα έγιναν πριν από πολλά χρόνια και τίποτε πια δεν μπορεί να διορθωθεί.
-Ναι, συμφώνησε και ο James. Σαν γιατρός σου συστήνω να ξαπλώσεις αμέσως. Θα μάθουμε τη συνέχεια αργότερα. Να ξέρεις ότι είμαστε δίπλα σου και θα σε στηρίξουμε σε ότι παρουσιαστεί.
Η Μαρία δεν αντέδρασε. Δέχτηκε να πάει να ξαπλώσει. Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Απλά ζήτησε:
-Την κόρη σας να την ονομάσετε Ελεονόρα. Το όνομα της μητέρας μου.
-Την κόρη μας θα την ονομάσουμε Ελεονόρα – Μαρία. Να είσαι βέβαιη για αυτό. Είναι το ωραιότερο όνομα στο κόσμο!
Πριν ξαπλώσει η Μαρία, ήπιε το τσάι που της ετοίμασε η Αλεξάνδρα και πέρασε από το δωμάτιο τους για να καμαρώσει τη μικρή Ελεονόρα – Μαρία, που κοιμόταν μακάρια.
Είχε ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι της, όταν άκουσε την κυρία Βασιλεία που έφθασε για την καθημερινή φροντίδα του σπιτιού. Δε θα ήθελε να τη δει σε αυτή την άθλια κατάσταση και χάρηκε που πρόλαβε να κλειστεί στο δωμάτιό της. Η Αλεξάνδρα, με τα λίγα ελληνικά που ήξερε, θα κατάφερνε να τη δικαιολογήσει.
Έκλεισε τα μάτια της και ενώ βρισκόταν στην κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου είδε μπροστά της το δάσκαλό της, χαμογελαστό να της λέει:
-Μη φοβάσαι, Μαρία. Όλα θα πάνε καλά. Άνοιξες σήμερα την πόρτα στο σκοτεινό παρελθόν να φύγει. Σε περιμένει το φωτεινό μέλλον που έρχεται.
Ένοιωσε μια ηρεμία και με το χαμογελαστό πρόσωπο του δασκάλου, που εναλλασσόταν με αυτό του Kristian, να δεσπόζουν, αποκοιμήθηκε.
Φωτογραφία: από το βιβλίο του John Thomson “Περιδιαβάοντας στην Κύπρο με μια φωτογραφική, Φθινόπωρο 1878”
Βιβλιογραφία:
Μου αρέσει που έχει φως και στο πιο βαθύ σκοτάδι…
Αυτό είναι αλήθεια. Και στην πιο σκοτεινή νύχτα, κάποιο αστέρι θα τρεμοπαίζει γιατί το φως είναι διάχυτο στο σύμπαν. Κανείς δεν μπορεί να το σβήσει.
Το φως νίκησε το σκοτάδι και το σκοτάδι δεν το γνώρισε…
Ναι! Πολύ ποιητικό!
Είναι πολύ συγκινητικό. Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Μπράβο Μαρία!
Ευχαριστώ πολύ! Είναι πολύ σημαντικό για μένα που το βρίσκετε ενδιαφέρον. Με βοηθά να συνεχίζω με τον ίδιο ρυθμό.