
Δια – συμπαντική ονειροφαντασία
Posted by: Maria Atalanti
Published on: 27/06/2021
Back to BlogΜια φορά και ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ευρυδίκη. Η Ευρυδίκη είχε μία γιαγιά που την έλεγαν και εκείνη Ευρυδίκη. Γιαγιά και εγγονή ήταν πολύ στενά δεμένες. Η μικρή Ευρυδίκη καθόταν κάθε βράδυ στη βεράντα και η γιαγιά της, της έλεγε ιστορίες για τα αστέρια. Όπως κοίταζε μαγεμένη τον ουρανό, άκουγε για το ηλιακό μας σύστημα, για τους γαλαξίες για τους αστερισμούς και για όλα τα μυστήρια του σύμπαντος. Η Ευρυδίκη δεν είχε άλλα αδέλφια και το σπίτι τους ήταν μακριά από την πόλη. Ο έναστρος ουρανός κάθε βράδυ ήταν για αυτή όλα τα πλούτη του κόσμου και έτσι τίποτε δεν της έλειπε.
Όταν αργότερα πήγαινε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί, μέσα στη σιγαλιά της νύκτας δεν άκουε τίποτε άλλο από τα τριζόνια, κοίταζε από το παράθυρο τ’ αστέρια στον ουρανό και χωρίς να καταλάβει πώς, πετούσε πάνω από τη γη και χανόταν στο στερέωμα. Στην αρχή τα ταξίδια της ήταν κοντινά, μέχρι το φεγγάρι, μα ύστερα ξεθάρρεψε και πήγαινε μακρύτερα και μακρύτερα και μακρύτερα. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να κινηθεί, να αναπνεύσει ή να διανύσει αποστάσεις. Βλέπετε δεν ήξερε η μικρούλα Ευρυδίκη, πως όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν, γιατί δεν το επιτρέπουν οι νόμοι της φυσικής. Και επειδή δεν το ήξερε, μπορούσε να νικά κάθε νόμο.
Σε ένα από τα ταξίδια της τόλμησε να κατεβεί σε ένα παράξενο πλανήτη. Της έκαμε εντύπωση γιατί η ατμόσφαιρα και το νερό ήταν πράσινα, αντί γαλάζια. Στο πλανήτη αυτό φύτρωναν τεράστια κόκκινα λουλούδια και όλα τα πουλιά είχαν κίτρινα και μπλε φτερά. Ήταν πανέμορφος. Της άρεσε τόσο πολύ που πήγαινε κάθε βράδυ.
Μια μέρα όπως περιδιάβαζε στους υπέροχους αγρούς του, εκεί που το χορτάρι ήταν βαθύ πράσινο και έμοιαζε σαν βελούδο, συνάντησε ένα αγόρι. Ένα πανέμορφο αγόρι με πράσινα μάτια, διάφανη λευκή επιδερμίδα και κόκκινα ολόσγουρα μαλλιά. Στην αρχή φοβήθηκε, ίσως και να ντράπηκε γιατί ήταν με τη νυχτικιά της, όμως αυτός την πλησίασε και με τις άκρες των δακτύλων του άγγιξε τις άκρες των δικών της δακτύλων. Αμέσως ένοιωσε να ανοίγει το μυαλό της και να ακούει τις σκέψεις στο δικό του μυαλό. Ήταν σάμπως και ξαφνικά άρχισαν να μιλούν χωρίς να χρησιμοποιούν καμιά γλώσσα. Η καρδιά της γέμισε ζεστασιά. Ήταν τόσο ωραίο κάποιος να μπαίνει στο μυαλό της και να ακούει αυτά που ντρεπόταν να πει. Και ήταν τόσο ωραίο να ακούει τις σκέψεις του καινούργιου της φίλου που ηχούσαν σαν γάργαρο νερό και με τον κρυστάλλινο τους απόηχο γέμιζαν την ψυχή της χαρά.
Τον έλεγαν Άγγελο και έψαχνε και αυτός παρέα. Με τον μοναδικό τρόπο που οι δυο τους επικοινωνούσαν ο Άγγελος της μιλούσε για το σύμπαν. Προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι πέρα από την ομορφιά που έβλεπαν γύρω τους, υπήρχαν νόμοι και δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο σύμπαν και όλα τα πράγματα ήταν αποτέλεσμα μιας πάνσοφης συμμετρίας και αναλογίας που ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβουν. Πέρα από αυτά που έβλεπε με τα γήινα μάτια της υπήρχαν και πολλά άλλα, στην πραγματικότητα πολύ περισσότερα που δεν μπορούσε να δει. «Όλα είναι σχετικά» της εξηγούσε. «Εσύ είσαι καμωμένη από τη βαριά ύλη του σύμπαντος, βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι είναι καμωμένο από αυτή την ύλη και μπορείς να κατανοήσεις τις δυνάμεις που προέρχονται ή παράγονται από αυτή την ύλη». « Όμως αυτή η ύλη αποτελεί το 5% του σύμπαντος» «Και τι είναι το υπόλοιπο;», ρωτούσε η Ευρυδίκη μαγεμένη. «Το υπόλοιπο ένα τέταρτο του σύμπαντος, είναι εκείνο που οι επιστήμονές σας ονομάζουν, σκοτεινή ύλη και όσο απομένει, δηλαδή τα τρία τέταρτα, εκείνο που ονομάζουν σκοτεινή ενέργεια.» «Βλέπεις η ύλη που είστε καμωμένοι δε σας αφήνει να κατανοήσετε την ολότητα του σύμπαντος, παρά ένα μικρό μέρος». «Εσύ από τι είσαι καμωμένος Άγγελε;» ρωτούσε η Ευρυδίκη. «Πώς τα ξέρεις, όλα αυτά;». Οι άκρες των δακτύλων του Άγγελου κινήθηκαν αμήχανα για μια στιγμή και μετά οι ήχοι από το μυαλό του γέμισαν το απορημένο μυαλό της Ευρυδίκης. «Εγώ, αγαπημένη γήινη φίλη μου, αποτελούμαι από όλα τα συστατικά του σύμπαντος. Για αυτό δε σου μιλώ με γήινο ήχο, αλλά με τον ήχο του πνεύματος. Και εσύ καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω, γιατί αυτό που εσείς οι γήινοι ονομάζετε ψυχή, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μίγμα σκοτεινής ύλης και σκοτεινής ενέργειας. Αυτές φυσικά είναι οι ονομασίες που τους έδωσαν οι επιστήμονες σας. Στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά σκοτεινά είναι. Είναι γεμάτα από πνευματικό φως. Όμως δε γνωρίζετε την ουσία αυτών των δύο και για αυτό υποφέρετε τόσο πολύ στη γη. Εσύ όμως μικρούλα φίλη μου, είσαι αγνή και μπορείς να καταλάβεις».
Τέτοιου είδους συζητήσεις ήτανε μερικές φορές πολύ πνευματικές για την Ευρυδίκη. Όμως τη γέμιζαν ευτυχία και της άρεσαν. Ήξερε πως μια μέρα θα καταλάβει περισσότερα.
Κάποτε την έπαιρνε από το χέρι ταξίδευαν μακρύτερα και πήγαιναν σε άλλους γαλαξίες. Προχωρούσαν μέσα στο έναστρο στερέωμα και έπαιζαν μέσα στο απέραντο κενό κάνοντας τούμπες, ενώ χιλιάδες αστέρια λαμποκοπούσαν γύρω τους. Μερικές φορές ο Άγγελος την έπαιρνε σε κάποια σημεία που τα ονόμαζε «χορδές» και από εκεί κυλούσαν σαν σε τσουλήθρα σε μακρινά μέρη του σύμπαντος. Τα θαύματα γύρω τους ήταν απίστευτα, με αστέρια να λάμπουν με εκθαμβωτικό φως, σαν χίλιοι ήλιοι και άλλα να διαλύονται και να γεμίζουν το χώρο με συντρίμμια, φωτιά και αέρια. Στην Ευρυδίκη άρεσαν περισσότερο τα παλλόμενα αστέρια, που η γιαγιά της τα ονόμαζε «παλσάρ», που με τις μακριές ουρές τους από παλλόμενο φως στόλιζαν το σύμπαν, σαν τα πιο εξαίρετα πυροτεχνήματα.
Το τολμηρότερό τους επίτευγμα ήταν όταν ο Άγγελος της έμαθε πώς να περνούν μέσα από τις μαύρες τρύπες και να ταξιδεύουν σε άλλα σύμπαντα. Στην αρχή η Ευρυδίκη φοβόταν. Ήταν τόσο σκοτάδι σε αυτές τις τρύπες και σε τραβούσαν όπως τραβά το νερό της βρύσης ο νεροχύτης. Όμως ο Άγγελος της έσφιγγε το χέρι και την έπαιρνε μαζί του. Κρατούσε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου και μετά βρίσκονταν σε ένα άλλο κόσμο. Όπως της εξηγούσε, καθώς περνούσαν την πύλη του δικού μας σύμπαντος για να βρεθούν σε ένα άλλο, δεν έπρεπε να φοβάται τίποτε. Αυτό ήταν ένα καινούργιο σύμπαν και όλα τα πράγματα και τα ζωντανά θα ήταν καμωμένα από μια διαφορετική ύλη. Δε θα τους έβλεπαν, δε θα τους άκουγαν, δε θα τους μυρίζονταν. Ο Άγγελος είχε το μυστικό για να μπορούν αυτοί να βλέπουν, να ακούουν και να μυρίζονται, όμως δε θα έπρεπε να το τολμήσει ποτέ να πάει μόνη. Δεν ήταν επιτρεπτό για τους ανθρώπους της γης να διασχίζουν τα σύμπαντα, ακόμα. Η Ευρυδίκη ήταν η εκλεκτή. Γιατί είχε φίλο τον Άγγελο. Και γιατί δε φοβόταν. Είχε θάρρος.
Τα άλλα σύμπαντα, πέρα από τις μαύρες τρύπες, ήταν τόσο διαφορετικά! Κάθε ένα είχε τη μαγεία του, τη δική του ομορφιά. Εκείνο που είχε κάμει τη μεγαλύτερη εντύπωση στην Ευρυδίκη ήταν το διάφανο σύμπαν. Εκεί όλα τα πράγματα, όλα τα ζώα και όλα τελοσπάντων τα υλικά όντα και φυτά, ήταν διάφανα. Έμοιαζαν να είναι καμωμένα από γυαλί και όλα πετούσαν μέσα σε μια πηκτή ατμόσφαιρα που φάνταζε σαν νερό. Τα χρώματα ήταν σαν φωτεινές δεσμίδες που διαπερνούσαν τη διάφανη ύλη των όντων και λαμπύριζαν εκθαμβωτικά. Σε αυτό το γυάλινο κόσμο μπορούσες να γλιστρήσεις σαν σε ατάραχη λίμνη, έχοντας την απέραντη ομορφιά να σε περιβάλλει, ενώ κάθε ήχος είχε κρυστάλλινη υφή. Σε αυτό το σύμπαν κυριαρχούσε το φως.
Σε ένα άλλο σύμπαν τα πάντα κυλούσαν σε επίπεδες επιφάνειες που ταλαντεύονταν κυματιστά, σαν να χόρευαν σε ένα συμπαντικό ρυθμό, με ήχους και μουσική που δονούσαν το χώρο. Όλα τα όντα εξέπεμπαν κραδασμούς που γέμιζαν την ψυχή σου με χίλια συναισθήματα. Εδώ δεν κυριαρχούσε το φως, κυριαρχούσε ο ήχος. Ήταν το σύμπαν του ήχου και του ρυθμού. Σε εκείνο το σύμπαν η ψυχή της μικρής Ευρυδίκης ένοιωσε τόση ευτυχία που δεν ήθελε να φύγει. Όμως ο Άγγελος την τράβηξε. «Τώρα, της είπε, δεν ανήκεις σε αυτό το σύμπαν. Είσαι άνθρωπος και καμωμένη από ύλη γήινη. Ίσως, όταν πεθάνεις να έρθεις εδώ. Τώρα δε γίνεται».
Και τότε άκουσε για πρώτη φορά η Ευρυδίκη, τη λέξη πεθαίνω και θάνατος. Όμως δεν πέρασε από το μυαλό της ότι είχαν να κάμουν με κάτι κακό. Ήταν απλά η μετάβαση σε ένα άλλο σύμπαν, που ήταν τόσο υπέροχο.
Μια φορά είχαν επισκεφθεί και ένα άλλο, παράξενο κόσμο. Είχε την πιο ξεχωριστή μορφή από όλα όσα είχαν δει. Δεν είχε διαμορφωμένα όντα. Όλα έμοιαζαν με αέριες μάζες σε διάφορα χρώματα, που κινούνταν μέσα στο χώρο και άλλαζαν σχήματα και μορφές συνεχώς. Εκείνο που κυριαρχούσε σε αυτό τον κόσμο ήταν τα συναισθήματα. Μόλις βρισκόσουν εκεί ένοιωθες τόσο έντονα μέσα στην ψυχή σου αυτό που είναι η αγάπη, η ελπίδα, η στοργή, αλλά και ο θυμός και το μίσος και η απληστία. Το περίεργο ήταν ότι επέλεγες πάντα αυτό που γέμιζε την ψυχή σου με ζεστασιά, αυτό που σε έκανε ευτυχισμένο. Και σίγουρα δε σε έκαναν ευτυχισμένο, ούτε ο θυμός, ούτε το μίσος, ούτε η απληστία. Ήταν το σύμπαν των συναισθημάτων, των αισθημάτων και της διάκρισης. Εδώ ο Άγγελος της εξήγησε ότι έρχονταν οι ψυχές των γήινων όντων για να διδαχθούν, όταν οι εμπειρίες της ζωής τους δε στάθηκαν ικανές να τους μάθουν που βρίσκεται η ευτυχία. Και ω ναι! Εδώ η Ευρυδίκη εμπειράθηκε την απόλυτη ευτυχία, γιατί επέλεξε τα αισθήματα της αγάπης και της δημιουργικότητας. Το σύμπαν αυτό φτιάχτηκε όπως της εξήγησε ο Άγγελος από τα περισσεύματα των αισθημάτων των ανθρώπων που πεθαίνουν, στο δικό μας σύμπαν. Είναι η μόνη μορφή ύλης που παραμένει αναλλοίωτη μετά το θάνατο. Όλα τα άλλα γίνονται σκόνη του σύμπαντος.
Έτσι περνούσαν οι μέρες μα προπάντων τα βράδια της Ευρυδίκης. Άκουγε από τη γιαγιά τις ιστορίες για το σύμπαν και τις νύκτες παρέα με τον Άγγελο βίωνε τέτοιες εμπειρίες που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε ποτέ βιώσει. Όλα αυτά τα ταξίδια την έκαναν μοναχική, αλλά ευτυχισμένη.
Ο τρόπος που είχε μάθει να επικοινωνεί με τον Άγγελο, με το άγγιγμα των ακροδάχτυλων τους, τη δίδαξε πως και η αφή είναι μια αίσθηση επικοινωνίας. Έμαθε να αγγίζει τρυφερά τα φύλλα των φυτών, να χαϊδεύει ανεπαίσθητα την υγρή επιφάνεια του νερού και μέσα από τα κύματα που λάμβανε επικοινωνούσε και μάθαινε για την ύλη των όντων και για τους κραδασμούς που εξέπεμπαν.
Όλη αυτή η πορεία της ζωής της την είχε κάμει ένα ξεχωριστό άνθρωπο, με μια καρδιά γεμάτη κατανόηση, όμως κατά βάθος ντροπαλή και συγκρατημένη. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει για όλα αυτά σε κανένα, γιατί δε θα την πίστευαν. Ακόμα και η αγαπημένη της γιαγιά, όταν πήγε να της μιλήσει για πρώτη φορά για τα θαυμαστά ταξίδια της, τα θεώρησε όνειρα. Η μικρή Ευρυδίκη ήταν έξυπνη. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να μιλά, μόνο να εμπειράται και να μαθαίνει.
Σιγά – σιγά έφθασε ο καιρός που η Ευρυδίκη θα έπρεπε να πάει στο δημοτικό σχολείο. Για πρώτη φορά η ελεύθερη ψυχή της θα είχε να αντιμετωπίσει τη στενότητα του χώρου και τη μορφοποιημένη γνώση.
Η εμπειρία του σχολείου ήταν πολύ διαφορετική από ότι είχε γνωρίσει και είχε μάθει μέχρι τότε. Δεν μπορούσε πια τα βράδια να απομακρύνεται σε διαπλανητικά και δια – συμπαντικά ταξίδια και σιγά – σιγά έχασε επαφή και με τον Άγγελο. Δεν είχε σημασία όμως, κατάλαβε ότι θα έπρεπε να προσαρμοστεί στο δικό της κόσμο και στη γνώση της δικής της φυλής. Έτσι, στο μέλλον σαν επιστήμονας, θα μπορούσε να δώσει τις εμπειρίες των παιδικών της χρόνων με ένα τρόπο κατανοητό στους άλλους ανθρώπους και προπάντων στα άλλα παιδιά.
31 Αυγούστου 2012
Leave a Reply