
Μαρία (Κεφάλαιο 11)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 14/11/2021
Back to Blog(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία 1896 – 1910
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Αντώνιου να μάθει το μυστικό της μάνας Αϊσέ, άρχισε να βασανίζει το μυαλό του για να σκεφτεί τρόπους να την πλησιάσει ξανά. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Παράλληλα παρακολουθούσε την ηλικιωμένη κυρία, που καθόταν στο κήπο του σπιτιού της και ήταν φανερό ότι η υγεία της δεν ήταν καθόλου καλή. Αυτό τον ανησυχούσε ιδιαίτερα, γιατί η γυναίκα αυτή ήταν η μόνη του ελπίδα να μάθει την αλήθεια.
Πέρασαν μερικοί μήνες με αυτή την αβεβαιότητα και αγωνία για τον Αντώνιο. Μια μέρα που καθόταν στην αυλή του σπιτιού του και παρακολουθούσε από την τρύπα στο τοίχο τη μάνα Αϊσέ να κάθεται σχετικά ήρεμη και να κοιτάζει τις κότες που βοσκούσαν κάτω από τα δένδρα, ξαφνικά άκουσε τη φωνή της να του λέει:
-Αντώνιε, πέρασε από εδώ. Μη με παρακολουθείς. Έλα να μιλήσουμε.
Ο Αντώνιος τα έχασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τον είχε αντιληφθεί. Αμέσως όμως απάντησε:
-Έρχομαι μάνα Αϊσέ. Έρχομαι σε ένα λεπτό.
Έτρεξε μέσα στο δωμάτιό του και πήρε χαρτί και μολύβι. Ήταν αποφασισμένος να καταγράψει όλα όσα θα του έλεγε η μάνα Αϊσέ ώστε να τα μεταφέρει με ακρίβεια στη Μαρία.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Αντώνιος πέρασε από την τρύπα του τοίχου στο διπλανό σπίτι. Η μάνα Αϊσέ καθόταν ήρεμη σε μια καρέκλα και τον κάλεσε να καθίσει δίπλα της.
-Μην ανησυχείς του είπε. Πήγαν όλοι στην Πάφο. Πέθανε ο πατέρας της Φατμά και πήγαν στην κηδεία. Ήθελαν να μου αφήσουν την Εμινέ, αλλά τους έπεισα να την πάρουν μαζί τους για να δει και εκείνη τους γονείς της. Θα λείψουν μερικές μέρες και έτσι μπορούμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας.
-Αν δε σε πειράζει μάνα Αϊσέ θα καταγράφω ότι μου λες για να τα πω στη Μαρία, όταν τη συναντήσω.
-Δε με πειράζει, γιε μου, να τα γράφεις. Άλλο με ανησυχεί. Το μυστικό που θα σου πω είναι μεγάλο και φοβάμαι πως θα βλάψει τον γιο μου, αν μαθευτεί. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι όσο ζει ο γιος μου, το μυστικό θα μείνει κρυφό.
-Με φέρνεις σε πολύ δύσκολη θέση, απάντησε ο Αντώνιος. Η Μαρία αυτή τη στιγμή πιθανόν να βρίσκεται στις Ινδίες και δεν έχω ούτε τη διεύθυνσή της, ούτε ξέρω πότε θα τη συναντήσω, αν τη συναντήσω, όσο εγώ ζω. Είναι πολύ απίθανο να μπορέσουν τα λόγια σου να βλάψουν τον γιο σου. Από την άλλη η αλήθεια θα αλαφρύνει τη θέση του γιου σου μπροστά στο Θεό, όταν έρθει εκείνη η ώρα. Το ψέμα θα τον βαρύνει περισσότερο. Και η δική σου ψυχή, μάνα Αϊσέ, θα συναντήσει το Θεό πιο ανάλαφρη, αν μιλήσεις για αυτό το μυστικό.
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήταν μεγάλο το βήμα που έπρεπε να κάνει. Ήξερε πως πλησίαζε η ώρα του θανάτου της και δεν ήθελε να φύγει χωρίς να δικαιώσει τη Μαρία. Αναστέναξε βαθιά και είπε στον Αντώνιο:
-Γράφε γιε μου. Θα σου πω το μυστικό. Ο Αλλάχ μάρτυράς μου ότι το κάνω γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι το σωστό. Ο Αλλάχ να συγχωρέσει τον γιο μου και να μην τον τιμωρήσει άλλο. Γιατί, γιε μου, ο γιος μου έχει υποφέρει πολύ για τις πράξεις του.
