Η τηλεόραση

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 11/04/2021

Back to Blog

Τα παιδικά μου χρόνια – πριν από την ηλικία των έξι – τα περιβάλλει ένα ομιχλώδες περιβάλλον που από μέσα του ξεπηδούν φωτεινά στιγμιότυπα σαν σκηνές από ταινία εποχής.

Εκείνο τον καιρό η ζωή των ανθρώπων ήταν πολύ πιο διαφορετική από σήμερα. Η τεχνολογία και τα τεχνολογικά επιτεύγματα ήταν πολυτέλειες για λίγους και για μας τους υπόλοιπους απλά άνοιγαν παράθυρα σε ένα μαγικό κόσμο που επιθυμούσαμε πολύ να εισέλθουμε.

Το πρώτο τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής που είχαμε στο σπίτι μας, ήταν ένα ραδιόφωνο. Ένα ορθογώνιο κουτί, σε χρώμα καφέ που συνέχεια χαλούσε. Θυμούμαι τον πατέρα μου που το άνοιγε από πίσω, το βράδυ που επέστρεφε από τη δουλειά, για να το διορθώσει. Εγώ γεμάτη περιέργεια πήγαινα κοντά του για να δω τα ανθρωπάκια, που κρύβονταν μέσα του και μιλούσαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν ήταν κανένας μέσα, μόνο κάτι σύρματα. Όσο και να ρωτούσα και όσο κι αν μου εξηγούσαν δεν μπορούσα να καταλάβω πού πήγαιναν τα ανθρωπάκια και έτσι όλα φάνταζαν μαγεία.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, άκουσα για πρώτη φορά την λέξη τηλεόραση. Ήταν σίγουρα πριν το 1960. Στο γειτονικό σπίτι έμενε μία οικογένεια, που ο πατέρας ήταν εργοστασιάρχης. Ήταν οι πρώτοι στη γειτονιά που αγόρασαν τηλεόραση. Είχα δει τους τεχνικούς που ανέβηκαν στην οροφή του σπιτιού για να τοποθετήσουν την κεραία. Ένα μεταλλικό ορθογώνιο πλαίσιο με σωλήνες και σύρματα. Τους παρακολουθούσα και ήταν αδύνατο να καταλάβω τι έκαναν. Ρώτησα τη μητέρα μου και μου είπε ότι οι γείτονές μας αγόρασαν τηλεόραση.

– Και τι είναι η τηλεόραση, ρώτησα.

– Είναι κάτι σαν ραδιόφωνο αλλά δεν ακούς μόνο, βλέπεις τι κάνουν οι άνθρωποι στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου κάθε βράδυ, μου είπε.

Εγώ κατάλαβα ότι τους βλέπεις από την κεραία ή τελοσπάντων πάνω στην κεραία και εισηγήθηκα στη μητέρα μου, κάθε βράδυ να φέρνουμε τις καρέκλες μας στο σημείο της αυλής απέναντι την κεραία και να παρακολουθούμε και ‘μεις τηλεόραση. Μου εξήγησε ότι υπήρχε ένα κουτί μέσα στο σπίτι και από εκεί θα έβλεπαν τηλεόραση, όχι από την κεραία. Μεγάλη απογοήτευση για μένα!

Δεν πέρασε πολύς καιρός όμως και η οικογένεια που νοίκιασε το σπίτι της θείας μου, που ήταν διπλοκατοικία με το δικό μας, αγόρασε τηλεόραση. Τα βράδια του καλοκαιριού, η κυρία Έλλη όπως έλεγαν την κυρία που είχε την τηλεόραση, την έβγαζε έξω και τη γύριζε προς την πλευρά της αυλής. Ε, και τι γινόταν τότε! Όχι μόνο εμείς, αλλά όλα τα παιδιά της γειτονιάς απολαμβάναμε τη μαγεία που μας παρείχε αυτό το κουτί!

Ο παππούς μου Στυλλής, – που έμενε μαζί μας – έφτιαχνε σκαμνάκια (κουττουκούδκια κατά τον παππού μου) με παλιά και άχρηστα σανίδια που υπήρχαν στην αυλή, και εγώ και η αδελφή μου τα βάζαμε στη σειρά, όπως στο σινεμά και περιμέναμε τα παιδιά της γειτονιάς να έρθουν. Οι θέσεις γέμιζαν γρήγορα και πολλές φορές μέσα στο σκοτάδι, ακούγαμε κάποια άλλα παιδιά, να κινούνται στις σκιές και να παρακολουθούν τηλεόραση από μακριά, ιστάμενα. Ω, είμαστε όλοι πολύ ευτυχείς που η κυρία Έλλη είχε τηλεόραση και άφηνε και μας να βλέπουμε!

Το πρόγραμμα της τηλεόρασης ήταν περιορισμένο. Ξεκινούσε γύρω στις 6 με 7 το απόγευμα και τελείωνε στις 10 ή 11 το βράδυ. Δε θυμούμαι αν είχε κάθε βραδύ εκπομπή. Δύο φορές την εβδομάδα το πρόγραμμα ήταν στα τούρκικα (Τρίτη και Παρασκευή νομίζω).

Εμάς μας ενδιέφεραν τα παιδικά προγράμματα και από ότι θυμούμαι ήταν μία σειρά κινουμένων σχεδίων με τον κάπταιν Πάιροτ και τον Τομ το ναυτόπουλο. Ο κάπταιν Πάιροτ ήταν ένας αδέξιος πειρατής καπετάνιος, που τα έκαμνε θάλασσα, και πάντοτε τον έσωζε ο Τομ το ναυτόπουλο. Φυσικά, ο καπετάνιος παινευόταν ότι τα κατάφερνε όλα μόνος του. Το επεισόδιο τελείωνε ανελλιπώς με τη φράση:  ‘και ο Τομ το ναυτόπουλο χαμογέλασε και δεν είπε τίποτε”. Μέσα σε αυτό τον πυρετό της τηλεόρασης, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να παρακολουθούμε και τις εκπομπές στα τούρκικα. Ήταν και πάλι η ίδια σειρά κινουμένων σχεδίων, μόνο που ο καπετάνιος και το ναυτόπουλο μιλούσαν τούρκικα. Αφού ξέραμε την ιστορία ήδη, λίγο μας ένοιαζε η γλώσσα που μιλούσαν.

Κάποτε όμως η κυρία Έλλη έφυγε και μείναμε και πάλι χωρίς τηλεόραση! Καταστροφή! Είχαμε εθιστεί πλέον στο μαγικό κουτί και η στέρηση ήταν οδυνηρή!

Τότε ήρθε η κυρία Ειρήνη και νοίκιασε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στο σπίτι μας, από την άλλη πλευρά από εκείνη που έμενε η οικογένεια του εργοστασιάρχη. Είχε και ένα γιο που τον έλεγαν Μιχαλάκη και εγώ και η αδελφή μου παίζαμε μαζί του. Η κυρία Ειρήνη μας άφηνε επίσης να πηγαίνουμε με την αδελφή μου να βλέπουμε τηλεόραση. Της μητέρας μου όμως δεν της άρεσε πολύ αυτό, γιατί η κυρία Ειρήνη εργαζόταν, ερχόταν το βράδυ κουρασμένη και δεν ήταν σωστό να πηγαίνουμε να την ενοχλούμε. Όμως εμείς δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό. Έτσι μόλις βράδιαζε ξεκινούσαμε με την αδελφή μου για το σπίτι της κυρίας Ειρήνης. Όπως ήταν σκοτάδι, δημιουργούνταν σκιές στα σύννεφα από το φως του φεγγαριού, και η αδελφή μου φοβόταν. Έσκυβε το κεφάλι της να μην βλέπει και εγώ την αγκάλιαζα και έτσι αγκαλιασμένες τρέχαμε για το σπίτι της κυρίας Ειρήνης.

Κάποτε τελείωσε και αυτό! Η κυρία Ειρήνη έφυγε και ‘μεις μείναμε και πάλι χωρίς τηλεόραση. Το σύνδρομο της στέρησης μας κατέβαλε και πάλι. Η μητέρα μου όμως ήταν σαφής: Δεν έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε τηλεόραση!

Τα χρόνια σιγά – σιγά πέρασαν και ήρθε το 1963. Στις 21 Δεκεμβρίου 1963 πραγματοποιήθηκε η τουρκική ανταρσία εναντίον της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και άρχισαν οι δικοινοτικές διαταραχές. Ο θείος μου και η θεία μου, μαζί με τη μικρή κόρη τους έμεναν στην παλιά Λευκωσία, εκεί κοντά που σήμερα είναι η πράσινη γραμμή. Λόγω του κινδύνου που αντιμετώπιζαν, γιατί έμεναν τόσο κοντά στην τούρκικη συνοικία, ο θείος μου τις έφερε να μείνουν στο σπίτι μας.

Τότε δεν υπήρχε κυπριακός στρατός. Οι Τουρκοκύπριοι ήταν οργανωμένοι και οπλισμένοι από την Τουρκία. Γίνονταν μάχες μεταξύ των Τουρκοκυπρίων και ομάδων Ελληνοκυπρίων, που ήταν σαν αντάρτικές ομάδες. Ο θείος μου, ανήκε σε μία τέτοια ομάδα. Αφού άφησε την οικογένειά του στο σπίτι μας, πήγε να πολεμήσει στην περιοχή Ομορφίτας και Τράχωνα, στα βορειανατολικά της Λευκωσίας. Εκεί βρίσκονταν πολλοί Τουρκοκύπριοι κάτοικοι. Δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε και με ποιο τρόπο κατάφερε να πάρει μία τηλεόραση από ένα σπίτι, έτσι όπως λειτουργούσαν σαν άταχτος στρατός. Έφερε λοιπόν την τηλεόραση στο σπίτι μας. Μόλις την είδε η μητέρα μου, και κατάλαβε πώς την απόκτησε, έγινε έξαλλη. Να την πάρεις αμέσως πίσω, του είπε. Δεν θέλω ούτε για ένα λεπτό κάτι τέτοιο μέσα στο σπίτι μου! Και έτσι η τηλεόραση έφυγε και πάλι! Εγώ και η αδελφή μου απαρηγόρητες. Μην μπορώντας να καταλάβουμε το ηθικό κομμάτι της όλης υπόθεσης, ξέραμε απλά ότι η μόνη τηλεόραση που ήρθε στο σπίτι μας, έφυγε αμέσως και μείναμε και πάλι με το σύνδρομο της στέρησης.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο πατέρας μας, που ήταν ένας πολύ τρυφερός και ευαίσθητος άνθρωπος, μην μπορώντας να μας βλέπει να στενοχωριόμαστε, πήγε και πήρε μία τηλεόραση με δόσεις. Η πρώτη τηλεόραση, μάρκας Sierra, ήρθε στο σπίτι μας αρχές του 1964 και για χρόνια αποτελούσε σημείο αναφοράς στο μικρό μας κόσμο.

Σήμερα δεν μπορώ να φανταστώ κανένα παιδί να εκπλήσσεται από την τηλεόραση, το κινητό τηλέφωνο, τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ή οποιαδήποτε άλλη συσκευή. Είναι δεδομένο ότι υπάρχουν. Δεν αναρωτιέται τι είναι. Και όμως, αυτή η απορία τότε, είχε την αξία της: ενεργοποιούσε το ενδιαφέρον και τη μάθηση.

Οι εποχές εκείνες, αν και δύσκολες, μοιάζουν ρομαντικές. Και κατά κάποιο τρόπο ήταν ρομαντικές και τρυφερές, γιατί οι άνθρωποι έβρισκαν ικανοποίηση ο ένας στην παρέα του άλλου και όχι μέσω των συσκευών και της τεχνολογίας.

Δε θέλω να ωραιοποιήσω το παρελθόν και να απαξιώσω το παρόν. Κάθε άλλο. Απολαμβάνω τα τεχνολογικά μέσα που έχουμε σήμερα και προσπαθώ να τα αξιοποιώ δημιουργικά και για επικοινωνία. Γράφω όμως αυτές τις ιστορίες για να καταθέσω την καθημερινότητα και να ταξιδέψω το μυαλό όλων μας σε ένα παρελθόν που έφυγε, ήταν όμως για την εποχή του, ένα δυναμικό και ενδιαφέρον παρόν.

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *