
Μαρία (Ενοποιημένο κείμενο)
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 10/04/2022
Back to BlogΕδώ βρίσκεται ενοποιημένο το κείμενο που μυθιστορήματος “Μαρία” το οποίο είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες 21 Κεφαλαίων
(Κεφάλαιο 1)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λάρνακα – Καλοκαίρι 1872
Ο Αντώνιος Φιλίππου καθόταν στο λιμάνι και αγνάντευε τη θάλασσα. Βαθύ γαλάζιο. Τα λευκά κύματα έτρεχαν στην επιφάνεια της και έσκαζαν στην άμμο, για να ξαναγεννηθούν πάρα πέρα και ξανά από την αρχή. Ο ρυθμός, η δροσιά απ’ τ’ αγέρι και η μυρωδιά της, που γέμιζε την ύπαρξή του, του έφερναν γαλήνη.
Είχε επιστρέψει στα 32 του χρόνια στο πατρικό του σπίτι στη Λάρνακα, μαζί με τη γυναίκα του Ελένη και την πεντάχρονη κόρη του Αθηνά. Θυμόταν 14 χρόνια πριν, όταν ο πατέρας του τον έφερε εδώ για να του μιλήσει, πριν φύγει για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πατέρας του, ο Αντρέας, ήταν από τους πιο ευκατάστατους Ελληνοκυπρίους στη Λάρνακα. Δούλευε χρόνια στο Γαλλικό κονσουλάτο και παράλληλα έκανε εμπόριο αλατιού και μεταξιού, κάποτε σε συνεργασία με τους Γάλλους πρόξενους, κάποτε μόνος του. Κάθε δεκάρα που του περίσσευε τη φύλαγε για να σπουδάσει το μοναχογιό του. Ήταν ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος. Τόσα χρόνια μέσα στο κονσουλάτο είχε μάθει τα Γαλλικά και συχνά παρακολουθούσε τις συζητήσεις που γίνονταν εκεί μέσα και είχε καταλάβει πολλά πράγματα για τις βλέψεις των Γάλλων και των άλλων Ευρωπαίων για τον τόπο του.
Από την άλλη, έβλεπε τους συμπατριώτες του να εκφυλίζονται και να υποβιβάζονται κάτω από την Οθωμανική διοίκηση, κάποιοι από αυτούς μάλιστα προσχωρούσαν στον Ισλαμισμό για να μην πληρώνουν φόρους και παράλληλα εκτελούσαν κρυφά τα Χριστιανικά τους καθήκοντα. Τους έλεγαν Λινοβάμβακους, εξαιτίας της διπλής θρησκευτικής τους ιδιότητας. Μετά την επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα και την δημιουργία του μικρού και ασταθούς ελληνικού Κράτους, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Κύπρου, ήλπιζαν πως θα έρθει και η δική τους σειρά. Όποτε έβλεπαν ελληνικά καράβια να φθάνουν στο λιμάνι, καμάρωναν την ελληνική σημαία, έκαναν όνειρα και περίμεναν τη δική τους λύτρωση.
Όμως ο πατέρας του ήξερε ότι δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Μέσα στη σκακιέρα των ευρωπαϊκών συμφερόντων, άλλοι κινούσαν τα πιόνια και κανείς δε γνώριζε ποιος θα κερδίσει την παρτίδα.
Φρόντισε λοιπόν ο γιος του να πάρει την καλύτερη δυνατή μόρφωση και μια και ζούσαν στη Λάρνακα, την πιο εξευρωπαϊσμένη πόλη του νησιού, τον έστειλε από νωρίς στο Σχολαρχείο. Ο Αντώνιος ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον Αθανάσιο Σακελλαρίου, από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, θεμελιωτή της κυπριολογίας με το έργο του Τα Κυπριακά.
Όταν ήρθε η ώρα να πάει να σπουδάσει λοιπόν, ο πατέρας του τον είχε φέρει εδώ, μακριά από τα περίεργα βλέμματα και τα αυτιά που τεντώνονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Μέσα στην ομορφιά της φύσης του μίλησε για πρώτη φορά σαν άνθρωπος που γνώριζε πολύ περισσότερα από όσα έδειχνε.
– Γιε μου, του είπε. Ο τόπος μας εδώ και 300 χρόνια βρίσκεται κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία και έχει χάσει την ταυτότητά του. Πριν από αυτούς ήταν άλλοι κατακτητές, Λουζινιανοί, Ενετοί και πριν από αυτούς άλλοι. Το μόνο που μας απέμεινε για να θυμόμαστε ποιοι είμαστε είναι η γλώσσα και η θρησκεία μας. Ο Τούρκος σήμερα είναι σαν ένας δράκος που γέρασε, αλλά ακόμα μπορεί να σε κατασπαράξει και να σε εξαφανίσει για να αποδείξει τη δύναμή του. Μην ξεχνάς τι έγινε με τον Κυπριανό και τους άλλους επισκόπους το 1821. Οι Ευρωπαίοι το ξέρουν αυτό και κάποτε τον χαϊδεύουν, κάποτε τον απειλούν. Όμως θέλουν σιγά – σιγά να τον αποδυναμώσουν και να του αρπάξουν ότι μπορούν. Μέσα σε αυτά που θέλουν να του αρπάξουν είναι και ο τόπος μας.
– Σε λίγα χρόνια θα ολοκληρωθεί η διώρυγα του Σουέζ και θα ανοίξει νέες προοπτικές στο διεθνές εμπόριο. Όλοι οι δυνατοί της Ευρώπης έχουν καταλάβει τη σημασία της Κύπρου και ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα πείσει τον Σουλτάνο να του τη δώσει. Έχω ακούσει πολλά, γιε μου, εκεί στο κονσουλάτο. Κανείς δεν ξέρει ότι καταλαβαίνω άπταιστα γαλλικά και παρακολουθώ όλες τις κουβέντες τους. Ξέρω ότι από το 1831 ο τότε πρέσβης Alphose Bottu έστελνε εκθέσεις στην κυβέρνησή του και τους παρότρυνε να πάρουν την Κύπρο με τον ένα ή άλλο τρόπο. Βασίζονται στην παλιά κυριαρχία των Λουζινιανών και θεωρούν ότι είναι η φυσική συνέχεια του τόπου να γίνει δικός τους. Τι ονειρεύονται οι Κύπριοι, δεν έχει καμιά σημασία για αυτούς. Γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Δεν θα μας σώσει η Ελλάδα γιε μου. Δεν έχει τη δύναμη. Θα μας αρπάξει κάποιος από την Ευρώπη. Ποιος θα είναι αυτός; Κανείς δε γνωρίζει. Φυσικά, οι Γάλλοι είναι καλύτεροι από τους Οθωμανούς, αλλά ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει η μοίρα!
-Και δεν είναι μόνο οι Γάλλοι που μας θέλουν. Ξέρω ότι οι Εγγλέζοι, οι Βέλγοι και οι Γερμανοί ορέγονται τον τόπο μας. Το έχω ακούσει στο κονσουλάτο. Ο πρίγκηπας του βελγικού θρόνου Λεοπόλδος Β’ επισκέφθηκε την Κύπρο το 1855 και το έλεγαν ότι ήθελε την Κύπρο για τη χώρα του. Για αυτούς, γιε μου, είμαστε ιθαγενείς, δεν έχουμε καμιά αξία.
-Θα πρέπει παιδί μου να μορφωθείς. Να μορφωθείς όσο δεν είναι κανένας από αυτούς. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τους αντιμετωπίσουμε με τους δικούς τους όρους. Θα πας αρχικά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί θα φροντίσεις να μάθεις και Τούρκικα. ‘Όχι αυτά που μιλούμε εδώ στους μαχαλάδες. Τούρκικα που μιλούν οι μορφωμένοι τους, για να μπορείς να διαβάζεις τα φιρμάνια του Σουλτάνου από πρώτο χέρι. Ύστερα θα πάεις στο Παρίσι. Να, αυτή η επιστολή από το Γάλλο πρέσβη θα σου ανοίξει πολλές πόρτες. Θα μάθεις και Γερμανικά. Μα πάνω απ’ όλα θα μάθεις Εγγλέζικα. Η Μεγάλη Βρετανία είναι μια τεράστια δύναμή και ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι. Είναι αυτούς που φοβούνται περισσότερο οι Γάλλοι.
Ύστερα έβγαλε ένα πουγκί με χρυσές λίρες και του το έδωσε.
-Αυτά γιε μου τα φυλάω χρόνια. Κανείς δεν ξέρει ότι τα έχω. Ούτε η μάνα σου. Θα τα χρησιμοποιήσεις, γιε μου, για να μάθεις όσα περισσότερα γράμματα μπορείς. Αν τα καταφέρεις να πας και στην Αγγλία. Εγώ θα σε περιμένω να γυρίσεις. Γιατί πρέπει να γυρίσεις. Μόνο οι μορφωμένοι μπορούν να σώσουν το τόπο μας!
-Σου υπόσχομαι πατέρα ότι θα γυρίσω, είχε απαντήσει τότε ο Αντώνιος
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αντώνιος τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη στην οποία διδάχθηκε εκτός από τις ελληνικές σπουδές, ψυχολογία, ανθρωπολογία και τη Γαλλική και Οθωμανική γλώσσα.
Μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και χρησιμοποιώντας το γράμμα που του έδωσε ο πατέρας του μπόρεσε να γίνει δεκτός στο υπουργείο Εξωτερικών. Όλα τα είχε σκεφτεί και τα είχε σχεδιάσει σωστά ο πατέρας του. Όλα εκτός του ότι ο γιος του θα ερωτευόταν. Όταν γνώρισε την Ελένη στο Παρίσι, σε μια συγκέντρωση των Ελλήνων της διασποράς, ξέχασε τα πάντα. Δεν θυμόταν σχεδόν, ούτε την Κύπρο, ούτε και τους γονείς του. Μαγεύτηκε από την ομορφιά της. Για κάποιο χρονικό διάστημα σταμάτησε και τις σπουδές του – το βασικό αντικείμενο της ζωής του. Ζούσε σε μια μαγεία, ένα σύννεφο τον τύλιγε και σίγουρα δεν πατούσε στη γη. Με δυσκολία έπεισε τον πατέρα της, ένα σημαίνων Έλληνα του Παρισιού, να του επιτρέψει να την παντρευτεί. Του έδωσε και μια ασαφή υπόσχεση ότι θα ζούσαν την υπόλοιπη ζωή τους στο Παρίσι. Κατά βάθος όμως ήξερε…
Αμέσως μετά τον γάμο τους πήγαν για μερικά χρόνια στο Λονδίνο και ο Αντώνιος συνέχισε τις σπουδές του στο Αγγλικό δίκαιο, μαθαίνοντας συγχρόνως και την αγγλική γλώσσα. Επέστρεψαν όμως στο Παρίσι, αφού είχαν ήδη αποκτήσει την κόρη τους, την Αθηνά.
Θα μπορούσε να ήταν απόλυτα ευτυχισμένος. Είχε μια υπέροχη οικογένεια και εργαζόταν στο Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, ως μεταφραστής. Με το διαμέρισμα που τους είχε παραχωρήσει ο πεθερός του και τον αρκετά ικανοποιητικό μισθό του, είχε τα πάντα. Όμως ένα σαράκι τον έτρωγε και ήταν πάντα μελαγχολικός. Η Ελένη το έβλεπε και τον ρωτούσε συνεχώς, μέχρι που αναγκάστηκε να της μιλήσει για την πατρίδα του και την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του.
Δεν ήταν εύκολο για την Ελένη να τον ενθαρρύνει να φύγουν για την Κύπρο. Όμως το έκανε. Ίσως, να βοήθησε και η ήττα των Γάλλων στον Γαλλο – πρωσικό πόλεμο του 1870 -1871. Η αναστάτωση που είχε φέρει στη χώρα, τους δημιούργησε ένα αίσθημα φυγής.
Από την μια ευγνωμονούσε την Ελένη για αυτό, από την άλλη όμως πίστευε ότι η απόφασή της πήγαζε από την άγνοια του τι θα αντιμετώπιζε. Δεν είχε δει ποτές της τους δρόμους της Κύπρου, που ήταν χωρίς κανένα υπόστρωμα, λασπωμένοι το χειμώνα και σκονισμένοι το καλοκαίρι. Η παριζιάνα γυναίκα του δεν μπορούσε να φανταστεί ένα τόπο, που για 300 χρόνια δεν είχε γίνει κανένα δημόσιο έργο! Το μόνο έργο που έγινε – και αυτό με ιδιωτική πρωτοβουλία – ήταν το υδραγωγείο που κατασκευάστηκε το 1746 -47 και το οποίο πλήρωσε εξ ολοκλήρου ο ίδιος, ο τούρκος Μπεκίρ Πασάς. Στοίχισε 50.000 γρόσια και επέτρεψε στους οικονομικά πιο άνετους κατοίκους της Λάρνακας και της Λευκωσίας να μεταφέρουν νερό στο σπίτι τους. Δεν γνώριζε η Ελένη του για τις αρρώστιες που θέριζαν τον πληθυσμό, ιδιαίτερα τη μαλάρια από τα κουνούπια που αφθονούσαν στα λιμνώδη νερά που υπήρχαν παντού, και καμιά αρχή δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποξηράνει! Δε γνώριζε για την έλλειψη στοιχειώδους δικαιοσύνης και συστήματος υγείας.
Μια γλυκιά φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
-Πατερούλη, πατερούλη πού είσαι;
Η μικρή Αθηνά έτρεξε και αγκάλιασε το γόνατό του, όπως καθόταν στο βράχο και έχωσε το κεφαλάκι της στην αγκαλιά του. Πιο πίσω ερχόταν η Ελένη γελαστή και χαρούμενη.
-Θεέ μου, σκέφτηκε τι υπέροχη εικόνα! Τι τελειότητα! Η Αθηνά στην αγκαλιά μου και η Ελένη να εκπέμπει φως και γαλήνη.
-Μου είχες πει χίλια κακά για τον τόπο σου, του φώναξε. Δε μου είπες ποτέ όμως για την ομορφιά της θάλασσας και το λαμπερό φως που λούζει τα πάντα. Δεν μου είπες για τα γιασεμιά που μυρίζουν στις αυλές και τους τόσους Ευρωπαίους που κυκλοφορούν στην πόλη. Αυτά αξίζουν όλες τις ταλαιπωρίες! Μην βασανίζεις άλλο τον εαυτό σου. Θα είμαι ευτυχισμένη εδώ.
Ο Αντώνιος προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυα που γέμισαν τα μάτια του. Τι υπέροχη γυναίκα! Θα έκανε τα πάντα για να την κρατήσει ευτυχισμένη. Αυτή και την κόρη τους. Και έπειτα να εκπληρώσει το μεγάλο έργο που του ανέθεσε ο πατέρας του: την μόρφωση των παιδιών της Κύπρου.
Εκείνη την ώρα φύσηξε ένα αγέρι και η θάλασσα μούγκρισε. Το φόρεμα της Ελένης λικνίστηκε στον άνεμο και τα μαλλιά της ξεπλέχτηκαν. Η Αθηνά κούρνιασε στην αγκαλιά του.
Ένοιωσε πως η μοίρα του έστελνε ένα μήνυμα. Είχε μάθει πολλά γράμματα. Μα δεν είχε μάθει να διαβάζει τα σημάδια της μοίρας. Έσφιξε την Αθηνά στην αγκαλιά του και ευχήθηκε η μοίρα να μην είχε άλλα σχέδια για αυτόν.
Μαζί, κρατημένοι χέρι – χέρι ξεκίνησαν και οι τρεις για το σπίτι.
Βιβλιογραφία:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/chasiotis_cyprus_colonial/
(Κεφάλαιο 2)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λονδίνο 1925
Η Λαίδη Mary William Moore καθόταν στο πίσω μέρους του αυτοκινήτου της, φεύγοντας από το γραφείο του δικηγόρου της οικογένειας στο κεντρικό Λονδίνο. Ήταν μια πολύ κομψή κυρία, γύρω στα 50 – 55. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά, στο ύψος των αυτιών, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Φορούσε ένα γκρι φόρεμα ριχτό, με μια φαρδιά ζώνη, χαλαρά δεμένη κάτω από τη μέση. Μία μακριά σειρά από μαργαριτάρια, που έφτανε κάτω από το στήθος, ήταν το μοναδικό στολίδι στην αμφίεσή της. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μικρό καπέλο, εφαρμοστό, με ένα μικρό βέλο που σκέπαζε ελαφρά τα μάτια της. Ήταν συγχρόνως πολύ μοντέρνα, αλλά και αριστοκρατικά κομψή. Με το γαντοφορεμένο χέρι της έγνεψε στον οδηγό να προχωρήσει για το σπίτι.
Αναστέναξε με ανακούφιση. Επιτέλους είχε διευθετήσει όλα τα κληρονομικά, μετά το θάνατο του συζύγου της του Λόρδου William Moore, από ανακοπή καρδίας, στα εξήντα του χρόνια. Τα είχε αφήσει όλα στην κόρη της, το σπίτι, τα μετρητά και τον πύργο στην εξοχή. Για τον εαυτό της κράτησε μόνο την περιουσία που είχε πάρει από τους γονείς της. Δεν ήταν καθόλου μεγάλη σε σύγκριση με αυτή του συζύγου της, όμως για αυτή ήταν αρκετή για να έχει ένα ετήσιο εισόδημα και να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή. Δεν είχε ανάγκη από μεγαλεία.
Ήταν ευτυχισμένη που ο άνδρας της πρόλαβε να παντρέψει την κόρη τους με τον James Macdonald, ένα αριστοκράτη σκωτσέζικης καταγωγής, πολύ μορφωμένο, που δίδασκε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η κόρη της τον γνώρισε κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν αυτή βοηθούσε σαν νοσοκόμα και εκείνος ήταν γιατρός. Αρχικά ο άνδρας της διαφωνούσε με αυτό το γάμο. Ήθελε η κόρη του να παντρευτεί ένα αριστοκράτη με τίτλο, όπως ήταν και ο ίδιος, όμως αυτή τον έπεισε ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι θα ήταν η νέα ελίτ της χώρας, όπως θα διαμορφωνόταν μετά τον Πόλεμο. Ο James την ευγνωμονούσε γι’ αυτό, γιατί πραγματικά αγαπούσε την Αλεξάνδρα, την κόρη της.
Η Μαίρη ένοιωθε πολλές τύψεις σαν μητέρα. Γέννησε την κόρη της τον Ιούνιο του 1897. Ο σύζυγός της διορίστηκε αξιωματικός στις Ινδίες, τον Αύγουστο του 1898 και μητέρα και κόρη, τον ακολούθησαν. Μέχρι το 1907 η Μαίρη φρόντιζε για τις σπουδές της κόρης της η ίδια, μια και ήταν ασυνήθιστα μορφωμένη και καλλιεργημένη σε σχέση με τις άλλες Αγγλίδες της εποχής της. Όμως τότε ο σύζυγός της σκέφτηκε ότι οι Ινδίες δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για την ανατροφή μίας Αγγλίδας αριστοκράτισσας και αποφάσισε να τη στείλει στην Αγγλία, εσώκλειστη σε σχολείο για κορίτσια. Όσο και αν διαφώνησε μαζί του η Μαίρη, στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσει. Όταν τον απείλησε ότι θα επιστρέψει και η ίδια στην Αγγλία για να είναι κοντά στην κόρη της, της υπενθύμισε την προγαμιαία της δέσμευση ότι θα έμενε μαζί του, όπου και αν βρισκόταν αυτός.
Έτσι το μόνο που μπόρεσε να καταφέρει ήταν να συνοδέψει την κόρη της στο The Cheltenham Ladies’ College και να την αποχαιρετίσει. Ευτυχώς, έπεισε τη μητέρα της να φύγει από την Κύπρο και να μετακομίσει στο Λονδίνο για να είναι κοντά στην Αλεξάνδρα. Εκείνη επέστρεψε στις Ινδίες.
Από τότε οι σχέσεις της με τον άνδρα της ήταν ψυχρές και τυπικές. Τήρησε την προγαμιαία υπόσχεση που του είχε δώσει αλλά απομακρύνθηκε από κοντά του.
Τώρα πια ήταν ελεύθερη. Για πρώτη φορά! Ήταν πολύ παράξενο το συναίσθημα. Κανένας, από αυτούς που διαφέντευαν τη ζωή της και επέλεγαν για αυτή ποια πορεία θα ακολουθούσε, δε ζούσε πια. Οι γονείς της είχαν πεθάνει εδώ και καιρό και δύο χρόνια πριν είχε χάσει και τον σύζυγό της. Το μόνο δικό της πλάσμα που είχε στο κόσμο ήταν η Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα της ήταν ανεξάρτητη και δυναμική. Σε αυτό έμοιασε στη μητέρας της, έστω και αν στην όψη έμοιαζε με τον πατέρα της.
Είχε αποφασίσει να μιλήσει στην Αλεξάνδρα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Η Αλεξάνδρα είχε μεγαλώσει σαν Αγγλίδα αριστοκράτισσα, περήφανη για την καταγωγή της και για τους τίτλους που έφερε η οικογένειά της. Ήταν ένα επώνυμο μέλος της βρετανικής αυτοκρατορίας και οτιδήποτε άλλο, ήταν κατά κάποιο τρόπο υποδεέστερο.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα την επισκεπτόταν για να την ενημερώσει για τη μεταφορά όλη της περιουσίας του πατέρα της, στο όνομά της. Θα της παρέδιδε και όλους τους σχετικούς τίτλους. Και τότε θα της μιλούσε και θα της ανακοίνωνε την απόφασή της να επιστρέψει στην Κύπρο. Με όποιο κόστος.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι της στο Notting Hill. Ευχαρίστησε τον οδηγό και κατέβηκε.
Πίνοντας σε λίγο το τσάι της στο γραφείο της, και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τον κήπο, προσπάθησε να ετοιμάσει τα λόγια της και να βάλει σε σειρά τι θα έλεγε στην κόρη της. Άσχετα με την όποια πιθανή αντίδραση της Αλεξάνδρας, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι η ίδια δε θυμόταν πολλά πράγματα. Οι αναμνήσεις της ήταν θολές και συγκεχυμένες.
Χρόνια οι γονείς της και ιδιαίτερα η μητέρα της Evelyn McCain προσπαθούσαν να την κάμουν να ξεχάσει. Και αν δεν ξεχνούσε, δε θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ, να μιλήσει για αυτό.
Έκλεισε τα μάτια και έφερε στο νου της τις πρώτες εικόνες από τη ζωή της. Μια γριά που μιλούσε τούρκικα να την προστατεύει και να μην αφήνει εκείνη τη γυναίκα με τα μικρά λοξά μάτια να την κτυπήσει με τη βέργα. Ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες; Μήπως είμαι Τουρκάλα; Σκέφτηκε. Μα γιατί με έλεγαν Μαρία; Θα ήθελε τόσο πολύ να βρει τη γριά! Μα πώς θα ήταν αυτό δυνατό; Αποκλείεται να ζούσε.
Έπειτα, θυμήθηκε τον δάσκαλο. Στη σκέψη του χαμογέλασε. Αυτό τον θυμόταν καλά. Τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά πριν φύγει από την Κύπρο. Αυτός της έμαθε να γράφει να διαβάζει, της έμαθε αγγλικά, γαλλικά, να μελετά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Της είχε μάθει ακόμα και τούρκικα. Τον έλεγαν Αντώνιο Φιλίππου. Άραγε αυτός ζούσε; Πολύ απίθανο.
Ένοιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά. Για αυτή ήταν ο πατέρας της. Παρόλο που ο Michael McCain, στρατιωτικός διοικητής Λευκωσίας, τη λάτρευε και ήταν λιγότερο αυστηρός μαζί της από τη μητέρα της, εκείνη βαθιά μέσα στην καρδιά της, θεωρούσε το δάσκαλο πατέρα της. Εκείνος της έμαθε σχεδόν όλα όσα ήξερε και της άνοιξε τη λεωφόρο της γνώσης.
Ξαναπροσπάθησε να θυμηθεί. Πέραν από τις συγκεχυμένες αναμνήσεις στο τούρκικο σπίτι, οι υπόλοιπες αναμνήσεις της άρχιζαν στο σπίτι των γονιών της. Όταν πήγε εκεί πρέπει να ήταν γύρω στα εφτά με οκτώ. Θυμόταν ότι στην αρχή έμενε σε ένα δωμάτιο και ο δάσκαλος ερχόταν κάθε μέρα και τη δίδασκε. Ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ακόμα και Λατινικά. Όταν εύρισκε ευκαιρία της δίδασκε και τούρκικα. Εκείνη μάθαινε εύκολα, δεν ξεχνούσε τίποτα.
Μετά ερχόταν η μητέρα της, της μάθαινε καλούς τρόπους και διόρθωνε την προφορά της στα αγγλικά. Μα πάνω απ’ όλα της μάθαινε να έχει αυτοπεποίθηση. Δε θυμόταν πόσο καιρό διήρκεσε αυτό. Πάντως, όταν αποφάσισαν να τη βγάλουν έξω και να την παρουσιάσουν στους φίλους των γονιών της, ήταν μία τέλεια Αγγλίδα δεσποινίς με άπταιστους τρόπους και καλλιέργεια. Είχαν εξηγήσει στο κύκλο τους ότι η κόρη τους μόλις είχε επιστρέψει από ένα σχολείο στην Ελβετία. Η μητέρα της, της είχε απαγορεύσει να μιλά για την προηγούμενή της ζωή και σχεδόν είχε πιστέψει ότι έτσι γεννήθηκε και ότι ήταν η κόρη του ζεύγους McCain. Η δεσποινίδα Mary McCain, που όλοι θαύμαζαν.
Όμως στα όνειρα και στους εφιάλτες της έβλεπε συχνά το τούρκικο σπίτι, εκείνη την άσχημη γυναίκα με τα μικρά μάτια να την κυνηγά και τη γριά να την προστατεύει. Μερικές φορές ξυπνούσε μέσα στη νύχτα και ούρλιαζε, αλλά αυτές τις φορές ο εφιάλτης ήταν χειρότερος. Έβλεπε ένα άντρα να σκύβει από πάνω της και να τη χαϊδεύει με τα χοντρά του χέρια, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν. Και σε αυτές τις περιπτώσεις ερχόταν η γριά γυναίκα να την προστατεύσει. Τα πρώτα χρόνια του γάμου της, όταν ξυπνούσε μες τη νύχτα ουρλιάζοντας, ο σύζυγός της προσπάθησε να καταλάβει το λόγο. Ποτέ δεν του μίλησε όμως. Δεν ήταν πληροφορία αυτή να τη μάθει ένας Άγγλος Λόρδος!
Στην πραγματικότητα δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανένα για το παρελθόν της. Για όλους ήταν η Mary McCain, μια καλοαναθρεμμένη Αγγλίδα αριστοκράτισσα. Οτιδήποτε άλλο θα έβαζε σε κίνδυνο τη δική της θέση και τη θέση των γονιών της στην αγγλική κοινωνία. Τώρα όμως έπρεπε να μιλήσει στην κόρη της. Και τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα, γιατί και η κόρη της ήταν μέλος αυτής της κοινωνίας των αριστοκρατών και παράλληλα είχε τον εκρηκτικό χαρακτήρα του πατέρα της.
Είχε βραδιάσει όταν αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα να σκέφτεται άλλο. Δεν είχε καταλήξει πώς θα εξηγούσε στην Αλεξάνδρα τους λόγους που ήθελε να επιστρέψει στην Κύπρο.
Ξαφνικά θυμήθηκε το έγγραφο που βρήκε στο γραφείο του πατέρα της μετά το θάνατο του, καλά κρυμμένο στο διπλό πάτο ενός συρταριού. Ήταν το έγγραφο της υιοθεσίας της. Έψαξε και το βρήκε εκεί που το φύλαξε. Με αυτό θα άρχιζε τη συνομιλία με την κόρη της!
Η λαίδη Mary William Moore επέλεξε να επισκεφθεί την κόρη της ημέρα Τετάρτη. Την ημέρα αυτή το υπηρετικό προσωπικό είχε έξοδο και ο σύζυγος της Αλεξάνδρας θα έλειπε στην εργασία του. Έτσι όποια και αν ήταν η αντίδραση της κόρης της, δε θα υπήρχε κανένας να ακούσει. Η συνομιλία τους θα ήταν ιδιωτική.
Άρχισε με την παραχώρηση σε εκείνη όλης της περιουσίας του πατέρα της. Η Αλεξάνδρα έμεινε έκπληκτη. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο. Κάποιος θα περίμενε ότι η μητέρα της θα εξακολουθούσε να ζει την πλούσια ζωή με την οποία ήταν συνηθισμένη, για πολλά χρόνια ακόμα. Δεν ήταν δα και τόσο γριά! Αντίθετα, ήταν μια ιδιαίτερα ωραία κυρία, που όλες τη ζήλευαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει την απόφασή της.
-Θα φύγω από το Λονδίνο, συνέχισε η μητέρα της. Θα επιστρέψω στην Κύπρο. Τα χρήματα που μου άφησαν οι γονείς μου είναι αρκετά για να ζω εκεί.
-Και γιατί να το κάνεις αυτό; Ρώτησε έκπληκτη η Αλεξάνδρα. Τώρα που εγώ παντρεύτηκα και θα κάνω παιδιά εσύ θα φύγεις; Πότε επιτέλους θα είσαι δίπλα μου όταν σε χρειάζομαι! Τι νόημα έχει αυτή η κίνησή σου; Και πού θα μένεις εκεί; Δεν έχεις κανένα στην Κύπρο και από ότι ξέρω είναι ένας πολύ υποανάπτυκτος τόπος σε σχέση με το Λονδίνο. Είναι παράλογο αυτό που μου λες.
Η Μαίρη δεν απάντησε, απλά της έδωσε το έγγραφο της υιοθεσίας. Η Αλεξάνδρα το διάβασε πολλές φορές μέχρι να καταλάβει τι έλεγε. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Τώρα πια δε μιλούσε. Φώναζε:
-Μου λες ότι είσαι υιοθετημένη; Και τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις από πού προέρχεσαι; Τι νόημα έχει αυτό; Σε τι θα σε ωφελήσει. Απλά θα μας προσβάλεις και θα δώσεις τροφή σε κουτσομπολιά. Τι θα πω εγώ στον άντρα μου;
Πριν προλάβει να απαντήσει η Μαίρη, μια φωνή ακούστηκε από το πόρτα του δωματίου. Γύρισαν και οι δύο έκπληκτες και είδαν τον James, το σύζυγο της Αλεξάνδρας, να στέκεται και να παρακολουθεί τη συνομιλία τους.
-Αγάπη μου μη μιλάς έτσι στη μητέρα σου, είπε στην Αλεξάνδρα. Η Μαίρη έχει δικαίωμα να μάθει από πού προέρχεται και εμείς θα τη βοηθήσουμε.
-Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Ψέλλισε η Αλεξάνδρα.
-Δεν έχει σημασία αυτό. Ήρθα να πάρω κάτι που ξέχασα και άκουσα τη συνομιλία σας. Η μητέρα σου Αλεξάνδρα, ήταν πάντοτε, κάτω από την καθώς πρέπει της συμπεριφορά, μελαγχολική και τώρα καταλαβαίνω το λόγο. Ήξερα ότι ο πατέρας σου διαφέντευε τη ζωή της – εσύ άλλωστε μου είπες ότι ήταν δική του απόφαση να σε στείλουν εσώκλειστη στο Λονδίνο, και εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά, μα δεν μπόρεσε να του αλλάξει γνώμη. Είναι κρίμα, αγάπη μου, να την αποπαίρνουμε, ας την ακούσουμε και ας σχεδιάσουμε μαζί αυτό το ταξίδι.
Η Μαίρη που έκλαιγε σιωπηλά, κατά τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας, άρχισε τώρα να κλαίει με αναφιλητά και δεν μπορούσε να σταματήσει. Για πρώτη φορά στη ζωή της, τη μυστική ζωή της, είχε ένα σύμμαχο και τα συναισθήματα που την έπνιγαν περισσότερο από πενήντα χρόνια, άρχισαν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν ένας ασταμάτητος χείμαρρος.
Η Αλεξάνδρα, που για πρώτη φορά στη ζωή της είχε δει τη μητέρα της να κλαίει, έτρεξε και την αγκάλιασε και της ζητούσε συνεχώς συγνώμη.
Όταν η Μαίρη κατάφερε να συγκροτήσει τον εαυτό της και να δώσει τέλος σε αυτή την έντονα συναισθηματική στιγμή, κάθισαν και οι τρεις τους αναπαυτικά και η Μαίρη άρχισε να τους διηγείται τι θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια. Τους εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη της, ότι ίσως να ήταν μουσουλμάνα, παρόλο που την έλεγαν Μαρία.
Τότε η Αλεξάνδρα έτρεξε στο δωμάτιό της και επέστρεψε κρατώντας ένα κουτάκι.
-Μου το έδωσε η γιαγιά Evelyn, όταν ήρθα να μείνω στο Λονδίνο και έκλαιγα που δεν ήταν μαζί μου η μητέρα μου. Μια μέρα μου έδωσε αυτό το κουτάκι και μου είπε ότι ανήκε στη μητέρα μου και να το έχω πάντοτε μαζί μου για να τη θυμάμαι.
Άνοιξε το κουτάκι και έβγαλε από μέσα ένα χρυσό σταυρό. Ήταν ένας απλός σταυρός, σαν αυτούς που φορούσαν οι ορθόδοξοι στην Κύπρο, όπως εξήγησε η Μαίρη. Η ίδια όμως δεν τον θυμόταν. Πιθανόν, να τον φορούσε όταν πήγε να μείνει στο σπίτι της μητέρας της και εκείνη της τον αφαίρεσε, για να μην έχει τίποτε που να τη συνδέει με το παρελθόν της.
Έμεναν πολύ αργά εκείνο το βράδυ και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, για να μην ακούσουν οι υπηρέτες, που είχαν εν τω μεταξύ επιστρέψει. Η Μαίρη συμφώνησε ότι όλες οι κινήσεις θα έπρεπε να γίνουν διακριτικά, γιατί δεν υπήρχε λόγος να διαρρεύσει το μυστικό τους και να δώσουν τροφή για κουτσομπολιά.
Κατέληξαν στα πιο κάτω δεδομένα και κινήσεις που έπρεπε να κάνει η Μαίρη, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα:
Μετά από τόσα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να βρουν την αλήθεια όμως η Μαίρη θα προσπαθούσε.
Η παρουσία της στο τούρκικο σπίτι αποτελούσε ένα μυστήριο και ίσως αυτό να ήταν το κλειδί για την καταγωγή της.
Ο μόνος άνθρωπος που πιθανόν να ήξερε κάτι ήταν ο δάσκαλος Αντώνιος Φιλίππου, που ήταν απίθανο να ζούσε. Η Μαίρη θυμήθηκε ότι όταν θα έφευγε από την Κύπρο της είχε υποσχεθεί ότι θα έψαχνε να βρει το παρελθόν της. Μετά όμως δεν υπήρξε καμιά αλληλογραφία μεταξύ τους. Δεν ήρθαν ποτέ δικά του γράμματα, αλλά φαίνεται δεν πήγαν ποτέ και τα δικά της. Η αλληλογραφία γινόταν μέσω του αγγλικού στρατού και σίγουρα η μητέρα της φρόντισε να μη συνεχιστεί η επικοινωνία μεταξύ τους.
Ο χρυσός σταυρός, ήταν μια απόδειξη για τη χριστιανική καταγωγή της, όμως τίποτα περισσότερο. Ήταν ένας πολύ συνηθισμένος σταυρός, που απλά υπονοούσε ότι η οικογένειά της ήταν αρκετά ευκατάστατη, ώστε να της τον χαρίσει.
Η πράξη υιοθεσίας δεν έλεγε τίποτε για την οικογένειά της. Ανέφερε απλά, «ορφανό παιδί, αγνώστων γονέων».
Η πρώτη κίνηση που θα έκανε ήταν να γράψει στη γυναίκα του νυν στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας και να της εξηγήσει ότι προβλήματα υγείας την ανάγκαζαν να εγκαταλείψει το Λονδίνο και θα ήθελε να επιστρέψει στην Κύπρο για κάποιο χρονικό διάστημα. Θα την παρακαλούσε να της βρει σπίτι στη Λευκωσία.
Πριν αποχαιρετιστούν εκείνο το βράδυ, ο γαμπρός της, της πήρε το χέρι και τη διαβεβαίωσε.
-Μην ανησυχείς Μαίρη. Θα έρθουμε να σε δούμε στην Κύπρο.
Εκείνη τη νύχτα, ένοιωσε πραγματική ασφάλεια για πρώτη φορά στη ζωή της. Ένοιωσε ότι δεν ήταν μόνη και ότι είχε δικούς της ανθρώπους που θα στέκονταν στο πλευρό της. Έκλαψε από ευτυχία.
Το ταξίδι στο ομιχλώδες παρελθόν της είχε ξεκινήσει.
(Κεφάλαιο 3)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία Καλοκαίρι 1877
Οι άνεμοι της μοίρας φύσηξαν δυνατά και σάρωσαν τη ζωή του Αντώνιου Φίλιππου, δύο χρόνια από την άφιξη της οικογένειάς του στην Κύπρο. Η σύζυγός του Ελένη, η κόρη του Αθηνά και στη συνέχεια οι γονείς του, χάθηκαν από την αρρώστια που μάστιζε τον τόπο. Τη μαλάρια. Ο ίδιος είχε καταλήξει ένα κουφάρι που περπατούσε και υπέφερε. Δεν μπορούσε να δει κανένα μέλλον στη ζωή του. Και εκεί που η δύναμη της μοίρας του αφαίρεσε τα πάντα και ο καθένας θα νόμιζε ότι όλα θα τελειώσουν και για αυτόν, ένας άλλος άνεμος φύσηξε και φώλιασε στην ψυχή του.
Ξαφνικά άρχισε να νοιώθει μια δύναμη να τον γεμίζει και έβλεπε μπροστά του ένα σκοπό που έπρεπε να εκπληρώσει. Άνθρωπος δυνατός καθώς ήταν, ήξερε πως η θλίψη και η μεμψιμοιρία δεν οδηγούν πουθενά. Αξιολόγησε τη ζωή και την ευλογία που του έδωσε με το να ζήσει με μία τόσο υπέροχη σύζυγο, όπως η Ελένη, μια τόσο λατρεμένη κόρη, όπως η Αθηνά και δυο τόσο υπέροχους και πρωτοποριακούς γονείς, που αποφάσισε να κρατήσει την ομορφιά της ανάμνησής τους, όχι τη θλίψη. Θυμήθηκε ξανά τα λόγια του πατέρα του, εκεί στην ακροθαλασσιά της Λάρνακας:
… Εγώ θα σε περιμένω να γυρίσεις. Γιατί πρέπει να γυρίσεις. Μόνο οι μορφωμένοι μπορούν να σώσουν το τόπο μας!
Είχε μορφωθεί τόσο πολύ στη ζωή του! Έπρεπε να προσφέρει στο τόπο του, που ξέφτιζε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, ότι μπορούσε. Τα χρόνια που βρισκόταν στην Ευρώπη, αλλά και από κάποια βιβλία που του έστελναν οι φίλοι του από το Παρίσι με κανένα ναύτη, του έδωσαν την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τα λόγια του πατέρα του για την επιθυμία πολλών ευρωπαϊκών κρατών να αποκτήσουν την Κύπρο.
Όταν ήταν στο Λονδίνο διάβασε το βιβλίο του Βρετανού στρατιωτικού και διπλωμάτη John Macdonald Kinneir, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1814 και με το οποίο συμβούλευε την χώρα του να καταλάβει την Κύπρο. Μια τέτοια κατάκτηση θα της έδινε «ηγεμονική επιρροή» στη Μεσόγειο και «φοβερά καίρια θέση» ώστε να ελέγχει την τακτική της Υψηλής Πύλης και τις «υπερβάσεις» της Ρωσίας, όπως έγραφε.
Από τον πατέρα του γνώριζε ότι ο Γάλλος πρόξενος στη Λάρνακα, Adolphe Laffon, το 1871 είχε προτείνει στην κυβέρνησή του ενδεχόμενη εγκατάσταση Γάλλων προσφύγων στην Κύπρο, μετά την κατάληψη από τους Πρώσους της Αλσατίας και της Λωραίνης. Τις προτάσεις του Laffon επανέλαβε το 1874 και ο διάδοχός του Pierre Dubreuil.
Πρόσφατα μάλιστα είχε πληροφορηθεί από ένα βιβλίο που του έστειλε από το Παρίσι ένας φίλος του, ότι ο Βέλγος βιομήχανος Edmond Paridant van der Cammen, είχε προτείνει στον Σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ τον εποικισμό της Κύπρου από Βέλγους μετανάστες, με τη σύμφωνο γνώμη της Υψηλής Πύλης και παράλληλη διασφάλιση της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί.
Όλα αυτά τον ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ήξερε φυσικά ότι οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή χώρα και αν ερχόταν στην Κύπρο κάτι καλύτερο θα έφερνε από το απόλυτο τέλμα της Οθωμανικής κυριαρχίας. Όμως παράλληλα γνώριζε ότι θα ήταν μια άλλη ξένη κατοχή, πολύ διαφορετική από το όραμα των συμπατριωτών του που προσδοκούσαν απελευθέρωση και ένωση με το ελληνικό κράτος.
Προσπάθησε πολλές φορές να μεταφέρει αυτά τα μηνύματα, σε όσους τουλάχιστον μπορούσαν να τα καταλάβουν, όμως η ανταπόκριση ήταν χλιαρή.
Αποφάσισε να αφήσει τη Λάρνακα και τις πικρές αναμνήσεις που τον κυνηγούσαν. Επέλεξε τη Λευκωσία γιατί ήταν η πρωτεύουσα του νησιού και διέθετε κάποια σχολεία στα οποία μπορούσε να εργαστεί.
Η πόλη της Λευκωσίας ήταν πολύ διαφορετική από τη Λάρνακα. Βρισκόταν στο κέντρο του νησιού, μακριά από τη θάλασσα, μέσα στο κάμπο της Μεσαορίας. Ήταν περιτοιχισμένη με τείχη που έκτισαν το 1567 οι Βενετοί για να την οχυρώσουν από ενδεχόμενη επίθεση των Οθωμανών. Δυστυχώς, δεν κατάφεραν να τη σώσουν και το 1570/1 έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Τα τείχη ήταν κτισμένα από πέτρα και είχαν έντεκα προμαχώνες. Γύρω από τα τείχη υπήρχε τάφρος, που όταν την είδε ο Αντώνιος, βοσκούσαν κοπάδια από πρόβατα. Η παλιά της δόξα, με τα παλάτια των Λουζινιανών που την κοσμούσαν, χάθηκε και κατάληξε μία φτωχή και βρώμικη πόλη. Όλοι οι κάτοικοί της, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Μωαμεθανοί, ζούσαν μέσα από τα τείχη.
Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στην πόλη από τις τρεις πύλες που άνοιγαν μόνο κατά τη διάρκεια της μέρας. Με τη δύση του ήλιου οι πύλες έκλειναν και χρειαζόταν ειδική άδεια από τον Τούρκο διοικητή για να περάσει κάποιος. Οι τρεις πύλες ονομάζονταν, Πύλη της Αμμοχώστου (που ήταν η μεγαλύτερη και η πιο επιβλητική), Πύλη της Πάφου και Πύλη της Κερύνειας. Οι πύλες πήραν το όνομά τους ανάλογα με το πού οδηγούσαν οι δρόμοι που ξεκινούσαν από αυτές.
Στην πόλη κατοικούσαν εκτός από τους Μωαμεθανούς, Έλληνες ορθόδοξοι, κάποιοι καθολικοί, κατάλοιπα των Λουζινιανών και Ενετών και Αρμένιοι. Οι Αρμένιοι ασχολούνταν με το εμπόριο και μερικοί από αυτούς είχαν εξέχουσα θέση στην κοινωνία. Εκτός από τις φτωχικές κατοικίες υπήρχαν πολλά περιβόλια, με φοινικιές, εσπεριδοειδή, ροδιές και πολλά λαχανικά, όπως καρότα, κρεμμύδια και λάχανα. Υπήρχαν επίσης και βιοτεχνίες που ασχολούνταν με την επεξεργασία βαμβακιού και με την κατασκευή βαμβακερών και μεταξωτών υφασμάτων. Στη Λευκωσία κατείχαν επίσης την τέχνη της βαφής δερμάτων με σουμάκι, καθώς και βαμβακερών υφασμάτων πολύ υψηλής ποιότητας.
Ο Αντώνιος δε δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει μία θέση δασκάλου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Εκεί κοντά στα παιδιά, βρήκε ένα στόχο και ένα σκοπό που του έδινε δύναμη να συνεχίσει. Παράλληλα, όποτε έβρισκε πρόσφορο έδαφος και έφεση για μάθηση, δίδασκε όποιο παιδί ή ενήλικα συναντούσε. Ο χρόνος του ήταν γεμάτος με προσφορά και δημιουργικότητα. Το καλύτερο αντίδοτο στη θλίψη.
Βρήκε ένα μικρό σπίτι, δίπλα σε ένα τούρκικο αρχοντικό στην οδό Γενί Τζαμί. Το αρχοντικό αυτό ήταν παλιό παλάτι των Λουζινιανών και συγκεκριμένα κατοικία της Πριγκίπισσας Ανιές Ντε Λουζινιάν.* Η αυλή του σπιτιού του γειτνίαζε με το κήπο του αρχοντικού. Τους χώριζε απλά ο τοίχος της περίφραξης. Μπορούσε να βλέπει τα δένδρα του κήπου και να αισθάνεται τη δροσιά τους τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Το βράδυ, που στη Λευκωσία πάντοτε φυσούσε ένα δροσερό αεράκι, καθόταν έξω και σκεφτόταν μια τη ζωή του και μια τη μοίρα του τόπου του.
Στη δική του μικρή αυλή υπήρχε μόνο μια συκιά. Τα κλαδιά της είχαν μεγαλώσει και κατεβεί μέχρι το έδαφος, δημιουργώντας ένα είδος φυσικής καλύβας. Ένα απόγευμα που πήγε να κόψει σύκα, του έπεσε ένα ζουμερό σύκο στο έδαφος και έσκυψε να το μαζέψει. Παρατήρησε τότε για πρώτη φορά μία τρύπα στο τοίχο περίφραξης του διπλανού σπιτιού από την οποία πρόβαλε το πρόσωπο ενός κοριτσιού. Του χαμογέλασε ντροπαλά και εκείνος τη ρώτησε στα τούρκικα:
-Πώς σε λένε;
-Με λένε Μαρία, του απάντησε, επίσης στα τούρκικα.
-Μαρία, μιλάς ελληνικά; Τη ρώτησε ξανά στα ελληνικά αυτή τη φορά.
Το κοριτσάκι δε φαίνεται να κατάλαβε και επανέλαβε;
-Μαρία.
-Είσαι χριστιανή; Την ξαναρώτησε στα τούρκικα.
-Δεν ξέρω τι είναι χριστιανή, απάντησε στα τούρκικα και πάλι.
Η όλη κατάσταση του προκάλεσε την περιέργεια και είπε στο κοριτσάκι.
-Θέλεις να έρθεις να σου δώσω ένα σύκο; Είναι πολύ γλυκά.
-Αν με δουν θα με δείρουν, απάντησε η Μαρία.
-Δεν θα σε δει κανένας. Θα κρυφτούμε κάτω από τα κλαδιά του δένδρου. Δες πόσο πυκνά είναι! Δε θα μας δει κανείς.
Η Μαρία, πέρασε από την τρύπα της περίφραξης και βρέθηκε κάτω από τη συκιά. Ο Αντώνιος έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της. Δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο κοριτσάκι. Παρά τα βρώμικα ρούχα που φορούσε, το προσωπάκι της έλαμπε. Είχε σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, μαύρα μάτια με τεράστια ματόκλαδα, κόκκινα σαρκώδη χείλη και λευκή επιδερμίδα. Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αρμονικά, μα εκείνο που ξεχώριζε ήταν η δύναμη του βλέμματός της. Πανέξυπνη, σκέφτηκε.
Εκείνη η μέρα ήταν η αρχή μιας σχέσης που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή της Μαρίας. Σιγά – σιγά ο Αντώνιος έμαθε διάφορες πληροφορίες για τη Μαρία. Ήταν γύρω στα έξι – περίπου όσο θα ήταν και η κόρη του – σκεφτόταν συχνά. Δεν ήξερε πώς βρέθηκε σε αυτό το σπίτι, δε θυμόταν τίποτε για την προηγούμενη ζωή της. Την είχαν πάντοτε στο κήπο να φροντίζει τις κότες, τα κουνέλια, τις κατσίκες και την αγελάδα τους. Δεν την άφηναν συχνά να μπαίνει στο σπίτι και ουδέποτε την άφηναν να βγει έξω από το σπίτι.
Ο Αφέντης της λεγόταν Σουλεϊμάν και η γυναίκα του Φατμά. Τους φοβόταν πολύ και τους δύο. Η Φατμά τη μισούσε και μόλις την έβλεπε, χωρίς κανένα προφανή λόγο, μπορούσε να την κτυπήσει. Τον αφέντη της δεν τον έβλεπε συχνά, και γενικά της καλομιλούσε, αλλά το βλέμμα του την τρόμαζε. Μια φορά δοκίμασε να τη χαϊδέψει και άρχισε να περνά τα δάχτυλά του πάνω στο σώμα της. Εκείνη άρχισε να τρέμει και να φωνάζει και τότε ήρθε η μεγάλη αφέντρα, η μάνα του, η Αϊσέ και τον έδιωξε θυμωμένη. Ο αφέντης φοβόταν πολύ τη μάνα του, μην τον καταραστεί. Η αφέντρα Αϊσέ ήταν η μόνη που υπερασπιζόταν τη Μαρία. Μετά το επεισόδιο με τον αφέντη, την έβαζε να κοιμάται στο δωμάτιό της, στο πάτωμα, για να μην κινδυνεύει από τον γιο της. Όταν την κακομεταχειρίζονταν, η μάνα Αϊσέ την έπαιρνε στην αγκαλιά της και την παρηγορούσε. Η Μαρία την αγαπούσε πολύ.
Η όλη κατάσταση του δημιουργούσε πολλά ερωτηματικά. Περισσότερα ερωτηματικά του προκάλεσε η ανακάλυψη ότι η Μαρία φορούσε ένα χρυσό σταυρό, κάτω από τα κουρέλια της. Ήταν φανερό πως ήταν χριστιανή. Όμως όπου και αν τη βρήκαν και την περιμάζεψαν, γιατί δεν της άλλαξαν το όνομά σε τουρκικό και γιατί δεν πήραν τον σταυρό της. Ήταν σίγουρο πως την έκρυβαν και δεν ήθελαν να τη δει κανείς, αλλά γιατί διατήρησαν τις αποδείξεις ότι ήταν χριστιανή;
Όλα αυτά του κίνησαν την περιέργεια και άρχισε να παρακολουθεί τους γείτονές του, στα κρυφά, κοιτάζοντας από την τρύπα του τοίχου κοντά στη συκιά. Ο Σουλεϊμάν ήταν ένας τυπικός Τούρκος, γύρω στα 35, μελαχρινός με μογγολικά χαρακτηριστικά, μουστάκι και μεγάλο στομάχι. Όταν ήταν στο σπίτι διέταζε τους πάντες. Μόνο μπροστά στη μητέρα του φαινόταν να υποτάσσεται πλήρως. Όποτε την έβλεπε έσκυβε το κεφάλι και της φιλούσε το χέρι.
Η σύζυγός του, η Φατμά, ήταν μια μελαχρινή Τουρκάλα, με έντονα μογγολικά χαρακτηριστικά, ξερακιανή, με μικρά σχιστά μάτια και λεπτά χείλη. Θα μπορούσες να την πεις και άσχημη. Ήταν γύρω στα 30 και δεν είχε καταφέρει να κάμει παιδιά. Αυτό ήταν ίσως που προκαλούσε τις κρίσεις υστερίας που την έπιαναν και γινόταν συχνά βίαιη. Φοβόταν ότι ο άντρας της θα έπαιρνε άλλη γυναίκα και έτσι ζήλευε όλες τις γυναίκες. Η Μαρία, παρόλο που ήταν παιδί, ήταν για αυτή μία υποψήφια αντίπαλος. Οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να παντρευτούν ένα κορίτσι 12 ή 13 ετών και η Μαρία δε θα αργούσε να φτάσει σε αυτή την ηλικία.
Η μάνα Αϊσέ όμως είχε άλλη εμφάνιση. Ήταν σαφώς διαφορετική. Ήταν σχετικά ψηλή, με πιο λευκή επιδερμίδα και κανονικά χαρακτηριστικά. Όλοι τη σέβονταν στο σπίτι, ακόμα και η νύφη της. Κατά βάθος γνώριζε ότι ένας από τους λόγους που ο άντρας της δεν είχε φέρει ακόμα άλλη σύζυγο στο σπίτι, ήταν η επιρροή της μητέρας του.
Οι συναντήσεις του Αντώνιου και της Μαρίας κάτω από τη συκιά έγιναν καθημερινές. Από την πλευρά του κήπου η Μαρία έκλεινε την τρύπα με ξερά κλαδιά και από την αυλή του Αντώνιου τους κάλυπταν πλήρως τα κλαδιά της συκιάς. Από τις πρώτες κιόλας μέρες ο Αντώνιος άρχισε να της μαθαίνει ελληνικά, ανάγνωση και γραφή. Αρχικά της έγραφε το αλφάβητο με το χέρι στο χώμα και αργότερα της έφερνε και βιβλία. Η ταχύτητα με την οποία μάθαινε η Μαρία τον είχε εντυπωσιάσει. Παρόλη την πείρα του με παιδιά δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Σε ένα χρόνο είχε μάθει άπταιστα ελληνικά, ανάγνωση και γραφή. Το κοριτσάκι ήταν φαινόμενο!
Η παρουσία της σε εκείνο το σπίτι, τον βασάνιζε τα βράδια. Ήθελε να την πάρει να φύγουν και να τη μεγαλώσει σαν την κόρη που έχασε. Όμως φοβόταν. Αν τους ανακάλυπταν, η μοίρα και των δυο τους θα ήταν τραγική.
Από την άλλη οι πληροφορίες του έλεγαν, ότι πλησίαζε η ώρα η Κύπρος να αλλάξει χέρια και αφέντη. Παρόλο που ο ίδιος θα προτιμούσε μία Γαλλική κυριαρχία, όλα έδειχναν πως οι Βρετανοί θα κέρδιζαν το παιχνίδι. Η ήττα των Γάλλων από τους Πρώσους στον πρόσφατο πόλεμο και η αγορά εκ μέρους της Μ. Βρετανίας, το 1875, μεγάλου μέρους μετοχών της εταιρείας που είχε αναλάβει το έργο της διώρυγας του Σουέζ, αποδυνάμωσαν τη Γαλλική επιρροή.
Ο Αντώνιος, οσμίστηκε τον άνεμο που άρχισε να φυσά, και δε δίστασε ούτε στιγμή. Άρχισε να μαθαίνει στη Μαρία Αγγλικά και Γαλλικά, με έμφαση στα Αγγλικά. Το κοριτσάκι θα πρέπει να είναι έτοιμο όταν θα άλλαζαν τα δεδομένα στην Κύπρο. Έτοιμο, όσο κανένα άλλο παιδί σε όλο το νησί.
*Το αρχοντικό αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στην κατεχόμενη Λευκωσία και έχει ανακαινισθεί. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου στην Αρχιτέκτονα, κυρία Αγνή Πετρίδου για τις σχετικές πληροφορίες.
Βιβλιογραφία:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/chasiotis_cyprus_colonial/
Lefkosia – Αρχιδούκας Luding Salvator of Austria
(Κεφάλαιο 4)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Πλοίο Otranto – Καλοκαίρι 1926
Η Λαίδη Mary William Moore καθόταν στο σαλόνι του πλοίου και ατένιζε τη θάλασσα από το απέναντι παράθυρο, πίνοντας το τσάι της. Το ταξίδι της για την Κύπρο είχε αρχίσει.
Οι τελευταίοι μήνες ήταν γεμάτοι με ετοιμασίες. Παρέδωσε το σπίτι στο Notting Hill στην κόρη και το σύζυγό της, πακέταρε όλα τα προσωπικά της αντικείμενα σε δύο μπαούλα και έκλεισε αυτό το ταξίδι για την Κύπρο. Κανόνισε να σταλούν κάποια έπιπλα στο σπίτι των γονιών της στο Essex και μερικά τα έστειλε στο σπίτι, που της είχε ενοικιάσει η σύζυγος του νέου στρατιωτικού διοικητή, στη Λευκωσία. Όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο και μεταφέρθηκαν τα δύο μπαούλα στην καμπίνα της πρώτης θέσης, συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως ο απολογισμός της ζωής της, ήταν πραγματικά αυτά τα δύο μπαούλα και τρόμαξε. Ο τίτλος της Λαίδης, οι πύργοι και τα μεγαλεία πέρασαν στο περιθώριο και εξατμίστηκαν. Όλα είναι μάταια, σκέφτηκε. Θα ανακαλύψω άραγε τι πραγματικά αξίζει στη ζωή;
Το πλοίο Otranto έκανε το ταξίδι, Μεγάλη Βρετανία – Αυστραλία. Μετέφερε μετανάστες σε αυτή τη μακρινή χώρα, αποικία των Βρετανών. Θα σταματούσε στην Αμμόχωστο για να πάρει και μετανάστες από την Κύπρο και θα συνέχιζε το ταξίδι του μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Στην Αμμόχωστο θα κατέβαινε και η ίδια.
Τους τελευταίους μήνες, παρά τις ετοιμασίες και τη φασαρία, άφησε το μυαλό της ελεύθερο και προσπάθησε να θυμηθεί. Άρχισε να θυμάται μερικές σκηνές και μερικά γεγονότα, ίσως γιατί τώρα πια η πίεση είχε φύγει από τη ζωή της, ίσως γιατί ήξερε πως ήρθε η ώρα να μάθει. Το πρώτο που θυμήθηκε ήταν η συνάντησή της με το δάσκαλο, Αντώνιο Φιλίππου, κάτω από το φύλλωμα της συκιάς. Όταν άρχισε να της μαθαίνει γράμματα και να της φέρνει βιβλία, νόμισε ότι αυτό ήταν ο παράδεισος. Δεν μπορούσε να φανταστεί μεγαλύτερη ευτυχία. Δεν την ένοιαζε που την κακομεταχειρίζονταν στο σπίτι, υπήρχε στη ζωή της αυτό το υπέροχο πράγμα που λεγόταν γνώση. Ο μαγικός κόσμος που είχε ανοιχθεί μπροστά της ήταν πέρα από κάθε δυνατότητα που μπορούσε να φανταστεί, μέσα στο περιβόλι που ζούσε με τις κότες και τα κουνέλια.
Ξαφνικά άκουσε μία φωνή δίπλα της.
-Με συγχωρείτε κυρία, θα μπορούσα να καθίσω μαζί σας; Ονομάζομαι Kristian Hubertus και είμαι Σουηδός Αρχαιολόγος.
Η Μαίρη ξαφνιάστηκε. Σήκωσε τα μάτια και αντίκρισε ένα ψηλό, ξανθό, γεροδεμένο άνδρα, περίπου στην ηλικία της, να την κοιτάζει με τα μπλε μάτια του. Εκείνο που την εντυπωσίασε ήταν η λάμψη στο βλέμμα του. Ήταν συνηθισμένη να βλέπει μια ατονία στα ανοιχτόχρωμα μάτια των περισσότερων ανθρώπων που γνώριζε και ένοιωσε να μαγνητίζεται από την εμφάνιση του γοητευτικού κυρίου. Απάντησε με ευγένεια:
-Παρακαλώ καθίστε. Είμαι η Λαίδη Mary William Moore και ταξιδεύω για την Κύπρο
-Τι σύμπτωση, συνέχισε ο κύριος Hubertus, και εγώ για την Κύπρο ταξιδεύω. Με στέλνει ο πρίγκηπας της Σουηδίας Gustav Adolf, να προετοιμάσω την αρχαιολογική αποστολή που θα στείλουν τον επόμενο χρόνο στην Κύπρο. Ξεκίνησα από την Αγγλία γιατί διδάσκω στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Ιστορία και Αρχαιολογία.
-Αλήθεια! Πολύ θα ήθελα να μάθω για την αποστολή σας στην Κύπρο. Ακούγεται πολύ ενδιαφέρουσα απάντησε η Μαίρη. Ξέρετε έχω ζήσει πολλά χρόνια στις Ινδίες με το μακαρίτη σύζυγό μου και μερικά χρόνια στην Αίγυπτο και έχω μελετήσει πολλά σε σχέση με την ιστορία αυτών των λαών. Έχω μεγαλώσει στην Κύπρο, αλλά δυστυχώς δε γνωρίζω οτιδήποτε για την ιστορία της. Είμαι όλη αυτιά.
-Πρώτα να μου επιτρέψετε να σας κεράσω ένα ποτό, Λαίδη μου, και θα σας πω ότι γνωρίζω για την Κύπρο και την αποστολή που ετοιμάζουμε σαν χώρα. Βλέπω πίνετε τσάι. Μήπως θα θέλατε κάτι άλλο;
-Ναι, ευχαριστώ. Θα έπαιρνα ένα λικέρ.
Αφού παράγγειλαν τα ποτά τους, ο κύριος Hubertus άρχισε να διηγείται στη Λαίδη Mary William Moore, το ιστορικό της επικείμενης Σουηδικής αποστολής στην Κύπρο.
-Η αρχική πρόσκληση έγινε από τον Σουηδό πρόξενο στην Κύπρο Λουκή Ζ. Πιερίδη, ένα πολύ σημαντικό και μορφωμένο Κύπριο. Ο πρώτος Σουηδός αρχαιολόγος που επισκέφθηκε την Κύπρο ήταν ο Einar Gjerstad στα 1924. Ο Gjerstad έκανε τις πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφικές του έρευνες στην Καλοψίδα, ενώ ταυτόχρονα εμβάθυνε στη μελέτη της προϊστορίας του νησιού. Φέτος, δημοσίευσε στην Ουψάλα το αξιόλογο βιβλίο του Studies on Prehistoric Cyprus (Μελέτες για την Προϊστορική Κύπρο). Ξέρετε, αγαπητή μου Λαίδη, η Κύπρος είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση για κάθε αρχαιολόγο. Λόγω της θέσης της όλοι οι λαοί της αρχαιότητας πέρασαν από εδώ και άφησαν τα ίχνη τους. Φοίνικες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Σταυροφόροι, Λουζινιανοί, Βενετοί ακόμα και ο δικός σας ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Φυσικά, δε θα πρέπει να ξεχνάμε και την πιο πρόσφατη ιστορία με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571, και εσάς τους Βρετανούς που, αν δεν κάνω λάθος το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάνης, έχετε προσαρτήσει το νησί. Η θέση της την καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα για κάθε δύναμη που έχει ή θέλει να έχει συμφέροντα στην περιοχή. Δυστυχώς, την έχουν κατασπαράξει οι αρχαιοκάπηλοι και οι παράνομες ανασκαφές. Γι’ αυτό ο κύριος Πιερίδης ζήτησε τη βοήθειά μας.
-Ξέρετε, παρόλο που μεγάλωσα στην Κύπρο δεν έχω ταξιδέψει ιδιαίτερα και δε γνωρίζω πολλά πράγματα για την ιστορία της. Είχα ένα πολύ σπουδαίο δάσκαλο στην Κύπρο, τον Αντώνιο Φιλίππου, που με δίδαξε να μιλώ ελληνικά – μιλώ και διαβάζω άπταιστα ελληνικά, αρχαία και σύγχρονα – τούρκικα και γαλλικά. Έχω μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και όπως σας είπα, έχω μελετήσει την ιστορία και φιλοσοφία των Ινδιών και γνωρίζω αρκετά από την Αιγυπτιακή ιστορία.
-Πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μου λέτε, αγαπητή μου Λαίδη! Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να επικοινωνήσω με τους ντόπιους, μια και μιλάτε ελληνικά και τουρκικά, είπε γελώντας.
-Μη γελάτε, κύριε Hubertus, θα το έκανα ευχαρίστως. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το έργο σας και η αρχαιολογική αποστολή που ετοιμάζετε.
-Ε, τότε επιτρέψετέ μου να σας συνοδέψω στο δείπνο για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.
-Ευχαρίστως. Θα σας δω στην τραπεζαρία, γύρω στις 8.00.
Όταν επέστρεψε στην καμπίνα της η Μαίρη κάθισε στο κρεβάτι της ξαφνιασμένη με τον ίδιο της τον εαυτό. Δε συνήθιζε να πιάνει κουβέντα με αγνώστους και μάλιστα με τέτοια οικειότητα. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Ο κύριος Hubertus ήταν πολύ γοητευτικός και τρομερά ενδιαφέρων άντρας!
Η Μαίρη ήταν συνηθισμένη να δέχεται την προσοχή των ανδρών. Οι περισσότεροι την πλησίαζαν για την ομορφιά της, άλλοι για το πνεύμα της, άλλοι και για τα δυο. Η ίδια όμως δε γοητευόταν εύκολα. Ο σύζυγός της το έλεγε συχνά αυτό, όταν τον πείραζαν οι φίλοι του γιατί η γυναίκα του τραβούσε τα ανδρικά βλέμματα.
-Μην ανησυχείτε, έλεγε, αυτοί κοιτάζουν εκείνη, μα εκείνη κοιτάζει τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης πίσω τους!
Ευτυχώς, σκέφτηκε, που ο άνδρας της δεν ήταν ζηλιάρης. Δεν είχαν πολλά κοινά με τον William, όμως θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν τη ζήλευε. Φυσικά, και η ίδια δεν του είχε δώσει ποτέ αφορμή. Αντίθετα, κολακευόταν που αυτή η τόσο όμορφη και πνευματώδης γυναίκα, ήταν δική του. Φυσικά, δε συνέβαινε και το ίδιο με τις συζύγους των ανδρών που την κοίταζαν, αλλά αυτό ήταν μία άλλη ιστορία.
Θυμήθηκε τότε, στα δεκαεπτά της χρόνια που η μητέρα της την έστειλε στο Λονδίνο στην αδελφή της Susan. Στόχος της ήταν να της βρει ένα αριστοκράτη γαμπρό και σύμφωνα με το σχέδιό της να την παντρέψει και να κατοικήσουν όλοι στο Λονδίνο. Φυσικά, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως τα ήθελε.
Παρά την αυτοπεποίθηση που είχε αποκτήσει, με τη μητέρα της να της επαναλαμβάνει κάθε στιγμή ότι ήταν μια McCain, κόρη του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας και δεν είχε τίποτε να φοβηθεί στη ζωή της, όταν έφτασε στο Λονδίνο ένοιωθε χαμένη, έξω από τα νερά της.
Αρχικά νόμιζε ότι όλοι την κοίταζαν γιατί δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί σωστά, σαν Αγγλίδα αριστοκράτισσα. Μα σύντομα η θεία Susan της άνοιξε τα μάτια.
-Χρυσή μου, της είπε, όλοι σε κοιτάζουν γιατί δεν είσαι απλά όμορφη. Είσαι καλλονή. Όπως πλαισιώνουν τη λευκή επιδερμίδα σου τα κατάμαυρα μαλλιά σου και, όπως λάμπουν τα μάτια σου με τις τεράστιες βλεφαρίδες και, είμαι σίγουρη πως δεν το ξέρεις, αλλά τα χείλη σου είναι πολύ ηδονικά! Όσο για το σώμα σου, είσαι σαν αρχαία Καρυάτιδα.
Πόσο ντράπηκε από την περιγραφή της θείας Susan! Εκτός από τα σκοτεινά παιδικά της χρόνια, που ήταν σαν να μην υπήρχε, την υπόλοιπη ζωή της την αφιέρωσε στη μάθηση. Δεν ασχολήθηκε ποτέ με την εμφάνισή της. Τα ρούχα της, της τα διάλεγε η μητέρα της και αυτή ήταν απόλυτα ευχαριστημένη.
Σιγά – σιγά συνήθισε να ζει με τη σπάνια ομορφιά της και να διαχειρίζεται τους νυμφίους που την περιστοίχιζαν ξελιγωμένοι. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, ένοιωθε και τη συνεχή πίεση από τη μητέρα της να διαλέξει κάποιο για να παντρευτεί και τότε αποφάσισε να κάνει την επανάστασή της, μέσα στα στενά πλαίσια που της επέτρεπε η ζωή της.
Ανάμεσα σε τόσους Άγγλους ευγενείς επέλεξε τον William Moore, γιο λόρδου, που με τον θάνατο του πατέρα του θα γινόταν και αυτός λόρδος. Ήταν αξιωματικός του βρετανικού στρατού, αρκετά συμπαθητικός, ψηλός ξανθός και γεροδεμένος. Ήταν επίσης γελαστός, ευχάριστος, με χιούμορ, δεινός χορευτής και φαινόταν να την αγαπά πραγματικά. Όμως το κύριο πλεονέκτημά του, για τη Μαίρη, ήταν ότι ήταν στρατιωτικός και ήλπιζε ότι δε θα ζούσαν την υπόλοιπη ζωή τους στο μουντό Λονδίνο, αλλά θα ταξίδευαν στις αποικίες. Θα προτιμούσε βέβαια, να ταξίδευαν στην Κύπρο, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει.
Ο William ήταν σαφής μαζί της όταν τη ζήτησε σε γάμο.
-Θέλω να μου υποσχεθείς, της είπε, ότι όπου και αν πάω εσύ θα με ακολουθείς, πάντοτε (υπογράμμισε εμφαντικά τη λέξη πάντοτε). Μπορεί να γίνω λόρδος σε μερικά χρόνια, όμως δε σκοπεύω να εγκαταλείψω τη στρατιωτική ζωή. Θα είμαι μέχρι το τέλος της ζωής μου στρατιώτης. Είσαι έτοιμη να γίνεις η σύζυγος ενός στρατιώτη.
-Ναι, William, του είπε. Θα σε ακολουθώ πάντοτε, όπου και να πας.
Φυσικά, μετά από χρόνια μετάνιωσε για αυτή της την υπόσχεση, όμως εκείνη τη στιγμή πίστευε ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση.
Η μητέρα της από την άλλη δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη που θα έχανε την κόρη της, όμως δεν μπορούσε να της αρνηθεί να παντρευτεί ένα λόρδο. Μετά το γάμο της κόρης της επέστρεψε στην Κύπρο.
-Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά, σκέφτηκε η Μαίρη και άρχισε να ετοιμάζεται για το δείπνο.
Σε όλη της ζωή υπήρξε κομψή, εξαιρετικά κομψή κυρία, αλλά όχι ιδιαίτερα κοκέτα. Η φυσική της ομορφιά δεν απαιτούσε να μακιγιάρεται και έτσι σχεδόν πάντοτε κυκλοφορούσε απόλυτα φυσική. Απόψε όμως φόρεσε ένα ιδιαίτερα κομψό μπλε φόρεμα, έβαλε λίγο ρουζ στα μάγουλά της και ένα απαλό άρωμα πίσω από τα αυτιά της. Φόρεσε κάτι υπέροχα σκουλαρίκια με μπλε ζαφείρια, που φώτιζαν τα μάτια της και ξεκίνησε για την τραπεζαρία.
-Μαίρη, είπε στον εαυτό της, πρόσεξε. Δεν είναι αυτός ο στόχος σου αυτή τη στιγμή!
Στο δείπνο δε σταμάτησαν να κουβεντιάζουν με απίστευτη θέρμη. Είχαν τόσα κοινά θέματα που ενδιέφεραν και τους δύο! Μέχρι το τέλος της βραδιάς είχαν εξοικειωθεί τόσο πολύ που είχαν αφήσει τις τυπικότητες και ο καθένας τους αποκαλούσε τον άλλο με το μικρό του όνομα.
Μίλησαν για την ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών από τον Howard Carter, το Νοέμβριο του 1922 και τους απίστευτους θησαυρούς που βρέθηκαν, μια και ήταν ο πρώτος ασύλητος τάφος Φαραώ που ανακαλύφθηκε.
Ο Kristian Hubertus είχε πολύ έντονες απόψεις για το θέμα.
-Θα δεις της είπε, που εκατό χρόνια από σήμερα οι επιστήμονες θα μελετούν ακόμα αυτό το τάφο. Έχουν βρεθεί εκεί μέσα απίστευτοι θησαυροί.
-Άκουσες συνέχισε, για τον πρόσφατο θάνατο της Gertrude Bell, στη Βαγδάτη; Μεγάλη απώλεια, για τη Βρετανία, τον Αραβικό κόσμο και όλες τις γυναίκες όλων των εποχών.
Η Μαίρη δε γνώριζε αυτό το νέο και ξαφνιάστηκε δυσάρεστα. Του μίλησε για μια συνάντηση της με την Gertrude Bell στο Κάιρο, το Νοέμβριο του 1915, μετά το θάνατο του αγαπημένου της Dick Doughty – Wylie στην Καλλίπολη. Αυτή η τόσο σπουδαία γυναίκα ήταν καταρρακωμένη, αλλά δεν ήθελε να δείχνει τίποτε.
-Η ζωή της στάθηκε σκληρή, είπε ο Kristian. Μια τόσο μορφωμένη γυναίκα με τόσο απίστευτες ικανότητες, που περιφρόνησε τη βικτωριανή αγγλική κοινωνία του 1886 και όχι μόνο μορφώθηκε στην Οξφόρδη, την εποχή που καμιά γυναίκα δε μορφωνόταν, ταξίδεψε παντού, έκανε τόσες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, μελέτησε τον αραβικό πολιτισμό, όσο κανείς άλλος, αλλά δεν μπόρεσε να χαρεί την αγάπη.
-Ξέρεις, συνέχισε η Μαίρη, ο Dick Doughty – Wylie δεν ήταν η μοναδική της αγάπη. Το 1892 είχε γνωρίσει στην Τεχεράνη τον Henry Cadogan και τον ερωτεύτηκε. Αυτός είναι που την εισήγαγε στη μελέτη της αραβικής γλώσσας και της αραβικής ποίησης. Δυστυχώς, ο πατέρας της δε συναίνεσε να τον παντρευτεί και αυτό της στοίχισε αφάνταστα. Το 1893 ο Henry Cadogan πέθανε, αν και πολλοί λένε ότι αυτοκτόνησε.
-Αγαπητέ Kristian, συνέχισε η Μαίρη, έχω καταλάβει ότι δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Η ζωή κάτι θα σου πάρει πίσω, για να ισοζυγήσει αυτά που σου χάρισε. Η Gertrude ήταν τόσο προικισμένη με χαρίσματα και ικανότητες! Ήταν αναρριχήτρια, αρχαιολόγος, συγγραφέας, ποιήτρια, διπλωμάτης, αφιέρωσε τη ζωή της στον αραβικό πολιτισμό και τον αραβικό κόσμο. Τα επιτεύγματά της ήταν θαυμαστά και ίσως καμία άλλη γυναίκα να μην τα καταφέρει ποτέ. Οι Άραβες την αποκαλούσαν Βασίλισσα της Ερήμου και τη σέβονταν αφάνταστα, αυτοί που θεωρούν τις γυναίκες υποδεέστερα όντα! Η ζωή δεν της έδωσε δικαίωμα στην αγάπη. Σκληρό; Η ζωή μέσα από τα μάτια τα ανθρώπινα είναι και σκληρή και άδικη. Όμως ποιος μπορεί να ξέρει τι νόημα έχει το κάθε τι στους ατέρμονους κύκλους του σύμπαντος;
Ξαφνικά αντιλήφθηκαν ότι όλοι είχαν φύγει από την τραπεζαρία. Σηκώθηκαν και αφού καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο, υποσχέθηκαν να συναντηθούν την επομένη για να συνεχίσουν την κουβέντα τους.
Η Μαίρη επέστρεψε στην καμπίνα της χαρούμενη. Είχε πάρα πολλά χρόνια να αισθανθεί έτσι. Είχε μια πολύ ωραία βραδιά με ένα πολύ γοητευτικό και ενδιαφέροντα κύριο. Σίγουρα το υπόλοιπο ταξίδι θα κυλούσε ευχάριστα. Ο δρόμος που είχε πάρει για να βρει το παρελθόν της ξεκινούσε με αισιόδοξους οιωνούς.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, και μια το ρυθμικό κούνημα του πλοίου, μια η γλυκιά ανάμνηση της βραδιάς που πέρασε, της χάρισαν ένα βαθύ, ευτυχισμένο ύπνο.
Βιβλιογραφία:
http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=43830&-V=limmata
Gertrude Bell A Woman in Arabia (The writings of the Queen of the Desert)
(Κεφάλαιο 5)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία Οκτώβριος 1878
Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών ήταν καταιγιστικά. Οι Βρετανοί είχαν καταφέρει να πείσουν τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ να τους παραχωρήσει την Κύπρο. Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Disraeli είχε πεισθεί από τους στρατιωτικούς του εμπειρογνώμονες ότι με την απόκτηση της Κύπρου θα είχαν στη διάθεσή τους ένα από «τα κλειδιά της Ασίας». Η φιλοτουρκική πολιτική που είχαν ασκήσει οι Βρετανοί, από την εποχή της Τούρκο – αιγυπτιακής κρίσης, καθώς και οι επιδέξιοι χειρισμοί του πρεσβευτή τους στην Κωνσταντινούπολη Austen Henry Layard, είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή στις 4 Ιουνίου 1878 της αγγλοτουρκικής αμυντικής συνθήκης και την ταυτόχρονη στρατιωτική κατοχή της Κύπρου.
Στις 12 Ιουλίου 1878 οι Βρετανοί έφθασαν στη Λευκωσία με μουλάρια φορτωμένα με νομίσματα των έξι πεννών, για να τα μοιράσουν στους κατοίκους και πολλές υποσχέσεις ότι θα πλήρωναν όλους τους καθυστερημένους μισθούς, για να εκμηδενίσουν οποιαδήποτε πιθανή αντίδραση των μουσουλμάνων κατοίκων της Λευκωσίας, που υπερτερούσαν των χριστιανών. Οι Έλληνες χριστιανοί ήταν ενθουσιασμένοι με την άφιξη των Βρετανών.
Όταν στις 25 Ιουλίου του ιδίου χρόνου έφθασε στη Λευκωσία ο πρώτος Άγγλος ύπατος αρμοστής, ο Sir Garnet Wolseley, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος τον υποδέχθηκε με μία θερμή ομιλία και πολλές ελπίδες.
Ο Sir Garnet Wolseley κατέλυσε στην Ιερά Μονή Κύκκου, έξω από τα τείχη της Λευκωσίας. Συγχρόνως είχαν αρχίσει να καταφθάνουν πολλοί αξιωματούχοι και στρατιώτες. Πέραν των στεγαστικών αναγκών που παρουσιάστηκαν, υπήρξε και άμεση ανάγκη για διερμηνείς.
Ο Αντώνιος Φιλίππου δε δίστασε, όταν του ζητήθηκε, να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους νέους κατακτητές. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, ελληνικά, τούρκικα και γαλλικά και γνώριζε την αγγλική νομοθεσία. Η φινέτσα που είχε αποκτήσει ζώντας πολλά χρόνια στο Παρίσι αλλά και στο Λονδίνο, κέρδισαν αμέσως τη συμπάθεια των Βρετανών.
Διορίστηκε στην υπηρεσία του στρατιωτικού Διοικητή Λευκωσίας Michael McCain και της συζύγου του Evelyn. Ήταν ένα πολύ καθωσπρέπει ζεύγος, χωρίς παιδιά. Ο Αντώνιος πέραν των καθημερινών υποχρεώσεών του, που εκτελούσε άψογα, άρχισε να πιάνει φιλίες με το ζεύγος, ιδιαίτερα με την κυρία Evelyn McCain.
Όταν κάποια στιγμή η κυρία Evelyn McCain εξέφρασε την επιθυμία να είχε κάποια υπηρέτρια που μιλούσε αγγλικά ώστε να μπορεί να συνεννοείται, ο Αντώνιος της μίλησε για τη Μαρία. Η περιγραφή του ήταν πολύ γλαφυρή και λεπτομερής που έκαμε την κυρία McCain να εντυπωσιαστεί και να ενδιαφερθεί πολύ για την περίπτωση της Μαρίας.
Φυσικά, δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποσπάσουν τη Μαρία από την τούρκικη οικογένεια και να την πάρουν στο σπίτι των McCain.
Η κυρία McCain, παρά τις αντιρρήσεις του συζύγου της, άρχισε να καταστρώνει μαζί με τον Αντώνιο ένα σχέδιο για να πλησιάσει την οικογένεια και να κάμει ότι μπορούσε για να αποκτήσει τη Μαρία.
Για δύο μήνες ο Αντώνιος τη δίδασκε τούρκικα ώστε να μπορέσει έστω και στοιχειωδώς να συνεννοηθεί με την κυρία Φατμά και να διαπραγματευτεί τη μεταφορά της Μαρίας στο σπίτι της. Ο Αντώνιος ήξερε ότι η Φατμά ούτως ή άλλως ήθελε να φύγει η Μαρία από το σπίτι, γιατί φοβόταν ότι στο μέλλον θα ήταν μία πιθανή ανταγωνίστριά της, όμως ο Σουλεϊμάν αφέντης σίγουρα δεν ήθελε να χάσει τη Μαρία. Γι’ αυτό όλα έπρεπε να γίνουν πολύ προσεκτικά. Είχαν αποφασίσει από την αρχή ότι ο Αντώνιος δε θα παρουσιαζόταν πουθενά.
Η κυρία McCain, άρχισε να κάνει συχνές βόλτες στην περιοχή και να θαυμάζει την αρχιτεκτονική των ελάχιστων ωραίων σπιτιών, που το πιο εντυπωσιακό ήταν το σπίτι της οικογένειας στην οδό Γενί Τζαμί. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για παλιό αρχοντικό των Λουζινιανών*. Στην είσοδο του είχε μία γοτθική αψίδα με κορνίζα και διακοσμητικά τελειώματα. Στην κορυφή είχε μία ασπίδα και διάφορα διακοσμητικά όπλα στα πλαϊνά. Μπορούσε κάποιος να διακρίνει και κάποια βυζαντινά παράθυρα. Μπροστά είχε ανεγερθεί ένα ξύλινο κιόσκι, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα. Ήταν φανερό ότι το είχαν παραμελήσει και είχε χάσει την παλιά του αίγλη.
Η κυρία McCain βρήκε τον τρόπο να ζητήσει να δει την κυρία του σπιτιού και να ρωτήσει αν μπορούσε να επισκεφθεί το σπίτι για να δει και το εσωτερικό του.
Η Φατμά ένοιωσε πολύ κολακευμένη και κάλεσε την Αγγλίδα κυρία να περάσει μέσα για να την κεράσει καφέ. Το σπίτι εσωτερικά ήταν διακοσμημένο με βαριά ανατολίτικα έπιπλα και ντιβάνια, αλλά παραμελημένο. Κάθισαν αναπαυτικά στο καθιστικό, ήπιαν τον καφέ τους και έφαγαν ανατολίτικα γλυκά, μπακλαβά και κανταΐφι. Θα ήταν κωμικό κάποιος να προσπαθήσει να καταλάβει την κουβέντα τους. Η κυρία McCain με τα σπασμένα τούρκικα που μιλούσε και με νοήματα προσπαθούσε να ευχαριστήσει τη Φατμά και η Φατμά μιλούσε συνεχώς προσπαθώντας να εντυπωσιάσει την κυρία McCain, η οποία δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτε. Ωστόσο, κάποια στιγμή ζήτησε να δει και το υπόλοιπο σπίτι και τον κήπο.
Η Φατμά δεν είχε πρόβλημα να της δείξει το υπόλοιπο σπίτι όμως ήταν διστακτική για τον κήπο. Ήξερε ότι εκεί βρισκόταν η Μαρία και δεν ήθελαν να τη βλέπει κανείς. Όμως η κυρία McCain επέμενε και με την ασυνεννοησία που υπήρχε, δεν μπορούσε να την αποτρέψει να προχωρήσει προς τον κήπο. Ήλπιζε, λοιπόν, να μην εμφανιστεί η Μαρία.
Η Μαρία όμως είχε ενημερωθεί από τον Αντώνιο να παρουσιαστεί μπροστά τους. Μόλις την είδε η Φατμά αγρίεψε και άρχισε να της φωνάζει να φύγει. Η κυρία McCain όμως τη σταμάτησε και ρώτησε ποιο είναι το κοριτσάκι. Λόγω της αθλιότητας των ρούχων που φορούσε, υποχρεωτικά η Φατμά την αποκάλεσε υπηρέτρια για τα ζώα.
Τα υπόλοιπα η κυρία McCain, τα είχε μάθει απέξω και συνέχισε σε άψογα τούρκικα:
-Αγαπητή μου κυρία, βλέπω ότι έχετε αρκετούς υπηρέτες στο σπίτι. Εγώ πρόσφατα έχω έλθει στην Κύπρο και δεν έχω ακόμα όσους υπηρέτες χρειάζομαι. Θα μπορούσατε να μου δώσετε αυτό το κοριτσάκι, που δε φαίνεται να είναι από τους σημαντικούς σας υπηρέτες. Θα σας πληρώσω καλά.
Και έβγαλε από την τσάντα της τρεις χρυσές αγγλικές λίρες.
Τα μάτια της Φατμά γούρλωσαν. Έβλεπε τις χρυσές λίρες να λάμπουν στο χέρι της Αγγλίδας, σκεφτόταν το κίνδυνο που διέτρεχε από τη Μαρία σε σχέση με τον άντρα της και από την άλλη φοβόταν την αντίδραση του άντρα της, αν εξαφανιζόταν η Μαρία.
Δεν άργησε να αποφασίσει. Θα πουλούσε τη Μαρία. Θα έπαιρνε τις χρυσές λίρες για τον εαυτό της και θα γλύτωνε και από αυτή την πιθανή αντίζηλο. Ο άντρας της θα περνούσαν μέρες να αντιληφθεί την απουσία της Μαρίας και θα του έλεγε ότι έφυγε μόνη της. Τι θα μπορούσε στο κάτω – κάτω να της κάνει; Δε θα τη σκότωνε δα!
Άπλωσε το χέρι της να αρπάξει τις χρυσές λίρες, όμως η κυρία McCain έκλεισε το δικό της. Προσπάθησε να κάμει σαφές στη Φατμά ότι θα έπαιρνε τις χρυσές λίρες, μόνο όταν θα παρέδιδε τη Μαρία.
Μέσα σε μια παντομίμα κινήσεων, μορφασμών και χειρονομιών που συνοδεύονταν με μερικές τούρκικες λέξεις οι δύο γυναίκες συνεννοήθηκαν ότι το βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, θα ερχόταν μια άμαξα έξω από το σπίτι και θα σταματούσε μόνο για μερικά δευτερόλεπτα. Μέσα σε εκείνα τα δευτερόλεπτα θα γινόταν το αλίσι – βερίσι (η συναλλαγή) κατά την τουρκική έκφραση.
Η κυρία McCain, ευχαρίστησε τη Φατμά και έφυγε με χάρη και αξιοπρέπεια. Το βράδυ μια άμαξα, με την κυρία McCain μέσα και σαν οδηγό τον δάσκαλο μεταμφιεσμένο, σταμάτησε έξω από το σπίτι στην οδό Γενί Τζαμί, για μερικά δευτερόλεπτα, σάμπως κάτι έπαθαν τα άλογα και ξεκίνησε αμέσως. Η Φατμά έδωσε τη Μαρία και πήρε τις τρεις χρυσές λίρες. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτε.
Πέρασαν μέρες να αντιληφθούν στο σπίτι την απουσία της Μαρίας. Δεν την έβλεπαν άλλωστε και συχνά. Η Φατμά έστειλε μερικές φορές μια άλλη υπηρέτρια να ταΐσει τα ζώα και μερικές φορές πήγε και η ίδια. Η επίσκεψη της Αγγλίδας είχε ξεχαστεί και κανείς δε συνδύασε τα δύο γεγονότα. Ο σύζυγός της είχε γίνει έξαλλος, που άφησαν τη Μαρία να φύγει. Όμως δεν μπορούσε να πάει στην αστυνομία. Είχε και αυτός πολλά να κρύψει…
Η μάνα Αϊσέ, που τα είχε καταλάβει όλα, δε μίλησε. Ήλπιζε ότι αυτό το γεγονός θα αφαιρούσε από τον γιο της πολλές αμαρτίες και ότι το κοριτσάκι θα είχε ένα καλύτερο μέλλον.
Όταν έφτασαν στο σπίτι των McCain, η Μαρία ήταν τρομοκρατημένη και έτρεμε ολόκληρη, παρόλο που την είχε προετοιμάσει σχετικά ο δάσκαλος.
Ο κύριος McCain, που διαφωνούσε με την όλη επιχείρηση, θύμωσε πραγματικά και επέμενε να καταγγείλουν το γεγονός στην αστυνομία, αν θεωρούσαν ότι η παραμονή του κοριτσιού σε κείνο το σπίτι ήταν παράνομη. Τώρα είστε εσείς οι δύο παράνομοι, είπε στη σύζυγό του και το δάσκαλο. Έτσι οργισμένος γύρισε να φύγει και τότε αντίκρισε αυτό το κοριτσάκι, μέσα στα άθλια κουρέλια του, να κλαίει σιωπηλά και να τρέμει.
Έκπληκτος με τον εαυτό του, γονάτισε και το αγκάλιασε, προσπαθώντας να το παρηγορήσει.
-Πώς σε λένε, τη ρώτησε στα αγγλικά.
-Μαρία απάντησε το κοριτσάκι.
-Μαρία, αυτοί οι δυο – και έδειξε τη σύζυγό του και το δάσκαλο – σε έχουν πάρει από το σπίτι σου. Θέλεις να πας πίσω στο σπίτι σου ή θέλεις να μείνεις μαζί μας;
Η Μαρία σήκωσε τα μάτια και περιεργάστηκε το δωμάτιο. Πόσο διαφορετικό ήταν από το τόπο που έμενε! Ύστερα χωρίς να το σκεφτεί έτρεξε και πήρε το χέρι του δασκάλου.
-Θέλω να μείνω με το δάσκαλο, ψιθύρισε. Δε θέλω να πάω πίσω. Θέλω να μάθω πολλά γράμματα. Μου αρέσει να μαθαίνω.
Ο κύριος McCain σηκώθηκε και είπε αποφασιστικά:
-Evelyn, το θέμα έληξε. Το κοριτσάκι, η Μαρία, δε θα μείνει μαζί μας σαν υπηρέτρια. Θα ήταν παράνομο. Θα την υιοθετήσουμε και θα μείνει μαζί μας σαν κόρη μας! Αύριο θα γράψω στους δικηγόρους μου στο Λονδίνο.
Και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Evelyn McCain δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτή την εξέλιξη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί. Βρισκόταν σε σύγχυση. Ο δάσκαλος το ίδιο.
Όταν όμως έλουσαν τη Μαρία και της φόρεσαν τα πρώτα της ρούχα, η Evelyn McCain δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αυτό το πανέμορφο και πανέξυπνο κοριτσάκι θα ήθελε να ήταν κόρη τους.
Η Evelyn McCain, ήταν μία πολύ έξυπνη γυναίκα, δοτική και ανοιχτόμυαλη, όμως συγχρόνως ήταν κτητική και μπορούσε να μηχανορραφεί, για να πετυχαίνει τους στόχους της.
Αποφάσισε ότι η Μαρία, δε θα ήταν η υιοθετημένη κόρη τους, αλλά η πραγματική τους κόρη, για όλους τους άλλους. Όσο ο σύζυγός της κανόνιζε τη νομική πτυχή του θέματος, αυτή οργάνωσε το σκηνικό μέσα από το οποίο θα εμφανιζόταν μια καλή μέρα η Μαρία, σαν Mary McCain.
Ούτως ή άλλως όλοι ήταν καινούργιοι στην Κύπρο και δε γνωρίζονταν μεταξύ τους. Όταν τη ρωτούσαν λοιπόν αν είχε παιδιά, μιλούσε για την κόρη της Μαίρη, που βρισκόταν σε κάποιο σχολείο στην Ελβετία και σύντομα θα ερχόταν στην Κύπρο.
Φρόντισε να μη μένουν υπηρέτες τα βράδια στο σπίτι και είχε τη Μαρία απομονωμένη σε ένα δωμάτιο. Εκεί καθημερινά ερχόταν ο δάσκαλος και τη δίδασκε τα πάντα. Η Μαρία όχι μόνο δε βαριόταν, αλλά ήταν και ενθουσιασμένη.
Όταν έφευγαν όλοι, η κυρία McCain έπαιρνε τη Μαίρη στο δωμάτιο, που δήθεν ετοίμαζε για την κόρη της που θα ερχόταν από την Ελβετία και έπαιζε με αφοσίωση τον ρόλο της μητέρας.
Έλουζε τη Μαίρη και της κτένιζε τα μαύρα σγουρά μαλλιά της, την έβαζε να ξαπλώσει και της διηγότανε ιστορίες για το Λονδίνο, κάποτε της διάβαζε παραμύθια, μα περισσότερο της εξηγούσε πώς συμπεριφέρεται ένα καλό κοριτσάκι μέσα στο κόσμο.
Ήταν τόσο μαγική κατάσταση για τη Μαρία, που δεν πρόσεξε καν ότι είχε χάσει κάθε ελευθερία. Στην πραγματικότητα, ιδέα δεν είχε τι σημαίνει ελευθερία, εφόσον το μόνο που γνώριζε ήταν ο κήπος του τούρκικου σπιτιού και τα ζώα που φρόντιζε.
Η κυρία McCain ήταν αρκετά αγχωμένη όταν θα παρουσίαζε τη Μαρία στους φίλους της. Ήξερε ότι δεν είχε καμιά κοινωνική παιδεία και δεξιότητα. Μεγάλωσε ανάμεσα στα ζώα. Από την άλλη όμως πολύ λίγα παιδιά είχαν τις γνώσεις που είχε η Μαίρη της. Εξ άλλου την είχε τόσο καλά δασκαλέψει τι θα έπρεπε να λέει και τι όχι, που έλπιζε ότι στο τέλος θα τα κατάφερνε.
Η πρώτη παρουσίαση έγινε σε ένα μικρό κύκλο, για να μην τρομάξει το κοριτσάκι από το πλήθος, μια και δεν ήταν συνηθισμένη. Η κυρία McCain έμεινε με το στόμα ανοιχτό με την άνεση της Μαίρης. Μέσα στην αθωότητα της ψυχής της, όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τα υπέροχα ρούχα και χαμόγελα, ήταν για τη Μαρία / Μαίρη μια καινούργια έκφραση του θαυμαστού κόσμου, μέσα στον οποίο είχε αρχίσει να ζει. Απαντούσε με χαρά και ενθουσιασμό σε κάθε τους ερώτηση, φροντίζοντας να ακολουθεί τις οδηγίες που της είχε δώσει η μητέρα της.
Έτσι η πρώτη επαφή με την κοινωνία ήταν για τη Μαρία θρίαμβος. Ακολούθησαν και άλλες δημόσιες εμφανίσεις και η Μαίρη τα πήγαινε θαυμάσια. Η Evelyn McCain γνώριζε ότι πίσω της την κουτσομπόλευαν πώς είναι δυνατό ένα τόσο μέτριας εμφάνισης ζεύγος, να γέννησε ένα τόσο πανέμορφο κοριτσάκι με μαύρα μαλλιά, αλλά ολίγο την ενδιέφερε. Η Μαίρη ήταν για κείνη η δική της κόρη.
Οι McCain εν τω μεταξύ της είχαν παραγγείλει ένα σωρό παιχνίδια από το Λονδίνο. Κούκλες, σετ τσαγιού και οτιδήποτε θα ήθελε ένα κοριτσάκι για να παίζει. Ευτυχώς, που ο μπαμπάς της, της παρήγγειλε και ένα τρένο που έτρεχε σε ράγες, γιατί η Μαίρη δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να παίζει με τις κούκλες. Προτιμούσε, προς απογοήτευση της Evelyn McCain, να παίζει με το μπαμπά της και με το τρενάκι.
Μια μέρα ένας στρατιώτης ήρθε στο σπίτι για να φέρει ένα φάκελο στον στρατιωτικό διοικητή Λευκωσίας και τον βρήκε ξαπλωμένο στο πάτωμα να παίζει με τη Μαίρη και το τρενάκι. Ξαφνίστηκε τόσο πολύ που του έπεσε ο φάκελος στο πάτωμα, δίπλα στο τρενάκι.
Όπως φύσηξε ο άνεμος εκείνη τη χρονιά και άλλαξε χέρια η κατοχή της Κύπρου, έτσι παρέσυρε στο διάβα του και τη Μαρία, που έγινε Μαίρη και ξεκίνησε μια νέα πορεία στου κόσμου τα γυρίσματα.
*Το αρχοντικό αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στην κατεχόμενη Λευκωσία και έχει αναστυλωθεί. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου στην Αρχιτέκτονα, κυρία Αγνή Πετρίδου για τις σχετικές πληροφορίες.
Βιβλιογραφία:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/chasiotis_cyprus_colonial
Lefkosia – the capital of Cyprus – Aρχιδούκας Luding Salvator of Austria
(Κεφάλαιο 6)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Αμμόχωστος, Λευκωσία – Καλοκαίρι 1926
Όταν ξύπνησε το πρωί στην καμπίνα της η Λαίδη Mary William Moore, και είδε από το φινιστρίνι να προβάλει το λιμάνι της Αμμοχώστου, το λιμάνι της πατρίδας της, είχε ανάμεικτα συναισθήματα. Η καρδιά της κτυπούσε δυνατά, σχεδόν τρελά που επιτέλους έφτασε στον προορισμό της, από την άλλη όμως λυπόταν, που θα έχανε την τόσο ευχάριστη παρέα του Kristian Hubertus, του Σουηδού Αρχαιολόγου. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχαν κάμει ατέλειωτες συζητήσεις, είχαν μοιραστεί απόψεις και συναισθήματα, και έτσι η απουσία του θα της άφηνε ένα κενό.
Ο Kristian Hubertus θα πήγαινε στη Λάρνακα να συναντήσει τον κύριο Λουκή Ζ. Πιερίδη, για να διευθετήσουν με ποιο τρόπο θα συνέχιζε την αποστολή του και αυτή θα συνέχιζε το ταξίδι της για τη Λευκωσία.
Στο πρόγευμα που συναντήθηκαν, η Μαίρη του έδωσε τη διεύθυνσή της στη Λευκωσία και τον παρακάλεσε να την επισκεφθεί, αν ποτέ ερχόταν στην πρωτεύουσα. Εκείνος διαβεβαίωσε ότι θα της έγραφε για να την ενημερώνει για τα ταξίδια του στην Κύπρο και σίγουρα θα την επισκεπτόταν στη Λευκωσία.
Μπήκαν μαζί στη βάρκα για να κατεβούν στο λιμάνι και ο Kristian Hubertus τη βοήθησε να βρει αχθοφόρους για να μεταφέρουν τα μπαούλα της στον σταθμό του τρένου, για να ταξιδέψει στη Λευκωσία. Εκείνον τον περίμενε το αυτοκίνητο του κυρίου Πιερίδη για να τον μεταφέρει στη Λάρνακα.
Αποχαιρετίστηκαν με μια θερμή χειραψία και ο Kristian της είπε με ειλικρίνεια:
-Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Μαίρη. Σίγουρα θα ξανασυναντηθούμε.
-Και εγώ χάρηκα που σε γνώρισα Kristian Hubertus. Θα ήθελα πάρα πολύ να ξανασυναντηθούμε.
Δίστασε για λίγο, αλλά πρόσθεσε:
-Το όνομά μου είναι Μαρία.
Πριν προλάβει να ζητήσει διευκρινήσεις ο Kristian, η Μαρία μπήκε στο τρένο.
Το τρένο ήταν πολύ μικρό σε σχέση με τα τρένα του Λονδίνου. Παρόλα αυτά, διέθετε πρώτη θέση και οικονομική θέση. Τα καθίσματα της πρώτης θέσης ήταν σχεδόν άδεια, γιατί φαίνεται οι Κύπριοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν το ακριβό αντίτιμο. Η ίδια κάθισε στην πρώτη θέση και έτσι που αισθανόταν αυτή τη στιγμή, χαιρόταν που δεν είχε συνεπιβάτες να την πιάσουν κουβέντα.
Μόλις απομακρύνθηκαν από την πόλη της Αμμοχώστου, το Βαρώσι, όπως ήταν γνωστό, αντίκρισαν τον κάμπο της Μεσαορίας. Στο βάθος δεξιά φαινόταν η οροσειρά του Πενταδάκτυλου να απλώνεται νωχελικά κατά μήκος της διαδρομής. Τα σπαρτά του κάμπου είχαν θεριστεί και το τοπίο ήταν γυμνό και κίτρινο. Πού και πού κάποιες ελιές χρωμάτιζαν με το μολυβένιο χρώμα τους τη μονοτονία. Στο κάμπο βοσκούσαν κοπάδια από πρόβατα, τρώγοντας τα υπολείμματα των θερισμένων σπαρτών. Η Μαρία χαμογέλασε. Στο Λονδίνο χρησιμοποιούσαν τα πρόβατα για να τρώνε το πράσινο γρασίδι στα πάρκα και να το διατηρούν κουρεμένο. Δεν υπάρχει διαφορά, σκέφτηκε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, το χρώμα της τροφής είναι αυτό που διαφέρει.
Κάποιοι βοσκοί κάθονταν κάτω από τις ελιές και έπαιζαν τη φλογέρα τους και κάποιοι άλλοι χαιρετούσαν το τρένο καθώς περνούσε. Μερικά παιδάκια έτρεχαν ξυπόλητα πλάι στο τρένο, σαν να ήθελαν να το φτάσουν. Η Μαρία άρχισε να χαιρετά τους βοσκούς και τα παιδάκια. Αισθάνθηκε και πάλι παιδούλα. Το βάρος άρχισε να φεύγει από την ψυχή της.
Κάπου – κάπου, έβλεπε μερικά χωριά να προβάλουν στο βάθος, με χαμηλά πλίνθινα σπίτια. Ο καιρός ήταν ζεστός και η Μαρία είχε ανοιχτό το παράθυρο. Στο Λονδίνο ο καιρός ήταν κρύος, μα στις Ινδίες και την Αίγυπτο έκανε περισσότερη ζέστη από την Κύπρο. Η διαφορά ήταν ότι, ιδιαίτερα στις Ινδίες, δεν υπήρχε ούτε στην εξοχή καθαρός αέρας για να αναπνεύσεις, γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για καύσιμη ύλη την κοπριά των αγελάδων, που μύριζε άσχημα. Εδώ ο αέρας ήταν καθαρός και ευχάριστος.
Μέχρι να φτάσουν στη Λευκωσία, η Μαρία χαμογελούσε και ένοιωθε ευτυχισμένη. Το όνειρο μιας ζωής είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά. Στον σταθμό την περίμενε ένα Άγγλος στρατιώτης μαζί με μια άμαξα. Τη χαιρέτισε στρατιωτικά και της ανήγγειλε ότι τον έστειλε η σύζυγος του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας να την παραλάβει. Θα την έπαιρνε στην οικία της για να γνωριστούν και να ξεκουραστεί.
Ανέβηκε στην άμαξα και ο νεαρός στρατιώτης την οδήγησε έξω από τα τείχη της Λευκωσίας, εκεί που οι Άγγλοι είχαν κτίσει τις κατοικίες τους. Κατέβηκαν σε μια κατοικία κτισμένη με κίτρινη πέτρα, που διέθετε και κήπο. Η κυρία Jennifer Thomson, σύζυγος του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας την περίμενε στα σκαλιά μαζί με τα δυο παιδιά της, τη Helen, στα έξι και τον John, γύρω στα επτά. Ήταν μία συνηθισμένη Αγγλίδα, αδύνατη και ψηλή, που υποδέχθηκε τη Λαίδη Mary William Moore, με ένα φωτεινό χαμόγελο. Η Μαρία, ντυμένη κομψότατα, με την τελευταία μόδα και το αριστοκρατικό της παράστημα, φάνταζε πριγκίπισσα δίπλα της.
-Καλώς ήρθατε Λαίδη στο σπίτι μου την προσφώνησε. Και έγνεψε αμέσως στα παιδιά της, τα οποία έκαναν από μία υπόκλιση.
Η Μαρία τα έχασε. Δεν περίμενε τόσο επίσημη υποδοχή.
-Αγαπητή μου κυρία Thomson, χαίρομαι πραγματικά που σας γνωρίζω και σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την εξυπηρέτηση που μου έχετε κάνει. Δε θα την ξεχάσω ποτέ Για σας θα είμαι πάντοτε η Μαίρη και για τα παιδιά σας η θεία Μαίρη. Οτιδήποτε άλλο είναι υπερβολή.
-Μα πως είναι δυνατό, Λαίδη μου, αντέδρασε η κυρία Thomson. Είστε μια Λαίδη, δεν μπορώ να σας προσφωνώ διαφορετικά.
-Όχι, είμαι η Μαίρη και τίποτε άλλο. Η Μαίρη που σας χρωστά μεγάλη ευγνωμοσύνη. Ελάτε παιδιά μέσα να δούμε τι έχει στα μπαούλα μου για σας.
Τα παιδιά την ακολούθησαν ενθουσιασμένα και η μητέρα τους ακολούθησε υποχρεωτικά. Αφού άνοιξε ένα από τα μπαούλα και έβγαλε τα δώρα για τα παιδιά και την κυρία Thomson, η Μαίρη οδηγήθηκε στον κήπο για να απολαύσει το απογευματινό τσάι, που ετοιμάστηκε για κείνη.
Τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί με τα δώρα. Μία κούκλα για τη Helen και ένα αυτοκινητάκι για τον John. Ένα δώρο και για τους δυο ήταν το βιβλίο: «The Jungle Book: Mowgli’s Story» (Το βιβλίο της ζούγκλας, η ιστορία του Μόγλη), του Rudyard Kipling. Για την κυρία Thomson, είχε φέρει ένα καπέλο μοντελάκι και μία ταιριαστή τσάντα. Και αυτή είχε τρελαθεί από τη χαρά της αλλά προσπαθούσε να κρατηθεί.
-Ξέρετε θα ήθελα να σας φέρω ένα φόρεμα αλλά δεν μπορούσα να ξέρω το μέγεθός σας και γι’ αυτό διάλεξα αυτά τα δύο.
-Είναι υπέροχα! Σας ευχαριστώ πολύ. Εδώ βλέπετε δεν έχει τέτοιες μόδες. Υποανάπτυκτος τόπος, αγαπητή μου!
-Δεν καταλαβαίνω όμως, συνέχισε, γιατί ζητήσατε σπίτι στην παλιά πόλη. Όλοι εμείς οι Βρετανοί κατοικούμε έξω από τα τείχη. Τι θα κάνετε μόνη σας στην παλιά πόλη, μαζί με τους ντόπιους;
-Όπως θα ξέρετε, μεγάλωσα σε αυτό το τόπο και γνωρίζω τους ντόπιους. Μιλώ και ελληνικά και τούρκικα. Ο δάσκαλός μου ήταν Έλληνας και λεγόταν Αντώνιος Φιλίππου. Νοιώθω πολύ φιλικά για τους ντόπιους. Εξάλλου θα ήθελα να επισκεφθώ τις βιβλιοθήκες της Φανερωμένης και του Παγκυπρίου Γυμνάσιου για να μελετήσω.
Η κυρία Thomson, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η οικειότητα με την οποία μιλούσε η Λαίδη για τους ντόπιους, την άφησε άναυδη.
-Εμείς, είπε, προτιμούμε να συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας. Θα έρθετε όμως την ερχόμενη εβδομάδα για να πάρουμε μαζί τσάι; Τι θα λέγατε για την επόμενη Τετάρτη; Θα είναι και οι σύζυγοι των άλλων αξιωματικών εδώ.
-Ευχαρίστως, απάντησε η Μαρία.
Ήξερε ότι δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να αρνηθεί. Θα φρόντιζε να κρατά τις ισορροπίες. Δεν της συνέφερε να σνομπάρει τους Βρετανούς, αλλά ούτε και έπρεπε να τους έχει πολύ κοντά, αν ήθελε να επιτελέσει τον σκοπό της.
Στο δείπνο γνώρισε και τον κύριο Thomson. Ένα αυστηρό, αγέλαστο στρατιωτικό, καθόλου κοινωνικό που έκανε συνεχώς παρατηρήσεις στα παιδιά.
-Αύριο θα πρέπει να φύγω, σκέφτηκε η Μαρία. Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα.
Μα δεν μπόρεσε να φύγει την άλλη μέρα. Το σπίτι που της βρήκε η κυρία Thomson, στην οδό Αγίου Αντωνίου, δίπλα από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. δεν ήταν έτοιμο να κατοικηθεί. Είχαν φυσικά μεταφερθεί εκεί όσα είχε στείλει από το Λονδίνο, αλλά έπρεπε να αγορασθούν και να τακτοποιηθούν και άλλα είδη που έλειπαν, όπως κουζινικά και τρόφιμα.
Ομολογουμένως η κυρία Thomson, φάνηκε πολύ βοηθητική. Την συνόδεψε στα καταστήματα για να βρει ότι χρειαζόταν και της παρείχε και την υπηρέτριά της, για να την βοηθήσει στην τακτοποίηση. Της πρότεινε μάλιστα να εργοδοτήσει την μικρή αδελφή της που ζούσε ακόμα στο χωριό της. Η απάντηση της Μαρίας ήταν ένα κατηγορηματικό όχι. Όλα αυτά της έφερναν άσχημες αναμνήσεις και από την άλλη δεν ήθελε να έχει κάποιο μόνιμα στο σπίτι. Ήξερε πώς παρακολουθούν οι υπηρέτες, πίσω από κλειστές πόρτες. Είπε πως θα βολευτεί με κάποια κυρία από τη γειτονιά, που θα ερχόταν κατά τη διάρκεια της μέρας και θα έφευγε το βράδυ.
Όλο και πιο παράξενη την έβρισκε η κυρία Thomson. Το αποκορύφωμα όμως ήταν όταν η Μαρία της ζήτησε να προμηθευτούν ύφασμα και να της βρει μία ράφτρα για να της ράψει πιο απλά φορέματα για να φορεί στην πόλη. Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει. Γιατί μία Λαίδη να θέλει να φαίνεται το ίδιο απλή με τους ντόπιους;
-Θα λύσω όλες σου τις απορίες σου, αγαπητή Jennifer, στο πάρτι που ετοιμάζεις για μένα την Τετάρτη. Μην ανησυχείς ξέρω καλά τι κάνω.
Η κυρία Thomson, για καλό και για κακό, φρόντισε να καλέσει και μία γηραιά Αγγλίδα κυρία, που ζούσε χρόνια στην Κύπρο και είχε γνωρίσει την Mary McCain, πριν φύγει για το Λονδίνο. Δε θα ήταν κακό να κάμει ένα δεύτερο έλεγχο για την ταυτότητα της Λαίδης.
Το πάρτι της Τετάρτης είχε ετοιμασθεί με κάθε Βρετανική επισημότητα. Όλες οι προσκεκλημένες κύριες φόρεσαν τα καλά τους και Μαρία δεν τα πήγε πίσω. Ντύθηκε όπως της άρμοζε και όπως την περίμενε το κοινό της: Λαίδη, που μόλις είχε αφιχθεί από το Λονδίνο, γνωρίζοντας την τελευταία λέξη της μόδας. Η Μαρία απολάμβανε την περιέργεια των παρευρισκόμενων κυριών.
Φυσικά, πέρασε με επιτυχία το τεστ με την γηραιά κυρία, Mrs. Jones, η οποία ήταν ενθουσιασμένη που την ξαναείδε και μίλησαν για τα παλιά. Έμενε η τελευταία ανακοίνωση εκ μέρους της για να ικανοποιηθεί κάθε περιέργεια και να σταματήσουν τα κουτσομπολιά. Έτσι όταν τελείωσε η ιεροτελεστία του τσαγιού, σηκώθηκε να μιλήσει στις κυρίες:
-Αγαπητές μου κυρίες, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την θερμή υποδοχή και ιδιαίτερα την αγαπητή Jennifer, που έκαμε τόσα για μένα, για να με βοηθήσει να εγκατασταθώ στη Λευκωσία, στο σπίτι μου στον Άγιο Αντώνιο, που ελπίζω από αύριο να μετακομίσω μόνιμα. Όπως ίσως να έχετε ακούσει, οι γιατροί στο Λονδίνο μου σύστησαν να κατοικίσω σε πιο θερμό κλίμα, όπως ήμουν συνηθισμένη σε όλη μου σχεδόν τη ζωή. Έχω ζήσει στην Κύπρο, στις Ινδίες και στην Αίγυπτο. Φυσικά, προτίμησα την Κύπρο γιατί εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια με τους γονείς μου, μιλώ ελληνικά και τουρκικά και είναι πιο εύκολο να με επισκεφθούν η κόρη μου και ο γαμπρός μου.
-Όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει και η αγαπητή κυρία Jones, που με γνώριζε από παιδί, ήμουν πάντοτε ανήσυχο πνεύμα με μεγάλη έφεση στη μάθηση. Θα ήθελα λοιπόν η παρουσία μου εδώ να είναι δημιουργική, ώστε να μην πλήττω και να μη νοιώθω την απουσία της οικογένειάς μου. Σκέφτηκα λοιπόν, ότι θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο για την Κύπρο και για την αλλαγή που επιφέραμε εμείς οι Βρετανοί στη διακυβέρνηση του τόπου και στη ζωή των κατοίκων. Έχω ήδη αντιληφθεί, τις λίγες μέρες που είμαι εδώ, την μεγάλη πρόοδο που έχει γίνει. Έχουν αποστραγγισθεί τα έλη, έχουν δημιουργηθεί νοσοκομεία, έχει εγκατασταθεί γραμμή τρένου και πολλά άλλα φαντάζομαι που δεν πρόλαβα να μάθω. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να κατοικήσω μέσα στην πόλη, για να είμαι κοντά στους ντόπιους και να τους κάνω να με εμπιστευτούν και να μου μιλήσουν ελεύθερα και όχι όπως θα μιλούσαν σε μια Αγγλίδα αριστοκράτισσα.