Και άρχισε τη διήγησή της, η μάνα Αϊσέ:
-Εγώ, γιε μου, γεννήθηκα χριστιανή. Το χωριό μου ήταν τα Βρέτσια στην Πάφο. Το όνομά μου ήταν Ελένη. Όλη η οικογένειά μας ήταν χριστιανοί. Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Οι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί και οι χριστιανοί έπρεπε να πληρώνουν αφόρητους φόρους. Μια χρονιά ο πατέρας μου έβαλε υποθήκη τα χωράφια του σε ένα Τούρκο, για να του δώσει σιτάρι να σπείρει. Εκείνη τη χρονιά είχαμε ανομβρία και ο πατέρας μου δε γιώρκησε για να τον πληρώσει πίσω. Θα μας έπαιρναν τα πάντα και θα πεθαίναμε της πείνας. Πρότειναν τότε στον πατέρα μου να γίνει μουσουλμάνος και να του χαρίσουν το χρέος. Δύσκολη απόφαση, δεν είχε όμως επιλογή. Το έκανε. Στα κρυφά ήμασταν χριστιανοί και στα φανερά μουσουλμάνοι. Οι συγγενείς μας όλοι μας μίσησαν. Κανείς δε μας μιλούσε πια. Μας έλεγαν Λινοβάμβακους.
-Εγώ τότε ήμουν μικρή, γύρω στα δέκα. Θυμούμαι πως στο πίσω μέρος του σπιτιού είχαμε μια κάμαρη με εικόνες και κάθε βράδυ προσευχόμασταν στο Χριστό. Ξεπεράσαμε τον κίνδυνο της φτώχειας, όμως μείναμε μόνοι μας. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα με τους Τούρκους. Στα δεκαπέντε μου με είδε ένας Τούρκος και με πόθησε. Έγινε άνδρας μου. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ο άνδρας μου ήταν πλούσιος, όμως εγώ δεν τον αγαπούσα. Έκανα μόνο ένα παιδί μαζί του, τον γιο μου τον Σουλεϊμάν. Ύστερα εκείνος πήρε άλλη γυναίκα.
-Κανάκεψα πολύ τον γιο μου. Πολύ κακό το πολύ κανάκεμα. Κάνει τα παιδιά απωμένα (κακομαθημένα) και θέλουν πάντοτε να γίνεται το δικό τους. Όταν μεγαλώσουν παραμένουν το ίδιο, δεν μπορούν να αλλάξουν. Και αυτό είναι επικίνδυνο, γιε μου.
Ο Αντώνιος κατέγραφε όσα έλεγε και δεν τη διέκοπτε, γιατί φοβόταν ότι δε θα άντεχε για πολύ. Είχε αρχίσει να βήχει και συναισθηματικά είχε αναστατωθεί. Τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα, έτσι όπως θυμήθηκε τη ζωή της και την τροπή που πήρε εξ αιτίας της φτώχειας της οικογένειάς της.
Η μάνα Αϊσέ, δε μίλησε για πολύ ακόμα. Δεν μπορούσε. Είχε εξαντληθεί.
-Αύριο γιε μου, του είπε. Αύριο συνεχίζουμε. Δεν αντέχω άλλο.
Την άλλη μέρα, η μάνα Αϊσέ συνέχισε πάνω στο ίδιο μοτίβο. Από τη μια η πίκρα για τη δική της ζωή, από την άλλη η διστακτικότητά της να μιλήσει για τις πράξεις του γιου της, καθυστερούσε τη διήγησή της για τη Μαρία.
-Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, γιε μου, οι δικοί μου ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην εκκλησία, μα δεν τους δέχτηκαν. Έτσι έμειναν για πάντα μουσουλμάνοι. Και μίσησαν τους χριστιανούς. Έχω γεράσει γιε μου και έχω γνωρίσει και το Χριστό και τον Αλλάχ. Ο Θεός είναι πνεύμα αγαθό. Τι σημασία έχει το όνομά του; Ποτές μου δεν κατάλαβα αυτό το μίσος που έχουν οι άνθρωποι για το όνομα του Θεού. Πώς είναι δυνατό να αγαπάς το Θεό και συγχρόνως να μισάς τον άλλο που του δίνει διαφορετικό όνομα; Θα πεθάνω και δε θα μάθω το λόγο.
Ο Αντώνιος κατέγραφε και δε σχολίαζε. Ήξερε για την τραγική μοίρα των Λινοβάμβακων, αυτών που τούρκεψαν κατά την Οθωμανική κυριαρχία, για να αποφύγουν τη βαριά φορολογία, που επιβαλλόταν μόνο στους χριστιανούς. Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι και ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην εκκλησία, δεν έγιναν αποδεκτοί. Η κάθε πλευρά είχε τα επιχειρήματά της, όμως ο Αντώνιος γνώριζε ότι εκείνο που αυξανόταν ήταν ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κύπρου, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον του τόπου.
Πέρασε έτσι σχεδόν μία εβδομάδα και ο Αντώνιος έγραφε, έγραφε τη διήγηση της μάνας Αϊσέ. Είχε πονέσει το χέρι του, όμως δε σταματούσε να γράφει. Ήταν για αυτή κάτι σαν εξομολόγηση, ένα ξεχείλισμα των αναμνήσεων της ζωής της και μια κατάθεσή τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων, πριν συναντήσει το τέλος της. Μέσα από τα λόγια της προσπαθούσε να απαλύνει την ευθύνη του γιου της και να αναλάβει εκείνη το μεγαλύτερο βάρος, λόγω της ανατροφής που του έδωσε, λόγω των χατιριών που του έκανε, όταν ήταν παιδί.
Όταν έγραψε και την τελευταία φράση από τη διήγηση της μάνας Αϊσέ, εκείνη τον κοίταξε δακρυσμένη στα μάτια και του είπε:
-Γιε μου, τώρα μπορώ να πεθάνω και να συναντήσω το Θεό μου, εκεί ψηλά στους ουρανούς. Αν τον λένε Χριστό ή Αλλάχ, δεν έχει σημασία. Θα είναι καλός, το ξέρω, γιατί ο Θεός μόνο καλοσύνη είναι. Δεν έχει μίσος ο Θεός. Ελπίζω να είναι και συγχώρεση. Να συγχωρέσει εμένα και τον γιο μου. Η Μαρία δεν ξέρω αν θα μας συγχωρέσει ποτέ. Της πήραμε τα πάντα, μα φαίνεται ότι ο Θεός της τα έδωσε πίσω, με άλλο τρόπο. Ζήτα της γιε μου να μας συγχωρέσει! Αν μπορεί να το κάνει…
Ο Αντώνιος μέσα του συγκινήθηκε από τον πόνο της ηλικιωμένης γυναίκας. Η απολογία της ήταν ειλικρινής και όσο και αν οι πράξεις του γιου της απέναντι στη Μαρία ήταν εγκληματικές, ένοιωσε ότι αυτός που θα κρίνει είναι ο Θεός. Μόνο αυτός γνωρίζει πώς παίζονται τα παιχνίδια της μοίρας στη ζωή κάθε ανθρώπου και πώς οι συγκυρίες καθορίζουν το μέλλον. Θυμήθηκε τις αρχαίες τραγωδίες και την ερμηνεία που διδόταν για την παρέμβαση των Θεών στη μοίρα των ανθρώπων, επηρεάζοντας τις πράξεις τους.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες μετά που επέστρεψαν οι ένοικοι του διπλανού σπιτιού από την Πάφο και η μάνα Αϊσέ, έφυγε για τους ουρανούς. Ο γιος της ήταν απαρηγόρητος. Ο Αντώνιος μπορούσε να ακούει τους λυγμούς του μέχρι το σπίτι του. Ακόμα και οι σύζυγοι του βίωναν μεγάλη θλίψη. Η γυναίκα αυτή ήταν η δύναμη και η συνοχή του σπιτιού τους. Ήταν βέβαιο πια ότι θα ακολουθούσε η αποσύνθεση της οικογένειας.
Πήρε καιρό στον Αντώνιο να αντιγράψει με προσοχή όσα κατέγραφε όταν μιλούσε η μάνα Αϊσέ, σε ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο. Απ’ έξω έγραψε:
Για τη Μαρία – Η ιστορία της ζωής της όπως τη διηγήθηκε η μάνα Αϊσέ.
Περίμενε το καλοκαίρι που έκλειναν για λίγο καιρό τα σχολεία και ξεκίνησε για την Πάφο για να ψάξει περαιτέρω στοιχεία που προέκυπταν από τα λεγόμενα της μάνας Αϊσέ. Επισκέφθηκε τα χωριά Έμπα, Βρέτσια και Στατός. Δε βρήκε τίποτα ιδιαίτερο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, οι άνθρωποι που γνώριζαν είχαν πεθάνει και κανείς δε θυμόταν τίποτα. Παρόλα αυτά κατέγραψε στο τετράδιο για τη Μαρία, όσα βρήκε και όσα δε βρήκε. Θα μπορούσε να ψάξει και η ίδια αν το επιθυμούσε, όταν αυτές οι πληροφορίες θα έφταναν στα χέρια της.
Το 1898, όταν πια είχε έτοιμα τα στοιχεία και θα μπορούσε να τα δώσει στη Μαρία, αν υπήρχε τρόπος να τη συναντήσει πήγε να επισκεφθεί την Evelyn McCain. Ήταν η μόνη του επιλογή και ο μόνος σύνδεσμός του με τη Μαρία.
Η κυρία McCain δε χάρηκε ιδιαίτερα που τον είδε αλλά ήταν τυπικά ευγενική. Αυτό δεν ένοιαζε ιδιαίτερα τον Αντώνιο. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να μάθει λεπτομέρειες για τη Μαρία, που βρισκόταν, τι έκανε κλπ. Φυσικά, δεν είχε καμία πρόθεση να ενημερώσει την κυρία McCain για τις έρευνές του. Δικαιολόγησε την επίσκεψή του λέγοντας ότι θα ήθελε να μάθει νέα της Μαρίας.
-Αντώνιέ μου, η Μαίρη είναι πολύ καλά. Έκανε ένα υπέροχο γάμο, δεν μπορείς να φανταστείς την πολυτέλεια. Η Μαίρη μου ήταν η ομορφότερη νύφη που υπήρξε ποτέ! Όλοι τη θαύμαζαν και σχολίαζαν ότι ο Michael πήρε την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Ήμουνα τόσο υπερήφανη! Ο σύζυγός μου δάκρυζε συνεχώς από τη συγκίνηση. Της είπα ότι σε είδα και στέλνεις τις ευχές σου για τον γάμο της. Χάρηκε πολύ.
-Τώρα η Μαίρη μας είναι η Λαίδη Μαίρη William Moore. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι απέκτησε πέρσι ένα κοριτσάκι, την Αλεξάνδρα μας. Τώρα και οι τρεις βρίσκονται στις Ινδίες και δυστυχώς για μένα θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια, όπως φαίνεται. Ο γαμπρός μου, παρόλο που είναι λόρδος δεν εγκαταλείπει τη στρατιωτική ζωή.
Εδώ, η Evelyn McCain, ήταν απόλυτα ειλικρινής. Η όλη κατάσταση με τις Ινδίες τη στενοχωρούσε πολύ, αλλά τι να κάνει. Μια προσπάθεια του Αντώνιου να ζητήσει τη διεύθυνσή της Μαρίας έπεσε στο κενό.
-Δεν έχει διεύθυνση, του είπε η Evelyn McCain. Μόνο στρατιωτική αλληλογραφία μπορεί να λαμβάνει.
Και εδώ έκλεισε η συζήτηση και η επίσκεψη.
Ο Αντώνιος ήταν πολύ απογοητευμένος αρχικά. Δεν ήξερε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τη Μαρία. Ήταν φανερό ότι η Evelyn McCain δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει πληροφορίες για τη διεύθυνσή της. Ύστερα αποφάσισε να σκέφτεται θετικά. Η ζωή είχε δείξει ότι η Μαρία είχε φροντίδα που ερχόταν πέρα από αυτό τον κόσμο. Κάποιος τρόπος θα βρισκόταν να μάθει την αλήθεια για το παρελθόν της. Φτάνει που υπήρχαν τα στοιχεία καταγραμμένα.
Παρόλα αυτά επισκέφθηκε ακόμα δύο φορές την κυρία Evelyn McCain, το 1900 και το 1903, όμως επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό. Δεν έπαιρνε καμία ουσιαστική πληροφόρηση που να μπορούσε να τον φέρει σε επικοινωνία με τη Μαρία, όμως μάθαινε σε γενικές γραμμές για τη ζωή της. Και ότι ήταν καλά. Αυτό ήταν μια παρηγοριά για τον Αντώνιο.
Η τελευταία φορά που επισκέφθηκε την οικία McCain ήταν το 1907. Αυτή τη φορά δε βρήκε την Evelyn McCain. Όπως τον ενημέρωσε η υπηρέτρια που συνάντησε, η κυρία Evelyn McCain είχε πάει στο Λονδίνο. Της είχε ζητήσει η Μαίρη να πάει εκεί για να είναι κοντά στην Αλεξάνδρα που την είχαν εγγράψει σε ένα σχολείο για νεαρές δεσποινίδες, εσώκλειστη. Η Μαίρη έπρεπε να επιστρέψει στις Ινδίες για να είναι κοντά στο σύζυγό της και δεν ήθελε να είναι μόνη η κόρη της στο Λονδίνο.
Ο Αντώνιος έφυγε πολύ απογοητευμένος. Αν το ήξερε έγκαιρα θα πήγαινε ο ίδιος στο Λονδίνο για να συναντήσει τη Μαρία. Αλλά τώρα ήταν πια αργά. Τελευταία ένοιωθε και αρκετά αδύναμος. Ήταν πια εξήντα επτά ετών. Οι πίκρες της ζωής, είχαν αφήσει τα σημάδια τους στην υγειά του. Συχνά έβηχε και ένοιωθε τσιμπήματα στο μέρος της καρδιάς. Έπρεπε να βρει λύση.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Σκεφτόταν. Κατά τις πρωινές ώρες μία σκέψη φώτισε το μυαλό: αυτό ήτανε. Μόνο έτσι θα διασφάλιζε ότι η Μαρία, πρώτα ή ύστερα θα λάμβανε τις πληροφορίες που ήθελε να της δώσει.
Μόλις χάραξε το φως σηκώθηκε. Βρήκε μία ξύλινη κάσα, μικρού μεγέθους και μέσα έβαλε το τετράδιο με την ιστορία που του είχε πει η μάνα Αϊσέ. Έβαλε και τα υπόλοιπα στοιχεία που βρήκε όταν πήγε στην Πάφο, τα οποία δεν ήταν πολλά. Ύστερα έψαξε και βρήκε όσα γράμματα έγραψε κατά καιρούς στη Μαρία και δεν μπόρεσε να της στείλει και τα έβαλε και εκείνα μέσα. Δε σφράγισε την κάσα, μήπως σκεφτεί να βάλει και κάτι άλλο.
Ύστερα βγήκε έξω στην αυλή και κάθισε πλάι στη συκιά. Αναλογίστηκε τη ζωή του. Ήταν πολύ περισσότερες οι πίκρες από τις χαρές. Άξιζε άραγε η πορεία του ή όλα ήταν μάταια; Παρόλη την πεσιμιστική διάθεση που είχε, μια φωνή στο βάθος του μυαλού του, του ψιθύρισε:
-Αν δεν ήσουν εσύ Αντώνιε, η άθλια ζωή της Μαρίας θα συνεχιζόταν μέχρι το θάνατό της. Ο Θεός σε έταξε να παίξεις αυτό το ρόλο.
Χαμογέλασε πικρά.
-Και ο πατέρας μου με έταξε να μορφώσω τα παιδιά της Κύπρου, σκέφτηκε.
Ήξερε ότι δεν είχε ακόμα πολύ καιρό να ζήσει. Ήθελε όμως φεύγοντας από τη ζωή να είναι σίγουρος ότι επιτέλεσε το ρόλο που του δόθηκε σε αυτή τη γη. Και αν οι δυο πιο πάνω στόχοι ήταν το καταπίστευμα της ζωής του, έκανε το παν για να τους ολοκληρώσει όσο το δυνατό καλύτερα.
Αυτές οι σκέψεις του έφεραν γαλήνη. Σηκώθηκε, έτοιμος να ξεκινήσει τη μέρα του, με μια ελπίδα ότι η ζωή του δεν πήγε χαμένη.
Πολύ χαίρομαι που γράφεις την ιστορία χωρίς επίκριση και χωρίς φανατισμό!
Παντού γύρω μας προβάλλονται τα ανθρώπινα πάθη και οι πιο σκοτεινές πτυχές στη ζωή. Στόχος μου είναι να δούμε τη ζωή μέσα από ανώτερες πτυχές της ανθρώπινης έκφανσης και να αναγνωρίσουμε την ποιότητα της ύπαρξής μας. Κάθε κεφάλαιο, όσο τραγικά γεγονότα και αν περιγράφει, θέλω να αφήνει την ελπίδα και τη ζεστασιά στην ψυχή.
Bravo Maria mou
Ευχαριστώ Άννα μου!
Μπράβο Μαρία μου! Όντως το πετυχαίνεις, κάθε ένα κεφάλαιο αφήνει την ελπίδα και τη ζεστασιά στη ψυχή.
Μακάρι! Να μπορούσαμε να δούμε τον κόσμο και από την άλλη πλευρά.
Πολύ ωραία εκτυλίσσεται η ιστορία Μαρία. Κρατάς αμείωτο το ενδιαφέρον!
Ευχαριστώ πάρα πολύ! Η γνώμη σου έχει βαρύτητα γιατί είσαι μια εξαίρετη συγγραφέας η ίδια.
Η ελπίδα δεν χάνεται ποτέ. Μπορεί να κουραστεί για λίγο αλλά πάντα βρίσκει τον τρόπο να συνεχίσει. Μπράβο Μαρία
Ναι, η ελπίδα είναι η κινητήριος δύναμη της ζωής μας! Ευχαριστώ