
Η σταχτοπούτα με τα γκρίζα μάτια – Κεφάλαιο 1
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 27/04/2023
Back to Blog
Το Λονδίνο
Η κυρία Κάλλη Μισιέλ, η κατά κόσμο Καλλιρόη Μιχαήλ, καθόταν στην βεράντα του σπιτιού της, σε ένα χωριό της επαρχίας Λεμεσού και κοίταζε την θάλασσα. Ήταν Μάρτιος μήνας και η φύση γύρω της οργίαζε από τα αγριολούλουδα και τα τιτιβίσματα των χελιδονιών. Δεν χόρταινε ποτέ να βλέπει αυτή την ομορφιά.
Ήταν πια ογδόντα τριών χρόνων, καλοστεκούμενη για την ηλικία της, με τα λευκά της μαλλιά να πλαισιώνουν το πρόσωπό της και τα γκρίζα της μάτια να είναι φανερό ότι κρύβουν τα μυστικά μιας ζωής. Μιας ζωής μοναχικής, αλλά ενδιαφέρουσας, με πολλές αναμνήσεις στο αποθεματικό της. Το ταξίδι της σε αυτό το κόσμο ήταν απρόσμενο, σημαδεμένο από τα παιδικά της χρόνια και την επιθυμία της να γνωρίσει όσα πιο πολλά μπορούσε.
Σήμερα θα ερχόταν να την επισκεφθεί η Καλλιρόη, η εγγονή της αποκλειστικής της φίλης που είχε στη Κύπρο, της Ελένης και κόρη της Δήμητρας που η ίδια είχε παντρέψει το 1995. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν η μοναδική οικογένεια που είχε και την φρόντιζαν σαν μάνα και σαν γιαγιά τους. Χαμογέλασε σε αυτή την σκέψη.
Η Καλλιρόη η νεότερη ήταν γύρω στα είκοσι έξι, από εκείνα τα κορίτσια που κάθε μόριο του κορμιού τους εκπέμπει χαρά, νάζι και ερωτικές προσδοκίες στους άνδρες. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη με τα σύγχρονα πρότυπα, όμως παντού έβλεπες χαμόγελα. Στα χείλη, στο δέρμα στα ατημέλητα μακριά μαλλιά της. Η κοπελίτσα αυτή, ήταν ο μόνος άνθρωπος πάνω στη γη που την ανάγκαζε να βγει από το καβούκι της και να μιλήσει για το παρελθόν της. Όποτε ερχόταν, της έπιανε το χέρι και την παρακαλούσε:
-Πες μου θεία Κάλλη, πες μου ιστορίες από την ζωή σου! Σε παρακαλώ, μου αρέσουν τόσο πολύ.
Και αυτή, η κατά κόσμο Καλλιρόη Μιχαήλ, που ποτέ δεν έλεγε τίποτε για τη ζωή της, σαν να την είχε αναγκάσει κάποιος να κάνει όρκο σιωπής, άρχιζε να μιλά και η Καλλιρόη η νεότερη την άκουγε σαν μαγεμένη. Ακόμα και τότε όμως ήταν προσεκτική. Δεν αναφερόταν ποτέ στις μαύρες σελίδες που την στιγμάτισαν και διαμόρφωσαν την μοναχική ζωή της. Μονάχα σε ευχάριστα και πικάντικα γεγονότα που διασκέδαζαν την νεαρή Καλλιρόη.
Ακόμα και τώρα, στα ογδόντα τρία της χρόνια, η καρδιά της ήταν γεμάτη από την πικρία που γεύτηκε με το πρώτο γάλα που θήλασε από την μητέρα της. Μιας μητέρας περιφρονημένης από την κοινωνία της εποχής γιατί είχε αποκτήσει παιδί εκτός γάμου. Η οικογένειά της την είχε απορρίψει. Δεν είχε κανένα να την υποστηρίξει. Μέσα στο αίμα και το γάλα της μάνας της κυκλοφορούσε τόσος πόνος και παράπονο, που το παιδί που θήλαζε από αυτή δεν μπορούσε παρά να το κληρονομήσει.
Η ίδια είχε γεννηθεί, το 1940, σε αυτό το χωριό της επαρχίας Λεμεσού, στη πλαγιά της οροσειράς του Τροόδους και από το παράθυρο του σπιτιού τους έβλεπε μακριά την θάλασσα. Ήταν η μόνη ευχάριστη ανάμνηση που είχε από τα παιδικά της χρόνια.
Η μητέρα της, η κυρία Ειρήνη, δούλευε σκληρά για να ζήσουν. Πότε στα ξένα χωράφια εργάτρια, πότε υπηρέτρια στη Λεμεσό. Παρόλα αυτά με δυσκολία είχαν τα απαραίτητα. Το σπίτι που έμεναν, δύο δωμάτια όλα κι όλα, το είχε κληρονομήσει η μητέρα της από μια γιαγιά της, που είχε πεθάνει. Διαφορετικά δεν θα είχαν πού να ζήσουν. Η δική της οικογένεια δεν ήθελε να ακούσει για αυτή, γιατί τους ντρόπιασε, όπως έλεγαν. Έτσι δεν πήρε τίποτε από την περιουσία των γονιών της. Ούτε χωράφια, ούτε χρήματα, ούτε σπίτια.
Στα πρώτα της χρόνια, πριν πάει δημοτικό σχολείο, δεν είχε αντιληφθεί πολλά πράγματα από την υποδεέστερη θέση που είχαν στην κοινωνία του χωριού. Όταν η μητέρα της έλειπε στη δουλειά, πήγαινε στο σπίτι της φίλης της Ελένης και έπαιζαν μαζί. Ήταν η μόνη οικογένεια που τους έκανε παρέα. Απλά συχνά ρωτούσε την μητέρα της που είναι ο δικός της πατέρας. Εκείνη δάκρυζε και δεν απαντούσε.
Έτσι και η ίδια έπαψε να ρωτά. Μεγαλώνοντας όμως και ακούγοντας ψιθύρους και κουβέντες στο χωριό κατάλαβε ότι ο πατέρας της θα πρέπει να ήταν κάποιος Εγγλέζος, από αυτούς που κατείχαν την Κύπρο τότε. Φαίνεται είχε ερωτευτεί την μητέρα της, που ήταν ωραία κοπέλα και την άφησε έγκυο. Όταν αποκαλύφθηκε το γεγονός, αποκάλυψε και εκείνος ότι ήταν παντρεμένος με γυναίκα και παιδιά στην Αγγλία. Έτσι χάθηκε από τη ζωή τους και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.
-Από αυτόν πρέπει να πήρα τα γκρίζα μάτια και τα ξανθά μαλλιά, συλλογίστηκε
Όταν πήγε στο δημοτικό αντιλήφθηκε τη περιφρόνηση του χωριού για την μητέρα της και για ‘κείνη. Την αποκαλούσαν μπαστάρδα. Ακόμα και η δασκάλα, μια αυστηρή γεροντοκόρη, την έβαζε να καθίσει χωριστά από τα άλλα παιδιά, σαν να είχε κανένα μίασμα. Πήγαινε στο σπίτι κλαίοντας για αυτή τη μεταχείριση και η μητέρα της της έλεγε:
-Μην κλαις κόρη μου, και μην δείχνεις ποτέ τα συναισθήματά σου στους άλλους. Μην τους δίνεις τέτοια χαρά.
-Από τότε πάγωσαν τα μάτια μου, σκέφτηκε και πίσω από το γκρίζο χρώμα τους έκλεισαν τη πόρτα της ψυχής μου.
Αυτή η νουθεσία της μητέρας της είχε ριζώσει βαθιά στην καρδιά της και καθόρισε όλη τη ζωή της και τη σχέση της με τους άλλους ανθρώπους. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Η μητέρα της της έλεγε και κάτι άλλο:
-Ποτέ, μα ποτέ να μην εμπιστεύεσαι τους άνδρες και τα λόγια αγάπης που λένε. Μην τους δώσεις ποτέ το κορμί σου πριν από το γάμο. Θα σε εγκαταλείψουν!
Αυτά τα λόγια φώλιασαν βαθιά μέσα της και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της και τις σχέσεις της με τους άνδρες. Τους φοβόταν. Δεν πίστευε ποτέ στην ειλικρίνειά τους. Όποτε ένας άνδρας την πλησίαζε ένα καμπανάκι κτυπούσε στο μυαλό της και έφευγε τρομαγμένη.
Έτσι πέρασαν τα παιδικά της χρόνια στο χωριό. Παρόλο που ήταν καλή μαθήτρια στο δημοτικό, όταν το τελείωσε δεν υπήρχε περίπτωση να πάει στο γυμνάσιο. Δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Εκείνη την εποχή, πέραν από τα προσωπικά της έξοδα σε βιβλία, μεταφορικά, κλπ. θα έπρεπε να πληρώνει και δίδακτρα.
Έτσι η μητέρα της την πήρε σε μια ράφτρα, την κυρία Πηνελόπη, στη Λεμεσό που έπαιρνε μαθήτριες και τους μάθαινε τη δουλειά. Για ένα χρόνο, όσο ήταν μαθητευόμενες δεν τις πλήρωνε καθόλου, μετά όμως τους έδινε ένα πενιχρό μισθό και αυτό ανάλογα με το πόση δουλειά ολοκλήρωναν κάθε μέρα.
Στην ίδια άρεσε πολύ αυτή η τέχνη και προσπαθούσε να την κάνει όσο καλύτερα μπορούσε. Έτσι η κυρία Πηνελόπη την έβαζε να ράβει τα φορέματα των πλουσίων κυριών της Λεμεσού και συχνά την έπαιρνε μαζί της στα σπίτια τους για να τα προβάρουν και να διορθώσουν τυχόν ατέλειες. Έτσι, η κατά κόσμο Καλλιρόη Μιχαήλ, είδε για πρώτη φορά πώς είναι τα πλουσιόσπιτα και πόσες πολλές ανέσεις έχουν.
Η ζωή αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα δεκαοκτώ της. Τότε αρρώστησε η μητέρα της και σε μερικούς μήνες πέθανε. Ο πόνος της Καλλιρόης ήταν αβάσταχτος. Ένοιωσε ότι ήταν εγκαταλειμμένη σε ένα κενό και έπεφτε, έπεφτε στο χάος. Τότε μια άλλη μαθήτρια της κυρίας Πηνελόπης, η Κατερίνα, που πάνω κάτω είχε την ίδια μοίρα μαζί της, της έβαλε την ιδέα να φύγουν από την Κύπρο και να πάνε στην Αγγλία.
-Εκεί μένει η θεία μου, της είπε, η αδελφή της μητέρας μου και μου γράφει ότι έχει πολλή δουλειά, άμα ξέρεις να ράβεις. Όλα είναι βιομηχανοποιημένα, σου δίνουν τα υφάσματα κομμένα και εσύ απλά έχεις να τα ενώσεις μεταξύ τους. Σε πληρώνουν με το κομμάτι. Όσα περισσότερα ράψεις τόσο περισσότερο θα πληρωθείς. Ξέχασε την κυρία Πηνελόπη που μας δίνει ψίχουλα. Εκεί θα παίρνουμε πολλά.
Η Καλλιρόη στην αρχή ήταν πολύ επιφυλακτική.
– Καλά, εσύ θα μένεις με τη θεία σου. Εγώ πού θα μένω; Την ρώτησε.
-Έγραψα στη θεία μου για σένα και μου είπε ότι μπορεί να μας φιλοξενήσει και τις δύο για λίγο καιρό μέχρι να βγάλουμε λεφτά και να νοικιάσουμε ένα δικό μας δωμάτιο.
Πες, πες η Κατερίνα την έπεισε. Με τα λίγα λεφτά που είχε μπόρεσε να αγοράσει το εισιτήριο του πλοίου. Δεν της είχαν μείνει όμως καθόλου χρήματα για να πάρει μαζί της. Και τότε έζησε την πιο μεγάλη έκπληξη της ζωής της. Το βράδυ πριν φύγει από το χωριό, την επισκέφθηκε η γιαγιά της, η μητέρα της μητέρας της. Η Καλλιρόη την ήξερε, αφού έμεναν στο ίδιο χωριό, όμως ποτέ δεν της είχε μιλήσει.
-Αφού κόρη μου αποφάσισες να φύγεις, να πας στο καλό. Εδώ στο χωριό μας κανείς δεν πρόκειται να σε παντρευτεί. Εκεί που δεν σε ξέρουν, ίσως να βρεις κάποιο να σε πάρει. Ο παππούς σου και εγώ δεν σου έχουμε δώσει ποτέ τίποτε. Τώρα είναι η ώρα σε βοηθήσουμε.
Και έβγαλε από τη τσέπη της και της έδωσε εκατό αγγλικές λίρες.
Παρά τα προσβλητικά της λόγια, έστω και αυτή την ώρα, η Καλλιρόη πήρε τις εκατό λίρες και την ευχαρίστησε. Τόλμησε ακόμα να της φιλήσει και το χέρι. Η γιαγιά της δάκρυσε για μια στιγμή και τη φίλησε στο μέτωπο:
-Να πας στο καλό κόρη μου και ο Θεός μαζί σου, ψιθύρισε συγκινημένη.
Και έφυγε σιωπηλά μέσα στη νύχτα.
Οι εκατό αγγλικές λίρες φάνταζαν περιουσία για την Καλλιρόη. Δεν είχε δει ποτές της τόσα χρήματα. Τις φύλαξε καλά στο κόρφο της. Την άλλη μέρα πήρε το λεωφορείο για τη Λεμεσό με τα λίγα υπάρχοντά της στοιβαγμένα σε μια παλιά βαλίτσα. Προς μεγάλη της έκπληξη όλοι οι χωριανοί που επέβαιναν στο λεωφορείο της ευχήθηκαν καλό ταξίδι.
Το πλοίο, ήταν ένα παλιό, βρώμικο και αυτές έμεναν σε μια καμπίνα με έξι άλλες κοπέλες από την Κύπρο. Όλες πήγαιναν στο Λονδίνο να βρουν την τύχη τους. Το καράβι κουνιόταν συνεχώς και τα κορίτσια από την Κύπρο ζαλιζόντουσαν και έκαναν εμετούς. Μέχρι να φθάσουν στο Λονδίνο, έχασαν όλες τους βάρος.
Πάνω στο πλοίο όμως, η Καλλιρόη γνώρισε μια κοπέλα από τη Λάρνακα. Ελπίδα την έλεγαν. Ταίριαξαν πολύ και έκαναν παρέα. Όταν έφθασαν στο λιμάνι, πριν αποβιβαστούν, η Ελπίδα της έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού του θείου της, που θα την φιλοξενούσε.
-Να μην χαθούμε, της είπε. Πάρε με όταν τακτοποιηθείς.
Μέχρι να περάσουν από το τελωνείο και να βγουν έξω, η σύγχυσή τους κτύπησε κόκκινο. Εκτός του ότι δεν καταλάβαιναν τίποτε από την γλώσσα που μιλούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν τόσο μεγάλο το πλήθος, τόσο τεράστιοι οι χώροι, που τότε μόνο διαπίστωσαν πόσο μακριά ήταν από ότι γνώριζαν στη ζωή τους.
Με την βοήθεια κάποιων άλλων επιβατών που ήξεραν αγγλικά, κατάφεραν να συνεννοηθούν και να περάσουν τη πύλη του τελωνείου. Έξω τους περίμεναν η θεία της Κατερίνας με τον άνδρα της. Τώρα πια δεν θυμόταν ούτε τα ονόματά τους. Η πρώτη εντύπωση ήταν πολύ αρνητική για την Καλλιρόη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν καθόλου ευχάριστοι, διαφωνούσαν συνεχώς μεταξύ τους και ήταν φανερό ότι ο άνδρας της θείας της Κατερίνας ήταν μεθυσμένος.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το σπίτι τους. Παρά το γεγονός ότι πονούσε το στομάχι της, που επιδείνωσε η αρνητική εντύπωση που της δημιούργησε το ζεύγος που θα τους φιλοξενούσε, η Καλλιρόη κοίταζε με ενδιαφέρον γύρω της να δει αυτή τη πόλη που λεγόταν Λονδίνο. Μέσα στο μυαλό της την είχε φανταστεί σαν την Λεμεσό, ίσως λίγο μεγαλύτερη. Όμως αυτό που αντίκρυσε την άφησε άφωνη.
Ατελείωτοι δρόμοι με διώροφα σπίτια, όλα ακριβώς τα ίδια. Μόνο σαν άλλαζαν περιοχή μπορούσε να αλλάξει το σχέδιο των σπιτιών και μπορούσες να καταλάβεις πού ζούσαν οι πλούσιοι άνθρωποι και πού οι φτωχοί. Έτσι απλά, από την εμφάνιση των κατοικιών. Μπροστά είχαν ένα μικρό κήπο και ένα μεγάλο παράθυρο, που κάπως προεξείχε, σαν βιτρίνα. Ήταν κτισμένα με κόκκινα τούβλα και τα παράθυρα δεν είχαν παντζούρια. Έτσι όλα είχαν κουρτίνες. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή, συννεφιασμένη, δεν είχε το παιχνιδιάρικο φως της Λεμεσού. Παντού όμως υπήρχαν πάρκα, δένδρα και λουλούδια.
Δεν άντεξε και παρά το αρνητικό κλίμα που επικρατούσε μέσα στο αυτοκίνητο, ρώτησε:
-Μα πώς καταλαβαίνετε ποιο είναι το σπίτι σας; Είναι όλα τα ίδια.
-Έχουν αριθμούς, της απάντησε ψυχρά η θεία.
Δεν τόλμησε να ρωτήσει περισσότερα
Μόλις έφθασαν στο σπίτι, σε ένα προάστειο του Λονδίνου, η Καλλιρόη πρόσεξε ότι ήταν το πιο αφρόντιστο ολόκληρου του δρόμου.
-Έτσι θα το ξεχωρίζω, σκέφτηκε. Είναι το πιο άσχημο σπίτι.
Η θεία της Κατερίνας, ήταν σαφής από τη πρώτη στιγμή που μπήκαν μέσα.
-Αύριο θα σας πάρω στο εργοστάσιο που θα δουλεύετε, τους είπε. Το έχει ένας Κυπραίος. Θα σας πληρώνει περίπου είκοσι λίρες την εβδομάδα. Αν κάνετε υπερωρίες θα παίρνετε περισσότερα. Θα μου δίνετε εμένα πέντε λίρες η κάθε μια για το δωμάτιο και τρεις για το φαγητό σας. Σύνολο οκτώ.
Και τις οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο με δύο κρεβάτια. Βασικά μόνο αυτά χωρούσε, τόσο μικρό ήταν. Τις βαλίτσες τους για να τις ανοίξουν τις ανέβασαν πάνω στα κρεβάτια.
Οι θείοι της Κατερίνας, είχαν δύο αγόρια, οκτώ και δέκα χρόνων. Φώναζαν και μάλωναν μεταξύ τους συνεχώς. Χρησιμοποιούσαν μια ανάμεικτη γλώσσα με αγγλικές και ελληνικές λέξεις. Ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβεις τι λέγανε. Οι γονείς τους αδιαφορούσαν πλήρως για την κατάσταση. Μόνο κάπου – κάπου έβαζαν και αυτοί μια δυνατή φωνή, επιδεινώνοντας το χάος που επικρατούσε.
Το βράδυ, όταν ξάπλωσε η Καλλιρόη στο κρεβάτι ένοιωθε άρρωστη και τρομαγμένη. Η πρώτη εντύπωση από το Λονδίνο ήταν βαριά, ασήκωτη. Ήθελε να φύγει, να γυρίσει πίσω. Όμως και στη Κύπρο κανείς δεν την περίμενε. Μόνο η παιδική της φίλη, η Ελένη, έκλαψε όταν έφευγε.
-Όχι, δεν επιστρέψω, αποφάσισε. Μόλις μαζέψω λίγα χρήματα θα φύγω από αυτό το σπίτι. Οπουδήποτε αλλού θα είναι καλύτερα. Θα προσπαθήσω να τα καταφέρω. Έχω και τις εκατό λίρες που μου έδωσε η γιαγιά μου. Δεν έχω μιλήσει σε κανένα για αυτές και ούτε πρόκειται να μιλήσω. Θυμήθηκε ξανά τα λόγια της μητέρας της: «Μην κλαις κόρη μου, και μην δείχνεις ποτέ τα συναισθήματά σου στους άλλους. Μην τους δίνεις τέτοια χαρά».
Με αυτές τις σκέψεις, άρχισε να χαλαρώνει. Σε όλη της τη ζωή ήταν μόνες με την μητέρα της και δόξα να έχει ο Θεός, κατάφεραν να επιβιώσουν. Όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες, θα εύρισκε τρόπο να ανταπεξέλθει. Αυτή η οικογένεια δεν ήταν τίποτε για αυτή. Αν ήθελε η Κατερίνα ας έμενε μαζί τους. Η ίδια δεν είχε καμιά υποχρέωση. Ούτως ή άλλως ήταν φανερό πως ο σκοπός τους ήταν να βγάλουν κέρδος από την «φιλοξενία» τους.
Ένοιωσε ελεύθερη, δυνατή αλλά και ευλογημένη που είχε αυτή την ευκαιρία στην ζωή της. Δεν θα την άφηνε χωρίς αγώνα. Αύριο ξημέρωνε μια καινούργια μέρα. Αύριο θα συναντούσε τη μοίρα της.
Έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.
Πολύ χαίρομαι Μαρία που διαβάζω ένα νέο μυθιστόρημά σου! Φαίνεται πολλά υποσχόμενο!
Και εγώ χαίρομαι που χαρήκατε!
Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Καλή αρχή Μαρία μου. Προσδοκώ στο επόμενο κεφάλαιο.
Ελπίζω να σας αρέσει!
Καλό ταξίδι στο νέο σου παιδί. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι θετικές
Ευχαριστώ πολύ! Καλωσόρισες και πάλι στη παρέα μας!