Η μπαλαρίνα που πετούσε

Posted by: Maria Atalanti

Published on: 12/02/2023

Back to Blog

 

Ο κύριος Χρίστος είχε φθάσει στα εβδομήντα πέντε του χρόνια. Λίγο κυκλοφορούσε τώρα πια. Συνήθως έμενε στο σπίτι με τα εγγονάκια του και τα εγγονάκια της αδελφής του, της Ειρήνης.

Σήμερα ήταν οι χριστουγεννιάτικες διακοπές και είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι της κόρης του, της Μόνικας, για να περάσουν τη μέρα τους μαζί και να φάνε ένα πλούσιο χριστουγεννιάτικο γεύμα. Ο κύριος Χρίστος καθόταν στο σαλόνι μαζί με τα παιδιά. Τα μεγαλύτερα, δηλαδή ο Χρίστος και ο Αντώνης  έπαιζαν ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η Ειρηνούλα, η μικρή εγγονή της αδελφής του, που ήταν γύρω στα έξι, προσπαθούσε να κάνει τις χορευτικές φιγούρες του μπαλέτου που μάθαινε στη σχολή που πήγαινε εδώ και μερικούς μήνες.

Στεκόταν με δυσκολία στο ένα πόδι και σήκωνε τα χέρια της ψηλά, εκτείνοντας το ένα μπροστά και το άλλο πίσω, γέρνοντας παράλληλα το σώμα της ελαφριά προς τα μπρος, προσπαθώντας να μιμηθεί τις μπαλαρίνες που έβλεπε στη τηλεόραση. Συνεχώς έπεφτε από αυτή τη στάση, μη μπορώντας να ισορροπήσει, αλλά δεν τα έβαζε κάτω. Επαναλάμβανε τη κίνηση ξανά και ξανά. Σε μια στιγμή κατάφερε να μείνει για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη και ενθουσιασμένη φώναξε:

-Κοίταξέ με παππού, πετώ, πετώ!

Πριν προλάβει να απαντήσει ο κύριος Χρίστος, τα δύο αγόρια σήκωσαν τα μάτια τους από το ηλεκτρονικό παιχνίδι και είπαν και οι δυο με ένα στόμα:

-Ανοησίες! Οι άνθρωποι δεν μπορούν πετάξουν. Δε τους το επιτρέπει η βαρύτητα της γης!

-Εγώ όμως πέταξα, τους είπε η Ειρηνούλα, Πέταξα δεν πέταξα παππού; Ρώτησε, κοιτάζοντας για επιβεβαίωση τον κύριο Χρίστο.

Ο κύριος Χρίστος άνοιξε την αγκαλιά του να την δεχτεί και εκείνη κούρνιασε βουρκωμένη κοντά του.

-Ελάτε όλοι εδώ, είπε στα παιδιά ο κύριος Χρίστος. Θέλω να σας πω μια ιστορία που δεν την έχω πει σε κανένα μέχρι σήμερα. Ίσως γιατί φοβούμουν ότι κανείς δεν θα με πίστευε. Αλλά αξίζει τον κόπο να την ακούσετε και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.

-Αρχικά θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι όλοι έχετε ονόματα που επαναλαμβάνονται μέσα στην οικογένεια. Αυτό συμβαίνει για να τιμούνται εκείνοι που μεγάλωσαν και θα φύγουν, αλλά και για να υπάρχει μια συνέχεια στο νήμα της ζωής της οικογένειας.

-Έτσι εσένα σε φωνάζουμε Ειρηνούλα, γιατί έτσι φωνάζαμε και τη γιαγιά σου, που τώρα έφυγε από τη ζωή. Κάθε φορά που προφέρουμε το όνομά σου θυμόμαστε εκείνη. Σε εσένα Χρίστο μου, έδωσαν το δικό μου όνομα γιατί μια μέρα θα φύγω και εγώ και θα μείνεις εσύ στη θέση μου.

Ο Χρίστος έτρεξε αμέσως κοντά του και τον αγκάλιασε:

-Όχι παππού δεν θέλω να φύγεις!

-Αυτό είναι νόμος της ζωής και της φύσης, του είπε ο κύριος Χρίστος και τον χάιδεψε. Κανείς δεν μπορεί να τον αλλάξει. Όπως και ο νόμος της βαρύτητας, που είπατε εσείς προηγουμένως. Δεν αλλάζει. Αν δεν υπήρχε αυτός ο νόμος, της βαρύτητας εννοώ, δεν θα μπορούσαμε να σταθούμε πάνω στη γη. Θα πέφταμε όλοι στο κενό. Βασικά δεν θα υπήρχαμε. Έτσι και με το θάνατο. Πρώτα ή ύστερα έρχεται. Έρχεται όταν αυτό σώμα που περιβάλλει το πνεύμα μας φθαρεί. Είτε γιατί αρρωστήσαμε, είτε γιατί έχουμε μεγαλώσει πολύ είτε γιατί μετά από ένα δυστύχημα, το σώμα μας έχει καταστραφεί. Αλλά πρέπει πάντα να θυμόμαστε. Εμείς δεν είμαστε μόνο το σώμα μας. Πρωτίστως είμαστε η ψυχή και το πνεύμα μας.

-Τι σημαίνει είμαστε το πνεύμα μας; Ρώτησε η Ειρηνούλα.

-Ειρηνούλα μου, εσύ θέλεις να πετάξεις. Δεν είναι έτσι;

-Ναι θέλω, παππού!

-Ειρηνούλα μου, εσύ αγαπάς τη μαμά σου, δεν είναι έτσι;

-Ναι παππού, την αγαπώ.

-Ειρηνούλα μου εσύ θέλεις να μάθεις πολλά πράγματα στη ζωή σου, δεν είναι έτσι;

-Θέλω παππού! Θέλω!

-Αυτό που θέλει όλα αυτά παιδί μου, δεν είναι το σώμα σου. Αυτό είναι το πνεύμα σου. Αυτό είναι που είσαι πραγματικά εσύ. Αυτό και πολλά άλλα που είναι δύσκολο να σου εξηγήσω τώρα. Όμως αυτό που είσαι εσύ δεν πεθαίνει, δεν φεύγει ποτέ!

-Δηλαδή εσύ δεν θα φύγεις ποτέ; Ρώτησε μπερδεμένη η Ειρηνούλα.

-Ας πούμε ότι όταν φύγει το σώμα μου, εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα σε αγαπώ! Όπως σε αγαπά και η γιαγιά σου η Ειρήνη που δεν την βλέπεις πια.

Η Ειρηνούλα σώπασε για λίγο, προσπαθώντας να ερμηνεύσει στο μυαλουδάκι της τα περίεργα πράγματα που άκουγε. Ο κύριος Χρίστος δεν ήθελε να συνεχίσει περισσότερο την κουβέντα. Είχε δώσει μια βάση στα παιδιά για να κατανοήσουν το θέμα του θανάτου και η ζωή θα συμπλήρωνε τα κενά, όταν θα υπήρχε ανάγκη. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε ο Αντώνης.

-Ε, παππού εμένα γιατί με φωνάζουν Αντώνη; Ποιος ήταν ο Αντώνης; Δεν έχω παππού Αντώνη!

-Το όνομά σου, Αντώνη μου, έχει σχέση με την ιστορία που θα σας πω. Ο Αντώνης, λοιπόν, ήταν ένας παιδικός μου φίλος. Τον έβλεπα τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στο χωριό του παππού μου. Εκείνος είχε γεννηθεί και ζούσε σε αυτό το χωριό. Τον περισσότερο καιρό βρισκόταν έξω στα χωράφια, βόσκοντας τις κατσίκες του. Ήταν συνήθως μόνος του και έτσι έμαθε να κάνει παρέα με το σκύλο του, να μιλά στις κατσίκες του, να καταλαβαίνει τα σημάδια του καιρού και γενικά να αναπτύσσει μια σχέση με τη φύση που εμείς τα παιδιά της πόλης δεν κατανοούσαμε ούτε είχαμε ποτέ.

-Και γιατί με είπατε εμένα Αντώνη; Για αυτό το φίλο σου;

-Ναι όταν μεγαλώσαμε δεν ξανάδα τον Αντώνη. Είχε φύγει για την Αγγλία και ποτέ δεν επέστρεψε ξανά. Όμως τον αγαπούσα πάρα πολύ. Ήταν για μένα ξεχωριστός άνθρωπος. Έτσι ζήτησα από τη μητέρα σου, όταν γεννήθηκες, να σε ονομάσουν Αντώνη. Κάθε φορά λοιπόν που σε βλέπω θυμάμαι αυτό τον τόσο σπουδαίο φίλο μου!

-Θα μας πεις, λοιπόν, την ιστορία παππού! Διαμαρτυρήθηκε ο Χρίστος.

-Ήταν ένα από εκείνα τα καλοκαίρια που μέναμε στο χωριό. Πήγαινα συνεχώς έξω στα βοσκοτόπια με τον Αντώνη. Για μένα τότε ήταν μια μαγική ζωή, γεμάτη ελευθερία. Ο Αντώνης κάθε μέρα με δίδασκε και κάτι καινούργιο σε σχέση με τη φύση και τα ζώα. Έβλεπα πόσο αγαπούσε τις κατσίκες του, τους μιλούσε και κείνες συμπεριφέρονταν σαν να καταλάβαιναν τι τους έλεγε. Κάποτε μύριζε τον αέρα και μου έλεγε:

-Απόψε θα βρέξει.

-Και πραγματικά το βράδυ έβρεχε. Ήξερε πού υπήρχαν φίδια και έτσι τα αποφεύγαμε. Μια φορά με πήρε και μου έδειξε τη φωλιά μιας αλεπούς. Κρυφτήκαμε πίσω από κάτι θάμνους και είδαμε την αλεπού που βγήκε από μέσα μαζί με τα αλεπουδάκια της. Ήταν τόσο όμορφα ζώα με τις φουντωτές ουρές τους και το χρυσοκόκκινο τρίχωμά τους! Έπαιζαν μεταξύ τους και με τη μητέρα τους, μέχρι που εμείς σπάσαμε κατά λάθος ένα κλαδί και από το θόρυβο κρύφτηκαν αμέσως στη φωλιά τους.

-Με έπαιρνε σε πηγές έξω από το χωριό όπου ανάβλυζε νερό και σχηματιζόταν μια μικρή λίμνη από κάτω. Εμείς βγάζαμε τα ρούχα μας και κολυμπούσαμε σε αυτή τη φυσική πισίνα, ευτυχισμένοι. Όταν διψούσαμε ήξερε σε ποιο σημείο του βουνού να σκάψει λίγο το χώμα για να αναβλύσει νερό να πιούμε. Πολλές φορές τρώγαμε μόνο ξηρούς καρπούς από τα δένδρα και βρώσιμα χόρτα από τη γη. Ο Αντώνης τα ήξερε όλα. Ήταν μαγικά εκείνα τα χρόνια!

-Να με πάρεις και μένα παππού! Αναφώνησε ενθουσιασμένη η Ειρηνούλα.

Ο κύριος Χρίστος, την χάιδεψε τρυφερά.

-Πολλές φορές από τότε έψαξα να βρω τα μέρη που τριγυρνούσαμε με τον Αντώνη. Όμως οι πηγές στέρεψαν και το βουνό έπαψε πια να αναβλύζει νερό. Μια η κλιματική αλλαγή, μια τα φράγματα που κατασκευάστηκαν και συγκρατούν το νερό, εξαφάνισαν αυτά τα υπέροχα σημεία από την ύπαιθρό μας. Είμαι ευλογημένος που τα έζησα έστω και για λίγο, παρέα με τον Αντώνη.

-Αυτή είναι η ιστορία σου παππού; Ρώτησε ο Χρίστος.

-Όχι, η ιστορία μου είναι άλλη. Αυτά όλα σας τα είπα για να σας κάνω να καταλάβετε πόσο ο Αντώνης ήταν ένα με τη φύση. Ήξερε να τη ζει, να την απολαμβάνει και να μοιράζεται μαζί της την ύπαρξή του!

-Πάντως όλα ακούγονται πολύ ωραία! Είπε ο Αντώνης. Και εγώ θα ήθελα να πάω εκεί. Πες μας, όμως και την ιστορία που θα μας έλεγες.

-Αυτά όλα συνέβαιναν όταν η μητέρα μου δεν μας ανάγκαζε να κουβαλούμε μαζί μας και την Ειρηνούλα, την αδελφή μου.

-Τη γιαγιά μου; Ρώτησε η Ειρηνούλα.

-Ναι τη γιαγιά σου. Δεν μπορούσαμε φυσικά να την παίρνουμε σε αυτές τις περιπέτειες. Εκτός του γεγονότος ότι ήταν μικρή, σαν εσένα περίπου, θα το έλεγε και τους γονείς μας και αλίμονό μας!

-Έτσι μια μέρα που δεν την είχαμε μαζί μας, ο Αντώνης ήταν πολύ σκεφτικός. Σαν να ήθελε να μου πει κάτι αλλά δεν το έλεγε.

-Τι συμβαίνει φίλε; Τον ρώτησα. Είσαι παράξενα σιωπηλός.

-Σκέφτομαι, απάντησε. Έχω ένα μυστικό και δεν ξέρω αν κάνει να σου το πω.

-Γιατί; Τον ρώτησα. Πρόδωσα εγώ ποτέ μυστικό σου;

-Όχι γιατί θα με προδώσεις. Φοβάμαι μη με κοροϊδέψεις. Μήπως νομίσεις ότι είμαι τρελός.

-Τι είναι αυτά που λες; Δεν θα σε κορόιδευα ποτέ Αντώνη! Πες μου, μην φοβάσαι.

-Ο Αντώνης άρχισε τότε να μιλά αργά, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει αυτό που θα μου έλεγε.

-Όταν είμαι μόνος μου φίλε, κάθομαι και παρατηρώ τα πουλιά. Τα βλέπω να πετούν έτσι ελεύθερα, να ανεβαίνουν ψηλά, να κατεβαίνουν χαμηλά και τα ζηλεύω. Πολλές φορές θα ήθελα να είμαι και εγώ πουλί και να πετάξω. Όμως δεν είμαι. Το σώμα μου είναι τόσο βαρετό. Δεν σηκώνεται. Η επιθυμία μου να πετάξω όμως είναι τόσο μεγάλη, που σκέφτηκα ότι αν δεν μπορώ να πετάξω με το σώμα μου, θα μπορέσω να πετάξω με την ψυχή μου. Έτσι άρχισα να τρέχω στους κάμπους και να κινώ τα χέρια μου, όπως τα πουλιά κινούν τα φτερά τους. Και μια μέρα, όσο και αν σου φανεί παράξενο και τρελό, σηκώθηκα ψηλά. Έβλεπα τις κατσίκες μου να βόσκουν, έβλεπα τον σκύλο μου, έβλεπα τις κορυφές των δένδρων, τα έβλεπα όλα.

-Γύρισε προς το μέρος μου γεμάτος αγωνία. Εγώ είχα μείνει άναυδος. Δεν ήξερα τι να πω.

-Δεν με πιστεύεις, το βλέπω στα μάτια σου!

-Όχι πως δεν σε πιστεύω ρε φίλε, μα πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Οι άνθρωποι δεν πετούν! Αυτό συνέβηκε μόνο μία φορά ή το έχεις ξανακάνει;

-Το έκανα πολλές φορές από τότε. Αν θέλεις το κάνω και τώρα. Έλα να πάμε σε εκείνο το αλώνι να σου δείξω.

-Έκπληκτος και περίεργος ακολούθησα τον Αντώνη στο αλώνι. Εγώ κάθισα στην άκρη και εκείνος άρχισε να τρέχει κυκλικά, κουνώντας τα χέρια του πάνω – κάτω. Τον κοίταζα με δυσπιστία μέχρι που εμβρόντητος τον είδα να σηκώνεται ψηλά. Πετούσε πάνω από το κεφάλι μου σε κύκλους. Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω από την έκπληξη. Δοκίμασα να τον ακολουθήσω, μιμούμενος τις κινήσεις που είχε κάνει εκείνος, αλλά δεν σηκώθηκα ούτε πόντο από το έδαφος.

-Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, είπε ο εγγονός Χρίστος. Όχι μόνο η βαρύτητα αλλά ούτε και η ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, του επιτρέπουν να πετάξει. Τα είδες όλα στον ύπνο σου, παππού!

Ο κύριος Χρίστος χαμογέλασε με τις γνώσεις του εγγονού του που ήθελε να γίνει επιστήμονας και διάβαζε ένα σωρό επιστημονικά βιβλία για παιδιά.

-Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, σκέφτηκα το ίδιο πολλές φορές, Χρίστο μου. Είναι η πιο λογική εξήγηση. Όμως η ανάμνηση αυτή υπάρχει και δεν παύει να επανέρχεται στη μνήμη μου.

Εκείνη την ώρα η Μόνικα, μητέρα των δύο αγοριών, που βρισκόταν στη κουζίνα, ετοιμάζοντας μαζί με τις υπόλοιπες μαμάδες το μεσημεριανό γεύμα και άκουσε την όλη ιστορία, τους είπε:

-Μην είσαι τόσο σίγουρος Χρίστο μου ότι τα ξέρεις όλα. Πρόσφατα είδα ένα ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση για τους μοναχούς στο Θιβέτ, που λέγεται ότι την ώρα του διαλογισμού αιωρούνται. Προς μεγάλη μου έκπληξη, επέτρεψαν στο δημοσιογράφο που το παρουσίαζε να κινηματογραφήσει μια τέτοια στιγμή και να την μεταδώσει. Φυσικά υπήρχε μισοσκόταδο αλλά ήταν φανερό ότι ο μοναχός είχε ανυψωθεί από το πάτωμα, όπως καθόταν στη στάση του λωτού.

-Ανοησίες, απάντησε ο Χρίστος. Κάποιο κόλπο θα ήταν.

-Μπορεί να ήταν κόλπο, είπε η Μόνικα. Αλλά δεν πρέπει να απορρίπτουμε ότι δεν γνωρίζουμε. Πρέπει να το ψάχνουμε.

Εκείνη την στιγμή επενέβηκε ο Αντώνης:

-Και εγώ θα γίνω επιστήμονα, μαμά. Θα το ψάξω. Μπορεί να γίνεται.

-Ανοησίες, είπε και πάλι ο Χρίστος.

Ο Αντώνης θίγηκε και ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια όταν τους σταμάτησε ο παππούς Χρίστος λέγοντας:

-Μην μαλώνετε. Δεν μπορούμε να το λύσουμε τώρα. Όμως ένας καλός επιστήμονας έχει υποχρέωση να ψάχνει και εκείνα που δεν καταλαβαίνει. Αν μέναμε σε ότι γνωρίζουμε η επιστήμη δεν θα προχωρούσε μπροστά. Θα έμενε στάσιμη. Την ιστορία όμως αυτή σας την έχω πει για ένα άλλο λόγο. Θυμάστε που πριν λίγο η Ειρηνούλα αισθάνθηκε ότι πέταξε;

-Ναι παππού, είπε η Ειρηνούλα και τα μάτια της γέμισαν με λάμψη.

-Η ψυχή της Ειρηνούλας είναι ακόμα αγνή, σαν την ψυχή του φίλου μου του Αντώνη. Δεν ξέρει ότι η βαρύτητα της γης δεν μπορεί να επιτρέψει στον άνθρωπο να πετάξει. Και έτσι μπορεί να πετάξει με τη δύναμη της ψυχής της. Μεγαλώνοντας τα παιδιά και μαθαίνοντας τους δογματισμούς της ζωής, βάζουν όρια στις δυνατότητες και τις επιδιώξεις τους. Έχει σημασία, παιδιά μου, να πιστεύετε στα όνειρα σας. Μόνο έτσι θα μπορέσετε να τα πραγματώσετε. Μην αφήσετε ποτέ τους ορθολογισμούς της ζωής να σας τα σκοτώσουν. Και μην ξεχνάτε, επίδοξοι επιστήμονές μου, τι είπε ο μεγαλύτερος από όλους τους επιστήμονες, ο Άλφρεντ Αϊνστάιν:

Η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση.

-Δεν νομίζω να αμφισβητείτε τον Αϊνστάιν! Πρέπει να ονειρεύεστε και να πιστεύετε στα όνειρά σας για να προχωρήσετε πέραν από το μέτριο και το κατεστημένο. Αυτό είναι επιστήμη: να ψάχνεις ότι δεν γνωρίζεις και να ερευνάς ότι δεν καταλαβαίνεις.

-Και εγώ παππού θα πετάξω; Ρώτησε ξανά η Ειρηνούλα.

-Θα πετάξεις Ειρηνούλα μου, θα πετάξεις αν το πιστεύεις με όλη τη δύναμή της ψυχής σου. Γιατί όπως είπαμε η ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου είναι πιο δυνατά από το σώμα.

Η Ειρηνούλα σηκώθηκε τότε και ξανάρχισε να επιχειρεί την φιγούρα που είχε δοκιμάσει προηγουμένως, μέχρι που ισορρόπησε για μερικά δευτερόλεπτα.

-Κοίταξέ με παππού! Πετώ, πετώ!

Αυτή τη φορά όλοι την χειροκρότησαν. Κανείς δεν τόλμησε να την κοροϊδέψει.

 

Φωτογραφία

 

6 responses to “Η μπαλαρίνα που πετούσε”

  1. Μόνικα Ανδρέου says:

    Εξαιρετικό!

  2. Maria. klerides says:

    Υπέροχο το παραμύθι σου Μαρία μου. Πολύ διδακτικό. Συμφωνώ ότι αν πιστέψουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας σε κάτι γίνεται πέρα από κάθε όριο λογικής.

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ πολύ. Είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε ένα πολύ μικρό ποσοστό της πνευματικής μας δυνατότητας. Κανείς δεν ξέρει τι θα μπορούσαμε να κάνουμε αν αξιοποιούσαμε το 100% των δυνατοτήτων μας. Ας το διδάξουμε τουλάχιστον στα παιδιά.

  3. VOULA says:

    Μαρία μου όπως όλα έτσι κ’ αυτό εξαιρετικό!
    Κρύβει πολλά η δύναμη της ψυχής! Φτάνει να το πιστέψεις και να το προσπαθήσεις!
    Σ’ ευχαριστούμε.

    • Maria Atalanti says:

      Ευχαριστώ πάρα πολύ! Είναι μηνύματα που πρέπει να τα θυμόμαστε μα προπάντων να τα μάθουμε στα παιδιά μας!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *