Η σταχτοπούτα με τα γκρίζα μάτια – Κεφάλαιο 2

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 04/05/2023

Back to Blog

 

 Το εργοστάσιο

Την άλλη μέρα το πρωί, έφαγαν κάτι πρόχειρο και ξεκίνησαν για το εργοστάσιο. Η θεία της Κατερίνας τις συνόδευσε αυτή τη φορά αλλά τους είπε να έχουν το νου τους να μάθουν τη διαδρομή γιατί δεν θα ξαναρχόταν μαζί τους. Πήραν το λεωφορείο από τη στάση κοντά στο σπίτι της θείας. Η Καλλιρόη εντυπωσιάστηκε από τα κόκκινα διώροφα λεωφορεία του Λονδίνου. Δεν έμοιαζαν καθόλου με το λεωφορείο του χωριού της. Ήθελε να ανεβεί στον πάνω μέρος για να βλέπει καλύτερα αλλά η θεία δεν την άφησε.

-Στον πάνω όροφο κάθονται οι καπνιστές της είπε. Μείνε εδώ μαζί μας.

Η Καλλιρόη υπάκουσε αλλά σίγουρα θα το έκανε την επόμενη φορά που δεν θα ήταν η θεία μαζί τους. Η διαδρομή διήρκεσε περίπου είκοσι λεπτά. Όταν κατέβηκαν, η θεία τους είπε να βάλουν σημάδι για να καταλάβουν που θα αποβιβαστούν την επόμενη φορά. Η Καλλιρόη, προσπαθούσε, παρόλο που όλα τα κτήρια της φάνταζαν τα ίδια, να εντοπίσει μερικές διαφορές, όπως ταμπέλες ή καταστήματα για να καθορίσει πού βρίσκονταν.

Όταν έφτασαν στο εργοστάσιο, στη περιοχή Camden Town, ήταν φανερό ότι η θεία γνωριζόταν με τους ιδιοκτήτες, που ήταν ενήμεροι ότι θα ερχόντουσαν. Τις οδήγησαν αμέσως σε μια μεγάλη αίθουσα που καθόντουσαν, η μία πίσω από την άλλη σε πέντε σειρές, γύρω στις πενήντα γυναίκες μπροστά από μια ραπτομηχανή, σκυφτές και έραβαν.

-Μου είπαν ότι ξέρετε ράψιμο, τους είπε ο ιδιοκτήτης, που αργότερα έμαθαν ότι τον έλεγαν κύριο Κώστα.

-Ναι, απάντησε η Καλλιρόη. Δουλεύαμε στη καλύτερη ράφτρα της Λεμεσού, την κυρία Πηνελόπη, αν την έχετε ακουστά.

-Δεν την ξέρω και ούτε με ενδιαφέρει, απάντησε ψυχρά ο κύριος Κώστας. Εδώ δουλεύουμε διαφορετικά από την Κύπρο. Τα ρούχα μας είναι βιομηχανοποιημένα. Δεν έχει ούτε πρόβες, ούτε τίποτα. Απλά θα σας δίνουμε τα ρούχα κομμένα, μαζί με ένα σάμπλ (sample), ένα δείγμα δηλαδή πώς θα πρέπει να είναι το φόρεμα ολοκληρωμένο. Θα βλέπετε το σάμπλ και θα ράβετε τα ρούχα με τον ίδιο τρόπο. Είναι πολύ εύκολο. Η κυρία Ελένη εδώ θα σας δείξει. Θα σας πληρώνω δεκαοκτώ λέρες Αγγλίας την εβδομάδα για δουλειά 40 ωρών. Αν χρειαστεί να δουλέψετε παραπάνω θα σας πληρώνω υπερωρίες.

-Μα η θεία μας είπε είκοσι λίρες, τόλμησε να πει η Καλλιρόη.

Ο κύριος Κώστας την αγριοκοίταξε για λίγο, αλλά μετά γέλασε.

-Καλά, είκοσι λίρες αφού είπε η θεία. Όμως αν δεν είστε γρήγορες θα γυρίσουμε στις δεκαοκτώ. Εδώ δεν έχει χατίρια. Όποιος δεν μας κάνει φεύγει.

Έτσι άρχισε η δουλειά στο εργοστάσιο. Η Καλλιρόη δεν την βρήκε δύσκολη, αλλά πολύ ανιαρή. Οι εργάτριες συναγωνίζονταν ποια θα τελειώσει περισσότερα φορέματα σε λιγότερη ώρα. Καμιά δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την ποιότητα και την τελειότητα. Ούτε και ο ιδιοκτήτης φυσικά. Εφόσον το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, σημασία είχε η παραγωγή.

Η Καλλιρόη παρατήρησε ότι οι εργάτριες, οι μασιήνες (machines), όπως τις έλεγαν με τα αγγλοποιημένα ελληνικά που χρησιμοποιούσαν, ήταν σχεδόν όλες Κύπριες. Βολεμένες σε αυτό το κλειστό περιβάλλον, μεταξύ άλλων Κυπρίων, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να μάθουν την αγγλική γλώσσα. Χρησιμοποιούσαν μια ανάμειξη κυπριακής  διαλέκτου με βαριά παρεφθαρμένες αγγλικές λέξεις, που στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβεις τι λέγανε. Γνώριζαν μόνο τα απαραίτητα αγγλικά για να αγοράσουν εισιτήριο στο λεωφορείο ή να ψωνίσουν τρόφιμα από το μπακάλη της γειτονιάς. Μερικές λέξεις δηλαδή.

Η πρώτη υπόσχεση που έδωσε η Καλλιρόη στον εαυτό της ήταν να μάθει κανονικά την αγγλική γλώσσα. Δεν της άρεσε η αντιμετώπιση τους από τους ντόπιους, σαν αλλοδαπών μελών της αυτοκρατορίας τους, υποδεέστερης κατηγορίας. Εξ άλλου η φυσική της εμφάνιση με τα ξανθά μαλλιά και τα γκρίζα μάτια, δεν την ξεχώριζε από τους Άγγλους γηγενείς. Από την πρώτη εβδομάδα κιόλας γράφτηκε σε μία νυχτερινή τάξη για αλλοδαπούς και άρχισε τα μαθήματα. Η Κατερίνα δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου να την ακολουθήσει.

Από τις άλλες γυναίκες στο εργοστάσιο έμαθε ότι πολλές δούλευαν από το σπίτι, τους έπαιρναν δηλαδή κομμένα τα υφάσματα και το σαμπλ (sample) και έραβαν όποτε μπορούσαν και όσα μπορούσαν. Με αυτό τον τρόπο κέρδιζαν περισσότερα, γιατί γλύτωναν κάποιους φόρους και αποκοπές που στο εργοστάσιο γίνονταν υποχρεωτικά. Συγχρόνως δε, φρόντιζαν το σπίτι και τα παιδιά τους. Το σκέφτηκε στην αρχή αλλά αποφάσισε ότι δεν την ενδιέφερε αυτός ο τρόπος. Θα έπρεπε αρχικά να έχει δική της ραπτομηχανή, που έστω και αν την αγόραζε μεταχειρισμένη, θα στοίχιζε αρκετά για τα πενιχρά οικονομικά της. Τα χρήματα που τις είχε δώσει η γιαγιά της ήταν αποφασισμένη να τα φυλάξει, προς το παρόν.

Έπειτα ήταν και κάτι άλλο. Δεν της άρεσε αυτός ο τρόπος ραψίμος. Εκείνο που πάντοτε την ενδιέφερε σε αυτή τη τέχνη ήταν το στρώσιμο του υφάσματος στο σώμα της πελάτισσας, η δημιουργία κοψιμάτων, κουφωμάτων και πιετών που θα έκρυβαν τυχόν ατέλειες, ώστε να εφαρμόζει με τον καλύτερο τρόπο πάνω στη γυναίκα που θα το φορούσε. Αυτή ήταν η πρόκληση για αυτή, όχι πόσα πολλά φορέματα θα τελείωνε στη λιγότερη ώρα! Μιλώντας μια μέρα με μια κοπέλα στο εργοστάσιο, έμαθε ότι υπήρχαν και άλλου τύπου εργοστάσια που δούλευαν με διαφορετικό τρόπο. Αυτά κυρίως τα είχαν Άγγλοι ιδιοκτήτες και έραβαν ρούχα για τους αριστοκράτες και τους πλουσίους. Πληρώνουν μάλιστα, της είπε, και πολύ περισσότερα τις εργάτριες. Όμως για να σε πάρουν εκεί θα πρέπει σίγουρα να μιλάς αγγλικά και να ράβεις άψογα.

Η Καλλιρόη έθεσε λοιπόν αυτό το στόχο. Να μάθει γρήγορα την γλώσσα και να ανακαλύψει ποια είναι αυτά τα εργοστάσια. Σίγουρα δεν θα έμενε σε αυτό το σκοτεινό εργοστάσιο, του κυρίου Κώστα, στο Camden Town. Ήξερε ότι ήταν η καλύτερη από όλες στην ποιότητα του αποτελέσματος και είχε αυξήσει κάπως και την ταχύτητά της, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Δεν την πλήρωναν τίποτε περισσότερο για την ποιότητα, μάλλον την έβαζαν να ράβει τα πιο δύσκολα μοντέλα, που χρειαζόταν και περισσότερος χρόνος για την ολοκλήρωσή τους, άρα έπαιρνε και λιγότερη αμοιβή.

Μίλησε λίγο με την Κατερίνα για το θέμα, αλλά εκείνη δεν ενδιαφερόταν για κάτι άλλο. Ήταν φανερό ότι περίμενε από τη θεία της να της βρει κανένα γαμπρό, που δεν ήταν καθόλου δύσκολο, με τόσους Κυπρίους μετανάστες στο Λονδίνο και να ακολουθήσει την πορεία που η θεία της είχε ακολουθήσει. Δεν είχε όνειρα για το επαγγελματικό της μέλλον.

Η αλήθεια ήταν ότι και η ίδια κουραζόταν πολύ. Το πρωί στο εργοστάσιο, μετά στα βραδινά μαθήματα για εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Τις περισσότερες φορές που επέστρεφε στο σπίτι κουρασμένη και ιδιαίτερα τις μέρες που δεν πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο, μαγείρευε για όλους γιατί η μαγειρική της θείας της Κατερίνας ήταν φρικτή και όλοι προτιμούσαν τα φαγητά που μαγείρευε η Καλλιρόη. Και η ίδια φυσικά. Όμως με αυτό το τρόπο δεν ξεκουραζόταν καθόλου.

Η Καλλιρόη σκεφτόταν έντονα και κάτι άλλο. Ήθελε να φύγει από εδώ που έμενε. Γενικά δεν της άρεσε καθόλου αυτή η οικογένεια και οι συνήθειές τους. Το χειρότερο όμως ήταν ο σχεδόν πάντοτε μεθυσμένος θείος της Κατερίνας και οι λάγνες ματιές που της έριχνε. Θυμόταν τα λόγια της μάνας της για τους άνδρες. Όμως έστω και αν δεν της είχε μιλήσει η μάνα της, αυτός ο άνθρωπος της προκαλούσε αηδία.

Πώς να φύγει όμως; Δεν ήταν εύκολο. Τα οικονομικά της πενιχρά και οι διασυνδέσεις της στο Λονδίνο ανύπαρκτες. Όσο και αν προσπαθούσε να συμπεριφέρεται γενναία και αποφασιστικά, κατά βάθος φοβόταν. Μια τόσο μεγάλη πόλη, με τέτοια πλήθη, άγνωστες συνήθειες και άγνωστους κινδύνους. Αν έφευγε από το σπίτι της θείας της Κατερίνας, αναγκαστικά θα έμενε σε άλλο σπίτι, με άλλη Κυπριακή οικογένεια, γεγονός που δεν θα της εξασφάλιζε καμία ελευθερία. Να νοικιάσει δικό της διαμέρισμα, αδύνατο. Τα χρήματα που της περίσσευαν ήταν πολύ λίγα.

Κάθε Κυριακή πήγαιναν, μαζί με την οικογένεια της θείας της Κατερίνας στον καθεδρικό ναό των Αγίων Πάντων στο Camden Town. Εκεί σύχναζαν οι περισσότεροι Κύπριοι της περιοχής και τα κορίτσια μπορούσαν να κοινωνικοποιηθούν λίγο. Προς μεγάλη χαρά της Καλλιρόης, μία Κυριακή συνάντησε εκεί την Ελπίδα, την φίλη που έκανε στο πλοίο στον ερχομό τους στο Λονδίνο. Ο ενθουσιασμός και των δύο ήταν απερίγραπτος. Αποφάσισαν μετά τον εκκλησιασμό, να μείνουν για λίγο στη περιοχή, να περπατήσουν και να μιλήσουν. Θα επέστρεφαν πίσω με το λεωφορείο.

Αυτό δεν άρεσε στη θεία της Κατερίνας, αλλά ούτε και στους συγγενείς της Ελπίδας. Σαν Κύπριοι συντηρητικοί άνθρωποι δεν επικροτούσαν την ανεξαρτησία των κοριτσιών αλλά οι δύο φίλες ήταν ανένδοτες. Η θεία της Κατερίνας απαγόρευσε στην ίδια να μείνει μαζί τους αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά με την Καλλιρόη. Έτσι που την κοίταζε με τα ψυχρά, γκρίζα μάτια της, και τον δυναμισμό που έκρυβαν, την φοβόταν κάπως. Οι συγγενείς της Ελπίδας υποχώρησαν μετά την επιμονή της αλλά ήταν φανερό ότι διαφωνούσαν με τέτοιου τύπου ανεξάρτητες συμπεριφορές.

Εκείνη η μέρα υπήρξε για την Καλλιρόη, η πιο ευτυχισμένη μέρα από τότε που είχε φθάσει στο Λονδίνο. Περπάτησαν στο κοντινό πάρκο, έφαγαν κάτι πρόχειρο σε ένα καφέ, αλλά προπάντων μίλησαν. Και όταν μίλησαν υπήρξε τέτοια ταυτότητα απόψεων, που αναφωνούσαν συνεχώς:

-Και εγώ το ίδιο!

Όμως αναγνώριζαν και οι δύο ότι δεν θα ήταν εύκολο να φύγουν από εκεί που έμεναν. Εκτός από το οικονομικό πρόβλημα, ήταν και το άγνωστο περιβάλλον. Πού να πάνε;  Ποιους κινδύνους θα συναντήσουνε; Και αν δεν τα καταφέρουν; Όπως και να το κάνεις,  είχαν μεγαλώσει και οι δύο σε περιβάλλον που καθόριζε ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν την φροντίδα ενός άνδρα για να είναι ασφαλείς. Χρειαζόταν θάρρος για να υπερπηδήσουν αυτή την πεποίθηση. Φυσικά η Καλλιρόη με την μητέρα της ήταν πάντα μόνες και αυτό της έδινε περισσότερη αποφασιστικότητα. Η Ελπίδα από την άλλη, αντιμετώπιζε και το επιπρόσθετο πρόβλημα ότι έμενε με συγγενείς και θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να δικαιολογήσει τη φυγή της.

Όμως παρόλες τις δυσκολίες, το αποφάσισαν: Θα έφευγαν και θα νοίκιαζαν ένα χώρο για να μένουν μαζί. Οι δυο τους θα τα κατάφερναν. Η ισχύς εν τη ενώσει! (United we stand, divided we fall.)

Από εκείνη τη μέρα άρχισαν να έχουν συχνή επικοινωνία προσπαθώντας να συντονιστούν, να οργανώσουν την ζωή τους με τέτοιο τρόπο ώστε όταν θα έμεναν μόνες να έχουν τα μέσα να επιβιώσουν.

Αρχικά, και με την συμβουλή κάποιων άλλων κοριτσιών, άνοιξαν από  ένα λογαριασμό στη τράπεζα και έβαζαν μέσα ότι τους περίσσευε κάθε βδομάδα. Η Καλλιρόη κατάθεσε και τα χρήματα που της είχε δώσει η γιαγιά της. Έτσι δεν χρειαζόταν να τα κουβαλεί κάθε μέρα μαζί της με κίνδυνο να τα χάσει. Ούτε που σκεφτόταν να τα αφήσει στο σπίτι που έμενε. Εκεί και αν υπήρχε ο κίνδυνος να εξαφανιστούν.

Εκείνο το διάστημα η Καλλιρόη άκουσε κατά λάθος και μια συζήτηση μεταξύ της Κατερίνας και της θείας της που ενδυνάμωσε την απόφασή της να φύγει το συντομότερο δυνατό. Η θεία υποσχόταν στη Κατερίνα ότι θα της βρει σύντομα γαμπρό και καλό θα ήταν να μην κάνει πολλή παρέα με την Καλλιρόη γιατί θα μπορούσε να την παρασύρει σε κακά μονοπάτια.

-Δεν είναι για σπίτι αυτή, κατέληξε. Δεν την βλέπεις που θέλει να γυρίζει μόνη της. Και τα μαθήματα των αγγλικών τι τα θέλει; Εμείς μια χαρά ζούμε τόσα χρόνια εδώ χωρίς να ξέρουμε αγγλικά. Να δούμε πού πάει και με ποιους γυρίζει!

Αυτά τα λόγια πλήγωσαν πολύ την Καλλιρόη. Ήξερε ότι όταν θα έφευγε από αυτό το σπίτι δεν θα γύριζε να κοιτάξει ποτέ πίσω.

Έτσι επιτάχυναν τις προσπάθειές τους με την Ελπίδα για να βρουν μέρος να μείνουν. Μια κοπέλα στο εργοστάσιο τους είπε για ένα φτηνό διαμέρισμα, που είχε ένας θείος της, πάνω από το εστιατόριό του, που πουλούσε fish and chips, φισιάδικο, κατά τα αγγλοποιημένα ελληνικά των Κυπρίων της Αγγλίας. Μια Κυριακή μετά την εκκλησία πήγαν να το δουν. Είχε τα κακά του τα χάλια, μα το χειρότερο ήταν ότι μύριζε απαίσια, αφού όλες οι μυρωδιές από τα τηγανητά ψάρια κατέληγαν σε αυτό. Ήταν επίσης βρώμικο και παραμελημένο. Το ενοίκιο που ζητούσε όμως ο ιδιοκτήτης, μπορούσαν να το πληρώσουν. Ήταν επιπλωμένο με κάποια παλιά έπιπλα, και παρόλο που δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικά, θα μπορούσαν να βολευτούν αρχικά.

Κάνοντας την υπέρβαση της ζωής τους αποφάσισαν να το πάρουν. Ούτε η Ελπίδα ήθελε να μένει περισσότερο με τους θείους της, δεν την σήκωνε το περιβάλλον. Όταν τους είπε ότι θα φύγει έγινε μεγάλος καυγάς. Την απειλούσαν ότι θα το πουν στους γονείς της στη Κύπρο, που θα την ανάγκαζαν να γυρίσει πίσω. Προφήτευαν ότι θα καταστρεφόταν και πολλά άλλα. Όμως εκείνη  ήταν αποφασισμένη να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό της. Η αποφασιστικότητά της τους ανάγκασε να το αποδεχτούν. Εξ άλλου δεν μπορούσαν να κάνουν και κάτι άλλο. Η Ελπίδα ήταν πλέον ενήλικη. Είχε κλείσει τα δεκαοκτώ.

Τα πράγματα με την Καλλιρόη δεν ήταν καλύτερα. Παρά το γεγονός ότι είχε ακούσει τη θεία της Κατερίνας να την κακολογεί και να μην την θέλει να κάνει παρέα με την ανιψιά της, δεν της άρεσε καθόλου όταν η Καλλιρόη της είπε ότι θα φύγει. Θα έχανε το ενοίκιο που την πλήρωνε, το οποίο θεωρούσε δεδομένο πλέον. Είχαν ήδη περάσει πέντε μήνες από την ημέρα που τα κορίτσια είχαν έρθει στο Λονδίνο. Της μίλησε πολύ άσχημα, την είπε αχάριστη,  μέχρι και πόρνη την αποκάλεσε. Η Καλλιρόη όμως θυμόταν τα λόγια της μητέρας της:

-Μην κλαις κόρη μου, και μην δείχνεις ποτέ τα συναισθήματά σου στους άλλους. Μην τους δίνεις τέτοια χαρά.

Δεν είπε τίποτε, μόνο μάζεψε τα λίγα υπάρχοντά της και τα έβαλε στη παλιά βαλίτσα. Η τελευταία πράξη εξευτελισμού εκ μέρους της θείας ήταν η ενέργειά της να ψάξει τη βαλίτσα της Καλλιρόης πριν φύγει, μήπως τάχα της έκλεψε κάτι από το σπίτι.

Η Καλλιρόη ξανάβαλε τα ανακατεμένα ρούχα της στη βαλίτσα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Βγαίνοντας στο δρόμο αισθάνθηκε την κρύα ατμόσφαιρα στο πρόσωπό της. Ανέπνευσε βαθιά, γεμάτη ανακούφιση και με ένα αέρα ελευθερίας, τάχυνε το βήμα της για να πάρει το λεωφορείο.

Όταν έφτασε στο διαμέρισμα, η Ελπίδα ήταν ήδη εκεί. Η πρώτη τους πράξη ήταν να στρώσουν τα δύο κρεβάτια που υπήρχαν εκεί και να ξαπλώσουν από πάνω με τα ρούχα. Κοιτάζοντας το ταβάνι, άρχισαν να απαριθμούν τις πάμπολες εργασίες που θα έπρεπε να κάνουν ώστε το άθλιο αυτό διαμέρισμα να μοιάζει με σπίτι. Σε μια στιγμή η Καλλιρόη, πήρε ένα χαρτί και άρχισε να τις καταγράφει:

-Καθάρισμα των ερμαριών, καθάρισμα της κουζίνας, καθάρισμα των πατωμάτων, πέρασμα των ξύλινων επιφανειών με κερί, μπογιάτισμα των τοίχων, αγορά βαριών κουρτινών (θα μπορούσε βέβαια να τις πάρουν μεταχειρισμένες για να είναι πιο φτηνές), ίσως καταφέρουν μειώσουν τις οσμές που έρχονταν από το φισιάδικο στο ισόγειο και πολλά άλλα.

Κάποια στιγμή κουράστηκαν και κοιμήθηκαν. Παρά το  γεγονός ότι το διαμέρισμα ήταν κρύο και μύριζε άσχημα, οι δυο τους απόλαυσαν ένα ευτυχισμένο ύπνο γεμάτο όνειρα και ελπίδες για το μέλλον. Ένα μέλλον που λογάριαζαν να κτίσουν με τα δυο τους χέρια και τη δύναμη που τους έδινε η φιλία τους και το κουράγιο τους να παλέψουν.

 

 

 

 

8 responses to “Η σταχτοπούτα με τα γκρίζα μάτια – Κεφάλαιο 2”

  1. Μόνικα Ανδρέου says:

    Μου αρέσει που οι ηρωίδες σου αγαπούν την ελευθερία και θυσιάζουν την ‘ασφάλεια ‘ τους για αυτήν!

    • Maria Atalanti says:

      Βασικά είναι επαναστάτριες της εποχής τους. Η κάθε μια για διαφορετικό λόγο.

  2. andreas markides says:

    well done! It reminded me of my first visit to London in 1976 when I stayed with some Cypriots in north London. They were poor but they still made me feel very welcome. As it happens, the father of that family was a ”raptis” (tailor) who used to work in a tiny place in Soho!

    • Maria Atalanti says:

      Όσοι από εμάς έτυχε να ζήσουμε μια μικρή περίοδο της ζωής μας στο Λονδίνο με τους Κύπριους μετανάστες, γνωρίσαμε ένα μεγάλο αριθμό από αυτούς που ασχολούντο με τη ραπτική.

  3. Maria.Klerides says:

    Εξελίσσεται πολύ ωραία η ιστορία σου Μαρία μου. Μου αρέσει που οι δύο φίλες βρήκαν ένα κοινό δρόμο. Περιμένω να δω τη συνέχεια και τους σκοπέλους που θα αντιμετωπισουν

    • Maria Atalanti says:

      Έχεις δίκαιο να περιμένεις σκοπέλους Μάρω μου. Τέτοια είναι η ζωή.

  4. Georgia Gouti says:

    Όταν δεν μας αρέσει ο τρόπος που ζούμε γιατί καταπιέζει τα όνειρα που έχουμε για τη δική μας ζωή κάνουμε ένα βήμα κάθε φορά για να πετύχουμε το στόχο που έχουμε βάλει. Μου αρέσει η κίνηση των κοριτσιών να αλλάξουν τη τύχη τους αν και ξέρουν ότι ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

    • Maria Atalanti says:

      Ναι Γεωργία μου. Αυτό είναι μήνυμα ζωής για όλους μας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *