Η σταχτοπούτα με τα γκρίζα μάτια – Κεφάλαιο 3

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 11/05/2023

Back to Blog

 Δύο και αγαπημένες

Η Καλλιρόη σταμάτησε την αναπόληση για λίγο και σηκώθηκε για να ετοιμάσει ένα τσάι. Περίμενε την νεότερη Καλλιρόη για να το πάρουν μαζί, αλλά μια και αργούσε αποφάσισε να  ετοιμάσει ένα τώρα και αργότερα, θα έπιναν και κάτι άλλο οι δυο τους.

Κρατώντας το ζεστό τσάι στις παλάμες της, κάθισε στην καρέκλα της και θυμήθηκε με τρυφερότητα εκείνα τα χρόνια που έζησαν με την Ελπίδα σε εκείνο το διαμέρισμα, πάνω από το φισιάδικο, σε εκείνη τη φτωχική συνοικία του Λονδίνου. Ήταν κουραστικά μα πολύ ευτυχισμένα χρόνια.

Τους πήρε πολύ καιρό να καταφέρουν να καθαρίσουν το διαμέρισμα. Ήταν τόσο βρώμικο που θα νόμιζε κανείς ότι δεν είχε καθαριστεί ποτέ από τότε που είχε κτιστεί. Γύριζαν τα βράδια κουρασμένες από τη δουλειά και για δυο ώρες τουλάχιστον καθάριζαν. Όταν κατάφεραν να το φέρουν σε κατάσταση αποδεκτή από πλευράς καθαριότητας, άρχισαν να μπογιατίζουν τους τοίχους και να περνούν τις ξύλινες επιφάνειες με κερί. Ύστερα αγόρασαν κουρτίνες από ένα κατάστημα που πουλούσε είδη σπιτιού από δεύτερο χέρι και έκλεισαν μεγάλο μέρος της ψαρίλας έξω από το σπίτι τους. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό! Αν είχε στόμα το διαμέρισμα θα τους έλεγε χίλια ευχαριστώ.

Εκείνος όμως που είχε στόμα και είχε μείνει έκθαμβος όταν τις επισκέφθηκε για να πληρωθεί το νοίκι, ήταν ο σπιτονοικοκύρης τους, ο κύριος Χρίστος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ότι εκείνο που έβλεπε ήταν το δικό του άθλιο διαμέρισμα.

-Κορίτσια είναι απίστευτο αυτό που κάνανε, τους είπε. Δεν ξέρω πόσους εργάτες θα έπρεπε να φέρω και πόσα να πληρώσω για ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Δεν θα σας πάρω ενοίκιο για δυο μήνες. Θα φέρω κάποιο να σας διορθώσει και τη θέρμανση. Σάς ευχαριστώ πάρα πολύ!

Έτσι ξεκίνησε μια πολύ φιλική σχέση ανάμεσα στα κορίτσια, τον κύριο Χρίστο και τη γυναίκα του, την κυρία Κλειώ. Το ζευγάρι αυτό ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και εργάζονταν σκληρά για να κάμουν κάποια χρήματα, να σπουδάσουν τα παιδιά τους και σαν γεράσουν να γυρίσουν πίσω στο χωριό τους, για  να πεθάνουν στη Κύπρο, την πατρίδα τους. Το όνειρο κάθε ξενιτεμένου. Στο τέλος όμως πολύ λίγοι το πραγματοποιούσαν. Έμεναν στη ξενιτιά γιατί εκεί ζούσαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους  και θάβονταν σε ένα νεκροταφείο σε αυτή τη χώρα, στην οποία είχαν έρθει για να βρουν την τύχη τους, όμως στο τέλος της έδιναν τη ζωή τους.

Ο κύριος Χρίστος και η κυρία Κλειώ πέραν από σπιτονοικοκύρηδές τους, είχαν γίνει και φίλοι τους. Δεν ένοιωθαν πια μόνες τους σε μια ξένη χώρα. Είχαν κάποιους με τους οποίους να συζητήσουν τα προβλήματα και τις απορίες τους. Είχαν μια οικογένεια.

