
Η σταχτοπούτα με τα γκρίζα μάτια – Κεφάλαιο 9
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 22/06/2023
Back to BlogΤο δαντελένιο γοβάκι
Η Καλλιρρόη καθόταν στη βεράντα της, ατενίζοντας από μακριά τη θάλασσα. Η φίλη της η Ελπίδα είχε επιστρέψει στην Αγγλία και ήταν και πάλι μόνη. Τα γεγονότα του τελευταίου καιρού, η επανασύνδεσή της με την Ελπίδα, οι συνάξεις με οικογενειακούς της φίλους ζωντάνεψαν καρδιοκτυπήματα και αισθήματα της νιότης της. Κάπου η νηνεμία αυτής της ηλικιακής περιόδου ταράχτηκε και ενώ όλα τα γεγονότα ήταν ευχάριστα και την γέμιζαν με χαρά, της θύμισαν και όσα απώλεσε κατά την διάρκεια του βίου.
Η φίλη της η Ελπίδα αρχικά, δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώρισε στη νιότη της. Δεν της θύμιζε εκείνη την κοπελίτσα που με δύναμη ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Ήταν κουρασμένη, πολύ κουρασμένη, δεν είχε όνειρα, περίμενε απλά το θάνατο να την απαλλάξει από τους πόνους της ζωής. Ήταν και η ίδια φυσικά κουρασμένη. Αυτό που εξέπεμπε όμως ήταν διαφορετικό. Μέσα στην ατάραχη ζωή που ζούσε απολάμβανε την ομορφιά της φύσης και των ανθρώπων γύρω της.
-Ίσως να είμαι άδικη μαζί της, ψιθύρισε. Και εκείνη απολαμβάνει και χαίρεται την συντροφιά των παιδιών της και των εγγονιών της. Όμως πενθεί μια μεγάλη απώλεια, που πιθανότητα δεν θυμάται ποια είναι αλλά ούτε και θέλει να την ψάξει. Όλοι μας πενθούμε απώλειες στη ζωή! Εγώ δεν κατάφερα ποτέ να κάμω οικογένεια. Και ένα είναι βέβαιο. Η ζωή δεν γυρνά ποτέ πίσω!
Σηκώθηκε από την καρέκλα και άρχισε να περπατά στο κήπο της ανάμεσα στις τριανταφυλλιές. Το άρωμά τους διέγειρε ευχάριστα την όσφρησή της και η ομορφιά τους γλύκανε το βλέμμα της, που τρεμόπαιζε από το δυνατό φως γύρω της. Ο ήλιος του καλοκαιριού της έκαιγε το πρόσωπο και της θύμιζε πως κάθε σκίρτημα της καρδιάς ξεκινά με μια μικρή ωδίνη.
Ξαναγύρισε στην καρέκλα της. Η σκέψη της έφυγε από την Ελπίδα, πέταξε στη Λαίδη Raffiel. Την άλλη πραγματική φίλη που γνώρισε στη ζωή της. Τη Λαίδη που της είχε αλλάξει την προοπτική του κόσμου και της είχε γνωρίσει μια όψη της ζωής που ποτέ δεν θα γνώριζε αν η Λαίδη δεν της πρόσφερε αυτή την ευκαιρία.
Θυμήθηκε με νοσταλγία τότε που έβγαιναν κάθε βδομάδα με τη Λαίδη, σε θέατρα, σε συναυλίες, ακόμα και για τσάι στα πολυτελή ξενοδοχεία του Λονδίνου. Έρχονταν με τον οδηγό της και την έπαιρναν από το σπίτι και όταν κατέβαιναν στον προορισμό τους κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει ότι αυτή η κομψότατη κοπέλα που συνόδευε τη Λαίδη ήταν απλά μια μοδίστρα. Δεν ήταν μόνο η εξωτερική εμφάνιση. Με τις συμβουλές της Λαίδης και με την ευρύτητα γνώσεων που απέκτησε από τα πολλά βιβλία που διάβαζε, συμπεριφερόταν σαν μια καλλιεργημένη αριστοκράτισσα.
Και κατά βάθος της άρεσε αυτός ο ρόλος. Ήταν βάλσαμο στις βαθιές πληγές της ψυχής της από τα παιδικά της χρόνια. Ένοιωθε πως άξιζε και πως μπορούσε να κυκλοφορήσει ισάξια ανάμεσα σε πρίγκηπες και λόρδους, αυτή που ήταν το πιο περιφρονημένο παιδί στο χωριό της. Εκείνο που δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ ήταν ότι όλο αυτό ήταν η εικόνα. Κατά βάθος ήταν ταυτισμένη με εκείνο το περιφρονημένο παιδί. Εκείνο το παιδί, ήταν η μοδίστρα που εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο. Η όμορφη κυρία που κυκλοφορούσε ανάμεσα στην υψηλή κοινωνία δεν είχε πραγματική υπόσταση. Ήταν μια οπτασία. Κάπως έτσι το βίωνε.
Θυμήθηκε πόσες φορές οι άνδρες την κοίταζαν με θαυμασμό και εκείνη κολακευόταν. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήθελε να την πλησιάσουν περισσότερο γιατί ήξερε κατά βάθος, ότι κάτω από την ελκυστική εικόνα κρυβόταν ένα φοβισμένο κοριτσάκι, χωρίς αυτοπεποίθηση. Ήταν ένας περίεργος συνδυασμός που για καλή της τύχη οι άνθρωποι γύρω της δεν υποψιάζονταν.
Η Λαίδη Raffiel ίσως κάτι να καταλάβαινε, γιατί πάντοτε προσπαθούσε να την προστατέψει από αδιάκριτες ερωτήσεις και συγχρόνως να της δώσει θάρρος να ταυτίσει τον μέσα της κόσμο με την εικόνα της. Δάκρυσε στη σκέψη της αγαπημένης της Λαίδης.
-Όταν θα πεθάνω, σκέφτηκε, θα έχω δυο χαρές. Μια που θα συναντήσω τη μητέρα μου και μια τη Λαίδη. Αυτές οι δυο γυναίκες είναι ότι πιο σημαντικό είχα στη ζωή μου. Και υπάρχουν και οι δυο μέσα μου. Η μια κυκλοφορεί στα γονίδιά μου και η άλλη κρατά συντροφιά στη ψυχή μου.
Η παρέα με την Λαίδη κράτησε τρία με τέσσερα χρόνια. Στην αρχή είχαν μια έντονη κοινωνική ζωή σε όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Λονδίνου. Είχαν γίνει ένα αναγνωρίσιμο δίδυμο στους αριστοκρατικούς κύκλους αν και διατηρούσαν με επιμέλεια το μυστήριο της σχέσης τους. Κανείς δεν ήξερε ποια πραγματικά ήταν η Κάλλη Μισιέλ και πώς συνδεόταν με την Λαίδη. Όσο και αν το σχολίασαν στην αρχή, σιγά – σιγά το αποδέχθηκαν και έπαψαν να ασχολούνται. Είχε γίνει πια δεδομένο.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν οι δυνάμεις της Λαίδης είχαν αρχίσει να ατονούν και της ήταν όλο και πιο δύσκολο να κυκλοφορεί. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την Κάλλη να την επισκέπτεται κάθε βδομάδα στο σπίτι της και να κάθεται μαζί της, πίνοντας το τσάι τους και κουβεντιάζοντας. Όταν εκείνη δεν μπορούσε πλέον να σηκωθεί από το κρεβάτι, η Κάλλη καθόταν στο πλάι της και της διάβαζε. Και όταν δεν μπορούσε να παρακολουθήσει, της κρατούσε το χέρι και της μιλούσε. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από κόρη της.
Όταν επήλθε ο θάνατος της Λαίδης η Καλλιρρόη βυθίστηκε στο ίδιο χάος που είχε βυθιστεί όταν έχασε τη μητέρα της. Στην κηδεία, τα παιδιά και τα εγγόνια της Λαίδης ακολουθούσαν σοβαρά, τυπικά σκουπίζοντας ίσως που και που κανένα δάκρυ, όμως η Καλλιρρόη έκλαιγε απαρηγόρητα. Η απώλεια της Λαίδης την είχε καταβαραθρώσει.
Το πρώτο καιρό μετά τον θάνατο της Λαίδης είχε βυθιστεί σε κατάθλιψη. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να ξαναβρεί τον εαυτό της. Στο μυαλό της ηχούσαν συνεχώς τα λόγια της:
-Να είσαι πάντοτε στη ζωή σου κυρία. Μια κυρία ουδέποτε καταρρέει. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά και ξέρει ότι έχει μέσα της όλη τη δύναμη να αντιμετωπίσει το κάθε τι.
Λόγια που έμοιαζαν με αυτά της μητέρας της όμως είχαν μια λεπτή διαφορά. Τα λόγια της μητέρας της είχαν σκοπό να διαφυλάξουν από την κακία του κόσμου την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια. Τα λόγια της Λαίδης είχαν σκοπό να αποδείξουν στο κόσμο αλλά προπάντων στον εαυτό τους την αδιαμφισβήτητη δύναμη της ψυχής τους. Μιας ψυχής που δεν λύγιζε μπροστά σε τίποτε. Γιατί ήταν ψυχή λιοντάρι.
Έτσι σιγά – σιγά η Καλλιρρόη βρήκε τον εαυτό της. Γιατί πρώτα απ’ ‘όλα στη ζωή της ήταν καλή μαθήτρια. Πόσο μάλλον σαν είχε για δασκάλα μια Λαίδη Raffiel.
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το τηλέφωνο και έβγαλε την Καλλιρόη από τις σκέψεις της και το ταξίδι στο παρελθόν. Όταν το απάντησε άκουσε τη χαρούμενη φωνή της Καλλιρρόης της νεότερης να την χαιρετά.
-Καλημέρα θεία Κάλλη! Πώς είσαι σήμερα; Πώς περνάς τώρα που έφυγε η φίλη σου;
-Είναι μια μεγάλη απώλεια αλλά παρηγοριέμαι με την σκέψη ότι δεν θα με αφήσεις έτσι. Θα μιλούμε διαδικτυακά. Δεν είναι έτσι;
-Φυσικά θεία μου! Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα θα σας φέρνουμε σε επικοινωνία. Τα συμφωνήσαμε με την Ελπίδα, την εγγονή. Πες μου, το Σάββατο το απόγευμα θα είσαι στο σπίτι;
-Φυσικά θα είμαι. Δεν είναι εύκολο να μετακινηθώ οπουδήποτε, χωρίς να με πάρει κάποιος σαν εσένα με το αυτοκίνητό του. Θα κανονίσουμε μια επικοινωνία με την Ελπίδα;
-Όχι. Αυτή τη φορά σε θέλω κάτι άλλο. Θέλω να σου γνωρίσω κάποιους φίλους μου.
-Μπα, και πώς αυτό; Πρώτη φορά θα φέρεις φίλους σου εδώ.
-Αυτοί είναι πολύ ιδιαίτεροι φίλοι και θα ήθελα πάρα πολύ να τους γνωρίσεις. Όμως σε θέλω να γίνεις πολύ όμορφη. Να φορέσεις εκείνα τα σμαραγδένια σκουλαρίκια και το περιδέραιο που σου άφησε η Λαίδη Raffiel στην διαθήκη της και εκείνο το πανέμορφο μπλε -σμαραγδί φόρεμα με τα ασορτί παπούτσια.
-Και γιατί όλα αυτά; Θα με παρουσιάσεις για νύμφη; Εσένα είναι σειρά σου να παντρευτείς. Εγώ τη δική μου σειρά την έχασα πριν πολλά χρόνια.
-Γιατί τέτοια σχόλια; Δεν είναι εσύ που μου έμαθες ότι μια γυναίκα θα πρέπει πάντοτε να δείχνει ωραία, γιατί έτσι τιμά την ίδια τη φύση της;
-Ναι, εγώ σου τα έλεγα όλα αυτά. Ο μαθητής πέρασε το δάσκαλο να πούμε.
-Λοιπόν, θα γίνεις όμορφη για τους φίλους μου;
-Θα κάνω το καλύτερο, μην ανησυχείς. Αλλά τώρα πια να γίνω όμορφη λίγο δύσκολο. Η ομορφιά με έχει προσπεράσει προ πολλού.
-Μην το λες αυτό. Πολύ λίγες γυναίκες στην ηλικία σου έχουν την χάρη και την γοητεία που έχεις εσύ.
Η θεία Κάλλη γέλασε με τις έξυπνες ατάκες της Καλλιρόης.
-Μην ανησυχείς! Θα κάνω το καλύτερο για τους φίλους σου, της είπε. Φέρε και κάτι να τους κεράσουμε! Δεν έχω τίποτε στο σπίτι.
-Θα φέρω και κεραστικά, θα φέρω και την Δήμητρα, την μητέρα μου. Θέλω και εκείνη να είναι παρούσα όταν τους γνωρίσεις. Φυσικά, αν όλα πάνε καλά, μπορούμε να βγούμε όλοι μαζί για δείπνο αργότερα.
Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο, η θεία Κάλλη δεν μπορούσε να μην σκεφτεί:
-Αυτό το τρελοκόριτσο φαίνεται ότι θέλει να μας γνωρίσει κάποιο μέλλοντα γαμπρό για να φέρει κα την μητέρα της μαζί. Να δούμε τι την προβληματίζει για να θέλει να είμαι και εγώ παρούσα. Ίσως φοβάται ότι θα είναι δύσκολο να το δεχτεί η Δήμητρα. Είμαι περίεργη ποιον διάλεξε και οργανώνει αυτό το σκηνικό.
Το Σάββατο το απόγευμα η Καλλιρρόη ετοιμάστηκε και φόρεσε τα ρούχα που της ζήτησε η Καλλιρρόη η νεότερη .Όταν πήρε τα σκουλαρίκια στα χέρια της θυμήθηκε και πάλι την Λαίδη Raffiel. Μετά τον θάνατό της είχε την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής της όταν ο δικηγόρος της Λαίδης, την κάλεσε στο άνοιγμα της διαθήκης. Ένοιωσε μεγάλη αμηχανία όταν ενώπιον όλων των συγγενών της Λαίδης ακούστηκε ότι άφηνε στην ίδια μερικά από τα κοσμήματά της. Αυτά τα σκουλαρίκια, ένα ασορτί περιδέραιο και μερικά άλλα μικρότερης αξίας.
Ο γιος της Λαίδης, ο χρηματιστής, που κατάλαβε την αμηχανία της, την πλησίασε και της είπε:
-Σου αξίζουν αυτά και πολλά άλλα ίσως ακόμα. Ότι πρόσφερες εσύ στη μητέρα μας δεν έχουμε προσφέρει όλα τα παιδιά και τα εγγόνια της μαζί.
Έτσι μέσα στην κοσμηματοθήκη της προστέθηκαν αυτά τα πανάκριβα κοσμήματα. Και κάθε φορά που τα φορούσε θυμόταν με συγκίνηση τη υπέροχη αυτή γυναίκα που της άλλαξε την ζωή.
Όμως δεν ήταν ώρα για συγκινήσεις. Σήμερα ήταν η μέρα της Καλλιρόης της νεότερης. Σήμερα ντύθηκε και στολίστηκε για κείνη. Για κείνη θα φορούσε και το πιο καλό της χαμόγελο για να υποδεχθεί τον εκλεκτό της καρδιάς της. Δεν ήθελε με τίποτε να απογοητεύσει αυτό το κορίτσι.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσε το αυτοκίνητο της Καλλιρρόης να σταματά στην αυλή. Βγήκε έξω χαρούμενη και γελαστή και είδε το κορίτσι να την χαιρετά με τον ενθουσιώδη τρόπο που συνήθιζε. Από το αυτοκίνητο κατέβηκαν επίσης ένας ηλικιωμένος κύριος και ένα νεαρό παλληκάρι.
-Αυτός θα είναι ο γαμπρός της Καλλιρρόης, σκέφτηκε. Φαίνεται πολύ συμπαθητικός και αριστοκράτης. Και ο πατέρας του, παππούς του – δεν ξέρω τι ακριβώς είναι – είναι πολύ εντυπωσιακός για την ηλικία του. Δεν καταλαβαίνω προς τι αυτό όλο το σκηνικό.
Πίσω από την Καλλιρόη σταμάτησε και η Δήμητρα με το δικό της αυτοκίνητο. Κατέβηκε και εκείνη και κοίταζε με περιέργεια την κόρη της και τη συνοδεία της. Ήταν φανερό ότι ούτε αυτή γνώριζε τι θα ακολουθούσε.
Η θεία Κάλλη, τους περίμενε στην είσοδο του σπιτιού της χαμογελαστή. Τους παρακολουθούσε καθώς πλησίαζαν. Η Καλλιρόη κρατούσε ένα κουτί με γλυκά και ο ηλικιωμένος κύριος κρατούσε επίσης ένα κουτί. Η Δήμητρα κοίταζε με περιέργεια, σαν να ήθελε να ρωτήσει την κόρη της ποιοι είναι αυτοί, αλλά ντρεπόταν.
Όταν είχαν φθάσει αρκετά κοντά για να ξεχωρίζει τα πρόσωπά τους, η θεία Κάλλη άρχισε να νοιώθει ένα παράξενο συναίσθημα, σαν κάποιος να της είχε δώσει μια γροθιά στο στομάχι, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Κρατήθηκε για λίγο στη πόρτα και η Καλλιρρόη μόλις είδε την κίνησή της, έδωσε τα γλυκά στην μητέρα της και έτρεξε κοντά της.
Την βοήθησε να καθίσει στον καναπέ, ενώ εν τω μεταξύ κατέφθασαν και οι υπόλοιποι. Περισσότερο χαμένη από όλους ήταν η Δήμητρα η οποία πλέον κοίταζε την κόρη της με εκνευρισμό.
Ο ηλικιωμένος κύριος κάθισε δίπλα από την θεία Κάλλη και της πήρε το χέρι. Ύστερα την ρώτησε στα αγγλικά:
-Don’t you remember me Kalli? I am Diego Gonzales.
Και άνοιξε το κουτί που κρατούσε και της το έδειξε. Μόλις είδε το περιεχόμενο του κουτιού η θεία Κάλλη, λιποθύμησε. Η Καλλιρρόη έτρεξε στη κουζίνα να φέρει νερό ο Diego Gonzales της έτριβε τα χέρια και ο νεαρός της είχε σηκώσει τα πόδια ψηλά. Μόνο η Δήμητρα μη αντέχοντας άλλο να μην καταλαβαίνει τι συνέβαινε πήρε στα χέρια της το κουτί που είχε ανοίξει ο κύριος Diego Gonzales, να δει τι επιτέλους περιείχε. Η έκπληξη και η σύγχυσή της μεγάλωσε όταν είδε ότι μέσα στο κουτί υπήρχε ένα δαντελένιο γοβάκι με σπασμένο τακούνι.
Εκείνη την ώρα, η θεία Κάλλη είχε αρχίσει να συνέρχεται. Κάθισε στον καναπέ και ζήτησε ένα τσάι.
-Θα ετοιμάσω για όλους είπε η Καλλιρρόη και έτρεξε στην κουζίνα για να γλυτώσει και από το θυμωμένο βλέμμα της μητέρας της.
Σε λίγο επέστρεψε με το τσάι και τα γλυκά. Κέρασε όλους και κάθισε σε μια πολυθρόνα, όσο το δυνατό μακρύτερα από την μητέρα της.
-Πώς ήξερες; ρώτησε η θεία Κάλλη την Καλλιρρόη.
-Σας άκουσα μια μέρα που μιλούσατε με την Ελπίδα και της έλεγες τι έκανες μετά που πέθανε η Λαίδη Raffiel. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω. Έψαξα, τον βρήκα και σου τον έφερα.
-Επιτέλους, φώναξε εκνευρισμένη η Δήμητρα, θα μου πει και μένα κανείς ποια είναι η Λαίδη Raffiel?
Η κάπως άσχετη ερώτηση για εκείνη τη στιγμή, έσπασε την ένταση που επικρατούσε και τους έκανε όλους να γελάσουν.
-Θα σας τα πω όλα εγώ Δήμητρά μου, απάντησε η θεία Κάλλη. Βλέπω η κόρη σου δεν σε ενημέρωσε για τίποτε. Και εμένα Καλλιρρόη μου δεν σκέφτηκες ότι θα μπορούσε να πάθω καρδιακή προσβολή από την έκπληξη. Δεν είμαι δα και τόσο νέα για να αντέχω τέτοιες συγκινήσεις.
-Ειλικρινά συγνώμη, δεν το είχα σκεφτεί. Με την Ελπίδα το πήρες πολύ πιο καλά. Νόμιζα ότι απλά θα χαρείς.
-Χάρηκα αλλά η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Δεν ξέρεις πόσο έχω πονέσει με αυτή την ιστορία. Ούτε και ο Diego γνωρίζει την αλήθεια, για το τι είχε συμβεί τότε. Νόμιζα ότι ήταν ένα μυστικό που θα πάρω μαζί μου. Αλλά πριν αρχίσω να διηγούμαι βοήθησέ με Καλλιρρόη να πάω στο δωμάτιό μου. Θέλω να φέρω κάτι.
Η Καλλιρρόη την βοήθησε και σε λίγο επέστρεψαν με ένα άλλο κουτί. Η θεία Κάλλη το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ακόμα ένα δαντελένιο γοβάκι. Ήταν το ταίρι αυτού που έφερε ο κύριος Diego Gonzales. Μόνο που αυτό δεν είχε σπασμένο τακούνι.
-Για του λόγου το αληθές, είπε η θεία Κάλλη.
Και γυρίζοντας προς την Καλλιρρόη ρώτησε:
-Σας παρακαλώ συστήστε μας με τον νεαρό.
-Είναι ο εγγονός μου, επίσης Diego Gonzales και επίσης αρχιτέκτονας.
Ο νεαρός έκανε μια μικρή υπόκλιση, πήρε το χέρι της θείας Κάλλη και το φίλησε.
Τελείωσαν το τσάι τους σιωπηλά, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Μόλις η θεία Κάλλη εναπόθεσε το φλυτζάνι της στο τραπεζάκι, γύρισε, τους κοίταξε όλους και είπε:
-Καθίστε όλοι αναπαυτικά. Η ιστορία είναι μεγάλή και θα σας την πω όλη. Είναι η ώρα της κάθαρσης. Χαίρομαι που δεν θα πάρω αυτό το μυστικό στο τάφο μου.
Μοντέρνα έκδοση της Σταχτοπούτας!
Ναι. Αν δούμε τα κλασσικά παραμύθια από μια άλλη σκοπιά θα καταλάβουμε ότι περιέχουν διαχρονικές αλήθειες και συμπεριφορές.
your second para about Youth and The Old losing their ”energy” is so true! It shows that you understand human nature very well.
Το τελευταίο καιρό Ανδρέα μου έχω πολλές επαφές με ανθρώπους αυτής της ηλικίας και βλέπω πως θολώνει το μυαλό και χάνει την επαφή με το περιβάλλον.
Η πραγματικότητα και το παραμύθι έχουν γίνει ένα γιατί η ζωή θέλει το παραμύθι της που έχει μέσα την πραγματικότητα. Το έχεις απογειώσει. Μπράβο
Μήπως τα παραμύθια δεν είναι συμπυκνωμένη πραγματικότητα;