Οι εξηγήσεις της Μαρίας ικανοποίησαν το περίεργο κοινό της και πολλές κυρίες προσφέρθηκαν να της δώσουν πληροφορίες για το μεγάλο έργο στη διακυβέρνηση των Βρετανών, παρόλο που οι ντόπιοι ήταν αχάριστοι και συνεχώς ζητούσαν να ενωθούν με την Ελλάδα.
Η Μαρία τις ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να αποταθεί κοντά τους όταν θα ερχόταν η ώρα. Προς το παρόν θα ήθελε να συλλέξει υλικό από τους ντόπιους.
Η κυρία Thomson ανακουφίστηκε και άρχισε και πάλι να θαυμάζει την Λαίδη με την σπουδαία προσωπικότητα και τις δημιουργικές ιδέες. Στο κάτω – κάτω, αυτή, ήταν η καλύτερή της φίλη!
Όταν η φασαρία από το πάρτι τελείωσε και οι κυρίες έφυγαν για τα σπίτια τους, η Μαρία στάθηκε στον κήπο του σπιτιού της κυρίας Thomson και ατένισε τον κατακόκκινο ουρανό της Λευκωσίας, την ώρα που ο ήλιος έδυε. Μέσα της αισθάνθηκε ότι ένας άνεμος την είχε φέρει εδώ. Θα την οδηγούσε άραγε και στις ρίζες της, τις αληθινές ρίζες της ύπαρξής της;
Βιβλιογραφία:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
https://www.google.com/search?q=%CE%9B%CE%B5%CF%85%CE%BA%CF%89%CF%83%CE%AF%CE%B1+1920&sxsrf=AOaemvIG4i5NMeG-1IVjuLOCYw8I-iCMUg:1632883868299&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwixmre3lqPzAhXBzoUKHZUHDuMQ_AUoAXoECAEQAw&biw=1920&bih=937&dpr=1#imgrc=jnz0h4AIjk91vM
(Κεφάλαιο 7)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία 1879 – 1888
Ο Αντώνιος κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι η Evelyn McCain, δεν είχε πρόθεση να τον αφήσει να διατηρήσει τη σχέση που είχε με τη Μαρία. Ήθελε η Μαρία να είναι συνδεδεμένη μόνο μαζί της και με τον σύζυγό της, αφού διεκδικούσε τον αποκλειστικό ρόλο της μητέρας. Η αγάπη όμως και η εξάρτηση που είχε η Μαρία στο πρόσωπό του, την ανάγκασε να τον αποδεχτεί σαν δάσκαλό της.
Από την άλλη, ο κύριος Michael McCain, ήταν πιο αδιάφορος για τη σχέση της Μαρίας με τον Αντώνιο. Ικανοποιείτο απλά με το γεγονός ότι η Μαρία αγαπούσε τον ίδιο και της άρεσε ιδιαίτερα να παίζει μαζί του. Εκτός από το τρενάκι, έπαιζαν συχνά και με τα στρατιωτάκια. Τα παράτασσαν σε σειρά μάχης και ανάπτυσσαν τεχνικές άμυνας και επίθεσης. Φυσικά, η Μαρία δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο πόλεμος είχε απώλειες και πολλά δεινά. Για αυτήν ήταν απλά ένα παιχνίδι στρατηγικής. Ο κύριος McCain όμως, ήταν ενθουσιασμένος με τις επιδόσεις της κόρης του.
Όπως περνούσαν τα χρόνια και ο Αντώνιος εξακολουθούσε να διδάσκει τη Μαρία, κάθε μέρα εντυπωσιαζόταν όλο και περισσότερο από τη φιλομάθειά της και την ικανότητά της να αφομοιώνει οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψή της. Τα μαθήματα γίνονταν πάντοτε ιδιωτικά, στο σπίτι, και έτσι η Μαρία είχε την ευκαιρία να μάθει ότι της άρεσε περισσότερο και να εμβαθύνει σε θέματα που την ενδιέφεραν. Οι McCain δεν ήταν τόσο μορφωμένοι για να επέμβουν στο πρόγραμμα που της ετοίμαζε ο Αντώνιος και τους ικανοποιούσε το γεγονός ότι η κόρη τους εντυπωσίαζε τους πάντες με τις γνώσεις της.
Όταν η Μαρία έφτασε στα δώδεκα όμως, άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κλοιό που επέβαλε, η μητέρα της κυρίως, γύρω από τη ζωή της και άρχισε να επαναστατεί. Ο Αντώνιος προσπαθούσε να την ηρεμήσει και συχνά της έλεγε:
-Μαρία μου, θα πρέπει πάντοτε να θυμάσαι ότι η μητέρα σου με απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα μπήκε στο τούρκικο σπίτι και σε απέσπασε από εκείνη την άθλια ζωή που ζούσες. Μάλιστα η αρχική της πρόσθεση ήταν να σε κάνει υπηρέτριά της, όχι κόρη της. Είναι ο πατέρας σου που σε λάτρεψε αμέσως, και παρόλο που διαφωνούσε με το όλο εγχείρημα, αποφάσισε να σε υιοθετήσουν. Τους χρωστάς τα πάντα στη ζωή σου.
-Σίγουρα τους χρωστώ πολλά, απαντούσε η Μαρία, αλλά είναι σε σένα που χρωστώ τα πάντα! Εσύ με ανακάλυψες σε εκείνο το άθλιο σπίτι και εσύ με έμαθες τι είναι γνώση. Καλύτερα να ήμουν υπηρέτριά τους, αντί κόρη τους. Θα ήμουν πιο ελεύθερη.
Ο Αντώνιος της έκρυβε ότι και κείνος το είχε σκεφτεί πολλές φορές. Αν δεν την υιοθετούσαν θα μπορούσε να γίνει δική του κόρη, αλλά δεν της το έλεγε.
-Μην κάνεις τέτοιες σκέψεις, της έλεγε. Είναι αμαρτία. Αυτοί οι άνθρωποι σου έχουν χαρίσει τα πάντα. Όλα τα κορίτσια της Κύπρου θα σε ζήλευαν για ότι έχεις.
-Ναι έχεις δίκιο, συναινούσε στο τέλος η Μαρία. Τους αγαπώ, πραγματικά τους αγαπώ, αλλά η μητέρα μου κάποτε με πνίγει!
Όσο μεγάλωνε η Μαρία και γινόταν όλο και ομορφότερη, η μητέρα της αποφάσισε ότι δε θα την άφηνε στην Κύπρο, να ερωτευτεί κάποιο Κύπριο ή να την ερωτευτεί κάποιος Κύπριος και να τη χάσει. Άρχισε λοιπόν να της μιλά για το Λονδίνο, πόσο μεγάλη και θαυμαστή πόλη είναι, και τις δυνατότητες που θα μπορούσε να έχει εκεί.
Η Μαρία αντέδρασε πολύ αρνητικά στη σκέψη να φύγει για το Λονδίνο. Την είχε πιάσει πανικός. Θα έχανε το δάσκαλό της. Φυσικά, αυτό δεν το είπε στη μητέρα της, γιατί είχε καταλάβει πόσο ανταγωνιστικά τον έβλεπε η Evelyn McCain.
Μίλησε όμως στον Αντώνιο. Εκείνου σφίχτηκε η καρδιά του. Είχε χάσει όλους όσους αγαπούσε στη ζωή του. Αν έχανε και τη Μαρία, δε θα είχε λόγο να ζει. Όμως δεν της είπε τίποτε. Προσπάθησε να την καθησυχάσει και να την παρηγορήσει.
-Μαρία μου, πρέπει να ξέρεις ότι ο πατέρας σου είναι στρατιωτικός. Σήμερα είναι στην Κύπρο, αύριο μπορεί να μετατεθεί στις Ινδίες ή και στην Αφρική. Δεν είναι η μόνιμη κατοικία του εδώ. Το Λονδίνο είναι μία καλή επιλογή από το να τρέχεις αύριο σε μια άγνωστη χώρα, που οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες από εδώ. Σίγουρα η μητέρα σου έχει ως απώτερο σκοπό να σε παντρέψει με κάποιο πλούσιο και ευγενή Άγγλο, αλλά εσύ μπορείς να το διαπραγματευτείς μαζί της. Θα της πεις ότι δέχεσαι να πας στο Λονδίνο, στην αδελφή της, νοουμένου ότι θα σου επιτρέψει να παρακολουθήσεις μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Έχουν πολύ υψηλού επιπέδου προγράμματα για την αρχαία ελληνική γραμματεία και είμαι βέβαιος ότι κάτι θα βρεις που θα σε ικανοποιεί και θα σε κάνει ευτυχισμένη. Παράλληλα θα έχεις χρόνο για να διαλέξεις τον κατάλληλο νεαρό που θα σου ταιριάζει. Είναι μεγάλο πράγμα ο έρωτας, Μαρία και αξίζει τον κόπο να τον ζήσεις.
Και έτσι άρχισε η διαπραγμάτευση της Μαρίας με τη μητέρα της. Εκείνη έγινε έξω φρενών όταν η Μαρία της είπε ότι θα ήθελε να συνεχίσει να σπουδάζει, αλλά η Μαρία ήταν ανένδοτη. Κατάφερε να παρασύρει μαζί της και τον πατέρα της, ο οποίος της είχε ιδιαίτερη αδυναμία και δεν ήθελε να της χαλά χατίρι. Έτσι ήταν δύο εναντίον ενός.
Μετά από έντονες «διαπραγματεύσεις» κατέληξαν στην απόφαση ότι η Μαρία θα πάει στο Λονδίνο για να σπουδάσει αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά παράλληλα θα σπουδάσει και αγγλική λογοτεχνία. Αυτό δεν ήταν κανένα πρόβλημα για τη Μαρία, που ήθελε να μαθαίνει τα πάντα. ‘Ήταν απλώς μια δικαιολογία για τη μητέρα της που επιθυμούσε να έχει τον τελευταίο λόγο.
Έτσι στα δεκαεφτά της χρόνια η Μαρία άρχισε να ετοιμάζεται για να φύγει για το Λονδίνο. Θα τη συνόδευε και η μητέρα της, αλλά μετά εκείνη θα γύριζε πίσω για να μείνει με το σύζυγό της.
Η Μαρία βαθιά μέσα της πενθούσε για το γεγονός και παρόλο που δεν έλεγε τίποτε, το πρόσωπό της ήταν βαθιά θλιμμένο. Ο πατέρας της ήταν σχεδόν έτοιμος να δεχτεί να μη φύγει, αλλά η μητέρα της ήταν ανένδοτη. Λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση η Μαρία έγραψε ένα γράμμα στο δάσκαλο για να του το δώσει πριν φύγει. Σε αυτό το γράμμα ξετύλιγε την καρδιά της και τα συναισθήματά της για αυτό τον άνθρωπο, που για την ίδια ήταν ότι σημαντικότερο υπήρξε στη ζωή της.
Έγραφε λοιπόν η Μαρία:
Δάσκαλέ μου, πατέρα μου, φίλε μου
Εγώ ξεκίνησα τη ζωή μου από την ανυπαρξία, μέχρι τη μέρα που σε συνάντησα στο φύλλωμα εκείνης της συκιάς. Σε αυτή τη ζωή οι περισσότεροι άνθρωποι παίρνουν την πρώτη ανάσα τους σαν βγαίνουν από τη μήτρα της μητέρας τους, εγώ την πήρα όταν χάραξες στο χώμα για πρώτη φορά το αλφάβητο για μένα. Τότε κατάλαβα το μεγαλείο του κόσμου. Κατάλαβα πως αν μάθαινα να διαβάζω τα σύμβολα, θα καταλάβαινα τον κόσμο γύρω μου.
Και από τότε, δάσκαλε, μελετώ, για να κατανοήσω τα μυστικά της ζωής, που μέσα από τους αιώνες οι άνθρωποι τα μετέτρεψαν σε σύμβολα, και τα σκόρπισαν σε βιβλία για να τα ανακαλύψει όποιος ενδιαφέρεται.
Κάθε μέρα που περνά προσπαθώ όλο και περισσότερο και αν δέχτηκα να φύγω για το Λονδίνο, είναι γιατί ξέρω ότι εκεί θα συναντήσω περισσότερη γνώση και ίσως κατανοήσω την παράξενη μοίρα μου.
Πολλές φορές με παροτρύνεις να δείχνω περισσότερη ανοχή για τις πράξεις των γονιών μου και ιδιαίτερα της μητέρας μου. Θα ήθελα να σε διαβεβαιώσω ότι αγαπώ τους γονείς μου. Ξέρω ότι μου έχουν χαρίσει τα πάντα, αλλά προσπαθούν να με απομακρύνουν από εσένα. Αυτό με πληγώνει αφάνταστα.
Φοβάμαι πως δε θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε ξανά. Αυτό θα το φροντίσει η μητέρα μου. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι προκαλεί μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ εκείνης και μένα. Θα ακολουθήσω την πορεία που μου ετοιμάζουν, αλλά πάντοτε θα ψάχνω για την αλήθεια, όπου και αν βρίσκομαι.
Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη και την αγάπη που αισθάνομαι για σένα. Με έμαθες ότι η μοίρα του ανθρώπου μπορεί να τον οδηγήσει σε πολλά παράξενα μονοπάτια, όμως στο τέλος θα τον φέρει στον προορισμό του και στο στόχο που επέλεξε στη ζωή του.
Δεν ξέρω πότε θα φτάσω εγώ εκεί, μα όταν φτάσω θα ήθελα να είσαι δίπλα μου.
Με αγάπη
Η κόρη σου Μαρία
Όταν συνάντησε τον Αντώνιο για τελευταία φορά και του έδωσε το γράμμα της, εκείνος της έδωσε ένα δικό του γράμμα. Ήταν ένα αποχαιρετιστήριο φιλί που θα μπορούσε να πάρει μαζί της.
Το δικό του γράμμα έλεγε:
Αγαπημένη μου κόρη Μαρία
Κάποτε έχασα μία άλλη κόρη που την έλεγαν Αθηνά. Όταν συνάντησα εσένα θεώρησα ότι ο Θεός μου έστειλε μία δεύτερη κόρη. Δείλιασα όμως και δε σε πήρα εγώ από εκείνο το σπίτι. Έστειλα την Evelyn McCain και αυτή το έκανε, χωρίς καν να σε γνωρίζει. Για αυτό είναι μητέρα σου και πρέπει να την τιμάς και να συγχωρείς τις πράξεις της που δεν καταλαβαίνεις. Γιατί τόλμησε για σένα. Αν σε γεννούσε, να είσαι βέβαιη, με τον ίδιο τρόπο θα συμπεριφερόταν.
Σήμερα που φεύγεις για το Λονδίνο, ένας καινούργιος κύκλος ξεκινά στη ζωή σου. Τα χρόνια που πέρασαν και οι φουρτούνες που σημάδεψαν τη ζωή μου με έχουν διδάξει ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι φτερά στον άνεμο. Πετούν δεξιά και αριστερά και σπάνια παραμένουν πολύ καιρό σε ένα τόπο ή σε μια κατάσταση. Όμως φαίνεται, ο τρόπος που στροβιλίζονται στη δίνη, δεν είναι τυχαίος. Δυνάμεις, ακατανόητες σε μας, κατευθύνουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πρέπει να μάθεις να ακροάζεσαι τη σιωπή και να διαβάζεις τα σημάδια των καιρών, όπως έμαθες να διαβάζεις τα γράμματα στα βιβλία. Δεν είναι εύκολο, όμως μόνο έτσι θα μπορέσεις να αντέξεις τα κτυπήματα της ζωής. Προσπάθησε να καταφέρεις να βλέπεις πίσω από τα γεγονότα και να έχεις υπομονή. Κάποια στιγμή η μοίρα θα ανοίξει τα χαρτιά της και τότε εσύ θα πρέπει να είσαι έτοιμη για να καταλάβεις και να ενεργήσεις.
Η παρουσία σου σε εκείνο το σπίτι είναι ένα μυστήριο. Ένα μυστήριο που φοβάμαι εσύ δε θα έχεις την ευκαιρία να λύσεις, μέσα στα χρόνια που ακολουθούν. Αυτό το καθήκον θα το αναλάβω εγώ. Τώρα που θα φύγεις και η ζωή μου θα φαντάζει χωρίς σκοπό, θα ψάξω για την αλήθεια. Τα σημάδια της μοίρας δείχνουν ότι είσαι ένας πολύτιμος άνθρωπος και καμιά δύναμη δε θα ήθελε να χαθείς στην ανυπαρξία.
Υπόσχομαι λοιπόν να βρω την αλήθεια για τη ζωή σου. Και ότι και να συμβεί στο μέλλον, όσοι δρόμοι και να μας χωρίσουν, εγώ θα βρω τρόπο να αποθέσω αυτή τη γνώση στα χέρια σου.
Καλό ταξίδι να έχεις αγαπημένη μου κόρη, και να θυμάσαι πως η δίνη που σε οδηγεί αυτή τη στιγμή στο Λονδίνο, ίσως να γνωρίζει καλύτερα από σένα και από μένα ποιο είναι το καλό σου.
Με αγάπη
Αντώνιος Φιλίππου – ο πνευματικός σου πατέρας
Με το γράμμα του Αντώνιου στο χέρι και την καρδιά κομματιασμένη η Μαρία μπήκε στο καράβι για το Λονδίνο. Στεκόταν συχνά στο κατάστρωμα του πλοίου και μύριζε τη θάλασσα. Άφηνε τον αέρα να μπει βαθιά μέσα στα πνευμόνια της και να την αναζωογονεί. Ήλπιζε κάποτε να ξαναδεί τον δάσκαλό της και να μάθει την αλήθεια. Για τη δική της ζωή, αλλά και για τα γυρίσματα του κόσμου.
Ο Αντώνιος, όταν έφυγε η Μαρία για κάποιες μέρες τα είχε χαμένα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα της Μαρίας και το κρατούσε σαν το πολυτιμότερο φυλαχτό.
Ενημέρωσε τον Michael McCain ότι θα αποχωρούσε από την υπηρεσία του και, παρά τις διαμαρτυρίες του, το έπραξε άμεσα. Επέστρεψε στο σχολείο και δίδασκε με πάθος τα παιδιά, που τον λάτρευαν, Ποτέ όμως δε συνάντησε κανένα παιδί που να μαθαίνει με την ταχύτητα που μάθαινε η Μαρία.
Παράλληλα γύρισε και στην παλιά του κατοικία, δίπλα από το τούρκικο σπίτι. Ήταν ο μόνος τρόπος να μάθει την αλήθεια για τη Μαρία.
Ο καινούργιος του στόχος του έδινε ένα κίνητρο για να υπάρχει. Δύναμη όμως του έδιναν και τα παιδιά που δίδασκε. Θυμόταν πάντοτε τα λόγια του πατέρα του:
… Εγώ θα σε περιμένω να γυρίσεις. Γιατί πρέπει να γυρίσεις. Μόνο οι μορφωμένοι μπορούν να σώσουν το τόπο μας!
Δεν ήξερε αν θα μπορούσε ποτέ να σώσει τον τόπο του από τους κατακτητές, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Αλλά σίγουρα θα μόρφωνε όσα περισσότερα παιδιά μπορούσε. Αυτοί ίσως να έχουν τη δυνατότητα, αύριο, να σώσουν τον τόπο…
Τα βράδια καθόταν δίπλα από τη συκιά και μύριζε τον δροσερό αέρα της Λευκωσίας, ελπίζοντας για ένα μήνυμα και μια κατεύθυνση πώς να πλησιάσει τη μάνα Αϊσέ. Ήταν βέβαιος ότι αυτή κρατούσε το κλειδί για το μεγάλο μυστικό.
Βιβλιογραφία και φωτογραφία: Αγνής Μ. Μιχαηλίδου “Χώρα η παλιά Λευκωσία”
(Κεφάλαιο 8)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία φθινόπωρο 1926
Η Μαρία έμενε στο καινούργιο της σπίτι εδώ και λίγο καιρό. Ήταν ένα αρκετά απλό σπίτι σε σχέση με την πολυτέλεια που ήταν συνηθισμένη, αλλά αυτό δεν της δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Διέθετε και ηλεκτρισμό, κάτι που δεν υπήρχε πριν φύγει από την Κύπρο. Στη Λευκωσία, το 1913, είχε ιδρυθεί ιδιωτική εταιρεία ηλεκτρισμού και έτσι όσα σπίτια το επιθυμούσαν και μπορούσαν να πληρώσουν, είχαν παροχή. Δεν της έλειπε τίποτε, για να ζει άνετα.
Μία κυρία από τη γειτονιά ερχόταν καθημερινά και αναλάμβανε τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα. Το βράδυ γύριζε στο σπίτι της και στην οικογένειά της. Την έλεγαν κυρία Βασιλεία και η Μαρία τη συμπαθούσε ιδιαίτερα. Ήταν εξαίρετη μαγείρισσα. Αυτό ενθάρρυνε τη Μαρία να προσπαθήσει να μάθει και εκείνη να μαγειρεύει κυπριακά φαγητά, που τα εύρισκε εξαιρετικά εύγευστα, σε σχέση με τα νερόβραστα αγγλικά στα οποία ήταν συνηθισμένη.
Η κυρία Βασιλεία είχε δύο κόρες, την Ελένη και τη Γεωργία. Ήταν γύρω στα οκτώ με δέκα και συχνά έρχονταν με τη μητέρα τους. Η Μαρία τους έλεγε ιστορίες για τη μακρινή Ινδία, για τους ελέφαντες και για τους φακίρηδες. Εκείνες την άκουγαν με ανοικτό το στόμα. Είχε μάλιστα γράψει στην κόρη της να της στείλει το βιβλίο The «Jungle Book: Mowgli’s Story» (Το βιβλίο της ζούγκλας, η ιστορία του Μόγλη), του Rudyard Kipling. Λογάριαζε να τους το διαβάζει η ίδια και να τους το μεταφράζει συγχρόνως.
Παρόλο που δεν είχε καταφέρει ακόμα να βρει οτιδήποτε για το θέμα που την ενδιέφερε, ήταν πολύ ευτυχισμένη στη Λευκωσία, «Χώρα», όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Είχε αποφασίσει να ενεργεί με σύστημα για να μην κινήσει υποψίες για αυτό που έψαχνε. Ήταν πολύ σοφή η απόφασή της να προφασιστεί ότι θα γράψει ένα βιβλίο για την Κύπρο. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να πλησιάζει τους ανθρώπους και να τους ρωτά διάφορα, χωρίς να υποψιάζονται.
Η πόλη της Λευκωσίας είχε αναβαθμιστεί πολύ από τότε που τη θυμόταν. Είχε επεκταθεί έξω από τα τείχη προς τις περιοχές των Αγίων Ομολογητών, του Αγίου Δομετίου και προς το Καϊμακλί. Η Μαρία ανακαλούσε στη μνήμη της, όταν ήταν μικρή, το πρώτο καιρό που άρχισε να βγαίνει με τη μητέρα της, ότι έξω από τα τείχη, στο δρόμο προς το Καϊμακλί, υπήρχαν λεπροί που εκλιπαρούσαν τους περαστικούς για κάτι να φάνε. Ήταν ένα πολύ τραγικό θέαμα. Τώρα είχε κτιστεί ένα λοιμοκαθαρτήριο έξω από τα τείχη και είχαν τουλάχιστον κάποια περίθαλψη. Γενικά, παρόλο που υπήρχαν ζητιάνοι στους δρόμους, δεν υπήρχε η ίδια αθλιότητα και οι ίδιες αρρώστιες με το παρελθόν.
Μόλις η Μαρία έβαλε μια τάξη στη ζωή της, προσπάθησε να ταξινομήσει τις προτεραιότητές της και να δει από πού και πώς θα άρχιζε την έρευνά της. Είχε δύο πτυχές η αναζήτησή της. Να βρει το σπίτι που έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της και να δει αν μπορούσε να μάθει κάτι από το περιβάλλον και τους γείτονες και παράλληλα να ψάξει για τον δάσκαλό της, τον Αντώνιο Φιλίππου. Από κάτι ασαφείς κουβέντες που της είχε πει η μητέρα της πριν πεθάνει, είχε καταλάβει ότι ο δάσκαλος δε θα μπορούσε να ζει ακόμα. Οπότε θεώρησε σωστό να θέσει σαν πρώτο στόχο της να βρει το σπίτι. Η έρευνα για τον δάσκαλο θα ήταν πιο δύσκολη.
Άρχισε να ψάχνει από τους τουρκομαχαλάδες, κοντά στο σαράγιο (τούρκικο διοικητήριο) και την Αγία Σοφία, που είχε μετατραπεί σε τζαμί από τότε που κατέλαβαν οι Οθωμανοί την Κύπρο. Επισκεπτόταν συχνά την περιοχή, μιλούσε με τους Τουρκοκυπρίους κατοίκους της και τους έλεγε ότι γράφει ένα βιβλίο. Όλοι ήταν εντυπωσιασμένοι από αυτή την Αγγλίδα που μιλούσε τούρκικα. Οι γυναίκες την καλούσαν συχνά στο σπίτι τους για να πιει καφέ και όπως κουβέντιαζαν, η Μαρία προσπαθούσε να συλλέξει πληροφορίες.
Κοίταζε με προσοχή τα σπίτια στα στενά και προσπαθούσε να αναγνωρίσει κάτι, αλλά μάταια. Σκέφτηκε ότι πιθανόν να κατεδαφίστηκε το σπίτι μέσα στο οποίο έζησε τα πρώτα της άθλια χρόνια. Παράλληλα προσπάθησε να μάθει πού ήταν θαμμένοι οι Τουρκοκύπριοι, μήπως βρει τον τάφο της μάνας Αϊσέ. Ήθελε να τιμήσει τη μνήμη αυτής της γυναίκας που της στάθηκε με αγάπη, αλλά δυστυχώς δεν έμαθε οτιδήποτε που θα μπορούσε να τη διαφωτίσει.
Μερικές φορές αντί να πάει προς τους τουρκομαχαλάδες προτιμούσε να περπατήσει, να περιδιαβάσει στην πόλη. Την εύρισκε γενικά πολύ ενδιαφέρουσα με τα στενά δρομάκια, τις εκκλησιές, μία σε κάθε γειτονιά, τα καφασωτά παράθυρα, τους Ελληνοκυπρίους – που αρκετοί ακόμα φορούσαν μαύρες βράκες – και τους Τουρκοκυπρίους που φορούσαν άσπρες βράκες και φέσι. Είχε προσέξει ότι οι μουσουλμάνες δεν έφεραν όλες φερετζέ και γενικά κυκλοφορούσαν σχετικά ελεύθερα. Πολλοί Ελληνοκύπριοι άνδρες και γυναίκες της πόλης ήταν ντυμένοι αρκετά μοντέρνα και προσπαθούσαν να ακολουθήσουν τα ευρωπαϊκά έθιμα και να απομακρυνθούν από τη μιζέρια του παρελθόντος. Είχαν κτιστεί θέατρα, όπως το θέατρο Παπαδοπούλου, γίνονταν χοροεσπερίδες και είχε αρχίσει γενικά να υπάρχει μια κάποια κοινωνική ζωή.
Η σύζυγος του Άγγλου αρμοστή δεχόταν επισκέψεις μια φορά την εβδομάδα και η Μαρία δεν παρέλειψε να δώσει το παρόν της μια – δυο φορές, ντυμένη και απαστράπτουσα, ως πραγματική Λαίδη. Έπρεπε να κρατά τις ισορροπίες και παράλληλα μέσα από αυτές τις συγκεντρώσεις έκανε γνωριμίες και αντλούσε πληροφορίες για την κοινωνία του παρελθόντος. Είχε πάει και στα χορευτικά τέϊα, που οργανώνονταν σε λέσχες και ξενοδοχεία. Εκεί έτυχε να δει και Ρώσους πρόσφυγες, που διέφυγαν μετά την κόκκινη επανάσταση του 1917, ντυμένους με την επίσημη τσαρική στολή τους.
Ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της πόλης ήταν το Γυναικοπάζαρο. Άρεσε στη Μαρία να το επισκέπτεται και να χαζεύει τα εκθέματα που οι γυναίκες αράδιαζαν στα καλντερίμια (πεζοδρόμια)και στις πεζούλες. Ήταν ένα καθαρά γυναικείο παζάρι που πραγματοποιείτο στο τέλος του Μακρύδρομου, προς την αριστερή πλευρά, μέσα στην παλιά πόλη. Εκεί γυναίκες, Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες, αλλά και Αρμένισσες, έφερναν τα εμπορεύματά τους, που κυρίως ήταν υφαντά, Λευκαρίτικα κεντήματα, πιπίλες της Λαπήθου, αλατζές της Κυθραίας, μεταξωτά της Χώρας, κροσέδες (κεντήματα με βελονάκι) του Στροβόλου, κουρούκλες (μαντίλες) με φλόκους για το λουτρό και διάφορα γλυκά. Το Γυναικοπάζαρο πραγματοποιείτο κάθε Παρασκευή και τη μέρα αυτή οι γυναίκες καταλάμβαναν όλη την περιοχή και σταματούσαν τη συγκοινωνία. Μάλιστα η ίδια, είχε αγοράσει μεταξωτά υφάσματα και τα έστειλε σαν δώρο στην κόρη της στο Λονδίνο. Κυκλοφορούσε μία φήμη πως ο πρώτος Βρετανός Αρμοστής είχε στείλει ένα μεταξωτό πουκάμισο από τη Λευκωσία, στη βασίλισσα Βικτώρια, που της άρεσε τόσο πολύ, που ζήτησε και να της στείλουν και άλλα.
Όλες αυτές οι περιδιαβάσεις στην πόλη άρεσαν στη Μαρία, αλλά δεν εύρισκε ότι προχωρούσε καθόλου με την έρευνά της και αυτό την ανησυχούσε. Οι επισκέψεις της στους τουρκομαχαλάδες δεν απέδωσαν τίποτε και βρισκόταν στο σημείο μηδέν. Εκείνο που την εντυπωσίασε μία μέρα και την τάραξε κάπως, ήταν ένα θεωρητικά ασήμαντο συμβάν. Καθώς περπατούσε στις γειτονιές, μία Τουρκάλα, την κάλεσε να την κεράσει εκμέκ καντεΐφ και παράλληλα της πρόσφερε και καφέ. Σε εκείνο το σπίτι καθόταν παράμερα μία γριά, σταφιδιασμένη και η οικοδέσποινα πρότεινε να της δώσουν το φλυτζάνι της Μαρίας για να της πει την τύχη της, από τα κατακάθια του καφέ. Η Μαρία που δεν πίστευε σε τέτοιες προκαταλήψεις, προσπάθησε να το αποφύγει αλλά δεν πρόλαβε.
-Άσε ξέρει αυτή, της είπε η οικοδέσποινα.
Η γριά πήρε το φλυτζάνι της Μαρίας, το στριφογύρισε, το μελέτησε, ψιθύριζε κάτι ακατάληπτα λόγια και μετά της είπε:
-Κυρά, δεν είναι αυτό που φαίνεται. Είναι βασίλισσα, όμως μεγάλωσε σαν ζώο, και βασίλισσα έγινε πάλι. Δρόμος δύσκολος, όμως ένας δάσκαλος κρατά τη λάμπα και φέγγει στο σκοτάδι. Θα βρεις αυτό που ψάχνεις κυρά μου.
Και μετά σώπασε και γύρισε στη γωνιά της. Η οικοδέσποινα τα έχασε λίγο με τα παράξενα λόγια της γριάς και προσπάθησε να δικαιολογηθεί μα η Μαρία τη σταμάτησε, λέγοντας πως είναι εντάξει. Δεν πιστεύει σε τέτοιες δοξασίες. Στην πραγματικότητα όμως είχε ταραχτεί.
Την επόμενη μέρα αποφάσισε να μην πάει από τη συνηθισμένη της διαδρομή. Έφυγε από το σπίτι της, προχώρησε προς την Αρχιεπισκοπή, είδε το νέο κτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου, που ανακαινίσθηκε μετά την πυρκαγιά του 1920, πέρασε από την εκκλησία του Αγίου Κασσιανού και προχώρησε αρχικά δυτικά και μετά έστριψε βόρεια. Ήταν και εδώ τουρκομαχαλάδες αλλά δεν είχε ξαναέρθει. Σε ένα σημείο, που ο δρόμος είχε μία στροφή, το είδε.
Ήταν εκεί απέναντί της το σπίτι που έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Βρισκόταν σε άθλια κατάσταση σαν εγκαταλειμμένο, αλλά το αναγνώρισε. Είδε τις γοτθικές αψίδες, το κιόσκι στην πρόσοψη, μα πάνω απ’ όλα αισθάνθηκε μια γροθιά στο στομάχι, που την έκανε σχεδόν να σκύψει από πόνο.
Έμεινε σχεδόν σαν αποσβολωμένη και το κοίταζε μην μπορώντας να προχωρήσει ούτε μπροστά ούτε πίσω. Μια Τουρκάλα που καθόταν στο δρόμο δίπλα και καθάριζε φασολάκια, την πρόσεξε.
-Είσαι καλά κυρά; τη ρώτησε. Έλα κάθισε να σου φέρω ένα ποτήρι νερό.
Μαζί με το νερό η γυναίκα της έφερε και καφέ. Ήπιε το νερό και τον καφέ και άρχισε να βοηθά τη γυναίκα να καθαρίσει τα φασολάκια. Η γυναίκα ήταν πολύ ομιλητική και συγχρόνως κολακευμένη που μια Αγγλίδα κυρία κάθισε μαζί της και τη βοηθούσε. Περισσότερο δε, ήταν εντυπωσιασμένη που η κυρία αυτή μιλούσε τούρκικα! Με την πρώτη ερώτηση της Μαρίας για το σπίτι και την ιστορία του άρχισε να μιλά και χωρίς δεύτερη ερώτηση από τη Μαρία, διηγήθηκε τα πάντα:
-Αυτό το σπίτι ήταν κάποτε παλάτι. Το έκτισαν οι Φράγκοι πριν πολλά – πολλά χρόνια. Όταν ήμουν μικρή έμεναν κάποιοι πλούσιοι, που ήρθαν από την Πάφο. Παράξενοι άνθρωποι. Δε μιλούσαν με κανένα στη γειτονιά. Ο άντρας ήταν κάπως άγριος και η γυναίκα του στριμμένη. Δεν είχαν παιδιά και εκείνος μετά από χρόνια έφερε δεύτερη γυναίκα στο σπίτι αλλά ούτε με αυτή έκαμε παιδιά. Νομίζω τον αφέντη τον έλεγαν Σουλεϊμάν και η γυναίκα του Φατμά.
-Η μάνα του ήταν πιο καλή, αλλά ούτε αυτή έβγαινε πολύ έξω. Σαν να ήθελαν κάτι να κρύψουν. Είχαν μία υπηρέτρια, Εμινέ την έλεγαν, που ήταν συνομήλική μου. Την έστελναν κάποτε σε θελήματα και σταματούσε και παίζαμε. Ποτέ όμως δεν έλεγε τι γινόταν στο σπίτι. Φοβόταν.
-Η αννεσίνα (γιαγιά) μου, έλεγε ότι ο αφέντης του σπιτιού κάτι κακό είχε κάμει και ο Αλλάχ τον τιμωρούσε. Για αυτό δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Εγώ όμως είχα ακούσει από άλλα παιδιά στη γειτονιά ότι είχε κλέψει ένα παιδί και για αυτό έφυγε από την Πάφο. Πάντως, παιδί, εμείς ποτέ δεν είδαμε. Μπορεί να ήταν και ψέματα.
-Όλοι αυτοί, που λες λοιπόν, πέθαναν ένας, ένας και το σπίτι ερήμωσε. Η αννεσίνα μου όμως επέμενε ότι όλα αυτά ήταν τιμωρία από τον Αλλάχ. Ποιος ξέρει; Μπορεί να είχαν κάμει κάτι κακό, μπορεί και όχι. Γνωρίζει κανείς τι του γράφει το κισμέτ (τύχη) του;
Η γυναίκα μιλούσε γρήγορα και με τις απανωτές πληροφορίες που αράδιαζε, η Μαρία ζαλίστηκε. Συγκρότησε όπως μπορούσε τον εαυτό της και ευχαριστώντας την γυναίκα για το κέρασμα έφυγε.
Μέχρι να φτάσει στο σπίτι της τα πόδια της έτρεμαν. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα και η κυρία Βασιλεία έτρεξε να της φέρει νερό και να της κάνει τσάι. Η Μαρία προσπαθούσε να συνέλθει αλλά ήταν πολύ δύσκολο.
Περίμενε τόσα χρόνια να μάθει κάποια πληροφορία για το παρελθόν της και τώρα που άρχισε να έχει μια αχνή εικόνα δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Πέρασαν πολλές ώρες ώσπου να καταφέρει να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη και να πείσει την κυρία Βασιλεία ότι ήταν καλά και μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της.
Όταν έμεινε μόνη της διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε μάθει και πολλές πληροφορίες. Εκτός από αυτά που γνώριζε, τα νεότερα ήταν ότι η οικογένεια καταγόταν από την Πάφο και ότι υπήρχε η πιθανότητα να την είχαν κλέψει. Αυτές οι πληροφορίες, μπορεί να έβαζαν σε μία σειρά τα γεγονότα, όμως δεν της έδιναν κάποια κατεύθυνση για να ακολουθήσει. Ήταν αόριστες πληροφορίες, που δεν οδηγούσαν πουθενά. Μία σημαντική ίσως πληροφορία ήταν η υπηρέτρια με το όνομα Εμινέ. Αν αυτή ζούσε ακόμα, πιθανόν να ήξερε κάτι. Κάπου βαθιά στη μνήμη της υπήρχε μία αχνή εικόνα ενός κοριτσιού, μα δε θυμόταν πολλά πράγματα.
Αποφάσισε την επομένη να ξαναεπισκεφτεί την κυρία για να την ευχαριστήσει, παράλληλα να την ενημερώσει για το βιβλίο που έγραφε και να ζητήσει να μάθει αν ζούσε η Εμινέ και πού μπορούσε να τη βρει.
Μέχρι την άλλη μέρα το πρωί η Μαρία είχε βρει τη συνηθισμένη αυτοκυριαρχία της. Ετοιμάστηκε και ξεκίνησε. Πήρε μαζί της και ένα μικρό δωράκι, από εκείνα που είχε φέρει από το Λονδίνο και κτύπησε την πόρτα της κυρίας που είχε γνωρίσει την προηγούμενη μέρα. Η κυρία, φιλόξενη, σαν όλες τις Λευκωσιάτισσες, Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες, τη δέχτηκε πρόσχαρα και την κάλεσε μέσα.
Έδωσε το δωράκι στην κυρία Αϊντάν, όπως έμαθε πως την έλεγαν, και δικαιολογήθηκε για τη χθεσινή της συμπεριφορά λέγοντας ότι πονούσε το στομάχι της. Ύστερα την ενημέρωσε για το βιβλίο που θα γράψει για τη Λευκωσία και τους κατοίκους της και πόσο πολύ θα ήθελε να συμπεριλάβει αυτό το αρχαίο αρχοντικό στην ιστορία της.
Η Αϊντάν, εντυπωσιάστηκε και κολακεύτηκε που η Αγγλίδα κυρία ζητούσε τη βοήθειά της για να γράψει ένα βιβλίο. Δεν είχε ιδέα όμως πού βρισκόταν η Εμινέ, δεν ήξερε καν αν ζούσε. Πιθανόν, να είχε γυρίσει στην Πάφο, αφού μάλλον καταγόταν από εκεί. Θα ρωτούσε όμως και όταν θα ξαναπερνούσε η κυρία θα την ενημέρωνε τι είχε μάθει.
Η κυρία Αϊντάν δε σταματούσε να μιλά και η Μαρία δυσκολεύτηκε να καταφέρει να φύγει. Όμως τέτοιοι άνθρωποι, σκέφτηκε, είναι χρήσιμοι για την έρευνά της. Τους ρωτάς λίγα και σου λένε πολλά, δεν ξέρεις όμως πόσο αξιόπιστοι είναι.
Φεύγοντας υποσχέθηκε στην κυρία Αϊντάν ότι θα επιστρέψει. Συνέχισε να περπατά μέσα στους δρόμους της Λευκωσίας και σταμάτησε μπροστά στην εκκλησία της Χρυσαλινιώτισσας. Σε κάθε γειτονιά της Λευκωσίας υπήρχε και ένας ναός. Όλοι ήταν πολύ όμορφοι αλλά η Μαρία εύρισκε την εκκλησία της Χρυσαλινιώτισσας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Είχε ένα παράξενο Γ σχήμα, από τις διάφορες προσθήκες που της είχαν γίνει, αλλά η πρόσοψή της ήταν στολισμένη με αψίδες που της έδιναν μία αυτοκρατορική εμφάνιση, έστω και αν σαν εκκλησία, ήταν πολύ μικρή. Απέξω καθόταν ο ιερέας και η Μαρία τον ρώτησε πότε κτίστηκε αυτή η όμορφη εκκλησία.
-Είναι η πιο αρχαία εκκλησία της Χώρας, της απάντησε. Την έκτισε η Ελένη η Παλαιολογίνα τον 15ο αιώνα για να έχουν ένα μέρος να εκκλησιάζονται οι Ορθόδοξοι. Τότε την Κύπρο την είχαν οι Φράγκοι και όλες οι εκκλησίες που είχαμε μέσα στην πόλη, ήταν φράγκικες. Η Ελένη Παλαιολογίνα ήταν σύζυγος του Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη του Β’ και έκαμε πολλά καλά για μας τους ορθόδοξους. Καταγόταν από τον οίκο των Παλαιολόγων και ήταν σπουδαία γυναίκα.
-Μα εσύ δεν είσαι Εγγλέζα; τη ρώτησε.
-Ναι, είμαι Εγγλέζα του απάντησε, αλλά μεγάλωσα στην Κύπρο και μιλώ ελληνικά. Μπορώ να μπω μέσα;
-Βεβαίως κόρη μου. Μπες να προσευχηθείς, αν θέλεις.
Η Μαρία μπήκε στην εκκλησία και παρά το γεγονός ότι δεν ήταν θρησκευόμενη, δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι η ατμόσφαιρά της ήταν πολύ κατανυκτική. Μερικά κεριά ήταν αναμμένα στο μανουάλι και έδιναν ένα θαμπό φωτισμό στο εσωτερικό της. Δεν υπήρχαν τοιχογραφίες στους τοίχους, όμως οι εικόνες, με τη βυζαντινή τους αυστηρότητα, έμοιαζαν να στέκουν φρουροί και συμπαραστάτες, για κάθε πιστό που ήθελε να τους αποθέσει τον πόνο και τις ελπίδες του. Πρόσεξε, ανάμεσα στις βυζαντινές εικόνες και μερικές με δυτικότροπη τεχνοτροπία και θυμήθηκε τα λόγια του ιερέα για τους Φράγκους Βασιλείς της Κύπρου.
Χωρίς να το σκεφτεί, μια προσευχή, βγήκε από τα χείλη της:
-Βοηθήστε με, σας παρακαλώ, να δω πώς θα συνεχίσω αυτή την αναζήτηση!
Ξαφνιάστηκε και η ίδια με τα λόγια της και βγήκε από την εκκλησία. Χαιρέτησε τον ιερέα και τράβηξε για το σπίτι της, πιο ανάλαφρη από πριν.
Εκεί, την περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη. Δύο επιστολές, μία από την κόρη της και μία από τον Σουηδό αρχαιολόγο Kristian Hubertus.
Πέταξε από τη χαρά της και μόλις που άκουσε την κυρία Βασιλεία που παραπονιόταν ότι οι Εγγλέζοι λάμβαναν αμέσως την αλληλογραφία τους, αλλά οι ντόπιοι περνούσαν μήνες για να πάρουν ένα γράμμα.
Άνοιξε πρώτα το γράμμα από την κόρη της. Της έλεγε πως ήταν έγκυος και σε τρεις μήνες θα γεννούσε. Μόλις το μωρό θα μπορούσε να ταξιδέψει θα έρχονταν στην Κύπρο να τη δουν. Αυτό δεν ήταν απλή χαρά. Ήταν αγαλλίαση! Ένοιωσε τόσο ευτυχισμένη όσο ποτέ.
Το δεύτερο γράμμα το κράτησε για λίγο στα χέρια της. Τι να της έλεγε άραγε αυτός, ο τόσο ιδιαίτερος, φίλος της;
Περίμενε να μείνει μόνη της για να το ανοίξει. Της έγγραφε για τις έρευνες που είχε κάμει σε αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου και ότι σε ένα μήνα θα έφευγε για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είχε ενημερώσει σχετικά τον βασιλιά της χώρας του με μια έκθεση που παράδωσε μέσω του κονσουλάτου της Σουηδίας. Πριν φύγει θα περνούσε από τη Λευκωσία για να τη δει. Της ζητούσε να του εισηγηθεί κάποιο καλό ξενοδοχείο για να μείνει.
Ένα διαφορετικό συναίσθημα χαράς τη γέμισε. Κάθισε αμέσως να του γράψει.
Αγαπητέ Kristian
Είναι με μεγάλη χαρά που έχω λάβει το γράμμα σου και με μεγαλύτερη χαρά έχω ενημερωθεί για την επικείμενη επίσκεψή σου στη Λευκωσία. Ανυπομονώ να ακούσω για τα αποτελέσματα των ερευνών σου!
Στη Λευκωσία υπάρχουν μερικά ξενοδοχεία που θα μπορούσες να μείνεις. Προσωπικά θα σου εισηγούμουν το ξενοδοχείο Κλεοπάτρα που βρίσκεται στον Μακρύδρομο. Σε αυτό υπάρχουν και κοινωνικές δραστηριότητες. Διοργανώνονται χορευτικά απογευματινά «τέϊα» και θα είναι ευκαιρία να γνωρίσεις πώς ψυχαγωγούνται οι Λευκωσιάτες, «Χωραΐτες» κατά τους ντόπιους.
Θα περιμένων λοιπόν την επίσκεψή σου για να μάθω τα νέα σου.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Λαίδη Mary William Moore
Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έφερε στη μνήμη της τα ανάμεικτα συναισθήματα που της είχε επιφυλάξει, η αλλοπρόσαλλη μέρα της, που είχε αρχίσει με απογοητεύσεις και τελείωσε με χαρά, χαμογέλασε. Η ζωή είναι ένα παράξενο ταξίδι, σκέφτηκε. Ποτέ δεν ξέρεις τι βρίσκεται πίσω από τη στροφή. Απλά χρειάζεται να κάνεις υπομονή και να περιμένεις το μυστήριο να αποκαλύψει τον εαυτό του…
Βιβλιογραφία:
Αγνής Μιχαηλίδη: Χώρα, η παλιά Λευκωσία
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
(Κεφάλαιο 9)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία 1888 – 1895
Ο Αντώνιος, πέραν από τη διδασκαλία στο σχολείο, άρχισε να λαμβάνει μέρος και στην πνευματική ζωή που εμφανιζόταν δειλά – δειλά στην πόλη της Λευκωσίας.
Μετά την έλευση των Βρετανών άρχισαν να εκδίδονται και οι πρώτες εφημερίδες, οδηγώντας έτσι και στη δημιουργία του πρώτου τυπογραφείου στη Λευκωσία. Αυτό ιδρύθηκε από τον Περικλή Μιχαηλίδη το 1880. Συγκεκριμένα ο κ. Μιχαηλίδης μετέφερε το τυπογραφείο που είχε στη Λάρνακα, στη Λευκωσία.
Μια από τις πρώτες εφημερίδες που εκδόθηκε το 1882, ήταν η «Φωνή της Κύπρου». Ο Αντώνιος Φιλίππου αρθρογραφούσε συχνά και προσπαθούσε να ενημερώσει τους συμπατριώτες του για διάφορα θέματα και κυρίως για τα διεθνή ρεύματα και τη θέση της Κύπρου στη σκακιέρα της περιοχής.
Οι αναγνώστες, που για αιώνες δεν μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε ενημέρωση και ζούσαν μακριά από τις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις της Ευρώπης, ρουφούσαν κάθε λέξη και προσπαθούσαν να μάθουν. Οι ελάχιστοι μορφωμένοι ανάλαβαν το ρόλο του πνευματικού μέντορα για τους κατοίκους της Λευκωσίας.
Το 1891 ιδρύθηκε το αναγνωστήριο «Η Αγάπη του Λαού», που διαδέχθηκε το αναγνωστήριο «Η Αγάπη» που είχε ιδρυθεί το 1888 στην ενορία του Αγίου Αντωνίου. Παράλληλα την ίδια εποχή ιδρύθηκε και «Ο Κυπριακός Σύλλογος». Εδώ οι μορφωμένοι κάτοικοι της Λευκωσίας έδιναν διαλέξεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως «Τα αποτελέσματα του εν Ασία αποικισμού του Ελλήνων», «Περί Αγωγής», «Περί Εμπορικού Δικαίου», «Περί Υγιεινής» και πολλά άλλα. Το κοινό παρακολουθούσε με θαυμασμό και κάθε τι που άκουγαν είχε τη βαρύτητα και το ενδιαφέρον του.
Ο Αντώνιος Φιλίππου ήταν ένα ενεργό μέλος αυτών των συλλόγων και έκανε συχνά ομιλίες προσπαθώντας να ενημερώσει τους συμπολίτες του. Έβλεπε ότι ενθουσιάζονταν περισσότερο με εθνικά θέματα και αρέσκονταν σε εθνικούς παιάνες. Ήθελαν να βλέπουν την Κύπρο να ενώνεται σύντομα με την Ελλάδα. Ο ίδιος, που γνώριζε τα γεγονότα και τις δυνάμεις που κινούσαν τα νήματα, προσπαθούσε να τους προσγειώσει και να τους κάνει να καταλάβουν πως η Βρετανία με τα συμφέροντα που είχε στην περιοχή δεν επρόκειτο να συναινέσει και να δώσει αυτοδιάθεση στους Κύπριους.
Συχνά γινόταν λόγος για τον φιλελληνισμό, του πολλές φορές πρωθυπουργού της Βρετανίας William Ewart Gladstone, ιδιαίτερα μετά την υποστήριξή του για παραχώρηση των Ιονίων Νησιών στην Ελλάδα το 1862 και την απόφασή του για διδασκαλία των ελληνικών στα σχολεία στην Κύπρο, αντίθετα με τις άλλες αποικίες που διδάσκονταν αγγλικά. Ο Αντώνιος προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι ακόμα και αυτός ο φιλέλληνας δεν επρόκειτο να πάει ενάντια στα συμφέροντα της χώρας του και να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Η παραχώρηση των Ιονίων νήσων έγινε στην πραγματικότητα, γιατί η Βρετανία δεν είχε πλέον συμφέροντα στην περιοχή, αντίθετα με την Κύπρο που τα συμφέροντά της εξακολουθούσαν να υφίστανται.
Έβλεπε ο Αντώνιος ότι παρόλο που οι Βρετανοί είχαν κάμει πολλά έργα στις πόλεις σε σύγκριση με τους Οθωμανούς και ο τόπος είχε αρχίσει να έχει τα στοιχειώδη για μια χώρα, εν τούτοις στην ύπαιθρο η κατάσταση εξακολουθούσες να είναι άθλια. Δεν υπήρχαν δρόμοι, δεν υπήρχε γενικά καμιά υποδομή και οι αγρότες ακόμα πλήρωναν τη δεκάτη (το ένα δέκατο της παραγωγής τους στο Κράτος). Η τοκογλυφία εξαπλωνόταν και ένα ελάχιστο ποσοστό των Κυπρίων αγροτών δεν ήταν χρεωμένο στους τοκογλύφους. Η εγγύηση που έβαζαν για να πάρουν το δάνειο, ήταν τα ίδια τα χωράφια τους και έτσι όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν έχαναν τις περιουσίες τους. Ίδιες τραγικές ήταν οι συνθήκες για τους εργάτες, που δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου και πληρώνονταν ελάχιστα.
Η προτροπή του Αντώνιου ήταν να απαιτήσουν περισσότερη δικαιοσύνη και έργα για τον τόπο από τους Βρετανούς και να μην τους προκαλούν, προς το παρόν, ζητώντας να γίνει η ένωση με την Ελλάδα. Ούτως ή άλλως η ιστορική περίοδος των αποικιών, πλησίαζε προς το τέλος της και με τον ένα ή άλλο τρόπο, οι Βρετανοί θα έφευγαν από την Κύπρο. Το σενάριο όμως αυτό δεν ήταν δημοφιλές, ανάμεσα στους συμπολίτες του. Παρόλα αυτά το Αντώνιος εξακολουθούσε να λέει την άποψή του, επειδή πίστευε ότι αυτό ήταν το καλύτερο για τον τόπο του, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν.
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις δραστηριότητές του ο Αντώνιος δεν ξεχνούσε τη Μαρία και την υπόσχεση που της είχε δώσει. Ήξερε πως δεν ήταν εύκολο να πλησιάσει τη μάνα Αϊσέ, ιδιαίτερα επειδή ένας άντρας, δε συνηθιζόταν να επισκέπτεται μία μουσουλμάνα, κατ’ ιδίαν.
Είχε παρατηρήσει ότι ο αφέντης Σουλεϊμάν είχε φέρει και δεύτερη σύζυγο στο σπίτι, αλλά δε φαινόταν να είχαν αποκτήσει παιδιά. Ήξερε ότι οι δυο γυναίκες συχνά τσακώνονταν, περισσότερο εξ αιτίας της Φατμά, γιατί άκουγε τις φωνές τους. Η μάνα Αϊσέ, καθόταν σχεδόν καθημερινά στον κήπο και ο Αντώνιος την έβλεπε από την τρύπα της περίφραξης, που ουδέποτε τη διόρθωσαν. Είχε γεράσει και φαινόταν καταβεβλημένη.
Μια μέρα, γύρω στα 1895 είδε τυχαία την Evelyn McCain σε μια εκδήλωση στο σχολείο, στην οποία είχε προσκληθεί ο στρατιωτικός διοικητής Λευκωσίας με τη σύζυγό του. Μετά από τόσα χρόνια, όταν τον αντίκρισε η κυρία McCain, ταράχτηκε. Ήξερε πως θα τη ρωτούσε για τη Μαρία και πήρε το πιο αυτοκρατορικό της ύφος για να του απαντήσει.
-Η Μαίρη είναι πολύ καλά, του είπε. Τελείωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ετοιμάζεται να παντρευτεί ένα λόρδο. Είναι πολύ ευτυχισμένη και η ζωή της είναι παραμυθένια. Ούτε που θυμάται την Κύπρο. Σύντομα θα φύγουμε με τον σύζυγό μου για το Λονδίνο για να παραβρεθούμε στους γάμους τους.
Με την προσπάθεια που κατέβαλε η κυρία McCain για να ωραιοποιήσει την κατάσταση, ο Αντώνιος αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε και τόσο καλά. Για να πάρει περισσότερες πληροφορίες, τη ρώτησε ξανά.
-Θα ζήσουν στο Λονδίνο ή σε καμιά άλλη πόλη της Αγγλίας;
Εδώ κατάλαβε ότι ήταν το αγκάθι που τρυπούσε την καρδιά της κυρίας McCain.
-Ξέρεις, απάντησε, ο σύζυγός της είναι στρατιωτικός και μάλλον θα ζήσουν στις αποικίες. Πιθανότατα στις Ινδίες.
-Θα μπορούσα να σας δώσω ένα δώρο να της πάρετε από μένα, για τον γάμο της;
-Μα αγαπητέ μου Αντώνιε, τι δώρο θα μπορούσατε να στείλετε από εδώ σε μια Λαίδη; Δε χρειάζεται τίποτα. Θα της πω ότι σας είδα και ότι στέλνετε τις ευχές σας.
Και απομακρύνθηκε πριν προλάβει ο Αντώνιος να ρωτήσει ή να προτείνει οτιδήποτε άλλο.
Μετά από αυτή τη συνάντηση και τον τρόπο που τον αντιμετώπισε η κυρία McCain – ο ίδιος δεν πίστεψε τίποτα σχετικά με την ισχυριζόμενη αδιαφορία της Μαρίας – αποφάσισε ότι έπρεπε να εντείνει τις προσπάθειές του για να μάθει για το παρελθόν της.
Την άλλη μέρα, μάζεψε μερικά σύκα και τα έδωσε στην υπηρέτρια του διπλανού σπιτιού για να τα δώσει στη μάνα Αϊσέ. Η υπηρέτρια ξαφνιάστηκε από αυτή τη χειρονομία, μια που σχεδόν κανένας δεν τους μιλούσε στη γειτονιά και πόσο μάλλον ένας χριστιανός.
Η μάνα Αϊσέ ανταποκρίθηκε θετικά και του έστειλε με τη σειρά της μερικά ανατολίτικα γλυκά. Αυτή η ανταλλαγή δώρων μεταξύ τους επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Στο τέλος ο Αντώνιος ζήτησε από την υπηρέτρια να διαβιβάσει στην κυρία της την παράκλησή του να την επισκεφθεί όποτε εκείνη θα το έκρινε πρέπον. Η υπηρέτρια τον έβλεπε με το στόμα ανοιχτό, που τόλμησε να ξεστομίσει κάτι τέτοιο.
Η απάντηση δεν ήρθε άμεσα και ο Αντώνιος είχε αρχίσει να ανησυχεί. Περίμενε υπομονετικά δέκα μέρες και ένα απόγευμα είδε την υπηρέτρια να έρχεται και να κτυπά την πόρτα του.
-Η μάνα Αϊσέ μπορεί να σας δει τώρα, του είπε. Θα έρθετε;
-Αμέσως, της απάντησε ο Αντώνιος.
Ο Αντώνιος για πρώτη φορά θα έμπαινε στο τούρκικο σπίτι. Ήταν φανερό ότι ο αφέντης Σουλεϊμάν και οι γυναίκες του έλειπαν. Για αυτό τον είχε φωνάξει σήμερα η μάνα Αϊσέ.
-Ξέρει τι κάνει, σκέφτηκε.
Παρά τη μεγάλη ηλικία της η μάνα Αϊσέ καθόταν ευθυτενής στον ανατολίτικο καναπέ του σαλονιού και με το ένα χέρι κρατούσε το μπαστούνι που τη βοηθούσε να περπατά.
-Είναι σαν βασίλισσα, σκέφτηκε ο Αντώνιος, αντίθετα με τις νύφες της.
Ο Αντώνιος υποκλίθηκε μπροστά της ως ένδειξη σεβασμού. Η μάνα Αϊσέ του έγνεψε να καθίσει και τον ρώτησε ευθέως στα τούρκικα.
-Θέλετε να μιλούμε στα ελληνικά ή στα τούρκικα;
-Δεν ήξερα ότι μιλάτε ελληνικά, απάντησε ο Αντώνιος. Μπορούμε να μιλήσουμε σε όποια γλώσσα επιθυμείτε. Μιλώ άπταιστα τούρκικα, αν αυτό σας διευκολύνει.
-Μεγάλωσα στην Πάφο, του είπε και εκεί όλοι μιλούν ελληνικά.
Κτύπησε αμέσως τα χέρια της και εμφανίστηκε η υπηρέτρια.
-Εμινέ, της είπε να ετοιμάσεις καφέδες και γλυκά. Και γρήγορα.
Η Εμινέ, δεν άργησε να επιστρέψει με τα κεραστικά. Τα απόθεσε στο χαμηλό ανατολίτικο τραπέζι και έφυγε.
-Καλύτερα να μιλήσουμε στα ελληνικά, του είπε η μάνα Αϊσέ. Έτσι δε θα καταλαβαίνει η Εμινέ που σίγουρα κρυφακούει πίσω από την πόρτα.
Ο Αντώνιος ξαφνιάστηκε με την άνεση της στην ελληνική γλώσσα. Δεν έκανε λάθη, όπως οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι.
-Σε προσκάλεσα να έρθεις σήμερα γιατί λείπουν ο γιος μου και οι νύφες μου. Εκτός που είναι τρομερά ασυνήθιστο ένας χριστιανός να επισκέπτεται μία μουσουλμάνα γυναίκα, έστω και αν είναι γριά σαν εμένα, είμαι βέβαιη ότι αυτά που θέλεις να με ρωτήσεις θα είναι εμπιστευτικά. Και για να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση, είμαι βέβαιη ότι θέλεις να μάθεις για τη Μαρία.
Ο Αντώνιος την κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. Αυτή η γυναίκα δε μασούσε τα λόγια της!
-Πραγματικά με έχετε ξαφνιάσει με την ευθύτητα και την διορατικότητά σας, της είπε. Πώς ξέρατε ότι θα σας ρωτούσα για την Μαρία;
-Μα κύριε Αντώνιε, του είπε, πιστέψατε ποτέ ότι δεν είχα καταλάβει τι έγινε με το κορίτσι; – Προτιμώ να μην αναφέρουμε ονόματα γιατί η υπηρέτρια θα καταλάβει. – Το κορίτσι κοιμόταν στο δωμάτιό μου και πολλές φορές παραμιλούσε στον ύπνο της και τα λόγια της ήταν στα ελληνικά. Το παιδί αυτό δεν ήξερε ελληνικά. Κάποιος θα έπρεπε να της τα μάθαινε. Και τότε πρόσεξα την τρύπα στον τοίχο. Ήξερα ότι δίπλα μένει ένας δάσκαλος. Δεν δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι κάνει νιάου – νιάου στα κεραμίδια! Ύστερα η εξαφάνισή της δεν έγινε χωρίς να πάρει είδηση κανένας, όπως πίστεψε ο γιος μου. Ήξερα ότι την πήρε η Εγγλέζα που δήθεν ήρθε να δει το σπίτι.
-Και γιατί δεν μιλήσατε; την ρώτησε ξαφνιασμένος ο Αντώνιος.
-Γιατί αυτό ήταν που έπρεπε να γίνει, του απάντησε. Αυτό ήταν το σωστό. Πες μου όμως, πώς είναι το κορίτσι; Είναι καλά;
-Είναι πολύ καλά της απάντησε ο Αντώνιος. Αυτή τη στιγμή που μιλούμε, πιθανόν να παντρεύεται ένα Λόρδο στο Λονδίνο. Πριν λίγες μέρες είδα την Εγγλέζα μητέρα της που με ενημέρωσε σχετικά. Είναι και πολύ πλούσια και αριστοκράτισσα.
-Ις Αλλάχ, επικαλέστηκε τον Θεό η μάνα Αϊσέ με ανακούφιση. Αυτό της άξιζε.
Ο Αντώνιος τα είχε κάπως χαμένα με την τροπή της συζήτησης. Είχε έρθει ο ίδιος να υποβάλει ερωτήσεις και βρέθηκε να απαντά ερωτήσεις. Δεν ήξερε μάλιστα σε πιο βαθμό θα έπρεπε να ενημερώσει τη μάνα Αϊσέ για τη Μαρία. Σκέφτηκε όμως, ότι εκεί που ήταν η Μαρία δεν κινδύνευε από κανένα.
Εκείνη τη στιγμή άκουσαν ένα θόρυβο και κατάλαβαν ότι η Εμινέ απομακρυνόταν από την πόρτα που κρυφάκουγε, μια και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν.
Η μάνα Αϊσέ χαμογέλασε.
-Τι σου είπα, συνέχισε. Όμως μπορεί να ξαναέρθει. Ας είμαστε προσεχτικοί. Δυστυχώς, δεν έχουμε πολλή ώρα στη διάθεσή μας γιατί ο γιος μου θα επιστρέψει. Δε νομίζω ότι θα προλάβουμε να πούμε όλα, όσα χρειάζεται να πούμε σήμερα. Θα χρειαστεί να ξανασυναντηθούμε. Σήμερα όμως θα ήθελα να μου μιλήσεις εσύ για το κορίτσι και να μου πεις τι έγινε όταν έφυγε από το σπίτι μας.
Ο Αντώνιος άρχισε να της διηγείται πώς οι McCain υιοθέτησαν τη Μαρία, πώς τη μεγάλωσαν σαν κόρη τους, πόσο πολύ μορφώθηκε, πώς πήγε στο Λονδίνο και συνέχισε τις σπουδές της και τώρα παντρευόταν ένα Λόρδο. Χρειάστηκε να εξηγήσει τι σημαίνει Λόρδος γιατί πρώτη φορά το άκουγε η μάνα Αϊσέ.
Όση ώρα μιλούσε ο Αντώνιος τα μάτια της μάνας Αϊσέ έτρεχαν ασταμάτητα και συνεχώς ψιθύριζε:
-Ις Αλλάχ (ο Θεός είναι μεγάλος)
Τελειώνοντας την αφήγησή του ο Αντώνιος, συμπλήρωσε:
-Και τώρα, μάνα Αϊσέ, θα ήθελα να μου απαντήσετε και εσείς μερικές ερωτήσεις. Είχα υποσχεθεί στο κορίτσι, όταν έφευγε από την Κύπρο, ότι θα μάθω την ιστορία της ζωής της και θα βρω τρόπο να την ενημερώσω σχετικά. Γιατί την έλεγαν με αυτό το χριστιανικό όνομα και γιατί φορούσε σταυρό. Όλα δείχνουν πως ήταν χριστιανή. Πώς βρέθηκε στο σπίτι σας; Οι ερωτήσεις είναι πάρα πολλές.
-Είμαι γριά και έχω κουραστεί, του απάντησε. Ο γιος μου θα έρθει σε λίγο και δεν πρέπει να σε βρει εδώ. Θα συναντηθούμε άλλη φορά και θα απαντήσω τις ερωτήσεις σου. Τώρα πρέπει να φύγεις.
Μετά αυτή τη δήλωση η μάνα Αϊσέ σηκώθηκε και φώναξε την Εμινέ για να τη βοηθήσει να επιστρέψει στο δωμάτιό της.
Ο Αντώνιος έφυγε πολύ απογοητευμένος. Όχι μόνο δεν έμαθε τίποτε, έδωσε και όλες τις πληροφορίες που ήξερε για τη Μαρία.
-Η γριά είναι παμπόνηρη, σκέφτηκε. Με γέλασε. Πήρε όλες τις πληροφορίες που ήθελε, χωρίς να δώσει καμιά. Άντε τώρα να βρεις τρόπο να την ξανασυναντήσεις. Είναι και ηλικιωμένη, κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσει ακόμα. Ήταν φανερό πως κάτι ήθελε να κρύψει. Ίσως, να μην ήταν έτοιμη ακόμα να αποκαλύψει το μυστικό. Θα το αποκάλυπτε πριν φύγει από αυτή τη ζωή, άραγε;
Εκείνο το βράδυ ο Αντώνιος δεν κοιμήθηκε. Ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του που δε διαπραγματεύτηκε τις πληροφορίες που έδωσε με εκείνες που ήθελε να πάρει. Από την άλλη όμως η μάνα Αϊσέ φαινόταν να αγαπά τη Μαρία και να χαίρεται για τη ζωή που κέρδισε, φεύγοντας από το σπίτι τους.
Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε πριν βγει ο ήλιος και κάθισε στην αυλή του. Κοίταζε τον σκοτεινό ουρανό, τα αστέρια που τρεμόπαιζαν και προσπαθούσε να δει το μήνυμα που κεντούσαν στο στερέωμα. Σιγά – σιγά άρχισε να χαράζει το φως στον ορίζοντα της ανατολής. Τότε ένοιωσε την ελπίδα στην καρδιά του να ζωντανεύει.
-Τίποτε δεν τέλειωσε, σκέφτηκε. Η χαραυγή δεν ήρθε ακόμα. Όμως κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει από την απαρχή του κόσμου και θα ανατέλλει μέχρι το τέλος του. Θα μάθω την αλήθεια και θα την κληροδοτήσω στη Μαρία μου!
Βιβλιογραφία:
Αγνής Μιχαηλίδη: Χώρα, η παλιά Λευκωσία
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
(Κεφάλαιο 10)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία φθινόπωρο 1926
Όταν πέρασαν μερικές μέρες η Μαρία αποφάσισε να επισκεφθεί την κυρία Αϊντάν για να δει αν είχε κάποιες πληροφορίες για την Εμινέ. Η κυρία Αϊντάν την υποδέχθηκε πρόσχαρα και την κέρασε τον καθιερωμένο καφέ. Της είπε ότι ρώτησε για την Εμινέ, αλλά κανείς στη γειτονιά δε φαίνεται να ήξερε οτιδήποτε για την τύχη της. Εξαφανίστηκε και αυτή μόλις πέθανε και ο τελευταίος κάτοικος του σπιτιού. Πιθανόν, να πήγε στην Πάφο, αλλά κανείς δε γνώριζε στα σίγουρα.
Η Μαρία έφυγε απογοητευμένη και άρχισε να περπατά στους δρόμους της Λευκωσίας, χωρίς να έχει κανένα προορισμό. Θυμήθηκε τον δάσκαλο και ένοιωσε ενοχές που δεν έψαξε καθόλου για αυτόν ακόμα. Όπως περπατούσε έτσι άσκοπα, τα βήματά της την οδήγησαν έξω από τα τείχη και ήρθε στο νου της μια πληροφορία που είχε μάθει πρόσφατα. Προς τα νότια της Λευκωσίας ήταν το κοιμητήριο του Αγίου Σπυρίδωνα. Εκεί θάβονταν από τον περασμένο αιώνα οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της Λευκωσίας. Θα πήγαινε να ψάξει ανάμεσα στους τάφους, μήπως και ανακάλυπτε τον τάφο του δασκάλου της.
Προχώρησε για κανένα τέταρτο της ώρας και είδε το νεκροταφείο μαζί με τη μικρή εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα να προβάλλουν. Κυπαρίσσια είχαν φυτευτεί και σκίαζαν τους τάφους, δίνοντας την εντύπωση μίας όασης. Μπήκε στην εκκλησία και ο ιερέας καθόταν εκεί, σάμπως και την περίμενε.
-Πάτερ μου, του είπε, ονομάζομαι Λαίδη Mary William Moore. Έχω ζήσει τα παιδικά μου χρόνια στην Κύπρο και είχα ένα δάσκαλο, Ελληνοκύπριο, που τον έλεγαν Αντώνιο Φιλίππου. Πιστεύω ότι έχει πεθάνει και θα ήθελα πολύ να βρω τον τάφο του.
-Ξέρεις κόρη μου πότε πέθανε ο δάσκαλός σου;
-Όχι, Πάτερ μου, έλειπα από την Κύπρο πολλά χρόνια και ήρθα πρόσφατα. Ο δάσκαλος αυτός ήταν για μένα πολύ σημαντικός και θα ήθελα να τιμήσω τη μνήμη του. Από ότι ξέρω δεν είχε οικογένεια και πιθανόν ο τάφος του να είναι απεριποίητος, δεν ξέρω καν αν έχει σταυρό με το όνομά του. Από τα γεγονότα που έχω υπόψη μου, αν και πολύ ασαφή, θεωρώ ότι θα πέθανε πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιη.
-Έλα να ψάξουμε στο βιβλίο της εκκλησίας, της είπε.
Κοίταξε μερικά πιο παλιά βιβλία και της επιβεβαίωσε ότι ένας δάσκαλος, επονομαζόμενος Αντώνιος Φιλίππου είχε πεθάνει το 1910 και είχε ταφεί σε αυτό το κοιμητήριο.
-Έλα μαζί μου να κοιτάξουμε τους τάφους, της είπε. Σύμφωνα με την ημερομηνία που πέθανε, μπορώ να υπολογίσω πού έχει ταφεί.
Καθώς περπατούσαν ανάμεσα στους τάφους και διάβαζαν το ονόματα στους σταυρούς, ο ιερέας άρχισε να της λέει την ιστορία του κοιμητηρίου.
-Τον καιρό της τουρκοκρατίας κόρη μου, ήταν μεγάλο πρόβλημα να θάψεις τους νεκρούς σου. Ο τουρκικός νόμος απαγόρευε στους χριστιανούς να έχουν κοιμητήρια στην πόλη ή έξω από τα τείχη. Έτσι όποτε οι άνθρωποι είχαν ένα νεκρό τον κουβαλούσαν περπατητοί, μέσα στο φέρετρο, μέχρι το κοιμητήριο της Παλλουριώτισσας ή μέχρι τον Στρόβολο, μεγάλες αποστάσεις δηλαδή. Η ταλαιπωρία, ιδιαίτερα τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού και μέσα στο κρύο του χειμώνα, ήταν αφάνταστη! Μετά που ήρθαν οι Εγγλέζοι, έκαμαν οι χριστιανοί έρανο, μπόρεσαν να αγοράσουν αυτό το χωράφι και να κάμουν το πρώτο νεκροταφείο της Λευκωσίας.
Ξαφνικά η Μαρία σταμάτησε. Είδε ένα ξύλινο σταυρό, στραβά τοποθετημένο, που έγραφε πάνω: Αντώνιος Φιλίππου, Διδάσκαλος, Θανών 22 Ιουνίου 1910.
Πριν το σκεφτεί και μπορέσει να συγκρατήσει τον εαυτό της, γονάτισε μπροστά στο τάφο και άρχισε να κλαίει. Ο ιερέας τα έχασε. Δεν περίμενε τέτοιους συναισθηματισμούς από μια Αγγλίδα Λαίδη!
-Ξέρετε, του είπε για να δικαιολογηθεί, ήταν πολύ σημαντικός άνθρωπος για μένα. Με δίδαξε σχεδόν τα πάντα και μου έδωσε τις βάσεις για να συνεχίσω τις σπουδές μου και στο Λονδίνο. Πέστε μου τι χρειάζεται να κάμω για να τοποθετηθεί εδώ ένας τάφος από μάρμαρο, όπως του αξίζει.
-Άστο σε μένα και μην ανησυχείς, της είπε. Παράγγειλέ μου ότι θέλεις και θα το φροντίσω εγώ.
-Θα ήθελα ένα μαρμάρινο τάφο με σταυρό, απλό, όχι εξεζητημένο. Πάνω στο σταυρό θα ήθελα να γράφει, εκτός από όσα αναφέρονται ήδη στον ξύλινο σταυρό και τα εξής: «Ο άνθρωπος που δίδαξε στα παιδιά της Κύπρου, τη γνώση και τη σοφία των προγόνων τους. Αιωνία ας είναι η μνήμη του».
Ο ιερέας σημείωσε τα λόγια που του είπε η Μαρία και τη διαβεβαίωσε ότι θα παραγγείλει όσα του ζήτησε στον καλύτερο μαρμαρά της Λευκωσίας. Η Μαρία υποσχέθηκε ότι θα περνούσε την επόμενη μέρα να φέρει μία προκαταβολή για να δοθεί στον μαρμαρά και λουλούδια για τον τάφο.
Φεύγοντας τα συναισθήματά της ήταν ανάμεικτα. Είχε χαρεί που βρήκε έστω και ένα στοιχείο για τον αγαπημένο της δάσκαλο, όμως η πικρία που την ακολουθούσε από τα δεκαεπτά της χρόνια που έχασε κάθε επαφή μαζί του, φούντωσε στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της να μη μέμφεται τη μητέρα της για αυτό. Μέσα της όμως ένοιωθε και ενοχές που η ίδια δεν είχε ποτέ το θάρρος να καταπατήσει τον ψεύτικο κόσμο που της είχε επιβληθεί και να τον αναζητήσει. Ήξερε ότι κατά βάθος, έχουμε όλοι ευθύνη για τις επιλογές μας. Δεν πρέπει να δικαιολογούμε τους εαυτούς μας κατηγορώντας τους άλλους.
Μέχρι να φθάσει στο σπίτι της είχε μεσημεριάσει. Η κυρία Βασιλεία την περίμενε με ένα παραδοσιακό φαγητό: κουπέπια (ντολμαδάκια) με κολοκάσι. Παρόλο που η Μαρία, τρελαινόταν για αυτό το φαγητό δεν είχε και πολλή όρεξη να φάει.
Όταν κτύπησε σε λίγο η πόρτα, η κυρία Βασιλεία της είπε ότι ένα παιδί είχε φέρει ένα σημείωμα. Μόλις το άνοιξε η Μαρία, χάρηκε ιδιαίτερα. Ήταν από τον Kristian Hubertus, που την ενημέρωνε ότι είχε φθάσει στη Λευκωσία και θα ερχόταν το απόγευμα να την επισκεφθεί.
Αμέσως, πριν φύγει το παιδί, ετοίμασε ένα δικό της σημείωμα και του έδωσε. Προσκαλούσε τον Kristian Hubertus να παρατείνει την απογευματινή του επίσκεψη μέχρι το βράδυ, για δείπνο.
Η άφιξη του Σουηδού φίλου της, αλάφρυνε κάπως την ψυχή της και σχημάτισε ένα χαμόγελο στα χείλη της. Παρακάλεσε την κυρία Βασιλεία να ετοιμάσει και πατάτες στο φούρνο παράλληλα με τα κουπέπια με το κολοκάσι, που είχαν μείνει σχεδόν άθικτα, πριν φύγει για το σπίτι της. Τη διαβεβαίωσε ότι θα μπορούσε να σερβίρει ή ίδια το φαγητό στον προσκεκλημένο της και δε χρειαζόταν να παραμείνει.
Το απόγευμα ετοιμάστηκε με επιμέλεια και φινέτσα για να υποδεχθεί τον Kristian Hubertus. Με την άφιξη του Σουηδού ήπιαν τον καφέ τους – είχε πλέον γίνει συνήθεια και στους δυο τους ο κυπριακός καφές – και μετά η Μαρία πρότεινε να περπατήσουν να δουν τη γύρω περιοχή.
Επισκέφθηκαν πρώτα την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, που ήταν δίπλα από το σπίτι της Μαρίας και στη συνέχεια του έδειξε το Αρχοντικό της οικογένειας Χατζηγιωργάκη, το οποίο βρισκόταν πενήντα μέτρα μακριά από το Ναό. Η εκκλησία και η οικία είχαν κτιστεί τον 18ο αιώνα και ο Χατζηγιωργάκης είχε αναλάβει με δική του χρηματοδότηση τη διακόσμηση του Ναού, τον οποίο κατά κάποιο τρόπο, είχε υπό την προστασία της η οικογένειά του. Ο Χατζηγιωργάκης Κορνέσιος είχε υπάρξει δραγομάνος της Κύπρου, επί της Οθωμανικής κυριαρχίας, δηλαδή διερμηνέας και υπεύθυνος για τη συλλογή των φόρων και παράδοσής τους στο Σουλτάνο. Οι δραστηριότητές του αυτές του δημιούργησαν πολλούς εχθρούς, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί στην Κωνσταντινούπολη από τον Σουλτάνο, το 1809.
Το κονάκι του Χατζηγιωργάκη ήταν ένα εντυπωσιακό κτίσμα του 18ου αιώνα, διώροφο, σε σχήμα Π. Στην είσοδό του έφερε οικόσημο, πιθανόν κάποιου παλαιότερου οίκου των Λουζινιανών και πάνω από την είσοδο είχε ένα εντυπωσιακό κιόσκι. Το εσωτερικό δεν μπόρεσαν να το δουν, γιατί το σπίτι κατοικείτο από τους απόγονους του Χατζηγιωργάκη, όμως από μια ματιά που έριξαν από το παράθυρο, φαινόταν πολύ πλούσιο.
Η περιήγηση της Μαρίας άρεσε πολύ στον Kristian, ο οποίος εύρισκε την πόλη της Λευκωσίας, παρά τη φτώχεια που επικρατούσε σε διάφορες γειτονιές, πολύ ενδιαφέρουσα. Η κοινωνία, όπως παρατήρησε, ιδιαίτερα οι Ελληνοκύπριοι είχε μια τάση εξευρωπαϊσμού και προόδου, όπως φαινόταν και από τις δραστηριότητες στο ξενοδοχείο που διέμενε.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι και η Μαρία σέρβιρε το δείπνο που ετοίμασε η κυρία Βασιλεία, ο Kristian Hubertus ενθουσιάστηκε. Εύρισκε και αυτός πολύ νόστιμη την κυπριακή κουζίνα. Την είχε συνηθίσει τον τελευταίο καιρό που έμενε στην Κύπρο και θα του έλειπε όταν θα έφευγε.
Όταν αργότερα κάθισαν στο σαλόνι για να πιούν το τσάι τους ο Kristian της μίλησε για την αποστολή του. Είχε επισκεφθεί πολλούς χώρους με πιθανές αρχαιότητες από τη Λάρνακα, μέχρι τη Λάπηθο και τον Καραβά, στην επαρχεία της Κερύνειας. Η αναφορά του στον πρίγκηπα της χώρας του ήταν θετική για πραγματοποίηση της Σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής στην Κύπρο, τον επόμενο χρόνο. Κατέγραφε επίσης τις εισηγήσεις του για τους χώρους από τους οποίους θα μπορούσαν να αρχίσουν τις έρευνές τους. Υπεύθυνος θα ήταν και πάλι ο Einar Gjerstad. Ο Kristian διευκρίνισε ότι ο πρίγκηπας Gustav Adolf, ήταν και ο ίδιος αρχαιολόγος. Για την αποστολή είχαν εξευρεθεί πολλοί δωρητές και το Σουηδικό Κράτος θα συνέβαλε επίσης οικονομικά, όπου υπήρχε ανάγκη.
Τελευταίο άφησε και το πιο ευχάριστο: Ο κύριος Πιερίδης του είχε δανείσει το αυτοκίνητό του και έτσι πρότεινε στη Μαρία την επομένη να επισκεφθούν την περιοχή της Κερύνειας. Η Μαρία ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από τη Λευκωσία και αυτή θα ήταν μία θαυμάσια ευκαιρία.
Συμφώνησαν λοιπόν να την πάρει το πρωί, γύρω στις 8.00 π.μ., και αφού περάσουν από το κοιμητήριο για να αφήσει χρήματα στον ιερέα και λουλούδια στο τάφο του δασκάλου της, να ξεκινήσουν για το ταξίδι τους. Φεύγοντας της κράτησε για λίγο το χέρι μετά τη θερμή χειραψία και της είπε:
-Χάρηκα πάρα πολύ που σε είδα, Μαίρη!
Η Μαρία του χαμογέλασε πλατιά και απάντησε στον ίδιο τόνο:
-Και εγώ χάρηκα που σε είδα Kristian! Καλό βράδυ και καλό ξημέρωμα να έχουμε και οι δυο, όπως λένε και εδώ στην Κύπρο.
Την άλλη μέρα, η Μαρία ετοιμάστηκε πρωί – πρωί, έκανε μπουκέτο τα μυρωδάτα τριαντάφυλλα που της έφερε η κυρία Βασιλεία και περίμενε τον Kristian. Μόλις έφτασε το αυτοκίνητο, μπήκε μέσα και ξεκίνησαν. Έκαναν μία σύντομη στάση στο κοιμητήριο του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου η Μαρία άφησε τα λουλούδια στο τάφο του δασκάλου της και τα χρήματα στον ιερέα και άρχισαν το ταξίδι τους.
Ήταν φθινόπωρο, αλλά τα φθινόπωρα στην Κύπρο είναι γλυκά και ήπια. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και όπως είχαν τα παράθυρα ανοιχτά ένα δροσερό αεράκι τους χάιδευε το πρόσωπο.
-Τι υπέροχος τόπος, είπε ο Kristian. Δεν έχω ξαναζήσει τέτοιο φθινόπωρο στη ζωή μου. Στην πατρίδα μου τώρα πιθανόν να έχει χιόνια και σίγουρα στη δική σου πατρίδα, Μαίρη, παγωνιές.
Η Μαρία ένοιωσε άβολα που ο Kristian αποκαλούσε την Αγγλία, πατρίδα της.
-Εγώ εδώ μεγάλωσα, του είπε. Αυτή, για μένα, είναι η πατρίδα μου!
-Ε, καλά δεν είναι ανάγκη να θυμώνεις! Της είπε γελώντας ο Kristian. Με την ευκαιρία αυτή, γιατί μου είπες ότι το όνομά σου είναι Μαρία, όταν ανέβαινες στο τρένο στην Αμμόχωστο;
Εκείνη τη στιγμή, η Μαρία το αποφάσισε. Θα του έλεγε την αλήθεια για τη ζωή της. Η χθεσινή της διαπίστωση ότι η εμμονή της να παραμείνει πιστή στο ψέμα που της είχαν επιβάλει, την κράτησε μακριά από τον αγαπημένο της δάσκαλο, την έκανε να θέλει να σταματήσει αυτό το παραμύθι. Τουλάχιστον μεταξύ των δικών της ανθρώπων.
-Άκουσε Kristian, του είπε. Στο επόμενο χωριό που θα σταματήσουμε, θα σου πω μια ιστορία που δεν την είπα σε κανένα, εκτός από την κόρη μου και τον γαμπρό μου.
Ο Kristian, παραξενεύτηκε από το σοβαρό ύφος της Μαρίας και σεβάστηκε την παράκλησή της. Συνέχισαν προς το χωριό της Λαπήθου. Ο Kristian, που είχε μελετήσει την ιστορία του χωριού για την έκθεση που είχε ετοιμάσει, ενημέρωσε και τη Μαρία.
-Είναι ένα αρχαιότατο χωριό, που υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Θα είναι ένας από τους τόπους που θα γίνουν ανασκαφές από την αποστολή της χώρας μου. Θεωρείται ότι η αρχαία πόλη κτίστηκε από τον Πράξανδρο, ήρωα του τρωικού πολέμου από τη Λακωνία. Πήρε δε το όνομά της από το όρος Λαπήθης της Λακωνίας από όπου κατάγονταν οι οικιστές της. Πιστεύω ότι θα βρούμε ενδιαφέροντα κατάλοιπα εδώ γιατί η πόλη αυτή άκμασε στην αρχαιότητα.
Σαν έφτασαν στο χωριό, η Μαρία αναφώνησε στη θέα του.
-Θεέ μου, τι όμορφος τόπος!
Το χωριό απλωνόταν στις βορεινές παρυφές του Πενταδάκτυλου, ολοπράσινο, ανάμεσα σε λεμονόδεντρα και στο βάθος λαμπύριζε το γαλάζιο της θάλασσας. Τα σπίτια του, σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού, λευκά, έμοιαζαν με φωλιές πουλιών. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Πολλά ήταν πετρόκτιστα με σκαλιστές καμαρόπορτες και ψηλά περιτειχίσματα, όλα με καταπράσινους κήπους. Ήταν φανερό ότι ήταν ένα πολύ πλούσιο και μεγάλο χωρίο, για τα δεδομένα της Κύπρου.
-Εδώ έχουν πολύ νερό, το οποίο αναβλύζει από το βουνό, της είπε ο Kristian, που είχε επισκεφθεί προηγουμένως το χωριό, και έτσι μπορούν να καλλιεργούν τα πάντα. Κατασκευάζουν και υπέροχα πήλινα βάζα και αγγεία. Αξίζει να αγοράσουμε κάτι πριν φύγουμε.
– Δεν έχω δει ωραιότερο τόπο στη ζωή μου, ψιθύρισε η Μαρία.
Κάθισαν σε ένα καφενείο με θέα τη θάλασσα. Διάλεξαν μια απόμακρη γωνιά, όχι γιατί οι βρακοφόροι χωρικοί που καθόντουσαν και έπιναν τον καφέ τους θα καταλάβαιναν τι θα έλεγαν, αλλά για να νοιώθει πιο άνετα η Μαρία να μιλήσει.
Παράγγειλαν τα καφεδάκια τους και γλυκό καρυδάκι στον γελαστό καφετζή, με το μεγάλο μουστάκι και τα λαμπερά μάτια. Όταν τα έφερε και άρχισαν να πίνουν, η Μαρία μίλησε στον Kristian για τη ζωή και τις αναμνήσεις της.
Από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα και συχνά το στήθος της τρανταζόταν από κάποιο αναφιλητό που προσπαθούσε να συγκρατήσει. Τα χρόνια της σιωπής είχαν δημιουργήσει μέσα της ένα θηρίο που έψαχνε διέξοδο για να βγει και να ελευθερωθεί. Ο Kristian την άκουε με προσοχή και κρατούσε τα χέρια της ανάμεσα στα δικά του. Ήταν μια πολύ τρυφερή σκηνή, που οι χωρικοί δεν μπορούσαν να μην προσέξουν. Πολλοί μάλιστα, αν και δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε, συγκινήθηκαν.
Ο Kristian δεν την είχε διακόψει καθόλου κατά τη διάρκεια της διήγησης. Την άκουγε σιωπηλά. Σαν τέλειωσε της μίλησε ήρεμα και χαμηλόφωνα:
– Μαρία, η τραγικότητα στη ζωή σου οφείλεται στην πιθανή κλοπή σου από την αγκαλιά της μητέρας σου. Η υιοθεσία σου από την αγγλική οικογένεια ήταν για σένα μια ευλογία και όσα ελαττώματα και αν είχε η μητέρα σου, όλες οι μητέρες έχουν ελαττώματα. Έχεις ζήσει μια συναρπαστική ζωή με απίστευτες ευκαιρίες και εμπειρίες. Η αποξένωσή σου από το δάσκαλό σου, ήταν ένα μεγάλο λάθος και πιστεύω ότι αυτό είναι που σε βασανίζει περισσότερο. Καθώς σε άκουα που μιλούσες αποφάσισα να καθυστερήσω την αναχώρησή μου από τη Λευκωσία, όσο χρειαστεί, για να σε βοηθήσω να βρεις στοιχεία για το δάσκαλο και μαζί την αλήθεια για το παρελθόν σου. Αύριο θα τηλεγραφήσω στο πανεπιστήμιό μου.
Τα λόγια του Kristian έφεραν περισσότερα δάκρυα στη Μαρία. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα είχε κάποιο δίπλα της, στη μέχρι τώρα, αδιέξοδη αναζήτησή της. Θα ήθελε να του πει ότι δεν είναι ανάγκη να κάνει τέτοια θυσία, αλλά επιθυμούσε τόσο πολύ την παρουσία του, που δεν μπόρεσε.
-Σε ευχαριστώ, ψιθύρισε. Είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί κάποιος να μου χαρίσει!
Όταν σηκώθηκαν να φύγουν τους περίμενε μία έκπληξη. Ο καφετζής δε δεχόταν να πληρωθεί!
-Κανένας ξένος δεν πληρώνει όταν έρχεται στο χωριό μας, εξήγησε στη Μαρία, που μιλούσε ελληνικά. Ο μουχτάρης (κοινοτάρχης), που κάθεται εκεί – και έδειξε ένα χαμογελαστό κύριο στο βάθος – πλήρωσε τους καφέδες και τα γλυκά σας.
Η Μαρία πλησίασε τον μουχτάρη για να τον ευχαριστήσει και εκείνος επέμενε να τους πάρει στο σπίτι του, για φαγητό το μεσημέρι. Με μεγάλη δυσκολία κατάφεραν να αποφύγουν την πρόσκληση των φιλικών αυτών χωρικών, που τηρούσαν, αιώνες τώρα, τα αρχαιοελληνικά έθιμα της φιλοξενίας.
Στη συνέχεια επισκέφθηκαν ένα εργαστήριο που κατασκεύαζε πήλινα δοχεία, δίπλα από το καφενείο και αγόρασαν από ένα βάζο. Το δικό της Μαρίας ήταν διακοσμημένο σαν ένας σκοτεινός βυθός της θάλασσας. Μέσα σε ένα βαθυπράσινο, σχεδόν μαύρο φόντο, κολυμπούσαν εγχάρακτα ψάρια διαφόρων μεγεθών. Στη βάση και στο χείλος του βάζου είχαν χαραχθεί, σε καφέ φόντο, λουλούδια και φυτά. Ο Kristian επέμενε και κατάφερε να πληρώσει εκείνος το δικό της βάζο, σαν ένα αναμνηστικό δώρο για το ταξίδι τους.
Επιβιβάστηκαν στη συνέχεια στο αυτοκίνητο και συνέχισαν τη διαδρομή τους μέσα σε ένα πανέμορφο τοπίο, έχοντας στα δεξιά το βουνό του Πενταδάκτυλου, καταπράσινο και από την άλλη τη θάλασσα να κινείται σαν ζώσα ύπαρξη και να φεγγοβολεί γαλάζια και απαστράπτουσα.
Κουρασμένη από τη φόρτιση της εξομολόγησης και χαλαρωμένη από την ηρεμία και ομορφιά του τοπίου, η Μαρία έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε. Βυθίστηκε σε ένα ύπνο ήρεμο, νοιώθοντας για πρώτη φορά ότι δεν ήταν μόνη.
Βιβλιογραφία:
Αγνής Μιχαηλίδη: Χώρα, η παλιά Λευκωσία
http://www.mcw.gov.cy/mcw/da/da.nsf/All/B910C8576D6CFD61C2257199001FB424?OpenDocument
http://cypernochkreta.dinstudio.se/text1_127.html
http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=43830&-V=limmata
(Κεφάλαιο 11)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία 1896 – 1910
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Αντώνιου να μάθει το μυστικό της μάνας Αϊσέ, άρχισε να βασανίζει το μυαλό του για να σκεφτεί τρόπους να την πλησιάσει ξανά. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Παράλληλα παρακολουθούσε την ηλικιωμένη κυρία, που καθόταν στο κήπο του σπιτιού της και ήταν φανερό ότι η υγεία της δεν ήταν καθόλου καλή. Αυτό τον ανησυχούσε ιδιαίτερα, γιατί η γυναίκα αυτή ήταν η μόνη του ελπίδα να μάθει την αλήθεια.
Πέρασαν μερικοί μήνες με αυτή την αβεβαιότητα και αγωνία για τον Αντώνιο. Μια μέρα που καθόταν στην αυλή του σπιτιού του και παρακολουθούσε από την τρύπα στο τοίχο τη μάνα Αϊσέ να κάθεται σχετικά ήρεμη και να κοιτάζει τις κότες που βοσκούσαν κάτω από τα δένδρα, ξαφνικά άκουσε τη φωνή της να του λέει:
-Αντώνιε, πέρασε από εδώ. Μη με παρακολουθείς. Έλα να μιλήσουμε.
Ο Αντώνιος τα έχασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τον είχε αντιληφθεί. Αμέσως όμως απάντησε:
-Έρχομαι μάνα Αϊσέ. Έρχομαι σε ένα λεπτό.
Έτρεξε μέσα στο δωμάτιό του και πήρε χαρτί και μολύβι. Ήταν αποφασισμένος να καταγράψει όλα όσα θα του έλεγε η μάνα Αϊσέ ώστε να τα μεταφέρει με ακρίβεια στη Μαρία.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Αντώνιος πέρασε από την τρύπα του τοίχου στο διπλανό σπίτι. Η μάνα Αϊσέ καθόταν ήρεμη σε μια καρέκλα και τον κάλεσε να καθίσει δίπλα της.
-Μην ανησυχείς του είπε. Πήγαν όλοι στην Πάφο. Πέθανε ο πατέρας της Φατμά και πήγαν στην κηδεία. Ήθελαν να μου αφήσουν την Εμινέ, αλλά τους έπεισα να την πάρουν μαζί τους για να δει και εκείνη τους γονείς της. Θα λείψουν μερικές μέρες και έτσι μπορούμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας.
-Αν δε σε πειράζει μάνα Αϊσέ θα καταγράφω ότι μου λες για να τα πω στη Μαρία, όταν τη συναντήσω.
-Δε με πειράζει, γιε μου, να τα γράφεις. Άλλο με ανησυχεί. Το μυστικό που θα σου πω είναι μεγάλο και φοβάμαι πως θα βλάψει τον γιο μου, αν μαθευτεί. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι όσο ζει ο γιος μου, το μυστικό θα μείνει κρυφό.
-Με φέρνεις σε πολύ δύσκολη θέση, απάντησε ο Αντώνιος. Η Μαρία αυτή τη στιγμή πιθανόν να βρίσκεται στις Ινδίες και δεν έχω ούτε τη διεύθυνσή της, ούτε ξέρω πότε θα τη συναντήσω, αν τη συναντήσω, όσο εγώ ζω. Είναι πολύ απίθανο να μπορέσουν τα λόγια σου να βλάψουν τον γιο σου. Από την άλλη η αλήθεια θα αλαφρύνει τη θέση του γιου σου μπροστά στο Θεό, όταν έρθει εκείνη η ώρα. Το ψέμα θα τον βαρύνει περισσότερο. Και η δική σου ψυχή, μάνα Αϊσέ, θα συναντήσει το Θεό πιο ανάλαφρη, αν μιλήσεις για αυτό το μυστικό.
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήταν μεγάλο το βήμα που έπρεπε να κάνει. Ήξερε πως πλησίαζε η ώρα του θανάτου της και δεν ήθελε να φύγει χωρίς να δικαιώσει τη Μαρία. Αναστέναξε βαθιά και είπε στον Αντώνιο:
-Γράφε γιε μου. Θα σου πω το μυστικό. Ο Αλλάχ μάρτυράς μου ότι το κάνω γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι το σωστό. Ο Αλλάχ να συγχωρέσει τον γιο μου και να μην τον τιμωρήσει άλλο. Γιατί, γιε μου, ο γιος μου έχει υποφέρει πολύ για τις πράξεις του.
Και άρχισε τη διήγησή της, η μάνα Αϊσέ:
-Εγώ, γιε μου, γεννήθηκα χριστιανή. Το χωριό μου ήταν τα Βρέτσια στην Πάφο. Το όνομά μου ήταν Ελένη. Όλη η οικογένειά μας ήταν χριστιανοί. Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Οι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί και οι χριστιανοί έπρεπε να πληρώνουν αφόρητους φόρους. Μια χρονιά ο πατέρας μου έβαλε υποθήκη τα χωράφια του σε ένα Τούρκο, για να του δώσει σιτάρι να σπείρει. Εκείνη τη χρονιά είχαμε ανομβρία και ο πατέρας μου δε γιώρκησε για να τον πληρώσει πίσω. Θα μας έπαιρναν τα πάντα και θα πεθαίναμε της πείνας. Πρότειναν τότε στον πατέρα μου να γίνει μουσουλμάνος και να του χαρίσουν το χρέος. Δύσκολη απόφαση, δεν είχε όμως επιλογή. Το έκανε. Στα κρυφά ήμασταν χριστιανοί και στα φανερά μουσουλμάνοι. Οι συγγενείς μας όλοι μας μίσησαν. Κανείς δε μας μιλούσε πια. Μας έλεγαν Λινοβάμβακους.
-Εγώ τότε ήμουν μικρή, γύρω στα δέκα. Θυμούμαι πως στο πίσω μέρος του σπιτιού είχαμε μια κάμαρη με εικόνες και κάθε βράδυ προσευχόμασταν στο Χριστό. Ξεπεράσαμε τον κίνδυνο της φτώχειας, όμως μείναμε μόνοι μας. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα με τους Τούρκους. Στα δεκαπέντε μου με είδε ένας Τούρκος και με πόθησε. Έγινε άνδρας μου. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ο άνδρας μου ήταν πλούσιος, όμως εγώ δεν τον αγαπούσα. Έκανα μόνο ένα παιδί μαζί του, τον γιο μου τον Σουλεϊμάν. Ύστερα εκείνος πήρε άλλη γυναίκα.
-Κανάκεψα πολύ τον γιο μου. Πολύ κακό το πολύ κανάκεμα. Κάνει τα παιδιά απωμένα (κακομαθημένα) και θέλουν πάντοτε να γίνεται το δικό τους. Όταν μεγαλώσουν παραμένουν το ίδιο, δεν μπορούν να αλλάξουν. Και αυτό είναι επικίνδυνο, γιε μου.
Ο Αντώνιος κατέγραφε όσα έλεγε και δεν τη διέκοπτε, γιατί φοβόταν ότι δε θα άντεχε για πολύ. Είχε αρχίσει να βήχει και συναισθηματικά είχε αναστατωθεί. Τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα, έτσι όπως θυμήθηκε τη ζωή της και την τροπή που πήρε εξ αιτίας της φτώχειας της οικογένειάς της.
Η μάνα Αϊσέ, δε μίλησε για πολύ ακόμα. Δεν μπορούσε. Είχε εξαντληθεί.
-Αύριο γιε μου, του είπε. Αύριο συνεχίζουμε. Δεν αντέχω άλλο.
Την άλλη μέρα, η μάνα Αϊσέ συνέχισε πάνω στο ίδιο μοτίβο. Από τη μια η πίκρα για τη δική της ζωή, από την άλλη η διστακτικότητά της να μιλήσει για τις πράξεις του γιου της, καθυστερούσε τη διήγησή της για τη Μαρία.
-Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, γιε μου, οι δικοί μου ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην εκκλησία, μα δεν τους δέχτηκαν. Έτσι έμειναν για πάντα μουσουλμάνοι. Και μίσησαν τους χριστιανούς. Έχω γεράσει γιε μου και έχω γνωρίσει και το Χριστό και τον Αλλάχ. Ο Θεός είναι πνεύμα αγαθό. Τι σημασία έχει το όνομά του; Ποτές μου δεν κατάλαβα αυτό το μίσος που έχουν οι άνθρωποι για το όνομα του Θεού. Πώς είναι δυνατό να αγαπάς το Θεό και συγχρόνως να μισάς τον άλλο που του δίνει διαφορετικό όνομα; Θα πεθάνω και δε θα μάθω το λόγο.
Ο Αντώνιος κατέγραφε και δε σχολίαζε. Ήξερε για την τραγική μοίρα των Λινοβάμβακων, αυτών που τούρκεψαν κατά την Οθωμανική κυριαρχία, για να αποφύγουν τη βαριά φορολογία, που επιβαλλόταν μόνο στους χριστιανούς. Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι και ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην εκκλησία, δεν έγιναν αποδεκτοί. Η κάθε πλευρά είχε τα επιχειρήματά της, όμως ο Αντώνιος γνώριζε ότι εκείνο που αυξανόταν ήταν ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κύπρου, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον του τόπου.
Πέρασε έτσι σχεδόν μία εβδομάδα και ο Αντώνιος έγραφε, έγραφε τη διήγηση της μάνας Αϊσέ. Είχε πονέσει το χέρι του, όμως δε σταματούσε να γράφει. Ήταν για αυτή κάτι σαν εξομολόγηση, ένα ξεχείλισμα των αναμνήσεων της ζωής της και μια κατάθεσή τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων, πριν συναντήσει το τέλος της. Μέσα από τα λόγια της προσπαθούσε να απαλύνει την ευθύνη του γιου της και να αναλάβει εκείνη το μεγαλύτερο βάρος, λόγω της ανατροφής που του έδωσε, λόγω των χατιριών που του έκανε, όταν ήταν παιδί.
Όταν έγραψε και την τελευταία φράση από τη διήγηση της μάνας Αϊσέ, εκείνη τον κοίταξε δακρυσμένη στα μάτια και του είπε:
-Γιε μου, τώρα μπορώ να πεθάνω και να συναντήσω το Θεό μου, εκεί ψηλά στους ουρανούς. Αν τον λένε Χριστό ή Αλλάχ, δεν έχει σημασία. Θα είναι καλός, το ξέρω, γιατί ο Θεός μόνο καλοσύνη είναι. Δεν έχει μίσος ο Θεός. Ελπίζω να είναι και συγχώρεση. Να συγχωρέσει εμένα και τον γιο μου. Η Μαρία δεν ξέρω αν θα μας συγχωρέσει ποτέ. Της πήραμε τα πάντα, μα φαίνεται ότι ο Θεός της τα έδωσε πίσω, με άλλο τρόπο. Ζήτα της γιε μου να μας συγχωρέσει! Αν μπορεί να το κάνει…
Ο Αντώνιος μέσα του συγκινήθηκε από τον πόνο της ηλικιωμένης γυναίκας. Η απολογία της ήταν ειλικρινής και όσο και αν οι πράξεις του γιου της απέναντι στη Μαρία ήταν εγκληματικές, ένοιωσε ότι αυτός που θα κρίνει είναι ο Θεός. Μόνο αυτός γνωρίζει πώς παίζονται τα παιχνίδια της μοίρας στη ζωή κάθε ανθρώπου και πώς οι συγκυρίες καθορίζουν το μέλλον. Θυμήθηκε τις αρχαίες τραγωδίες και την ερμηνεία που διδόταν για την παρέμβαση των Θεών στη μοίρα των ανθρώπων, επηρεάζοντας τις πράξεις τους.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες μετά που επέστρεψαν οι ένοικοι του διπλανού σπιτιού από την Πάφο και η μάνα Αϊσέ, έφυγε για τους ουρανούς. Ο γιος της ήταν απαρηγόρητος. Ο Αντώνιος μπορούσε να ακούει τους λυγμούς του μέχρι το σπίτι του. Ακόμα και οι σύζυγοι του βίωναν μεγάλη θλίψη. Η γυναίκα αυτή ήταν η δύναμη και η συνοχή του σπιτιού τους. Ήταν βέβαιο πια ότι θα ακολουθούσε η αποσύνθεση της οικογένειας.
Πήρε καιρό στον Αντώνιο να αντιγράψει με προσοχή όσα κατέγραφε όταν μιλούσε η μάνα Αϊσέ, σε ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο. Απ’ έξω έγραψε:
Για τη Μαρία – Η ιστορία της ζωής της όπως τη διηγήθηκε η μάνα Αϊσέ.
Περίμενε το καλοκαίρι που έκλειναν για λίγο καιρό τα σχολεία και ξεκίνησε για την Πάφο για να ψάξει περαιτέρω στοιχεία που προέκυπταν από τα λεγόμενα της μάνας Αϊσέ. Επισκέφθηκε τα χωριά Έμπα, Βρέτσια και Στατός. Δε βρήκε τίποτα ιδιαίτερο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, οι άνθρωποι που γνώριζαν είχαν πεθάνει και κανείς δε θυμόταν τίποτα. Παρόλα αυτά κατέγραψε στο τετράδιο για τη Μαρία, όσα βρήκε και όσα δε βρήκε. Θα μπορούσε να ψάξει και η ίδια αν το επιθυμούσε, όταν αυτές οι πληροφορίες θα έφταναν στα χέρια της.
Το 1898, όταν πια είχε έτοιμα τα στοιχεία και θα μπορούσε να τα δώσει στη Μαρία, αν υπήρχε τρόπος να τη συναντήσει πήγε να επισκεφθεί την Evelyn McCain. Ήταν η μόνη του επιλογή και ο μόνος σύνδεσμός του με τη Μαρία.
Η κυρία McCain δε χάρηκε ιδιαίτερα που τον είδε αλλά ήταν τυπικά ευγενική. Αυτό δεν ένοιαζε ιδιαίτερα τον Αντώνιο. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να μάθει λεπτομέρειες για τη Μαρία, που βρισκόταν, τι έκανε κλπ. Φυσικά, δεν είχε καμία πρόθεση να ενημερώσει την κυρία McCain για τις έρευνές του. Δικαιολόγησε την επίσκεψή του λέγοντας ότι θα ήθελε να μάθει νέα της Μαρίας.
-Αντώνιέ μου, η Μαίρη είναι πολύ καλά. Έκανε ένα υπέροχο γάμο, δεν μπορείς να φανταστείς την πολυτέλεια. Η Μαίρη μου ήταν η ομορφότερη νύφη που υπήρξε ποτέ! Όλοι τη θαύμαζαν και σχολίαζαν ότι ο Michael πήρε την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Ήμουνα τόσο υπερήφανη! Ο σύζυγός μου δάκρυζε συνεχώς από τη συγκίνηση. Της είπα ότι σε είδα και στέλνεις τις ευχές σου για τον γάμο της. Χάρηκε πολύ.
-Τώρα η Μαίρη μας είναι η Λαίδη Μαίρη William Moore. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι απέκτησε πέρσι ένα κοριτσάκι, την Αλεξάνδρα μας. Τώρα και οι τρεις βρίσκονται στις Ινδίες και δυστυχώς για μένα θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια, όπως φαίνεται. Ο γαμπρός μου, παρόλο που είναι λόρδος δεν εγκαταλείπει τη στρατιωτική ζωή.
Εδώ, η Evelyn McCain, ήταν απόλυτα ειλικρινής. Η όλη κατάσταση με τις Ινδίες τη στενοχωρούσε πολύ, αλλά τι να κάνει. Μια προσπάθεια του Αντώνιου να ζητήσει τη διεύθυνσή της Μαρίας έπεσε στο κενό.
-Δεν έχει διεύθυνση, του είπε η Evelyn McCain. Μόνο στρατιωτική αλληλογραφία μπορεί να λαμβάνει.
Και εδώ έκλεισε η συζήτηση και η επίσκεψη.
Ο Αντώνιος ήταν πολύ απογοητευμένος αρχικά. Δεν ήξερε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τη Μαρία. Ήταν φανερό ότι η Evelyn McCain δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει πληροφορίες για τη διεύθυνσή της. Ύστερα αποφάσισε να σκέφτεται θετικά. Η ζωή είχε δείξει ότι η Μαρία είχε φροντίδα που ερχόταν πέρα από αυτό τον κόσμο. Κάποιος τρόπος θα βρισκόταν να μάθει την αλήθεια για το παρελθόν της. Φτάνει που υπήρχαν τα στοιχεία καταγραμμένα.
Παρόλα αυτά επισκέφθηκε ακόμα δύο φορές την κυρία Evelyn McCain, το 1900 και το 1903, όμως επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό. Δεν έπαιρνε καμία ουσιαστική πληροφόρηση που να μπορούσε να τον φέρει σε επικοινωνία με τη Μαρία, όμως μάθαινε σε γενικές γραμμές για τη ζωή της. Και ότι ήταν καλά. Αυτό ήταν μια παρηγοριά για τον Αντώνιο.
Η τελευταία φορά που επισκέφθηκε την οικία McCain ήταν το 1907. Αυτή τη φορά δε βρήκε την Evelyn McCain. Όπως τον ενημέρωσε η υπηρέτρια που συνάντησε, η κυρία Evelyn McCain είχε πάει στο Λονδίνο. Της είχε ζητήσει η Μαίρη να πάει εκεί για να είναι κοντά στην Αλεξάνδρα που την είχαν εγγράψει σε ένα σχολείο για νεαρές δεσποινίδες, εσώκλειστη. Η Μαίρη έπρεπε να επιστρέψει στις Ινδίες για να είναι κοντά στο σύζυγό της και δεν ήθελε να είναι μόνη η κόρη της στο Λονδίνο.
Ο Αντώνιος έφυγε πολύ απογοητευμένος. Αν το ήξερε έγκαιρα θα πήγαινε ο ίδιος στο Λονδίνο για να συναντήσει τη Μαρία. Αλλά τώρα ήταν πια αργά. Τελευταία ένοιωθε και αρκετά αδύναμος. Ήταν πια εξήντα επτά ετών. Οι πίκρες της ζωής, είχαν αφήσει τα σημάδια τους στην υγειά του. Συχνά έβηχε και ένοιωθε τσιμπήματα στο μέρος της καρδιάς. Έπρεπε να βρει λύση.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Σκεφτόταν. Κατά τις πρωινές ώρες μία σκέψη φώτισε το μυαλό: αυτό ήτανε. Μόνο έτσι θα διασφάλιζε ότι η Μαρία, πρώτα ή ύστερα θα λάμβανε τις πληροφορίες που ήθελε να της δώσει.
Μόλις χάραξε το φως σηκώθηκε. Βρήκε μία ξύλινη κάσα, μικρού μεγέθους και μέσα έβαλε το τετράδιο με την ιστορία που του είχε πει η μάνα Αϊσέ. Έβαλε και τα υπόλοιπα στοιχεία που βρήκε όταν πήγε στην Πάφο, τα οποία δεν ήταν πολλά. Ύστερα έψαξε και βρήκε όσα γράμματα έγραψε κατά καιρούς στη Μαρία και δεν μπόρεσε να της στείλει και τα έβαλε και εκείνα μέσα. Δε σφράγισε την κάσα, μήπως σκεφτεί να βάλει και κάτι άλλο.
Ύστερα βγήκε έξω στην αυλή και κάθισε πλάι στη συκιά. Αναλογίστηκε τη ζωή του. Ήταν πολύ περισσότερες οι πίκρες από τις χαρές. Άξιζε άραγε η πορεία του ή όλα ήταν μάταια; Παρόλη την πεσιμιστική διάθεση που είχε, μια φωνή στο βάθος του μυαλού του, του ψιθύρισε:
-Αν δεν ήσουν εσύ Αντώνιε, η άθλια ζωή της Μαρίας θα συνεχιζόταν μέχρι το θάνατό της. Ο Θεός σε έταξε να παίξεις αυτό το ρόλο.
Χαμογέλασε πικρά.
-Και ο πατέρας μου με έταξε να μορφώσω τα παιδιά της Κύπρου, σκέφτηκε.
Ήξερε ότι δεν είχε ακόμα πολύ καιρό να ζήσει. Ήθελε όμως φεύγοντας από τη ζωή να είναι σίγουρος ότι επιτέλεσε το ρόλο που του δόθηκε σε αυτή τη γη. Και αν οι δυο πιο πάνω στόχοι ήταν το καταπίστευμα της ζωής του, έκανε το παν για να τους ολοκληρώσει όσο το δυνατό καλύτερα.
Αυτές οι σκέψεις του έφεραν γαλήνη. Σηκώθηκε, έτοιμος να ξεκινήσει τη μέρα του, με μια ελπίδα ότι η ζωή του δεν πήγε χαμένη.
(Κεφάλαιο 12)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Κερύνεια – Λευκωσία φθινόπωρο 1926
Η Μαρία ξύπνησε μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε στο λιμανάκι της Κερύνειας.
Μόλις άνοιξε τα μάτια της αντίκρισε την απίστευτη γραφικότητα εκείνου του μικρού λιμανιού και αναφώνησε:
-Όσες φορές και να το πω, δε θα είναι υπερβολή. Τι υπέροχος τόπος είναι η πατρίδα μου! Πατρίδα, επανέλαβε, τι ωραία λέξη!. Πρώτη φορά μπορώ να τη λέω φωνακτά.
-Πραγματικά, απάντησε ο Kristian, όση ώρα κοιμόσουν δε χόρταινα να θαυμάζω το τοπίο. Είναι ένας πανέμορφος τόπος, η πατρίδα σου!
Κάθισαν σε ένα καφενεδάκι με θέα τις ψαρόβαρκες και στα δεξιά τους το κάστρο της Κερύνειας. Ο αέρας ήταν δροσερός και μύριζε θάλασσα. Όταν τους πλησίασε ο καφετζής, ντυμένος παραδοσιακά με τη βράκα του, η Μαρία τον ρώτησε στα ελληνικά, αν μπορούσαν να φάνε κάτι.
-Καλό (βέβαια), απάντησε ο καφετζής. Οι ψαράδες μόλις έβγαλαν μπαρμπούνι φρέσκο. Θέλετε να σας τηγανίσω; Θα σας κάμω και μια τηγανιά πατάτες, σαλάτα, ελιές, χαλούμι και ότι άλλο θέλετε.
-Τέλεια, συμφώνησε η Μαρία. Φέρε μας και λίγο κρασάκι, από αυτό που παράγεται εδώ στον τόπο.
Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, ο καφετζής τους έφερε ελιές, χαλούμι, ντομάτες και ψωμί για να αρχίσουν.
Η Μαρία και ο Kristian άρχισαν να μιλούν για το θέμα που την έκαιγε. Πώς θα εντοπίσουν στοιχεία και πληροφορίες για τον Αντώνιο Φιλίππου.
-Να είσαι βέβαιη, ότι αυτός ο άνθρωπος έχει βρει την άκρη για το παρελθόν σου και κάπου θα σου έχει αφήσει τις πληροφορίες. Πρέπει να μάθουμε πού ζούσε, πώς πέθανε, ποια περιουσιακά στοιχεία είχε και πού είναι αυτά, της είπε ο Kristian.
-Από ότι ξέρω, του απάντησε η Μαρία, δίδασκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Φυσικά, έχουν περάσει 16 χρόνια από τον θάνατό του και δεν ξέρω αν τον θυμούνται αυτοί που βρίσκονται εκεί τώρα. Όμως έχεις δίκαιο, από εκεί πρέπει να αρχίσουμε. Όσο για το πού ζούσε, δε γνωρίζω. Ξέρω ότι έμενε αρχικά στο σπίτι δίπλα από το τούρκικο αρχοντικό, αλλά μετά, όταν με δίδασκε, έφυγε από εκεί. Δεν ξέρω που ζούσε.
-Δεν έχει σημασία, της είπε ο Kristian. Εμείς θα επισκεφθούμε την κυρία που γνώρισες, Αϊντάν, αν δεν κάνω λάθος και θα τη ρωτήσουμε. Κάθε πληροφορία είναι πολύτιμη. Η πόλη της Λευκωσίας είναι μικρή, κάποιος θα θυμάται κάτι.
Μέχρι να τελειώσουν την κουβέντα τους ήρθε ο καφετζής με το φαγητό. Απόθεσε το ψάρι που μοσχομύριζε στο τραπέζι, έφερε τις πατάτες, το κρασί, τη σαλάτα και η Μαρία τον ρώτησε αν είχε χρόνο να καθίσει μαζί τους να τους μιλήσει για την πόλη της Κερύνειας.
-Να καθίσω κόρη μου, της απάντησε, αλλά εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα. Ο δάσκαλος που κάθεται εκεί πέρα θα ξέρει καλύτερα να σας τα πει.
Και πριν προλάβουν να απαντήσουν φώναξε:
-Δάσκαλε, τούτοι οι ξένοι θέλουν να μάθουν για τον τόπο μας. Έλα να τους μιλήσεις εσύ που ξέρεις γράμματα.
Και γυρίζοντας σε αυτούς πρόσθεσε:
-Είναι πολύ μορφωμένος, ο δάσκαλός μας, ο κύριος Κρανιδιώτης. Μιλά και εγγλέζικα.
Ο κύριος Κρανιδιώτης, γύρω στα πενήντα, ψηλός, ντυμένος με ευρωπαϊκά ρούχα, ένα κουστούμι σε χρώμα μπεζ με αντίστοιχο καπέλο, τους πλησίασε και τους άπλωσε το χέρι σε μια θερμή χειραψία. Και συνέχισε σε άψογα αγγλικά:
-Ονομάζομαι Ελευθέριος Κρανιδιώτης και είμαι δάσκαλος. Είμαι στη διάθεσή σας ότι θέλετε να ρωτήσετε.
-Παρακαλώ καθίστε να φάτε μαζί μας, τον προσκάλεσαν και ζήτησαν από τον καφετζή να φέρει ακόμα ένα πιάτο.
Ο κύριος Κρανιδιώτης κάθισε και αφού έγιναν οι συστάσεις, άρχισε να τους μιλά για την πόλη της Κερύνειας. Μιλούσε αργά και μέσα από τα λόγια του διέκρινες την ευρυμάθειά του, αλλά και την αγάπη για τον τόπο του.
-Η πόλη μας, η Κερύνεια μας, είναι μια απόδειξη του εποικισμού του τόπου από τους Αχαιούς. Πόλη με το ίδιο όνομα υπήρχε και στην Πελοπόννησο, καθώς και ποταμός. Σύμφωνα με τον Λυκόφρονα, αρχαίο συγγραφέα, η πόλη πρέπει να ιδρύθηκε από τον Κηφέα, στρατηλάτη των Βουραίων, μίας πόλης της Πελοποννήσου, κοντά στην αρχαία πόλη της Κερύνειας. Ο Κηφεύς ήταν συναρχηγός του Πράξανδρου που ίδρυσε τη Λάπηθο, η οποία κατά τα αρχαία χρόνια ήταν σημαντικότερη πόλη από την Κερύνεια.
-Η Κερύνεια πέρασε όπως όλη η Κύπρος από πολλούς κατακτητές: Φοίνικες, Πέρσες, καταλήφθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο, πέρασε στους διαδόχους του, υπήρξε Ρωμαϊκή κτίση, στη συνέχεια ανήκε στο ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, δηλαδή στο Βυζάντιο, οπόταν κτίστηκε και το κάστρο που βλέπετε. Φυσικά, ακολούθησαν οι Λουζινιανοί, την πολιόρκησαν οι Γενουάτες, βίωσε την Ενετική κυριαρχία και το 1570 πέρασε, όπως όλη η Κύπρος, στους Οθωμανούς.
-Σκοτεινά χρόνια τα Οθωμανικά. Οι Έλληνες, κάτοικοι της πόλης μετακινήθηκαν προς τη Θέρμια και στην πόλη έμειναν μόνο οι Τούρκοι. Τίποτε δε θύμιζε την παλιά άνθιση του τόπου. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και τον 19ο, οι Έλληνες κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν και να αγοράζουν σπίτια και περιουσίες από τους Τούρκους. Τότε άνθισε το εμπόριο και η πόλη ξεκίνησε να βρίσκει την παλιά της αίγλη. Αυτή την εποχή, οι Κερυνειώτες είχαν πολλές εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα. Πολλοί Έλληνες καπετάνιοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ. Το καταλαβαίνεις από τα πολλά ελληνικά επίθετα: Σκοπελίδης (από τη Σκόπελο). Χαλκίδης (από τη Χάλκη), Χιωτέλης (από τη Χίο), Βράχας (από τα Ιόνια νησιά) και ο υποφαινόμενος Κρανιδιώτης από το Κρανίδι Πελοποννήσου.
-Δυστυχώς, το 1922, με τη μικρασιατική καταστροφή, καταστράφηκε και η εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων. Εκείνο που δε χάθηκε ποτέ ήταν η ομορφιά της Κερύνειας. Πουθενά αλλού στην Κύπρο δεν έχεις ένα καταπράσινο βουνό στα βόρεια και μια γαλάζια θάλασσα στα νότια να σμίγουν και να χαρίζουν ένα δροσερό κλίμα και μια απαράμιλλη θέα.
-Τώρα με τους Εγγλέζους τα πράγματα είναι καλύτερα. Έχουμε αρχίσει να έχουμε περιηγητές. Το 1922 ο Κώστας Κατσελλής ίδρυσε το πρώτο ευρωπαϊκού τύπου ξενοδοχείο στην πόλη μας και ελπίζουμε σιγά να αναπτυχθούμε σε αυτή τη νέα μόδα της εποχής. Να δεχόμαστε περιηγητές.
Η Μαρία και ο Kristian εντυπωσιάστηκαν από τις γνώσεις του κυρίου Κρανιδιώτη και συνέχισαν την κουβέντα μαζί του για να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για τη μοίρα του τόπου. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν και πήγαν να πληρώσουν το καφετζή, έγινε ολόκληρη μάχη με τον κύριο Κρανιδιώτη που επέμενε να πληρώσει εκείνος για το φαγητό, έστω και αν ήταν αυτοί που τον προκάλεσαν. Στο τέλος ο Kristian κατάφερε να πληρώσει και ο κύριος Κρανιδιώτης έμεινε πολύ απογοητευμένος.
-Θα ξαναέρθουμε του είπε ο Kristian για να τον παρηγορήσει. Και τότε θα πληρώσετε εσείς.
-Οι άνθρωποι αυτού του τόπου κατάγονται πραγματικά από τους Αχαιούς, συμπλήρωσε ο Kristian, σαν μπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Ξένιος Δίας είναι για καλά ριζωμένος στις καρδιές τους!
-Ναι, είπε η Μαρία με περηφάνια. Είναι οι άνθρωποι του τόπου μου!
Το ταξίδι μέχρι τη Λευκωσία ήταν ευχάριστο. Παρά τη συναισθηματική φόρτιση του πρωινού, η υπόλοιπη μέρα βοήθησε στην εκτόνωση της Μαρίας και μια γλυκεία ευτυχία άρχισε να τη γεμίζει. Ήταν για πρώτη φορά ο εαυτός της και αυτό ήταν υπέροχο!
Πριν ο Kristian την αφήσει στο σπίτι της το βράδυ, συνεννοήθηκαν να συναντηθούν την επομένη για να επισκεφθούν το Παγκύπριο Γυμνάσιο.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Kristian κτύπησε την πόρτα της Μαρίας γύρω στις 10 το πρωί. Ο καιρός ήταν μουντός και βροχερός, σε αντίθεση με την προηγούμενη μέρα και έτσι πήραν από μία ομπρέλα μαζί τους.
-Επιτέλους, σχολίασε ο Kristian, κάτι που να θυμίζει φθινόπωρο!
Το Παγκύπριο Γυμνάσιο ήταν μόνο πέντε λεπτά απόσταση από το σπίτι της Μαρίας και έτσι η βροχούλα που έπεφτε απαλά, δεν ήταν κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, ήταν σαν μια υπόσχεση για κάθαρση, σαν ένα ξέπλυμα του παρελθόντος και ένα νέο ξεκίνημα.
Σαν έφτασαν στην είσοδο του Γυμνασίου, η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μπούνε μέσα. Ζήτησαν το γραφείο του διευθυντή και μια γερασμένη καθαρίστρια τους οδήγησε σε μια μεγάλη πόρτα στο βάθος και τους είπε:
-Αυτό είναι. Ο διευθυντής μας είναι ο κύριος Ανδρέας Γεωργιάδης.
Κτύπησαν διακριτικά την πόρτα και αφού άκουσαν την πρόσκληση «Εμπρός» πέρασαν μέσα.
Ο κύριος Γεωργιάδης ήταν ένας κοντοπάχουλος κύριος, γύρω στα πενήντα, με ένα μικρό μουστάκι, γυαλιά και αγέλαστο ύφος. Αφού συστήθηκαν του είπαν το λόγο της επίσκεψής τους. Ήθελαν να μάθουν για ένα παλιό καθηγητή του σχολείου, τον κύριο Αντώνιο Φιλίππου, που πέθανε το 1910.
Ο κύριος Γεωργιάδης δε φάνηκε πολύ πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει.
-Εγώ μόνο δέκα χρόνια βρίσκομαι εδώ, τους είπε. Δε γνώρισα το άτομο για το οποίο μιλάτε.
-Μήπως υπάρχουν άλλοι πιο παλιοί καθηγητές που μπορεί να τον γνώριζαν;
-Δεν ξέρω. Οι περισσότεροι εδώ είναι νέοι. Δεν ξέρω πότε ήρθε και ο καθένας στο σχολείο αυτό!
Με αυτά τα λόγια, έσκυψε πάνω από τα βιβλία του και άρχισε να διαβάζει κάτι, δείχνοντάς τους ότι έπρεπε να φύγουν.
Βγήκαν έξω πολύ απογοητευμένοι. Η Μαρία ήταν έτοιμη να κλάψει. Ξαφνικά ένοιωσε κάποιο να της τραβά το μανίκι. Γύρισε και είδε την καθαρίστρια που τους είχε συνοδέψει προηγουμένως, η οποία της είπε ψιθυριστά στα ελληνικά:
-Εγώ ήξερα τον μακαρίτη τον Αντώνιο Φιλίππου. Ελάτε από εδώ να σας πω.
Τους οδήγησε σε μια άδεια τάξη και άρχισε να τους μιλά:
-Ο μακαρίτης ο κύριος Αντώνιος ήταν πολύ καλός άνθρωπος και όλοι τον αγαπούσαν στο σχολείο. Οι μαθητές του τον λάτρευαν. Τι θέλετε να μάθετε;
-Ήταν δάσκαλός μου, όταν έζησα στην Κύπρο τα παιδικά μου χρόνια. Τον αγαπούσα πάρα πολύ και θα ήθελα να τιμήσω τη μνήμη του με κάθε δυνατό τρόπο. Σκέφτομαι μάλιστα να γράψω ένα βιβλίο για το έργο και τη δράση του. Για αυτό θα ήθελα να ξέρω αν άφησε τίποτε πίσω του, βιβλία, γραπτά κλπ. Ξέρετε που έμενε τα τελευταία του χρόνια;
-Νομίζω έμενε δίπλα από το τούρκικο αρχοντικό. Όμως εκείνος που θα ξέρει περισσότερα είναι ο μαθητής του, ο Ελευθέριος Κωνσταντίνου. Τον αγαπούσε πολύ ο μακαρίτης. Τον είχε σαν γιο του.
-Ξέρετε που μπορώ να τον βρω;
-Δεν ξέρω, δυστυχώς. Χάθηκε και αυτός όταν πέθανε ο Αντώνιος. Νομίζω του άφησε χρήματα για να σπουδάσει στο Λονδίνο. Γιατρός; Δικηγόρος; Θα σας γελάσω. Δε θυμάμαι. Σίγουρα όμως ότι είχε το άφησε σε αυτόν.
-Μήπως ξέρετε κάποιο άλλο που μπορεί να γνωρίζει περισσότερα, ρώτησε η Μαρία
-Ήταν ένας άλλος καθηγητής που ήταν φίλοι. Λεγόταν Δημήτριος Δημητρίου. Από ότι ξέρω όμως είναι πολύ άρρωστος. Γέρασε και έχασε τα λογικά του. Ζει στη συνοικία του Αγίου Κασσιανού. Αν τον βρείτε ίσως να θυμάται κάτι.
Ευχαρίστησαν τη γυναίκα και πριν φύγουν η Μαρία έβγαλε και της έδωσε πέντε λίρες. Η γυναίκα ξαφνιάστηκε και δεν ήθελε να τις πάρει.
-Σας παρακαλώ, πάρτε τις είπε η Μαρία με δάκρυα στα μάτια. Δεν ξέρετε τι δώρο μου έχετε κάνει! Άλλωστε γνωρίζω ότι δεν πληρώνεστε πολλά και σίγουρα έχετε τα χρήματα ανάγκη.
Στο δρόμο η Μαρία μετάφρασε στον Kristian την κουβέντα της με την καθαρίστρια. Όταν έφτασαν στο σπίτι της Μαρίας, πίνοντας το τσάι τους και τρώγοντας από το κέικ που ετοίμασε η κυρία Βασιλεία, άρχισαν να καταστρώνουν τα σχέδιά τους:
Πρώτα θα έψαχναν και θα έβρισκαν τον καθηγητή Δημήτριο Δημητρίου, στον Άγιο Κασσιανό.
-Είναι πολύ κοντά από εδώ, είπε η Μαρία. Μόνο μερικά λεπτά. Μείνε να φάμε για μεσημέρι και θα πάμε το απόγευμα.
Έφαγαν το υπέροχο γεύμα που ετοίμασε η κυρία Βασιλεία και ξεκίνησαν νωρίς το απόγευμα για τον Άγιο Κασσιανό. Η βροχή είχε σταματήσει και η υγρή, αναζωογονητική μυρωδιά που διαπνέει την ατμόσφαιρα μετά από τα πρωτοβρόχια, γέμισε τα ρουθούνια τους.
Πέρασαν αρχικά από την εκκλησία του Αγίου Κασσιανού. Ο ναός είναι ένα πετρόκτιστο κτίσμα με τη χαρακτηριστική πέτρα της Κύπρου, την πουρόπετρα. Είναι δίκλιτος και κτίστηκε τον 19ο αιώνα. Περιβάλλεται από στενά δρομάκια και σπίτια με εσωτερικές αυλές. Μερικά από αυτά είναι μεγαλοπρεπή και διώροφα, ενώ άλλα είναι ταπεινά μονώροφα σπιτάκια. Όλα όμως είναι κτισμένα σε συνεχή δόμηση, κάνοντας και αυτή τη συνοικία της Λευκωσίας πολύ γραφική. Στην αυλή της εκκλησίας βρήκαν τον ιερέα, τον οποίο ρώτησαν αν γνωρίζει πού είναι το σπίτι του καθηγητή Δημήτριου Δημητρίου.
Ο ιερέας τους κοίταξε παραξενεμένος.
-Τι θα κάνετε τον καημένο τον Δημήτριο, ρώτησε. Ο άνθρωπος δεν είναι καλά.
-Θέλουμε να τον ρωτήσουμε για ένα άλλο καθηγητή. Τον Αντώνιο Φιλίππου. Αν δεν μπορεί να μιλήσει, δε θα τον πιέσουμε.
-Καλά. Εκεί είναι το σπίτι του Δημητρίου. Μένει με την κόρη του.
Και τους έδειξε ένα σπίτι έξω από την αυλή της εκκλησίας με πράσινη πόρτα. Προχώρησαν και κτύπησαν το ρόπτρο στην πόρτα που είχε σχήμα κλειστού γυναικείου χεριού. Μια κουρασμένη νεαρή γυναίκα, άνοιξε το μικρό παράθυρο της πόρτας και τους κοίταξε παραξενεμένη, πίσω από τα διακοσμητικά κάγκελα.
-Τι θέλετε; Ρώτησε.
-Μας συγχωρείτε για την ενόχληση. Ονομάζομαι Λαίδη Mary William Moore και αυτός είναι ο αρχαιολόγος Kristian Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στην Κύπρο και είχα ένα δάσκαλο που τον έλεγαν Αντώνιο Φιλίππου. Έχω έρθει πίσω από το Λονδίνο και ψάχνω πληροφορίες για αυτόν. Από ότι έχω μάθει ο κύριος Δημήτριος Δημητρίου ήταν φίλος του και ίσως γνωρίζει κάτι. Θα μας υποχρεώνατε αν μας αφήνατε να τον δούμε για μερικά λεπτά. Έχουμε μάθει ότι είναι άρρωστος αλλά μπορεί να θυμάται κάτι.
Πριν προλάβει η νεαρή γυναίκα να απαντήσει, ακούστηκε μία φωνή από το βάθος:
-Αντώνιος, Αντώνιος, ήρθε ο Αντώνιος;
-Όχι, πατέρα. Δεν είναι ο Αντώνιος. Κάποιοι ξένοι θέλουν να ρωτήσουν κάτι.
Στο βάθος του δωματίου εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άνδρας, αξύριστος με αλλόφρον βλέμμα, ντυμένος με τις πιτζάμες του.
-Περάστε, περάστε, φώναξε. Ο Αντώνιος είναι φίλος μου.
Έτσι η νεαρή γυναίκα αναγκάστηκε να ανοίξει την πόρτα.
-Μην τον κουράσετε, τους προειδοποίησε και έφυγε από το δωμάτιο εκνευρισμένη.
Η επίπλωση του δωματίου ήταν μερικές γέρικες πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι που είχε πάνω μερικές φωτογραφίες. Ήταν σε γενικές γραμμές ατημέλητο, εκφράζοντας την άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι.
-Καθίστε, καθίστε, επαναλάμβανε ο Δημήτριος.
Μόλις κάθισαν, κοίταξε προσεκτικά τη Μαρία και το βλέμμα του άλλαξε. Σαν μια αναλαμπή να διαπέρασε το πνεύμα του, το πρόσωπό του φωτίστηκε και αναφώνησε:
-Εσύ είσαι η Μαρία! Σε αναγνώρισα. Μιλούσε πάντα για σένα. Σε αγαπούσε πολύ.
Πλησιάζοντας τη Μαρία, γονάτισε, πήρε τα χέρια της στα δικά του και τα φιλούσε.
Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα και επαναλάμβανε συνεχώς:
-Ήρθε η Μαρία, Αντώνιε. Ήρθε φίλε μου.
Η Μαρία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ήταν μια πολύ συναισθηματική στιγμή. Συγκρότησε όμως τον εαυτό της, αγκάλιασε τον Δημήτριο και τον βοήθησε να σηκωθεί. Τον κάθισε σε μια καρέκλα και του χάιδευε τα χέρια. Σιγά – σιγά ο ηλικιωμένος κύριος ηρέμησε.
-Πέστε μου σας παρακαλώ, κύριε Δημήτριε, άφησε ο Αντώνιος Φιλίππου κάτι για μένα; Είπε σε σας τίποτε για μένα;
Η φωνή του Δημήτριου ακούστηκε ήρεμη. Δεν ήταν πια ο άρρωστος άνθρωπος, που δεν είχε τα λογικά του:
-Ο Αντώνιος μιλούσε πάντοτε για σένα, πόσο όμορφη είσαι, πόσο έξυπνη είσαι, πόσο φιλομαθής είσαι. Σε αγαπούσε πάρα πολύ. Δεν έλεγε όμως λεπτομέρειες. Σαν να προσπαθούσε να κρατήσει ένα δικό σου μυστικό. Ήθελε τόσο πολύ να σε βρει, αλλά δεν ήξερε πού ήσουν. Τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, μου είπε μία μέρα πως είσαι στις Ινδίες. Είναι αλήθεια; Ήσουν στις Ινδίες;
-Ναι, κύριε Δημήτριε. Ήμουν στις Ινδίες. Για αυτό δεν μπόρεσα να έρθω πιο νωρίς. Όμως είναι σημαντικό να γνωρίζω αν άφησε κάτι για μένα.
-Κόρη μου, δε γνωρίζω αν άφησε κάτι για σένα. Ότι είχε τα άφησε στον Ελευθέριο Κωνσταντίνου, ένα παιδί που το είχε σαν γιο του. Του άφησε και χρήματα για να σπουδάσει στο Λονδίνο. Έλεγε πάντα πως ήταν πολύ έξυπνο παιδί, αλλά όχι σαν τη Μαρία του. Αν υπάρχει κάτι, αυτός θα το έχει.
-Ξέρετε πού θα βρω τον Ελευθέριο Κωνσταντίνου;
-Όχι, κόρη μου, δεν ξέρω. Ο Ελευθέριος έφυγε για το Λονδίνο μετά το θάνατο του Αντώνιου. Νομίζω θα σπούδαζε δικηγόρος. Δεν τον ξαναείδα από τότε.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και η κόρη του Δημήτριου επέστρεψε, δίνοντας τους μήνυμα ότι θα πρέπει να φύγουν.
Όταν σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα, ο Δημήτριος τους είπε:
-Να ξανάρθετε. Να ξαναέρθεις Μαρία!
Το βλέμμα της κόρης του όμως άλλα έλεγε. Τους ευχαρίστησαν, τους χαιρέτησαν και έφυγαν.
Σαν βγήκαν στο δρόμο, η Μαρία εξήγησε στον Kristian τι ακριβώς λέχθηκε και πρόσθεσε:
-Δεν αντέχω άλλες συγκινήσεις για σήμερα. Δεν ξέρεις πόσο σε ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου! Θα πρέπει όμως να επιστρέψω στο σπίτι μου για να ηρεμήσω. Τι λες; Να συναντηθούμε αύριο γύρω στις 10 για να σκεφθούμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια;
Ο Kristian συμφώνησε. Καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο και η Μαρία συνέχισε το δρόμο της μέσα στο υγρό δειλινό. Πόσο ταίριαζε η υγρασία του με τη βουρκωμένη καρδιά της, σκέφτηκε. Παρόλα αυτά, ήξερε ότι ο μίτος της ζωής της είχε πια αρχίσει να ξετυλίγεται, σαν τη διαδικασία ενός τοκετού. Πριν τη γέννα, υπάρχει πόνος, υπάρχουν δάκρυα και μετά έρχεται η χαρά της νέας ζωής. Αυτό ήθελε να ελπίζει και να προσδοκεί.
Βιβλιογραφία: http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=12908&-V=limmata
(Κεφάλαιο 13)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία φθινόπωρο 1926
Την επόμενη ημέρα η Μαρία ξύπνησε με δυνατό πονοκέφαλο. Παρόλα αυτά σηκώθηκε και ετοιμάστηκε προσπαθώντας να χαλαρώσει. Οι συγκινήσεις της προηγούμενης μέρας την είχαν φορτίσει και όσο και αν προσπαθούσε να δει τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά, ένοιωθε κουρασμένη.
Τα λόγια του Δημήτριου, «Ήρθε η Μαρία, Αντώνιε. Ήρθε φίλε μου», αντηχούσαν στα αυτιά της όλο το βράδυ. Για πρώτη φορά αντιλήφθηκε πραγματικά πόσο μεγάλο ήταν το λάθος της να μη σπάσει το κατεστημένο και τα πρωτόκολλα και να ψάξει για το δάσκαλό της νωρίτερα. Δεν μπορούσε όμως, να αλλάξει τίποτα από το παρελθόν. Έπρεπε να δώσει όλη της την ενέργεια για βρει όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσε, τώρα.
Μόλις ήρθε η κυρία Βασιλεία τη ρώτησε αν είχε ακουστά για ένα δικηγόρο με το όνομα Ελευθέριος Κωνσταντίνου.
-Όχι, απάντησε η κυρία Βασιλεία. Δεν τον έχω ξανακούσει. Όμως ο γιος της αδελφής μου είναι δικηγόρος. Λέγεται Γεώργιος Αντωνίου και έχει γραφείο στο Μακρύδρομο την οδό Λήδρας. Αν υπάρχει δικηγόρος με αυτό το όνομα στη Λευκωσία θα τον γνωρίζει.
-Μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις τη διεύθυνσή του; Θα ήθελα να τον ρωτήσω γιατί είναι πολύ σημαντικό για μένα να μάθω οτιδήποτε μπορώ για αυτό τον άνθρωπο.
Η κυρία Βασιλεία, πολύ διακριτικά δε ρώτησε τίποτε, απλά έγγραψε σε ένα χαρτάκι τη διεύθυνσή του Γεωργίου Αντωνίου.
Ο Kristian ήρθε γύρω στις 10:00 όπως είχαν συμφωνήσει. Η Μαρία τον ενημέρωσε για την πληροφορία που πήρε από την κυρία Βασιλεία και οι δυο βρήκαν σωστή κίνηση να τον επισκεφθούν άμεσα. Με αυτό τον τρόπο θα ξεκαθάριζε το τοπίο αν ο Ελευθέριος Κωνσταντίνου βρισκόταν στη Λευκωσία.
Οι αποστάσεις στην εντός των τειχών Λευκωσία είναι τόσο μικρές που μετακινείσαι μέσα σε λίγα λεπτά από το ένα σημείο στο άλλο. Σε πέντε λεπτά βρίσκονταν έξω από το γραφείο του Γεωργίου Αντωνίου και κτυπούσαν την πόρτα. Άκουσαν από μέσα τη φωνή του δικηγόρου να φωνάζει «Εμπρός» και μπήκαν ελπίζοντας να βρουν μια άκρη στην αναζήτησή τους.
Ο Γεώργιος Αντωνίου, ήταν ένας νεαρός δικηγόρος, γύρω στα 35 χρόνια. Αρκετά ευπαρουσίαστος τους υποδέχθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο και ρώτησε πώς θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος.
-Ονομάζομαι Λαίδη Mary William Moore και αυτός είναι ο αρχαιολόγος Kristian Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στην Κύπρο και είχα ένα δάσκαλο που τον έλεγαν Αντώνιο Φιλίππου. Ψάχνω στοιχεία για τον δάσκαλό μου και μου είπαν ότι πιθανόν να γνωρίζει κάποιος κύριος με το όνομα Ελευθέριος Κωνσταντίνου, που ίσως είναι δικηγόρος. Ήρθαμε κοντά σας με την ελπίδα να τον ξέρετε. Μας έστειλε η θεία σας, η κυρία Βασιλεία.
-Ώστε εσείς είστε η Αγγλίδα Λαίδη για την οποία εργάζεται η θεία μου. Μου έχει πει τα καλύτερα λόγια για σας. Μιλάτε πάντως άπταιστα ελληνικά.
-Ότι ξέρω το χρωστώ στον δάσκαλό μου τον Αντώνιο Φιλίππου και είναι πολύ σημαντικό για μένα να βρω τα στοιχεία που ψάχνω. Μήπως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα αγγλικά για να καταλαβαίνει και ο Kristian;
-Μα βέβαια μπορούμε να μιλήσουμε αγγλικά! Γνωρίζω τον Αντώνιο Φιλίππου. Ήταν και δικός μου δάσκαλος. Εξαιρετικός άνθρωπος. Όλοι οι μαθητές του τον λάτρευαν. Φαίνεται ότι στη ζωή του είχε χάσει όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα και ήταν πάντα μελαγχολικός. Όμως μέσα στην τάξη το βλέμμα του έλαμπε όταν δίδασκε. Από τα χείλη του η γνώση έρεε σαν γάργαρο νερό και δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος μαθητής να μην αφομοιώσει τη διδασκαλία του.
-Ήταν μάλιστα ασυνήθιστα ρεαλιστής σε σχέση με τα γεγονότα στην πατρίδα μας. Θεωρούσε ότι θα έπρεπε να εκμεταλλευτούμε την παρουσία των Βρετανών στο νησί μας και να αποκομίσουμε όσα περισσότερα οφέλη μπορούσαμε. Δε συμφωνούσε με τους πατριωτικούς παιάνες που ξεστόμιζαν οι άλλοι. Πρώτα ή ύστερα οι Βρετανοί θα φύγουν, έλεγε. Τώρα πρέπει να τους πιέσουμε να μας οργανώσουν σαν κράτος, γιατί έχουν παράδοση σε αυτό τον τομέα, ενώ εμείς καμία. Οι απελευθερωτικοί αγώνες είναι για αργότερα. Οι Βρετανοί είναι ύπουλοι και αν φύγουν τώρα, θα μας διχάσουν. Μην ξεχνάτε το τουρκικό στοιχείο! Όμως κανείς δεν το άκουγε. Μερικοί μάλιστα τον είπαν ανθέλληνα. Τον άνθρωπο που όχι μόνο αφιέρωσε τη ζωή του στη διδασκαλία του ελληνικού πολιτισμού, εμπότισε και με αυτά τα ιδεώδη εκατοντάδες παιδιά!
-Πάντοτε οι θούριοι εμπνέουν τον λαό, κατέληξε. Ο ρεαλισμός δεν ενθουσιάζει τα πλήθη.
Η Μαρία χάρηκε που ο Kristian άκουσε και από κάποιο άλλο πόσο εξαιρετικός ήταν ο δάσκαλός της. Ξαναρώτησε όμως τον Γεώργιο Αντωνίου:
-Μήπως γνωρίζετε πού μπορώ να βρω τον Ελευθέριο Κωνσταντίνου;
-Αν ναι, ξέχασα τον Ελευθέριο. Τον γνωρίζω. Ήταν συμμαθητής μου. Είχε χάσει τους γονείς του μικρός και ο Αντώνιος Φιλίππου τον είχε βρει στο δρόμο να τριγυρνά άσκοπα και τον πήρε υπό την προστασία του. Ο Ελευθέριος ζούσε με τους παππούδες, αλλά στην πραγματικότητα αυτός που τον φρόντιζε ήταν ο Αντώνιος. Τον είχε σαν γιο του. Από ότι ξέρω του άφησε και χρήματα για να σπουδάσει. Εξαίρετος μαθητής. Έφυγε για το Λονδίνο, λίγο πριν τον πόλεμο, για σπουδές. Όμως για να είμαι ειλικρινής δε γνωρίζω τι έγινε μετά. Από ότι ξέρω δεν επέστρεψε στην Κύπρο.
-Μήπως θα μπορούσε να γνωρίζουν οι παππούδες του, εισηγήθηκε η Μαρία.
-Δε νομίζω να ζουν οι παππούδες του αλλά μπορώ να το ψάξω αν θέλετε. Έχω κάποιους παλιούς συμμαθητές που μπορεί να γνωρίζουν περισσότερα.
-Ευχαριστώ πάρα πολύ. Οποιαδήποτε πληροφορία θα ήταν χρήσιμη. Για οτιδήποτε αφορά ένα από τους δυο ή και τους δυο.
Ευχαρίστησαν τον Γεώργιο Αντωνίου και έφυγαν. Η Μαρία πρότεινε να περπατήσουν μέχρι την εκκλησία της Φανερωμένης και να δουν το νέο κτήριο του Παρθεναγωγείου Φανερωμένης που είχε ολοκληρωθεί πρόσφατα, με τη χορηγία της εκκλησίας Φανερωμένης.
Όσο περπατούσαν η Μαρία εξηγούσε στον Kristian για το Παρθεναγωγείο της Φανερωμένης, που ιδρύθηκε το 1859 από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α΄. –
-Στην εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μόνο η εκκλησία μπορούσε να αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες, γιατί οι Οθωμανοί ουδόλως ενδιαφέρονταν για τη μόρφωση των κατοίκων. Οι Κύπριοι είναι γενικά πολύ φιλομαθείς και καταλάβαιναν ότι με τη μόρφωση τα παιδιά τους θα είχαν καλύτερες προοπτικές στη ζωή. Τα πρώτα σχολεία που ιδρύθηκαν αυτή την εποχή, απλά δίδασκαν τα βασικά, ανάγνωση, γραφή, στοιχειώδη μαθηματικά και θέματα που αφορούσαν τη θρησκεία. Όμως αυτά ήταν ικανοποιητικά, κάτω από τις συνθήκες για να έχουν τη δυνατότητα οι άνθρωποι να διαβάζουν κάποιο έγγραφο ή βιβλίο που θα έπεφτε στην αντίληψή τους. Από την ίδρυση του Παρθεναγωγείου φαίνεται ότι μορφώνονταν και κάποια κορίτσια, στοιχειωδώς τουλάχιστον.
Σαν έφτασαν στην εκκλησία της Φανερωμένης, η Μαρία πρότεινε να την επισκεφτούν. Εκεί βρήκαν τον ιερέα που τους ενημέρωσε ότι ο ναός κτίστηκε το 1872 πάνω στα ερείπια μιας παλαιότερης εκκλησίας. Λέγεται μάλιστα, ότι η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν αυτή που το 1857 επέτρεψαν οι Τούρκοι να κτυπήσει η καμπάνα της, για πρώτη φορά σε όλη την Κύπρο, μετά από 300 χρόνια.
-Εδώ φυλάσσονται, όπως τους εξήγησε και τα λείψανα του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων επισκόπων που σκότωσαν οι Τούρκοι το 1821 για να προλάβουν και να αποτρέψουν εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου εναντίον τους, ως επακόλουθο της Ελληνικής Επανάστασης.
Η εκκλησία της Φανερωμένης είναι ο μεγαλύτερος ναός στην εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας. Μπαίνοντας μέσα ο Kristian και η Μαρία, ένοιωσαν μια ανάταση της ψυχής τους με τη μεγαλοπρέπεια που εκπέμπει ο χώρος και η αρχιτεκτονική της εκκλησίας. Στο θόλο, στο κέντρο του ναού είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας, με δυτικότροπη τεχνοτροπία.
Βγαίνοντας έξω αντίκρισαν από την πίσω πλευρά της εκκλησίας το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης. Ένα μεγαλοπρεπές, νεοκλασικό, διώροφο κτήριο σε σχήμα Π, κτισμένο με πουρόπετρα. Έχοντας κολόνες και αέτωμα στην είσοδο, δέσποζε στη μικρή πλατεία – δρόμο, που το χώριζε από την εκκλησία. Ήταν μια πολύ όμορφη γωνιά της πόλης. Ο Kristian έβγαλε τη φωτογραφική του μηχανή και το αποθανάτισε. Ζήτησε και από τη Μαρία να σταθεί στην επιβλητική είσοδο του σχολείου και τη φωτογράφισε με φόντο το κτήριο.
-Πολύ γραφικό σημείο, σχολίασε.
Η Μαρία τον οδήγησε σε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο παραδίπλα. Κάθισαν να πιούν το καφέ τους και να σχολιάσουν τις πληροφορίες που πήραν από τον κύριο Γεώργιο Αντωνίου. Μαζί με τους καφέδες, ζήτησαν και μπακλαβάδες, από το παιδί που ήρθε να πάρει την παραγγελία.
-Παρόλο που δεν έχουμε οδηγηθεί στον Ελευθέριο Κωνσταντίνου ακόμα, θεωρώ ότι έχουμε αρχίσει να ξετυλίγουμε το μίτο και πιστεύω σιγά- σιγά θα φθάσουμε στην άκρη, σχολίασε η Μαρία.
Ο Kristian παρέμενε σιωπηλός και κάπως αφηρημένος, τρώγοντας μηχανικά τον σιροπιαστό μπακλαβά του.
-Συμβαίνει κάτι Kristian; Τον ρώτησε η Μαρία. Είσαι ασυνήθιστα σιωπηλός σήμερα. Μήπως είσαι άρρωστος;
-Όχι, όχι απάντησε ο Kristian. Απλά σήμερα το πρωί πήρα ένα τηλεγράφημα που με στεναχώρησε.
-Μήπως έπαθε κάποιος δικός σου κάτι; τον ξαναρώτησε η Μαρία.
-Όχι, ευτυχώς είναι όλοι καλά. Το τηλεγράφημα είναι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Πρέπει να επιστρέψω πίσω το συντομότερο δυνατό. Αυτό με στενοχωρεί αφάνταστα, αφενός γιατί σου είχα υποσχεθεί ότι θα μείνω μαζί σου μέχρι να βρεις αυτό που ψάχνεις και αφετέρου γιατί δε θέλω να χάσω τη συντροφιά σου.
-Και μένα θα μου λείψεις Kristian, πραγματικά θα μου λείψεις όμως αυτός δεν είναι λόγος να στεναχωριέσαι. Θα τα καταφέρω και μόνη μου. Δεν είμαι δα και καμιά αδύναμη παιδούλα. Και το είδες. Οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ φιλικοί και συνεργάσιμοι.
-Ίσως, δε μίλησα καθαρά. Όμως μέσα μου όλα είναι σαφή: Σε έχω ερωτευτεί Μαρία και θα ήθελα να σε πάρω μαζί μου. Να είμαστε για πάντα μαζί!
Η Μαρία αυτό δεν το περίμενε. Είχε καταλάβει ότι ο Kristian έτρεφε κάποια αισθήματα για αυτή. Ήταν πάντοτε τόσο τρυφερός και προστατευτικός απέναντί της, όμως δεν περίμενε αυτή τη στιγμή, στο μικρό ζαχαροπλαστείο, ερωτική εξομολόγηση. Βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη.
-Λες ότι με έχεις ερωτευτεί. Όσο και αν σου φανεί παράξενο, εγώ δεν έχω ποτέ ερωτευτεί. Τον άνδρα μου τον επέλεξα για λόγους άσχετους με τον έρωτα και εισέπραξα στη ζωή μου αυτό που διάλεξα. Ένα σύζυγο που με είχε σαν τρόπαιο. Μια γυναίκα δίπλα του που όλοι οι άνδρες θαύμαζαν, αλλά αυτού ήταν δική του. Δε ζήλευε με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, γιατί ήξερε ότι εγώ δε θα τον απατούσα ποτέ, όμως απολάμβανε τη ζήλια των άλλων ανδρών που δε με είχαν. Θα σου πω μια σκέψη μου που δεν είπα σε κανένα, ούτε και πρόκειται να πω. Φοβάμαι πως η επιμονή του να στείλει την κόρη μας στο Λονδίνο ήταν μια ενδόμυχη επιθυμία του να με απολαμβάνει μόνο αυτός, ως τρόπαιο, και κανείς να μη μου αποσπά την προσοχή. Για τον ίδιο λόγο δεν ήθελε να κάμουμε και άλλα παιδιά. Ήταν δική του επιλογή αυτή η απόφαση.
-Αν αυτό που αισθάνομαι μαζί σου, η ασφάλεια, η ευτυχία, η επιθυμία να σε βλέπω κάθε στιγμή είναι έρωτας, τότε και εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Όμως τώρα, φοβάμαι, δεν είναι καλή συγκυρία. Και αυτό με θλίβει αφάνταστα, γιατί θα ήθελα και εγώ να είμαστε πάντοτε μαζί. Είναι η αρχέτυπη επιθυμία του κάθε ανθρώπου να βρει το ταίρι του και να ζήσει όλη του τη ζωή μαζί του. Και νομίζω ότι εσύ είσαι το ταίρι μου, Kristian.
Ο Kristian πήρε τα χέρια της στα δικά του:
-Μαρία μου, γλυκιά μου Μαρία, το ξέρω ότι είσαι το ταίρι μου. Εγώ γνώρισα πολλές γυναίκες και θα αποκαλούσα τον εαυτό μου άντρα με παρελθόν. Όμως αυτό που αισθάνομαι για σένα, δεν είναι η απλή ερωτική έλξη, αυτό που περιγράφει ο Φρόιντ. Είναι σάμπως η παρουσία σου γεμίζει την ύπαρξη μου με γάργαρο νερό, που ξεδιψά όλες τις ανάγκες μου και ανεβάζει την ψυχή μου σε άλλο επίπεδο.
Ξαφνικά αντιλήφθηκαν ότι όλοι στο ζαχαροπλαστείο, από τους πελάτες, τον ιδιοκτήτη και τον νεαρό υπάλληλο, έστεκαν και τους κοίταζαν. Ένοιωσαν τόσο άβολα, ώστε σηκώθηκαν και έφυγαν.
Στο δρόμο ήταν και οι δυο σιωπηλοί. Σε μια στιγμή η Μαρία ρώτησε:
-Πότε πρέπει να φύγεις;
-Το συντομότερο. Κατ’ ακρίβεια αύριο γιατί έχει καράβι από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Αν θέλεις όμως, μπορώ να το καθυστερήσω για μερικές μέρες και να πω ότι έχασα το καράβι.
-Όχι, απάντησε η Μαρία. Η καθυστέρηση θα κάμει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Το ξέρεις, Kristian, ότι πρέπει να φέρω σε πέρας αυτό που άρχισα. Το καταλαβαίνεις; Δεν είναι έτσι;
-Δυστυχώς, το καταλαβαίνω. Όμως κάποτε αυτό θα τελειώσει. Και θα βρεις την αλήθεια για τη ζωή σου και για το δάσκαλό σου. Εγώ θα σε περιμένω, όσο καιρό και αν χρειαστεί. Δεν είναι σχήμα λόγου αυτό. Το εννοώ.
-Το ξέρω ότι το εννοείς. Όμως ας μη δεσμευτούμε με υποσχέσεις που μπορεί να μην τηρήσουμε. Πίστεψέ με, μετά τη νεκρανάσταση που είχα όταν συνάντησα το δάσκαλο και τη γέννηση της κόρης μου, είσαι ότι ωραιότερο υπήρξε στη ζωή μου.
Μετά σώπασαν και οι δύο. Σαν έφτασαν στο σημείο που χώριζαν οι δρόμοι τους, η Μαρία για το σπίτι της και ο Kristian για το ξενοδοχείο του, σταμάτησαν ξαφνικά και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των περαστικών αγκαλιάστηκαν. Έμειναν έτσι για λίγα λεπτά και μετά ο Kristian της είπε:
-Θα σου γράψω, Μαρία. Καλή επιτυχία με την αναζήτησή σου!
-Καλό ταξίδι, Σίγουρα θα ξανασυναντηθούμε!
Ο Kristian, άνοιξε το βήμα του για να μη δει η Μαρία, τα δάκρυα που γέμισαν τα μάτια του και χάθηκε στα στενά δρομάκια της Λευκωσίας.
Η Μαρία συνέχισε για το σπίτι της. Σαν έφυγε η κυρία Βασιλεία και έμεινε μόνη της δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα αναφιλητά της. Έφυγε ο σημαντικότερος άνδρας της ζωής της, μετά τον δάσκαλό της. Είναι η μοίρα μου άραγε σκέφτηκε, να χάνω όσους αγαπώ;
Όμως σύντομα συγκρότησε τον εαυτό της. Το μελόδραμα δεν ήταν ποτέ η επιλογή της. Προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Για πρώτη φορά στη ζωή της είχε μπροστά της τρεις δρόμους να ακολουθήσει:
Ο πρώτος δρόμος ήταν να συνεχίσει την αναζήτησή της. Αυτό ήταν σίγουρο ότι θα το έκανε. Το θέμα όμως είναι πού θα σταματούσε. Ακόμα και αν εύρισκε σύντομα τα στοιχεία που ήθελε, αυτά θα την οδηγούσαν σε άλλα στοιχεία και νέες αναζητήσεις. Ο γόρδιος δεσμός του παρελθόντος της δεν ήταν εύκολο να λυθεί. Και ύστερα ήθελε άραγε να φύγει από την Κύπρο; Τώρα που βρήκε την πατρίδα της, πόσο έτοιμη ήταν να τη χάσει;
Δεύτερη επιλογή της ήταν να επιστρέψει στο Λονδίνο για να βρίσκεται κοντά στην κόρη της και τα εγγονάκια που σύντομα θα αποκτούσε. Ίσως, κατά βάθος αυτό να το χρωστούσε στην κόρη της. Ήταν σίγουρα μια καλή επιλογή, που θα της χάριζε πληρότητα και ευτυχία.
Η πρόταση του Kristian, ήταν η ωραιότερη πρόταση που είχε δεχθεί στη ζωή της. Ήταν μια υπόσχεση για μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή με τον άντρα που αγαπούσε, Προϋπόθεση φυσικά, ότι θα εγκατέλειπε τις δύο προηγούμενες επιλογές της. Πόσο έτοιμη ήταν να το κάνει αυτό;
Η Μαρία ζαλίστηκε να σκέφτεται. Τι τραγική ειρωνεία! Διαπίστωσε. Σε όλη μου τη ζωή άλλοι έπαιρναν τις αποφάσεις για μένα και τώρα που έχω τη δυνατότητα να αποφασίσω από μόνη μου, δεν ξέρω τι θέλω!
Έκλεισε για λίγο τα μάτια και τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν ανάγκη να αποφασίσει. Η ζωή θα οδηγούσε τα βήματά της εκεί που θα πρέπει να πάει, άσχετα με τους δικούς της περίπλοκους συνειρμούς. Δε συμβαίνει το ίδιο και τώρα; Δεν οδηγεί τα βήματά της;
Παρά τις ανησυχίες της, η Μαρία κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ ήρεμη. Όσο και αν ο χωρισμό της με τον Kristian της έφερε θλίψη στην καρδιά, η ερωτική εξομολόγηση του της χάρισε πληρότητα. Τα λόγια του:
…Είναι σάμπως η παρουσία σου γεμίζει την ύπαρξη μου με γάργαρο νερό, που ξεδιψά όλες τις ανάγκες μου και ανεβάζει την ψυχή μου σε άλλο επίπεδο,
αντηχούσαν σαν μουσική στο μυαλό της και τη νανούριζαν γλυκά. Η ζωή της είχε γυρίσει σελίδα.
Βιβλιογραφία: Αγνής Μιχαηλίδη: Χώρα, η παλιά Λευκωσία
(Κεφάλαιο 14)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λονδίνο άνοιξη 1927
Η Αλεξάνδρα κρατούσε την κορούλα της στην αγκαλιά της. Είχε γεννήσει πριν ένα μήνα και ήταν μια τρισευτυχισμένη μαμά. Λάτρευε τόσο πολύ την κόρη της που δεν είχε καμία διάθεση να αφήσει την περιποίηση της στις υπηρέτριες. Τη φρόντιζε μόνη της και αυτό της έδινε μεγάλη ικανοποίηση. Τώρα κατάλαβε πόσο σκληρό θα ήταν για τη μητέρα της, όταν ο πατέρας της την ανάγκασε να στείλει την ίδια στο Λονδίνο, εσώκλειστη σε σχολείο.
Σιγοτραγουδούσε στο κοριτσάκι όταν κτύπησε η πόρτα και η υπηρέτρια της ανήγγειλε ότι κάποιος κύριος τη ζητούσε. Η Αλεξάνδρα ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε κανένα κύριο.
-Πώς ονομάζεται; Ρώτησε την υπηρέτρια.
-Το όνομά του είναι ξένο. Δεν μπορώ να το θυμηθώ. Κατ’ ακρίβεια ζήτησε πρώτα τη μητέρα σας, τη Λαίδη Mary William Moore, και όταν του είπα ότι δε ζει πλέον στο Λονδίνο και εδώ μένει η κόρη με τον σύζυγό της, ζήτησε να μιλήσει σε σας. Τον έβαλα να περιμένει στη βιβλιοθήκη.
Παραξενεμένη αλλά και περίεργη η Αλεξάνδρα, άφησε το παιδί στην υπηρέτρια και προχώρησε προς τη βιβλιοθήκη. Σαν μπήκε μέσα αντίκρισε ένα ευπαρουσίαστο νεαρό άνδρα, γύρω στα τριανταπέντε, με μεσογειακή εμφάνιση, να περιεργάζεται τα βιβλία.
-Χαίρεται, ονομάζομαι Αλεξάνδρα James Macdonald, και είμαι η κόρη της Λαίδης Mary William Moore. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω; Δυστυχώς, η μητέρα μου απουσιάζει στην Κύπρο.
-Πολύ κακή συγκυρία για μένα, είπε ο νεαρός κύριος. Το όνομά μου είναι Ελευθέριος Κωνσταντίνου και είμαι δικηγόρος. Έχω κάτι για τη μητέρα σας από τον δάσκαλό της, τον Αντώνιο Φιλίππου.
Η καρδία της Αλεξάνδρας κτύπησε δυνατά σαν άκουσε το όνομα Αντώνιος Φιλίππου. Πριν προλάβει όμως να αρθρώσει λέξη, ο κύριος Κωνσταντίνου συνέχισε, δείχνοντάς της ένα ξύλινο κουτί που κρατούσε.
-Έχω εντολή από το δάσκαλο να το παραδώσω στα χέρια της Λαίδης προσωπικά. Δεν ξέρω τι να κάνω τώρα. Κρατώ αυτό το κουτί για δεκαεπτά χρόνια και διάφορες συγκυρίες δε μου επέτρεψαν να συναντήσω τη μητέρα σας.
-Αρχικά, όταν ήρθα στο Λονδίνο το 1910, για σπουδές και έψαξα τη μητέρα σας, ανακάλυψα ότι δεν ήταν στο Λονδίνο, αλλά στις Ινδίες. Αργότερα, όταν έγινε ο πόλεμος, εγώ στρατεύτηκα και πολέμησα στο πλευρό των Βρετανών. Στο πόλεμο τραυματίστηκα και πέρασε καιρός να αναρρώσω. Μετά συνέχισα τις σπουδές μου και με κάποιες άλλες δυσκολίες που είχα, ντρέπομαι που το λέω, ξέχασα το κουτί και την αποστολή που μου είχε ανατεθεί από το δάσκαλο.
-Τελευταία παντρεύτηκα και καθώς προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα για να τα μεταφέρω στο νέο μου σπίτι ανακάλυψα το κουτί αυτό. Νοιώθω πραγματικά άσχημα γιατί ήταν η τελευταία επιθυμία του δασκάλου μου να το παραδώσω στα χέρια της Μαρίας του, όπως την έλεγε, και εγώ απέτυχα. Όμως δεν ξέρω αν μπορώ να το δώσω σε σας. Η εντολή του δασκάλου ήταν ρητή: θα το παραδώσεις προσωπικά μόνο στα χέρια της Μαρίας.
-Δε θέλω να σας πιέσω κύριε Κωνσταντίνου, αλλά θα ήθελα να ξέρετε ότι η μητέρα μου, μου έχει μιλήσει για τη ζωή της και για τον δάσκαλό της. Τώρα βρίσκεται στην Κύπρο με σκοπό να βρει τον δάσκαλό της ή οποιαδήποτε στοιχεία για αυτόν.
-Για να σας βγάλω όμως από τη δύσκολη θέση, προτείνω να σας δώσω τη διεύθυνση της μητέρας μου και είτε να της γράψετε, είτε να της τηλεγραφήσετε και να ζητήσετε την άδειά της για να μου δώσετε εμένα το κουτί. Σε ένα μήνα φεύγουμε με το σύζυγό μου για την Κύπρο, για να επισκεφτούμε τη μητέρα μου και μπορούμε να της το πάρουμε.
Ο Ελευθέριος αναστέναξε με ανακούφιση.
-Ναι, αυτό θα ήταν μια πολύ καλή λύση. Θα τηρούσα την υπόσχεσή μου στο δάσκαλο και θα παρέδιδα επιτέλους το κουτί, έστω και με έμμεσο τρόπο.
Η Αλεξάνδρα του έγγραψε τη διεύθυνση της Μαρίας σε ένα χαρτάκι και του την έδωσε. Ζήτησε συγχρόνως και τη δική του διεύθυνση σε περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά. Αφού αντάλλαξαν διευθύνσεις, ο Ελευθέριος την ευχαρίστησε και φεύγοντας της είπε:
-Έχετε σπουδαία βιβλία στη βιβλιοθήκη σας!
-Είναι της μητέρας μου απάντησε η Αλεξάνδρα.
Το βράδυ που επέστρεψε ο σύζυγός της, η Αλεξάνδρα του μίλησε για την αναπάντεχη επίσκεψη και την απρόσμενη τροπή που πήραν τα γεγονότα.
-Είναι τουλάχιστον τραγική ειρωνεία, η μητέρα μου να ψάχνει τόσο καιρό στοιχεία για τον δάσκαλό της στην Κύπρο και τα στοιχεία αυτά να βρίσκονται στο Λονδίνο. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ!
-Τι σου έγραψε στο τελευταίο της γράμμα για αυτό το θέμα;
-Μου είχε αναφέρει ότι συγκεκριμένες πληροφορίες την οδηγούν σε κάποιο δικηγόρο, Ελευθέριο Κωνσταντίνου, αλλά είχε φτάσει σε αδιέξοδο γιατί κανείς δεν ήξερε πού βρίσκεται. Φαίνεται ότι ο δάσκαλός της ανέλαβε τη μόρφωση και τις σπουδές του και από ότι προκύπτει από την επίσκεψή του, του εμπιστεύτηκε και οτιδήποτε γνώριζε για τη μητέρα.
-Νομίζεις αυτός να ξέρει τι συνέβηκε στη μητέρα σου;
-Δε φαντάζομαι γιατί το κουτί που κρατούσε ήταν σφραγισμένο, καρφωμένο για την ακρίβεια. Άραγε να ενημερώσουμε τη μητέρα για αυτό το συμβάν, ή να περιμένουμε να της γράψει ο κύριος Κωνσταντίνου;
-Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να την ενημερώσουμε. Θα είναι τουλάχιστον προετοιμασμένη και θα πάψει να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πήρες τη διεύθυνσή του;
-Ναι, βέβαια, μπας και ξεχάσει πάλι, είπε γελώντας η Αλεξάνδρα.
-Ίσως, να πρέπει να επισπεύσουμε το ταξίδι μας στην Κύπρο, συμπέρανε ο James. Νομίζεις ότι θα είναι εντάξει για το παιδί μας να ταξιδέψει;
-Δε νομίζω να κάνει καμιά διαφορά αν ταξιδέψει σε δύο εβδομάδες ή σε κανένα μήνα. Η κόρη μας είναι όλο ζωντάνια. Σφύζει από υγεία. Εξάλλου θα πάμε σε καλύτερο κλίμα από το κλίμα του Λονδίνου.
Την άλλη μέρα η Αλεξάνδρα πήγε πρωί – πρωί στο τηλεγραφείο και έστειλε το εξής τηλεγράφημα στη μητέρα της:
«Με επισκέφθηκε Ελευθέριος Κωνσταντίνου. Έχει στοιχεία για δάσκαλο. Θα ζητήσει άδεια να μου τα δώσει. Μόλις τα έχουμε φεύγουμε για Κύπρο.»
Σε μερικές μέρες πήρε απάντηση από τη Μαρία:
«Ελευθέριος Κωνσταντίνου επικοινώνησε. Του έδωσα την άδεια. Ελάτε το συντομότερο».
Πραγματικά, την επομένη επισκέφθηκε την Αλεξάνδρα ο Ελευθέριος Κωνσταντίνου. Στα χέρια του κρατούσε και πάλι το ξύλινο κουτί. Φαινόταν πολύ ανακουφισμένος.
-Επιτέλους της είπε. Μπορώ να το παραδώσω στα χέρια σας και εσείς στα χέρια της μητέρας σας. Έτσι ξεπληρώνω αυτό το χρέος μου προς τον δάσκαλο, γιατί γενικά του χρωστώ πάρα πολλά στη ζωή μου.
-Πέστε μου για αυτόν το δάσκαλο, του ζήτησε η Αλεξάνδρα. Τα ίδια με σας λέει και η μητέρα μου. Ότι του χρωστά τα πάντα στη ζωή της.
-Ο δάσκαλός μας, ο Αντώνιος Φιλίππου, ίσως να είναι το πρότυπο της σημασίας του όρου «δάσκαλος». Όσα παιδιά είχαν την ευλογία να μαθητεύσουν κοντά του θα τον θυμούνται μέχρι να πεθάνουν. Εγώ προσωπικά του χρωστώ οτιδήποτε είμαι σήμερα. Γύρω στα πέντε είχα χάσει και τους δύο γονείς μου και έμενα με τους παππούδες μου. Ήταν και οι δύο πολύ ηλικιωμένοι και το μόνο που μπορούσαν να φροντίσουν για μένα, ήταν ένα πιάτο φαΐ. Τριγυρνούσα άσκοπα στους δρόμους και βασικά ήμουν ένας αλητάκος. Όταν γνώρισα τον δάσκαλο, αυτός άρχισε να με πλησιάζει λέγοντάς μου ιστορίες και παραμύθια με βάση την ελληνική μυθολογία. Εγώ μαγεύτηκα, γιατί πρώτη φορά είχα ακούσει τέτοια πράγματα. Με αυτό τον τρόπο με τράβηξε στο σχολείο και την αλήτικη ζωή μου αντικατέστησαν σιγά – σιγά η πειθαρχία και η μάθηση. Μου έδωσε τα χρήματα για να σπουδάσω, που θεωρώ ότι ήταν όλες οι οικονομίες της ζωής του. Για αυτό ένοιωσα τόσο άσχημα όταν ανακάλυψα ότι ξέχασα την υπόσχεση μου για την παράδοση αυτού του κουτιού στη Μαρία.
-Σύντομα θα φύγουμε για την Κύπρο για να παραδώσουμε αυτό το πολύτιμο κουτί στη μητέρα μου. Μήπως θα θέλατε να της δώσουμε και κάποιο μήνυμα από εσάς; Είμαι βέβαιη ότι θα ήθελε πολύ να σας γνωρίσει.
-Πέστε της ότι ο Αντώνιος Φιλίππου την αγαπούσε τόσο πολύ που κάποτε ζήλευα. Ήταν το υποκατάστατο της κόρης του Αθηνάς, που επίσης έχασε σε πολύ μικρή ηλικία. Πρέπει να είναι πολύ σπουδαία γυναίκα. Είστε τυχερή που την έχετε για μητέρα!
-Ναι, είπε η Αλεξάνδρα. Είναι μια σπάνια γυναίκα.
-Εύχομαι μέσα σε αυτό το κουτί να βρει ότι ψάχνει και ότι χρειάζεται. Θα ήθελα και εγώ πολύ να τη γνωρίσω. Ποιος ξέρει, μπορεί κάποτε να συμβεί και αυτό.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και η Αλεξάνδρα μαζί με το σύζυγο και την κόρη της ταξίδευαν για την Κύπρο. Τα αισθήματά της ήταν ανάμεικτα, μεταξύ μιας γλυκιάς προσμονής, αλλά και αγωνίας για το τι άραγε να κρύβει το καλά σφραγισμένο ξύλινο κουτί. Της είχε λείψει η μητέρα της, όμως είχε πια μάθει να ζει μακριά της. Όταν στα δέκα της χρόνια αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από κοντά της, πέρασε πολύς καιρός για να συνέλθει. Όμως αυτός ο χωρισμός την είχε κάνει δυνατή και ανεξάρτητη. Σαν την ίδια τη Μαρία.
Τώρα πια μπορούσε να ζει μακριά της χωρίς να υποφέρει. Από την άλλη ο James ήταν ένας εξαίρετος σύζυγος, με τον οποίο είχε άριστη επικοινωνία. Εκείνος εύρισκε πάντα τον καλύτερο τρόπο να χαλιναγωγεί το εκρηκτικό ταπεραμέντο της, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Ήταν πολύ ευτυχισμένη μαζί του.
Μέσα από τα γράμματα της μητέρας της είχε αντιληφθεί ότι είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερα φιλική σχέση με ένα Σουηδό αρχαιολόγο και η Αλεξάνδρα δε θα παραξενευόταν καθόλου αν τον ερωτευόταν.
-Εκείνος σίγουρα την ερωτεύτηκε, σκέφτηκε. Όλοι οι άνδρες ερωτεύονται τη μητέρα μου. Ιδιαίτερα οι άνδρες με πνευματικά ενδιαφέροντα. Είναι το ιδανικό μιας όμορφης, καλλιεργημένης και έξυπνης γυναίκας.
Η ίδια η Αλεξάνδρα ήταν αρκετά όμορφη αλλά σίγουρα όχι τόσο όσο η μητέρα της. Αυτό όμως δεν την ένοιαζε. Η σπάνια ομορφιά δημιουργεί και μεγάλα προβλήματα. Είχε αντιληφθεί και η ίδια πώς παρουσίαζε ο πατέρας της τη μητέρα της: σαν ένα τρόπαιο για να καμαρώνει.
-Εκείνο που έχει σημασία σε μια σχέση είναι η αγάπη, η κατανόηση και η τρυφερότητα, συμπέρανε. Οτιδήποτε ξεπερνά το κανονικό, δημιουργεί ανισότητες, που κάποτε είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούν οι άνθρωποι.
Με τον ερχομό της κορούλας της η Αλεξάνδρα ένοιωθε ότι είχε ολοκληρώσει την ευτυχία στη ζωή της. Ήξερε όμως ότι οι περισσότεροι κύκλοι στη ζωή της μητέρας της είχαν μείνει μετέωροι και της είχαν αφήσει τεράστια κενά. Η άγνωστη προέλευσή της, ο βίαιος αποχωρισμός της από το δάσκαλό και σωτήρα της, ο τυπικός γάμος της που έγινε βασικά για να ευχαριστήσει τη μητέρα της, ο εξαναγκασμός από τον σύζυγό της να αποχωριστεί την κόρη της. Ήταν πολλά μαζεμένα. Και όμως, αυτή η γυναίκα έστεκε σαν βράχος και επιβαλλόταν με την παρουσία της όπου και αν βρισκόταν.
Σίγουρα άξιζε να είναι ευτυχισμένη η μητέρα της! Και η Αλεξάνδρα δε θα έστεκε ποτέ εμπόδιο σε αυτό. Είχε θυσιάσει πολλά, για να ευχαριστήσει τους άλλους. Ήταν καιρός οι άλλοι να της προσφέρουν όσο χώρο χρειαζόταν για να βρει την ευτυχία.
Η Αλεξάνδρα παραξενευόταν και η ίδια με τις σκέψεις της. Ποτέ δεν είχε υπάρξει ξανά τόσο ανιδιοτελής.
-Ίσως, να με άλλαξε η μητρότητα, σκέφτηκε. Όταν αυτό το γεγονός έρθει στη ζωή του ανθρώπου, αυτός αντιλαμβάνεται ότι η χαρά του να προσφέρεις είναι μεγαλύτερη από τη χαρά του να παίρνεις.
Κοίταξε την κόρη της που κοιμόταν βαθιά, νανουρισμένη από το κούνημα του πλοίου.
-Δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα από ένα παιδί που κοιμάται, συμπέρανε. Υπάρχει τόση μακαριότητα, τόση παράδοση του εαυτού στη ζωή, τόση εμπιστοσύνη! Μεγαλώνοντας έρχονται οι αμφιβολίες, οι εγωιστικές διεκδικήσεις και όλο αυτό χάνεται. Μαζί χάνεται και η δροσιά από το πρόσωπο, η λάμψη από τα μάτια και η απόλαυση του ανθρώπου για την ίδια την ύπαρξή του.
Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε με τη φιλοσοφική της διάθεση. Δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για αυτή!
-Φταίει η μητρότητα, συμπέρανε ξανά.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα της καμπίνας και εμφανίστηκε ο James, ο σύζυγός της.
-Έλα, της είπε, θα μείνω εγώ με το παιδί. Βγες και εσύ λίγο έξω να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα. Έχει φανταστικά χρώματα.
Η Αλεξάνδρα, ένοιωθε τόση πληρότητα με την παρουσία της κόρης της που δεν είχε άλλες επιθυμίες αλλά σίγουρα ένα ηλιοβασίλεμα θα τη βοηθούσε να αλλάξει παραστάσεις και σκέψεις.
Φόρεσε μία ζακέτα και ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ο ήλιος είχε κατεβεί αρκετά και άγγιζε με το δίσκο του την επιφάνεια της θάλασσας. Χρυσά, κόκκινα, κίτρινα και πορτοκαλιά χρώματα απλώνονταν στην επιφάνεια του νερού χορεύοντας ρυθμικά με την κίνηση των κυμάτων. Τα σύννεφα πάνω στον ουρανό είχαν πάρει φωτιά και ένα πλήθος επιβατών κοίταζε μαγεμένο.
Η Αλεξάνδρα κρατούσε με τα δυο της χέρια την κουπαστή του πλοίου και θαύμαζε το μεγαλοπρεπές φαινόμενο του ήλιου που βυθιζόταν μέσα στο βαθύ μπλε του νερού. Σιγά – σιγά τα χρώματα άρχισαν να ξεθωριάζουν. Τα κόκκινα σύννεφα, έγιναν αρχικά χρυσά, μετά ρόδινα και στο τέλος απλώθηκε το γκρίζο που δήλωνε την αποχώρηση του δειλινού. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο ουρανός γέμισε λαμπερά αστέρια πάνω στο μαύρο φόντο της νύχτας. Η Αλεξάνδρα εξακολουθούσε να κοιτάζει.
-Τι ομορφιά, σκέφτηκε. Πόση λαμπρότητα!
Ξαφνικά και απρόσμενα ήρθαν στο νου της οι φρικτές εικόνες που έζησε στο πόλεμο. Πόσος πόνος, πόση αθλιότητα, πόση μιζέρια! Και όλα αυτά σε ένα κόσμο που μπορεί να λούζεται μέσα σε τόση ομορφιά!
-Πώς μπορούν αυτά τα δύο να συνδυάζονται και να συνυπάρχουν, αναρωτήθηκε.
Δεν πήρε απάντηση. Όπως δεν πήρε ποτέ κανένας που υπέβαλε αυτή την ερώτηση. Υπάρχει μόνο η κατακραυγή των ανθρωπίνων πράξεων που φέρνουν τον όλεθρο και την καταστροφή. Όμως ο όλεθρος και η καταστροφή είναι και εκφάνσεις της φύσης γύρω μας. Συνειρμοί και ερωτήματα που παραμένουν εδώ και αιώνες. Και δεν αλλάζουν. Όπως δεν αλλάζει η πορεία που ακολουθεί ο ήλιος από την απαρχή της ζωής, όπως διατηρεί την ομορφιά του αναλλοίωτη σε όλες τις ανατολές και σ’ όλα τα ηλιοβασιλέματα, έστω και αν αυτά γίνονται πάνω από καμένη γη.
Η Αλεξάνδρα επέστρεψε στην καμπίνα της και βρήκε τον James να κρατά την κόρη τους στην αγκαλιά του και να της μιλά τρυφερά. Εκείνη χαμογελούσε αδιόρατα.
-Α, ξύπνησε, είπε η Αλεξάνδρα. Είναι η ώρα της να φάει. Ένα λεπτό να πλυθώ και να τη θηλάσω.
Σε λίγα λεπτά κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά της και εκείνη θήλαζε λαίμαργα.
-Τι αμφίδρομη σχέση ο θηλασμός, αναλογίστηκε. Είναι όπως τον έρωτα. Μοιράζεσαι τους χυμούς της ύπαρξής σου με μια άλλη ύπαρξη και της δίνεις ζωή. Είμαι ευτυχισμένη που έχω εμπειραθεί και τις δύο αυτές μέγιστες εκφράσεις της ζωής!
Ύστερα σκέφτηκε τη μητέρα της και την αυριανή συνάντησή τους στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Τους είχε τηλεγραφήσει ότι θα ερχόταν η ίδια να τους παραλάβει. Η κυρία Jennifer Thomson, η σύζυγος του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας, της είχε δανείσει τον οδηγό και το αυτοκίνητό της για να μην ταλαιπωρηθούν καθόλου. Ιδιαίτερα το παιδί.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Ήξερε ότι το περιεχόμενο του σφραγισμένου κουτιού σίγουρα θα περιείχε κάποιες τραγικές πληροφορίες. Όμως έπρεπε να μάθουν και οι δύο. Πρώτα η μητέρα της, έπειτα εκείνη. Ήταν οι ρίζες τους. Η ιστορία της ζωής τους. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να πορευτούν, γνωρίζοντας την ταυτότητα τους, όποια κι αν ήταν αυτή.
(Κεφάλαιο 15)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία φθινόπωρο 1926 – άνοιξη 1927
Μετά την αναχώρηση του Kristian, η Μαρία έμεινε για μερικές μέρες συγκλονισμένη. Όμως η ζωή της είχε διδάξει να μην εγκλωβίζεται σε αρνητικές καταστάσεις, αλλά να αξιοποιεί ότι έχει στη διάθεσή της όσο το δυνατό καλύτερα.
Με τον Kristian διατηρούσαν πολύ συχνή αλληλογραφία, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, και μέσα από τα γράμματα που αντάλλασσαν, μοιράζονταν σκέψεις και απόψεις πάνω σε διάφορα θέματα. Αυτό τους βοηθούσε να έρθουν πιο κοντά και να κατανοήσουν καλύτερα ο ένας τον άλλο. Για το κοινό τους μέλλον δε μιλούσαν καθόλου, περιμένοντας να δουν πώς θα εξελιχθούν οι συγκυρίες της ζωής. Όμως γνώριζαν πολύ καλά πως, κατά βάθος, αυτός ήταν ο στόχος και των δύο.
Από την άλλη περίμενε με αγωνία την ώρα που θα γεννούσε η κόρη της και πραγματικά λυπόταν που δεν ήταν κοντά της. Την παρηγορούσε το γεγονός ότι ο γαμπρός της ήταν γιατρός και θα φρόντιζε το καλύτερο για τη γυναίκα και το παιδί του. Επιπρόσθετα ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος και ένας υποστηρικτικός σύζυγος. Η διαβεβαίωση δε, ότι θα την επισκέπτονταν μέσα στην άνοιξη, ήταν για αυτή μεγάλη ανακούφιση.
Είχε αρχίσει να ετοιμάζει το δωμάτιό τους, παράγγειλε σε ένα ξυλουργό και της ετοίμασε κρεβατάκι για το παιδί και ήταν καθόλα έτοιμη να τους υποδεχθεί. Παράλληλα αγόρασε πολλά παραδοσιακά υφαντά για να διακοσμήσει το δωμάτιο καθώς και κυπριακά μεταξωτά σεντόνια για το κρεβάτι της κόρης και του γαμπρού της και για το παιδί. Προσπάθησε να φέρει την Κύπρο στο δωμάτιό τους, για να γνωρίσουν την πατρίδα της και την παράδοσή της.
Τέλος Φεβρουαρίου πήρε το τηλεγράφημα ότι η Αλεξάνδρα είχε γεννήσει ένα υγιέστατο κοριτσάκι και οι δυο τους ήταν μια χαρά. Πόσο πολύ θα ήθελε να υπάρχουν τηλέφωνα στη Λευκωσία για να τους μιλήσει! Είχε ακούσει ότι στη Λεμεσό το 1925, κάποιος Γιώργος Γιορδαμλής, είχε εγκαταστήσει ένα περιορισμένο τηλεφωνικό δίκτυο, αλλά μάλλον ήταν για εγχώρια χρήση. Στη Λευκωσία υπήρχαν μόνο μικρά τηλεφωνικά δίκτυα για κυβερνητικά γραφεία. Έτσι η Μαρία θα έπρεπε να περιμένει την άφιξη όλης της οικογένειας στην Κύπρο, για να μιλήσουν.
Συγχρόνως με τις πιο πάνω ασχολίες της, η Μαρία είχε επισκεφθεί μερικές φορές και το δικηγόρο Γεώργιο Αντωνίου για να δει αν είχε καμιά πληροφορία για τον συνάδελφό του Ελευθέριο Κωνσταντίνου. Δυστυχώς, ο κ. Αντωνίου δεν μπόρεσε να βρει κάτι διαφωτιστικό για την αναζήτησή της. Ο παππούς και η γιαγιά του Ελευθέριου είχαν πεθάνει και φαίνεται ότι ο ίδιος δε διατηρούσε αλληλογραφία με κάποιο από τους κοινούς γνωστούς τους. Έτσι και εδώ βρήκε αδιέξοδο.
Παράλληλα άρχισε να επισκέπτεται πιο συχνά τη σύζυγο του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας την κυρία Jennifer Thomson. Σιγά – σιγά έγιναν φίλες. Η κυρία Thomson, παρά το γεγονός ότι έδινε την εντύπωση απλοϊκής γυναίκας, ήταν κατά βάθος πολύ καλός άνθρωπος και όπως αποδείχθηκε πολύ φιλομαθής. Η Μαρία είχε αρχίσει να την εισάγει στην Κυπριακή ιστορία και κουλτούρα και μαζί επισκέπτονταν συχνά το Γυναικοπάζαρο, αγοράζοντας κεντήματα και υφαντά για το σπίτι τους. Της μιλούσε για την τραγική μοίρα του τόπου και των ανθρώπων του και η κυρία Thomson άρχισε να αλλάζει άποψη για τους «ντόπιους». Τα δε παιδιά της, τη λάτρευαν όταν τους διηγότανε ιστορίες από τις Ινδίες και τα μυστήρια της Αιγύπτου.
Οι κόρες της κυρίας Βασιλείας επίσης βρήκαν στο πρόσωπό της μία κυρία που μπορούσε να τις ταξιδέψει σε τόπους μακρινούς και μαγικούς. Την κοίταζαν με τα μάτια ορθάνοιχτα και δε χόρταιναν να την ακούουν. Με τη σειρά τους, ύστερα, μετέφεραν τις διηγήσεις της Μαρίας στις φίλες και συμμαθήτριές τους. Ακόμα και οι δασκάλες τους περίμεναν να ακούσουν τις καινούργιες ιστορίες που μάθαιναν από αυτή την εξωτική Αγγλίδα Λαίδη.
Μια μέρα, καθώς τους διηγόταν την ανακάλυψη της μούμιας του Φαραώ Τουταγχαμών από τον Κάρτερ και τα θαυμαστά αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα στο μοναδικό ασύλητο τάφο Φαραώ που ανακαλύφθηκε ποτέ, εντόπισε μία διαχρονική αλήθεια. Εξηγούσε στα κορίτσια, ότι όταν αυτός ο νεαρός Φαραώ, πέθανε στα 19 του χρόνια, οι διάδοχοί του προσπάθησαν να σβήσουν το όνομά του από την ιστορία. Κατέστρεψαν όλες τις πινακίδες που το ανέφεραν και δεν τον συμπεριέλαβαν στη μακριά σειρά με τα ονόματα των Φαραώ της Αιγύπτου. Και όμως, τρεις χιλιάδες χρόνια αργότερα, βρέθηκε ο τάφος τους ασύλητος! Αυτό το γεγονός τον έκανε τον πιο διάσημο Φαραώ στο κόσμο.
-Όλη η οικουμένη γνωρίζει πλέον τον Τουταγχαμών και η ζωή του θα μελετάται για πολλά χρόνια ακόμα. Αυτό σημαίνει δικαιοσύνη. Για κάθε αδικία που γίνεται, υπάρχει η ανταπόδοση του σύμπαντος που θα ισορροπήσει τα πράγματα. Έστω και αν περάσουν τρεις χιλιάδες χρόνια!
Και καθώς μέσα της σκέφτηκε τον εαυτό της, ψιθύρισε:
-Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα βρεθεί η αλήθεια.
Αυτό όμως που γέμιζε τη Μαρία και της έδινε βαθιά χαρά και συγκίνηση ήταν οι επισκέψεις της στον κύριο Δημήτριο Δημητρίου. Παρά την αρχική αρνητική στάση της κόρης του, η Μαρία τόλμησε να τον επισκεφθεί ξανά. Η κόρη του μόλις την είδε ήταν έτοιμη να τη διώξει, όμως και πάλι ο Δημήτριος εμφανίστηκε και την προσκάλεσε μέσα.
Η παρουσία της Μαρίας σαν να είχε μία θεραπευτική επίδραση στον ηλικιωμένο κύριο. Τουλάχιστον για κανένα δεκάλεπτο μετά που την έβλεπε το πνεύμα του φωτιζόταν από μία παράξενη αναλαμπή και της διηγόταν ιστορίες με τον Αντώνιο Φιλίππου, πριν περάσει ξανά στην κατάσταση της σύγχυσης και της λήθης. Παρόλα αυτά μία ηρεμία τον διακατείχε τις ώρες που ακολουθούσαν και αυτό έκανε την κόρη του να τη δέχεται φιλικά και ακόμα να την κερνά καφέ και γλυκό.
Οι ολιγόλεπτες διηγήσεις του Δημητρίου ήταν γλαφυρές και άνοιγαν ένα παράθυρο στο χρόνο για τη Μαρία, για να μάθει πώς ζούσε και πώς ενεργούσε ο αγαπημένος της δάσκαλος. Δεν υπήρχε τίποτε που μπορούσε να της δώσει μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Μια μέρα, προς μεγάλη της έκπληξη, αντιλήφθηκε ότι μια από τις φωτογραφίες που στόλιζαν το άθλιο τραπεζάκι του χώρου υποδοχής (ηλιακού) της κατοικίας του Δημητρίου, παρουσίαζε τον δάσκαλό της με τον Δημήτριο να ποζάρουν σε μια οδό της Λευκωσίας. Την άρπαξε στα χέρια της με λαχτάρα και την κοίταζε με συγκίνηση. Δεν ήταν όπως τον θυμόταν. Είχε γεράσει και τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει. Οι λεπτομέρειες του προσώπου του χάνονταν μέσα στο αχνό περίγραμμα της μαυρόασπρης φωτογραφίας και όμως κάποιος μπορούσε να διακρίνει το λαμπερό του βλέμμα! Φώτιζε το πρόσωπό του, αλλά και ολόκληρη τη φωτογραφία.
Ο Δημήτριος την αντιλήφθηκε αμέσως και της είπε:
-Πάρε τη Μαρία, πάρε τη να σου θυμίζει τον Αντώνιο.
Η Μαρία γύρισε και κοίταξε την κόρη του, η οποία έγνεψε καταφατικά. Δε δίστασε περισσότερο. Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της και κοίταξε μήπως υπήρχε το όνομα του φωτογράφου. Έγραφε: Παπαζιάν 1905.
-Πολύ σπουδαίος φωτογράφος, είπε η κόρη του Δημήτριου. Αυτός ήταν και ο φωτογράφος του Αρμοστή.
-Ίσως, αν τον βρω και έχει την αρνητική πλάκα, να του πω να μου βγάλει μια δική μου και να σας την επιστρέψω, πρότεινε η Μαρία.
-Δε χρειάζεται είπε η κόρη. Δε νομίζω να ζει ακόμα ο κύριος Παπαζιάν.
Η Μαρία κράτησε την πολύτιμη φωτογραφία. Έψαξε για τον κύριο Παπαζιάν, αλλά δεν μπόρεσε να τον βρει. Έτσι αγόρασε μια κορνίζα και την τοποθέτησε στην πιο περίοπτη θέση στο σαλόνι του σπιτιού της.
Έχοντας αυτή τη ρουτίνα στην καθημερινότητά της, προσπαθούσε να ισορροπήσει μέσα της την απουσία του Kristian, τη λαχτάρα της να δει την κόρη και την εγγονή της, μα πάνω από όλα την απουσία στοιχείων για το δάσκαλο και το παρελθόν της.
Φυσικά, μέχρι τώρα είχε βρει κάποιες πληροφορίες για το δάσκαλό της, αλλά αυτές δεν την οδηγούσαν στο δρόμο για την καταγωγή της ίδιας. Έστω όμως και αυτά που είχε βρει της έδιναν το πλαίσιο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο είχε ζήσει και είχε δραστηριοποιηθεί αυτός ο εξαίρετος άνθρωπος, ο Αντώνιος Φιλίππου.
Και ενώ αρχικά είχε επινοήσει ένα ψέμα, ότι θα γράψει ένα βιβλίο για την Κύπρο, για να δικαιολογήσει την έρευνά της, τώρα πια ήταν βέβαιη ότι είχε συλλέξει αρκετά στοιχεία για να γράψει για τη ζωή και το έργο του Αντώνιου Φιλίππου.
Είχε αρχίσει να καταγράφει τις πληροφορίες που συνέλεγε και ιδιαίτερα μετά τις επισκέψεις της στον κύριο Δημήτριο Δημητρίου, σημείωνε κάθε λεπτομέρεια που της ανέφερε, σχηματίζοντας σιγά – σιγά τον σκελετό για το βιβλίο της.
Υπήρχαν και στιγμές που αναρωτιόταν αν άξιζε το κόπο να σκαλίζει έτσι το παρελθόν και να ψάχνει να βρει μια αλήθεια που σίγουρα θα ήταν επώδυνη και τραγική. Μετά τη διάσωσή της από εκείνο το άθλιο σπίτι, η ζωή της είχε χαρίσει απλόχερα ευκαιρίες και εμπειρίες. Σε πολύ λίγες γυναίκες της Κύπρου – ίσως και καμιά – δόθηκαν οι δυνατότητες που παρουσιάστηκαν στην ίδια. Οι γονείς της τη λάτρευαν και αν δεν υπήρχε το αγκάθι της πλήρους απομάκρυνσής της από το δάσκαλο, δε θα είχε κανένα παράπονο μαζί τους. Ο σύζυγός της, παρόλα τα ελαττώματα που του εύρισκε, της είχε χαρίσει μια πλουσιοπάροχη ζωή, είχε ταξιδέψει μαζί του σε χώρες μαγικές και δε στάθηκε ποτέ εμπόδιο στην αγάπη της για τη μάθηση.
Γιατί λοιπόν έψαχνε κάτι που σίγουρα θα της προκαλούσε πόνο; Ίσως, γιατί και αυτή, όπως κάθε φυτό που φύεται σε αυτό το πλανήτη έχει ρίζες και αν κόψεις έστω και μια από αυτές τις ρίζες, το φυτό δε θα μπορέσει να αναπτυχθεί πλήρως. Παρόλο που στη ζωή της μέχρι σήμερα, η ίδια είχε ανθίσει, της έλειπε κάτι βασικό: η αλήθεια. Έπρεπε να τη βρει και να την κληροδοτήσει στην κόρη της. Ήταν η αρχική ρίζα της ύπαρξής τους.
Και ενώ ένοιωθε ότι τα πράγματα γύρω της βρίσκονταν σε μία στασιμότητα, γύρω στα τέλη Μαρτίου του 1927, έλαβε ένα τηλεγράφημα από την κόρη της που τη συντάραξε. Αισθάνθηκε ότι επιτέλους τα γρανάζια που κάθε μέρα κινούν τη γη γύρω από τον ήλιο, έτριξαν και άρχισαν να κινούνται και για τη δική της ζωή:
«Με επισκέφθηκε Ελευθέριος Κωνσταντίνου. Έχει στοιχεία για δάσκαλο. Θα ζητήσει άδεια να μου τα δώσει. Μόλις τα έχουμε φεύγουμε για Κύπρο.»
-Δεν είναι δυνατό, σκέφτηκε. Εγώ τον ψάχνω τόσο καιρό στη Λευκωσία και αυτός βρίσκεται στο Λονδίνο!
Δεν πρόλαβε να συνέλθει από τη συνταρακτική είδηση και άλλο τηλεγράφημα έφθασε:
«Είμαι ο Ελευθέριος Κωνσταντίνου. Έχω πακέτο για σας από Αντώνιο Φιλίππου. Επιτρέπεται να το δώσω στην κόρη σας, Αλεξάνδρα James McDonald;»
Απάντησε αμέσως χωρίς καθυστέρηση:
«Παράδωσε πακέτο στην Αλεξάνδρα το συντομότερο. Ευχαριστώ πάρα πολύ»
Από εκείνη τη στιγμή η ζωή της γέμισε με μια διαφορετική αγωνία: όχι αν θα εύρισκε στοιχεία για την καταγωγή της, αλλά ποια θα ήταν αυτά τα στοιχεία και πώς θα τα διαχειριζόταν. Συχνά ξυπνούσε τις νύχτες ιδρωμένη. Έβλεπε στον ύπνο της το τούρκικο σπίτι, τη μάνα Αϊσέ, τη Φατμά, τον αφέντη Σουλεϊμάν, να κινούνται μέσα σε μία δίνη και άλλοτε να την πλησιάζουν και άλλοτε να απομακρύνονται και να σβήνουν στο κενό.
Κάπου – κάπου όμως, μέσα σε αυτή την εφιαλτική κατάσταση, ένοιωθε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα: την αγκαλιά μιας γυναίκας. Ήταν μια πολύ θολή εντύπωση, όμως της χάριζε ασφάλεια και ευτυχία.
-Είναι δυνατό άραγε να θυμάμαι τη μητέρα μου; Αναρωτήθηκε. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα τέτοια ανάμνηση. Ίσως, βαθιά μέσα στο υποσυνείδητό μου να υπάρχει κάτι.
Η σκέψη της μητέρας της είχε αρχίσει να γεμίζει την ύπαρξή της. Μια λαχτάρα τη διακατείχε για αυτή την άγνωστη μητέρα. Τι να είχε συμβεί άραγε, διερωτώταν συχνά. Είχε πεθάνει η μητέρα της και την πήραν στο τούρκικο σπίτι, ή όντως την είχαν κλέψει, όπως ισχυριζόταν η κυρία Αϊντάν;
Της ήταν δύσκολο να συγκροτήσει τον εαυτό της και να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις της. Για πρώτη φορά στη ζωή της βρισκόταν συνεχώς σε μια κατάσταση σύγχυσης και αγωνίας. Ακόμα και οι επισκέψεις της στον Δημήτριο, δεν της έφερναν την ίδια ικανοποίηση. Είχε χάσει το ενδιαφέρον της σχεδόν για όλα.
Έγραψε ένα μακροσκελές γράμμα στον Kristian, ενημερώνοντάς τον για τα πρόσφατα γεγονότα και τα συναισθήματα που την κατέκλυζαν.
-Ευτυχώς, που υπάρχει και αυτός, σκέφτηκε. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορώ να ξεδιπλώσω την καρδιά μου και να ξεφορτώσω το βάρος που κρατώ.
Η απάντηση του Kristian ήταν σύντομη αλλά ουσιαστική:
Αγαπημένη μου Μαρία
Επιτέλους τα πράγματα οδηγήθηκαν εκεί που θα ήθελες να οδηγηθούν. Η αλήθεια για τη ζωή σου, Μαρία μου, υπήρχε πάντοτε και τίποτε δε θα αλλάξει όταν εσύ διαβάσεις αυτά που κατέγραψε για σένα ο δάσκαλός σου. Απλά αυτή η αλήθεια θα φωτίσει το παρελθόν σου και πιθανόν να ανοίξει καινούργιους δρόμους για το μέλλον σου.
Μη φοβάσαι. Όταν διαβάσεις αυτά που περιέχει το πακέτο από το δάσκαλό σου, θα έχεις δίπλα σου την κόρη σου. Το μοναδικό άνθρωπο στο κόσμο στον οποίο έχει αντανάκλαση αυτή η αλήθεια. Δε θα είσαι μόνη και ούτε τώρα είσαι μόνη.
Μαρία μου, η ιστορία σου αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είσαι προστατευμένη και οι επιβουλές των ανθρώπων στα παιδικά σου χρόνια δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τη λαμπρή πορεία σου στη ζωή. Να το θυμάσαι πάντοτε αυτό!
Εγώ είμαι πάντοτε δίπλα σου. Και αν χρειαστεί θα έρθω και θα είμαι και με φυσική παρουσία δίπλα σου.
Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά!
Με αγάπη
Kristian
Τα λόγια του Kristian είχαν μαγική επίδραση πάνω της. Την έβγαλαν από την αισθηματικά επικίνδυνη κατάσταση στην οποία είχε παγιδευτεί και τη βοηθήσαν να βρει τη συνηθισμένη της αυτοκυριαρχία.
Όποια και αν ήταν τα γεγονότα που καταγράφονταν από το δάσκαλό της θα τα διαχειριζόταν με θάρρος. Δεν μπορούσε να αλλάξει το παρελθόν. Μπορούσε μόνο να διαχειρίζεται το παρόν. Και θα το διαχειριζόταν με τον καλύτερο τρόπο για την ίδια, την κόρη της και την εγγονή της.
Συγκροτημένη τώρα πια, έκανε τις τελευταίες διευθετήσεις για την παραλαβή της κόρης, του γαμπρού και της εγγονής της από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Ζήτησε από την κυρία Jennifer Thomson το στρατιωτικό αυτοκίνητο που είχε παραχωρηθεί πρόσφατα στην οικογένεια και μαζί με τον οδηγό ξεκίνησαν για το λιμάνι της Αμμοχώστου.
Ο δρόμος περνούσε μέσα από την πεδιάδα της Μεσαορίας και η Μαρία θυμήθηκε την πρώτη μέρα που έφτασε στην Κύπρο και έκαμε την ίδια διαδρομή με το τρένο. Τότε ήταν καλοκαίρι και όλα τα χωράφια ήταν θερισμένα. Απλώνονταν γύρω, κίτρινα και μονότονα. Αυτή τη φορά ήταν άνοιξη, αρχές Απριλίου. Τα χωράφια ήταν ολοπράσινα και στις παρυφές τους, καθώς ανάμεικτα και μέσα στα σπαρτά, άνθιζαν κατακόκκινες παπαρούνες, κίτρινες μαργαρίτες και πολύχρωμα αγριολούλουδα. Όλα ήταν πανέμορφα.
-Χαίρομαι που η κόρη μου θα αντικρίσει όλη αυτή την ομορφιά σήμερα, σκέφτηκε. Η πατρίδα μας έβαλε τα καλά της και την υποδέχεται με όλη της τη λαμπρότητα.
Σαν έφτασαν στο λιμάνι, είπε στον οδηγό να περιμένει και η ίδια προχώρησε προς την αίθουσα υποδοχής.
Η οικογένεια της κόρης της έφτασε μαζί με τους τελευταίους επιβάτες. Σίγουρα δεν ήθελαν να ταλαιπωρηθεί το παιδί και περίμεναν να φύγει το πλήθος.
Ανάμεσα στις αγκαλιές, τα φιλιά και τη συγκίνησης της αντάμωσης, η Μαρία δεν μπόρεσε να μην προσέξει ένα ξύλινο κουτί που ήταν στοιβαγμένο πάνω από τις αποσκευές τους. Εκεί μέσα βρισκόταν το μυστικό της ζωής της.
Σαν ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής με την εγγονή της στην αγκαλιά της να χαμογελά, η Μαρία ήξερε πως το πρώτο κεφάλαιο της ύπαρξης της θα άνοιγε σε πολύ λίγο.
-Ο άνεμος της μοίρας μου έχει φυσήξει, σκέφτηκε. Σε λίγο τα καρφιά από το κουτί θα φύγουν και θα αποκαλυφθούν τα λόγια που άφησε για μένα ο δάσκαλος.
Αναρίγησε και χαμογέλασε στην κόρη της η οποία θαύμαζε το τοπίο που λουζόταν κάτω από τον φωτεινό ήλιο της πατρίδας της.
Βιβλιογραφία:
https://www.cyta.com.cy/chronology
(Κεφάλαιο 16)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία άνοιξη 1927
Έφτασαν στη Λευκωσία, γύρω στις πέντε το απόγευμα. Η κυρία Βασιλεία τους περίμενε με το τραπέζι στρωμένο με όλα τα κυπριακά γλυκά: δάχτυλα, μπουρέκια, κουλουράκια και μικρά σάντουιτς με χαλούμι. Μέχρι να κατεβάσουν τις αποσκευές τους ετοίμασε γρήγορα – γρήγορα και μία τσαγιέρα με αγγλικό τσάι.
Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και ανάμεσα σε μια ζωηρή συζήτηση για να συμπληρώσουν τα νέα τους και τις πρώτες εντυπώσεις τους από την Κύπρο, δοκίμαζαν και τα γλυκά της κυρίας Βασιλείας. Ο James δε χόρταινε να τρώει τα μπουρεκάκια, ενώ η Αλεξάνδρα εύρισκε πολύ νόστιμα τα δάχτυλα και πεντανόστιμα τα σάντουιτς με το χαλούμι.
Η Μαρία ένοιωθε πολύ ευτυχισμένη με αυτή την υπέροχη συντροφιά που γέμιζε το σπιτικό της. Είχε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πληρότητας από την παρουσία των ανθρώπων που αγαπούσε. Στο βάθος όμως υπόβοσκε μια αγωνία για το ξύλινο κουτί και το περιεχόμενό του. Μέχρι τώρα δεν είχε μιλήσει κανένας τους για αυτό.
Μετά το απογευματινό τσάι η κόρη της πήγε στο δωμάτιό τους για να θηλάσει και να κοιμίσει την κόρη της. Η Μαρία κάθισε με τον James στο σαλόνι και αναγκαστικά μίλησαν για το ξύλινο κουτί. Εκείνος το παρέδωσε στη Μαρία, η οποία έμεινε μερικά λεπτά να το κοιτάζει μην ξέροντας πώς να το ανοίξει, αλλά κατά βάθος τρομάζοντας για το περιεχόμενό του.
Ο James καταλαβαίνοντας την αμηχανία της, το πήρε από τα χέρια της, πήρε ένα αιχμηρό αντικείμενο και έβγαλε τα καρφιά. Σήκωσε το σκέπασμα και φάνηκε το περιεχόμενό του που ξεχείλισε στο πάτωμα. Ήταν γεμάτο με γράμματα που δε στάλθηκαν ποτέ, γραπτά πολυσέλιδα κείμενα και ένα χοντρό τετράδιο που έγγραφε:
Για τη Μαρία – Η ιστορία της ζωής της όπως τη διηγήθηκε η μάνα Αϊσέ.
Ο James παρόλο δεν ήξερε να διαβάσει τι έγραφε το εξώφυλλο του τετραδίου με χοντρά γράμματα, αντιλήφθηκε τη σημασία του και το έδωσε στη Μαρία αποχωρώντας διακριτικά.
Εκείνη έμεινε να το κρατά στα χέρια της και να διαβάζει ξανά και ξανά τα μαύρα γράμματα σάμπως και δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημά τους. Ύστερα γύρισε και κοίταξε τα υπόλοιπα περιεχόμενα του κουτιού: γράμματα κιτρινισμένα από τον καιρό, ομιλίες και άρθρα που είχε γράψει ο δάσκαλό της, σκόρπια στο πάτωμα, σαν να διεκδικούσαν δικαίωμα στην ύπαρξη μετά από τόσα χρόνια. Ήταν η φωνή του δασκάλου της βγαλμένη μέσα από το ξύλινο κουτί.
Κρατούσε ακόμα το χοντρό τετράδιο στα χέρια της, χωρίς να το έχει ανοίξει, όταν η Αλεξάνδρα μπήκε στο σαλόνι. Κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε τρυφερά:
-Θέλεις να το διαβάσουμε μαζί;
-Ευχαριστώ πολύ, αλλά δε νομίζω, απάντησε η Μαρία. Τα ελληνικά που ξέρεις είναι πολύ λίγα – όσα σου έμαθα εγώ μέχρι τα δέκα σου χρόνια – και θα ήθελα να το διαβάσω πρώτα εγώ. Δεν ξέρω τι περιέχει αλλά σίγουρα δε θα είναι ευχάριστο. Θα περιμένω μετά το δείπνο και θα σου μεταφράσω το πρωί τα σημαντικά σημεία. Τώρα θέλω να απολαύσω εσάς και την παρουσία σας.
Λέγοντας αυτά σηκώθηκε, μάζεψε το περιεχόμενο του κουτιού από το πάτωμα και το συγύρισε. Ύστερα πήγε στην κουζίνα να βοηθήσει την κυρία Βασιλεία με την ετοιμασία του δείπνου.
Όταν κάθισαν στο τραπέζι σχεδόν κανένας τους δεν πεινούσε, μετά το πλουσιοπάροχο απογευματινό τσάι που είχαν πάρει. Έτσι παρά τα νόστιμα φαγητά που είχε ετοιμάσει η κυρία Βασιλεία, έφαγαν πολύ λίγο σχετικά. Κατά βάθος διακατείχε και τους τρεις η αγωνία για το περιεχόμενο του χοντρού τετραδίου.
Μετά το δείπνο πήραν το τσάι τους και ο James με την Αλεξάνδρα αποσύρθηκαν διακριτικά στο δωμάτιό τους, αφήνοντας τη Μαρία μόνη της. Εκείνη δεν το ανέβαλε άλλο. Πήρε το τετράδιο στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει.
Όπως ήταν γραμμένο το κείμενο σε πρώτο πρόσωπο, με τον τρόπο που το διηγήθηκε η μάνα Αϊσέ, η Μαρία νόμιζε ότι την άκουγε να μιλά. Την έβλεπε να κάθεται στην πολυθρόνα της και να διηγείται την ιστορία. Της φαινόταν σαν ένα παραμύθι, που δεν την αφορούσε και δυσκολευόταν να ταυτιστεί με το περιεχόμενό της, ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες.
Αρχικά μιλούσε για την ίδια και το γεγονός ότι ενώ γεννήθηκε χριστιανή, οι σκληρές συγκυρίες της εποχής την έκαναν μουσουλμάνα. Ύστερα μιλούσε για τον γιο της, πόσο τον κανάκεψε και ήταν εμφανές ότι προσπαθούσε να τον δικαιολογήσει για τις πράξεις του.
Διάβασε αρκετές σελίδες μέχρι να φτάσει στο σημείο που αναφερόταν στη μητέρα της. Έβαλε σημάδι για να αρχίσει να μεταφράζει για την Αλεξάνδρα:
-Ο γιος μου έκανε εμπόριο. Μάζευε από τα χωριά τα χαρούπια και τα έπαιρνε στη Σκάλα για εξαγωγή. Έβγαζε πολλά λεφτά από αυτή τη δουλειά και ήταν πλούσιος. Αυτό τον έκαμνε να καμαρώνει και να πιστεύει ότι όποια γυναίκα ήθελε αυτή θα γινόταν δική του. Εγώ του το έλεγα: Γιε μου, βρες μια κοπέλα από το χωριό μας να παντρευτείς. Μην ψάχνεις σε άλλα χωριά. Και μην κοιτάζεις τις χριστιανές. Ο πατέρας σου δε θα σε αφήσει ποτέ να παντρευτείς καμιά χριστιανή. Δε με άκουγε. Ο νους του είχε πάρει αέρα.
-Εμείς ζούσαμε στα Βρέτσια. Το χωριό ήταν μεικτό. Ήξερα ότι ο άντρας μου είχε συμφωνήσει με τον πατέρα της Φατμά να τους παντρέψουν. Η Φατμά ήταν πλούσια και στον άντρα μου άρεσαν τα πλούτη. Προσπάθησα να το πω στον γιο μου, αλλά αυτός νόμιζε ότι μπορούσε να αψηφήσει τον πατέρα του. Ο άντρας μου ήταν σκληρός άνθρωπος. Κτύπησε τον Σουλεϊμάν μου και τον απείλησε ότι θα του πάρει ότι είχε και δεν είχε και θα τον άφηνε στο δρόμο. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τη Φατμά, αλλά ποτέ δεν την αγάπησε.
-Μια μέρα πήγε σ΄ ένα χωριό της Πάφου, την Έμπα. Εκεί είδε μια κοπέλα που του άρεσε πολύ. Την ερωτεύτηκε αμέσως. Του είπαν ότι είναι χριστιανή, αλλά δεν τον ένοιαζε.
-Η κοπέλα αυτή, μόλις αντιλήφθηκε τον Τούρκο που την κοίταζε έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι της. Ο γιος μου την ακολούθησε και τότε έμαθε για την καταγωγή της. Καταγόταν από μια αρχοντική οικογένεια, φράγκικη. Ο πατέρας της ήταν απόγονος του Ιωάννη Δενόρες που ήταν βάιλος (διοικητής) της Έμπας και των γύρω χωριών, τον καιρό που είχαν την Κύπρο οι Φράγκοι. Δεν ξέρω πώς ξέκοψε στην Κύπρο η οικογένεια του πατέρα της, όταν όλοι οι άλλοι έφυγαν. H Ελεονόρα, έτσι την έλεγαν, ήταν αρχόντισσα. Πανέμορφη γιε μου, η Μαρία της έμοιαζε πολύ. Δεν υπήρχε ωραιότερή της σε όλη την Πάφο. Ήξερε και να διαβάζει. Σπάνιο πράγμα για την εποχή.
-Ο πατέρας της, όταν του είπε η κόρη του τι έγινε, καθώς και άλλοι χωριανοί που είδαν τον γιο μου να την ακολουθεί, θύμωσε αλλά και φοβήθηκε. Οι Τούρκοι τότε είχαν μεγάλη δύναμη, έκαναν ότι ήθελαν και πού να βρεις δικαιοσύνη; Πούλησε ότι είχε και δεν είχε και έφυγε από την Έμπα.
-Όταν ξαναπήγε ο γιος μου είχαν εξαφανιστεί. Ο Σουλεϊμάν μου έγινε έξαλλος, απείλησε τους χωριανούς να του πουν πού πήγαν αλλά κανείς δεν ήξερε. Εν τω μεταξύ η Φατμά έμαθε την ιστορία και άρχισε να ζηλεύει αφάνταστα. Ο γιος μου, δεν την ήθελε που δεν την ήθελε εξ αρχής, μετά που δεν απόκτησαν ούτε παιδιά, σχεδόν τη μισούσε. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τους φέρω κοντά αλλά τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
-Από τη μοίρα του ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει, γιε μου. Σαν πέρασαν μερικά χρόνια ο γιος μου πήγε σε ένα άλλο χωριό της Πάφου, τον Στατό. Δίψασε και πέρασε από τη βρύση να πιει νερό. Εκεί είδε την Ελεονόρα. Γέμιζε τις κούζες (κανάτες) της νερό από τη βρύση και τις φόρτωνε στο γαϊδούρι της. Ο γιος μου κρύφτηκε για να μην τον δει. Πάνω στο γαϊδούρι καθόταν και ένα κοριτσάκι, πανέμορφο και αυτό. Ήταν η κόρη της, η Μαρία. Τρελάθηκε από τη ζήλια του.
-Ρώτησε από εδώ, ρώτησε από εκεί και έμαθε. Όταν έφυγαν από την Έμπα, πήγαν στον Στατό και αγόρασαν το μεγαλύτερο σπίτι στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Είπαμε, ήταν άρχοντες. Ο πατέρας της διάλεξε το πιο δυνατό παλληκάρι του χωριού και την πάντρεψε. Τον έλεγαν Αλέξανδρο. Δεν ήταν πλούσιος αλλά ήταν πολύ δυνατός. Πίστευε ότι έτσι η κόρη του θα ήταν προστατευμένη.
Η Μαρία εδώ σταμάτησε συγκλονισμένη. Αντιλήφθηκε ότι από τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα, που σχεδόν δεν έβλεπε να διαβάσει. Αλλά εκείνο που την καθήλωσε, ήταν το όνομα του πατέρα της.
-Αλέξανδρος, ψιθύρισε. Ο πατέρας μου λεγόταν Αλέξανδρος.
Θυμήθηκε τη δική της επιμονή να ονομάσουν την κόρη τους Αλεξάνδρα και τον αγώνα που έκανε να πείσε τον σύζυγό της. Δεν ήξερε το γιατί αλλά μια εσωτερική ανάγκη την ωθούσε σε αυτό το όνομα. Το όνομα του πατέρα της!
Σηκώθηκε και ετοίμασε ένα φλυτζάνι τσάι, προσπαθώντας να ηρεμίσει. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Η ώρα ήταν 2.30 τα ξημερώματα. Δεν είχε καμία διάθεση να κοιμηθεί. Θα διάβαζε την ιστορία μέχρι το τέλος. Ήταν η ιστορία της ζωής της και όσο τραγική και αν ήταν, έπρεπε να την γνωρίζει.
Άκουσε το παιδί στο δωμάτιο να κλαίει και κατάλαβε ότι η Αλεξάνδρα σηκώθηκε να το θηλάσει. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και η Αλεξάνδρα βγήκε από το δωμάτιο και ήρθε κοντά της. Ήταν φανερό ότι ήταν ανήσυχη και φαινόταν ξαγρυπνισμένη.
-Πώς πάνε τα πράγματα; Τη ρώτησε. Διάβασες το τετράδιο που σου άφησε ο δάσκαλός σου;
-Τον παππού σου τον έλεγαν Αλέξανδρο, απάντησε η Μαρία με δάκρυα στα μάτια, σαν αυτό να ήταν το σημαντικότερο από όσα διάβασε.
-Δεν έχω τελειώσει την ανάγνωση του ακόμα. Παρόλο που όσα ήξερα μέχρι τώρα οδηγούσαν με τον ένα ή άλλο τρόπο σε ένα αχνό περίγραμμα της ιστορίας, είναι συγκλονιστικό να διαβάζεις τις λεπτομέρειες.
-Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για ότι έμαθες; Την παρακάλεσε η Αλεξάνδρα.
-Όχι, άστο καλύτερα μέχρι να τελειώσω. Φαντάζομαι τι έγινε αλλά θέλω να το διαβάσω, όσο επώδυνο και αν είναι. Δεν θα είναι ούτε για σένα εύκολο. Προσπάθησε να κοιμηθείς και θα μιλήσουμε το πρωί.
Απρόθυμα η Αλεξάνδρα επέστρεψε στο δωμάτιό της και η Μαρία πήρε μια βαθιά αναπνοή και συνέχισε την ανάγνωση.
-Ο γιος μου από εκείνη τη στιγμή τρελάθηκε. Κατάλαβε πως τώρα πια δεν θα μπορούσε να κάμει δική του την Ελεονόρα αλλά το χειρότερο ήταν ότι αυτή είχε κάμει παιδί, ενώ εκείνος είχε μείνει άτεκνος. Χίλιοι δαίμονες μπήκαν στο μυαλό του.
-Γιε μου ο έρωτας μπορεί να είναι μια μεγάλη αρρώστια. Η μεγαλύτερη που υπάρχει, άμα δεν μπορείς να έχεις αυτόν που αγαπάς. Ο Σουλεϊμάν μου, έμαθε πάντοτε να αποχτά αυτό που επιθυμούσε και για αυτό φταίω εγώ. Πολύ κακό να δίνεις στα παιδιά ότι ποθούν. Γίνονται άπληστα, η απληστία κυβερνά τη ζωή τους και τους οδηγεί σε δρόμους σκοτεινούς.
-Από εκείνη τη στιγμή τον χάναμε συνεχώς. Δεν έλεγε σε κανένα πού πήγαινε και έλειπε για μέρες. Η Φατμά κόντευε να τρελαθεί από τη ζήλεια της. Ο άντρας μου είχε ήδη πεθάνει και δεν είχε κανένα να φοβάται πια. Εγώ τον απειλούσα ότι θα τον καταραστώ, αν έκαμνε κάτι κακό – μια κατάρα που φοβόταν πολύ – όμως εκείνη την εποχή, δεν με άκουε με τίποτε.
-Μια ημέρα ήρθε και μας είπε ότι αγόρασε σπίτι μακριά και θα πηγαίναμε να ζήσουμε εκεί. Η Φατμά έκλαιγε, δεν ήθελε να φύγει από το χωριό και τους δικούς της. Δεν μας έδωσε κανένα περιθώριο.
-Αύριο φεύγουμε, είπε. Πάρτε μαζί σας μόνο τα ρούχα σας. Για όλα τα άλλα έχω φροντίσει εγώ. Θα σας πάρω σε ένα παλάτι που τα έχει όλα.
-Την άλλη μέρα φύγαμε. Πήραμε μαζί μας μόνο τα ρούχα μας και την Εμινέ, που την είχα για ψυχοκόρη. Κανείς δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Όλοι οι δικοί μας έκλαιγαν και μαζί τους κλαίγαμε και ‘μεις.
-Μας έφερε εδώ σε αυτό το σπίτι. Δεν ξέραμε κανένα και ούτε μας ήξερε κανένας. Μας διέταξε να μην κάνουμε παρέα με τους γείτονες. Το σπίτι ήταν πραγματικό παλάτι, όμως για μας ήταν φυλακή. Είχαμε και οι δυο ζήσει στο χωριό, με τους συγγενείς και τους φίλους μας, ανοίγαμε την πόρτα μας, λέγαμε καλημέρα σε όλους, πίναμε τον καφέ μας, κουβεντιάζαμε. Εδώ ούτε καλημέρα δεν μπορούσαμε να πούμε.
-Δεν πέρασαν πολλές μέρες και έφυγε πάλι. Μας έτρωγε και τις δυο η αγωνία τι θα συνέβαινε αυτή τη φορά. Ένα βράδυ επέστρεψε και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μπόγο. Μόλις μπήκε μέσα άνοιξε το μπόγο και είδαμε και οι δύο ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία με τέσσερα να κλαίει σιωπηλά. Ήταν κατατρομαγμένο. Έδωσε το κοριτσάκι στη Φατμά και της είπε: «Αυτή εδώ είναι η κόρη μας».
-Τι έγινε τότε, γιε μου, είναι απερίγραπτο. Η Φατμά έπαθε υστερική κρίση και φώναζε. Άρπαξε το κοριτσάκι και προσπαθούσε να το πνίξει. Με δυσκολία τη σώσαμε από τα χέρια της. Το κοριτσάκι, η Μαρία, άρχισε να ουρλιάζει με τρόμο, η Φατμά στρίγγλιζε, κτυπιότανε και ούτε η δύναμη του Σουλεϊμάν δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει.
Εδώ η Μαρία σταμάτησε να διαβάζει. Την είχαν πνίξει τα αναφιλητά. Οι εφιάλτες που την ξυπνούσαν χρόνια τώρα στον ύπνο της, ήταν απόηχος αυτής της σκηνής.
-Τι σκληρό, τι απάνθρωπο, σκέφτηκε. Την είχαν πραγματικά κλέψει! Είχε δίκαιο η κυρία Αϊντάν. Και η μάνα Αϊσέ, πώς μπόρεσε να το ανεχτεί αυτό;
Δεν ήταν πλέον σε θέση να ελέγξει τις σκέψεις της. Ο εγκέφαλός της σταμάτησε να λειτουργεί. Έγειρε εξουθενωμένη το κεφάλι της στην πολυθρόνα και σχεδόν λιποθύμησε.
Το πρωί που σηκώθηκε η Αλεξάνδρα βρήκε τη μητέρα της να κοιμάται στην πολυθρόνα κρατώντας στο χέρι της το τετράδιο με το χοντρό εξώφυλλο. Το στήθος της αναταρασσόταν από μικρά βογγητά και ήταν φανερό ότι υπέφερε.
Αναρωτιόταν αν έπρεπε να την ξυπνήσει ή όχι, όταν η Μαρία άνοιξε τα μάτια της. Ήταν κατακόκκινα. Φαινόταν ότι είχε κλάψει πολύ. Μόλις όμως είδε την κόρη της το πρόσωπό της ηρέμησε.
-Τι συμβαίνει μητέρα; Τι γράφει αυτό το τετράδιο, τη ρώτησε η Αλεξάνδρα.
-Γράφει αυτό που κατά βάθος πάντοτε ήξερα βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Γράφει αυτό που έβλεπα στους εφιάλτες μου. Νόμιζα ότι ήταν σκληρό και για τις δυο μας που ο πατέρας σου μας χώρισε στα δέκα σου χρόνια. Δεν είναι τίποτε όμως μπροστά σε αυτό που έζησε η δική μου μητέρα!
-Πες μου μητέρα, τι γράφει το τετράδιο; Κοντεύω να σκάσω από αγωνία.
-Κάθισε και θα σου πω. Θα σου μεταφράσω τις σελίδες που αφορούν άμεσα τη δική μου ζωή, γιατί υπάρχουν και πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή της τούρκικης οικογένειας. Αυτά θα σου τα μεταφράσω αργότερα.
Εν τω μεταξύ, ξύπνησε και ο James και κάθισε μαζί τους. Η Μαρία τους διηγήθηκε την ιστορία μέχρι εκεί που την είχε διαβάσει. Η Αλεξάνδρα βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Σαν νέα μητέρα, ερωτευμένη με την κόρη της, δεν μπορούσε να φανταστεί τι πέρασε η γιαγιά της. Ο εγκέφαλός της πήγαινε να σπάσει.
-Τι έγινε μετά; Ρώτησε ο James. Γράφει κάτι για τη μητέρα και τον πατέρα σου;
-Δε διάβασα περισσότερο, απάντησε η Μαρία. Θα πρέπει να συνεχίσω την ανάγνωση και θα σας πω αργότερα. Δεν άντεχα άλλο.
-Μητέρα θα πρέπει να ξαπλώσεις για λίγο, την προέτρεψε η Αλεξάνδρα. Φαίνεσαι εξαντλημένη. Δε θα αλλάξει κάτι αν μάθουμε τη συνέχεια αργότερα. Αυτά τα γεγονότα έγιναν πριν από πολλά χρόνια και τίποτε πια δεν μπορεί να διορθωθεί.
-Ναι, συμφώνησε και ο James. Σαν γιατρός σου συστήνω να ξαπλώσεις αμέσως. Θα μάθουμε τη συνέχεια αργότερα. Να ξέρεις ότι είμαστε δίπλα σου και θα σε στηρίξουμε σε ότι παρουσιαστεί.
Η Μαρία δεν αντέδρασε. Δέχτηκε να πάει να ξαπλώσει. Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Απλά ζήτησε:
-Την κόρη σας να την ονομάσετε Ελεονόρα. Το όνομα της μητέρας μου.
-Την κόρη μας θα την ονομάσουμε Ελεονόρα – Μαρία. Να είσαι βέβαιη για αυτό. Είναι το ωραιότερο όνομα στο κόσμο!
Πριν ξαπλώσει η Μαρία, ήπιε το τσάι που της ετοίμασε η Αλεξάνδρα και πέρασε από το δωμάτιο τους για να καμαρώσει τη μικρή Ελεονόρα – Μαρία, που κοιμόταν μακάρια.
Είχε ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι της, όταν άκουσε την κυρία Βασιλεία που έφθασε για την καθημερινή φροντίδα του σπιτιού. Δε θα ήθελε να τη δει σε αυτή την άθλια κατάσταση και χάρηκε που πρόλαβε να κλειστεί στο δωμάτιό της. Η Αλεξάνδρα, με τα λίγα ελληνικά που ήξερε, θα κατάφερνε να τη δικαιολογήσει.
Έκλεισε τα μάτια της και ενώ βρισκόταν στην κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου είδε μπροστά της το δάσκαλό της, χαμογελαστό να της λέει:
-Μη φοβάσαι, Μαρία. Όλα θα πάνε καλά. Άνοιξες σήμερα την πόρτα στο σκοτεινό παρελθόν να φύγει. Σε περιμένει το φωτεινό μέλλον που έρχεται.
Ένοιωσε μια ηρεμία και με το χαμογελαστό πρόσωπο του δασκάλου, που εναλλασσόταν με αυτό του Kristian, να δεσπόζουν, αποκοιμήθηκε.
Βιβλιογραφία:
(Κεφάλαιο 17)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία άνοιξη 1927
Παρά το γεγονός ότι ο ύπνος της Μαρίας ήταν ταραγμένος και ξυπνούσε συχνά, ένοιωθε να την περιβάλλει μια αγκαλιά και έβλεπε αχνά να προβάλλει το πρόσωπο της μητέρας της. Τα χαρακτηριστικά της δεν ήταν καθαρά, όμως η αίσθηση της παρουσίας της ήταν σαφής.
Σαν ξύπνησε εντελώς θυμήθηκε κάτι που είχε μάθει όταν ζούσε στην Αίγυπτο. Ένας αρχαιολόγος της είχε εξηγήσει τότε, πως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ότι η ψυχή του ανθρώπου αποτελείται από πέντε στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για να υπάρξει ο άνθρωπος μετά θάνατο. Ένα από αυτά είναι το όνομα του κάθε ανθρώπου. Αν δεν έχεις όνομα χάνεσαι στην ανυπαρξία.
Φαίνεται λοιπόν ότι η προφορά του ονόματος της μητέρας της μετά από τόσα χρόνια ζωντάνεψε την ύπαρξή της και της έδωσε μορφή.
-Άραγε να ζει η μητέρα μου, αναρωτήθηκε. Πολύ απίθανο. Άραγε να έχω αδέλφια; Πρέπει να διαβάσω τη συνέχεια της διήγησης της μάνας Αϊσέ.
Και χωρίς άλλη σκέψη μπήκε στο σαλόνι, πήρε το χοντρό τετράδιο και επέστρεψε πίσω. Κανείς δεν την αντιλήφθηκε. Η κυρία Βασιλεία ήταν στην κουζίνα και οι υπόλοιποι στο δωμάτιό τους.
Κάθισε στο κρεβάτι της και συνέχισε την ανάγνωση:
-Το βράδυ πήρα το παιδί μαζί μου και την κοίμισα στο κρεβάτι μου. Έκλαιγε το καημένο και ήταν πολύ τρομαγμένο. Όλη τη νύχτα εγώ δεν κοιμήθηκα. Πήρα τις αποφάσεις μου και το πρωί τις ανακοίνωσα στον γιο μου και τη νύφη μου:
-Θα πρέπει να πάρεις το παιδί πίσω του είπα. Η γυναίκα σου δεν το θέλει και αυτό που έκανες είναι έγκλημα. Θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Πρέπει να πάρεις το παιδί πίσω στους γονείς της.
-Δεν μπορώ, μου είπε ο γιος μου. Ο πατέρας της θα με σκοτώσει. Είναι πολύ δυνατός. Εξάλλου εγώ τη θέλω για κόρη μας. Αυτή – και έδειξε τη Φατμά – δεν κάνει παιδιά. Εγώ θέλω παιδιά. Θα της αλλάξουμε το όνομα και κανείς δε θα ξέρει ότι δεν είναι δική μας.
-Η Φατμά άρχισε και πάλι να ουρλιάζει και να απειλεί ότι θα τη σκοτώσει. Θυμάμαι τότε που σηκώθηκα και έδωσα ένα χαστούκι στον γιο μου και ένα στη Φατμά. Πρώτη φορά στη ζωή μου κτύπησα άνθρωπο. Ο γιος μου με κοίταζε έκπληκτος. Έπρεπε να του είχα δώσει αυτό το χαστούκι χρόνια πριν! Η Φατμά σώπασε και άρχισε να κλαψουρίζει σιωπηλά.
-Μην τολμήσετε τους είπα να της αλλάξετε ο όνομα. Βαφτίστηκε Μαρία και θα παραμείνει Μαρία. Θα σας καταραστώ και τους δυο και η κατάρα μου θα κάψει την ψυχή σας! Μέσα μου βαθιά είχα και εγώ τη δική μου πληγή, όταν μου άλλαξαν το όνομα από Ελένη σε Αϊσέ. Δε θα ήθελα ποτέ να ήμουν αιτία να γίνει αυτό σε άλλο άνθρωπο.
-Δε θα της αλλάξουμε το όνομα, αλλά δε θα την πάρω πίσω! Θέλεις να σκοτώσουν το γιό σου; με ρώτησε. Και εσύ, ρώτησε τη Φατμά, θέλεις να μείνεις χωρίς άντρα; Τι θέλετε; Η Μαρία θα μείνει εδώ, μέχρι να δούμε τι θα γίνει.
-Και έτσι η Μαρία, έμεινε. Για να μην τη σκοτώσει η Φατμά και να μην τη δει και κανένα μάτι, την είχαμε στο κήπο να φροντίζει τα ζώα. Σιγά- σιγά ξέχασε τα ελληνικά που ήξερε και μιλούσε μόνο τούρκικα. Όσο μεγάλωνε γινόταν και ομορφότερη. Ο γιος μου έβλεπε στο πρόσωπό της την Ελεονόρα και ο αρρωστημένος έρωτάς του για αυτή τη γυναίκα, άρχισε να απευθύνεται στο παιδί. Μου προκαλούσε φρίκη και τρόμο αυτό που θα ακολουθούσε.
-Κάθε βράδυ προσευχόμουν, μια στον Αλλάχ και μια στο Χριστό να βρεθεί ένας τρόπος να σωθεί το κοριτσάκι. Και μετά ήρθες εσύ, γιε μου, και έφερες την Εγγλέζα και η Μαρία σώθηκε. Σε ευγνωμονώ, γιε μου, για αυτό.
-Όταν έφυγε η Μαρία από το σπίτι, ο γιος μου στην αρχή είχε γίνει θηρίο, μα σιγά- σιγά ηρέμησε και άρχισε να αναλογίζεται τι είχε κάμει. Μου μιλούσε συχνά για τις σκέψεις του και ποτέ άλλοτε δεν είχαμε έρθει πιο κοντά. Υπέφερνε για τις πράξεις του, αλλά τώρα πια ήταν αργά. Τίποτε δεν μπορούσε να διορθωθεί.
-Καθώς περνούσε ο καιρός χαλαρώσαμε όλοι και ξεκινήσαμε να έχουμε επαφές με τους δικούς μας στην Πάφο. Προσπάθησα να μάθω τότε τι έγιναν οι γονείς της Μαρίας. Δεν ήταν εύκολο γιατί δεν ήθελα να κινήσω υποψίες. ‘Όπως τα έφερε η τύχη όμως, ήρθε μια μέρα μια συγγένισσα μας από το χωριό και πάνω στην κουβέντα άρχισε να μου μιλά για μια αρχόντισσα φράγκισσα που της έκλεψαν την κόρη και αυτή, από το μαράζι της, πέθανε. Ο άντρας της είχε γίνει θηρίο και έψαχνε να βρει τον αίτιο. Όταν δε βρήκε τίποτε, μπήκε σε ένα καράβι και έφυγε. Κανείς δεν τον είδε από τότε.
-Δεν ξέρω γιε μου αν είναι αλήθεια, αλλά δεν μπόρεσα να μάθω κάτι άλλο. Δεν έχω κανένα καλό μαντάτο να αφήσω στη Μαρία. Όμως σου τα είπα όλα. Δεν έκρυψα τίποτε.
-Γιε μου, τώρα μπορώ να πεθάνω και να συναντήσω το Θεό μου, εκεί ψηλά στους ουρανούς. Αν τον λένε Χριστό ή Αλλάχ, δεν έχει σημασία. Θα είναι καλός, το ξέρω, γιατί ο Θεός μόνο καλοσύνη είναι. Δεν έχει μίσος ο Θεός. Ελπίζω να είναι και συγχώρεση. Να συγχωρέσει εμένα και τον γιο μου. Η Μαρία δεν ξέρω αν θα μας συγχωρέσει ποτέ. Της πήραμε τα πάντα, μα φαίνεται ότι ο Θεός της τα έδωσε πίσω, με άλλο τρόπο. Ζήτα της γιε μου να μας συγχωρέσει! Αν μπορεί να το κάνει…
Εδώ τελείωνε η διήγηση της μάνας Αϊσέ. Η Μαρία έγειρε πίσω και έκλαιγε σιωπηλά. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα του υπνοδωματίου της και η κόρη της μπήκε μέσα για να δει τι κάνει. Τρόμαξε που την είδε σε τέτοια κατάσταση. Όμως η Μαρία της έγνεψε με το χέρι.
-Μην ανησυχείς, της είπε. Είναι τα δάκρυα της λύτρωσης. Έχω διαβάσει όλη τη διήγηση της μάνας Αϊσέ. Κλαίω για τους γονείς μου, αυτούς τους ανθρώπους που χάθηκαν και οι δύο μετά τη δική μου εξαφάνιση. Η μητέρα μου φαίνεται ότι πέθανε και ο πατέρας μου έφυγε για πάντα από την Κύπρο. Για αυτό θα πρέπει να δώσετε στην κόρη σας το όνομά της. Για να έχει δικαίωμα στην ύπαρξη. Εσύ έχεις το όνομα του πατέρα μου.
Εδώ της διηγήθηκε αυτά που είχε μάθει στην Αίγυπτο για το όνομα του κάθε ανθρώπου.
-Ήδη την έχουμε ονομάσει Ελεονόρα – Μαρία. Και φαίνεται ότι της αρέσει κάθε φορά που τη φωνάζουμε έτσι. Χαμογελά και ανταποκρίνεται. Θα κάνουμε τα πάντα να τιμήσουμε τη μνήμη των γονιών σου.
Και επανέλαβε με έμφαση:
-Τα πάντα! Έλα, είπα στην κυρία Βασιλεία να επιστρέψει στο σπίτι της. Έχω ετοιμάσει τσάι και έχουμε και ένα σωρό γλυκά από χθες. Θα καθίσουμε να πιούμε το τσάι μας και θα μας διηγηθείς τη συνέχεια.
Η Μαρία σηκώθηκε και έπλυνε το πρόσωπο της. Όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη τρόμαξε από την εμφάνισή της. Προσπάθησε να χαλαρώσει και χαμογέλασε αχνά σε μια απόπειρα να δείξει ότι όλα ήταν καλύτερα.
Καθώς έπαιρναν το απογευματινό τους τσάι, η Μαρία τους διηγήθηκε τη συνέχεια της περιγραφής της μάνας Αϊσέ. Η Αλεξάνδρα έκλαιγε ασταμάτητα. Την είχε σοκάρει η τραγική αυτή ιστορία. Ο James δε μιλούσε. Όμως ήταν φανερό πως ήταν πολύ συγκινημένος.
-Για μένα, κατέληξε η Μαρία, εκτός από το πόνο που μου προκάλεσαν οι λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας, μου έφεραν και μια λύτρωση. Τώρα ξέρω τι συνέβηκε. Οι πιο τραγικές φιγούρες είναι οι γονείς μου και δεν μπορώ να φανταστώ τι θα μπορούσα να κάνω για να δικαιώσω την πορεία τους πάνω στη γη.
-Αυτές οι βαρβαρότητες δεν ήταν σπάνιες τον καιρό της τουρκοκρατίας. Πολύ συχνά έπαιρναν τα όμορφα κορίτσια για τα χαρέμια των πασάδων και για τα αγόρια εφάρμοζαν το παιδομάζωμα για να τα εντάξουν στο σώμα των γενιτσάρων. Οι γενίτσαροι ήταν επίλεκτο τμήμα του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτελείτο κυρίως από παιδιά των Ελλήνων υπόδουλων. Εξισλαμίζονταν, είχαν σκληρή πειθαρχία, λάμβαναν άρτια στρατιωτική εκπαίδευση και συχνά ανέπτυσσαν μίσος για τους Χριστιανούς.
-Από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες και να δημιουργούν κοινωνίες, πάντα επικρατούσε το δίκαιο του δυνατού. Μόνο με τον πολιτισμό μπορεί ο άνθρωπος να βάλει τη δικαιοσύνη και τις οικουμενικές αρχές πάνω από τις προσωπικές του επιθυμίες και ζωώδη ένστικτα. Και ακόμα μέσα από τον πολιτισμό και τους νόμους, βρίσκουμε τρόπους να εκβιάζουμε το προσωπικό μας συμφέρον, σχολίασε ο James. Μην ξεχνάτε τον πρόσφατο πόλεμο. Έγινε μεταξύ «πολιτισμένων κρατών».
-Έχεις δίκαιο James, συμπλήρωσε η Μαρία. Όταν ο άνθρωπος έχει μια ασύδοτη εξουσία στα χέρια του, γίνεται βάναυσος, σκληρός και άκαρδος. Τα ζώα σκοτώνουν μόνο για να τραφούν, που είναι μια φυσική ανάγκη της ύπαρξης. Ο άνθρωπος ευφραίνεται να σκοτώνει και να βασανίζει για ικανοποίηση.
-Μια άλλη πληροφορία που δεν περίμενα είναι ότι η μητέρα μου καταγόταν από τους Φράγκους κατακτητές της Κύπρου. Φαίνεται ότι ήταν αρχόντισσα, γι’ αυτό εγώ φορούσα χρυσό σταυρό. Θα ήταν καλό να ψάξουμε να μάθουμε για αυτή την οικογένεια του Ιωάννη Δενόρες. Φαντάζομαι η βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου μπορεί να έχει πληροφορίες για οικογένειες Φράγκων αριστοκρατών αν και μπορεί να ήταν και Βενετοί. Δε γνωρίζουμε στην πραγματικότητα. Εγώ θα ψάξω στη βιβλιοθήκη του Παγκυπρίου Γυμνασίου και στη Βιβλιοθήκη της Φανερωμένης.
-Θα επισκεφθώ το Βρετανικό Μουσείο, όταν επιστρέψω πίσω υποσχέθηκε η Αλεξάνδρα. Θα ήθελα να μάθω για τους προγόνους μας.
-Νοιώθω σαν η ζωή μου να περιλαμβάνει την ιστορία της Κύπρου για τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, συμπέρανε η Μαρία. Έχω καταγωγή από τους Φράγκους και τους Έλληνες της Κύπρου, με έκλεψαν Τούρκοι και έζησα με αυτούς για μερικά χρόνια και με μεγάλωσαν Άγγλοι. Όλα αυτά θα μπορούσαν να μου δημιουργήσουν μία ασαφή ταυτότητα, όμως αισθάνομαι βαθιά Κύπρια και η ιστορία του τόπου μου είναι συνυφασμένη με τη ζωή μου.
-Δε γράφει κάτι άλλο ο δάσκαλός σου, πέρα από τη διήγηση της μάνας Αϊσέ; Ρώτησε η Αλεξάνδρα.
-Θα πρέπει να ψάξω τα γράμματα που περιέχονται στο κουτί. Είμαι σίγουρη ότι θα το διερεύνησε περισσότερο. Δε θα το άφηνε έτσι ο δάσκαλός μου. Ίσως, να βρήκε κάποια στοιχεία για τους γονείς μου, που δεν περιλαμβάνονται στη διήγηση της μάνας Αϊσέ.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κλάμα της Ελεονόρας – Μαρίας. Η Αλεξάνδρα έτρεξε και την έφερε. Η παρουσία του παιδιού στέγνωσε τα μάτια τους από τα δάκρυα και γέμισε χαμόγελα τα πρόσωπά τους. Ήταν η αναγέννηση της ζωής και σε αυτή έβλεπαν και οι τρεις την αναβίωση και εξιλέωση της τραγικής μορφής της Ελεονόρας.
-Όλες οι αθλιότητες και βαρβαρότητες αυτού του κόσμου, ξεπλένονται μόνο με τη δημιουργία της νέας ζωής. Υπόσχομαι να μάθω στην κόρη μου, αλλά και σε όσα άλλα παιδιά μπορεί να κάνω, ότι ο σεβασμός της ευτυχίας του άλλου είναι πιο σημαντικός από την εκπλήρωση τω δικών μας εγωκεντρικών επιθυμιών.
-Αυτό προσπαθούσε να πει και η μάνα Αϊσέ, με την απλοϊκότητά της, συμπλήρωσε η Μαρία. Συνεχώς μέμφεται τον εαυτό της για τα εγκλήματα του γιου της, γιατί δεν τον έμαθε να σέβεται τους άλλους ανθρώπους, παρά μόνο ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες του.
Η Ελεονόρα – Μαρία άρχισε να κλαίει και πάλι και ήταν φανερό ότι πεινούσε. Έτσι η Αλεξάνδρα πήγε στο δωμάτιό της να τη θηλάσει και ο James άρχισε να σηκώνει τα σερβίτσια από το τραπέζι και να τα μεταφέρει στην κουζίνα.
Η Μαρία έμεινε μόνη της στην τραπεζαρία και πήρε ξανά στα χέρια της το ξύλινο κουτί. Άπλωσε το περιεχόμενο του κουτιού στο τραπέζι και προσπάθησε να ταξινομήσει τα κιτρινισμένα γράμματα και τις πολυσέλιδες ομιλίες του δασκάλου της. Υπήρχαν γράμματα γραμμένα από το 1888 που η ίδια έφυγε από την Κύπρο, που φυσικά δε στάλθηκαν ποτέ. Όλα απευθύνονταν στη Mary McCain, αλλά κανένα τους δεν είχε διεύθυνση. Το τελευταίο γράμμα έφερε ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 1907. Κατάλαβε ότι οποιεσδήποτε επιπρόσθετες πληροφορίες για τη ζωή της, θα ήταν καταγραμμένες σε αυτό. Όμως δεν το άνοιξε.
Άρχισε να βάζει τα υπόλοιπα γράμματα σε σειρά, ανάλογα με την ημερομηνία που γράφτηκαν και στη συνέχεια ταξινόμησε με την ίδια σειρά και τις ομιλίες. Έφερε δύο νέα μικρότερα κουτιά και έβαλε προσεκτικά μέσα στο ένα τα γράμματα και στο άλλο τις ομιλίες. Τα φύλαξε σε ένα ερμαράκι της βιβλιοθήκης της, που στη συνέχεια κλείδωσε.
Το σκοτάδι είχε ήδη πέσει και ήταν μεγάλη έκπληξη για αυτή όταν άκουσε την πόρτα να κτυπά. Παραξενεμένη την άνοιξε και είδε να στέκεται μπροστά της μια γυναίκα ντυμένη με τούρκικη ενδυμασία. Δε φορούσε φερετζέ και το πρόσωπό της ήταν χαρακωμένο από τις ρυτίδες. Την κοίταζε έκπληκτη, όταν εκείνη μίλησε στα τούρκικα και της είπε:
-Είμαι η Εμινέ. Μου είπε η Αϊντάν ότι ρωτάς για μένα. Εσύ σίγουρα είσαι η Μαρία.
Η έκπληξη της Μαρίας ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσε καθόλου να αναγνωρίσει την παλιά της γνώριμη. Είχε τόσο γεράσει! Φαινόταν πολλά χρόνια μεγαλύτερη από την ίδια, αλλά στην πραγματικότητα ίσως να την περνούσε τρία – τέσσερα χρόνια. Δεν μπορούσε επίσης να παραβλέψει το βλέμμα της, που ήταν γεμάτο πικρία και άρνηση.
Παρόλα αυτά, την προσκάλεσε μέσα και την έβαλε να καθίσει στο σαλόνι. Εκείνη την ώρα πρόβαλε η Αλεξάνδρα και κοίταξε παραξενεμένη την απρόσμενη επισκέπτρια.
-Είναι η Εμινέ, της εξήγησε η Μαρία.
Και γυρίζοντας προς την Εμινέ συνέχισε:
-Είναι η κόρη μου, η Αλεξάνδρα.
Μετά από μία τυπική χειραψία η Αλεξάνδρα έφυγε.
Έμειναν και οι δυο σιωπηλές να κοιτάζουν η μια την άλλη. Το σύντομο μακρινό, κοινό τους παρελθόν πέρασε αστραπιαία από τη μνήμη τους. Δεν είχαν υπάρξει ποτέ πολύ συνδεδεμένες, όμως τώρα η Εμινέ θα μπορούσε να κρατά κάποιες πολύ σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή της, σκέφτηκε η Μαρία.
Η ίδια είχε περάσει μια πολύ φορτισμένη ημέρα και ένοιωθε εξαιρετικά κουρασμένη. Όμως θα έπρεπε να χειριστεί αυτή τη στιγμή όσο καλύτερα μπορούσε. Για δύο λόγους:
Σίγουρα αυτή η γερασμένη γυναίκα απέναντί της ήταν σε θέση να της ξεκαθαρίσει περισσότερο το παρελθόν της, αλλά συγχρόνως ένοιωσε και την ανάγκη να απαλύνει κάπως την πίκρα που έβλεπε στα μάτια της. Τη δεδομένη στιγμή, η Μαρία ένοιωσε σαν να ήταν η πιο δυνατή από τις δυο τους και ήταν υποχρέωσή της να δώσει στην Εμινέ, κάτι θετικό, μία ελπίδα.
Συγκρότησε τις δυνάμεις της και την κοίταξε στα μάτια, χαμογελώντας. Οι ζωές τους είχαν συναντηθεί κάποτε. Πάνω στο ύφασμα του χωροχρόνου υπήρχαν υφάδια που ήταν κοινά και αδιαίρετα. Θα μπορούσε τώρα να προσφέρουν η μια στην άλλη κάτι από την αλήθεια που κουβαλούσαν ή απέκτησαν μέσα στην πορεία της ζωής. Δυο διαφορετικές γυναίκες, με διαφορετικά βιώματα, που όμως είχαν κάτι να μοιραστούν.
Η Μαρία αποφάσισε να οδηγήσει τη συζήτηση. Τώρα ήταν η ώρα.
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=2361&-V=limmata
(Κεφάλαιο 18)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία άνοιξη 1927
-Πώς κατάλαβες ότι ήμουν εγώ, η Μαρία, αυτή που σε έψαχνε; Τη ρώτησε, όσο πιο ευγενικά μπορούσε
-Είχα ακούσει κάτι μέσες άκρες τότε που εκείνος ο δάσκαλος επισκέφτηκε τη μάνα Αϊσέ και κατάλαβα ότι σε πήρε η Εγγλέζα που ήρθε τότε στο σπίτι. Ήταν εύκολο να καταλάβω ποια ήταν η Εγγλέζα κυρά που έψαχνε, τώρα, εμένα. Τι θέλεις λοιπόν; Ρώτησε απότομα
-Αρχικά θα ήθελα να σε κεράσω κάτι, πρότεινε η Μαρία. Θα ήθελες ένα τσάι, ένα καφέ;
-Δε θέλω τίποτα. Πες μου μόνο τι με ήθελες;
Πριν απαντήσει η Μαρία πήγε στον μπουφέ και πήρε το κουτί με τα ακριβά ελβετικά σοκολατάκια που της είχε φέρει η κόρη της. Κέρασε την Εμινέ, που πρώτη φορά στη ζωή της είχε δει ή είχε γευτεί σοκολάτα. Της άρεσαν τόσο πολύ που πήρε και δεύτερο.
-Πάρε όλο το κουτί. Είναι δικό σου, της είπε η Μαρία. Σε έψαχνα Εμινέ γιατί ήθελα να σε ρωτήσω αν γνώριζες κάτι για την καταγωγή μου. Πέρασα όλη τη ζωή μου μη γνωρίζοντας ποια είμαι και από πού έρχομαι. Τώρα πια ήρθαν στην κατοχή μου κάποια στοιχεία που μου άφησε ο δάσκαλός μου, ο Αντώνιος Φιλίππου, όπως του τα είπε η μάνα Αϊσέ και έτσι γνωρίζω την καταγωγή μου. Αν ξέρεις όμως κάτι περισσότερο για τους γονείς μου, μια και ζεις στην Πάφο, θα ήθελα να μου το πεις.
Η Εμινέ, μασουλώντας τα σοκολατάκια απάντησε, γεμάτη πικρία:
-Βλέπω εσύ έχεις και κόρη! Και εξακολουθείς να είσαι όμορφη! Και πλούσια! Ενώ εγώ είμαι μια άσχημη γριά που ποτέ δεν έκαμε παιδιά και έζησα όλη τη ζωή μου να υπηρετώ τον αφέντη Σουλεϊμάν, τη στριμμένη γυναίκα του τη Φατμά και τη μάνα Αϊσέ. Δεν παντρεύτηκα όσο ήμουν νέα, δεν έχω παιδιά, δεν έχω τίποτε στη ζωή μου!
-Εμένα με έκλεψαν από τους γονείς μου, τόλμησε να πει η Μαρία.
-Και τι μ’ αυτό; Συνέχισε η Εμινέ. Εμένα οι γονείς μου με έδωσαν στη μάνα Αϊσέ γιατί δεν είχαν να με ταΐσουν και δε νοιάστηκαν ποτέ για μένα. Εσύ ήσουν πάντα η όμορφη, η τυχερή. Σε αγαπούσε η μάνα Αϊσέ, εμένα κανείς δε με αγαπούσε.
Η Μαρία δεν περίμενε ποτέ να βρεθεί άνθρωπος που θα τη ζήλευε για την άθλια ζωή που έκανε στο τούρκικο σπίτι. Και όμως, αυτή η γερασμένη γυναίκα απέναντί της, τη θεωρούσε πιο τυχερή από την ίδια!
-Δεν μπορεί, η μάνα Αϊσέ θα σε αγαπούσε, είπε η Μαρία. Ήταν πολύ καλή γυναίκα.
-Ναι, ήταν τόσο καλή που μου άφησε το σπίτι της στα Βρέτσια, όταν πέθανε. Μα εγώ είχα πια γεράσει και δεν έκανα παιδιά. Παντρεύτηκα τότε ένα χήρο μεθύστακα που με ξυλοφόρτωνε χωρίς λόγο και ευτυχώς πέθανε σε μερικά χρόνια. Τώρα μένω μόνη μου και περιμένω να πεθάνω. Τίποτε άλλο.
Η καρδιά της Μαρίας βάρυνε από αυτή την πικρή εξομολόγηση της Εμινέ. Ήταν δύσκολο να αντιτάξει οποιοδήποτε επιχείρημα στα ωμά λόγια που άκουσε. Παρόλα αυτά απάντησε με θετικό πνεύμα, προσπαθώντας να ενθαρρύνει αυτή την απογοητευμένη από τη ζωή, γυναίκα.
-Και όμως, Εμινέ, ζεις στο χωριό σου, έχεις το δικό σου σπίτι, είσαι ανεξάρτητη. Είμαι βέβαιη ότι εκεί έχεις και συγγενείς και φίλους. Αφού δεν έκανες δικά σου παιδιά, θα μπορούσες να βοηθάς τους δικούς σου με τα δικά τους παιδιά. Εγώ δεν ήμουν παιδί των γονιών που με μεγάλωσαν και όμως με αγάπησαν με την ίδια δύναμη που αγαπούν οι φυσικοί γονείς. Όταν δώσεις αγάπη θα πάρεις αγάπη, έτσι λειτουργούν οι νόμοι της φύσης.
Η Εμινέ την κοίταξε χωρίς να απαντήσει. Κατά βάθος εύρισκε δίκαιο στα επιχειρήματα της Μαρίας, όμως είχε συνηθίσει στην αυτολύπηση και τη βόλευε αυτή η αντιμετώπιση της ζωής της. Αγνόησε τα τελευταία λόγια της Μαρίας και συνέχισε, απαντώντας στο αρχικό της ερώτημα:
-Όταν χάθηκες σε σκεφτόμουν συχνά και σε ζήλευα. Φανταζόμουν ότι έγινες βασίλισσα και ταξίδευες με μια χρυσή άμαξα. Ήθελα να έρθει κάποιος να πάρει και μένα από το απαίσιο εκείνο σπίτι. Όταν πέθαναν όλοι και πήγα στην Πάφο, στο χωρίο μου τα Βρέτσια, άρχισα να ρωτώ για σένα. Λίγοι θυμόντουσαν την ιστορία σου. Είχαν περάσει πολλά χρόνια και ο καθένας νοιαζόταν για τα δικά του βάσανα.
-Ήξερα ότι σε είχε κλέψει ο αφέντης Σουλεϊμάν από το χωριό Στατό. Ήταν τόση η περιέργεια μου που μια μέρα πήγα στο πανηγύρι στην Παναγία τη Χρυσορρογιάτισσα μαζί με κάποιες χριστιανές από το χωρίο μου. Ξέρεις, πηγαίνουμε και μεις στα πανηγύρια των χριστιανών, δεν πειράζει που είμαστε μουσουλμάνοι. Αυτό το μοναστήρι είναι κοντά στο Στατό. Πολλοί χωριάτες ήταν εκεί. Άλλοι πουλούσαν τις πραμάτειες τους, άλλοι πήγαιναν να προσκυνήσουν την Παναγία.
-Καθίσαμε με τις χωριανές μου σε ένα τόπο να φάμε λουκουμάδες. Δίπλα μας ήταν μια παρέα γυναικών από το Στατό. Πιάσαμε την κουβέντα και εγώ δεν ντράπηκα και τις ρώτησα, αν ήξεραν την ιστορία της Μαρίας που την είχε κλέψει ο Τούρκος ο Σουλεϊμάν. Οι νεότερες δεν ήξεραν τίποτε, μα μια γριά με κοίταξε καχύποπτα και με ρώτησε:
-Πώς ξέρεις εσύ για τη Μαρία;
-Δούλευα για τον αφέντη Σουλεϊμάν, στο σπίτι του στη Χώρα και γνώριζα τη Μαρία. Χάθηκε όμως από το σπίτι μας και νομίζω την πήραν οι Εγγλέζοι, της απάντησα. Είμαι περίεργη, τι να έγιναν άραγε οι δικοί της;
-Ξέρεις πού βρίσκεται η Μαρία; με ρώτησε ξανά.
-Όχι, δεν ξέρω. Και τώρα που μιλώ για αυτή την ιστορία είναι γιατί έχουν πεθάνει όλοι στο σπίτι του αφέντη μου. Διαφορετικά δε θα μπορούσα να μιλήσω.
-Η μάνα της Μαρίας, η Ελεονόρα, ήταν φράγκισσα αρχόντισσα από την Έμπα, μοναχοπαίδι, άρχισε τη διήγηση η γριά. Τέτοια όμορφη γυναίκα δεν είχε γεννηθεί ξανά. Μια μέρα την είδε ο Τούρκος, ο Σουλεϊμάν και την πόθησε. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, πήρε τη γυναίκα του και την κόρη τους και έφυγαν από την Έμπα. Ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό μας, για να γλιτώσει την Ελεονόρα.
-Όλα τα παλληκάρια του χωριού μας την ερωτεύτηκαν, τόση ήταν η ομορφιά της. Ο πατέρας της όμως διάλεξε τον πιο δυνατό, τον Αλέξανδρο και την πάντρεψε. Ο Αλέξανδρος ήταν ορφανός και φτωχός, αλλά παλληκάρι. Όχι, μόνο του χωριού μας, αλλά όλης της Πάφου. Κάθε Λαμπρή, στα παιχνίδια που γίνονταν στην εκκλησιά, μόνο αυτός μπορούσε να σηκώσει το διτζίμι (τεράστιο ογκόλιθο που μόνο κάποιος πολύ δυνατός μπορούσε να μετακινήσει). Όλοι τον φοβόντουσαν. Ήταν όμως πολύ καλός και αγαπούσε πολύ την Ελεονόρα.
-Όταν απέκτησαν τη Μαρία, όλοι τους ζήλευαν για την ευτυχία τους. Την ονόμασαν Μαρία γιατί ήταν το όνομα της μακαρίτισσας της μητέρας του, που είχε πεθάνει νέα. Η Μαρία ήταν όμορφη, έμοιαζε της Ελεονόρας όμως δεν ήταν ξανθή. Είχε τα μαύρα μαλλιά του Αλέξανδρου. Έχει μια παροιμία που λέει: η ανθρώπινη ευτυχία όταν φτάσει σε ένα ορισμένο ύψος, τραβά πάνω της τον κεραυνό. Αυτό έπαθαν αυτοί οι άνθρωποι!
-Όταν χάθηκε το παιδί, όλοι κατάλαβαν πως την πήρε ο Τούρκος. Ο Αλέξανδρος πήγε στα Βρέτσια να τον βρει – θα τον σκότωνε σίγουρα – μα αυτός είχε εξαφανιστεί. Κανείς δεν ήξερε που πήγε. Μαζί του χάθηκε και η οικογένειά του. Όλοι νόμισαν ότι έφυγαν από την Κύπρο.
-Η Ελεονόρα δεν έζησε πολύ μετά από αυτό. Πέθανε σε μερικούς μήνες από το μαράζι της. Ο Αλέξανδρος, απελπισμένος, έψαξε ακόμα λίγο καιρό για τον Τούρκο και μετά έφυγε. Μπάρκαρε σε ένα καράβι και χάθηκε για πάντα. Δεν πέρασε πολύς καιρός, πέθαναν και οι γονείς της Ελεονόρας. Ξεκληρίστηκε όλη η γενιά τους.
-Όταν τελείωσε τη διήγησή της η γριά, όλες άρχισαν να ρωτούν για να μάθουν περισσότερα, μα εκείνη δε μίλησε άλλο. Όλη αυτή η ιστορία τους φαινόταν σαν παραμύθι. Δεν πίστευαν ότι ήταν αληθινή. Εγώ όμως ήξερα ότι όλα αυτά συνέβησαν.
-Το βράδυ μας φιλοξένησαν στο χωριό τους, γιατί ήταν πολύ μακριά να γυρίσουμε πίσω την ίδια μέρα. Το πρωί, πριν φύγουμε, η γριά με πήρε στο νεκροταφείο και μου έδειξε τον τάφο της Ελεονόρας.
Οι λεπτομέρειες της διήγησης της Εμινέ, συγκίνησαν και πόνεσαν τη Μαρία. Ήταν η μοναδική περιγραφή που είχε για τους γονείς της. Πόσο πολύ θα ήθελε να ακούσει και άλλα! Ρώτησε με πνιγμένη φωνή την Εμινέ:
-Ζει αυτή η γριά;
-Δεν ξέρω, δε νομίζω. Απάντησε η Εμινέ.
-Εμινέ σε ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθες να με δεις, παρά την πικρία που αισθάνεσαι για τη ζωή σου. Είσαι ο μόνος άνθρωπος από το παρελθόν μου που ζει και όσο παράξενο και αν σου φανεί, νοιώθω πως είσαι συγγενής μου. Ο μόνος συγγενής μου. Θα μπορούσα να έρθω να σε επισκεφτώ στα Βρέτσια;
Η Εμινέ τα έχασε. Δεν περίμενε ποτέ να ακούσει τέτοια λόγια από τη Μαρία, που ήταν τώρα μια Εγγλέζα αρχόντισσα, ιδιαίτερα μετά όσα της είπε για τα δικά της αισθήματα.
-Και δεν έρχεσαι! Θα σκάσουν όλοι από τη ζήλια τους όταν σε δουν! Το σπίτι μου είναι μεγάλο. Έχει τόπο να μείνεις αν θέλεις. Μπορούμε να πάμε και στο Στατό, να σου δείξω τον τάφο της μάνας σου. Και πού ξέρεις, μπορεί να μάθουμε και κάτι άλλο για τους γονείς σου.
-Πού θα μείνεις απόψε; Τη ρώτησε η Μαρία. Μπορείς να μείνεις εδώ αν θέλεις.
-Δεν είναι ανάγκη. Θα μείνω με την Αϊντάν. Με περιμένει, άλλωστε.
-Εμινέ, πριν φύγεις θα ήθελα να σου χαρίσω κάτι, ένα δώρο για να σε ευχαριστήσω που ήρθες να με δεις. Ζήτα μου ότι θέλεις.
-Τι να μου δώσεις Μαρία; Τα ρούχα σου; Δεν μπορώ να τα φορέσω; Τα στολίδια σου; Θα νομίσουν ότι τα έκλεψα. Θα πάρω μόνο αυτά.
Και έδειξε τα σοκολατάκια. Σηκώθηκε να φύγει και σαν έφτασε στην πόρτα, στάθηκε και γύρισε πίσω.
-Είναι κάτι που μπορείς να κάμεις για μένα, Μαρία. Η Αϊντάν μου είπε ότι γράφεις ένα βιβλίο. Γράψε και για μένα σε αυτό. Για να ξέρουν οι άνθρωποι ότι γεννήθηκα και ότι έζησα στο κόσμο αυτό.
Η Μαρία με δάκρυα στα μάτια, την αγκάλιασε και της είπε:
-Θα γράψω για σένα Εμινέ. Για να ξέρουν όλοι ότι έζησες και αφιέρωσες όλη τη ζωή σου να φροντίζεις τους άλλους. Και αυτό είναι σπουδαίο.
Η Εμινέ φεύγοντας, ένοιωσε να τη γεμίζει ένα αίσθημα ελπίδας. Ένα αίσθημα που είχε χρόνια να νοιώσει. Σάμπως και η Μαρία της είχε δώσει κάτι από την ενέργειά της, κάτι από τη δύναμη της στη ζωή.
Η Αλεξάνδρα ανυπόμονη εμφανίστηκε μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει.
-Τι σου είπε; ρώτησε τη Μαρία. Προσπαθούσα να ακούσω μα μιλούσατε στα τούρκικα και δεν καταλάβαινα λέξη.
Η Μαρία της διηγήθηκε τι της είχε πει η Εμινέ και συμπλήρωσε:
-Η επίσκεψη της Εμινέ ήταν για μένα αποκάλυψη. Σε όλη μου τη ζωή θεωρούσα τον εαυτό μου αδικημένο γιατί δεν είχα τους γονείς μου και όμως αυτή η γυναίκα, που είχε γονείς, ήταν σε πιο άθλια μοίρα από μένα. Αυτό το γεγονός με έχει συγκλονίσει!
-Ίσως, εμείς να καθορίζουμε τη ζωή μας, πέρα από τα γεγονότα που συναντούμε στην πορεία μας, απάντησε η Αλεξάνδρα. Μην ξεχνάς τη δική σου έφεση για μάθηση που σε έφερε κοντά στο δάσκαλο και σου άνοιξε το δρόμο για την ελευθερία. Νομίζεις η Εμινέ θα ακολουθούσε την ίδια πορεία, αν συναντούσε εκείνη το δάσκαλο;
-Δεν ξέρω, είπε σκεφτική η Μαρία. Είναι πολύ δύσκολο να αναλύσεις τα γεγονότα της ζωής και τις επιλογές των ανθρώπων. Παρόλα αυτά αναγνωρίζω ότι υπήρξα πολύ τυχερή μετά τη γνωριμία μου με το δάσκαλο. Είχα όμως έντονα μέσα μου μια απεριόριστη δίψα για μάθηση και μια έφεση για τη ζωή, που με ξεπερνούσαν. Ίσως, αυτά να ήταν η κινητήριος δύναμη που έλκυε τα γεγονότα στη ζωή μου. Γιατί ότι και να μου συνέβαινε εγώ προσπαθούσα να το αξιοποιήσω. Δεν έμεινα ποτέ να κλαίω τη μιζέρια μου. Και δυστυχώς αυτό κάνει η Εμινέ. Για αυτό είναι τόσο δυστυχισμένη.
Εκείνη την ώρα ήρθε και ο James. Τον κατατόπισαν για ότι είχε συμβεί και για τις σκέψεις που αντάλλασσαν για τη ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων.
-Μαρία έχεις δίκαιο, της είπε. Σαν γιατρός μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή και την ασθένειά τους με θάρρος και αισιοδοξία έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να αναρρώσουν. Η αυτολύπηση είναι ο χειρότερος σύμβουλος στις κρίσιμες ώρες της ζωής μας.
-Πάντως, από τη στιγμή που βρέθηκε η άκρη για την καταγωγή σου, τα γεγονότα τρέχουν, παρατήρησε η Αλεξάνδρα. Ποιος περίμενε να έρθει σήμερα η Εμινέ!
-Στις αρχές της ερευνάς μου την έψαχνα με αγωνία, είπε η Μαρία, αλλά μετά τα στοιχεία που συγκέντρωσα για το δάσκαλό μου και ιδιαίτερα μετά την ανάγνωση της διήγησης της μάνας Αϊσέ, την είχα ξεχάσει εντελώς. Και όμως, σίγουρα αυτή είναι ένα από τα άτομα που γνώριζαν την αλήθεια. Όλα τα άκουγε και τα επεξεργαζόταν στο μυαλό της. Το γεγονός ότι ξέρει πού είναι ο τάφος της μητέρας μου είναι για μένα πολύ σημαντικό.
-Θα μπορούσαμε να πάμε όλοι μαζί, πρότεινε ο James.
-Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στην Πάφο και από ότι ξέρω είναι πολύ μακριά για τα δεδομένα της Κύπρου. Αυτά τα χωριά που αναφέρουν, νομίζω βρίσκονται στα βουνά της Πάφου, που σημαίνει ότι είναι ακόμα πιο μακριά. Από ότι γνωρίζω οι δρόμοι δεν είναι σε καλή κατάσταση στην ύπαιθρο και δεν έχουμε ούτε αυτοκίνητο. Θα πρέπει να το μελετήσουμε καλά πριν πάρουμε τέτοια απόφαση. Μην ξεχνάς έχουμε και την Ελεονόρα – Μαρία. Δε θα ήταν σωστό να την ταλαιπωρήσουμε με άγνωστες διαδρομές.
-Φυσικά, θα μπορούσα να μείνω εγώ εδώ με το παιδί, είπε η Αλεξάνδρα και να πάτε οι δυο σας. Όμως έχει δίκαιο η μητέρα. Θα πρέπει να το μελετήσουμε πρώτα. Έπειτα είναι και τα γράμματα του δασκάλου. Δεν ξέρουμε τι γράφει αυτός.
-Δεν έχω διαβάσει ακόμα τα γράμματά του είπε η Μαρία. Τις δύο τελευταίες μέρες οι πληροφορίες είναι καταιγιστικές και δεν έχω προλάβει να τις αφομοιώσω.
-Καλύτερα να φάμε κάτι πρόχειρο και να ξαπλώσουμε να ξεκουραστούμε, πρότεινε ο James. Αύριο είναι μια καινούργια μέρα και πάντοτε το πρωί τα πράγματα φαίνονται πιο καθαρά.
Ξάπλωσαν νωρίς για ύπνο γιατί με τον ένα ή άλλο τρόπο κανείς δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Η Μαρία, παρόλη τη συναισθηματική της εξάντληση, βρισκόταν σε υπερδιέγερση και δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Οι σκηνές από το κείμενο που διάβασε, η Εμινέ και οι διηγήσεις της, όλα κυκλοφορούσαν στο μυαλό της, ακολουθώντας άταχτες διαδρομές. Κατάλαβε ότι με αυτό το τρόπο θα ήταν αδύνατο να κοιμηθεί και προσπάθησε να εστιάσει σε ένα μόνο θέμα. Στη μητέρα της. Στην Ελεονόρα.
Η παρουσία της μητέρας της ήταν διάχυτη τις τελευταίες ώρες. Εκείνα τα λίγα χρόνια που είχε αναπαυθεί στην αγκαλιά της και είχε εμπειραθεί την αγάπη της, άρχισαν να ζωντανεύουν στη μνήμη της. Δεν ήταν τόσο εικόνες, όσο αισθήματα φροντίδας και ασφάλειας. Όπως έκλεινε τα μάτια νόμιζε πως ήταν παιδί, πως κούρνιαζε σε μια αγκαλιά και όλες οι ανάγκες της ήταν ικανοποιημένες. Σε μια στιγμή ψιθύρισε: μάνα, μάνα. Ξαφνιάστηκε με το άκουσμα αυτών των λέξεων και άνοιξε τα μάτια της. Τα έκλεισε όμως αμέσως και έτσι όπως βρισκόταν στην αγκαλιά της Ελεονόρας, αποκοιμήθηκε.
(Κεφάλαιο 19)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία, άνοιξη 1927
Το πρωί που ξύπνησε η Μαρία, παρά το βάρος στο κεφάλι της, ένοιωθε την ψυχή της ανάλαφρη σαν να είχε συναντήσει κάποια αγαπημένα πρόσωπα, σαν να είχε ανοίξει το παράθυρο και ο ήλιος γέμισε το σκοτεινό δωμάτιο με φως. Προς μεγάλη της έκπληξη σιγοτραγουδούσε. Δεν πίστευε ούτε η ίδια για την αντίδρασή της μετά από τα τραγικά γεγονότα που είχε μάθει την προηγούμενη μέρα.
Όλοι οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν και έτσι, αφού ετοίμασε το τσάι της, άνοιξε το παράθυρο του γραφείου της να μπει μέσα ο ανοιξιάτικος πρωινός ήλιος. Μύρισε τα τριαντάφυλλα και το βασιλικό που είχε στη βεράντα και κάθισε στην πολυθρόνα της, προσπαθώντας να αναλογιστεί από που προήλθε αυτή η ευχάριστη διάθεση. Ήταν βέβαιη ότι η αλλαγή είχε γίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου της.
Θυμήθηκε ότι τότε που ζούσε στις Ινδίες κάποιος γκουρού της είχε πει ότι όταν ο άνθρωπος κοιμάται η ψυχή του ταξιδεύει σε άλλες διαστάσεις και έρχεται σε επαφή με την υπέρτατη γνώση. Εκεί συναντά ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή του. Σχεδόν πάντοτε ξεχνούμε αυτές τις επαφές όμως κάποτε η επίδραση στην ψυχή μας είναι τόσο έντονη, που μεταφέρουμε στον υλικό κόσμο την ποιότητα των αισθημάτων που εμπειραθήκαμε.
Η ίδια δε θυμόταν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ούτε καν σαν όνειρο, όμως ήταν σίγουρη ότι την περιέβαλε η αγάπη των γονιών της και ιδιαίτερα της Ελεονόρας. Ένοιωθε ότι τους συνάντησε και ότι κάπου οι ψυχές τους δικαιώθηκαν, που το μοναδικό τους παιδί γνώριζε πια την ύπαρξη τους και μπορούσε να προφέρει τα ονόματά τους. Τώρα θα μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους στον ατέρμονο κόσμο των αγαθών πνευμάτων.
Σηκώθηκε και άνοιξε το ερμαράκι που είχε φυλάξει τα γράμματα του δασκάλου της. Πήρε από μέσα το γράμμα με ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 1907 και κάθισε ξανά στην πολυθρόνα της. Το κράτησε για λίγο στα χέρια της και μετά άρχισε να διαβάζει:
Αγαπημένη μου Μαρία
Η μεγαλύτερη μου επιθυμία πριν φύγω από τη ζωή είναι αυτό το κουτί να φτάσει στα χέρια σου. Τότε θα μπορέσεις να διαβάσεις τα γεγονότα για την καταγωγή σου, ώστε να δικαιωθείς και εσύ και οι γονείς σου.
Πριν λίγες μέρες επισκέφθηκα την οικία της μητέρας σου στη Λευκωσία, με την ελπίδα να μπορέσω να μάθω κάτι για σένα, ώστε να σου στείλω τις πληροφορίες που έχω βρει. Δυστυχώς, ούτε αυτή τη φορά τα κατάφερα. Όπως μου είπε η υπηρέτρια, η μητέρα σου είχε φύγει για το Λονδίνο αρχές Σεπτεμβρίου, για να σε συναντήσει εκεί. Θα έφερνες την κόρη σου για σπουδές και την ήθελες να παραμείνει κοντά της γιατί εσύ θα έφευγες και πάλι για τις Ινδίες. Λυπήθηκα πάρα πολύ που δεν το έμαθα έγκαιρα γιατί θα ερχόμουν εγώ στο Λονδίνο για να σε συναντήσω. Δυστυχώς, όσες φορές στο παρελθόν είχα επισκεφθεί τη μητέρα σου για να μάθω νέα σου, ή ίδια ήταν πολύ επιφυλακτική, για να μην πω αρνητική και έτσι δεν είχα το θάρρος να πηγαίνω συχνά.
Όπως και να έχει, έτσι που τα έφερε η μοίρα, δε θα μπορέσω να σε ξαναδώ πριν πεθάνω. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι σε γνώρισα και μπόρεσα να συμβάλω με τον ένα ή άλλο τρόπο στην πορεία της ζωής σου, έδωσε αξία και νόημα στην ύπαρξή μου. Το μόνο που θέλω και εύχομαι από καρδιάς είναι να είσαι ευτυχισμένη.
Πέρα από την ιστορία της καταγωγής σου, όπως την περιέγραψε η μάνα Αϊσέ, σου κληροδοτώ όλο το έργο μου για να το χειριστείς όπως νομίζεις καλύτερα. Είσαι το πνευματικό μου παιδί και ο καλύτερος άνθρωπος στο κόσμο για να κατανοήσει τις σκέψεις μου.
Όσα περιλαμβάνονται στο χοντρό τετράδιο, που υπολογίζω θα διαβάσεις πρώτο, τα κατέγραφα καθώς τα διηγόταν η μάνα Αϊσέ και έτσι έχεις τα λόγια της ίδιας, χωρίς προσθήκες ή αλλοιώσεις. Δεν είναι μια ευχάριστη ιστορία αλλά είναι η αλήθεια, και σίγουρα αυτό θα ήθελες να μάθεις.
Το καλοκαίρι, μετά τη διήγηση της μάνας Αϊσέ, πήγα στην Πάφο για να επισκεφθώ τα χωριά που αναφέρονται στη διήγηση. Η επαρχία αυτή δεν έχει συγκοινωνίες και έτσι νοίκιασα ένα γαϊδούρι από το χάνι που έμενα στο Κτήμα, την πόλη της Πάφου, για να μπορέσω να ταξιδέψω.
Πήγα πρώτα στην Έμπα, το χωριό απ’ που καταγόταν η μητέρα σου, η Ελεονόρα. Βρίσκεται δυτικά από το Κτήμα, σχετικά κοντά στη θάλασσα και είναι πεδινό. Όλοι οι κάτοικοι της Πάφου ασχολούνται με τη γεωργοκτηνοτροφία για να ζήσουν. Τα χωράφια της Έμπας είναι πιο γόνιμα από αυτά των ορεινών περιοχών και έτσι οι κάτοικοί της είναι λιγότερο φτωχοί από τους κατοίκους των βουνών. Ίσως, για αυτό το λόγο ήταν φέουδο κατά τη Φραγκοκρατία. Από την άλλη είναι και κοντά στο Κτήμα, και είναι εύκολο για τους χωριάτες να διαθέτουν τα προϊόντα τους. Είναι από τα λίγα χωριά της Κύπρου, που από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε δασκάλους που δίδασκαν τα παιδιά γράμματα. Όταν την επισκέφθηκα είχε περίπου 400 κατοίκους.
Έμεινα μερικές μέρες στο χωριό και προσπάθησα να πληροφορηθώ λίγα περισσότερα στοιχεία για την οικογένεια της μητέρας σου. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να μάθω πολλά. Οι χωριάτες ή δεν ήξεραν ή δεν ήθελαν να πουν. Φαίνεται ότι όση από την περιουσία του παππού σου δεν πουλήθηκε, τη μοίρασαν μεταξύ τους και δεν τους συνέφερε να παραδεχτούν την ύπαρξη της φράγκικης οικογένειας, μήπως υπάρχουν απόγονοι και κληρονόμοι. Πάντως, είναι ένα πολύ όμορφο χωριό που αξίζει τον κόπο να επισκεφθείς, αν ποτέ μπορέσεις.
Φεύγοντας από την Έμπα ανέβηκα στα Βρέτσια, που βρίσκονται σε ψηλότερο υψόμετρο και γειτνιάζουν με το δάσος της Πάφου. Οι κάτοικοι είναι κυρίως Τουρκοκύπριοι γιατί οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να γίνουν Λινοβάμβακοι, όπως η μάνα Αϊσέ. Ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό δηλαδή, για να γλυτώσουν από τους βαριούς φόρους. Δεν έμεινα για πολύ εκεί. Το μόνο που έμαθα είναι ότι η οικογένεια του Σουλεϊμάν είναι από τις πιο πλούσιες και ισχυρές οικογένειες του χωριού. Σε αυτό το χωριό είναι ανεπτυγμένη σχετικά η κτηνοτροφία. Έχουν πολλά αιγοπρόβατα και αυτό το καθιστά ένα σχετικά πλούσιο χωριό για τα δεδομένα της Πάφου. Είχε, τον καιρό που το επισκέφθηκα, γύρω στους 300 κατοίκους.
Από τα Βρέτσια, ακολούθησα το δρόμο μέχρι το Στατό. Με κατεύθυναν οι χωριάτες και πήγα στο μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσορρογιάτισσας. Οι καλόγεροι εκεί με φιλοξένησαν και έτσι μπόρεσα να παραμείνω περισσότερες μέρες στην περιοχή.
Ο Στατός δεν είναι μακριά από το μοναστήρι. Από τα τρία χωριά που επισκέφθηκα βρίσκεται σε μεγαλύτερο υψόμετρο, με κλίση από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Και εδώ οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργοκτηνοτροφία και είναι πολύ φτωχοί, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της υπαίθρου. Δουλεύουν σκληρά, άνδρες και γυναίκες, για να καταφέρουν να επιβιώσουν, νοουμένου ότι θα βρέξει ικανοποιητικά εκείνη τη χρονιά. Διαφορετικά, χρεώνονται στους τοκογλύφους και συχνά χάνουν τις περιουσίες τους. Οι γυναίκες είναι γερασμένες από πολύ νεαρή ηλικία, από τη συνεχή έκθεση στον ήλιο και τη σκληρή δουλειά στα χωράφια.
Φυσικά, δεν ήταν εύκολο να κάνω πολλές ερωτήσεις γνωρίζοντας την επιθυμία της Αγγλίδας μητέρας σου να μη γίνει γνωστή η καταγωγή σου. Έτσι όσες φορές επισκέφθηκα το χωριό, μιλούσα γενικά με τους χωριάτες, ρωτώντας τους για την ιστορία του χωριού και παρόμοια. Δεν πήρα πολλές πληροφορίες από εκεί. Μπόρεσα όμως να εντοπίσω το σπίτι της μητέρας σου, της Ελεονόρας που βρισκόταν σε ένα ψηλό σημείο, εγκαταλειμμένο και έρημο. Μου είπαν απλά ότι οι ιδιοκτήτες του σπιτιού είτε πέθαναν είτε έφυγαν στο εξωτερικό, μετά που έχασαν την κόρη τους. Τραγική ιστορία, κατέληξε ο γέρος που μου ανέφερε τα γεγονότα.
Περισσότερες λεπτομέρειες έμαθα από ένα ηλικιωμένο μοναχό στο μοναστήρι. Ήξερε τη μητέρα σου γιατί πήγαινε συχνά και προσευχόταν εκεί. Σε αυτό μίλησα καθαρά για το λόγο της επίσκεψής μου. Τον εμπιστεύτηκα γιατί φαινόταν άγιος άνθρωπος και εχέμυθος. Το όνομά του ήταν πατήρ Ελευθέριος, αν και δε νομίζω να ζει πια. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος το 1896, που επισκέφθηκα εγώ το μοναστήρι.
Μου είπε λοιπόν, ο πατήρ Ελευθέριος ότι η μητέρα σου πήγαινε συχνά στο μοναστήρι και μιλούσαν. Του είχε πει για την ιστορία της ζωής της και για τους λόγους που την ανάγκασαν να έρθει στο Στατό. Παρόλο που ήταν πολύ ευτυχισμένη με τον άνδρα της, τον Αλέξανδρο, εν τούτοις είχε μια πίκρα μέσα της που έχασε το χωριό και τον τρόπο ζωής της. Εδώ αναγκαζόταν να δουλεύει σκληρά, σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού, μα μιας και δεν ήταν συνηθισμένη, της φαινόταν πολύ βαρύ. Λυπόταν που η κόρη της θα έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια ζωή και έλεγε ότι θα της μάθει γράμματα, με την ελπίδα ότι θα είχε ένα καλύτερο μέλλον.
Σου είχε μεγάλη αδυναμία η μητέρα σου και δε σε άφηνε ποτέ μόνη σου, αντίθετα με τις άλλες γυναίκες, που τα παιδιά τους γύριζαν όλη μέρα τα δρομάκια του χωριού, χωρίς επίβλεψη. Κάποια μάλιστα εργάζονταν στα χωράφια από την ηλικία των πέντε για να βοηθήσουν τις οικογένειες τους. Εκείνη την καταραμένη μέρα που σε πήρε ο Σουλεϊμάν, εσύ έκλαιγες και ήθελες να παίξεις με το κοριτσάκι του διπλανού σπιτιού. Η μητέρα σου έπρεπε να πάει στη βρύση να φέρει νερό και με μεγάλο δισταγμό, δέχτηκε να σε αφήσει, παροτρύνοντας τη γειτόνισσα να σε προσέχει.
Το χωριό αυτό έχει δύο βρύσες: την πάνω βρύση και την κάτω βρύση. Όλοι οι κάτοικοι πρέπει να κουβαλήσουν το νερό τους από τις δύο αυτές βρύσες που βρίσκονται στις δύο άκριες του χωριού. Η μητέρα σου χρησιμοποιούσε γαϊδούρι για αυτή τη δουλειά μα υπήρχαν και άλλες γυναίκες που κουβαλούσαν τα κανάτια στον ώμο. Λόγω της απόστασης από το χωριό έπαιρνε κάποιο χρόνο αυτή η εργασία.
Η γειτόνισσα φυσικά δεν ήταν συνηθισμένη να έχει το νου της στα παιδιά και γρήγορα ξέχασε την υπόσχεσή της. Μέχρι να επιστρέψει η μητέρα σου είχες εξαφανιστεί. Όλο το χωρίο σε έψαχνε, αλλά μάταια. Το άλλο κοριτσάκι που παίζατε μαζί δεν ήξερε να τους πει πώς χάθηκες.
Η μητέρα σου, φυσικά, είχε καταλάβει αμέσως ποιος ήταν ο απαγωγέας, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί, μαζί με την οικογένειά του. Εκείνο που σκότωσε την Ελεονόρα ήταν οι τύψεις της γιατί σε άφησε μόνη σου. Ο πατέρας σου κόντεψε να τρελαθεί. Είχε χάσει την κόρη του και συγχρόνως έβλεπε τη γυναίκα του να λειώνει σαν κερί. Έψαχνε να βρει τον Σουλεϊμάν για να τον σκοτώσει. Όμως εκείνος δεν ήταν πουθενά.
Όπως μας τα είπε και η μάνα Αϊσέ, ο Αλέξανδρος μπάρκαρε σε ένα καράβι και χάθηκε, μετά που πέθανε η Ελεονόρα. Αυτός, ο βουνίσιος λεβέντης, άφησε τα βουνά που γεννήθηκε και πήγε στη θάλασσα που ποτέ δεν είχε γνωρίσει! Μπορεί να θεώρησε ότι αυτός ο άλλος κόσμος, θα μπορούσε να του απαλύνει το πόνο και να σβήσει τις πικρές του μνήμες.
Ο γέρο μοναχός έκλαιγε καθώς μου τα διηγόταν. Η ιστορία αυτή είχε συγκλονίσει όλα τα γύρω χωριά. Χάρηκε πολύ όταν του είπα για σένα και για την τύχη που είχες.
– Είδες γιε μου, μου είπε. Τα άδικα ουκ ευλογούνται. Δεν το επιτρέπει ο Θεός. Να αναπαυθεί και η ψυχή της μακαρίτισσας της Ελεονόρας. Στο τέλος η κόρη της πήρε αυτό που εκείνη ονειρευόταν για αυτή.
Μετά τη διήγηση του γέρου μοναχού, έμεινα ακόμα λίγες μέρες στο μοναστήρι, περισσότερο για να γνωρίσω τον τόπο που γεννήθηκες. Είναι ένα πολύ όμορφο χωριό. Περιβάλλεται από τα βουνά της Πάφου και είναι πράσινο από τις καλλιέργειες των κατοίκων του. Οι άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί και οι περισσότεροι χρεωμένοι στους τοκογλύφους. Παρόλα αυτά, είναι φιλόξενοι και θα σου προσφέρουν, ότι μπορούν, από το υστέρημά τους.
Συγκρίνοντας αυτό το χωριό με την Έμπα, το χωριό της μητέρας σου, θυμήθηκα τα λόγια ενός διαβασμένου καθηγητή που είχα γνωρίσει κάποτε. Μου είχε πει λοιπόν αυτός:
-Οι άνθρωποι που γεννιούνται στο κάμπο ή στη θάλασσα, έχουν πιο ανοιχτούς ορίζοντες από αυτούς που γεννιούνται στα βουνά. Από τη στιγμή που θα γεννηθούν γνωρίζουν ότι ο κόσμος εκτείνεται μακριά, πέρα από το χωριό τους, ενώ αυτοί που γεννιούνται στα βουνά βλέπουν απέναντί τους ένα όριο και αυτό τους κάνει πιο συντηρητικούς και κλειστούς.
Έτσι και η Ελεονόρα. Γεννήθηκε στο κάμπο και κοντά στη θάλασσα. Οι ορίζοντές της ήταν απέραντοι. Η στενότητα ενός βουνίσιου τοπίου, ποιος ξέρει; Ίσως, να την καταπίεζε.
Παρόλα αυτά αγάπησα το χωριό σου, Μαρία μου. Την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος και προβάλλει πίσω από τα βουνά, ο ουρανός ροδίζει και το τοπίο γύρω παίρνει ένα γκριζογάλανο χρώμα. Μπορεί να μη βλέπεις το βάθος του ορίζοντα όμως ξέρεις, ότι πίσω από τις κορυφογραμμές υπάρχει ένας άλλος κόσμος που σε καλεί.
Κοντά στο χωριό είναι και το δάσος της Πάφου, που είναι ίσως το ωραιότερο και πυκνότερο της Κύπρου. Η Πάφος γενικά είναι μια όμορφη επαρχία, με εναλλασσόμενο τοπίο. Αν μπορέσεις, αξίζει το κόπο να επισκεφθείς το χωριό που γεννήθηκες.
Φεύγοντας από την Πάφο, συλλογίστηκα πολύ. Είδα τον κόσμο που ζούμε σαν ένα ψηφιδωτό, αποτελούμενο από εκατομμύρια ψηφίδες και κάθε ψηφίδα είναι ένας άνθρωπος. Οι περισσότεροι από εμάς δεν ξεχωρίζουμε μέσα στην όλη εικόνα και ο ρόλος μας είναι να συμπληρώσουμε το απέραντο σχέδιο. Υπάρχουν κάποιες ψηφίδες που λάμπουν όμως, και αυτές πρέπει να τοποθετηθούν σε περίοπτη θέση. Ο δημιουργός τις παίρνει με τη λαβίδα του και τις τοποθετεί εκεί που νομίζει ότι θα κοσμήσουν το έργο του.
Έτσι και εσύ Μαρία μου. Όσο σκληρό και απάνθρωπο και να ήταν αυτό που σου συνέβηκε, όσο εγκληματικά και αν ενέργησε ο Σουλεϊμάν, εσύ τοποθετήθηκες στη θέση που σου άρμοζε. Είμαι βέβαιος ότι έλαμψες με την παρουσία σου στο διάβα της ζωής και φώτισες τους ανθρώπους γύρω σου. Αυτό είναι μια δικαίωση για σένα και μια ανταπόδοση στο δράμα που έζησαν οι γονείς σου.
Αγαπημένη μου Μαρία, σε όλη μου τη ζωή προσπάθησα να κατανοήσω τη δομή του κόσμου και να δώσω νόημα στις τραγωδίες που όλοι βιώνουμε. Δεν είναι εύκολο. Συχνά ο πόνος μας θολώνει την όραση και βάζει παραπετάσματα στην αλήθεια. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έχασα τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Ίσως, για να συναντήσω και να φροντίσω εσένα. Ποιος ξέρει; Αν κάποιος όμως μπορέσει να δει από απόσταση το ψηφιδωτό του κόσμου θα το βρει τέλειο, παρά τις προσωπικές τραγωδίες των ανθρώπων.
Θα ήταν απέραντη χαρά για μένα να σε συναντήσω σε αυτή την ώριμη ηλικία και να δω πώς μέστωσε το πνεύμα και η ψυχή σου. Δε θα τα καταφέρω όμως. Πολλές φορές μέμφομαι την Αγγλίδα μητέρα σου, όμως κατά βάθος κατανοώ και το δικό της ρόλο στο ψηφιδωτό της ζωής. Φοβόταν πάντοτε μη χάσει την αποκλειστικότητα στη ζωή σου, αλλά συγχρόνως τρόμαζε την υποδοχή που θα είχε για σένα η αγγλική κοινωνία, αν γνώριζε την πραγματική καταγωγή σου. Έκαμε ότι νόμιζε καλύτερο.
Δεν έχει σημασία τώρα πια. Το ψηφιδωτό έχει ολοκληρωθεί. Σου παραδίδω ότι σου υποσχέθηκα όταν έφευγες για το Λονδίνο και εύχομαι ο δημιουργός να φροντίσει να φθάσει στα χέρια σου. Θα το παραδώσω στο άλλο πνευματικό παιδί μου, τον Ελευθέριο Κωνσταντίνου, που θα πάει στο Λονδίνο για σπουδές. Θεωρώ ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψεις στην Αγγλία και θα μπορέσει να σε βρει για να σου δώσει το κουτί με το περιεχόμενό του.
Νοιώθω, Μαρία μου, ότι ο δικός μου ρόλος στη δική σου ζωή έχει κλείσει. Εξαρτάται από εσένα πια πώς θα χειριστείς όλες αυτές τις πληροφορίες, ποιους θα συγχωρέσεις και ποιους όχι. Εκείνο που εγώ θα επιθυμούσα, είναι η ζωή που έζησες να ήταν πλήρης και ευτυχισμένη. Αυτές όλες οι μαύρες σελίδες, απλά να ρίξουν φως στην πορεία που σε έφερε εδώ και να μην αποτελέσουν αιτία δυστυχίας και θρήνου.
Σε χαιρετώ, με όλη τη σημασία της έκφρασης, που εμπεριέχει τη λέξη «χαρά». Προσωπικά αισθάνομαι ότι έχω ολοκληρώσει το καθήκον που μου ανατέθηκε σε αυτή τη ζωή και μπορώ να πάω να συναντήσω τα πνεύματα της συζύγου μου και της κόρης μου.
Αγαπημένη μου Μαρία, σε αφήνω με αυτή την τελευταία φράση:
Να αγαπάς τη ζωή και την πατρίδα, την Κύπρο μας.
Αντώνιος Φιλίππου
Ο πνευματικός σου πατέρας.
Η Αλεξάνδρα, όταν σηκώθηκε, βρήκε τη μητέρα της να κάθεται στην πολυθρόνα του γραφείου της, ακίνητη, με το γράμμα στο χέρι και δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.
-Τι γράφει ο δάσκαλος; τη ρώτησε.
-Απλά επιβεβαιώνει την ορθότητα της διήγησης της μάνας Αϊσέ, προσθέτοντας κάποια επιπλέον στοιχεία για τους γονείς μου. Δεν είναι για αυτό που κλαίω. Είναι για κείνον τον υπέροχο άνθρωπο, που έκανε τόσα για μένα, χωρίς καν να μπορώ να του το ανταποδώσω, έστω με ένα λόγο αγάπης.
-Είμαι βέβαιη ότι θα βρεις τρόπο να τον τιμήσεις και να διατηρήσεις τη μνήμη του. Η αγάπη σου για τον δάσκαλό σου είναι διάχυτη κάθε φορά που αναφέρεσαι σε αυτόν. Και η αγάπη είναι ένα αίσθημα πέρα από την ύλη και το φυσικό κόσμο. Σίγουρα θα μπορέσει να το εισπράξει.
-Όπως ένοιωθα και εγώ τη δική σου αγάπη, όταν ήμουν στο Λονδίνο και εσύ βρισκόσουν στις Ινδίες.
-Με εκπλήττει η φιλοσοφική σου αντιμετώπιση της ζωής! Απάντησε η Μαρία
-Πήρα κάτι και από σένα. Όχι, μόνο το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του πατέρα μου, απάντησε χαμογελώντας η Αλεξάνδρα. Έλα τώρα να πάρουμε το πρωινό μας και να μας διηγηθείς τι γράφει ο δάσκαλός σου.
Η χαλαρή αντιμετώπιση της Αλεξάνδρας αποφόρτισε την ατμόσφαιρα και η Μαρία σηκώθηκε. Είχε ήδη αποφασίσει πώς θα προχωρούσε. Μετά το πρωινό θα έγραφε στον Kristian. Η ζωή θα έπρεπε να πάρει τους φυσιολογικούς ρυθμούς της. Έπειτα η οικογένεια της κόρη της είχαν έρθει για διακοπές στην Κύπρο. Και αυτό θα τους πρόσφερε από τώρα και στο εξής. Το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει το μέλλον. Η ζωή συνεχίζεται.
Βιβλιογραφία:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
(Κεφάλαιο 20)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λιμάνι Αμμοχώστου, Ιούνιος 1927
Η Αλεξάνδρα ολόρθη στο κατάστρωμα του πλοίου, κρατούσε στην αγκαλιά της την Ελεονόρα – Μαρία και κοίταζε βουρκωμένη την αποβάθρα. Δίπλα της στεκόταν ο James, σιωπηλός και φανερά συγκινημένος. Κουνούσε το χέρι του σε αποχαιρετισμό. Έβλεπαν τη μητέρα της, κρεμασμένη από το μπράτσο του Kristian, να τους χαιρετά με δάκρυα στα μάτια. Ήταν η επωδός μιας υπέροχης τρίμηνης παραμονής στην Κύπρο, γεμάτης από τη συγκίνηση του αποχωρισμού.
Καθώς το καράβι είχε ήδη ξεκινήσει και απομακρυνόταν από το λιμάνι, οι μορφές της Μαρίας και του Kristian χάνονταν. Παρόλα αυτά η Αλεξάνδρα έμενε εκεί, ακίνητη, να κοιτάζει σαν να προσπαθούσε να μειώσει την απόσταση με τη δύναμη της όρασής της. Ο James πήρε το παιδί από την αγκαλιά της και ξεκίνησε για την καμπίνα τους. Καταλάβαινε ότι για την Αλεξάνδρα η παρούσα ώρα ήταν σχεδόν ιερή και έτσι την άφησε μόνη της, να τη βιώσει.
Από τη μνήμη της Αλεξάνδρας πέρασαν όλες οι στιγμές από την άφιξή της σε αυτό το νησί, μέχρι τώρα που έφευγε. Μπορούσε να πει χωρίς δισταγμό ότι αυτοί οι τρεις μήνες ήταν οι ωραιότεροι μήνες της ζωής της. Μετά τα συνταρακτικά γεγονότα των πρώτων ημερών, όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια σχετικά με το σκοτεινό παρελθόν της μητέρας της, εκείνη προσπάθησε να τους προσφέρει ότι μπορούσε για να γνωρίσουν την πατρίδα της.
Την επόμενη μέρα, όταν πια όλη η ιστορία είχε αποκαλυφθεί, η μητέρα της είχε γράψει στον Kristian και τον ενημέρωσε για τα πάντα. Περίμενε την απάντησή του σε δύο – τρεις εβδομάδες περίπου, τόσο παίρνουν τα γράμματα από την Αγγλία να φθάσουν στην Κύπρο. Αντί επιστολής όμως, σε μια εβδομάδα πήρε ένα τηλεγράφημα που έλεγε:
«Φθάνω στην Κύπρο σε δυο εβδομάδες. Θέλω να γνωρίσω την κόρη σου. Έγινα μέλος της Σουηδικής Αποστολής. Αν θέλεις μπορούμε να παντρευτούμε.»
Η έκπληξη, αλλά και η χαρά της μητέρας της ήταν απερίγραπτες. Η Αλεξάνδρα δεν είχε καμία ένσταση για αυτό το γάμο. Αντίθετα, ήταν ευτυχισμένη που η μητέρα της, δε θα ήταν πια μόνη στην Κύπρο. Θα είχε ένα σύντροφο. Στην αρχή η Μαρία σκέφτηκε να παντρευτούν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δίπλα από το σπίτι της, μα τελικά κατάλαβαν ότι αυτό δε θα ήταν δυνατό. Κανένας από τους δύο δεν ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος, αν και η Μαρία θα έπρεπε να είχε βαφτιστεί όταν ήταν παιδί. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν πολιτικό γάμο, που η Αγγλία είχε θεσπίσει με νόμο από το 1836.
Μέχρι την άφιξη του Kristian, η Μαρία τους ξενάγησε στην πόλη της Λευκωσίας. Η Αλεξάνδρα έμεινε έκπληκτη που αυτή η μικρή και φτωχική πόλη, έκλεινε μέσα της τόση ιστορία. Πίσω από τους προμαχώνες στα τείχη, κρύβονταν οι Φράγκοι ιππότες και οι Βενετσιάνοι άρχοντες. Οι εικόνες, στις μικρές εκκλησίες της Λευκωσίας, μαρτυρούσαν τον Βυζαντινό πολιτισμό, οι φοινικιές, οι μιναρέδες και η φωνή του χότζα κάθε μεσημέρι, την επέλαση των Οθωμανών. Στο Παγκύπριο Γυμνάσιο έμαθε για τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους άλλους επισκόπους που οι Τούρκοι σκότωσαν το 1821, πριν τολμήσουν οι Έλληνες αυτού του τόπου να επαναστατήσουν. Το κυβερνείο, οι αγγλικές σημαίες και οι στρατιώτες δήλωναν την παρουσία των Βρετανών. Ατελείωτοι οι κατακτητές και όλοι άφησαν πίσω τη σφραγίδα τους.
Οργάνωσαν ένα απλό γάμο και σε αυτό τους βοήθησε η φίλη της μητέρας της, η σύζυγος του στρατιωτικού διοικητή Λευκωσίας, η κυρία Jennifer Thomson. Κανόνισε να εκδοθούν γρήγορα όλες οι απαραίτητες άδειες και τον γάμο τέλεσε ο σύζυγός της. Οι προσκεκλημένοι ελάχιστοι. Εκτός από την οικογένεια Thomson και τη δική της οικογένεια, προσκλήθηκαν η κυρία Βασιλεία με την οικογένειά της, ο δικηγόρος Γεώργιος Αντωνίου με τη σύζυγό του και προς έκπληξη όλων παρευρέθηκαν και ο Δημήτριος Δημητρίου με την κόρη του. Ο Kristian είχε επίσης καλέσει μερικά μέλη της Σουηδικής αποστολής.
Μετά την τελετή πήγαν όλοι στο σπίτι της μητέρας της για δείπνο, εκτός από τον κύριο Δημητρίου με την κόρη του. Θα ήταν αδύνατο να τον διατηρήσει σε έλεγχο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της τέλεσης του γάμου, ο Δημήτριος ήταν συγκινημένος και ψιθύριζε συνέχεια:
-Αντώνιε, φίλε μου, μεγάλη στιγμή. Η Μαρία μας παντρεύεται!
Πέρασαν υπέροχα στο δείπνο. Τα φαγητά της κυρίας Βασιλείας ήταν εξαιρετικά και όλοι τα τίμησαν δεόντως. Μετά το φαγητό ο Kristian, τραγούδησε τραγούδια του γάμου της χώρας του. Η Αλεξάνδρα πρόσεξε ότι είχε υπέροχη φωνή. Προς το τέλος, και όταν όλοι ήταν περίπου μεθυσμένοι, η κυρία Βασιλεία σηκώθηκε και άρχισε να τραγουδά το κυπριακό τραγούδι του γάμου:
Ώρα καλή τζ’ ώρα χρυσή τζ’ ώρα ευλοημένη
τούτη η δουλειά π’ αρκέψαμε να βκεί στερεωμένη
Τη συνόδεψαν ο Γεώργιος Αντωνίου με τη σύζυγό του καθώς και οι κόρες της. Όταν εξήγησαν στους μη ελληνόφωνους τα λόγια, βρήκαν ότι εξέφραζαν μία πολύ ουσιαστική ευχή για κάθε νέο ζευγάρι.
Η γιορτή έκλεισε με χορό. Ξεκίνησαν με ένα ταγκό που χόρεψαν η Μαρία με τον Kristian. Τον χώρο γέμιζε η μουσική που έπαιζε ο φωνογράφος που είχε φέρει μαζί της η μητέρα της από το Λονδίνο. Όλοι τους χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Ήταν ένα τόσο ταιριαστό ζευγάρι! Συνέχισαν και οι υπόλοιποι με άλλους χορούς της εποχής και στο τέλος οι Κύπριοι χόρεψαν κυπριακούς χορούς.
Η Αλεξάνδρα σε κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πατέρα της. Πώς θα του φαινόταν άραγε αυτός ο γάμος; Πώς θα αντιδρούσε; Τι θα έλεγε; Μάλλον, θα το εύρισκε ανόητο που η γυναίκα του θυσίασε τους τίτλους και τα πλούτη για να παντρευτεί ένα Σουηδό αρχαιολόγο. Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε.
-Πατέρα, σκέφτηκε, η μαμά είναι ευτυχισμένη και αυτό μετρά. Να είσαι και εσύ χαρούμενος για αυτή. Το αξίζει!
Μετά τον γάμο, ο Kristian κατάφερε να απουσιάσει μερικές μέρες από την αρχαιολογική αποστολή. Έτσι πήγαν όλοι μαζί στο Τρόοδος, την ψηλότερη οροσειρά της Κύπρου για διακοπές. Το ύψος της κορυφής του Τροόδους, φτάνει στα 1951 μέτρα. Εκεί έμειναν σε ένα από τα σπίτια που είχαν κτίσει οι Άγγλοι για να παραθερίζουν. Ήταν ένα γαμήλιο δώρο από την κυρία Jennifer Thomson προς το ζευγάρι. Τους παραχώρησε επίσης και τον οδηγό της με το αυτοκίνητο για να τους μεταφέρει εκεί, ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στη Λευκωσία.
Εδώ η Αλεξάνδρα γνώρισε μια εντελώς διαφορετική όψη της Κύπρου. Ήταν ήδη τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου και οι πρώτες καλοκαιρινές ζέστες είχαν κάμει την εμφάνισή τους στη Λευκωσία. Τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μέρας, ένοιωθαν δυσφορία, μιας και όλοι τους ήταν συνηθισμένοι σε πιο ψυχρά κλίματα. Τα σπαρτά είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν και παρόλο που υπήρχαν πανέμορφα αγριολούλουδα παντού η Κύπρος είχε ξεκινήσει να παίρνει το κιτρινωπό καλοκαιρινό της χρώμα.
Στα βουνά ο καιρός ήταν δροσερός, τα βράδια κάπως ψυχρός και το τοπίο καταπληκτικό, ολοπράσινο. Το σπιτάκι, που τους παραχωρήθηκε βρισκόταν μέσα στο δάσος και γύρω- γύρω έστεκαν πανύψηλα πεύκα. Η Αλεξάνδρα παραξενεύτηκε που η κορυφή των δένδρων ήταν επίπεδη. Της εξήγησαν ότι εδώ τον χειμώνα χιονίζει, το χιόνι βαραίνει τα δένδρα και προκαλεί αυτό το φαινόμενο.
Έκαναν καθημερινούς περιπάτους και απολάμβαναν την αναζωογονητική καθαρότητα του αέρα, εμπλουτισμένη με τη μυρωδιά των πεύκων. ‘Ένα άρωμα που δεν είχαν συναντήσει ποτέ στα δικά τους δάση. Η Ελεονόρα – Μαρία μεγάλωνε εντυπωσιακά και τα μαγουλάκια της είχαν γίνει ολοκόκκινα από υγεία. Ήταν η λατρεία όλων τους. Κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες από φρούτα, κεράσια, μήλα, και ότι άλλο μπορούσαν να προμηθευτούν από τους χωριάτες των γύρω περιοχών. Έπιναν γάργαρο νερό από την πηγή και έτρωγαν φρέσκα αβγά, ελιές χαλούμι και χωριάτικο ψωμί. Ήταν σαν να ζούσαν σ’ ένα παράδεισο, μακριά από τον πολιτισμό.
Μια μέρα ο Kristian έφυγε με ένα Άγγλο που επίσης παραθέριζε στην περιοχή και όταν επέστρεψε το βράδυ έφερε μαζί του και ένα αυτοκίνητο. Τον υποδέχθηκαν όλοι με κραυγές ενθουσιασμού. Τώρα πια θα μπορούσαν να επισκεφθούν και τα χωριά της περιφέρειας.
Από την επόμενη μέρα κιόλας άρχισαν τα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Ταξίδεψαν σε πολλά χωριά της περιοχής, όπως τον Πρόδρομο, τον Πεδουλά, το Μουτουλά, τον Καλοπάναγιωτη, το μοναστήρι του Κύκκου και φυσικά τις πανέμορφες Πλάτρες. Οι δρόμοι ήταν άθλιοι και συχνά αναγκάζονταν να κατεβούν για να σπρώξουν το αυτοκίνητο, μα και αυτό ήταν μέρος της διασκέδασής τους – μια περιπέτεια στα βουνά της Κύπρου.
Η Αλεξάνδρα για πρώτη φορά στις Πλάτρες άκουσε τα αηδόνια να κελαηδούν και μαγεύτηκε. Είδαν τα γάργαρα νερά να τρέχουν, απόλαυσαν την πανέμορφη παρθένα φύση και τη φιλοξενία των φτωχών χωρικών. Ήταν για όλους μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Ο Kristian ήταν φανερό ότι αγαπούσε τη μητέρα της. Τα δειλινά πήγαιναν περίπατο στο δάσος, μόνοι τους και εύρισκαν χίλια θέματα να συζητήσουν. Είχαν τόσα κοινά οι δυο τους! Η Αλεξάνδρα θυμόταν ότι η μητέρα της και ο πατέρας της δε μιλούσαν ιδιαίτερα μεταξύ τους, εκτός από τα απαραίτητα οικογενειακά θέματα. Ήταν υπέροχο που έστω και τώρα η μητέρα της βρήκε ένα σύντροφο να μοιράζεται τις σκέψεις και τις απόψεις της.
Από την άλλη παρατήρησε ότι ο Kristian είχε άπειρες γνώσεις. Τα βράδια που η Ελεονόρα – Μαρία κοιμόταν, καθόντουσαν όλοι στο σαλόνι και ο Kristian τους μιλούσε για την αρχαία ιστορία της Κύπρου. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ότι οι γνώσεις του εκτείνονταν και σε άλλα πεδία, εκτός από την ιστορία και αρχαιολογία. Τους περιέγραφε πώς η Κύπρος είχε αναδυθεί από τον βυθό της θάλασσας και ότι η γεωλογία του Τροόδους παρουσιάζει τις διαστρωματώσεις του βυθού της θάλασσας. Πολλοί επιστήμονες έρχονται να μελετήσουν το Τρόοδος για να μάθουν για τον ωκεάνιο φλοιό της γης.
Πέρασαν έτσι δύο εβδομάδες. Έπρεπε να διακόψουν τις διακοπές τους, ώστε ο Kristian να επιστρέψει στη σουηδική αποστολή και οι ίδιοι να ετοιμαστούν για το Λονδίνο. Αποχαιρέτισαν τα βουνά της Κύπρου με πόνο ψυχής. Πόσο θα ήθελαν να μείνουν και άλλο! Ευτυχώς, είχαν βγάλει αρκετές φωτογραφίες για να θυμούνται τον τόπο, αλλά και τις εμπειρίες τους.
Μόλις έφθασαν στη Λευκωσία, ο Kristian έφυγε με το αυτοκίνητο για να συναντήσει τους άλλους αρχαιολόγους. Οι ίδιοι άρχισαν να ετοιμάζονται για το ταξίδι της επιστροφής. Δεν ήξεραν πώς να καταφέρουν να χωρέσουν μέσα στις αποσκευές τους τα άπειρα αντικείμενα που αγόρασαν ή τους χάρισε η Μαρία.
Τότε ήταν που η Αλεξάνδρα κατάλαβε ότι ήταν και πάλι έγκυος. Ένοιωσε τη νέα ύπαρξη να κινείται στα σπλάχνα της και το εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα της. Η Μαρία αυθόρμητα της είπε:
-Αν είναι αγόρι να τον ονομάσετε Αντώνιο.
Αμέσως όμως μετάνιωσε, γιατί θυμήθηκε ότι είχε και ο James δικαίωμα στην ονομασία του παιδιού. Είχε άλλωστε και δικούς του γονείς. Η Αλεξάνδρα όμως την καθησύχασε:
-Ο James δε θα είχε καμία ένσταση να ονομάσουμε ένα παιδί μας Αντώνιο. Έχει συγκινηθεί πολύ από την αυτοθυσία αυτού του ανθρώπου και είμαι βέβαιη ότι θα ήθελε να τον τιμήσει. Εξ άλλου στην Αγγλία μπορούμε να δώσουμε περισσότερα από ένα ονόματα στο κάθε παιδί. Και μην ξεχνάς. Εμείς θα θέλαμε να κάνουμε πολλά παιδιά και να τιμήσουμε όλους τους ανθρώπους που συνέβαλαν στη ζωή του James και στη δική μας ζωή. Είναι και οι δικοί σου Άγγλοι γονείς και ο δικός μου πατέρας. Όλους αξίζει να διατηρηθεί η μνήμη τους.
Ξαφνικά, η Αλεξάνδρα ήρθε στην πραγματικότητα και κατάλαβε ότι το καράβι είχε απομακρυνθεί τόσο από τη στεριά που δεν μπορούσε να δει ούτε τη μητέρα της, ούτε τις ακτές της Κύπρου. Αποφάσισε να επιστρέψει στην καμπίνα τους και να ασχοληθεί με την κόρη τους. Κατεβαίνοντας όμως τα σκαλιά άρχισε να σκέφτεται κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της στην Κύπρο.
Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Η ζωή στο Λονδίνο της άρεσε. Είχε μεγαλώσει να ζει στην πολυτέλεια. Χαιρόταν το σπίτι της, τα υπέροχα έπιπλα, τους ακριβούς πίνακες, την πλούσια κοινωνική ζωή, τα θέατρα του Λονδίνου. Ήταν μια ζωή διαφορετική, άνετη. Σίγουρα δε συγκρινόταν με τον απλοϊκό τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι στην Κύπρο. Όμως εδώ είχε φως, είχε χαρά, εδώ ήταν η μητέρα της! Έβγαλε γρήγορα αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Δεν ήταν μόνη της. Ήταν και ο James, εκεί ήταν η δουλειά του. Αν η μητέρα της έμενε εδώ θα έρχονταν να τη βλέπουν, αλλά μόνο αυτό.
Η καρδιά της όμως της έλεγε άλλα…
Όταν η Αλεξάνδρα ήρθε στην καμπίνα ο James κατέβηκε στο σαλόνι του πλοίου μήπως βρει καμιά αγγλική εφημερίδα να διαβάσει τις τελευταίες ειδήσεις. Παρασυρόμενοι από την ανέμελη ζωή των διακοπών είχαν ξεχάσει τον υπόλοιπο κόσμο και τις δολοπλοκίες του, που καθόριζαν τις τύχες των λαών.
Σε ένα τραπεζάκι του σαλονιού ήταν πεταμένη μια παλιά εφημερίδα των Times του Λονδίνου. Ήταν τουλάχιστον μιας εβδομάδας. Δεν είχε όμως σημασία. Η δική του ενημέρωση για τις ειδήσεις στο κόσμο ήταν τουλάχιστον τριών μηνών παλαιότερη. Την πήρε στα χέρια του, παράγγειλε ένα τσάι και άρχισε να διαβάζει. Εκείνο που τράβηξε την προσοχή του ήταν ένα άρθρο από ένα έγκριτο Άγγλο δημοσιογράφο σχετικά με τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία.
Ο James είχε υπηρετήσει σαν γιατρός στον τελευταίο πόλεμο από το 1914 μέχρι το 1918 και είχε ζήσει όλη την αθλιότητα και βαρβαρότητα. Ο απολογισμός: 8.500.000 νεκροί στρατιώτες και 14.500.000 άμαχοι. Ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ ότι υπάρχει πόλεμος με ιδεολογικό υπόβαθρο. Ίσως, κάποια απελευθερωτικά κινήματα, μα και για αυτά πιθανόν να μπορούσε να βρεθεί άλλος τρόπος διεκδίκησης.
Έγραφε λοιπόν αυτός ο δημοσιογράφος για κάποιο ανερχόμενο Γερμανό πολιτικό με το όνομα Αδόλφος Χίτλερ. Τον χαρακτήριζε ιδεολόγο, φανατικό και εθνικιστή. Θανατηφόρος συνδυασμός, σκέφτηκε ο James. Σαν ιδεολόγος εμπνέει τα πλήθη γιατί τους μιλά για κάποιες μεγάλες αξίες, που τους παρασύρουν. Σαν φανατικός δεν έχει κανένα περιθώριο συνδιαλλαγής, μα το χειρότερο σαν εθνικιστής υποστηρίζει όλα τα θετικά και όλα τα συμφέροντα που αφορούν τη δική του φυλή, αγνοώντας τα δικαιώματα των άλλων λαών. Τέτοιοι ανθρώπου είναι αυτοί που προκαλούν τους πολέμους. Και αυτή τη στιγμή απευθύνεται σε ένα λαό που έχει ηττηθεί, είναι φτωχός και νοιώθει ντροπιασμένος. Σίγουρα βρίσκει άπλετο χώρο για απήχηση ανάμεσα στα πλήθη.
Και συνέχιζε ο δημοσιογράφος. Ο Αδόλφος Χίτλερ δοκίμασε το 1923 ένα αποτυχημένο πραξικόπημα στο Μόναχο για το οποίο καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και εκτέλεσε μόνο ένα. Ακόμα μια απόδειξη πως οι αρχές έχουν ανοχή σε τέτοιες ιδεολογίες. Στη φυλακή έγραψε το πρώτο τόμο του βιβλίου του, το οποίο έκδωσε το 1925 με τον τίτλο «Mein Kampf», (Ο Αγών μου). Στη συνέχεια το 1926 εξέδωσε και το δεύτερο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο. Και στα δύο βιβλία εξηγεί με σαφήνεια τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1925 πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του Ναζιστικού κόμματος. Είχε μπει για καλά στην πολιτική και φαίνεται ότι οι στόχοι του είναι υψηλοί.
Καταλήγοντας ο αρθρογράφος εξέφραζε τις ανησυχίες του για το μέλλον της Ευρώπης εστιάζοντας σε ένα ενδεχόμενο δεύτερο πόλεμο που θα προερχόταν από την ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία. Ηγέτες με τα ρητορικά χαρίσματα και τον φανατισμό του Χίτλερ θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τα πλήθη και να τον προκαλέσουν.
Ο James τρόμαξε. Δεν είχε καμία διάθεση να ζήσει ένα δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Προπάντων τώρα που είχε οικογένεια. Η Αλεξάνδρα ήταν έγκυος το δεύτερό τους παιδί. Όχι, ψιθύρισε. Αν οι λαοί της Ευρώπης ήθελαν να ξανασκοτωθούν μεταξύ τους, αυτός δε θα συμμετείχε σε αυτή την παράκρουση.
Και τότε για πρώτη φορά έλαμψε μια ιδέα στο μυαλό του. Θα παρακολουθούσε την εξέλιξη των γεγονότων και αν φαινόταν ότι τα τύμπανα του πολέμου θα ηχούσαν και πάλι, θα έφευγαν από το Λονδίνο. Ένοιωσε ότι είχαν ένα τόπο να ζήσουν. Αυτό το νησί το αγάπησε. Ναι, αυτό το νησί θα μπορούσε να γίνει μια δεύτερη πατρίδα για τον James και την οικογένειά του.
Φυσικά, δε θα ήταν εύκολο να αφήσουν το Λονδίνο και τη ζωή τους εκεί, όμως δε θα επέτρεπε να ζήσει η οικογένειά του ένα Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέσσερα χρόνια στην πρώτη γραμμή του πολέμου, σε πρόχειρα νοσοκομεία, να ακρωτηριάζει ανθρώπους και να βλέπει νέα παιδιά να πεθαίνουν, μόνα, μακριά από τους αγαπημένους τους, ήταν αρκετά. Είχε προσφέρει στην πατρίδα του ότι του αναλογούσε.
Θυμήθηκε τα φοιτητικά του χρόνια, τον ιδεαλισμό που εμπότιζε τα όνειρά του τότε, και έδινε δύναμη στην ψυχή του. Ήθελε να σπουδάσει γιατρός για να προσφέρει στους φτωχούς και αδύναμους. Η Κύπρος ήταν μια φτωχή χώρα και σίγουρα χρειαζόταν γιατρούς. Ήταν βέβαιος ότι οι υπηρεσίες του εδώ θα ήταν πολύ πιο σημαντικές από το Λονδίνο.
Φυσικά, δε θα έπρεπε να βιαστεί να πάρει τέτοια απόφαση. Ήταν όμως μια σοβαρή επιλογή σε περίπτωση που η Ευρώπη θα παρασυρόταν και πάλι σε πόλεμο. Και ήταν βέβαιος, όλη η οικογένεια θα ήταν ευτυχισμένη σε αυτό το νησί. Στη Λευκωσία είχε ιδρυθεί ένα πολύ υψηλού επιπέδου αγγλικό σχολείο, το Newham και έτσι τα παιδιά του δε θα στερούντο μόρφωσης. Αυτά ήταν σοβαρά επιχειρήματα που θα εξασθένιζαν οποιαδήποτε αντίθετη άποψη. Παρόλα αυτά χαμογέλασε.
-Βεβιασμένες σκέψεις, σκέφτηκε. Είμαι επηρεασμένος από τη στεναχώρια του αποχωρισμού και καταλήγω να σκέφτομαι αφήσω το Λονδίνο. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!
Σηκώθηκε και ξεκίνησε για την καμπίνα του αφήνοντας την εφημερίδα στο τραπεζάκι, αποφασισμένος να μην ξανασκεφτεί το θέμα. Όμως το ενδεχόμενο είχε πάρει μια θέση στο πίσω μέρος του μυαλού του και περίμενε να εμφανιστεί, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν.
Βιβλιιογραφια:
(Κεφάλαιο 21 – Επίλογος)
(Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας και κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτό. Τα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι πραγματικά)
Λευκωσία, Ιούνιος 1927
Η Μαρία καθόταν στη πολυθρόνα του γραφείου της και σκεφτόταν. Ήταν η αγαπημένη της θέση όταν ήθελε να πάρει αποφάσεις. Την βοηθούσε να βυθίζεται στα ενδότερα στρώματα του μυαλού της και να συλλογίζεται σφαιρικά τα θέματα.
Ο Kristian είχε ήδη φύγει για να συναντήσει τους συναδέλφους του στην αποστολή και η κόρη της με την οικογένειά της ταξίδευαν προς την Μεγάλη Βρετανία. Ήταν και πάλι μόνη, όμως αυτή τη φορά ήξερε ότι η μοναξιά της ήταν μια σύντομη ανάπαυλα, που ενδυνάμωνε τις προσδοκίες της για την επιστροφή του Kristian. Ναι, αυτή τη φορά η ζωή ήταν διαφορετική. Είχε ένα σύντροφο. Μοιραζόταν τα όνειρα και τα προβλήματά της με κάποιο που τους ένωνε η αγάπη.
Θυμήθηκε ένα χρόνο πριν, τότε που σαν η αριστοκράτισσα Λαίδη Mary William Moore, είχε αποφασίσει να αφήσει το Λονδίνο και την πολυτέλεια στη ζωή της για να ψάξει το παρελθόν της. Ήταν μια μεγάλη απόφαση που ήξερε ότι θα την οδηγούσε σε άγνωστα μονοπάτια με επίφοβα αποτελέσματα. Όμως το τόλμησε.
-Τώρα πια είμαι η Μαρία Hubertus, σκέφτηκε, κοιτάζοντας τη βέρα της. Είμαι όμως μια «Hubertus»; Διερωτήθηκε. Ποια είμαι στα αλήθεια; Πώς αισθάνομαι; Είμαι η Μαρία. Ίσως, να μην έχω επίθετο γιατί δεν ανήκω πουθενά. Γεννήθηκα στη Πάφο και μετά περιπλανήθηκα στις γειτονιές του κόσμου, αφήνοντας στην άκρη την πραγματική μου ταυτότητα. Τώρα που την βρήκα, θα την κρατήσω. Είμαι η Μαρία. Δεν ξέρω το επίθετο των πραγματικών γονιών μου, έτσι είμαι απλά η Μαρία. Για τους θεσμούς της κοινωνίας θα είμαι η κυρία Μαρία Hubertus, αλλά για μένα, είμαι η Μαρία.
Το γεγονός ότι μόλις παντρεύτηκαν με τον Kristian, αυτός ήταν αναγκασμένος να φύγει, δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο για τους δυο τους. Έτσι είχαν αποφασίσει, την επόμενη φορά η Μαρία να τον ακολουθήσει και να μείνει μαζί του. Οι συνθήκες δεν θα ήταν πολύ άνετες, αλλά αυτό δεν την ένοιαζε. Άργησε πολύ να βρει τον άνδρα της ζωής της και δεν παρέμειναν πολλά χρόνια για να ζήσουν μαζί. Θα τα αξιοποιούσαν με τον καλύτερο τρόπο.
Εξάλλου εύρισκε πολύ ενδιαφέρουσα τη δουλειά του και θα ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για την ιστορία της Κύπρου. Ήταν για αυτή μια πολύ συναρπαστική προοπτική. Η συνύπαρξή τους στον αρχαιολογικό χώρο έκρυβε ένα ρομαντισμό, που τους ταίριαζε.
Είχε φυσικά να γράψει και το βιβλίο της. Δεν ξεχνούσε την υπόσχεσή της στην Εμινέ, ούτε την υποχρέωση της στο δάσκαλό της. Το υλικό που είχε στη διάθεσή της ήταν πλούσιο και με τις εμπειρίες που της χάριζε πλέον η καθημερινή παρουσία της στη Κύπρο, κατείχε ένα θησαυρό. Ο ρόλος της ήταν να διαχειριστεί αυτό τον θησαυρό σωστά και να δημιουργήσει ένα ελκυστικό βιβλίο, ενδιαφέρον για τον αναγνώστη και αληθινό. Στόχος της θα είναι να διατηρήσει τη μνήμη του δασκάλου της για χρόνια. Είναι το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για αυτόν.
Δεν είχε αποφασίσει αν θα συμπεριλάμβανε δικά της βιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο ή αν δεν θα πρόδιδε την ταυτότητά της. Ήξερε ότι είχε υποχρέωση να σεβαστεί και τη μνήμη των Άγγλων γονιών της. Τους χρωστούσε πολλά. Ίσως, μόλις τώρα να κατάλαβε πόσα πολλά τους χρωστούσε. Αν ο αγαπημένος της δάσκαλος την έβγαλε από την αθλιότητα, αυτοί τροφοδότησαν το όχημα που την οδήγησε μέχρι εδώ. Έπρεπε να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη τις επιθυμίες τους.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα των αναμνήσεων, ο σύζυγός της, ο Λόρδος William Moore, εμφανίστηκε μπροστά της. Ένοιωσε ευγνωμοσύνη και για αυτό τον άνθρωπο έστω και αν δεν εκπροσωπούσε τον ιδανικό σύζυγο, που επιθυμούσε. Μαζί του δεν έζησε την κλειστή ζωή μιας Αγγλίδας αριστοκράτισσας. Ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου και γνώρισε άλλους πολιτισμούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο William άξιζε τον σεβασμό της για ότι ήταν και για ότι της πρόσφερε.
Τα ταξίδια της μνήμης στο παρελθόν αναπόφευκτα την οδήγησαν στον Αφέντη Σουλεϊμάν και στη ζωή στην οποία την καταδίκασε με την απληστία, τον αυταρχισμό του και τους άνομους πόθους του. Η καρδιά της ήταν άδεια από συναισθήματα για αυτό τον άνθρωπο. Ήταν σαν να είχε πάθει ένα ατύχημα, αλλά σαν πέρασαν τα χρόνια το ατύχημα αυτό ήταν ανάξιο λόγου για να το θυμάται. Δεν μπορούσε να πει σε συγχωρώ, αλλά ούτε και σε μισώ. Ένα κενό.
Εγκατέλειψε την περιδιάβαση στο παρελθόν και άφησε το μυαλό της να πλανηθεί στη Πάφο και στην υπόσχεση που είχε δώσει στην Εμινέ ότι θα την επισκεφθεί. Το είχαν συζητήσει με τον Kristian και ήταν μία προτεραιότητα για αυτούς να ταξιδέψουν στη Πάφο με την πρώτη ευκαιρία. Φυσικά, θα έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσουν το αυτοκίνητο της αποστολής, γιατί στη Πάφο δεν υπήρχε καμιά συγκοινωνία, ιδιαίτερα στα βουνά. Αυτή η επίσκεψη είχε μια ιερότητα για τη Μαρία και δεν θα ήθελε να γίνει σαν ένα βιαστικό πέρασμα. Επιθυμούσε να γνωρίσει τον τόπο και τους ανθρώπους του. Η παρουσία του Kristian θα της έδινε την δύναμη να διαχειριστεί τη συγκίνηση που θα της προκαλούσε η γη που γεννήθηκε και από όπου κατάγονταν οι γονείς της.
Στο νου της ήρθαν η κόρη και ο γαμπρός της. Δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη η Αλεξάνδρα της από αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, τον James! Ήταν τόσο λογικός, τόσο μετρημένος, τόσο καλός σύζυγος και πατέρας. Το μόνο αγκάθι ήταν ότι βρίσκονταν μακριά της. Όμως έλπιζε ότι σύντομα η Κύπρος θα αποκτούσε αεροπορική σύνδεση με το Λονδίνο και θα μπορούσε να τους βλέπει πιο συχνά. Και πού ξέρεις; Είπαμε οι διαδρομές της ζωής είναι απροσδόκητες. Θα μπορούσε ίσως να τους οδηγήσουν κατά ‘δω!
Χαμογέλασε με αμφιβολία για αυτή την αισιόδοξη σκέψη της και σηκώθηκε.
Όλα αυτά φυσικά ήταν οι δικές της επιθυμίες και οι δικοί της προγραμματισμοί. Ήξερε ότι οι άνθρωποι άλλα σκέφτονται και άλλα η ζωή τους παρουσιάζει. Μέχρι τώρα όμως είχε μάθει και είχε αντιληφθεί ότι τα σενάρια της ζωής είναι πιο ενδιαφέροντα από τις στενόμυαλες προσδοκίες των ανθρώπων. Φτάνει να έχεις την υπομονή. Δεν έρχονται τα γεγονότα με την ταχύτητα ή με τον τρόπο που εμείς θα επιθυμούσαμε.
Είχε αποκτήσει και υπομονή και εμπιστοσύνη. Ήταν ευτυχισμένη. Είδε την πορεία της ζωής της να εκτυλίσσεται μέσα από μονοπάτια ανώμαλα και διαδρομές απροσδόκητες. Όμως όλα αυτά, μαζί με τη δική της αποφασιστικότητα, την οδήγησαν εδώ. Στην πατρίδα της. Η εμφάνιση του Kristian στη ζωή της ήταν ένα δώρο πέραν από τα όνειρα και τις προσδοκίες της. Ένα φιλοδώρημα της ζωής. Συμπλήρωνε τις αδυναμίες της και χρωμάτιζε την καθημερινότητά της.
Πήγε στη βιβλιοθήκη της και πήρε την ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά, «Ο Δωδεκάλογος του γύφτου». Αυτό το βιβλίο το διάβαζε συχνά και κάθε φορά εύρισκε καινούργια νοήματα. Ήταν τόσο βαθυστόχαστο, τόσο λυρικό. Σκέφτηκε ότι για να μπορέσει ο Παλαμάς να το γράψει, πέραν από τη μεγάλη έμπνευση και την ποιητική δεινότητα, είχε εντρυφήσει στα βαθύτατα στρώματα της ανθρώπινης σκέψης και διανοητικής ικανότητας. Ήταν ένα αριστούργημα.
Άνοιξε το βιβλίο σε ένα σημείο που είχε πάντοτε σημειωμένο με ένα σελιδοδείκτη και διάβασε:
Όσα βουνά κι αν ανεβείτε,
απ’ τις κορφές τους θ’ αγναντεύτε άλλες κορφές
ψηλότερες, µιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα·
και στη κορφή σα φτάστε την κατάψηλη,
πάλε θα καταλάβετε πως βρίσκεστε
σαν πρώτα κάτω απ’ όλα τ’ άστρα
Έτσι ένοιωθε αυτή τη στιγμή. Είχε ανεβεί σε μια κορυφή της ζωής της αλλά ήξερε πως πέρα από τον ορίζοντα την περίμεναν άλλα τοπία με άγνωστες ομορφιές, αλλά και αγκάθια που θα της μάτωναν τα πόδια. Αυτή είναι η ζωή του κάθε ανθρώπου, γεμάτη κορυφές αλλά και γκρεμούς. Γεμάτη προσδοκίες, αλλά και απογοητεύσεις. Ότι όμως και να ερχόταν, θα το αντιμετώπιζε.
Διάβασε ένα άλλο απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του Γύφτου. Αυτό της έδινε τη δύναμη για να προχωρά μες τη ζωή, αγέρωχη και υπερήφανη, όπως κάθε άνθρωπος αξίζει να είναι:
Κι έσκυψα προς την ψυχή µου,
σα στην άκρη πηγαδιού,
κι έκραξα προς την ψυχή µου
µε το κράξιμο του νου·
κι από το πηγάδι το βαθύ,
σαν από ταξίδια, ξένη,
προς εμένα ανεβασμένη
ξαναγύρισε η φωνή.
– Είσαι ο µόνος, είσ’ ο ασύγκριτος,
είσαι ο χωριστός,
Η Μαρία έμεινε να συλλογίζεται τα λόγια που διάβασε. Άκουγε τις λέξεις να ηχούν, πραγματικά σαν να έβγαιναν από ένα βαθύ πηγάδι. Ταυτίστηκε για μια στιγμή και αισθάνθηκε ότι αυτή ήταν ο γύφτος που έψαχνε την ταυτότητά του, απορρίπτοντας αρχικά όλες τις αξίες και αποκαθιστώντας τις στη συνέχεια. Ίσως, τώρα να είχε φτάσει στο τέλος της αναζήτησης. Ίσως, η ζωή της σε αυτό το στάδιο, να μπορούσε να είναι ένα κεφάλαιο που κλείνει με την επωδό:
«Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.»
Όμως ήξερε ότι δεν είναι έτσι. Είχε κατακτήσει αυτή την κορυφή και έμεναν ακόμα πολλές να κατακτήσει. Τώρα, που τα βαρίδια του παρελθόντος δεν την κυνηγούσαν πια και οι εφιάλτες είχαν σταματήσει, τώρα ήταν η ώρα να ατενίσει προς τις άλλες κορυφές και να μη διστάσει να προχωρήσει.
Οι εμπειρίες της ζωής της, είχαν πια μεταφραστεί σε χρόνια, που καμιά φορά μας μελαγχολούν, όμως αυτά είναι τα πλούτη μας για να προχωρήσουμε. Ναι, ήταν πλούσια από εμπειρίες. Είχε τα εφόδια για όλες τις μάχες που ίσως να ακολουθούσαν ή τη γαλήνη που ίσως να της πρόσφερνε η ζωή. Ήταν έτοιμη για όλα.
Έκλεισε τα μάτια και είδε τους κύκλους της ζωής της: η Μαρία μικρούλα στη Πάφο, η Μαρία υπηρέτρια, η Μαρία κόρη της αγγλικής οικογένειας, η Μαρία λαίδη, η Μαρία μητέρα, η Μαρία ερωτευμένη με τη ζωή και τη μάθηση και τώρα, τι ήταν τώρα;
Τώρα ήταν η Μαρία ευτυχισμένη. Αυτή την ώρα και αυτή τη στιγμή ένοιωθε πληρότητα. Τα είχε όλα. Και αν η ζωή αύριο της τα έπαιρνε πίσω, αυτή γνώριζε ότι είχε καταφέρει να ανεβεί στη πιο ψηλή κορυφή.
Θυμήθηκε ένα ποίημα ενός άλλου Έλληνα ποιητή που αγαπούσε. Ψιθύρισε τους στίχους του Καβάφη, συνειδητοποιώντας ότι έμοιαζαν πολύ με τη δική της πορεία:
Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Τη δική της Ιθάκη δεν την βρήκε φτωχική, αν και δεν μπόρεσε να βρει τους γονείς της. Ξεκίνησε από τον βαθύτερο γκρεμό και κατάφερε να ανεβεί στη πιο ψηλή κορυφή.
Ήταν ένα υπέροχο ταξίδι!
Εδώ τελειώνει η ιστορία της Μαρίας. Εμείς, που την παρακολουθούσαμε εισβάλλοντας στο ύφασμα του χωροχρόνου και ταυτιστήκαμε μαζί της συνοδεύοντάς της στις περιπέτειές της, θα πρέπει να αποχωρήσουμε. Η συνέχεια ίσως να μη μας αφορά, ίσως ο καθένας από εμάς να μπορεί να την φανταστεί με τον τρόπο που θα επιλέξει.
Εκείνο που έχει σημασία είναι να εξετάσουμε τις περιπέτειες και τις αναζητήσεις της δικής μας ζωής, προσδιορίζοντας το ταξίδι πίσω στις ρίζες μας. Γιατί οι ρίζες μας δεν είναι οι θούριοι που μας μαθαίνουν στο σχολείο, ούτε οι παραπλανητικοί λόγοι κάποιων πολιτικών μας. Το ταξίδι αυτό είναι εσωτερικό. Θα πρέπει να μελετήσουμε την ιστορία μας χωρίς αφορισμούς και προκαταλήψεις. Μα πάνω απ’ όλα θα πρέπει να αγαπήσουμε την πατρίδα μας για αυτό που είναι και με όλους τους ανθρώπους που την αποτελούν.
Έχουμε μία πολύ σοφή παροιμία στο τόπο μας που λέει:
«Άδρωπος (άνθρωπος) εν ο τόπος τζι’ ο τόπος γέρημος (έρημος)»
Δεν υπάρχει σημαντικότερη έκφραση της αρχαίας ανθρωποκεντρικής ελληνικής φιλοσοφίας από αυτό το ρητό. Ας μελετήσουμε και ας αγαπήσουμε λοιπόν τους ανθρώπους του τόπους μας, όλους τους ανθρώπους, γιατί αυτοί συνθέτουν την πατρίδα μας. Χωρίς τους ανθρώπους ενός τόπου ο τόπος είναι έρημος, ένα απλό τοπίο. Είναι οι άνθρωποι και τα έργα τους που διαμορφώνουν την έννοια της πατρίδας και την ποιότητα ενός τόπου.
Με αυτή τη σκέψη σας χαιρετώ και σας ευχαριστώ για την συντροφιά σας σε αυτό το ταξίδι. Υπήρξατε πολύτιμοι συνοδοιπόροι.
Μπορείτε να επισκεφθείτε τις πιο κάτω αναρτήσεις για ανάλυση των αποσπασμάτων από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου»:
https://cosmosblog.io/δωδεκάλογος-του-γύφτου-1/
https://cosmosblog.io/σκέψεις-πάνω-στο-δωδεκάλογο/
Πολύ καλή ιδέα!
Ευχαριστώ. Ελπίζω να το απολαύσετε ολοκληρωμένο πια.
Σ’ ευχαριστούμε πολύ Μαρία μου!
Ευχαριστώ Μάρω μου. Θα το εκτιμούσα να έχω τα σχόλιά σας όταν το διαβάσετε.