Όταν τελείωσαν τις σκληρές εργασίες στο διαμέρισμα, άρχισαν να εξερευνούν αυτή την κοσμοπολίτικη πόλη. Τα σαββατόβραδα πήγαιναν στο σινεμά και τις Κυριακές έβγαιναν στα πάρκα, κατέβαιναν στο κεντρικό Λονδίνο, κοίταζαν τις βιτρίνες στα ακριβά μαγαζιά. Όταν ο καιρός ήταν πολύ καλός – όχι και συχνά, εδώ που τα λέμε – έπαιρναν το τρένο και πήγαιναν σε παραθαλάσσια θέρετρα, όπως το Blackpool, το Bournemouth και άλλα. Χαίρονταν πολύ αυτές τις εκδρομές και ένοιωθαν από μέσα τους να αναδύεται μια δύναμη, που δεν ήξεραν ότι είχαν. Η δύναμη της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, η δύναμη ότι μπορούσαν με τα δύο τους χέρια να διαμορφώσουν τη ζωή τους.

-Ευτυχισμένα χρόνια, αναπόλησε η Καλλιρόη. Τα νιάτα! Πόση ενέργεια έχουν τα νιάτα! Μόνο τα νιάτα έχουν τη ορμή να αλλάξουν τον κόσμο!

Όταν οργανώθηκαν στο διαμέρισμα, κάλεσαν μία Κυριακή τους θείους της Ελπίδας για φαγητό. Φώναξαν και τους σπιτονοικοκύρηδές τους για καφέ, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν χρόνο για επισκέψεις. Οι θείοι της Ελπίδας διαπίστωσαν ότι η ανιψιά τους είχε πια ένα αποδεκτό διαμέρισμα και ζούσε μια αξιοπρεπή ζωή. Ο κύριος Χρίστος και η γυναίκα του, επαίνεσαν τα κορίτσια μπροστά τους, είπαν ότι είναι προκομένες και άξιες κοπέλες, οπόταν  και εκείνοι έπαψαν να ανησυχούν, τουλάχιστον προς το παρόν.

Μια άλλη μέρα και εντελώς αναπάντεχα, τις επισκέφθηκε η Κατερίνα. Η Καλλιρόη παραξενεύτηκε πολύ για αυτή την επίσκεψη. Ήξερε τα αισθήματα της θείας για την ίδια και επίσης ήξερε την τυφλή υπακοή της Κατερίνας στη θεία. Θεωρούσε το τόλμημα της Κατερίνας πολύ γενναίο εγχείρημα

Η Κατερίνα ήταν λίγο ανήσυχη και νευρική στην αρχή. Έτριβε τα χέρια της μεταξύ τους, κοίταζε με αμηχανία γύρω της σαν να έψαχνε κάτι.

-Πολύ ωραίο το κάνατε, είπε στο τέλος. Έτσι θα ήθελα να κάμω και εγώ το σπίτι μου! Πολύ ωραίο, επανέλαβε.

Τα κορίτσια ετοίμασαν τσάι και περίμεναν υπομονετικά να καταλάβουν την αιτία  αυτής της αιφνίδιας επίσκεψης.

-Θα παντρευτώ, τους είπε ξαφνικά.

-Πότε; Ρώτησαν και οι δυο με ένα στόμα.

-Την άλλη Κυριακή, απάντησε. Αλλά δεν θα σας καλέσω. Δεν με αφήνει η θεία μου. Εγώ θα ήθελα να σας καλέσω.

-Δεν πειράζει, της είπε η Καλλιρόη. Είναι καλό παιδί; Τον αγαπάς;

-Τι σχέση έχει η αγάπη με το γάμο; Είπε μηχανικά η Κατερίνα. Η θεία μου λέει είναι καλός γαμπρός. Έχει δική του δουλειά. Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Να παντρεύεται και να κάνει παιδιά. Τα άλλα όλα είναι παραμύθια.

Ήταν η σειρά της Καλλιρόης και της Ελπίδας να νοιώσουν αμηχανία. Η εικόνα που παρουσίαζε η Κατερίνα για το γάμο της, τις τρόμαζε. Σίγουρα ήταν δουλειά της θείας, όμως τους έφερνε ανατριχίλα η ιδέα ενός γάμου, κάτω από τέτοιες συνθήκες. Δεν ρώτησαν πολλά για να μην φέρουν σε περισσότερο δύσκολη θέση την Κατερίνα. Της ευχήθηκαν κάθε καλό και την φίλησαν. Σαν έφτασε στη πόρτα για να φύγει, γύρισε, τις κοίταξε και ρώτησε γεμάτη αγωνία:

-Εσείς κοπέλες θα παντρευτείτε;

-Ε, όταν βρεθεί ο κατάλληλος, είπε γελώντας η Ελπίδα.

Μετά σώπασε γιατί σκέφτηκε, μήπως με αυτό τον τρόπο πρόσβαλε την Κατερίνα. Η Καλλιρόη δεν είπε τίποτε. Το θέμα του γάμου είχε μια πολύ σκοτεινή και αβέβαιη εικόνα στο μυαλό της. Την Κατερίνα πάντως δεν την ξανάδαν μετά από εκείνη την ημέρα. Ούτε έμαθαν οτιδήποτε για αυτή.

Εκείνα τα χρόνια, σκέφτηκε η Καλλιρόη, πόσα να ήταν άραγε; Τρία, τέσσερα, πέντε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ήταν χρόνια ευτυχισμένα. Όχι γιατί η ζωή τους ήταν εύκολη. Ούτε γιατί είχαν πολλά χρήματα. Ήταν όμως δύο. Από τότε που πέθανε η μητέρα της, ήταν πάντοτε μία. Και μέχρι τώρα, στα ογδόντα τρία της χρόνια, μία ήταν. Εκείνα τα χρόνια ήταν δύο. Δύο και αγαπημένες.

-Η ισχύς εν τη ενώσει, ψιθύρισε.

Θυμήθηκε ότι τότε ήταν η περίοδος που χαλάρωσε, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της και από τα γκρίζα μάτια της έβγαινε μια λάμψη και ένα φως που την έκαναν να μοιάζει όμορφη. Το καταλάβαινε από τον τρόπο που την κοίταζαν οι άνδρες και το παράξενο ήταν ότι σχεδόν δεν τρόμαζε. Είχε ξεχάσει για λίγο τα λόγια της μητέρας της.

-Ευτυχισμένα χρόνια, σκέφτηκε και πάλι. Ήταν τότε που έκανα εκείνη τη σκέψη: Δεν θέλω τίποτε άλλο στη ζωή μου Θεέ μου. Είμαι ευτυχισμένη.

Όμως τέτοιες δηλώσεις ξεσηκώνουν άνεμους και γεννούν θύελλες που εισβάλουν βίαια στη ζωή των αφελών και τους γκρεμίζουν τον εφησυχασμό. Γιατί η ζωή είναι ένας αγώνας και μια πορεία προς τα μπρος. Τέτοιες στιγμές είναι στιγμές ανάπαυλας από την μακριά εναγώνια πορεία του βίου. Όσοι είχαν την τύχη να τις ζήσουν πρέπει όχι να τις πενθούν αργότερα, αλλά να τις γιορτάζουν.  Είναι για αυτές τις στιγμές που θα πρέπει να χαιρόμαστε στο τέλος του βίου μας.

Η Καλλιρόη σηκώθηκε και πάλι από την καρέκλα της.

-Γιατί αργεί η Καλλιρόη; σκέφτηκε και πάλι.

Ύστερα χαμογέλασε. Έτσι είναι τα νιάτα. Γεμάτα δραστηριότητες και συναντήσεις. Μια γριά σαν την ίδια δεν έχει κάτι άλλο να περιμένει από την επίσκεψη μιας νεαρής. Αλλά η νεαρή πόσα έχει να κάνει; Πόσους να δει και με πόσους να μιλήσει; Η επίσκεψη στη γριά θεία της μπορεί να περιμένει.

Έτσι η Καλλιρόη βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις της. Περνούσαν πολύ ωραία με την Ελπίδα. Πόσο ταίριαζαν οι δυο τους! Πόσο απολάμβαναν τις εκδρομές τους! Η Καλλιρόη είχε σχεδόν ξεχάσει τα όνειρά της για επαγγελματική ανέλιξη. Απλά δούλευε στο εργοστάσιο για να κερδίσει χρήματα και να απολαμβάνει τη ζωή. Είχαν καταφέρει με την Ελπίδα να κάνουν ένα μικρό κομπόδεμα η καθεμιά τους και είχαν τώρα πια μια κάποια οικονομική ασφάλεια. Δεν ήταν τα τρομαγμένα κορίτσια που είχαν έρθει από την Κύπρο στην άγνωστη χώρα των πλούσιων κατακτητών της πατρίδας τους.

Η Καλλιρόη, όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθούσε να αλληλογραφεί με την φίλη της την Ελένη από την Κύπρο και έτσι μάθαινε τα νέα. Για τον αγώνα της ΕΟΚΑ, για την ανεξαρτησία, για την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, για τις φασαρίες του 1963. Όλα τα ήξερε και λυπόταν για όλα. Μα αυτή ήταν μακριά σε μια άλλη χώρα, αυτή τη χώρα που προκάλεσε τα δεινά στη δική της πατρίδα. Οι πατρίδες μπλέκονται, σκεφτόταν, οι πολιτικοί λένε και κάνουν τα δικά τους και οι καθημερινοί άνθρωποι σκοτώνονται. Οι καθημερινοί άνθρωποι, σαν την ίδια, πληρώνουν πάντοτε το τίμημα.

Ξαναγύρισε και πάλι στις σκέψεις της. Ήρθε μια εποχή που η Ελπίδα επισκεπτόταν συχνά τους θείους της. Μόνη, δεν καλούσε την Καλλιρόη να την συνοδέψει. Μια μέρα, μετά από την επιστροφή της, ανακοίνωσε στην Καλλιρόη:

-Θα παντρευτώ. Οι θείοι μου, μου βρήκαν ένα παιδί από την Κύπρο και θα τον πάρω.

Η Καλλιρόη τα έχασε στην αρχή. Ήταν εντελώς απροετοίμαστη για αυτή την εξέλιξη. Δεν της είχε πει τίποτε προηγουμένως η Ελπίδα, σαν να φοβόταν την αντίδρασή της.

-Πώς, πότε τον γνώρισες; Είναι καλό παιδί; Τον αγαπάς;

-Φαίνεται καλό παιδί. Κατάγεται από την Πάφο και τώρα ζει στο Μάντσεστερ. Είναι ράφτης. Θα μπορούμε να δουλεύουμε μαζί. Τον είδα μερικές φορές στο σπίτι των θείων μου και μιλήσαμε. Θέλω να κάνω οικογένεια Καλλιρόη. Θέλω να κάνω παιδιά. Καλά περνούμε εμείς οι δυο, αλλά μέχρι πότε; Θα γεράσουμε και εγώ θέλω παιδιά.

-Όμως τον αγαπάς; Ρώτησε και πάλι η Καλλιρόη

-Δεν τον ξέρω αρκετά για να τον αγαπήσω, απάντησε, ύστερα από μια μικρή παύση η Ελπίδα. Ακόμα και αν δεν βγει καλός, μπορώ να τον χωρίσω. Το σημαντικό είναι να κάνω παιδιά. Θέλω δικά μου παιδιά, Καλλιρόη.

Έτσι η Ελπίδα παντρεύτηκε τον νεαρό από την Πάφο και έφυγε για το Μάντσεστερ. Στην αρχή αλληλογραφούσαν, τηλεφωνιόντουσαν που και που, σιγά – σιγά όμως η Ελπίδα σίγησε. Ίσως γιατί είχε πολλές δουλειές – είχε κάμει και μια κόρη – ίσως γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη και δεν ήθελε να το καταλάβει η Καλλιρόη.

Η ίδια από την άλλη, ξαφνικά έχασε την αυτοπεποίθησή της, ένοιωθε τόσο μόνη. Τις νύχτες κλείδωνε και διπλοκλείδωνε τις πόρτες, φοβόταν μήπως χάσει το πορτοφόλι της, δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Ήταν τότε που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει κανείς να στηρίζει την ευτυχία του στους άλλους. Όλοι κάποτε φεύγουν και δεν γυρνούν πίσω. Θα έπρεπε να βρει τρόπο να είναι ευτυχισμένη από μόνη της.

Άρχισε να θυμάται τα αρχικά της όνειρα, όταν πρωτοήρθε στο Λονδίνο. Να βρει μια δουλειά σε ένα άλλο εργοστάσιο, που νοιάζονταν για την ποιότητα των ρούχων, να μπορεί να εφαρμόζει το ύφασμα στο σώμα της πελάτισσας, να φτιάχνει κουφώματα και πιέτες και να βλέπει το αποτέλεσμα και να χαίρεται. Να είναι ένα δικό της έργο.

Αγόραζε πλέον καθημερινά εφημερίδες και έψαχνε στις μικρές αγγελίες για εργοστάσια που ζητούσαν ράπτριες τέτοιου τύπου. Δεν ήταν συχνές τέτοιες αγγελίες. Όλα πια είχαν βιομηχανοποιηθεί και οι Κύπριοι είχαν μεγάλη δραστηριότητα σε αυτό το τομέα. Αλλά δεν ήταν αυτό που γύρευε. Μια μέρα είδε μια αγγελία που θεώρησε θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της. Το εργοστάσιο αυτό όμως ήταν πολύ μακριά από εκεί που έμενε, στο νότιο Λονδίνο. Θα χρειαζόταν μια ώρα να πάει εκεί με τον υπόγειο. Θα δοκίμαζε όμως.

Εκείνη τη μέρα δεν πήγε δουλεία στο εργοστάσιο που δούλευε. Ξεκίνησε νωρίς, μελέτησε την διαδρομή στο χάρτη αρκετές φορές και κάθε φορά την ξεχνούσε. Καταλάβαινε ότι ήταν συγχυσμένη και φοβόταν. Όμως θα το έκανε. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει τη ζωή εντελώς μόνη της.

Έφτασε έγκαιρα στη περιοχή και έτσι είχε την άνεση να βρει το εργοστάσιο που έψαχνε. Μπήκε μέσα και είπε στην κοπέλα στην υποδοχή το σκοπό της επίσκεψής της. Σκέφτηκε ότι στο δικό τους εργοστάσιο δεν είχαν κανένα στην υποδοχή. Η κοπέλα την οδήγησε σε ένα δωμάτιο που περίμεναν ακόμα τέσσερεις κυρίες. Σε λίγο μπήκε μέσα μια Αγγλίδα ψηλή και ξερακιανή, με ένα αυστηρό γκρι κουστούμι και γυαλιά μια κοκάλινους σκελετούς  σε άσπρο χρώμα. Τα μαλλιά της ήταν γκρίζα και μαζεμένα σε κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Ήταν από εκείνες τις Αγγλίδες που σε τρόμαζαν.

Τις κοίταξε ψυχρά και τους είπε να την ακολουθήσουν. Τις πήρε σε ένα δωμάτιο γεμάτο ραπτομηχανές και έδωσε στη κάθε μια από αυτές από ένα σακάκι από λευκό σατέν, με πιέτες και κουφώματα. Μετά τους έδωσε ύφασμα κομμένο και τους είπε να φτιάξουν ένα το ίδιο. Η Καλλιρόη δεν είχε δει ποτέ της τόσο δύσκολο σχέδιο. Έτρεμε και ένοιωθε ιδρώτα στο πρόσωπό της.

Κάθισε στη μηχανή, πήρε το σακάκι στα χέρια της και άρχισε να το μελετά. Το ρούχο γλιστρούσε μέσα από τα δάχτυλά της, σαν να είχε δική του βούληση, σαν να ήταν ζωντανό. Η Καλλιρόη το μεταχειριζόταν με τρυφερότητα και το χάιδευε. Μόλις ήρθε σε επαφή μαζί του, ξέχασε τον φόβο της, ξέχασε την ανασφάλειά της, ξέχασε την Αγγλίδα κυρία που τις παρακολουθούσε σιωπηλά. Το ρούχο άρχισε την να υπακούει, να λυγίζει και να διαμορφώνεται σε σακάκι. Δεν πρόσεχε την ώρα, δεν την ένοιαζε αν θα αργούσε. Ήθελε να δώσει σε αυτό το ατίθασο ύφασμα ζωή.

Όταν τελείωσε κατάλαβε ότι η Αγγλίδα κυρία στεκόταν από ακόμα από πάνω της. Πήρε το σακάκι από τα χέρια της, έβγαλε το δικό της και το φόρεσε. Το ύφασμα έρεε πάνω στο κορμί της, χαρίζοντάς της μία αέρινη όψη. Σαν να φώτισε μάλιστα και το αυστηρό πρόσωπό της. Ύστερα ευχαρίστησε όλες τις κυρίες και τους είπε ότι θα τις ειδοποιούσε σχετικά με την δουλειά.

Η Καλλιρόη ετοιμαζόταν να φύγει όταν η κυρία την κάλεσε στο γραφείο της. Την έβαλε να καθίσει, της πρόσφερε τσάι και τη ρώτησε λεπτομέρειες για τη ζωή της, που έμαθε να ράβει κλπ. Παραξενεύτηκε μάλιστα που δεν ήταν Αγγλίδα, εφόσον μιλούσε τόσο καλά αγγλικά και έμοιαζε με Αγγλίδα.

Όλα αυτά φαίνονταν πολύ περίεργα στην Καλλιρόη. Ύστερα της μίλησε καθαρά και σταράτα:

-Εκτός από εργάτριες για το εργοστάσιο, ψάχνουμε για μια προσωπική μου βοηθό. Έχουμε να ράψουμε το νυμφικό της κόρης ενός λόρδου. Το νυμφικό αυτό είναι αρκετά περίτεχνο και δύσκολο. Χρειάζομαι μια βοηθό, γιατί εγώ δεν μπορώ συνεχώς να ασχολούμαι με ένα θέμα μόνο. Νομίζω ότι εσύ μας κάνεις. Φαίνεσαι πολύ καλή και από ότι μου είπες ξέρεις να κάνεις και πρόβα στις πελάτισσες. Θα σου δίνουμε αρχικά σαράντα λίρες την εβδομάδα και αν είσαι τόσο καλή που δείχνεις σύντομα θα τις κάνουμε πενήντα. Θα υπογράψουμε και σχετικά συμβόλαια φυσικά.

Η Καλλιρόη, εντυπωσιάστηκε από το μισθό, όμως χωρίς να ξέρει και η ίδια πώς, βρήκε το θάρρος να εκφράσει στην κυρία τους προβληματισμούς της.

-Ξέρετε, είπε, ο μισθός είναι πολύ καλός και η δουλειά μου αρέσει πολύ. Όμως εγώ μένω στο Camden Town και μου πήρε μια ώρα το πρωί να έρθω μέχρι εδώ. Όπως ξέρετε ο υπόγειος είναι ακριβός και με το πήγαινε έλα δεν θα μου μένουν αρκετά χρήματα. Από την άλλη η περιοχή φαίνεται πολύ ακριβή και δεν μπορώ να νοικιάσω ένα δωμάτιο εδώ.

Η κυρία σώπασε για λίγη ώρα και μετά της είπε:

-Δεν το λέω συχνά αυτό, αλλά είσαι πολύ καλή και σε θέλω. Έχουμε ένα δωμάτιο στη σοφίτα που μπορούμε να σου το δώσουμε αρχικά, για όσα πληρώνεις εκεί που μένεις. Έχει μια μικρή κουζίνα και μπάνιο. Έλα να σου το δείξω.

Το δωμάτιο ήταν μικρό και μύριζε μούχλα, όμως  έμοιαζε με μικρό παλατάκι, συγκριτικά με το δικό της διαμέρισμα. Η Καλλιρόη θα μπορούσε να βολευτεί μέχρι να βρει κάτι καλύτερο. Όσο για τη μυρωδιά,  θα εύρισκε τρόπο να το εξαερίσει για να φύγει η μούχλα. Έτσι συμφώνησε με την κυρία Jones, όπως έμαθε πως την έλεγαν.

Επέστρεψε το βράδυ στο διαμέρισμα και μίλησε με τον κύριο Χρίστο και την κυρία Κλειώ. Την ενθάρρυναν και της έδωσαν τις ευχές τους. Τους άφησε μέσα στο διαμέρισμα όλα τα πράγματα που είχαν αγοράσει με την Ελπίδα. Δεν είχε που να τα φυλάξει. Εκείνοι θα μπορούσαν να νοικιάσουν τώρα πια το διαμέρισμα στην τριπλάσια τιμή. Τόσο πολύ είχε αναβαθμιστεί.

Την άλλη μέρα μάζεψε τα ρούχα της, τα έβαλε στη παλιά βαλίτσα και πήρε το δρόμο για την νέα της δουλεία. Μερικά κουζινικά που θα έπαιρνε μαζί της, θα γύριζε να τα πάρει αργότερα.

Ξαφνικά ξύπνησε από το ονειροπόλημά της. Άκουσε τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε έξω από το σπίτι της.

-Ήρθε η Καλλιρόη σκέφτηκε. Επιτέλους!

 

 

Φωτογραφία: Εργοστάσιο ρούχων Λονδίνο 1960

 

4 responses to “Η σταχτοπούτα με τα γκρίζα μάτια – Κεφάλαιο 3”

  1. Μαρία Κληριδη says:

    Πολύ ενδιαφέρουσες οι εξελίξεις. Ανυπομονώ για τη συνέχεια.
    Μπράβο Μαρία μου για τον τρόπο που γράφεις. Σκιαγραφείς ζωντανά τις συνθήκες της εποχής και τις νοοτροπίες των ανθρώπων.

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ πολύ Μάρω μου! Τα καλά σου λόγια είναι για μένα επιβράβευση.

  2. Georgia Gouti says:

    Παράδειγμα προς μίμηση η ενέργεια της ηρωίδας γιατί συνεχίζει να προσπαθεί να υλοποιήσει τα όνειρα της και δεν συμβιβάζεται από τα πρέπει της εποχής.

    • Maria Atalanti says:

      Πάντα υπάρχει διέξοδος όταν υπάρχει η ψυχική δύναμη να υποστηρίξει τις επιλογές μας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *